Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Τρία κείμενα του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν


Η Ελλάδα ένα εργαστήρι του Πλήθους


Η αριστερή διακυβέρνηση έχει εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς με τα εξής χαρακτηριστικά: την αναμονή αφενός μιας ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της διαχείρισης των μνημονιακών πολιτικών και του προϋπάρχοντος πλαισίου άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής, και αφετέρου την πραγματοποίηση αισθητών παρεμβάσεων σε θέματα προνοιακής πολιτικής και καταπολέμησης της διαφθοράς. Έτσι, οι θεσμοί και οι πρακτικές που οδήγησαν στην κατάρρευση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, και του κοινωνικού κράτους, όπως και οι “μεταρρυθμίσεις” που επιβλήθηκαν από τους δανειστές στην αγορά εργασίας, μετατράπηκαν σε παράγοντες ανάκαμψης της οικονομίας. Και αναμένεται οτι μπορούν να ακολουθήσουν και μια πορεία εκδημοκρατισμού.

Αυτή η στρατηγική έχει βασιστεί σε μια εντυπωσιακή υποβάθμιση της σοβαρότητας της καπιταλιστικής κρίσης. Η αύξηση της απασχόλησης, και η καταπολέμηση της ανεργίας, που αφορά το ένα τέταρτο, ως το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού, αναμένεται να ακολουθήσει μια αργή εξέλιξη, που δεν πρόκειται να αναστείλει τη δραματική απώλεια ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Η διαχείριση των διαθέσιμων πόρων για την πραγματοποίηση επενδύσεων, όπως και η εξεύρεση πρόσθετων τέτοιων πόρων, παραμένει μια υπόθεση που βρίσκεται στα χέρια ενός ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος, διαπλεκόμενου και αναποτελεσματικού. Οι επιλογές που αφορούν το περιβάλλον και ειδικότερα την κλιματική αλλαγή, βρίσκονται κατά κανόνα στα χέρια συμφερόντων με αντίθετες ακριβώς επιδιώξεις.

Ποιοι είναι οι λόγοι που οδήγησαν σε μια τόσο εντυπωσιακή συρρίκνωση του βάθους της κριτικής ανάλυσης σχετικά με την εξέλιξη και την κρίση του καπιταλισμού, και σε μια εξίσου εντυπωσιακή υποχώρηση των επιδιώξεων μιας Αριστερής στρατηγικής; Αποτελεί σήμερα ψευδαίσθηση η πεποίθηση οτι η Αριστερά εκφράζει πολιτικά, προγραμματικά και πόσο μάλλον οργανωτικά το κόσμο της εργασίας. Οι προγραμματικές θέσεις που κυριαρχούν εκφράζουν ένα σύνολο επιδιώξεων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη βολική αναμονή μιας συμμαχίας με το κεφαλαίο και τη διαιώνιση των υπαρκτών κρατικών θεσμών και πρακτικών.

Οι νεο-φιλελεύθερες πολιτικές πριν και μετά την κρίση, έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα τις δυνάμεις της εργασίας, μέσω των απορρυθμίσεων της αγοράς εργασίας αλλά και της δραματικής αύξησης της ανεργίας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν συγκροτημένες δυνάμεις μισθωτών, ικανές να παρέμβουν πολιτικά και προγραμματικά. Αλλά μπορεί επίσης να ισχυριστεί κανείς οτι αυτή η απομάκρυνση βασικών κατηγοριών μισθωτών από τα μεσαία στρώματα με τα οποία είχαν ιστορικά συμμαχήσει, είναι μια διαδικασία πολύ πιο παλιά, που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη με τη μαζική μεταστροφή αριστερών πολιτικών ηγεσιών προς “ιστορικούς συμβιβασμούς” και σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές.

Η Ελλάδα είναι σήμερα μια χώρα όπου ο συντηρητισμός των μεσαίων στρωμάτων έχει καθηλώσει την παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική στρατηγική στην επανάληψη συμμαχιών και θεσμικών πρακτικών του παρελθόντος. Αλλά είναι ταυτοχρόνως και μια χώρα όπου έχει δημιουργηθεί ένα μαζικό ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο είναι ταυτοχρόνως άνεργο ή υποαπασχολούμενο, μορφωμένο και με υψηλά επίπεδα ειδίκευσης, και με ένα επίσης υψηλό επίπεδο κατανόησης ζητημάτων αλληλεγγύης, προστασίας και προσφοράς κοινών αγαθών, δημοκρατικής διαχείρισης παραγωγικών μονάδων και δομών προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών. Βρισκόμαστε σε μια χώρα την οποία, η συνύπαρξη μιας βαθιάς κρίσης και μιας εκτεταμένης μαζικής διανοητικότητας, μετατρέπουν με ορατούς ρυθμούς σε ένα εργαστήρι της οργανωτικής και πολιτικής συγκρότησης του Πλήθους.

Η δημιουργία συνεργατικών εγχειρημάτων δεν αφορά μόνο προσφορά υπηρεσιών και εστίαση, αλλά επεκτείνεται στην παραγωγή ανοιχτής καινοτομίας, στην παραγωγή ανοιχτού λογισμικού, και στη δημιουργία του πρώτου δορυφόρου ανοιχτής σχεδίασης. Την τελευταία δεκαετία έχουν αναδειχθεί νέα επιχειρηματικά εγχειρήματα στον τομέα των νέων τεχνολογιών, και έχουν δημιουργηθεί συστάδες με συνεργασία ερευνητικών ιδρυμάτων και μικρών επιχειρήσεων, και αυτή η τάση επεκτείνεται πλέον και σε συνεργατικά σχήματα ανοιχτής τεχνολογίας.

Πρωτοβουλίες πανελλαδικής εμβέλειας για το νερό ως κοινό αγαθό, και για την κοινωνική, ολοκληρωμένη και αποκεντρωμένη διαχείριση απορριμμάτων, έχουν σταθεροποιηθεί και κατέχουν πλέον πολυετή εμπειρία και αξιόπιστη τεχνογνωσία. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί Λαϊκό Πανεπιστήμιο για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, το οποίο υλοποιεί τη διαπίστωση οτι η δημιουργία συμπληρωματικών παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών εγχειρημάτων είναι σε μεγάλο βαθμό μια διαδικασία αξιοποίησης υπαρκτών γνώσεων, παραγωγής νέων γνώσεων, και άρα εκμάθησης.

Το πανελλαδικό δίκτυο των Κοινωνικών Ιατρείων, σημάδεψε τα χρόνια της κρίσης και δημιούργησε τις συνθήκες για να επιτευχθεί η φροντίδα των ανασφάλιστων από το σύστημα υγείας, θέτοντας ταυτοχρόνως το πολιτικό ζήτημα του εκδημοκρατισμού τόσο των προσφερόμενων υπηρεσιών, όσο και της διοίκησης του συστήματος. Πρωτοβουλίες που επιδιώκουν να μιμηθούν τη ΒΙΟΜΕ, βρίσκονται σε εξέλιξη, διεκδικώντας θεσμικές μεταβολές και πολιτικές στήριξή τους.

Στην Καρδίτσα, το οικοσύστημα που έχει δημιουργηθεί από την Αναπτυξιακή Καρδίτσας και τη Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας, αποτελεί σήμερα πρότυπο μηχανισμό υποστήριξης και χρηματοδότησης συνεταιριστικών ή μικρών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, με μια λογική τοπικού αναπτυξιακού σχεδιασμού. Στην Καβάλα, δεκάδες επιστημόνων, επαγγελματιών και επιχειρηματιών, έχουν επεξεργαστεί το σχέδιο για το “Πάρκο Φιλίππων”, ένα ολιστικό μοντέλο ανάπτυξης για την περιοχή τους.

Αναδεικνύεται έτσι μια νέα δυναμική που συνδυάζει επιτεύγματα, πολιτικούς στόχους και στρατηγικές επιλογές. Μια δυναμική που μας εισάγει σε αυτό που ονομάζουμε “παραγωγική ανασυγκρότηση”, με έναν τρόπο που συνδυάζει τον σχεδιασμό, τη δημοκρατική νομιμοποίηση του σχεδιασμού, την αξιοποίηση διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, και διαθέσιμων πόρων, την εγκαθίδρυση μιας λογικής εξασφάλισης εισοδημάτων και όχι κερδοφορίας.

Πρόκειται για μια νέα κινηματική διαδικασία, πέρα από τη διαμαρτυρία και τη διεκδίκηση, που είναι δημοκρατική, πρακτική, δημιουργική και ταυτόχρονα λαϊκή και εξισωτική, για να μη πούμε κομμουνιστική. Χρειάζεται να κατακτήσει και να δημιουργήσει νέες θεσμικές λειτουργίες, να αξιοποιήσει, να συγκεντρώσει και να εγκαθιδρύσει νέους χρηματοδοτικούς πόρους, να ενισχύσει και να επεκτείνει τις νησίδες ενός νέου μετα-καπιταλιστικού καθεστώτος.



Μπορεί ν'ανανεωθεί ο (ελληνικός) καπιταλισμός;


Γιατί τόση εμπιστοσύνη εκ μέρους της Αριστεράς στην ικανότητα του καπιταλισμού να ανανεωθεί; Πρόκειται στην πραγματικότητα για ευρωπαϊκό φαινόμενο και οχι απλά ελληνικό. Σε μας έκανε πρόσφατα την εμφάνισή της η θεωρία του “ελατηρίου”: η οικονομία συμπιέστηκε, πού θα πάει θα εκτιναχθεί! Υπάρχει και “μαρξιστική” θεμελίωση: ο καπιταλισμός γνωρίζει κύκλους και μέσα από την ύφεση και τη μείωση του εργατικού κόστους αναζωογονείται! Πρόκειται βέβαια για μια προσέγγιση που μας καλεί να αναβάλουμε τα κοινωνικά αιτήματα, αλλά και να αγνοήσουμε τα οξυνόμενα και επείγοντα περιβαλλοντικά προβλήματα.

Μια τελευταία έκδοση της γαλλικής ΑΤΤΑC[1] απαντάει στο ερώτημα για τη σημερινή δυναμική του καπιταλισμού: η μεγέθυνση του προϊόντος χαρακτηρίζεται πλέον από στασιμότητα, η υπερχρέωση συνεχίζεται ως παγκόσμιο φαινόμενο και οι “αναδυόμενες” οικονομίες πέρασαν σε φάση επιβράδυνσης. Πώς μπορεί σε αυτό το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον να “εκτιναχθεί” η ελληνική οικονομία; Αρκούν το μειωμένο εργατικό κόστος, τα φτηνά κτίρια και χωράφια; Είναι δυνατόν να κατακτηθούν αγορές, από υπαρκτές ή νέες επιχειρήσεις, που θα παρασείρουν το σύνολο της οικονομίας;

Οι οικονομολόγοι της ATTAC[2] αναδεικνύουν μια ιστορική τάση μείωσης της παραγωγικότητας η οποία οδήγησε από τη δεκαετία του 70 στην καθήλωση της κερδοφορίας, και στην αμφισβήτηση του φορντικού μοντέλου στο πλαίσιο του οποίου μοιραζόταν οι αυξήσεις της παραγωγικότητας μεταξύ κερδών και αμοιβών. Αυτή η αλλαγή περιόδου αντιμετωπίστηκε από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μέσω της αναδιανομής του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας, της αύξησης του δανεισμού, και επιπλέον μέσω της αξιοποίησης των αγορών στις “αναδυόμενες” οικονομίες.

Τα κέρδη πράγματι αυξήθηκαν από τη δεκαετία του 80 και μετά, αλλά δημιουργήθηκε ταυτοχρόνως μια τεράστια πυραμίδα “εικονικού κεφαλαίου”, που για να αποδώσει στους κατόχους τίτλων έπρεπε και πρέπει να συνεχίζονται οι αναδιανομές εισοδήματος. Χαρακτηριστική είναι όπως γνωρίζουμε η περίπτωση του “ελληνικού χρέους”. Αφού τονώθηκε η ελληνική ταχεία ανάπτυξη με δάνεια, μετατράπηκαν τα δάνεια αυτά σε δημόσια και επιβλήθηκε η λιτότητα η οποία εξασφάλισε (ως πότε θα το δούμε) την απόδοση τίτλων που δεν μπορούσε να εξυπηρετεί ένα νέο εισόδημα, αποτέλεσμα μιας νέας παραγωγής.

Αλλά οι πολιτικές λιτότητας και η υπερχρέωση, ενώ συνεχίζουν να αποτελούν προϋποθέσεις για την κερδοφορία του κεφαλαίου, συντηρούν και την στασιμότητα της παραγωγικότητας. Οι καινοτομίες και η “έξυπνη εξειδίκευση” που αποτελεί την κατ'εξοχήν αναπτυξιακή προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ανατρέπουν αυτή την κατάσταση διότι είναι πλέον μειωμένη η ικανότητα του καπιταλισμού να ενσωματώνει καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα συνολικά. Κατά την ομάδα οικονομολόγων της ATTAC, η εξάντληση των αυξήσεων της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των αναδυόμενων οικονομιών, οδηγούν πλέον στο οτι δεν μπορεί ο διεθνής καπιταλισμός να εγκαθιδρύσει ένα νέο καθεστώς και συνεχίζει να διαχειρίζεται την κρίση με σπασμωδικές κινήσεις και αβέβαιες προοπτικές.

Σε αυτές τις συνθήκες, ποιές είναι οι δυνατότητες για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα και ποιά είναι τα εμπόδια; Οι πολιτικές των μνημονίων, με την 'εσωτερική υποτίμηση” και τις 'διαρθρωτικές αλλαγές' στην αγορά εργασίας, δεν είχαν ως τώρα αποτελέσματα σχετικά με τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, ή καλύτερα, όλες οι αισιόδοξες προβλέψεις της Τρόϊκα έπεσαν έξω. Γιατί συνέβει αυτό; Η ελληνική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό την εγχώρια αγορά και η λιτότητα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού, αλλά και τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Ο εξωστρεφής τομέας δεν είχε έναν αξιοσημείωτο δυναμισμό και ήταν – και παραμένει – οργανικά εξαρτημένος από δραστηριότητες κατά βάση εσωστρεφείς.

Αλλά ακόμα κι αν παρατηρηθεί μια ανάκαμψη των επενδύσεων, από το πολύ χαμηλό σημείο όπου έχουν φθάσει, δεν σημαίνει οτι θα αφορά επιχειρήσεις που θα ηγηθούν μιας δυναμικής εξωστρεφούς ανάκαμψης, και πόσο μάλλον μιας συνολικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Για να συμβούν αυτά χάρη σε ιδιωτικές επενδύσεις πρέπει να υπάρχει κερδοφορία ελκυστική, αγορές προσιτές και σε διαδικασία μεγέθυνσης (μια σοβαρή δυσκολία στις συνθήκες στασιμότητας), και θεσμικό πλαίσιο άσκησης αναπτυξιακών πολιτικών που να μην περιορίζεται σε επιδοτήσεις διαφόρων ειδών, αλλά να καλύπτει όλα τα στάδια της αλυσίδας της αξίας, από την έρευνα ως την πώληση. Το συμπέρασμα είναι οτι ενώ έχουμε αξιοποιήσιμους συντελεστές παραγωγής, ανθρώπινο δυναμικό, γή, κτίρια, φυσικούς πόρους, πολιτισμό, κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, δεν μπορούμε να τους αξιοποιήσουμε αν βασιστούμε στις φιλοδοξίες και τις γνώσεις ιδιωτών επιχειρηματιών.

Η έκδοση της ATTAC καταλήγει στο ότι πρέπει να πάρουμε έναν “άλλο δρόμο” και να βασιστούμε στις εξής προϋποθέσεις: “από την μία στην ανάπτυξη της σφαίρας των μη αγοραίων δραστηριοτήτων, των δημοσίων υπηρεσιών και της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών που βρίσκονται εκτός της λογικής του κέρδους, και από την άλλη στη συλλογική διαχείριση των φυσικών πόρων, που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως κοινά αγαθά. Τα κοινά απαιτούν μια διαφορετική οργάνωση που βασίζεται στην κατανομή του πλούτου και τη συνεργασία, σε νέα παραγωγικά πρότυπα, στην ανοιχτή συμμετοχή υπεύθυνων πολιτών και την κοινωνική καινοτομία”.

“Η αγορά δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ανώτερη σε σχέση με τους άλλους οικονομικούς θεσμούς, και πρέπει να “επανενσωματωθεί” στην κοινωνία, σύμφωνα με την έκφραση του Karl Polanyi. Οι αγορές πρέπει να πλαισιωθούν αυστηρά και να ανταποκριθούν στους μακροπρόθεσμους στόχους της οικολογικής και κοινωνικής μετάβασης, που ορίζονται από τον δημόσιο σχεδιασμό”

Η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας δείχνει πώς η λογική της ιδιωτικής κερδοφορίας γενναιόδωρα τροφοδοτημένης με δημόσιους πόρους οδήγησε στην απώλεια παραγωγικού δυναμικού και στη φυγή προς την υπερχρέωση, δημόσια και ιδιωτική. Οι πολιτικές των μνημονίων δεν αποτέλεσαν παράγοντες ανανέωσης του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά καθήλωσής του σε καταστάσεις, από παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, από τις οποίες δεν μπορεί να βγεί η οικονομία και η κοινωνία χωρίς μια μεγάλη αλλαγή προσανατολισμού. Μια αλλαγή που θα μας βγάλει από το “όραμα” μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης και θα μας βάλει στις λογικές του σχεδιασμού, της ορθολογικής αξιοποίησης πόρων και δυνατοτήτων, της ανανεωμένης δημοκρατίας.



Στόχοι και περιεχόμενο της στρατηγικής ανασυγκρότησης


Η εξέλιξη της οικονομίας μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2009 χαρακτηρίζεται από δραματικές διαρθρωτικές υποχωρήσεις σε όλους τους τομείς. Η ανεργία – και όχι η ανεργία που εκτιμάει η Στατιστική Αρχή, αλλά η υψηλότερη ανεργία όπως την υπολογίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης – βρίσκεται σε πρωτοφανή ύψη, κιαι αφορά σε μεγάλο βαθμό τους νέους με υψηλά προσόντα, με το γνωστό αποτέλεσμα μιας φυγής αυτών των νέων στο εξωτερικό. Το παραγωγικό δυναμικό της χώρας έχει συρρικνωθεί μέσω μιας διαδικασίας αποεπένδυσης, που για να αντισταθμιστεί σε σχέση με τα προ της κρίσης επίπεδα χρειάζονται επενδύσεις της τάξης των 100 δις Ευρώ. Παρά την “εσωτερική υποτίμηση”, και την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν σημειώθηκε αύξηση των εξαγωγών και το ισοζύγιο ισορρόπησε χάρη στην κατάρρευση των εισαγωγών. Η πορεία της εγχώριας παραγωγής χαρακτηρίζεται από ύφεση ή στασιμότητα καθ'όλη την περίοδο μετά το 2010, ενώ σήμερα οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις εκτιμούν αυξήσεις του ΑΕΠ κοντά στο 1 και 1,5%.

Όταν μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση αναφερόμαστε σε μια στρατηγική ανασυγκρότησης, εννοούμε πριν απ'όλα την ανάγκη ριζικής αναδιάρθρωσης δραστηριοτήτων και δημιουργίας νέων, μέσω ενός σχεδιασμού σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο: η άποψη οτι μια τέτοια στρατηγική μπορεί να αποτελέσει το αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της λειτουργίας της αγοράς αποτελεί έναν επικίνδυνο μύθο. Ανασυγκρότηση σημαίνει επίσης ταχεία αύξηση της απασχόλησης και του εγχωρίου προϊόντος, με την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων (κάτι που δεν χαρακτηρίζει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές), και την αναβάθμιση των δημοσίων αναπτυξιακών παρεμβάσεων, σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό των ιδιωτικών και κοινωνικών πρωτοβουλιών. Σημαίνει επίσης ενσωμάτωση στην αναπτυξιακή στρατηγική σαφών κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων, ώστε να αποκατασταθούν αξιοπρεπείς κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές, και να υλοποιηθούν ουσιαστικές παρεμβάσεις προστασίας του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ένας βασικός στόχος της ανασυγκρότησης είναι και η διαθεσιμότητα πόρων για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους που παρά τις όποιες περικοπές θα παραμείνει μια δέσμευση κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί μια στρατηγική παραγωγικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης, με την χρησιμοποίηση των ίδιων θεσμών και εργαλείων άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάρρευση. Ο σχεδιασμός μιας νέας στρατηγικής προϋποθέτει μια θεσμική ανανέωση, που θα αφορά και την αναβάθμιση των δημοκρατικών λειτουργιών σε όλα τα επίπεδα, καθώς ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης προϋποθέτει και την εγκαθίδρυση διαδικασιών κοινωνικής νομιμοποίησης των στόχων, και των διαδικασιών υλοποίησης των νέων σχεδίων. Η κάλυψη των επειγουσών αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν θα πραγματοποιηθεί με ένα συνδυασμό αποτυχημένων θεσμικών λειτουργιών του παρελθόντος και νεοφιλελεύθερων – και εξίσου αποτυχημένων - καινοτομιών που αρχικά επέβαλε η Τρόϊκα και τώρα φαίνεται να υιοθετούμε. Η αναγκαία ανανέωση του καθεστώτος άσκησης αναπτυξιακής στρατηγικής μπορεί επιπλέον να οδηγήσει στη ριζική βελτίωση της αποτελεσματικότητας σχεδιασμένων πολιτικών, και να περιορίσει σημαντικά τις πιέσεις που ασκούν οι “θεσμοί” σε οτι αφορά τους στόχους και το περιεχόμενο της διαχείρισης της οικονομίας.

---------------------------
1. Cette crise qui n'en finit pas PAR ICI LA SORTIE (Η κρίση που δεν τελειώνει ΑΠΟ ΔΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ)

2. Jean-Marie Harribey, Michel Husson, Esther Jeffers, Fréderic Lemaire, Dominique Plihon.