Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Οικολογία και αριστερά


του Γιάννη Σταυρακάκη


Η νέα έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και των Εκδόσεων Νήσος* συγκεντρώνει κείμενα που παρουσιάστηκαν αρχικά σε μια σειρά ιδιαίτερα επιτυχημένων εκδηλώσεων διαλόγου που πραγματοποιήθηκαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έναν χρόνο πριν. Στο επίκεντρό τους τίθενται οι θεματικές της ανάπτυξης/αποανάπτυξης, της εννοιολόγησης της αρμονίας και της ισορροπίας στην οικολογία, αλλά και εν γένει των θεωρητικών και παραδειγματικών διαστάσεων της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Όλες τους θεματικές που – καθώς προσεγγίζονται με σύγχρονο, ενημερωμένο και αναστοχαστικό τρόπο – μας δίνουν επιχειρήματα που παρεμβαίνουν καίρια στο ζήτημα των σχέσεων φύσης και κοινωνίας, ανανεώνοντας τον διάλογο οικολογίας και αριστεράς πέρα από παρωχημένα κλισέ.

Τα δύο πρώτα κείμενα του βιβλίου θέτουν του όρους μιας αναγκαίας συζήτησης μεταξύ μιας οικοαριστερής οπτικής και του ανερχόμενου επιχειρήματος της αποανάπτυξης. Ο Τάσος Χοβαρδάς και ο Γιώργος Καλλής επισημαίνουν, αρχικά, τα σημεία σύγκλισης αποανάπτυξης και αριστεράς: Και οι δύο  στοχεύουν τον καπιταλισμό, στοχεύουν την «ανάπτυξη» όταν αυτή ταυτίζεται με την καπιταλιστική συσσώρευση. Στο προγραμματικό επίπεδο, μάλιστα, κοινές θέσεις αποανάπτυξης και αριστεράς αποτελούν η αναδιανομή του πλούτου, η καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος, η μείωση του χρόνου εργασίας, η υποστήριξη μορφών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.

Ωστόσο, στο σημείο αυτό αναδύονται και οι διαφοροποιήσεις. Έτσι, ο Τάσος Χοβαρδάς προχωρά σε μια κριτική επισκόπηση του πεδίου της αποανάπτυξης αναφορικά με την έννοια των «φυσικών ορίων», στην οποία αυτή εν πολλοίς εδράζεται. Για την οικοαριστερά, η έννοια του φυσικού πόρου προκύπτει από την ένταξη των πόρων στην παραγωγική διαδικασία μέσα σε μια συγκεκριμένη διάταξη παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Όπως υποστηρίζει ο Χοβαρδάς, μόνο μέσα από την έννοια του τρόπου παραγωγής μπορεί κανείς να αναφερθεί στην έννοια του ορίου, το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί στη φύση αλλά στον τρόπο παραγωγής. Θα έλεγε κανείς ότι η αίσθηση των «ορίων» προϋποθέτει την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και ηθική επένδυση του «φυσικού». Έτσι, η κριτική στην αποανάπτυξη είναι ότι απο-πλαισιοποιεί και υποστασιοποιεί την έννοια του πόρου και του ορίου. Απομονώνοντας τες από τους καθορισμούς τους μέσα σε έναν δεδομένο τρόπο παραγωγής, καθιστά τις έννοιες αυτές υπεριστορικές, δηλαδή, ανεξάρτητες από τα κοινωνικά και πολιτικο-ιδεολογικά τους συμφραζόμενα.

Ο Γιώργος Καλλής υπεραμύνεται της έννοιας των ορίων στον βαθμό που αυτή συνδυάζει οντολογική ισχύ και πολιτική χρησιμότητα. Η έννοια των ορίων μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει μία φυσική πραγματικότητα, η οποία μας περιορίζει. Στην ίδια γραμμή επιχειρηματολογίας, ο αυτοπεριορισμός αναμένεται να αποτελέσει κεντρικό ζήτημα για μια κοινωνία ισότητας και ευημερίας που θα ζει καλά με λίγα για να υπερβεί τις σημερινές ανισότητες. Ο Καλλής τοποθετεί τις θεωρητικές ρίζες αυτών των ιδεών της αποανάπτυξης στον μετα-μαρξιστικό οικοσοσιαλισμό των Γκορζ, Καστοριάδη και Ελύλ, τον κοινοτικό οικοαναρχισμό των Ίλιτς και Μπούκσιν, την πολιτική φιλοσοφία της Χάνα Άρεντ, την οικονομική ανθρωπολογία των Μός και Πολάνι και την κριτική της εμπορευματοποίησης, αλλά και την κριτική της ανάπτυξης στον τρίτο κόσμο από την οποία προέρχεται και ο Σερζ Λατούς, βασικός εισηγητής του επιχειρήματος της αποανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η αποανάπτυξη μας καλεί να καθαιρέσουμε την αύξηση του εισοδήματος και του ΑΕΠ από συλλογικές αξίες και κεντρικούς στόχους των δημόσιων πολιτικών. Στρέφεται στην αυτοοργάνωση της κοινωνίας και τη συνεταιριστικοποίηση της οικονομίας από τα κάτω, σε πολιτικές οι οποίες θα ανοίξουν τον χώρο για την ανάδυση της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας, μειώνοντας την επικράτεια του κεφαλαίου, της συσσώρευσης και της ανάπτυξης.

Από τη μεριά του, ο Νίκος Νικήσιανης οργανώνει την παρέμβασή του γύρω από το εξής ερώτημα, που διευρύνει το πεδίο της συζήτησης πέρα από το status της αποανάπτυξης και στην κατεύθυνση της ίδιας της (ιδεολογικής) υπόστασης του «φυσικού» στην οικολογία: Που οφείλεται η ισχύς μιας σειράς οικολογικών όρων, όπως η ποικιλότητα, η ισορροπία, ο σεβασμός των φυσικών νόμων, με μία λέξη η «αρμονία» της φύσης; Οι έννοιες αυτές αποτυπώνουν αντικειμενικές ιδιότητες της ίδιας της φύσης, όπως ισχυρίζεται ο κυρίαρχος περιβαλλοντισμός, ή πρόκειται για ιδέες τις οποίες η οικολογία προβάλλει, παρά ανακαλύπτει, στη φύση; Ο Νικήσιανης υποστηρίζει ότι η οικολογία ως επιστήμη βρίσκεται μπροστά σε δύο δρόμους: Από τη μία, στον δαρβινικό δρόμο των σχέσεων–μαχών, των διαρκών ανατροπών, της ενδεχομενικότητας, της αστάθμητης και αυτόνομης εξέλιξης σε όλα τα επίπεδα. Από την άλλη, στον δρόμο των ελέγχων, των ορίων, της σταθερότητας, της τάξης και της αρμονίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Νικήσιανης ανατρέχει στην διαδικασία μέσω της οποίας, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η οικολογία μετατρέπεται σε μία διαχειριστική πρακτική που θέτει ως στόχο της την εκτίμηση της αντοχής των οικοσυστημάτων απέναντι στις ανθρωπογενείς διαταραχές. Το ρεύμα αυτό απομακρύνει την οικολογία από το δαρβινικό πλαίσιο και την υποτάσσει σε κριτήρια που συνδέονται με τη νευτώνεια φυσική (ποσοτικοποίηση) ή την αστική πολιτική οικονομία (ορθή διαχείριση), παρά με την εξελικτική βιολογία.

Ο Γιώργος Στάμου συνεχίζει την κριτική διερέυνηση της ιδεολογικής λειτουργίας οικολογικών λογικών, καθώς επικεντρώνεται στην αρνητικότητα οργανωτικών εννοιών για το πεδίο της οικολογίας, όπως η βιοποικιλότητα και το οικοσύστημα. Για παράδειγμα, ο βασικός μηχανισμός που διέπει την οργάνωση της βιοκοινότητας είναι ο ανταγωνισμός: Η βιολογική φύση εφοδιάζει κάθε είδος με μια ευρεία γκάμα ιδιοτήτων που του επιτρέπουν να επιβιώνει και να αναπαράγεται σε μεγάλο εύρος συνθηκών και να αποικίζει ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων (θεμελιώδης οικοθέση). Ωστόσο, σε πραγματικές συνθήκες, το είδος διαβιώνει υπό την πίεση του διαειδικού ανταγωνισμού οπότε εγκαταλείπει μέρος των δυνατοτήτων του και περιορίζεται σε στενότερα όρια (πραγματοποιούμενη οικοθέση). Με βάση αυτή την επιχειρηματολογία αρνητικού τύπου, το συμπέρασμα είναι ότι οι οργανισμοί οδηγούνται σε ένα είδος διαμερισμού των περιορισμένων φυσικών διαθέσιμων και τελικά στη συνύπαρξη των ειδών και τη βιοποικιλότητα, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες του ανταγωνισμού.

Έτσι, η συνύπαρξη των ειδών στο πλαίσιο της βιοκοινότητας εμπλέκει α) την ιδέα του διαμερισμού των πόρων ανάλογα με την ανταγωνιστική ισχύ του κάθε είδους (σε χρόνο παρόντα ή παρελθόντα), β) τη φυσική επιλογή ως τον υλικό μηχανισμό που υπόκειται των φαινομένων, και γ) μια ιδεολογική, μετωνυμική διαδικασία που ταυτίζεται με τον χωρίς όρους ανταγωνισμό. Για τον Γιώργο Στάμου, οι αναλογίες με τον αρνητικό τρόπο διαπραγμάτευσης εννοιών, όπως εκείνη της ελευθερίας, που επιχειρεί ο φιλελευθερισμός είναι, στο σημείο αυτό, πρόδηλες.

Αν τα πρώτα τέσσερα κείμενα του τόμου εξετάζουν κριτικά το πεδίο των σχέσεων ανθρώπου-φύσης και των στερεοτυπικών εννοιών που το σημαδεύουν ιδεολογικά (ανάπτυξη, όρια, αρμονία, κλπ.), το πέμπτο κείμενο της συλλογής επιχειρεί να ανασυνθέσει το πεδίο γύρω από την έννοια των «κοινών». Έτσι, ο Σπύρος Ψαρούδας υποστηρίζει ότι η διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και της φύσης μπορεί να ενταχθεί στην ευρύτερη συζήτηση για τα «κοινά» και τη σημασία τους στη διατήρηση της φύσης και στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής, αλλά και στην υπέρβαση του κυρίαρχου, καπιταλιστικού παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου. Δεν πρόκειται φυσικά για μια απο-ιδεολογικοποιημένη πρόταση, ούτε και είναι η μοναδική πρόταση διαθέσιμη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, συνιστά έναυσμα για γόνιμο διάλογο και οφείλει να συζητηθεί στο πλαίσιο μιας κριτικής αποτίμησης της θεωρητικής παράδοσης από την οποία προέρχεται.

Σύμφωνα με την οπτική που αναπτύσσεται, για να νοηματοδοτήσουμε τα «κοινά» πρέπει να εξετάσουμε ταυτόχρονα τρία στοιχεία: Καταρχάς, τα «κοινά» περιλαμβάνουν κοινούς πόρους που γίνονται αντιληπτοί ως μη εμπορευματικά μέσα για την εκπλήρωση αναγκών των ανθρώπων. Κατά δεύτερο λόγο, τα «κοινά» δημιουργούνται και διατηρούνται από κοινότητες, που μοιράζονται κοινούς πόρους και καθορίζουν οι ίδιες τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους παρέχεται πρόσβαση και χρήση σε αυτούς. Τέλος, ο ορισμός των «κοινών» περιλαμβάνει την κοινωνική διαδικασία που τα δημιουργεί και τα αναπαράγει. Για τον Ψαρούδα, η διαχείριση της φύσης πρέπει να προστατευτεί τόσο από την ατομική όσο και από την κρατική ιδιοκτησία. Η ανάπτυξη δομών κοινωνικής οικονομίας ταιριάζει καλύτερα στον χαρακτήρα των «κοινών» που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη σημασία των προστατευόμενων περιοχών. Ακόμη, για να είναι συμβατή με την προστασία των φυσικών και πολιτιστικών κοινών, η ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων εντός προστατευόμενων περιοχών πρέπει να ελέγχεται από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους θα συμμετέχουν ενεργά και αδιαμεσολάβητα οι πολίτες και, πρωτίστως, οι κάτοικοι και οι χρήστες των προστατευόμενων περιοχών.

Τα κείμενα της έκδοσης συνθέτουν έναν αυθεντικό διάλογο πάνω σε κρίσιμα ζητήματα. Εκπροσωπούν διαφορετικές απόψεις, υπηρετούν διακριτές οπτικές και καταλήγουν σε μια ποικιλία προτάσεων: εννοιολογικών, θεωρητικών, αναλυτικών και προγραμματικών. Καθώς ξεπερνούν τα «απλοϊκά» στερεότυπα – που αναπαράγονται συχνά και στο πλαίσιο της αριστεράς – και εμπλέκονται σε μια διαρκή κριτική διερώτηση, καθώς συμπυκνώνουν τη συνεπή ερευνητική ενασχόληση μερικών από τους σημαντικότερους ερευνητές τούτου του χώρου (παλαιότερων και νεότερων), προσφέρουν νέες αφορμές για τον αναστοχασμό γύρω από τα περιβαλλοντικά θέματα σε μια εποχή όπου το αυθεντικό ενδιαφέρον για την οικολογία φαίνεται να υποχωρεί. Σίγουρα αξίζει να διαβαστούν και να συζητηθούν ευρύτερα!


Ο Γιάννης Σταυρακάκης διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο ΑΠΘ

* Γιώργος Καλλής, Νίκος Νικήσιανης, Γ. Π. Στάμου, Τάσος Χοβαρδάς, Σπύρος Ψαρούδας, Οικολογία και Αριστερά: Για τη σχέση της φύσης με την κοινωνία στην κρίση και μετά, επιμ. Τάσος Χοβαρδάς, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς – Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2014.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Ο Ευρωπαίος Ασθενής


του Νίκου Ξυδάκη


Η D-Day, η ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία, η 6η Ιουνίου 1944, σημαδεύει την αρχή του τέλους του πιο αιματηρού πολέμου, του Β΄ Παγκοσμίου. Για πολλούς ιστορικούς, ο πόλεμος είχε αρχίσει το 1914, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, ουσιαστικά ενός μείζονος ευρωπαϊκού εμφυλίου, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε Α΄ Παγκόσμιος, και τερματίστηκε το 1945, με την πτώση του Βερολίνου και τις ρίψεις ατομικών βομβών στην Ιαπωνία. Η Ευρώπη ήταν ο γενέθλιος τόπος και των δύο πολεμικών επεισοδίων – η Σκοτεινή Ηπειρος, όπως την ονόμασε ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Και στην Ευρώπη οι αλλαγές ήταν σαρωτικές, από κάθε άποψη: στον Πρώτο πόλεμο συνετρίβησαν τέσσερις αυτοκρατορίες, γεννήθηκε μία παγκόσμια υπερδύναμη, ξέσπασε μία επανάσταση, επαναχαράχθηκαν σύνορα, η φρίκη της μαζικής εξόντωσης σφράγισε ανεξίτηλα τον ψυχισμό του Ευρωπαίου ανθρώπου και άλλαξε τον πολιτισμό.

Στη διάρκεια του ταραγμένου ιντερμέδιου, πάνω σε βαθιά ταπεινωμένους ηττημένους ανθρώπους, εβλάστησαν τα θηριώδη νεωτερικά φαινόμενα της σκοτεινής ηπείρου, οι ολοκληρωτισμοί, πνίγοντας τα αδύναμα άνθη της δημοκρατίας. Και ο πόλεμος συνεχίστηκε ακόμη πιο άγριος, έως την ολοκληρωτική φρίκη, την έκλειψη της ανθρωπινότητας και τη δοκιμή του πυρηνικού αφανισμού.

Η Κοινωνία των Εθνών, πρόδρομος του ΟΗΕ, προοικονομήθηκε μέσα στον Πρώτο πόλεμο από τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον, στα Δεκατέσσερα Σημεία του. Η Ευρωπαϊκή Ενωση συνελήφθη σαν ιδέα μέσα στη φρίκη του Δεύτερου πολέμου, από τους εξόριστους του φασισμού Αλτιέρο Σπινέλι και Ερνέστο Ρόσσι. Και ακριβώς αυτό το οραματικό μανιφέστο των εξόριστων είναι η ακριβή κληρονομιά από τον μακρύ ευρωπαϊκό πόλεμο του 20ού αιώνα· ένα πρωτόγνωρο ιστορικό εγχείρημα, που χάρισε την πρωτοφανή Χρυσή Τριακονταετία στους Ευρωπαίους, το 1945-1970, και μια πρωτοφανή άνθηση των πολιτών, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του κράτους πρόνοιας, των επιστημών και των τεχνών. Ολα τούτα κατέστησαν εφικτά εν πολλοίς εξαιτίας της αφοσίωσης των ευρωπαϊκών εθνών στο κοινό σχέδιο για αποτροπή του πολέμου, για ρύθμιση των ανταγωνισμών και δημιουργική συνύπαρξη.

Εβδομήντα χρόνια από την D-Day και το τέλος των πολέμων, μετά τόσα ιστορικά επιτεύγματα, η Ευρώπη δεν βρίσκεται στην καλύτερη κατά­σταση· μάλλον, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο, στις απαρχές μιας παρακμής με απρόβλεπτη κατάληξη. Υπό μία έννοια, το ιστορικό συνεχές του μεταπολέμου απειλείται με βαθύ ρήγμα. Οι σεβαστές από όλους κοινές παραδοχές, οι δυνάμεις σύγκλισης και συνοχής, υποχωρούν, και τη θέση τους παίρνουν δυνάμεις φυγόκεντρες, απόκλισης και κερματισμού. Η ιστορική ασυνέχεια του 1989 φαίνεται ότι καταλείπει στην ήπειρο ένα ρήγμα που ολοένα διευρύνεται. Ο πόλεμος του 1990-95 δεν διέλυσε μόνο τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και την πεποίθηση ότι τα σύνορα δεν μεταβάλλονται: το Γιουγκοσλαβικό έδειξε ότι μεγάλα κράτη διαλύονται και ιδρύονται κράτη-φαντάσματα, και μάλιστα εκεί όπου ξέσπασε ο Πρώτος πόλεμος, με τη φιλόδοξη ευρωπαϊκή ομοσπονδία να παρακολουθεί άπραγη ή και συνένοχη.

Το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008 και η επακολουθήσασα κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης κατέδειξε επίσης άλλες ασυμμετρίες: την κατίσχυση των αγορών επί των κρατών, πρώτον και κύριον· την ανυπαρξία ισχυρής βούλησης για ρύθμιση απέναντι σε μια ιστορική πρόκληση· τη διαταραχή της ισορροπίας δυνάμεων στην κορυφή της της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Χωρίς τη διπλωματική και πολιτική ισχύ της εξασθενημένης Γαλλίας, με τη Βρετανία δύστροπη και ευρωσκεπτικιστική όσο ποτέ, με ισχυρότατες ακροδεξιές αντιευρωπαϊκές δυνάμες και στις δύο, με την Ιταλία ασταθή και υπερχρεωμένη, η οικονομικά ισχυρή Γερμανία βρίσκεται να ηγεμονεύει μόνη της στην πολυδιαιρεμένη Ε.Ε., απρόθυμα και άγαρμπα, με ατελή εργαλεία τον παραδοσιακό μονεταρισμό και τον ordoliberalism που εφάρμοσε στο εσωτερικό της. Τα εργαλεία του Βερολίνου όμως δεν αρκούν για να σταθεροποιήσουν μια πολυσύνθετη, ασύμμετρη και ασταθή Ευρώπη, εκτεθειμένη στους ανέμους της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης. Ούτε φυσικά βοηθά η φονταμενταλιστική αγκύλωση των Βρυξελλών στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, την οποία δεν ακολουθούν τόσο πιστά ούτε οι ΗΠΑ.

Η πολιτική και διανοητική ακαμψία που επεδείχθη κατά την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης και ογκούμενης κρίσης μετά το 2008, κορυφώθηκε με ωμές παρεμβάσεις στο εσωτερικό των χρεωμένων κρατών, μικρών και μεγάλων, που έφθασαν σε οπερετικές καθαιρέσεις πρωθυπουργών. Το κύμα ακροδεξιού και μη ευρωσκεπτικισμού οφείλεται και σε τέτοια φαινόμενα, όπως αυτά που εκδηλώθηκαν στη σύνοδο των Καννών το φθινόπωρο του 2011. Δεν είναι άσχετη μάλιστα με τέτοια φαινόμενα, η πολλαπλώς εκδηλούμενη ανησυχία των ΗΠΑ για την ατελέσφορη αντιμετώπιση της κρίσης από τον Ευρωπαίο Ασθενή.

Η ευρωπαϊκή αστάθεια επιδεινώνεται περαιτέρω από την αιφνίδια γεωπολιτική μόχλευση που υφίσταται στην Ουκρανία, στην ευαίσθητη ανατολική μεθόριο. Δύο δεκαετίες μετά τη συμφωνία του Ντέιτον για το Γιουγκοσλαβικό, η Ουκρανία καταδεικνύει τις αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης με διαφορετικό, ίσως πιο επικίνδυνο τρόπο. Διότι τώρα η Ε.Ε. έρχεται αντιμέτωπη με τον μεγάλο ευρασιατικό γείτονα, τη Ρωσία, με την οποία τη συνδέουν ισχυροί αμοιβαίοι δεσμοί. Η παρώθηση της Ρωσίας προς την Ασία δεν θα ωφελήσει την Ευρώπη· και πράγματι η κυβέρνηση Πούτιν ενισχύει γοργά τις οικονομικές σχέσεις της με την Κίνα και την Ινδία.

Οι αναλογίες με το παρελθόν είναι παρακινδυνευμένες, αλλά ας δούμε το ευρωπαϊκό μωσαϊκό εκατό χρόνια από το ξέσπασμα του Πρώτου πολέμου. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, βρίσκονται δυνητικά σε τροχιά ανταγωνισμού, ή τουλάχιστον απόκλισης· η νομισματική ένωση έφερε απόκλιση παρά σύγκλιση· το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι εξόχως ασταθές σε όλο το μεσογειακό τόξο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα· η Ρωσία κινείται ταυτοχρόνως αμυντικά και επιθετικά· οι ΗΠΑ μοχλεύουν τη ρωσογερμανική προσέγγιση· η Βρετανία αντιδρά εθνικιστικά και απειλεί με απόσχιση από την Ε.Ε.· η Γαλλία ασθενεί και αντιδρά εθνικιστικά· ο Νότος μαστίζεται από ύφεση και ανεργία· όλη η Ευρώπη κινδυνεύει να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό και στην ύφεση· η άκρα δεξιά και ο ρατσισμός επελαύνουν. Ποτέ στη μεταπολεμική 70ετία η Ευρώπη δεν ήταν τόσο αδύναμη και συγχυσμένη.


Σχόλιο από Elikas:  Και να προσθέσουμε ότι υπάρχει κι η Τουρκία, που αντιμετωπίζει πολιτική κρίση ενώ το οικονομικό της θαύμα καταρρέει με πάταγο. Και στη Βόρεια Αφρική, από αστάθεια άλλο τίποτα. Για τη Μέση Ανατολή δεν το συζητάμε καν… Παίζει και θρησκεία, με μπόλικο μουσουλμανικό πληθυσμό διασκορπισμένο εντός ευρωπαϊκών συνόρων σε μια εποχή συντηρητικής έως ξεκάθαρα φασιστικής στροφής πολλών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μιλάμε για τη χαρά της μισαλλοδοξίας. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε την περιβαλλοντική ανισορροπία και τις καταστροφές που έχει ήδη αρχίσει να επιφέρει δεξιά-αριστερά.

Όταν σκάσουν κάνα-δυο οικονομικές φούσκες ανεπτυγμένων κρατών, το χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα της Ευρώπης θα χρειαστεί ένα σχέδιο Μάρσαλ για να ορθοποδήσει μετά το κακό που θα ξεσπάσει, και αμφιβάλω ότι ακόμα και η Κίνα μπορεί να πληρώσει το λογαριασμό. Οι ΗΠΑ σίγουρα όχι πάντως, όσο και να το πιστεύουν ότι μπορούν. Παραέχουν πολλά ανοιγμένα μέτωπα, και η ανισότητα στο εσωτερικό τους έχει χτυπήσει κόκκινο εδώ και καιρό.

Διόλου τυχαία, η Ιστορία (history) είναι συνονόματη της ιστορίας (story). Ιδεολογικά και οικονομικά μοντέλα ανταγωνίζονται το ένα το άλλο ποιο θα ξετυλίξει την καλύτερη Μεγάλη Αφήγηση, αυτή που θα παρασύρει τα πλήθη να αιματοκυλιστούν ή να μεγαλουργήσουν. Όταν κάποιο σύστημα επικρατεί καθολικά (όπως ο καπιταλισμός μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων), αναπόφευκτα εκφυλίζεται και αποσυντίθεται μέχρι να αντικατασταθεί από ένα καινούργιο. Που συνήθως προκύπτει μετά από μία βίαιη αλλαγή.

Ο νικητής θα είναι αυτός που θα μας πει μια καλύτερη ιστορία από αυτή που μας υπόσχεται ο ασθμαίνων νεοφιλελευθερισμός, η ξαναζεσταμένη αριστερά και οι κάθε λογής παραληρηματικοί εθνικισμοί. Προς το παρόν, δεν έχει συγκεκριμένη μορφή, εθνικότητα ή ονομασία, και σίγουρα όχι εκπρόσωπο. Καλά θα κάνει να εμφανιστεί σύντομα στο προσκήνιο πάντως, γιατί όλα δείχνουν ότι το στοίχημα να αποφευχθεί μια εκτεταμένη σύγκρουση κοντεύει να χαθεί. Αν δεν έχει χαθεί ήδη δηλαδή…

Πηγή βλέμμα

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Ilya Prigogine-Isabelle Stengers, Τάξη μέσα από το Χάος - Για τον Χέγκελ και τη Φιλοσοφία της Φύσης



Α] Προλεγόμενα

Στο τρίτο κεφάλαιο του ιστορικού τους βιβλίου Τάξη Μέσα από το Χάος, οι Prigogine-Stengers διατρέχουν μια γραμμή φιλοσοφικής σκέψης που ξεκινά από τον Diderot, περνά μέσα από τον Kant, προχωρά στον Hegel και τον Bergson, καταλήγει στον Whitehead. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω φιλοσόφων και των κοσμοθεωρήσεων που πρεσβεύουν, είναι μια μεταφυσική αντίδραση απέναντι στην προσκόλληση στο νευτώνειο σύστημα, που καθιερώνει ένα φυσικοεπιστημονικό πρότυπο βασισμένο στη λογική της μαθηματικής αφαιρετικοποίησης και ομογενοποίησης της Φύσης που αποξενώνει από τη αληθινή ζωή. Σε αντίθεση με τους Bergson-Whitehead (βλ. βασικά Δημιουργική Εξέλιξη, Διαδικασία και Πραγματικότητα αντίστοιχα), οι υπόλοιποι περιορίστηκαν από την επιστημονική γνώση της εποχής τους, που δεν τους παρείχε τα πιο δυναμικά και λεπτοφυή εννοιολογικά εργαλεία των επιστημών του 21ου αιώνα. Οι Prigogine-Stengers θεωρούν ότι συνεχίζουν αυτή τη μακρά παράδοση η οποία, έχοντας αξιώσεις μιας καθολικής φιλοσοφίας ή κοσμολογίας, δεν παραγνωρίζει τις ''συμβατικές'' επιστήμες της νεωτερικότητας, αλλά προσπαθεί να τις εντάξει ως ανηρημένες στιγμές στο εσωτερικό της. 
  
Υπάρχει κάτι σημαντικό που δεν αναφέρουν οι Prigogine-Stengers στο βιβλίο τους όταν σχολιάζουν τον Kant, αλλά σχετίζεται άμεσα με τα ενδιαφέροντά τους. Ένας πολύ σημαντικός κρίκος στην ανάπτυξη της μετανευτώνιας κοσμοθεώρησης είναι η αναφορά του Kant στο πρόβλημα του οργανισμού στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης (για το βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή κλικ εδώ). Η νευτώνεια φυσική ήρθε να ανατρέψει την αριστοτελική ερμηνεία της φύσης με όρους τελεολογικούς, αντικαθιστώντας την με μια μηχανική εξήγηση της φυσικής πραγματικότητας. Μολονότι ένθερμος υποστηρικτής του Νεύτωνα (άλλωστε η φιλοσοφία του είναι βασικά μια προσπάθεια να θεμελιωθεί φιλοσοφικά η δυνατότητα της επιστήμης χωρίς την απαξίωση της εμπειρίας, όπως μας καλεί να κάνουμε το φυσικοεπιστημονικό και πειραματικό πρότυπο των Νέων Χρόνων), ο Kant βλέπει στα έμβια όντα (φυτά και ζώα) την αρχή της μηχανικής εξήγησης των (φυσικών) φαινομένων να φτάνει σε ένα οριακό σημείο. Μπορούμε να πούμε ότι τα έμβια όντα αποτελούν, με τους όρους του Imre Lakatos, ένα αντιπαράδειγμα που ανασκευάζει το σύνολο της νευτώνειας μηχανικής λογικής. Ο Kant, αρνούμενος πως η μηχανική εξήγηση των έμβιων όντων εξαντλεί τη πραγματικότητά τους, αρνείται επίσης, από την άλλη μεριά, να καταφύγει σε ένα Θεό-δημιουργό που εμφύσησε τη σκοπιμότητα της ζωής στην ύλη, πλάθοντας τα έμβια όντα. Έτσι, η λύση του είναι μια φυσική τελεολογία, η οποία, κατά την εκτίμηση του γράφοντος, υπονομεύει εκ των έσω τη βασική διάκριση της καντιανής φιλοσοφίας ανάμεσα στα φαινόμενα, που υπόκεινται στους φυσικούς νόμους, και στα νοούμενα, που αποτελούν το πεδίο της ανθρώπινης ηθικής και της ελεύθερης πρακτικής. Αν σε ένα μέρος του φυσικού κόσμου, όπως τα έμβια όντα, αναγνωρίζονται όχι μόνο αιτίες και αποτελέσματα, αλλά και σκοποί, έχουμε ένα είδος ελευθεριότητας των έμβιων όντων που ανακύπτει μέσα στη φύση αλλά και υπερβαίνει την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων. Ο Kant, έχοντας επίγνωση του προβλήματος, υποστηρίζει πως η σκοπιμότητα-τελολογία στα έμβια όντα οφείλεται στην κατασκευή της κριτικής μας δύναμης, που αποδίδει σκοπιμότητα στις φυσικές διαδικασίες για να τις κατανοήσει επιστημονικά (αυτός είναι ένας από τους λόγους της περί Θεού αυταπάτης-για τη θέση του Kant, βλ. ενδεικτικά το κείμενο εδώ).
   
Από εδώ θα πιάσουν λοιπόν το νήμα ο Schelling και ο Hegel, και θα δουν, στις φιλοσοφίες της Φύσης που αναπτύσσουν, μια μορφή πρώιμης Πνευματικότητας ή Υποκειμενικότητας να ενεργοποιείται στην οργανική ύλη, που βρισκόταν ήδη, σε λανθάνουσα μορφή, στην ανόργανη ύλη. Μάλιστα, ο Hegel αναπτύσσει σε μερικές πολύ σημαντικές σελίδες, στη διδασκαλία περί της Έννοιας (στο δεύτερο τμήμα-Αντικειμενικότητα), τις έννοιες του του μηχανισμού, του χημισμού και της τελολογίας. Όπως λέει ο Hegel, βασικά μηχανισμός και χημισμός αντιδιαστέλλονται με την τελολογία, και ειδικά με την εσωτερική-εμμενή τελολογία (έναντι της εξωτερικής τελολογίας του αντικειμένου, βλ. Σκοπός/Τέλος τεθειμένο στο αντικείμενο από το Θεό). Πρέπει να δούμε τις αναπτύξεις αυτές του Hegel σε σχέση με τον Kant για τις θέσεις του δεύτερου για τον οργανισμό. Για τον Hegel, η ''οργανική αρχή'', αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, δεν αφορά μια ιδιαίτερη περίπτωση (τα έμβια) αποκομμένη από τη Λογική, αλλά αποτελεί αναγκαίο στάδιο ανάπτυξης της αυτεπίγνωσης της Ιδέας στην Επιστήμη της Λογικής, με "ενσαρκώσεις", ασφαλώς, στη Φιλοσοφία της Φύσης και τη Φιλοσοφία του Πνεύματος (βλ. εδώ την αριστοτελική αλλά και υπερβατολογική οργανισμική θεώρηση του νεωτερικού Κράτους από τον Hegel στη Φιλοσοφία του Δικαίου). Αν υιοθετήσουμε τη θέση του Gilles Deleuze στο μικρό βιβλίο του για τον Kant, η Κριτική της Κριτικής Δύναμης έρχεται να αποκαλύψει το μυστικό της Κριτικής του Καθαρού Λόγου
   
Οι Prigogine-Stengers θα υποστήριζαν, απέναντι στον Kant, πως η απόδοση σκοπιμότητας (τελολογικής μορφής) στις φυσικές διαδικασίες, δεν είναι απλώς μια αναγκαία προεκβολή του ανθρώπινου-υποκειμενικού στο υλικό-φυσικό, ώστε να είναι το δεύτερο κατανοήσιμο. Ίσως το να μιλάμε για ''σκοπιμότητα'' είναι πράγματι ένας ατυχής ανθρωπομορφισμός. Όμως ακόμα και οι φυσικές διαδικασίες έχουν κατευθυντικότητα, ενδεχομενικότητα και ιστορία (ως προς τις δύο τελευταίες διαστάσεις και όσον αφορά πάντα τη Φύση, ο Hegel προέβη σε μάλλον αλληλοσυγκρούμενες διαπιστώσεις). Υποστηρίζουν λοιπόν πως η Θεωρία του Χάους και ευρύτερα των (ανοιχτών) Συστημάτων, ανταποκρινόμενη μάλιστα ένα κοινωνικο-πολιτισμικό πνεύμα της εποχής (μιας εποχής, θα λέγαμε, ωρίμανσης της νεωτερικότητας-αστικότητας), έρχεται να συνδράμει στην ολοκλήρωση του έργου των στοχαστών που διέκριναν τα όρια της νευτώνειας κοσμοθεώρησης, και προσπάθησαν να τα υπερβούν. 


Β] 

Ilya Prigogine-Isabelle Stengers, Order out of Chaos (1984) - Τάξη μέσα από το Χάος, εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Μαρία Λογιωτάτου, 1986. σελ 143 και επ.

* * *
  
Η καντιανή ανακωχή μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας ήταν εύθραυστη. Οι μετακαντιανοί φιλόσοφοι χάλασαν την ανακωχή προτιμώντας μια νέα φιλοσοφία της επιστήμης, που δέχεται εκ των προτέρων τη δυνατότητα για ένα νέο δρόμο προς τη γνώση διαφορετικό από την επιστήμη και στην ουσία εχθρικό προς αυτή. Η αφηρημένη έρευνα, απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις του πειραματικού διαλόγου, κυριάρχησε, με καταστρεπτικές συνέπειες για το διάλογο μεταξύ επιστημόνων και φιλοσόφων. Για τους περισσότερους επιστήμονες, η φιλοσοφία της φύσης έγινε συνώνυμο της αλαζονικής και παράλογης θεωρητικής μελέτης, που περιφρονούσε πλήρως τα πραγματικά στοιχεία τα οποία εξάλλου δεν έπαυαν να τη διαψεύδουν. Απ' την άλλη μεριά, για τους περισσότερους φιλοσόφους έγινε σύμβολο των κινδύνων που συνεπάγεται η ενασχόληση με τη φύση και ο ανταγωνισμός με την επιστήμη. Το ρήγμα ανάμεσα στην επιστήμη, στη φιλοσοφία και στις ανθρωπιστικές σπουδές έγινε έτσι μεγαλύτερο εξαιτίας της αμοιβαίας περιφρόνησης και του φόβου.
  
Σαν παράδειγμα αυτής της αφηρημένης θεωρητικής προσέγγισης της φύσης, ας πάρουμε πρώτα τον Χέγκελ. Η φιλοσοφία του Χέγκελ έχει κοσμικές διαστάσεις. Στο σύστημά του προσδιορίζονται τα επίπεδα αυξημένης πολυπλοκότητας και σκοπός της φύσης θεωρείται η τελική αυτοπραγμάτωση του πνευματικού της στοιχείου. Η ιστορία της φύσης φτάνει στην τελείωσή της με την εμφάνιση του ανθρώπου - δηλαδή με την έλευση του Πνεύματος που έχει επίγνωση του εαυτού του.
  
Η εγελιανή φιλοσοφία της φύσης ενσωματώνει συστηματικά όλα όσα απαρνιέται η νευτώνεια επιστήμη. Ιδιαίτερα βασίζεται στην ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην απλή συμπεριφορά που περιγράφει η μηχανική και στη συμπεριφορά πιο πολύπλοκων οντοτήτων, όπως τα έμβια όντα. Αρνείται τη δυνατότητα αναγωγής αυτών των επιπέδων, απορρίπτοντας την ιδέα ότι αυτές οι διαφορές είναι μόνο φαινομενικές και ότι η φύση στην ουσία είναι ομοιογενής και απλή. Υποστηρίζει την ύπαρξη μιας ιεραρχίας, της οποίας κάθε επίπεδο προϋποθέτει τα προηγούμενα.
  
Σε αντίθεση με τους νευτωνικούς συγγραφείς των ''romans de la matiere''*, οικουμενικών πανοραμάτων που εκτείνονται από τις βαρυτικές αλληλεπιδράσεις μέχρι τα ανθρώπινα πάθη, ο Χέγκελ ήξερε καλά πως αυτές οι διακρίσεις μεταξύ επιπέδων (που μπορούμε, ανεξάρτητα από τη δική του ερμηνεία, ν' αναγνωρίσουμε ότι ανταποκρίνονται στην ιδέα της αύξουσας πολυπλοκότητας στη φύση και σε μια έννοια του χρόνου που θα αποκτούσε σημασία ολοένα και πιο πλούσια σε κάθε νέο επίπεδο) έρχονταν σε αντίθεση με τη μαθηματική επιστήμη της φύσης στην εποχή του. Αποπειράθηκε λοιπόν να περιορίσει την εμβέλεια αυτής της επιστήμης, να δείξει πως μαθηματική περιγραφή επιδέχονται μόνο οι πιο τετριμμένες καταστάσεις. Η μηχανή αποδίδεται με μαθηματικούς όρους, επειδή δεν αναγνωρίζει στην ύλη παρά ιδιότητες αποκλειστικά χωρο-χρονικές. ''Ένα τούβλο δεν σκοτώνει έναν άνθρωπο επειδή είναι τούβλο, αλλά παράγει αυτό το αποτέλεσμα μόνο εξαιτίας της κεκτημένης ταχύτητας. Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος σκοτώθηκε από το χώρο και το χρόνο'' [10]. Ο άνθρωπος σκοτώθηκε από αυτό που αποκαλούμε κινητική ενέργεια (1/2 mv2), δηλαδή από ένα αφηρημένο μέγεθος που ορίζει τη μάζα και την ταχύτητα σαν αμοιβαία εναλλάξιμες: το ίδιο φονικό αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί και αν ελαττωθεί η μια και αυξηθεί η άλλη.
  
Αυτό ακριβώς το εναλλάξιμο θέτει ο Χέγκελ σαν όρο για τη μαθηματική απόδοση, ο οποίος δεν εκπληρώνεται, όταν εγκαταλείπεται το μηχανικό επίπεδο περιγραφής, για ένα ''ανώτερο'' επίπεδο όπου εμπλέκεται ένα ευρύτερο φάσμα φυσικών ιδιοτήτων.
  
Από μια άποψη, το σύστημα του Χέγκελ παρέχει μια συνεπή φιλοσοφική απάντηση στο κρίσιμο πρόβλημα του χρόνου και της πολυπλοκότητας. Εντούτοις ενσάρκωνε για γενιές ολόκληρες επιστημόνων το κατ' εξοχήν αντικείμενο αποστροφής και χλευασμού. Μέσα σε μερικά χρόνια, οι ενδογενείς δυσχέρειες της εγελιανής φιλοσοφίας της φύσης επιδεινώθηκαν από το ξεπέρασμα του επιστημονικού υποβάθρου στο οποίο είχε στηριχτεί. Γιατί ο Χέγκελ είχε βέβαια στηρίξει την απόρριψη του νευτωνικού συστήματος πάνω στις επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής του [11]. Και αυτές ακριβώς οι αντιλήψεις περιέπεσαν σε λήθη με εκπληκτική ταχύτητα. Είναι πράγματι δύσκολο να φανταστούμε λιγότερο κατάλληλη στιγμή από την αρχή του δεκάτου ένατου αιώνια για την αναζήτηση πειραματικού και θεωρητικού στηρίγματος για μια λύση διαφορετική από την κλασική επιστήμη. Εκείνη η εποχή χαρακτηριζόταν από αξιοσημείωτη διεύρυνση του πειραματικού ορίζοντα της επιστήμης και από αφθονία θεωριών που φαίνονταν να αντικρούουν τη νευτώνεια επιστήμη, απ' τις οποίες όμως οι περισσότερες έμελλαν να εγκαταλειφθούν λίγα μόλις χρόνια μετά την εμφάνισή τους. 

---------------------------------------
[10]. Philosophy Of Nature, παρ. 261.
[11]. Αυτό το συμπέρασμα του Knight στο ''The German Science in the Romantic Period'', The Emergence of Science in Western Europe (σημ. Ονειρμός: βλ. παραδειγματικά τη θεωρία των χρωμάτων του Goethe, που υπερασπίζεται ο Hegel έναντι της σχετικής νευτώνειας αντίληψης). 


Σχόλιο Ονειρμάρξ: 

Tα ίδια για τη βιολογία και τα μαθηματικά λέει και ο Engels στη Διαλεκτική της Φύσης, επισημαίνοντας πως ο διαφορικός λογισμός, σε αντίθεση πχ με τη γεωμετρία, ταιριάζει περισσότερο στην κίνηση της ζωής.

Σε σχέση με κουβέντες π έχουμε κάνει οι σύντροφοι και συν-bloggers παλιότερα. 

Ο Χέγκελ περιορίζεται από τις επιστήμες της εποχής. Για αυτό όταν περνά από τη Λογική στη διάγνωση πχ των νόμων της Φύσης, αναγκάζεται να προσφύγει πχ στη θεωρία των χρωμάτων του Γκέτε για να πιάσει αυτό που βλέπει ως δυνάμει Έννοια στη Φύση, το οποίο δεν μπορεί να το πιάσει ο Νεύτωνας παρά μόνο σπερματικά (βλ. Νόμος Βαρύτητας ως ''δύναμης από απόσταση'' που προβλημάτισε πολύ το Νεύτωνα). Με τον ίδιο τρόπο, ο Χέγκελ πρέπει να υπερβεί τα μαθηματικά της εποχής του για να συλλάβει πάλι αυτό π θεωρεί κίνηση της Έννοιας, ήδη από το επίπεδο της Φύσης. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στην ταύτιση των μαθηματικών με το ευκλείδειο (εφαρμοζόμενο και στη νευτώνεια φυσική) πρότυπο, με εξαίρεση τον διαφορικό λογισμό.

Υπάρχουν και άλλα, πιο ''δυναμικά'' μαθηματικά όπως η τοπολογία (με βάση όσα βλέπουμε και στους ''μεταμοντέρνους'') πουν δεν εμπίπτουν στη μομφή του Χέγκελ. Βλ. και συμβολική λογική+θερμοδυναμική+θεωρία της πληροφορίας.

Άρα, δείχνοντας τα παραπάνω δείχνουμε γιατί ο Χέγκελ δεν πέρασε επιτυχώς από τη Λογική στη Φύση. Το ίδιο μπορούμε να δείξουμε για το Πνεύμα με βάση τη πρόοδο της ψυχολογίας της εποχής, και της κοινωνικής επιστήμης.

Όμως και η ίδια η Λογική διατρέχεται από αυτές τις αδυναμίες. Για παράδειγμα, όλα τα περί μηχανισμού-τελολογίας και η σχέση τους με τη Φυσική της εποχής, αναπόφευκτα επιδρούν στη λογική εξέταση του Χέγκελ στην ''Έννοια'' της τριάδας μηχανισμός-χημισμός-τελολογία. Άλλωστε,όπως ο ίδιος ο Χέγκελ έχει γράψει, χωρά περαιτέρω επεξεργασία στο εννοιολογικό του σύστημα, αυτό που πίστευε πως πράγματι είχε βρει οριστικά είναι η μέθοδος, η ''ψυχή'' της κατανοητικής σκέψης.