Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Le jour des Seigneurs



Είμαι μόνος
ρίχνοντας πέτρες στο σκοτάδι
Χιλιάδες φώτα πάνω σε μια πρύμνη πλοίου λάμπουν
ακολουθώντας τα μάτια μου
Πριν την αυγή
όλοι θα έχουμε πάει στα σπίτια μας
Πριν την αυγή
θα είμαι μακριά απ' αυτό το μέρος
Motorama, Northern Seaside.




Ήταν καθώς προχωρούσε ανύποπτος ο Κ., χαμένος σε σκέψεις μακρινές, που το βουητό του συγκεντρωμένου πλήθους διέκοψε την επαναληπτική κανονικότητα της πορείας του. Στο ναό της Επαναθεμελιώσεως είχε μόλις ολοκληρωθεί η κυριακάτικη λειτουργία και ο αρχιεπίσκοπος στεκόταν δίπλα σε μια γνώριμη φιγούρα έμπλεος χαράς. Ολόκληρη η Κεντρική Επιτροπή ή η Εκτελεστική Γραμματεία ή το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος πρέπει να ήταν μαζεμένο εκείνη τη μέρα, μια σιωπηλή χορωδία ανδρείκελων με στρατιωτικές είτε πολιτικές ενδυμασίες. Υπήρχαν επίσης ιερείς ντυμένοι στα μαύρα, και η απαραίτητη συνοδεία από άντρες της Λαϊκής Πολιτοφυλακής. Κάτω και ολόγυρα από το υπερυψωμένο προαύλιο κόσμος πολύς ήταν συγκεντρωμένος, όπου χαμηλόφωνες συζητήσεις λάμβαναν χώρα και οι εκτιμήσεις έδιναν και έπαιρναν, ενώ ακόμη περισσότεροι άκουγαν με ενδιαφέρον. Ο καιρός ήταν γλυκός σε σχέση με τις τελευταίες εβδομάδες, και γύρω από το προαύλιο οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν κατευθείαν στα πρόσωπα των παρευρισκομένων, δίνοντας την εντύπωση ότι η θερμοκρασία ήταν σημαντικά υψηλότερη του αναμενομένου.

Πριν μόλις λίγες εβδομάδες ήταν που η «Sozialistischenflamme» είχε διαψεύσει με δημοσίευμα της, υπογεγραμμένο από σύσσωμη τη συντακτική επιτροπή, τη φημολογία περί διαστάσεων στο εσωτερικό του Κόμματος. Με άρθρο του ο ο Σύμβουλος επί της Σοσιαλιστικής Οικονομίας εξέφρασε την επόμενη μέρα την ομόνοια του προς τις συλλογικές αποφάσεις, τις δημοκρατικά ειλημμένες σύμφωνα με το καταστατικό, και διακήρυσσε πως ήταν πλήρως συντεταγμένος με την υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και προσηλωμένος στη διεκπεραίωση του τρέχοντος, προσεκτικά εκπονηθέντος πενταετούς πλάνου. Οι φήμες ανέφεραν ότι ο Σύμβουλος εκπροσωπούσε την πρόταση μιας σκιώδους φράξιας, προπαρασκευαστική καθεαυτή εν όψει της συγκρότησης συνολικής πολιτικής πλατφόρμας για το επερχόμενο Συνέδριο, με στόχο τη σχετική αποκέντρωση της πλήρως σχεδιοποιημένης οικονομίας, μέσω της πρόσδοσης μιας ορισμένης αυτονομίας στα τοπικά εργοστασιακά συμβούλια, τα οποία θα καθόριζαν κατόπιν συνεννόησης με την κρατική εξουσία τους ρυθμούς της παραγωγής και θα ιδιοποιούνταν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα τα οικονομικά πλεονάσματα, τα οποία θα διανέμονταν στη συνέχεια στους εργαζόμενους με βάση τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και την αξιολόγηση της προσπάθειας τους. Κύκλοι του Λαϊκού Επιτρόπου Κεντρικού Σχεδιασμού -ο οποίος αποτελούσε προέκταση της ίδιας ανυποχώρητης, συγκρουσιακής ταξικής γραμμής που έφερε στο προσκήνιο την υπάρχουσα υπό τον Καγκελάριο σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής, πριν από τρία συνέδρια- φέρονταν να τοποθετούνται ανεπισήμως επί της πρότασης με κατηγορηματικά αρνητικό τρόπο, εστιάζοντας την κριτική τους στο ανεδαφικό και εν τέλει μικροαστικό στοιχείο που κυριαρχεί στον ιδεολογικό πυρήνα της, εφόσον τυχούσα εφαρμογή της, υποθέτοντας ότι η κατάθεση της βρισκόταν πράγματι στις προθέσεις μιας εσωκομματικής «αντιπολίτευσης», θα οδηγούσε νομοτελειακά στη χαοτική απορρύθμιση της παραγωγικής διαδικασίας, μέσω της εισαγωγής νέων επιμέρους αντιθέσεων που το επαναστατικό προτσές είχε εξαλείψει ή συμβάλει στο να αποφευχθούν, οι οποίες θα μπορούσαν μελλοντικά να απειλήσουν στην πράξη τον εγκαθιδρυθέντα σοσιαλιστικό χαρακτήρα της, καθώς και στην -εφεξής θεσμικά αποκρυσταλλωμένη- υποκατάσταση του σοσιαλιστικού πλάνου από ένα δίκτυο ημι-αυτόνομων, “συλλογικών” μικροκαπιταλιστικών μονάδων. Δε θα ήταν διόλου συνεπές, συνεπώς, προς την ταξική μεροληψία της επαναστατικής θεωρίας, το να λησμονηθεί η απαραμείωτη διαφορά της κολλεκτιβοποιημένης σοσιαλιστικής οικονομίας, όπου δεσπόζει η κοινωνική ιδιοκτησία επί των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις “ενδιάμεσες” εκδοχές που περιλαμβάνουν την ύπαρξη συλλογικών καπιταλιστών υπό “σοσιαλιστική” κάλυψη, εισάγοντας έτσι εκ νέου τις μεταμορφώσεις της από καιρό ηττημένης αστικής ιδεολογίας, περί απρόσκοπτου ατομικού ανταγωνισμού, ελεύθερης αυτοδημιουργίας των ατόμων κλπ, στην καρδιά του εργατικού κινήματος. Θα ήταν κρίμα και άδικο η αστική τάξη -τη στιγμή που τα απομεινάρια της αργοσβήνουν- να σηκώσει κεφάλι, έπειτα από τόσες θυσίες και υπομονή που χρειάστηκε να επιδείξει ο εργαζόμενος λαός και τα σύμμαχα στρώματα μέχρι την υπέρβαση των αρχικών δυσλειτουργιών: αυτή ήταν η μόνιμη επωδός στα ανεπίσημα χείλη των κρατικών αξιωματούχων. Τώρα πάντως αμφότεροι ο Κομισάριος και ο Σύμβουλος, οι φύλακες της κομματικής ορθοδοξίας και οι φερόμενοι ως διαφωνούντες, έστεκαν σιωπηλοί ο ένας δίπλα στον άλλο, όλο περηφάνια και χαρά. Και για κάποιους άλλους είχε ακουστεί ότι βρίσκονταν κατά καιρούς σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αλλά η εφημερίδα το είχε διαψεύσει κατ' επανάληψη, και η τωρινή τους στάση επισημότητας και συντροφικής θέρμης έμοιαζε να τη δικαιώνει.

«Καταπληκτικό», ψιθύριζαν κάποιοι, και το όνομα του λαοφιλούς Reichserzkanzler συχνά έκανε την εμφάνιση του εντός ενός πυκνού συμπλέγματος ανώνυμων στομάτων, που άνοιγαν και έκλειναν χωρίς σταματημό, σαν πεταλουδίτσα που μετέβαινε ανάλαφρα από το ένα μέρος στο άλλο. «Τί συνέβη;» ρώτησε κάποιος και ήταν σαν η φωνή να βγήκε από το στόμα του Κ. «Σύντροφε, δεν τα έμαθες;» απόρησε ο κοντινότερος του. «Θαύμα! Ο Καγκελάριος». «Ο σ. Καγκελάριος θεραπεύτηκε... Έγινε το... το θαύμα! Δόξα σοι ο Χριστός» πρόσθεσε ένας άλλος. Ο Κ. υπέθεσε πως είναι αρκούντως συγχυσμένοι. «Εννοείτε πως ξαναπερπάτησε;» ρώτησε προσπαθώντας να λάβει διευκρινίσεις. «Μα ναι, τι λέμε τόση ώρα;» «Τα λείψανα... Τα λείψανα του παπα-Ντόροθυ το έκαναν να συμβεί!» Τα “λείψανα” πρέπει να βρίσκονταν στο μεταλλικό κουβούκλιο στο οποίο το χέρι του Καγκελάριου ακουμπούσε, σε απόσταση μερικών μέτρων. Οι φωνές και οι ζητωκραυγές ακούγονταν τώρα ανεξέλεγκτα. «Ν' ανακηρυχτεί πάραυτα άγιος!», «ξεκάθαρη θεϊκή παρέμβαση», «άγιος Δωρόθεος!» και άλλα συναφή.

«Αποκλείεται, δε γίνονται αυτά», έφτασε η φωνή στ' αυτιά του. «Είναι συνεννοημένοι μεταξύ τους, να πούμε... Στημένο το κόλπο, συνωμοσία είναι για να τρέχουνε τα πρόβατα. Εκμεταλλεύονται την αμορφωσιά των μαζών», συνέχισε σαν να μη βρισκόταν το παραμικρό εμπόδιο στο δρόμο της, και ήταν τέτοιες σκέψεις που ο Κ. αισθανόταν εγγύτερα στις δικές του. Σύντομα ωστόσο οι φωνές της πίστης επανήλθαν, ανδρικές και γυναικείες, να τραγουδούν το ίδιο θέμα σε παραλλαγές. «Δεν είναι έτσι! Είναι θαύμα!»· «ζητήστε και θα λάβετε, το θαύμα εγένετο!» επανέλαβε κάποιος ακόμη -και ο ίδιος να ήταν πάντα που μιλούσε, ο Κ. δε θα μπορούσε να το πει-, «Ο Θεός είναι μαζί μας! Δε λέγανε παλιά πως είναι σοσιαλιστής; Γιατί λοιπόν να μην είναι μαζί μας; Εγένετο!», είπε, ενώ δίπλα γυναίκες φώναζαν «Αληθώς, αληθώς!» και παρόμοιες εκφράσεις. «Δεν υπήρξε ποτέ παράλυτος!», σαν να ακούστηκε, αλλά κανείς δεν είχε μιλήσει. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό.

Σιωπή απλώθηκε προσωρινά όταν ο Καγκελάριος, σηκωμένος καθώς ήταν, και στηριζόμενος σε ένα ραβδί που του είχαν δώσει στο μεταξύ οι αξιωματούχοι του Κόμματος, θέλησε ν' απευθυνθεί στο κοινό. Προηγουμένως είχε αγκαλιαστεί με όλα τα κορυφαία στελέχη, του Συμβούλου επί της Σοσιαλιστικής Οικονομίας μη εξαιρουμένου. Αλλά σύντομα τα βουητά και οι μουρμούρες γέμιζαν κάθε κενό στην ομιλία του. «Η επιστημονική κοσμοθεωρία δε μπιστεύει σε μαγείες κι ανώτερες οντότητες, δε δέχεται θεό κ' υπερφυσικές δυνάμεις», βροντοφώναξε ο Καγκελάριος διαπερνώντας με ένα βλέμμα το συγκεντρωμένο πλήθος. «Ναι, δεν υπάρχει χώρος για μυστικ'στικές εικασίες, δε χρειάζετ' η “'πόθεση Θεός”, όπως το 'πε ο Λαπλάς, το πνέμα είν' αντανάκλασις της ύλης, έτσι είναι... Αλλά τούτο δω το θάμα δε το 'χω ξαναδεί! Μπορώ και περπατώ, έπειτα από χρόνια. Δεν ξέρω ποια δύναμη μου προσέφερε το δώρο, αλλά θα κάνω ό, τι μπορώ για να το διαφυλάξω σα θησαυρό». Κάποιοι από τους μπροστινούς ισχυρίζονταν πως δάκρυσε και δάκρυζαν οι ίδιοι από χαρά και συγκίνηση κι αγκαλιάζονταν.

Ο αρχιεπίσκοπος παρενέβη και, με λόγο θεολογικά μεστό και στοχευμένο, εξέφρασε την άποψη του για τις πιθανές αιτίες και συνέπειες αυτού του εξαιρετικού γεγονότος. Στη συνέχεια ο λόγος πέρασε εκ νέου στον Καγκελάριο, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση ελαχίστως διαφορετική από την προηγούμενη. «Σ'χωράτε με που μιλάω έτσι», είπε, «η συγκίνησις μου πήρε τα μυαλά. Δε λέω ότι πρέπει να πάρετε το λόγο μου τοις μετρητοίς, δε λέω αυτό, κάθε άλλο. Γραμμή δε θυσιάζω τις απόψεις μου και στ' αλήθεια ένας άντρας μετράει όσο οι ιδέες του! Το τελευταίο που χρειαζόμαστε ειναι να επιστρέψει ο φιντεϊσμός απ' το παραθύρι... Αλλά θα 'μουνα ψεύτης αν δε μπαραδεχόμουνα μπροστά σας -“ενώπιο σας”, που λένε- τη σύχυση και το θαμασμό μου, ακριβώς όπως εσείς τα νιώθετε, γιατί ένας από σας είμαι κι εγώ, και μάλλον όχι ο αξιώτερος!» Γέλια κι επιδοκιμασίες ακούστηκαν από το κοινό, και παραξενεύτηκε ο Κ. διότι, ειδικά όσον αφορά την τελευταία διαπίστωση του αγαπητού ηγέτη, η διαφωνία τους ήταν έκδηλη. «Η γυναίκα μου αναρωτήθηκε τον καιρό που ήμουνα καθηλωμένος», συνέχισε εκείνος με κάποιαν ένταση, «γιατί υπάρχουν τα παιδιά. Για ποιο λόγο δηλαδή οι άθρωποι -και όχι μόνον- έρχονται στον κόσμο ως μικροσκοπικά όντα που αναπτύσσονται με τον χρόνο, αντί για ήδη έτοιμοι άντρες. Ξέρω ότι το ζήτημα δεν έχει τεθεί σωστά από εξελιχτική σκοπιά, και λαβάνοντας υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα το διατυπωθέν ερώτημα είναι να πούμε γελοίο. Δε μπορώ ν' αντισταθώ όμως στο μπροβληματισμό. Γιατί; Κοιτάξτε τα μωράκια πως κουνιούνται συνεχώς και χειρονομούν ζωηρά, μιλούν ακατάληπτα και τρώνε και παίζουν και ρεύονται κι αφοδεύουν. Κάθε στιγμή μοιάζει γιορτινή γι' αυτά και μόνο να διδαχτούμε μπορούμε απ' το παράδειγμα που δίνουν. Θαμάστε το υπέροχο παιχνίδισμα τους, όλο απλότητα και χάρη. Ψηλαφίζουν τα πάντα και μαθαίνουν από τα λάθη τους, που τα επαναλαβάνουνε ξανά και ξανά. Τα παιδιά υπάρχουν για να μας καταπλήσσουν και να συγκινούν την ύπαρξη μας -“ως τα βάθη”, που λένε-, για να δοξολογούν τον Χριστό και να μας υπεθυμίζουν διαρκώς πόσο θαμαστός είν' ο κόσμος -και θα ήταν ακόμη και χωρίς αυτά, μολοταύτα υπάρχουν, είν' εδώ μαζί μας-, ώστε μπορούμε ν' αναφωνήσουμε, σε συμφωνία με τας γραφάς, ότι “καλώς εποίησεν”. Τέτοιες σκέψεις τη βασάνιζαν όλα αυτά τα χρόνια, κι εμένα μαζί της, κι ας υπήρξα σ' ολάκερη τη ζωή μου άθεος, κι ας μου ήταν άγνωστο και το σημείο του σταυρού ακόμη». Μόλις τώρα πρόσεξε ο Κ. ότι στεναγμοί ακούγονταν από μητέρες και πατέρες που κουβάλησαν αρρώστους, παιδιά και ηλικιωμένους μέχρι εδώ, πιθανότατα από την αδήριτη παρόρμηση προς αναζήτηση ελπίδας, οσοδήποτε αδιευκρίνιστης.

«Τι ζητούσαν όλοι αυτοί; Ήρθαν να δουν τον σακάτη στο τσίρκο; Υπήρξε στην πραγματικότητα παράλυτος, έστω και μια στιγμή;» Καμία απάντηση, ασφαλώς. Καθώς οι ομιλίες προχωρούσαν, ο Κ. αισθάνθηκε τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της ζέστης και χαλάρωσε τη θηλιά του παλτού του κατά δύο κουμπιά. Αρκετοί από τους υπόλοιπους άρχισαν να κάνουν το ίδιο, και ήταν απορίας άξιο πως δεν το είχαν πράξει ως τότε. Ο αρχιεπίσκοπος επανήλθε εν τω μεταξύ στην αγόρευση του, ως εάν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτε άλλο, αναφέροντας πως οι έσχατοι θα γίνουν πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι όταν έρθει η βασιλεία, πως θα ισοπεδωθούν όλοι οι βράχοι και θα γεμίσουν τα κενά και δε θα υπάρχει πόνος ούτε χρόνος ούτε θάνατος, όταν σημάνει η μέρα του Κυρίου, η οποία θα φέρει την ολοκληρωτική αναγέννηση της ανθρωπότητας. Ο Καγκελάριος αρπάχτηκε απ' αυτές τις επισημάνσεις. «Οι καταπιεσμένοι θα δικαιωθούν», είπε, «αναπόφεκτος ειν' ο θρίαβος τους!» Ο αρχιεπίσκοπος έγνευσε καταφατικά και ξερόβηξε, προτού συνεχίσει. «Νομίζω πως μπορεί πλέον το σώμα της Εκκλησίας δια της Ιεράς Συνόδου να δρομολογήσει την εκκίνηση της διαδικασίας για την άμεση αναγνώριση και ανακήρυξη σε άγιο του πατρός Δωροθέου. Η επευφημία του λαού και το συντελεσθέν θαύμα αποτελούν επαρκείς ενδείξεις, και μαρτυρούν την αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως και της Εκκλησίας μας, η οποία υπάρχει στην ιστορία ως το ζων σώμα του αναστάντος Χριστού». Ο πατήρ Δωρόθεος, γνωστός επί το λαϊκότερον ως παπα-Ντόροθυ, αν και γεννήθηκε και πορεύτηκε για χρόνια στον κόσμο ως Δημήτριος Γκέρστερ-Φλόυντ, ήταν μια αμφιλεγόμενη, περιθωριακή μορφή. Οι φτωχοί και αμόρφωτοι τον αγαπούσαν, ακόμη περισσότεροι τον λάτρευαν ως άγιο ενόσω ήταν ακόμη ζωντανός, ενώ τέλος αρκετοί, προερχόμενοι κυρίως από τα ανώτερα κομματικά κλιμάκια και τα πανεπιστήμια, τον θεωρούσαν έναν χαρισματικό όσο και αντιδραστικό τσαρλατάνο, γέννημα μιας εποχής τόσο μακρινής, που ήταν σαν να μην υπήρξε.

Η όχληση από τον ήλιο επανερχόταν σαν πολιορκητικός κριός, ήταν σίγουρα διαδεδομένη όταν άρχισε η αναστάτωση. Μια ανεπαίσθητη μετατόπιση των ποδιών, ίσως κάποια υποχώρηση στην ένταση της φωνής και τη ζωηράδα των κινήσεων, συνοδευόμενα από το αδιόρατο στράβωμα του προσώπου. Ο Καγκελάριος έδειξε να αισθάνεται δυσφορία, παραπάτησε και πέφτοντας παρέσυρε το καροτσάκι από το οποίο είχε σηκωθεί. Τα πόδια του έμεναν ακίνητα σαν να ζύγιζαν μισό τόνο. Ήταν εξαρχής ζήτημα χρόνου; «Έπεσε, γκρεμίστηκε!» φώναξε κάποιος, και σχεδόν ταυτόχρονα λαλιές που έρχονταν από παντού: «Τίποτα δεν έγινε! Όλα είναι ψέμμα!» ή «Δεν υπάρχει Χριστός!» - «Δεν υπάρχει Καγκελάριος, ούτε Δημήτρης Φλόυντ», σκέφτηκε ο Κ. καθώς το πλήθος εφορμούσε. Από τον όχλο μόνο φασαρία αναδυόταν, κραυγές συχνά ακατάληπτες, ενώ θόρυβοι από χτυπήματα, γροθιές και σπρωξίματα ανέβαιναν μέχρι τον ουρανό. Ήχησε ένας πυροβολισμός από τη μεριά του ανθρώπινου φράγματος της Λαϊκής Πολιτοφυλακής, που συγκρατούσε το χείμαρρο. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν από το θόρυβο. Ο Κ. κοίταξε λίγο παραδίπλα, όπου ο όχλος συνέχιζε απτόητος να κάνει ό, τι έκανε, που κατά την εκτίμηση του δεν ήταν τίποτε απολύτως. Φλύαρη αναμονή, αυτό ήταν. Ιντερλούδιο μεταξύ ξεσπασμάτων βίαιων και ρυπαρών. Ο θόρυβος του όπλου, μπαμ!, και σύντομα οι σοσιαλιστές δικτάτορες σμπαραλιαζόντουσαν κάτω από τα τσαλαπατητά του κόσμου που βοούσε, ο Κ. τους είδε και ήταν μάρτυρας σε αυτό. «Όταν ο βρυχηθμός του πλήθους ακουστεί, όλα γύρω θα σωπάσουν». Και ο Reichserzkanzler και ο Volkskommissar και ο Berater και ο Erzbischof ξεγυμνώνονταν σαν πουτανίτσες και περνούσαν από το μπουλούκι και τα διαρκή ποδοπατήματα σαν μέσα από μηχανή του κιμά. Έπειτα από λίγο, τα ουρλιαχτά είχαν σκεπαστεί και ο καθένας υπέκυπτε στην παράξενη αυτή Δικαιοσύνη. Ένας ιερωμένος αγανάκτησε που τον έδερναν: «Φίδια! Φίδια! Ανάθεμα τη μάνα και τον πατέρα που σας γέννησε», είπε κατακεραυνώνοντας τους διώκτες του, χειρονομώντας και προφέροντας τις λέξεις τόσο γρήγορα και σφυριχτά που τα φωνήεντα σχεδόν εξαφανίζονταν. Ένας άλλος, από τους γραφειοκράτες αυτή τη φορά, επιχείρησε να διαφύγει τρέχοντας από τη μάζα, αλλά τον πρόφτασαν και τον έπιασαν. «Άσε με, κτήνος» πρόσταξε εκείνον που τον κράταγε, χωρίς να λάβει απόκριση. «Άσε με σου είπα, παλιογορίλλα!» Ο άνδρας ήταν πράγματι λίγο μεγαλόσωμος και δε δυσκολεύτηκε να πετάξει τον αξιωματούχο κάτω σαν πάνινη κούκλα. Με τη βοήθεια δύο άλλων τον ακινητοποίησαν και του τσάκισαν το γόνατο με ένα τόσο δα σφυράκι. Αφού τελείωσαν με το ένα, στράφηκαν στο άλλο, δίχως να εμφανιστεί κανείς από τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή για να τους σταματήσει. Ενώ ο πεσμένος άντρας διαμαρτυρόταν ακόμη για την αντιμετώπιση της οποίας τύγχανε αναίτια, εκείνοι βαθούλωσαν το κρανίο του με κοφτά, επαναληπτικά χτυπήματα. Κάπως έτσι, χάρη σε μιαν ασήμαντη παρεξήγηση, ή λόγω του ανυπόφορου της ζέστης,
   ίσως δε γλίτωσε κανείς εκείνη την Κυριακή,
   από τους υποτιθέμενους ή
   τους πραγματικούς αντιφρονούντες,
   όλα τελείωσαν, το κατάλαβε άραγε κανείς
   από τη μανιασμένη αγέλη;
   σκέφτηκε ο Κ. σαν απέστρεψε το βλέμμα του
   με αηδία.

-------------------------------------------------------------------------------------
* Στον Weltschmerz K. έχω αναφερθεί και στο παρελθόν. Ένα δείγμα της δουλειάς του, γραμμένο δύο ακριβώς χρόνια πριν από αυτό που δημοσιεύουμε σήμερα, φιλοξενήσαμε εδώ. Όπως και εκείνο, έτσι και το σημερινό αποτελεί -δηλαδή φιλοδοξεί να αποτελέσει- τμήμα ενός ευρύτερου μυθοπλαστικού έργου - του ίδιου μυθιστορήματος δηλαδή, που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί μολονότι ξεκίνησε τον Μάιο του 2008! Γνωστό είναι για τον εν λόγω πως αποτελεί έναν δημιουργό του οποίου το έργο χαρακτηρίζεται από μια ανυποχώρητη στράτευση ενάντια στη βλακεία, την ασχήμια και τον Κομμουνισμό. Είναι το ψεύδος, η αδικία, η αντιδραστική ατιμία και οι σοσιαλιστικές ιδέες και πρακτικές (που άλλωστε προϋποθέτουν όλα τα προηγούμενα) που καταγγέλλονται μέσα από την πένα του. Δεν έχω καταλάβει ακόμη εάν γράφει θρησκευτικές παραβολές με -όχι και τόσο- λανθάνοντα πολιτικά μηνύματα, ή αντίστροφα πολιτικές αλληγορίες που αφορούν στην πραγματικότητα θεολογικά ζητήματα ή, θέλω να ελπίζω, ως κριτικός που έχει επενδύσει το επαγγελματικό του μέλλον στην ανάλυση του oeuvre του συγκεκριμένου auteur, τίποτε από τα δύο, αλλά κάτι άλλο.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Δυο κείμενα για τον Χέγκελ


Με μεγάλη χαρά παρουσιάζουμε δυο τοποθετήσεις, άμεσα σχετιζόμενες μεταξύ τους, από τη Λέσχη Νέων Χεγκελιανών*: 


Θάνος Λιάπας: Το σύστημα του Χέγκελ και μια προσπάθεια απομυστικοποίησης της "Ιδέας"



Μία εξαιρετικά ευσύνοπτη αλλά πολύ αποκαλυπτική περιγραφή του συστήματός του μας δίνει ο Χέγκελ στο κεφάλαιο για την «Απόλυτη Ιδέα»: «Η φύση και το πνεύμα είναι εν γένει διαφορετικοί τρόποι για να παρουσιάζει η Ιδέα το προσδιορισμένο Είναι της· τέχνη και θρησκεία οι διαφορετικοί τρόποι για να αυτοσυλλαμβάνεται και να δίνει στον εαυτό της ένα σύμμετρο προσδιορισμένο-Είναι. Η φιλοσοφία έχει το ίδιο περιεχόμενο και τον ίδιο σκοπό με την τέχνη και τη θρησκεία· αλλά αυτή είναι ο ύψιστος τρόπος της για να συλλαμβάνουμε την απόλυτη Ιδέα, επειδή ο τρόπος της είναι ο ύψιστος, η έννοια. Η φιλοσοφία, συνεπώς, περιλαμβάνει εντός της τόσο εκείνους τους σχηματισμούς της ρεαλιστικής και ιδεατής περατότητας όσο και εκείνους της απειρότητας και της αγιότητας, τους συλλαμβάνει κατανοητικά (begreifen δηλαδή στο επίπεδο της έννοιας - ΘΛ) όπως και τον ίδιο τον εαυτό της. Η εκπόρευση και η γνώση αυτών των μερικών τρόπων είναι τώρα η απώτερη υπόθεση των επιμέρους φιλοσοφικών επιστημών. Το Λογικό στοιχείο της απόλυτης Ιδέας μπορούμε επίσης να το αποκαλέσουμε έναν τρόπο αυτής της ίδιας… ο καθολικός τρόπος, μέσα στον οποίο είναι ανηρημένοι και συμπεριλαμβανόμενοι όλοι οι μερικοί τρόποι». (σελίδα 621, Διδασκαλία περί της Έννοιας, μτφ. Δ. Τζωρτζόπουλος)

Θα επιχειρήσουμε τώρα να παρουσιάσουμε όσα παραπάνω παραθέτουμε: Δεν υπάρχει Φιλοσοφία εν γένει ή αλλιώς η Φιλοσοφία εν γένει είναι μία αφαίρεση, κενή περιεχομένου. Από τη στιγμή που κάνουμε λόγο για Φιλοσοφία πρέπει να επιλέξουμε την επιμέρους μορφή αυτής. Αν θέλουμε να νοήσουμε την Φιλοσοφία ως συγκεκριμένη ολότητα θα πρέπει να εκκινήσουμε από εκείνη την μορφή, η οποία είναι η πλέον αφηρημένη και άρα περιλαμβάνει όλες τις άλλες μορφές εντός της. Μας έχει ήδη πει στον Πρόλογο της Φαινομενολογίας ότι έφθασε ο καιρός να υψωθεί η Φιλοσοφία σε επιστήμη, όπου ως επιστήμη έχει κατά νου την ύψωση στον Λόγο (και την έννοια), όπου έχει εξαλειφθεί η αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου. Επομένως όλες οι επιμέρους Φιλοσοφίες είναι επιστήμες που συλλαμβάνουν το αντικείμενό τους εννοιακά και άρα όχι αισθητηριακά. Η πλέον αφηρημένη μορφή της Φιλοσοφίας είναι η επιστήμη της Λογικής, η οποία μελετά την Ιδέα στην πλέον αφηρημένη της μορφή, με άλλα λόγια μελετά το αντικείμενό της με τις πλέον αφηρημένες κατηγορίες της σκέψης. Στο βαθμό που η επιστήμη της Λογικής έχει ολοκληρώσει τον πλέον στοιχειώδη κύκλο της σπείρας της Φιλοσοφίας ,μεταβαίνουμε στις άλλες πιο συγκεκριμένες επιστήμες όπως είναι η Φιλοσοφία της Φύσης που μελετά την φύση (η ιδέα στην ετερότητά της) καθώς και η Ψυχολογία ,η Φαινομενολογία και η Άνθρωπολογία που μελετούν το υποκειμενικό πνεύμα. Στην συνέχεια η Φιλοσοφία του δικαίου μελετά το αντικειμενικό πνεύμα, δηλαδή τις αυτό που συγκροτείται από τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Η τέχνη και η θρησκεία τώρα είναι δύο μορφές αυτό-συνειδητοποίησης της όλης πορείας του πνεύματος, δηλαδή συλλαμβάνουν όλη την προηγούμενη πορεία υπό την αισθητηριακή μορφή διαισθητικά και μέσω παραστάσεων. Όμως η θρησκεία και η τέχνη καθεαυτές δεν είναι επιστήμες και αυτό που ενδιαφέρει τον Χέγκελ είναι οι επιστήμες. Έτσι εκλαμβάνει ως δεδομένα τα περιεχόμενα της τέχνης και της θρησκείας και τα μελετά στο επίπεδο της έννοιας και έτσι εμφανίζεται η Φιλοσοφία της τέχνης(Αισθητική) και η Φιλοσοφία της θρησκείας. Μέσα από όλη αυτή την πορεία ο Χέγκελ φθάνει να προσδιορίσει εντέλει την Φιλοσοφία στην πιο συγκεκριμένη μορφή της, δηλαδή ως αποτελούμενη από όλες τις επιμέρους Φιλοσοφίες, την Φιλοσοφία ως ολότητα, αλλά πλέον ως εν δυνάμει ολότητα αλλά ως ενεργό πραγματικότητα.

Είδαμε στο απόσπασμα από τον Χέγκελ να γίνεται λόγος για κάποια "Ιδέα". Πράγματι η μυστηριώδης «Ιδέα» πέρα το ότι είναι δύσληπτη δημιουργεί και προβλήματα σε μία αυστηρά επιστημονική πραγμάτευση. Το πρόβλημα είναι ότι η Ιδέα παρουσιάζεται αδημιούργητη και άρα αυτό που μένει από την πλευρά των επιστημών είναι να την συλλάβουν στις διάφορες μορφές της. Για να απομυστικοποιηθεί η Ιδέα θα πρέπει να εξετάσουμε την δημιουργία της γιατί σε καμία περίπτωση δεν είναι causa sui. 

Την δημιουργία της Ιδέας δεν επιχείρησε να την εξετάσει ο Χέγκελ. Ο Χέγκελ μπορεί να είπε ότι της σκέψης προηγούνται οι αισθήσεις, η εμπειρία κτλ. αλλά δεν μπόρεσε να αντιληφθεί υπό ποιες διαδικασίες γεννάται ακόμα και η ίδια η εμπειρία. Με άλλα λόγια εξέλαβε την νόηση(τη νόηση με την ευρεία έννοια που περιλαμβάνει ακόμα και τα συν- αισθήματα) ως δεδομένη και ως προϊόν συγκεκριμένων διαδικασιών. Εδώ έχουμε κατά νου βεβαίως την παραγωγή τόσο ως σχέση ανταλλαγής ύλης με την φύση όσο και ως σχέση μεταξύ των παραγωγών. Η ανάπτυξη των αισθήσεων, η συλλογή εμπειριών, η αισθητική μορφή συνείδησης  και οι επιστημονικές γνώσεις αναπτύσσονται στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας. Φυσικά η φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη ιδίως στην εποχή μέχρι τον Χέγκελ(γιατί σήμερα η επιστήμη είναι άμεση παραγωγική δύναμη) είχε σχετικά μεγάλη αυτονομία από την παραγωγή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να γεννηθεί Φιλοσοφία δίχως την παραγωγή. Όταν ο Αριστοτέλης έλεγε ότι πρέπει να λυθούν τα βιοτικά προβλήματα για να ασχοληθεί κανείς με την Φιλοσοφία και ότι το κίνητρο είναι το «θαυμάζειν» δεν έκανε λάθος. Αυτό που δεν μπορούσε να αντιληφθεί ήταν ότι θα ήταν αδύνατο να υπάρξει η δυνατότητα τόσο αφηρημένης σκέψης όπως είναι η φιλοσοφική δίχως την διαμόρφωση μέσω της εργασίας της ανθρωπότητας επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν ότι η Φιλοσοφία προϋποθέτει και προκύπτει μέσα από κατώτερες μορφές νόησης, δηλαδή την τέχνη και την θρησκεία. Όμως με αυτή την ορθή του θέση  απλά μεταθέτει το ερώτημα, δηλαδή  στο υπό ποιες προϋποθέσεις δημιουργείται η τέχνη και η θρησκεία και σε τελική ανάλυση υπό ποιες προϋποθέσεις γεννάται η νόηση. Αυτό το καθήκον ανέλαβε η μαρξική και μαρξιστική σκέψη να υλοποιήσει. Από αυτή την άποψη δικαιολογείται και ο τίτλος ιστορικός υλισμός, δηλαδή ως εξέταση της ιστορικής διαδικασίας γένεσης της νόησης ως προϊόν υλικών διαδικασιών. Αυτή η αδυναμία του Χέγκελ είναι η βασική πηγή που οδηγεί στο να τον κατηγορούν για ιδεαλισμό και για απολυτοποίηση της νόησης. Δεν θα ασχοληθούμε επί της παρούσης με το αν είναι και που ο Χέγκελ ιδεαλιστής. Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι η Ιδέα την οποία μελετά πχ. η Λογική έχει ως πυρήνα της(και από εκεί και πέρα αυτονομείται) την σχέση του ανθρώπου με την φύση και τους άλλους ανθρώπους εντός της παραγωγής.  


Ονειρμάρξ: Η υλικοτεχνική ρίζα της εγελιανής διαλεκτικής (με αφορμή την ανάρτηση του σ. Θάνου Λιάπα)

    

Για κάποιους η σχέση του μαρξισμού με τον Χέγκελ υπήρξε ντροπιαστική. Για μένα το μόνο που μπορεί να γονιμοποιήσει ξανά το μαρξισμό είναι η επιστροφή στον Χέγκελ υπό το πρίσμα των σύγχρονων επιστημονικοτεχνικών εξελίξεων. 

Καταθέτω εδώ κάποιες σκέψεις σε συνέχεια των σκέψεων του συντρόφου και συνblogger Θάνου Λιάπα, με αφορμή την ανάρτησή του εδώ http://bestimmung.blogspot.gr/2013/05/blog-post_25.html. Οι σκέψεις αυτές έχουν τη μορφή δύο παρατηρήσεων, με τη πρώτη να προετοιμάζει το έδαφος για τη δεύτερη. Είναι προφανές πως δεν ''λήγω'' κάποιο θέμα, παρά μόνο προσπαθώ να προεκτείνω το προβληματισμό σε μια ορισμένη κατεύθυνση. 

Παρατήρηση 1: Νομίζω είναι ωραία η τοποθέτηση του προβλήματος της (ιστορικής) ''γέννησης'' της ίδιας της (εγελιανής) Ιδέας. Στο σύστημα του Χέγκελ ανακαλύπτουμε εκ των υστέρων (a posteriori) αυτό που ίσχυε εκ των προτέρων (a priori). Στην ''Επιστήμη της Λογικής'', η Αλήθεια του Είναι, αυτό που προϋπέθετε εξ αρχής όλη η διδασκαλία του Είναι, αποδεικνύεται τελικά πως ήταν η Ουσία, και έτσι γίνεται το πέρασμα στη Διδασκαλία περί της Ουσίας. Ως Αλήθεια της Ουσίας αποδεικνύεται η Έννοια, και έτσι γίνεται το πέρασμα στη διδασκαλία της Έννοιας. Στο τέλος της διδασκαλίας της Έννοιας, βλέπουμε πως η Ιδέα, και τελικά η Απόλυτη Ιδέα, ως το ίδιο το (διαλεκτικό-εγελιανό) γνωρίζειν, η ίδια η μέθοδος, ήταν τελικά η Αλήθεια που προϋπέθεταν απριορικά όλες οι διδασκαλίες. Γιατί αυτό που είναι πρότερο των εκάστοτε περιεχομένων της νόησης είναι η μέθοδος, όχι ως αποξενωμένη, από τα έξω επιβαλλόμενη μορφή, αλλά ως εκείνη η μορφή που είναι εμμενής στο περιεχόμενο, η λογική-μορφική ροπή των ίδιων των περιεχομένων. Αυτό είναι η μέθοδος, το γνωρίζειν, η Απόλυτη Ιδέα. Εδώ η αναζήτηση του Απόλυτου (άνευ προϋποθέσεων, δηλαδή το αληθινό a priori), της Αλήθειας, του Θεού, αναστοχάζεται τον εαυτό της και τον συλλαμβάνει στην παραγωγική, μορφοπλαστική κίνησή του. 

Όμως αυτή η κίνηση από μόνη της δεν αρκεί, ακόμη και νοημένη στο σύνολό της. Πρέπει να είναι κίνηση της Ιδέας μέσα σε μια συγκεκριμένη επικράτεια. Επικράτειες του Λόγου: Φύση, Υποκειμενικό Πνεύμα, Αντικειμενικό Πνεύμα...

Πιστεύω πως η Επιστήμη της Λογικής, ως σύλληψη του διαλεκτικού γνωρίζειν ''ως τέτοιου'', μπορεί να διαβαστεί ως συγκροτούσα ένα ''μοντέλο μοντέλων'' (metamodelisation). Είναι το διαλεκτικό μοντέλο συγκρότησης των επιμέρους μοντέλων στις διάφορες γνωστικές επικράτειες. Η Επιστήμη της Λογικής δεν είναι ακόμα συγκεκριμένη. Η Ιδέα γίνεται συγκεκριμένη ''αλλοτριώνοντας τον εαυτό της'' ως Φύση. 

''Η Ιδέα που είναι δι' εαυτήν (=αυθύπαρκτη), όταν βλέπεται σύμφωνα προς αυτή την ενότητα με τον εαυτό της, είναι εποπτεύειν και η εποπτεύουσα ιδέα είναι φύση. Αλλά ως εποπτεύειν η ιδέα, μέσω εξωτερικής ανασκόπησης, έχει τεθεί μέσα στον μονόπλευρο προσδιορισμό της αμεσότητας ή της άρνησης. Αλλά η απόλυτη ελευθερία της ιδέας έγκειται στο ότι η ιδέα δεν μεταβαίνει απλώς στη ζωή, ούτε ως πεπερασμένο γνωρίζειν αφήνει τη ζωή να εμφανίζεται εντός της. Μέσα στην απόλυτη αλήθεια του εαυτού της αποφασίζει να αποπέμψει από τον εαυτό της το στάδιο της μερικότητάς της, δηλαδή του πρώτου προσδιορισμού και της πρώτης ετερότητας, να αποπέμψει την άμεση ιδέα ως αντανάκλασή της, και να προβεί ελεύθερα ως φύση'' (Γκέοργκ Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής [''Μικρή Λογική''], εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννη Τζαβάρα, εκδόσεις Δωδώνη, παράγραφος 244, σελίδα 482).

Ο Γιάννης Τζαβάρας σε υποσημείωση περιγράφει την παραπάνω εξωτερίκευση της Ιδέας ως το ακριβές αντίστοιχο της ενσάρκωσης ενός Θεού ως πράξη της απόλυτης ελευθερίας του. Η ερμηνεία αυτή σωστά λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη σημασία που έχει ο χριστιανισμός από άποψη λογικής σύμφωνα με τον Χέγκελ. Η απλώς Λογική Ιδέα είναι μονόπλευρη, περι-ορίζεται από το αντίθετό της, την ετερότητά της, και αυτή η εξωτερικότητα πρέπει να αρθεί. Έτσι περνάμε στη φιλοσοφία της Φύσης. Σε μια προφορική προσθήκη ο Χέγκελ λέει πως το πέρασμα στη Φύση είναι μια επιστροφή στο Είναι, στην αμεσότητα της Ιδέας. Αυτή η επιστροφή όμως είναι συνάμα και πρόοδος, ως ανακάλυψη των εξ αρχής δοσμένων προϋποθέσεων. 

Το ερώτημά μου είναι, με βάση τα παραπάνω, αν μπορεί με το ίδιο σκεπτικό, να τεθεί η ''Φύση'' ως προϋπόθεση της Επιστήμης της Λογικής, το ''Πνεύμα'' (υποκειμενικό και αντικειμενικό) ως προϋπόθεση της ''Φύσης'' (για να συλληφθεί η Φύση πρέπει να δια-κριθεί από το Πνεύμα), κ.ο.κ. Μία ένδειξη αυτού του κύκλου βλέπουμε στο ζήτημα της θέσης της ''Φαινομενολογία του Πνεύματος''. Η Φαινομενολογία του Πνεύματος, που σύμφωνα με τον Χέγκελ θέτει τις προϋποθέσεις του περάσματος στην Επιστήμη της Λογικής, επανεμφανίζεται στο ''Υποκειμενικό Πνεύμα'' αφού έχει γίνει η έκθεση του συστήματος των λογικών όρων της ''Επιστήμης της Λογικής''. Από τις δύο αυτές τοπο-θετήσεις της ''Φαινομενολογίας'', θα πρέπει είτε να θεωρήσουμε μία από τις δύο ως έγκυρη (εκείνη ''πριν'' και εκείνη ''μετά'' την παρουσίαση της Επιστήμης της Λογικής), είτε να θεωρήσουμε και τις δύο έγκυρες και να εξηγήσουμε αυτή την επανάληψη ή επαναφορά της Φαινομενολογίας σε δεύτερο επίπεδο (μετά την Επιστήμη της Λογικής, στο Υποκειμενικό Πνεύμα). Είναι σαφές πως η δεύτερη ''Φαινομενολογία'' έχει οργανική θέση στη διδασκαλία του Πνεύματος, ως μέρος του Υποκειμενικού Πνεύματος. Οργανική θέση όμως έχει και η πρώτη Φαινομενολογία, ως θέση των προϋποθέσεων της Επιστήμης της Λογικής. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την ''Επιστήμη της Λογικής'' απόλυτη εκκίνηση, η αρχή με το Είναι και το Μηδέν στο πρώτο στάδιο της Επιστήμης της Λογικής (διδασκαλία περί του Είναι) προϋποθέτει μια καθαρή εποπτεία δηλαδή μια καθαρή Νόηση. Αυτή η καθαρή Νόηση είναι κατάκτηση της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, είναι το αμέσως επόμενο βήμα από την Απόλυτη Γνώση, χωρίς να ταυτίζεται μαζί της. 

Ας επιστρέψουμε έτσι στο ζήτημα της γέννησης της Ιδέας. Το να θεωρήσουμε πως για τον Χέγκελ η ''Ιδέα'' υπάρχει εξ αρχής και άνευ όρων, θα σήμαινε πως δεν υπήρχε η αναγκαιότητα ούτε της ''Φαινομενολογίας του Πνεύματος'' να προετοιμάσει το έδαφος για την ''Επιστήμη της Λογικής'', ούτε της ''Φύσης'' να αποτελέσει το πρώτο στάδιο εξωτερίκευσης της Ιδέας. Δηλαδή, στο βαθμό που ''Φαινομενολογία του Πνεύματος'' και ''Φύση'' παρουσιάζονται ως αναγκαίες στιγμές του εγελιανού συστήματος, δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν Χέγκελ που θεωρεί την Ιδέα περίπου ''αυτοφυή''. Είδαμε στο παραπάνω απόσπασμα πως Η Απόλυτη Ιδέα δεν έχει κατακτήσει την απόλυτη ελευθερία της ακόμα. Η Απόλυτη Αλήθεια της Ιδέας στον εαυτό της σημαίνει την απόφασή της να αποπέμψει από τον εαυτό της το στάδιο της μερικότητάς της, δηλαδή του πρώτου προσδιορισμού και της πρώτης ετερότητας, να αποπέμψει την άμεση ιδέα ως αντανάκλασή της, και να προβεί ελεύθερα ως φύση''.

Το να θεωρήσουμε την εγελιανή Απόλυτη Ιδέα απόλυτη Αλήθεια είναι λάθος παρόμοιο με το να θεωρήσουμε την ''Ουσία'' απόλυτη αλήθεια, όπως κάνουν οι ουσιοκράτες (η εγελιανή ''διδασκαλία περί της Ουσίας'' αποτελεί μια σκληρή κριτική στην ουσιοκρατία). Ο Χέγκελ το λέει ξεκάθαρα, η Απόλυτη Αλήθεια της Απόλυτης Ιδέας δεν είναι το να μείνει ακίνητη στον εαυτό της, αλλά το να γίνει Φύση. Και στη ''Φιλοσοφία της Φύσης'' βλέπουμε επόμενα περάσματα. Ο αγώνας για την ελευθερία συνεχίζεται, σε καμία περίπτωση δεν σταματά στην Απόλυτη Ιδέα, όπως και ο αγώνας για την Αλήθεια. 

Όλα αυτά άραγε είναι μια ''υλιστική ερμηνεία'' του Χέγκελ ή μήπως η ''αληθής ανάγνωση'' του έργου του από τον ίδιο; Ή μήπως τίποτα από τα δύο; 


Παρατήρηση 2:

Ας μείνουμε στην εικόνα της διαλεκτικής μεθόδου ως κίνησης και διαδικασίας. Μιλάμε για μια διαλεκτική κίνηση και μια διαλεκτική διαδικασία, όχι για κίνηση και διαδικασία γενικά και αόριστα. Η διαλεκτική αυτή κίνηση είναι μια ενέργεια που παίρνει διαφορικές μορφές. Χρησιμοποιούμε εδώ τη λέξη ''ενέργεια'' σε όλο της το σημασιολογικό εύρος, από τη λέξη ''ενέργεια'' με το νόημα της αφαίρεσης που πραγματοποιούν οι φυσικές επιστήμες, μέχρι τη λέξη ''ενέργεια'' ως δραστηριότητα. Είναι γνωστή η θέση του Χέγκελ για την ''εργασία του αρνητικού''. Επιπλέον, ο Χέγκελ γράφει για το ''ομιλείν'' της Έννοιας ή την ενεργό πραγματικότητά της. Γενικά η Ιδέα είναι όπως είπαμε μέθοδος, γνωρίζειν, αλλά και κίνηση, δραστηριότητα (δραστηριότητα γιατί συλλαμβάνεται η κίνηση του Πνεύματος ως Υποκειμένου που αίρει τη παραδοσιακή εξωτερικότητα υποκειμένου-αντικειμένου). Θα λέγαμε πως στην ''Επιστήμη της Λογικής'' έχουμε το διαλεκτικό γνωρίζειν, τη μέθοδο που είναι η εγελιανή Ιδέα, ενώ μέσα στην Ιστορία (τη φυσική και την πνευματική ιστορία) έχουμε τη δραστηριότητα της Ιδέας (και χωρίς τη δραστηριότητά της η Ιδέα μένει μια κενή αφαίρεση). 

Όπως είπαμε, μπορούμε σαν κοινό παρονομαστή των δύο επιπέδων να κρατήσουμε μια ορισμένη έννοια της κίνησης, σε συνάφεια με μια ορισμένη έννοια ενέργειας, ώστε να περιγραφεί αυτό που ο Χέγκελ ονομάζει γενικά, και σε όλα τα επίπεδα, ''εργασία του αρνητικού''. Ο όρος εργασία επιλέγεται από τον Χέγκελ γιατί αναφέρεται στο Υποκείμενο. 
  
Ενέργεια -> κίνηση = κινητήρας. 

Έτσι θα συνδέσουμε το εγχείρημα του Χέγκελ με τη προσπάθεια ανακάλυψης του αεικίνητου. Ένα καλό παράδειγμα είναι η παρουσίαση του ''καλού απείρου'' από τον Χέγκελ στη ''διδασκαλία περί του Είναι'' (πρόσφατα κυκλοφόρησε σε μετάφραση του Δ. Τζωρτζόπουλου).

http://sfrang.com/historia/parart089.htm

αεικίνητο: Μια μηχανή η οποία, αφού τεθεί σε λειτουργία, συνεχίζει να λειτουργεί επ' άπειρον χωρίς την παροχή ενέργειας.

Η ''παροχή ενέργειας'' είναι μια εξωτερική ώθηση. Η εγελιανή μηχανή λειτουργεί χωρίς εξωτερική ώθηση. Είναι αυτοκινούμενη, η ίδια η λειτουργία της είναι η πηγή της αυτοκίνησής της. Πράγμα που αποτελεί την πλησιέστερη αναπαράσταση μιας απόλυτης ελευθερίας. 

Οι αποδείξεις που προσκόμισε η θερμοδυναμική περί αδυναμίας κατασκευής της αεικίνητης μηχανής είναι βασική ''κρυφή'' προϋπόθεση του μαρξικού ισχυρισμού πως μόνο η ζωντανή, και όχι η νεκρή εργασία (μηχανές), παράγει υπεραξία. Παρ'όλα αυτά, πιστεύω πως το ζήτημα αυτό πρέπει να τεθεί σε κάπως διαφορετική βάση, με εκκίνηση το παραπάνω σκεπτικό. Αφήνουμε όμως στην άκρη αυτό το θέμα προς το παρόν. 

Η μαρξική επιστημονική θέση έχει μια εξαίρεση: Το μακρινό σενάριο μιας αυτοματοποίησης τέτοιας, ώστε οι μηχανές να έχουν ''συνειδητότητα''. Ή, σε μια διαφορετική και πιο ρεαλιστική εκδοχή αυτού του σεναρίου, σε περίπτωση που άνθρωποι και μηχανές αποτελούν από κοινού και στη συνάρθρωσή τους μια παραγωγική μηχανή με νοημοσύνη. Αυτή είναι η περίπτωση που περιγράφει ο Μαρξ στα Grundrisse ως γενική εποπτεία-επιστασία-έλεγχο των ανθρώπων πάνω σε αυτοματοποιημένες διαδικασίες, με τις οποίες αυτοί αποτελούν μια παραγωγική ενότητα. 
Υποθέτουμε λοιπόν εδώ πως η εγελιανή μέθοδος προσπαθεί να αναπαραστήσει το αληθινό αεικίνητον, την απόλυτη ελευθερία, την κίνηση που εσωτερικεύει τους εξωτερικούς της όρους. Ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία της Φύσης δείχνει πως η κίνηση στη νευτώνεια μηχανική είναι ακόμη αναληθής, γιατί χρειάζεται εξωτερική ώθηση (παρ. 265 στη μετάφραση του Σταμάτη Γιακουμή). Επισημαίνει πως η ακινησία στην οποία περιπίπτει ένα ''αεικίνητο'', όσο καλά και αν υπολογιστεί ή αποδειχθεί στη θεωρία, αποδίδεται από τους φυσικούς της εποχής εξ ολοκλήρου στη τριβή, δηλαδή σε κάτι εξωτερικό (ίδια παράγραφος). Δηλαδή η ώθηση και το πρόσκομμα της κίνησης στην πεπερασμένη μηχανική είναι κάποιο εξωτερικό αίτιο.

Ο Έγελος αναζητά την αυτοκίνηση πέρα από την πεπερασμένη μηχανική. Το ''αεικίνητον'' προσπαθεί να συλλάβει στο επίπεδο της μηχανής, της μηχανικής, την απόλυτη κίνηση. Μόνο που η κίνηση αυτή δεν αρμόζει στον κόσμο της πεπερασμένης μηχανικής, αλλά στον κόσμο της εμμενούς τελολογίας, της Έννοιας, όπως δείχνει παρακάτω στην Επιστήμη της Λογικής.

Το εγελιανό γνωρίζειν, η μέθοδος, είναι μια ορισμένη τεχνική σχέση με τον εαυτό. Όχι όμως τεχνική με τη μηχανιστική έννοια, αλλά τεχνική με συνειδητότητα, τεχνική νοημοσύνη ή νοημοσύνη της (διαλεκτικής) τεχνικής. Είναι το γνωρίζειν του γνωρίζειν, η αυτοσυνειδησία της διαλεκτικής ''τεχνικής'' μεθόδου. Το σύστημα των λογικών όρων του Χέγκελ είναι ένα Τεχνικό Σύστημα που έχει Νοημοσύνη και για αυτό το λόγο η εγελιανή φιλοσοφία συλλαμβάνει το Υποκείμενο ως διαδικασία. Διαδικασία ειδικού τύπου, διαδικασία συστηματικής αυτο-συγκρότησης. Διαδικασία ζωντανή, που υπερβαίνει εκ των έσω την τεχνική. 

Το πλησιέστερο προς αυτή τη διαδικασία που έχουμε σήμερα είναι οι διαδικασίες αυτομάθησης και επίλυσης προβλημάτων από μηχανές-ρομπότ με αυτόματο τρόπο. Οι άνθρωποι εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ενέργεια που χρειάζονται μέσα από την εργασία τους, με τα μέσα παραγωγής της ύπαρξής τους. Όσο τα μέσα παραγωγής κατέχονται από κάποιους λίγους, η ελευθερία της καταπιεζόμενης πλειοψηφίας είναι αδύνατη. Ο μισθός λειτουργεί σαν εξωτερική ώθηση της εργασίας και εξωτερική παροχή της ενέργειας που χρειάζεται ο παραγωγός που πουλά την εργασιακή του δύναμη. Για να πάρει ενέργεια ο παραγωγός δίνει ενέργεια αξιοποιώντας, δίνοντας ζωή στα υλικοτεχνικά μέσα και τη πληροφορία που κατέχει ο κεφαλαιοκράτης, και δίνοντας ζωή χάνει από τη ζωή του. 

Η βασική θέση του κειμένου λοιπόν είναι ότι ο Χέγκελ συλλαμβάνει μια ''πραγματική αφαίρεση'', όπως ο Μαρξ είπε για την αφηρημένη εργασία. ''Πραγματική αφαίρεση'' σημαίνει όχι στο μυαλό των δρώντων απλώς, αλλά ούτε και στον ''Κόσμο'' ανεξάρτητα από τους ανθρώπους. Πρόκειται για μια πραγματική λειτουργικότητα. Η λειτουργία δεν είναι ούτε ''υλική'' ούτε ''άυλη''. 

Μιλήσαμε για ''τεχνική νοημοσύνη ή νοημοσύνη της τεχνικής''. Όμως αυτό αφορά το σήμερα και το αύριο, όχι την εποχή του Χέγκελ. Τί πρέπει να αναζητήσουμε λοιπόν ως το ιστορικό αντίστοιχο της εγελιανής μεθόδου μέσα στην ιστορική εποχή που έζησε ο Χέγκελ; 

Στο πνεύμα του έργου του Michel Serres συνδέουμε, λοιπόν, τον Χέγκελ με τον κινητήρα ως προς τις ιστορικές υλικοτεχνικές προϋποθέσεις εμφάνισης της σκέψης του. Τον συνδέουμε με την ατμομηχανή και τη συνολική ''βιομηχανική επανάσταση'', την νεωτερική και αστική εποχή. Αν η προεγελιανή νεωτερική φιλοσοφία παραμένει εγκλωβισμένη (με εξαίρεση δυνατές διαλεκτικές στιγμές που εντοπίζονται για παράδειγμα στη διαλεκτική του Καντ και την υπερβατολογική φιλοσοφία του Σέλλινγκ) στην τεχνική ενός ανθρώπου-Υποκειμένου που μετασχηματίζει σαν αντικείμενο τη Φύση, ο Χέγκελ επιχειρεί να συλλάβει την ενότητα υποκειμένου-αντικειμένου, πνεύματος-φύσης, ώθησης-κίνησης, ανθρώπου-μηχανής. Επιχειρεί να συλλάβει το αεικίνητο και όχι απλώς το ''νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων''. Επιχειρεί να συλλάβει τη τεχνική της επίλυσης των αντιφάσεων, παραδόξων ή προβλημάτων που ανακύπτουν εμμενώς στην κίνηση των περιεχομένων, και μάλιστα την τεχνική αυτοεπίλυσης, πράγμα που προσπαθεί να κάνει, με ανολοκλήρωτο όμως τρόπο, ο ιστορικός υλισμός στη διαλεκτική παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων και την αυτοεπίλυση της προβληματικής σχέσης ανθρώπων-φύσης (που θέτει το ενεργειακό πρόβλημα). 

Έτσι ο κινητήρας και η α-δυνατότητα του αεικίνητου λειτουργούν, υποστηρίζω, σαν ιστορικό-τεχνικό a priori της εγελιανής μεθόδου, της εγελιανής Ιδέας, που αποτελεί η ίδια το εμμενές a priori κάθε επιμέρους περιεχομενικής κίνησης. 

Για την επαναστατική θεωρία, η εγελιανή σύλληψη προετοιμάζει νοητικά τη προοπτική μιας ''αειφόρου ανάπτυξης'' των κοινωνικών και ατομικών ικανοτήτων και αναγκών, όπου η ''ελεύθερη ανάπτυξη του ενός είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων''. Η σύλληψη αυτή ήταν δυνατή, σε ένα γενικό λογικό της περίγραμμα, από τον Χέγκελ, ακριβώς με την έννοια που λέει ο Μαρξ, πως η ανθρωπότητα θέτει τα προβλήματα που μπορεί να επιλύσει. Και ο καπιταλισμός, πάλι σύμφωνα με τον Μαρξ, έθεσε τη δυνατότητα της κομμουνιστικής ανθρωπότητας, έθεσε τη δυνατότητα της νοητικής ου-τοπικής σύλληψης αυτής πέρα από τον ορίζοντα της καπιταλιστικής κοινωνίας. 

H κίνηση προς την ανθρώπινη χειραφέτηση είναι η άρση της βιο-λογικής αναγκαιότητας και των ενεργειακών περιορισμών, που θέτει τη δυνατότητα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Σήμερα, η σφοδρή γεωπολιτική πάλη για την ενέργεια και η μεθοδική καταπίεση εκατομμυρίων ανθρώπων με πείνα, φτώχεια, ανεργία, μισθωτή σκλαβιά, στην τρομαχτική αντίθεσή τους με τις τεράστιες παραγωγικές, ιατρικές, πληροφοριακές δυνάμεις και τον παραγόμενο πλούτο, δείχνουν σε καθαρή μορφή ποιό μπορεί να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας. Δημιουργία ή καταστροφή, δουλεία ή ελευθερία. 

Y.Ρ: Έτσι περιγράφει ο μεγάλος C.S.Peirce την εγελιανή λογική: 

The whole movement is that of a vast engine, impelled by a vis a tergo, with a blind and mysterious fate of arriving at a lofty goal. I mean that such an engine it would be, if it really worked; but in point of fact, it is a Keely motor. Grant that it really acts as it professes to act, and there is nothing to do but accept the philosophy. 

Για τη μηχανή Keely http://en.wikipedia.org/wiki/John_Ernst_Worrell_Keely

--------------------------------------------------
* για κομπλιμάν προορίζεται, σύντροφοι! - Κ.