Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

130 χρόνια από το θάνατο του Καρλ Μαρξ: Ένας στοχαστής του παρόντος




Του Μιχάλη Σκομβούλη
 
 «De te fabula narratur»*

Στις 14 Μαρτίου 1883 πέθανε στο Λονδίνο ο Καρλ Μαρξ, φέτος δηλαδή συμπληρώνονται 130 χρόνια από το θάνατο του. Ο πιστός σύντροφος του Μαρξ, Φρήντριχ Ένγκελς, είχε πει στον επικήδειο λόγο του: «Το όνομα και το έργο του θα ζήσουν στους αιώνες». Ίσως όμως δεν μπορούσε ούτε και ο ίδιος να φανταστεί πόσο ακριβές θα αποδεικνύονταν αυτό που έλεγε. Μπροστά στην παρούσα παγκόσμια καπιταλιστική κρίση –ή θα ήταν καλύτερα να γράψουμε παγκόσμια καπιταλιστική αναδιάρθρωση–, τις συνέπειες της οποίας ο καθένας μας ζει στην κυριολεξία στο «πετσί» του, ποιος πραγματικά θα μπορούσε να ισχυριστεί, χωρίς να γελοιοποιηθεί, ότι το έργο του Μαρξ για τον καπιταλισμό και για τις κυκλικές κρίσεις-εκκαθαρίσεις του, είναι σήμερα «ξεπερασμένο». Δυστυχώς –δυστυχώς ακόμη και για τον ίδιο το Μαρξ, τον μοναδικό ίσως στοχαστή που αποζητά την αυτοκατάργηση του μέσα από την ιστορία–, η μαρξική ανάλυση συνεχίζει να «νικάει» οποιαδήποτε άλλη ανάλυση για τον καπιταλισμό. Ασφαλώς και ο ίδιος ο Μαρξ ως άνθρωπος δεν έμεινε σε πρακτικό επίπεδο αμέτοχος απέναντι στον καπιταλισμό, υπήρξε καταρχάς ένα πρότυπο κομμουνιστή: Αρνήθηκε τη σχετική άνεση και την αστική αξιοπρέπεια της ζωής που θα μπορούσε να είχε. Προτίμησε την ανέχεια (σχεδόν εξαθλίωση) της ζωής του στο Λονδίνο και την οικονομική εξάρτηση από τον Ένγκελς. Αφιερώθηκε στην αξιακά εμποτισμένη επιστήμη και την πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης: Ιδρυτής της «Ένωσης των Κομμουνιστών», συνιδρυτής της Α΄Διεθνούς, δεκάδες άρθρα πολιτικού και πολεμικού χαρακτήρα, απελάσεις και διώξεις από την «Ιερή συμμαχία» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων της εποχής του.

Ο Μαρξ όμως υπήρξε πρώτιστα, και πάνω απ’όλα, ένας μεγάλος στοχαστής, και μάλιστα ο κριτικός στοχαστής ενός κοινωνικού συστήματος εντός του οποίου ζούμε ακόμη. 24 χρόνια μετά την πτώση των καθεστώτων αυτού που ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός», το επιχείρημα που ακύρωνε τη σκέψη του λόγω αυτής της πτώσης έχει πλέον αποδυναμωθεί αισθητά. Το να επιρρίπτει κάποιος στον Μαρξ την κυρία ευθύνη των ανεπαρκειών και της ανελευθερίας των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα ήταν σαν συνέδεε ευθέως και αποκλειστικά τον Άνταμ Σμιθ με τις πολιτικές του ΔΝΤ…Όπως φανερώνει και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ έκτος από ριζοσπάστης κριτικός υπήρξε πρώτα οπαδός του καπιταλισμού, της δυναμικής και της νεωτερικότητας του, και αναζητούσε τις συνθήκες ώστε οι κοινωνίες να πάνε μετά απ’ αυτόν, όχι δηλαδή να επιστρέψουν σε κάποια προνεωτερική τεχνοφοβική απλότητα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όλο και συχνότερα εμφανίζονται απολογητές του καπιταλισμού που επικαλούνται κυνικά την οξυδέρκεια των αναλύσεων του Μαρξ. Η σκέψη του Μαρξ πρέπει όμως πρωταρχικά να απασχολεί όχι αυτούς που θέλουν την αέναη αναπαραγωγή του καπιταλισμού ως «τέλους της ιστορίας», αλλά αυτούς που επιδιώκουν τόσο την κατανόηση όσο και το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του. Το εκμεταλλευτικό και βίαιο κοινωνικό σύστημα που ονομάζεται καπιταλισμός στέκει μπροστά μας πανίσχυρο, κάνοντας την ανάλυση του Μαρξ πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό δεν αποτελεί λόγο, θα αντέφασκε μάλιστα στην ίδια τη φύση του έργου του Μαρξ, να προχωρήσει ο οποιοσδήποτε σε μία αγιογραφία ή έστω σ’ έναν πανηγυρικό της δικαίωσής του. Ίσως η πλέον ορθή στάση γι΄ αυτήν την επέτειο είναι η αναφορά στις εννοιολογικές τομές  του έργου του, έννοιες ασφαλώς εμποτισμένες και βεβαρημένες όχι απλά από μία θεωρητική αξία, αλλά από τη διαλεκτική τους σχέση με την ίδια την καπιταλιστική και αντι-καπιταλιστική πραγματικότητα.

Νεαρός-Ώριμος Μαρξ
Μία αφετηρία για την αναφορά αυτή θα μπορούσαν να είναι οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του ίδιου του μαρξικού έργου και κυρίως η πολυσυζητημένη διαφορά μεταξύ του νεαρού και του ώριμου Μαρξ. Είναι ασφαλώς λανθασμένη η αποδοχή μίας ριζικής διάστασης μεταξύ των δύο, δηλαδή το να μην παραδεχτούμε ότι ιδέες όπως αυτές που διατυπώνονται με τρόπο δυνατό στα Χειρόγραφα του 1844 για την αλλοτρίωση της ανθρώπινης ουσίας στο καπιταλισμό, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αισθησιακή και διανοητική αυτοπραγμάτωση, είναι κανονιστικές ιδέες που διατρέχουν το σύνολο του έργου του Μαρξ, και πέραν αυτού το σύνολο του μαρξισμού. Ιδέες που ενσωματώθηκαν και διαθλαστήκαν ως κανονιστικές πρακτικές στην ίδια την ιστορικότητα των αντικαπιταλιστικών κινημάτων. Όσο όμως ορθό είναι να επισημάνουμε την κανονιστική ενότητα του έργου του Μαρξ, άλλο τόσο λάθος είναι να μη δούμε την εσωτερική διαφοροποίηση του έργου, όπως την κατανόησε ο ίδιος ο Μαρξ, όχι μόνο σε σχέση με τα χειρόγραφα του 1844, αλλά και σχέση με το μετά του 1848 όταν και η διάψευση των προσδοκιών για μια ενιαία παγκόσμια αντικαπιταλιστική επανάσταση, τον ώθησε σ’ έναν συστηματικό στοχασμό για τη φύση του καπιταλισμού που θα κατέληγε τελικά στην κολοσσιαία εργασία του Κεφαλαίου. Όποιος προσπαθεί να εξηγήσει τον καπιταλισμό μόνο μέσα από την ακύρωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, όσο και να δικαιώνεται από τη βία του συστήματος, δεν παύει να είναι καταδικασμένος να αναπαράγει μία αυθόρμητη επαναστατικότητα, οδηγούμενος στον μάταιο πολιτικό ιδεαλισμό που αδυνατεί να κατανοήσει και να αλλάξει μόνιμα και συστηματικά την αδικία και τη βία του συστήματος.

Το πρωτείο των υλικών συνθηκών
Το πρωτείο των υλικών συνθηκών που θα αναγνωρίσει σταθερά ο Μαρξ από τη Γερμανική Ιδεολογία και μετά, θα κάνει γνωστή τη διαλεκτική του ως υλιστική και την κοινωνική θεωρία του ως ιστορικό υλισμό. Αυτή την προτεραιότητα άλλωστε είναι που θα προσπαθήσουν να απωθήσουν όλοι οι θεωρητικοί απολογητές του υπάρχοντος ιστορικού συστήματος, προτάσσοντας (από τον Πάρσονς μέχρι το Χάντινγκτον), τη σημασία των «πολιτισμικών αξιών». Η ειρωνεία βέβαια με το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι ότι σε συνθήκες ανεξέλεγκτης κυριαρχίας του καπιταλισμού, που συμβατικά ονομάζουμε «νεοφιλελευθερισμό», οι υλικές συνθήκες έχουν πλέον ανατείλει ως μια πραγματικότητα χωρίς την ανάγκη καμίας εμφατικής πολιτισμικής δικαιολόγησης: Ασιάτες, Μουσουλμάνοι και Ευρωπαίοι συναντιούνται πλέον στην αδυσώπητη ταυτότητα του κεφαλαίου, που αδιαφορεί για τις πολιτισμικές τους διαφορές. Οι δε καπιταλιστές δεν κρύβουν καθόλου τον οικονομισμό τους, επικαλούμενοι κυνικά την ανάγκη για «περισσότερη και πιο αποτελεσματική εργασία» και καταδικάζοντας τους εργαζόμενους που έζησαν «πάνω από τις (υλικές) δυνατότητες τους». «Δεν χρειάζονται τα πολλά λόγια, να στρωθούμε στη δουλειά», μας λένε με κάθε ευκαιρία οι καπιταλιστές, ένας υλισμός που ακόμη και στην πιο κυνική εκδοχή του κρύβει πάντοτε ταυτόχρονα έναν ιδεαλιστικό πυρήνα της εξιδανίκευσης της μιζέριας των πολλών, της επιστροφής στις «παραδοσιακές αυθεντικές αξίες» καθώς και τις αξίες της (ατομικής) «ευθύνης» και της «αξιοκρατίας».

Η προτεραιότητα, όμως, των υλικών συνθηκών όπως τη νόησε ο Μαρξ και ο μαρξισμός δεν έχει καμία σχέση με τον ιδεολογικό μικροφασισμό των «υλικών απαιτήσεων» που σήμερα αναδύεται πιο εκβιαστικός από ποτέ. Ούτε βέβαια ο μαρξικός υλισμός έχει καμία σχέση με το φασίζων συνομωσιολογισμό των «σκοτεινών συμφερόντων» των Αμερικάνων, των Εβραίων ή του Σόρος. Η προτεραιότητα των υλικών συνθηκών, ή και ακόμη η προτεραιότητα της οικονομικής βαθμίδας, έχει να κάνει για το Μαρξ με τα αντικειμενικά όρια που θέτει στους ανθρώπους η σύνθετη κοινωνική ολότητα εντός της οποίας ζουν. Με την έδραση των πολιτικών και όποιων άλλων κοινωνικών εξελίξεων πάνω σε αντικειμενικές συγκρουσιακές σχέσεις, οι οποίες δεν αφορούν απλές ατομικές ανταλλαγές, αλλά σχέσεις μαζικών συνόλων που συγκροτούνται ως υποκείμενα αποκλειστικά και μόνο από τους αντικειμενικούς καθορισμούς αυτής της ολότητας που ο Μαρξ ονομάζει καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Για τον Μαρξ ο πρωτεύον καθορισμός αυτής της ολότητας είναι η διάσπαση της καπιταλιστικής κοινωνίας σε Κεφάλαιο και Εργασία, δύο υποκείμενα που δεν μπορούν να υπάρξουν και να νοηθούν πέραν της συγκρουσιακής διαλεκτικής τους.

Η διαλεκτική: Ένας υλισμός των σχέσεων
Η αναφορά στη διαλεκτική μας φέρνει αμέσως στο μυαλό το φιλοσοφικό υπόβαθρο της σκέψης του Μαρξ, και τις αναφορές του στη διαλεκτική του Χέγκελ. Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς αυθόρμητα πως είναι δυνατόν μία υλιστική θεωρία να σχετίζει τη μέθοδο της με τον εκπρόσωπο του απόλυτου ιδεαλισμού. Την απάντηση μας τη δίνει ο ίδιος ο Μαρξ ήδη από τις Θέσεις για το Φόιερμπαχ: Ο υλισμός χωρίς τη διαλεκτική είναι μία μηχανιστική και νεκρή θεωρία της αμεσότητας των αισθήσεων. Ο ιδεαλισμός ήταν αυτός που ανέπτυξε την ενεργητική-σχεσιακή διάσταση της σκέψης, γι’ αυτό και ο Μαρξ βρήκε στη διαλεκτική του Χέγκελ έναν πολύτιμο σύμμαχο ώστε να σκεφτεί τη δυναμική και σύνθετη καπιταλιστική πραγματικότητα. Δεν είναι κάποιος άλλος από το Λένιν που στα φιλοσοφικά του κείμενα θα επαναλάβει τη θέση του Μαρξ και θα παραδεχθεί τη σημασία του ιδεαλισμού για την υπέρβαση του μηχανιστικού υλισμού. Αυτή η υπέρβαση σημαίνει για το Μαρξ ότι αν η εγελιανή διαλεκτική κατανοηθεί μεθοδολογικά και όχι ως ένας μεταφυσικός ιδεαλισμός, μετατρέπεται σ’ ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο στα χέρια αυτού που θέλει να κατανοήσει τη σχεσιακή δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό είναι που αντιλαμβάνεται πρώτιστα ο Μαρξ ως την υλιστική «αντιστροφή» του Χέγκελ και την από-φετιχοποίηση της διαλεκτικής, και όχι μία μηχανική αντικατάσταση της λέξης «ιδέα» με τη λέξη «ύλη». Όπως άλλωστε δείχνει και στη θεωρία του για την ιδεολογία αλλά και γενικά για τη φετιχιστική επίδραση του κεφαλαίου, οι ιδέες και οι πνευματικές-συμβολικές σημασίες δεν είναι καθόλου ασήμαντες και άμεσα αναγώγιμες, έχουν έναν κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή της υλικής κυριαρχίας του καπιταλισμού.

Ήταν ο ίδιος ο Μαρξ που φιλοδοξούσε την περίοδο που έγραφε το Κεφάλαιο να μας δώσει σε «δύο ή τρία τυπογραφικά φύλα» τον ορθολογικό πυρήνα της εγελιανής διαλεκτικής. Ο Μαρξ δεν έγραψε τελικά αυτές τις σελίδες ίσως γιατί κατάλαβε ότι ο καλύτερος τρόπος έκθεσης του ορθολογικού πυρήνα της διαλεκτικής είναι η ενεργητική παρουσία της μέσα στις ίδιες τις έννοιες του Κεφαλαίου, στο οποίο βρίσκεται εξάλλου και η μαρξική φιλοσοφία: Μια σχεσιακή διαλεκτική των σύνθετων καθορισμών και των τάσεων, που όταν την αγνοούμε οδηγούμαστε είτε στον ανορθολογισμό της ρομαντικής εσωτερικότητας, είτε στον ποσοτικό θετικισμό του κυρίαρχου οικονομισμού, που υποκρύπτει τον χυδαία απολογητικό του χαρακτήρα. Ο Μαρξ όμως πραγματοποίησε και ένα δεύτερο αναποδογύρισμα του Χέγκελ σ’ ένα περισσότερο ιστορικό-οντολογικό επίπεδο. Βρήκε στην εγελιανή διαλεκτική το οντολογικό πρωτείο της αντίφασης, το πρωτείο της διαφοράς όπου «το ένα χωρίζεται στα δύο», καθώς και της επαναστατικής αρνητικότητας του πραγματικού κόσμου. Αυτή η πραγματικότητα θα σημαίνει για το Μαρξ από τη Γερμανική Ιδεολογία και μετά μία πλήρως ιστορικό-κοινωνικά διαμεσολαβημένη πραγματικότητα. Ως οπαδός του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, ο Μαρξ θα συνδέσει την πραγματική αρνητικότητα με την πολιτική πράξη πέραν κάθε μεταφυσικής πίστης. Από την υλιστική αυτή θέση της ένταξης της πολιτικής σύγκρουσης δεν θα μείνει αλώβητη ούτε η ίδια η επιστήμη. Ο Μαρξ θα φανερώσει ότι την επιστημονική γνώση διατρέχουν υπόρρητες πολιτικές τοπο-θετήσεις, και ότι ακόμα περισσότερο την αντικειμενικότητα της επιστήμης δεν την διασφαλίζει η αποφυγή αυτών των τοποθετήσεων (που καταλήγει εντέλει στη χυδαία απολογητική). Η επιστημονική αντικειμενικότητα για το Μαρξ καθίσταται δυνατή μόνο όταν αυτή η πολιτική-ιδεολογική τοποθέτηση καθίσταται ρητή και αναγνωρίζεται (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οπαδοί του καπιταλισμού που αναγνωρίζουν ρητά την πολιτική και ταξική τους τοποθέτηση, όπως ο Χάγεκ, έχουν απείρως πιο ενδιαφέροντα πράγματα να πουν για το σύστημα από τον ο,ποιονδήποτε  «τεχνικό» οικονομολόγο).

Παραγωγικές σχέσεις-παραγωγικές δυνάμεις

Μία από τις πλέον σημαντικές διαλεκτικές σχέσεις για το Μαρξ είναι αυτή μεταξύ των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων. Το δίπολο που καλώς ή κακώς θεωρήθηκε ως ο πυρήνας της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, σε βαθμό που έφτανε τον υπερτονισμό. Ένας υπερτονισμός που οφείλεται εν μέρει στον ίδιο το Μαρξ και τον περίφημο πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (1859), όπου και ορίζεται το δίπολο παραγωγικές σχέσεις-παραγωγικές δυνάμεις ως η οντολογική- δια-ιστορική ενότητα των ιστορικών τρόπων παραγωγής. Εκεί επίσης ο Μαρξ αναφέρεται στο μηχανισμό ιστορικού μετασχηματισμού όπου πλέον οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν να παραμείνουν δεσμευμένες (δεν «χωράνε») στις παραγωγικές σχέσεις. Ο Μαρξ έβλεπε κατά συνέπεια στον ειδικό καθορισμό της σχέσης μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων την ειδοποιό διαφορά του καπιταλιστικού συστήματος. Ήταν η συγκεκριμένη οικονομική, πολιτική και ιδεολογική δομή αυτής της σχέσης που οδηγούσε στην οικειοποίηση του υπερπροϊόντος από την κυρίαρχη τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας υπό τη μορφή της υπεραξίας εντός μίας συνεχώς διευρυνόμενης αυτό-αξιοποίησης του κεφαλαίου (την ειδητική αυτή φόρμουλα του καπιταλισμού που ο Μαρξ συνόψισε ως Χ-Ε-Χ΄). Η έμφαση όμως στο δίπολο αυτό και ειδικά η (σταλινική) ερμηνεία της, αποδίδοντας στις παραγωγικές δυνάμεις την απόλυτη προτεραιότητα, μετατράπηκε εντέλει στη μεταφυσική του αυτοματοποιημένου τροχού της ιστορίας που θα οδηγούσε «νομοτελειακά» (όσο και η νομοτέλεια της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους») στην κατάρρευση του καπιταλισμού και στο μεταβατικό στάδιο του σοσιαλισμού. Η αντίδραση σ’ αυτή τη μηχανιστική θέση θα αποδώσει την αντίστροφη προτεραιότητα στις παραγωγικές σχέσεις, με το ρόλο των κινημάτων του 60 και 70 να είναι σ’ αυτή την αντίδραση κεντρική. Το πρωτείο των παραγωγικών σχέσεων μοιάζει να δικαιώνει αυτό που ονομάσαμε σχεσιακό υλισμό του Μαρξ: Ο βαθμός εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, το μέγεθος της υπεραξίας μετατρέπονται στο προϊόν μίας αδιάπτωτης σύγκρουσης, της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των παραγωγικών σχέσεων, και όχι στο αποτέλεσμα μίας τεχνικής-ποσοτικής μεταβολής.

Ούτε όμως αυτή η αντίδραση μπόρεσε να υπερβεί εντέλει την εμμονή στο ίδιο το δίπολο της παραγωγής, μία εμμονή στην παραγωγή (που σήμερα ονομάζεται «πραγματική οικονομία») στην οποία ίσως μένει σε κάποιο βαθμό εξαρτημένος και ο Μαρξ.  Αυτή η εξάρτηση όμως σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την οπτική του Μαρξ που όπως είπαμε είναι αυτή της ολότητας. Ο Μαρξ δεν «ανακάλυψε» ούτε την εκμετάλλευση της εργασίας ούτε την υπεραξία (αυτά υπάρχουν ήδη στους ρικαρδιανούς σοσιαλιστές και ίσως ήδη στον Άνταμ Σμιθ). Η αποκλειστική επικέντρωση στην παραγωγή, υποτιμά τη συνθετότητα της οπτικής του Μαρξ, το ρόλο που απέδιδε στο χρήμα για τη συγκρότηση της αξίας καθώς και την παραγωγική-διαπλαστική επίδραση που ασκεί ο ανταγωνισμός της αγοράς, όπως φαίνεται από τις εξαιρετικές αναλύσεις του στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου. Είναι αμφίβολο αν το ίδιο το δίπολο παραγωγικές σχέσεις-παραγωγικές δυνάμεις μπορεί να λειτουργήσει αν δεν ληφθεί υπόψη η ολότητα των όρων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που διαμορφώνει τις συνθήκες της εκμετάλλευσης και της παραγωγής υπεραξίας. Ο Μαρξ θεωρούσε αυτό το ζήτημα ως καίριο για τη σκέψη του και δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι από το σύνολο του σχεδιαγράμματος του Κεφαλαίου δεν έγραψε παρά μόνο τον πρώτο τόμο, οι ελλείποντες τόμοι, με κυριότερους αυτόν για το Κράτος και αυτόν για την Παγκόσμια Αγορά, αποσκοπούσαν σε μία θεωρία που θα περιέκλειε τη συνολική διάρθρωση της δυναμικής αναπαραγωγής του καπιταλισμού.Ας αναφέρουμε, ενδεικτικά και παραδειγματικά, ότι όπως φαίνεται από τα πολιτικά κείμενα του Μαρξ, και ειδικά από τη 18η Μπρυμαίρ, αυτός είχε μία σαφή άποψη για τη σημασία της αυτονομίας του κρατικού μηχανισμού στην αναπαραγωγή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Γι’ αυτό εξάλλου και ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός του καπιταλισμού πρέπει να αφορά κάτι πολύ ευρύτερο από την αλλαγή των νομικών όρων ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, και το πέρασμα τους από τους καπιταλιστές στους εργάτες. Η μαρξική κριτική πολύ απέχει λοιπόν από το να είναι μία «οικονομική» θεωρία της παραγωγής, όποιος την έχει μελετήσει έστω και λίγο, μάλλον δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει πχ. την έκρηξη των εθνικισμών και των αυταρχισμών στην Ευρώπη της παρούσας κρίσης.   

Το πλεονέκτημα «Μαρξ» για την Αριστερά: Πώς να βλέπεις αυτό που έρχεται


Όταν ξέσπασε η παρούσα καπιταλιστική κρίση, αυτός που πρώτος προϊδέασε για τις δυνατές συνέπειές της, αυτός που είδε με σημαντική ταχύτητα τους σκοπούς, τις τάσεις και τις συνέπειες της πολιτικής της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» για το σύνολο της Ευρώπης ήταν, το ξέρουμε πλέον, οι δυνάμεις που προέρχονται από την Αριστερά. Θα ήταν έτσι σκόπιμο ίσως να διατηρούν οι Αριστερές δυνάμεις ενσωματωμένη στον αναστοχασμό τους και τη στρατηγική τους την οφειλή τους στον τύπο ανάλυσης που πρεσβεύει η μαρξιστική σκέψη. Δηλαδή να κάνουν συνειδητό στον εαυτό τους ότι η ιδιαιτερότητα των αναλυτικών τους εργαλείων που τους επιτρέπει να «βλέπουν αυτό που έρχεται», οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση της συσχέτισης τους μ’ αυτού του είδους τη σκέψη. Η Αριστερά –μαζί ίσως με κάποιους ελάχιστους αστούς θεωρητικούς που δεν έχουν αποκόψει πλήρως τη σκέψη τους από τη μαρξιστική θεωρία- ήταν η μόνη οργανωμένη δύναμη που τοποθέτησε την καπιταλιστική κρίση στην ολότητα των αιτιών και των συνεπειών της. Η μελέτη και η αξιοποίηση της σκέψης του Μαρξ είναι κατά συνέπεια κάτι πολύ περισσότερο από ένα ζήτημα φιλολογικού ενδιαφέροντος. Είναι ένα τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα που αφορά τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Οι έννοιες της σκέψης του Μαρξ είναι έννοιες που μένει ακόμα να ανακαλυφθούν, είναι έννοιες που έχουν ακόμη πολλά να δώσουν.   


Ενδεικτική βιβλιογραφία για τη σκέψη του Μαρξ στα Ελληνικά


B. Fine-L. Harris, Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο, Gutenberg, 1986

E. Balibar, Η φιλοσοφία του Μαρξ, Νήσος, 1996

Κ. Αξελός, Μαρξ, ο στοχαστής της τεχνικής, Καστανιώτης, 2000

Β.Ι. Λένιν, Για τον Μαρξ και το μαρξισμό, Σύγχρονη Εποχή, 2002

L. Althusser, E. Balibar, R. Establet, P. Macherrey, J. Rancière, Να Διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Ελληνικά Γράμματα, 2003

Π. Σουήζυ, Η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης: Αρχές μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, Gutenberg, 2004

Γ. Μηλιός, Δ. Δημούλης, Γ. Οικονομάκης, Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό, Νήσος, 2005

Θ. Νουτσόπουλος, Διαλεκτική και Αξίες: Προβλήματα ανάλυσης διαλεκτικών εννοιών στο έργο του Hegel και του Marx, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 2005

Γ. Ρούσης, Ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς, Γκοβόστης, 2008

D. Bensaid, Μαρξ: Τρόπος χρήσης, ΚΨΜ, 2010

A. Callinicos, Οι επαναστατικές ιδέες του Καρλ Μαρξ, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2011

E. Hobsbawm, Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο: Μαρξ και μαρξισμός 1840-2011, Θεμέλιο, 2011



Βιογραφίες

I. Berlin, Καρλ Μαρξ, Scripta, 1998

Φ. Γουιν, Κάρολος Μαρξ, Ωκεανίδα, 2001

[*] «Για σένα λέει η ιστορία» (φράση που απευθύνει ο Μαρξ σ’ όσους πιστεύουν ότι θα μείνουν αλώβητοι από τις συνέπειες του καπιταλισμού)
 
Πηγή Red NoteBook

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Οθωμανικές γενεαλογίες του κυπριακού «όχι»


του Άκη Γαβριηλίδη


H απόρριψη του πλάνου της Ευρωομάδας για κούρεμα των καταθέσεων σε κυπριακές τράπεζες από τη βουλή της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί ένα γεγονός με τεράστιες και ανυπολόγιστες ακόμη συνέπειες. Δεν αναφέρομαι σε οικονομικές, αλλά σε πολιτικές συνέπειες, ή μάλλον, ακριβώς, στη βασική εξόχως πολιτική συνέπεια ότι, με το συμβάν αυτό, η πολιτική ξαναδιεκδίκησε τα δικαιώματά της από την «οικονομία». Την οικο-νομία νοούμενη ως management, ως ένα σύνολο τεχνικών διαχείρισης ανθρώπων και πραγμάτων, επί του οποίου δεν τίθεται ζήτημα διαφωνίας (mésentente), αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού· τίθεται μόνο ζήτημα επιστημονικής γνώσης και εφαρμογής της. Για την επιστημονική γνώση, ως γνωστόν, το πράγμα «είναι έτσι»· δεν ενδέχεται άλλως έχειν.
Η πολιτική, από την άλλη, είναι αυτό που διακόπτει, αυτό που έρχεται από κει που δεν το περιμένουμε [1].

Όταν σου έρχεται κάτι από κει που δεν το περιμένεις, είναι αναμενόμενο ότι προσπαθείς να το σκεφτείς με βάση αυτά που ήδη ξέρεις, να αναζητήσεις προηγούμενα. Στην περίπτωσή μας, οι συνειρμοί έμοιαζαν τόσο κραυγαλέοι και αυτονόητοι που όλοι έσπευσαν να τους κάνουν – με πρώτο και καλύτερο τον κ. Γιώργο Νταλάρα: πριν από ούτε δέκα χρόνια, στην Κύπρο υπήρξε ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα σε ψηφοφορία, το οποίο είχε θεωρηθεί ως ηρωική αντίσταση στα απειλητικά σχέδια των ξένων –η απόρριψη του σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών για λύση του πολιτικού προβλήματος του νησιού. Μια απόρριψη που έγινε στο όνομα της επιθυμίας όσων παρέλαβαν κράτος και δεν ήθελαν να παραδώσουν κοινότητα.

Στο παρόν κείμενο επιθυμώ να αμφισβητήσω αυτή την αυτονόητη σύνδεση και να προσπαθήσω να επινοήσω μία άλλη γενεαλογία του συμβάντος, η οποία έρχεται από πολύ παλιότερα. Σε αντίθεση με τους αυτόματους συνειρμούς περί ηνωμένων εθνών, θεωρώ ότι υπάρχει μία εναλλακτική, παλιότερη και ξεχασμένη πλέον τεχνογνωσία, ένα άλλο ρεύμα το οποίο εκβάλλει σε αυτή την τωρινή άρνηση και την καθορίζει. Μία τεχνογνωσία που έχει σχέση με τη λογική τού πλήθους και της αυτοκρατορίας, και όχι με τη λογική του λαού και της εθνικής κυριαρχίας.

Για να εξηγήσω ποια είναι αυτή, θα χρειαστεί να παραθέσω ένα εκτενές απόσπασμα από μία πρόσφατα δημοσιευμένη επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για τη διατριβή του Κύπριου ιστορικού Αντώνη Χατζηκυριάκου με τίτλο Κοινωνία και οικονομία σε ένα οθωμανικό νησί: η Κύπρος στο δέκατο όγδοο αιώνα.
Η διοικητική αλλαγή συχνά ερχόταν ως αντίδοτο σε τοπικές κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις, ιδίως τη μείωση του πληθυσμού, οι οποίες απειλούσαν την οικονομική βιωσιμότητα της επαρχίας και έθεταν όρια στην απόσπαση εισοδήματος. Τα έτη 1706, 1721, 1751, 1761, 1765, 1784, 1807 και 1812, οι Οθωμανικές πηγές αναφέρουν μείωση του πληθυσμού ή άλλους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (…), ο συνδυασμός των οποίων ήταν αρκετά σοβαρός ώστε να καταστήσει αδύνατη την πλήρη καταβολή των φόρων. Κάθε φορά, επρόκειτο για τη φυγή των αγροτών, οι οποίοι πήγαιναν στις ακτές της Συρίας και της Ανατολίας. Τα κίνητρα για επιστροφή των μεταναστών κυμαίνονταν από πλήρη φοροαπαλλαγή για ορισμένα χρόνια, σημαντικές μειώσεις αρκετών φόρων για το σύνολο του νησιού, μέχρι τη μείωση του συνολικού αριθμού των φορολογούμενων.

Η μετανάστευση είναι ένας πολύ γνωστός μοχλός που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες ενάντια στην επαχθή φορολόγηση ή τις καταχρήσεις, ο οποίος έστελνε ένα σαφές μήνυμα στην πρωτεύουσα. Ήταν ένα επικοινωνιακό εργαλείο που μετέφερε την εικόνα για το πόσο επείγουσα ήταν η κατάσταση, στο οποίο η πρωτεύουσα έσπευδε να αντιδράσει για να προστατεύσει τις προοπτικές της για εξαγωγή πλεονάσματος. Είναι πολύ γνωστό ότι οι συχνές εκκλήσεις για μετανάστευση συνιστούσαν ένα διαπραγματευτικό εργαλείο το οποίο συχνά δεν ανταποκρινόταν την πραγματικότητα. Οι πηγές (…) μας επιτρέπουν να δεχθούμε με κάποια βεβαιότητα ότι οι συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν αρκετά σοβαρές. Για παράδειγμα, οι εντολές αυτές [από την πρωτεύουσα] στέλνονταν και στις περιοχές προς τις οποίες μετανάστευαν οι Κύπριοι.

Η συχνότητα των μεταναστεύσεων αποκαλύπτει μία άλλη δυναμική, που συνδέεται με το χώρο και τις υλικές συνθήκες. Αν η Κύπρος ήταν ένας νησιωτικός χώρος περίκλειστος από νερό που μπορούσε να παρακολουθηθεί στενά από τοπικά οικονομικά, δημοσιονομικά και διοικητικά δίκτυα, ταυτόχρονα η χρήση της θάλασσας προς μετανάστευση σε γειτονικές παράκτιες περιοχές σήμαινε ότι, από την άποψη του τοπικού πληθυσμού, η λύση αυτή ήταν προσιτή και έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα [2].

Το 1706, το 1721, το 1751 και όλες τις άλλες χρονολογίες, οι Κύπριοι –κάποιοι Κύπριοι- βρίσκονταν, όπως και τώρα, αντιμέτωποι με την απαίτηση της πρωτεύουσας μιας αυτοκρατορίας να τους φορολογήσει κατά τρόπο που υπερέβαινε τις δυνάμεις τους και τη βιωσιμότητα της οικονομίας και της κοινωνίας τους [3]. Τότε, τι έκαναν; Απλώς, έφευγαν. Έφευγαν, όμως, όχι από δειλία ή από πανικό, αλλά από στρατηγικό υπολογισμό. Το επίθετο στρατηγικός εδώ δεν πρέπει να νοηθεί ως αντιδιαστολή προς τον τακτικό υπολογισμό· ουσιαστικά είναι το ίδιο: πρόκειται για τη μη-στρατηγική στρατηγική που προσιδιάζει στη νομαδική πολεμική μηχανή και όχι στον τακτικό εθνικό στρατό.

Για την ευρωκεντρική/ φαλλογοκεντρική οπτική με την οποία έχουμε μάθει τους τελευταίους δύο αιώνες να διαβάζουμε την πολιτική ως συνέχεια του πολέμου, (ή/ και το αντίστροφο), η φυγή είναι ανεπανόρθωτα ταυτισμένη με την ήττα, το όνειδος, την αν-ανδρία, την εγκατάλειψη του ιερού πάτριου εδάφους στον «εχθρό». Όπως εξάλλου και η μετανάστευση, για τους ίδιους λόγους [4]. Ωστόσο, για την αρχαία σοφία που κουβαλάει μέσα της η διαπραγματευτική τακτική τού «κοινού των Κυπρίων» απέναντι στις νέες υπερβολικές φορολογικές απαιτήσεις μιας πρωτεύουσας, η φυγή, η έξοδος, δεν είναι ο τερματισμός του ανταγωνισμού, αλλά απλώς ένα εργαλείο για τη συνέχισή του, ή απλώς για τη διεξαγωγή του. Το απλό όχι της βουλής χωρίς «εναλλακτική πρόταση», και, ακόμα περισσότερο, το ταξίδι του υπουργού εμπορίου στη Μόσχα, δεν είναι καθόλου μια επανέκδοση της ηρωικής θυσίας με την οποία τόσο εκστασιάζεται η εθνική μυθολογία, μια νέα μορφή της ομαδικής αυτοκτονίας αγωνιστών, γυναικών, ανδρών ή/ και παιδιών, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού· είναι η προέκταση της τόσο αρχαίας –και τόσο σύγχρονης- γνώσης ότι ενίοτε, αν όχι πάντα, η απεδαφικοποίηση συνιστά πιο ισχυρό όπλο από την εδαφικοποίηση.
Η ιδέα ενός «μετασχηματισμού» του κράτους μοιάζει αρκετά δυτική. Παραμένει το γεγονός ότι η άλλη ιδέα, η ιδέα μιας «καταστροφής» του κράτους, παραπέμπει πολύ περισσότερο στην Ανατολή, και στις συνθήκες μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής. Όσο και αν παρουσιάζουμε τις δύο αυτές ιδέες ως διαδοχικές φάσεις μιας επανάστασης, είναι πολύ διαφορετικές και δύσκολα συμβιβάζονται, συνοψίζουν δε την αντίθεση μεταξύ σοσιαλιστικών και αναρχικών ρευμάτων του 19ου αιώνα. Το δυτικό προλεταριάτο το ίδιο θεωρείται από δύο οπτικές γωνίες: καθόσον πρέπει να κατακτήσει την εξουσία και να μετασχηματίσει τον κρατικό μηχανισμό, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης εργασίας, αλλά, καθόσον θέλει ή θα ήθελε μία καταστροφή του κράτους, πρόκειται για την οπτική μιας δύναμης αποεδαφικοποίησης. Ακόμα και ο Μαρξ ορίζει τον προλετάριο όχι μόνο ως αλλοτριωμένο (εργασία), αλλά ως αποεδαφικοποιημένο. Ο προλετάριος, από αυτή την τελευταία άποψη, εμφανίζεται ως ο κληρονόμος του νομάδα μέσα στον δυτικό κόσμο. Και όχι μόνο πολλοί αναρχικοί επικαλούνται νομαδικά θέματα φερμένα από την Ανατολή, αλλά κυρίως η αστική τάξη του 19ου αιώνα πρόθυμα ταυτίζει προλετάριους και νομάδες, και εξομοιώνει το Παρίσι με μια πόλη στοιχειωμένη από τους νομάδες [5].
Το μπλοκάρισμα της νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού σχεδίου (το οποίο άλλωστε και αυτό αρχίζει όλο και περισσότερο να μοιάζει με μη-σχέδιο), ένα μπλοκάρισμα έστω στιγμιαίο –αλλά κάθε μπλοκάρισμα εξ ορισμού μόνο στιγμιαίο μπορεί να είναι-, χωρίς κάποια ιδέα «μετασχηματισμού» του, χωρίς «πλάνο Β», αυτό το ξερό «I would prefer not to» το αντάξιο του γραφιά Μπάρτλμπυ από το ομώνυμο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ, πρέπει να διαβαστεί σε αυτή τη γενεαλογία των «νομαδικών θεμάτων των φερμένων από την Ανατολή», που συνεχίζουν να στοιχειώνουν το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τις Βρυξέλλες, τη Λισαβόνα … Και επίσης, βέβαια, να διαβαστεί σε συνάρτηση με μια σειρά άλλες αρνήσεις, εξόδους, μπλοκαρίσματα, απεδαφικοποιήσεις, που ξεπήδησαν τα τελευταία δύο-τρία χρόνια στις πρωτεύουσες –αλλά και στις δευτερεύουσες, τριτεύουσες κ.ο.κ.- μια σειράς από άλλα, σημερινά μετα-αποικιακά έθνη-κράτη, τα οποία τις ίδιες αυτές χρονολογίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, και πολύ αργότερα, ως εκ θαύματος αποτελούσαν και αυτά μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Συρίας και της Υεμένης. Μια σειρά από απεδαφικοποιήσεις οι οποίες επίσης είχαν μία διαφορετική σχέση με «το χώρο και τις υλικές συνθήκες»: αξιοποιούσαν, ανάλογα με την περίσταση, άλλοτε τη θάλασσα όπως οι Κύπριοι, άλλοτε την έρημο, άλλοτε τις πλατείες των μεγαλουπόλεων, (εγκαθιστώντας εκεί με μαζικό τρόπο το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο του νομάδα: το αντίσκηνο), αλλά πάντοτε λείους και όχι πτυχωμένους χώρους.

Αν θέλουμε να σκεφτούμε αυτό το μπλοκάρισμα και να δουλέψουμε μαζί του, νομίζω ότι πρέπει να ξανασυνδεθούμε με αυτή τη διάσταση, την οποία η παραδοσιακή αριστερά του «εθνικού/ κοινωνικού κράτους» και της λαϊκής κυριαρχίας δεν έχει τα μέσα για να διαβάσει, και να προσπαθήσουμε όσο αντέχουμε να αφεθούμε σε αυτήν και να ακολουθήσουμε τη γραμμή φυγής της. Καλό θα μας κάνει. Τουλάχιστον, ίσως καταφέρει να μας ξαναθυμίσει ότι
δεν μπορούμε να καταλάβουμε την κοινωνική αλλαγή και την αυτενέργεια των ανθρώπων εάν τους βλέπουμε ως πάντοτε εμπλεγμένους στον έλεγχο και ρυθμισμένους από αυτόν. Μπορούμε να καταλάβουμε το σχηματισμό της εξουσίας μόνο από την προοπτική των ανθρώπων που ξεφεύγουν, και όχι το αντίστροφο. Η απόδραση, η φυγή, η ανατροπή, η άρνηση, η λιποταξία, η δολιοφθορά των ανθρώπων, ή απλώς οι πράξεις τους που λαμβάνουν χώρα πέρα ή ανεξάρτητα από υφιστάμενες πολιτικές δομές εξουσίας, υποχρεώνουν την κυριαρχία να ανταποκριθεί στη νέα κατάσταση που δημιουργούν οι άνθρωποι ξεφεύγοντας, και έτσι να αναδιοργανωθεί. Η κυριαρχία εκδηλώνεται ως αντίδραση στη φυγή. Οι άνθρωποι δεν ξεφεύγουν από τον έλεγχό της. Οι άνθρωποι απλώς ξεφεύγουν. Ο έλεγχος είναι μία πολιτιστική-πολιτική επινόηση που έρχεται μετά για να τιθασεύσει και ενδεχομένως να ιδιοποιηθεί την απόδραση των ανθρώπων [6].

[1] «Η πολιτική είναι αυτό που διακόπτει το παιχνίδι των κοινωνιολογικών ταυτοτήτων. Το 19ο αιώνα, οι επαναστάτες εργάτες των οποίων τα γραπτά μελέτησα έλεγαν:
‘Δεν είμαστε τάξη’.
Οι αστοί τούς προσδιόριζαν ως μια επικίνδυνη τάξη. Αλλά γι’ αυτούς, ο ταξικός αγώνας ήταν ο αγώνας για να μην αποτελούν πλέον τάξη, ο αγώνας για να βγουν από την τάξη και από τη θέση που προέβλεπε γι’ αυτούς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων …» (Jacques Rancière, «Le plaisir de la métamorphose politique», συνέντευξη –μαζί με την Judith Revel- στη Libération, 24 Μαΐου 2008).

[2] Antonis Hadjikyriacou, Society and Economy on an Ottoman Island: Cyprus in the Eighteenth Century, PhD Thesis, School of Oriental and African Studies, University of London, October 2010, σ. 132-3· δική μου απόδοση.

[3] Η ενότητα από την εργασία του Χατζηκυριάκου όπου απαντά το παραπάνω απόσπασμα έχει ακριβώς τον τίτλο «Cycles of (un)sustainability».

[4] Βλ. και Sandro Mezzadra, Diritto di fuga. Migrazioni, cittadinanaza, globalizzazione, Ombre Corte, Verona 2001, σ. 7.

[5] Gilles Deleuze/ Félix Guattari, Mille Plateaux, Éd. de Minuit, Paris 1980, σ. 478.

[6] Dimitris Papadopoulos, Niamh Stephenson, and Vassilis Tsianos, Escape Routes. Control and Subversion in the 21st Century, Pluto Press, London – Ann Arbor 2008, σ. 43.
Πηγή: Nomadic universality