Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Entretien avec Makis Panorios: La dette de l' auteur


Ο Μάκης Πανώριος είναι ένας δημιουργός που, δίχως μεγάλη υπερβολή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο ‘Πατριάρχης του ελληνικού Φανταστικού’, με σημαντικό συγγραφικό και ανθολογικό έργο που εκτείνεται στο πέρασμα δεκαετιών. Για το έργο του έχει τιμηθεί ουκ ολίγες φορές, ενώ επίσης έχει εργαστεί ως ηθοποιός και ζωγράφος (περισσότερα για την πορεία του αναφέρει ο ίδιος εντός της συνέντευξης). Κύρια μυθιστορήματά του η τριλογία «Η διαδρομή/Η Καταδίκη» (2005, επανέκδοση παλαιότερων έργων), «Το Μαυσωλείο» (2006) και «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου» (2010), στα οποία πρωταγωνιστεί ο Αλέξανδρος, γενολογικό/γενόσημο [generic] όνομα του ανθρώπινου όντος. 



-Η πρώτη επισήμανση αφορά το ύφος σας: ρευστός λόγος με πλήθος συνώνυμων, παρατακτικών όρων. Υποδηλώνει αυτό κάποια οντολογική δέσμευσή σας, φερειπείν σε έναν κόσμο ροής και γίγνεσθαι, τον οποίο ασθμαίνουσα η γλώσσα αποτυγχάνει εγγενώς να συλλάβει και προτείνεται ως εκ τούτου η εξώθησή της στα όρια, το ‘λύγισμά’ ή ο ‘τανυσμός’ της προκειμένου να τον ακολουθήσει; Ποια η σχέση μορφής και περιεχομένου στα μυθιστορήματά σας και εν γένει στο έργο σας;

Στη γραφή μου το εσωτερικό τοπίο της ιστορίας είναι αυτό που υπαγορεύει την ‘εξωτερική’ μορφή του, τη λογοτεχνική οικοδόμησή του. Πιο συγκεκριμένα: η ειδική μεταχείριση του Λόγου επιδιώκει και προσπαθεί να ‘περιγράψει’ το εσωτερικό ‘σχήμα’ που προτείνει και φιλοδοξεί να ιχνηλατήσει η αφηγούμενη ιστορία, διότι, αυτή κυρίως, είναι η μόνη υπεύθυνη για την δεδομένη σύνθεσή της. Καθόλου απλή διαδικασία, επειδή, ανεξαρτήτως ερεθίσματος από την διαπιστωμένη ρευστότητα της αινιγματικής ‘πραγματικότητας’, η δική μου γραφή επιχειρεί να ρίξει ένα βλέμμα στο ακατανόητο ανθρώπινο τοπίο, αλλά μέσα από το δεδομένο γεγονός που αγωνίζομαι να το διαπραγματευτώ με την συγκεκριμένη ιστορία την οποία και επιλέγω ως πρόσχημα προκειμένου να ‘ακούσω’ τον εσωτερικό ήχο της. Ως εκ τούτου, ο Λόγος τον οποίο και επιλέγω, καθώς επίσης και ο τρόπος που τον μεταχειρίζομαι, κυρίως αυτόν, προσπαθεί εναγωνίως να συλλάβει τον συγκεκριμένο βηματισμό του ανθρώπου στο γήινο τοπίο το οποίο και κατοικεί. Μέσω του εν λόγω βηματισμού, που είναι βέβαια υπαρξιακών προδιαγραφών, ο άνθρωπος καλείται να συνειδητοποιήσει το ‘υπόγειο’ νόημα της αναπόφευκτης πορείας του, απ’ την στιγμή της έλευσής του έως της στιγμής της αναχώρησής του. Κυρίως την τραγωδία της απόλυτης μοναξιάς του, παρ’όλη την ψευδαίσθηση του συνοδοιπόρου. Οι όποιες ‘συναντήσεις’ του επιφυλάσσει αυτή η εφιαλτικά οδυνηρή πορεία, απλώς επιβεβαιώνουν την απόλυτη ερημιά του δρόμου· ο καθένας ‘βαδίζει’ μόνος. Ακόμη κι αν θεωρηθεί αυτή η ‘πορεία’, παρ’ όλη την υποτιθέμενη εξωτερική γοητεία της, που μοιάζει να προσυπογράφει την ψευδαίσθηση του θαύματος της δημιουργίας, ένας τρομαχτικός εφιάλτης, τουλάχιστον για τον σκεπτόμενο υγιώς άνθρωπο, τότε η λογοτεχνική διαπραγμάτευσή της, γίνεται, ή πρέπει-οφείλει να γίνεται με ανάλογες εφιαλτικές συμπαραδηλώσεις, σχήματα, εικόνες, ήχους, θραύσματα ζωής. Ως εκ τούτου ο Λόγος πρέπει να ‘δηλώνει’ αυτόν τον εφιάλτη. Αυτόν τον εφιάλτη προσπαθώ να σχεδιάσω στα κείμενά μου.


-Μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα περί της αντιγραφής της τέχνης από τη ζωή (και αντιστρόφως) διαπιστώνοντας ότι υπάρχει ένας ισομορφισμός, για να το πούμε έτσι, μεταξύ τους: αμφότερες αποτελούν κατά κάποιον τρόπο εγχειρήματα ανάδυσης καινοφανών μορφών από το χάος, διαχείρισης και αναδιάταξής του (και, υπό την έννοια αυτή, το ζήτημα δεν τίθεται με όρους αντιγραφής ή μιμητικής αναπαραγωγής για καμιά από τις δύο). Αυτό θέτει στο επίκεντρο το πρόβλημα της αιωνιότητας ή της διάρκειας ενός έργου. Η ζωή ‘επιλύει’ το πρόβλημα με την επιβίωση του γενικού ή καθολικού εις βάρος των επιμέρους (όλα τα έμβια όντα, παρελθοντικά, παροντικά ή μελλούμενα θα τελευτήσουν, αλλά όχι η ίδια η Ζωή, που προελαύνει νικηφόρα δι’αυτών και των ‘αποτυχιών’ τους). Ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση της τέχνης, επί παραδείγματι της λογοτεχνίας, ώστε να μη θεωρηθούν τα προϊόντα της απλές φούσκες στην επιφάνεια της λάβας, που σπεύδουν να αποσυρθούν στη λήθη άμα τη εμφανίσει τους;

Η απάντηση της λογοτεχνίας στον παραλογισμό της ζωής, διότι περί ανεξήγητου, αφόρητα αινιγματικού παραλογισμού πρόκειται – η ‘ανθρώπινη’ λογική αδυνατεί να την διερμηνεύσει – είναι μόνο η Σιωπή, που λειτουργεί, τουλάχιστον στις καλύτερες περιπτώσεις της, ως αντανάκλαση της Κοσμικής Σιωπής, απ’ την οποία μάλλον-πιθανώς προέρχεται. Η ζωή, επισημαίνετε, «προελαύνει νικηφόρα». Δεν μπορώ να δω καμιά νίκη στο φαινόμενο ‘Ζωή’. Το μόνο που την χαρακτηρίζει είναι η ακατανόητη αέναη επανάληψή της. Ποιος ο λόγος; Άγνωστος· και κατά πάσα πιθανότητα, έως μάλλον βεβαιότητα, δεν θα τον μάθει ποτέ. Όπως επίσης ουδέποτε θα μάθει και την αρχική… Αρχή της. Και, φυσικά, το νόημά της. Γνωρίζει μόνο «το τέλος του παιχνιδιού», για να θυμηθούμε τον Μπέκετ. Πέραν αυτού ουδέν. Το έχει εξάλλου διαπιστώσει ήδη ο άνθρωπος δια στόματος Σωκράτη: «Ένα ξέρω ότι δεν ξέρω τίποτε». Η φοβερή αυτή συνειδητοποίηση, έχει σαν αποτέλεσμα την απεγνωσμένη κραυγή του υπαρξιακού ανθρώπου, που αναδύεται από τα έγκατα της μυστικής, άγνωστης, και αδύνατον να εντοπιστεί η ύπαρξή της, κρύπτης του, την οποία και εκτοξεύει επί ματαίω στο αχανές διάστημα. Μια απελπισμένη προσπάθειά του να επικοινωνήσει με το Άγνωστο, να δεχτεί μια κάποια απάντηση προκειμένου να απαλλαγεί απ’ το υπαρξιακό άγχος της ακατανόητης υπόστασής του. Δεν έχει υπάρξει ‘επικοινωνία’, μέχρι στιγμής, και, μάλλον, δεν θα υπάρξει ποτέ, αν δεχτούμε τον διάσημο Βρετανό φυσικό Στίβεν Χόκινγκ: «Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα φθάσουμε ποτέ στο τέλος της αναζήτησης. Η πολυπλοκότητα του σύμπαντος –και του ανθρώπου – θα παραμείνει εσαεί για τον άνθρωπο terra incognita. Τί άλλο, λοιπόν, μπορεί να κάνει ο συνειδησιακός άνθρωπος παρά να προσπαθεί, παρ’ όλη τη γνώση των συνεχών αποτυχημένων προσπάθειών του, απ’ το να αγωνίζεται αενάως ν’ αγγίξει-επικοινωνήσει με τον «Μονόλιθο», δηλαδή το αβυσσαλέο Άγνωστο, όπως το προσδιόρισε ο Άρθουρ Κλαρκ στην «Οδύσσεια του Διαστήματος;» Τίποτ’ άλλο, παρά να ‘βλέπει’ τον Μονόλιθο-Άγνωστο να χάνεται μέσα στ’ αστέρια, να επιστρέφει δηλαδή στον εαυτό του. Ωστόσο, μέχρι τη στιγμή που θα τον πλησιάσει και θα θέσει τον δάκτυλό του ‘επί τον τύπον των ήλων’, σε μια ύστατη, απεγνωσμένη προσπάθεια, όχι να διαιωνιστεί, αλλά για να δηλώσει τη μάταιη ύπαρξή του, καταγράφει τη πορεία του στο άνυδρο κοσμικό τοπίο, με τις κραυγές του, τις ‘συναντήσεις’ του, τους αποχαιρετισμούς του. Αυτό κάνει η Τέχνη. Και αυτό κάνει στις καλύτερες στιγμές της η λογοτεχνία· γι’ αυτό και περισσότερη τιμή της πρέπει, όπως λέει κι ο Ποιητής. Επειδή τολμά ν’ αντισταθεί στο Μηδέν που προελαύνει ακάθεκτο.  


-Ηρωική και καταδικασμένη να αποτύχει μοιάζει η υπαρξιακή περιήγηση στο γήινο τοπίο, όπως τόσο όμορφα την αποτυπώνετε στην τριλογία σας («Κατάκτηση», «Το Μαυσωλείο», «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου»). Από μνήμης -και γι' αυτό με πάσα επιφύλαξη- αναφέρουμε τρία χωρία που μας έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση από το τελευταίο βιβλίο: εκείνα που αφορούν τον άνθρωπο πάνω στο δέντρο, τη συζήτηση για το νερό, και το θέατρο όπου αναπαρίσταται όλη η πορεία της ανθρωπότητας, προς το τέλος – πρόκειται, νομίζουμε, για καταπληκτικές πραγματεύσεις. Στο τέλος απομένει μονάχα η περήφανη κατάφαση του παιχνιδιού, μολονότι και αυτή με τη σειρά της δεν έχει καμία σημασία. Ή επίσης: να ζεις τη ζωή για χάρη της ίδιας. Θα συμφωνούσατε με μια τέτοια ανάγνωση της πορείας του Ταξιδιώτη, του Αλέξανδρου, στο βαθμό που είναι θεμιτό ή δυνατό να εξάγει κανείς ένα ‘επιμύθιο’ από αυτήν;

Ακόμη κι αν μπορούσε να μεταμορφωθεί ως δια μαγείας, μέσα σε μια νύχτα, ή προϊόντος του χρόνου ή με τις προϋποθέσεις της επιστήμης και της Τέχνης, η Γη σε επίγειο παράδεισο, η προδιαγεγραμμένη διαδρομή του ανθρώπου σ’ αυτό το φανταστικό γήινο περιβάλλον, δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει την τραγωδία του, όντας εκ φύσεως καταδικασμένος να διασχίσει αυτό το τραγικό τοπίο, στο οποίο και βρέθηκε για ακατανόητους λόγους· αυτό πρέπει να τονίζεται συνεχώς μήπως και κάποτε ο άνθρωπος το συνειδητοποιήσει, γεγονός που μπορεί πιθανώς να επαναπροσδιορίσει τη μοίρα του στη Γη και στο Διάστημα. Επιχειρεί, και καλώς πράττει βεβαίως, να εξανθρωπίσει εαυτόν, και να καταστήσει τουλάχιστον βιώσιμο το εν λόγω τοπίο. Η ‘ουσία’, όμως, αυτής της τραγικής στο βάθος διαδικασίας δεν αλλάζει, όσο κι αν προσπαθεί η Επιστήμη και η Τέχνη να την εξωραΐσει. Τί, λοιπόν, μπορεί να κάνει ο συνειδησιακός άνθρωπος μπροστά στο αναπόφευκτο που ανά πάσα στιγμή τον υπερβαίνει; Να θέσει τέρμα στη ζωή του, και, κατ’ επέκταση, στη ‘γοητευτική’ μυθολογία της, σαν τον Ατζεσιβάνα, μαθητή του Βούδα που την αφαίρεσε ‘ηρωικά’ επειδή τη ‘γνώρισε’ «…στη μυστική της πρώτη ουσία…», όπως μας τον συνέστησε ο Σικελιανός στο ομώνυμο ποίημά του; Ή να τυφλωθεί σαν τον τραγικό Οιδίποδα, που βιώνοντας ο ίδιος τη φρίκη της, ‘έσβησε’ την όρασή του με το ίδιο του το χέρι, επειδή του ήταν πλέον αδύνατο να την ‘βλέπει’; Ο γνωστικός άνθρωπος, ο ήδη προαναφερόμενος υπαρξιακός, που έχει δεχτεί το μήνυμα του Σκότους, και της Σιωπής κυρίως, προσπαθεί εναγωνίως να επικοινωνήσει –‘συνομιλήσει’ μαζί τους, μήπως και βιώσει το θαύμα, αν όχι της πολυπόθητης ‘επαφής’, τουλάχιστον της αποκάλυψης ενός κάποιου νοήματος. Η λογοτεχνία, στις οριακές, κορυφαίες στιγμές της, αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει. Κι ίσως γι’ αυτό, συνειδητά ή υποσυνείδητα, προσπαθεί να αφήσει ένα ‘δείγμα’ του βηματισμού της σ’ αυτό το άνυδρο, άχαρο τοπίο που, ούτως ή άλλως, ακόμη κι αν παραμείνει ‘ακίνητος’ στη μέση της κοσμικής ερήμου, πρέπει να το εξαντλήσει: «Δεν γνωρίζω από πού ήρθα, δεν γνωρίζω γιατί πρέπει να διασχίσω αυτήν την οδό, δεν γνωρίζω που πάω. Γιατί;» Και αυτό ακριβώς το ‘ίχνος’ του μοιραίου βήματός του και τον τραγικό ‘ήχο’ της πορείας του επιχειρεί να αφήσει η λογοτεχνία, μια ίσως απεγνωσμένη, επειδή ο λειτουργός της γνωρίζει κατά βάθος τη ματαιότητα του εγχειρήματος, αλλά οπωσδήποτε υγιής αντίδραση στην έλευση της λάβας, όπως τόσο εύστοχα σημειώνετε. Απ’ αυτήν ακριβώς την αγωνία διακατέχεται ο Αλέξανδρος της τριλογίας μου. Διασχίζει το ανθρώπινο τοπίο, το ζει, το επιβεβαιώνει, εμπλέκεται στα ‘ρεαλιστικά’ του συμβάντα που λειτουργούν ως υπερρεαλιστικός εφιάλτης υπερτονίζοντας έτσι τον αφάνταστο παραλογισμό μιας παράλογης ‘πραγματικότητας’. Στο υποτιθέμενο τέλος της οδυνηρής πορείας του θα σταθεί μπροστά στο Άγνωστο’ και θα του απευθύνει τη μοιραία ερώτηση: «Είναι κανείς εκεί;» Θα δεχτεί φυσικά την απάντηση της Σιωπής, την οποία ήδη γνωρίζει· απλώς την επιβεβαιώνει ως ένας ‘πιστός’ όμως Θωμάς, θέτοντας ενσυνειδήτως πλέον τον δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων. Και είναι αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση που δεν μας επιτρέπει να εξάγουμε κανένα ‘επιμύθιο’. Εκτός κι αν, ούτως ή άλλως, θεωρήσουμε ‘επιμύθιο’ εκείνο το συγκινητικό «Πρέπει να ζήσουμε, θείε Βάνια», που απευθύνει η Σόνια στο θείο της, στο ομότιτλο έργο του Τσέχοφ. Αλήθεια, τί άλλο να κάνει ο άνθρωπος;


-Πείτε μας, εάν θέλετε, ποιο είναι το καλύτερο βιβλίο που δεν έχετε διαβάσει, και το αντίστοιχο βιβλίο που δεν γράψατε ακόμη. Ποιο είναι δηλαδή εκείνο το έργο για το οποίο υποψιάζεστε, ούτως ειπείν, ότι θα σας συνέπαιρνε, αλλ' εντούτοις για τον οποιοδήποτε λόγο δεν πιάσατε στα χέρια σας, και ποιο αντίστοιχα είναι εκείνο το ‘πρότζεκτ’ που σας τριβέλιζε το μυαλό και ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε, όχι ακόμη τουλάχιστον; 

Αν εξαιρέσω την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», στις οποίες και επανέρχομαι κατά διαστήματα, διαπιστώνοντας κάθε φορά ότι την προηγούμενη τις είχα διαβάσει αλλά χωρίς να τις έχω… διαβάσει, το καλύτερο σύγχρονο βιβλίο, που επίσης δεν είχα διαβάσει, παρ’ όλο που είχα κάνει την γνωριμία του στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, είναι η «Δίκη» του Φραντς Κάφκα. Τώρα, πλήρης ετών πλέον, με σχετικώς διαμορφωμένη οπτική πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, το ξαναδιάβασα. Εννοώ ότι κοινώνησα και πάλι την υπαρξιακή του γεύση. Είμαι ακόμα και τώρα, ιδίως τώρα, βαθύτατα ταραγμένος, έχοντας έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την προαναφερθείσα ανθρώπινη μοίρα όπως μας την κληροδότησε ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, αντιγράφοντας την τραγική πορεία του Γιόζεφ Κ., του Ανθρώπου δηλαδή, στο παράλογο εφιαλτικό τοπίο της ζωής, για να διαπιστώσει στο τέλος ότι πεθαίνει«Σαν σκυλί!» – και μετά τίποτα. Και μετά «Όλα τα άλλα είναι σιωπή», το έχει ήδη διαπιστώσει ο Σαίξπηρ δια στόματος Άμλετ. Γνωρίζω πως ακούγομαι ρητορικός και πομπώδης, αλλά δεν βρίσκω άλλες λέξεις να περιγράψω τη ‘συνάντηση’ αυτή που σημάδεψε αποκαλυπτικά τη συγγραφική πορεία μου. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και τώρα, πιστεύω πως δεν έχω καταφέρει να τον διαβάσω εις βάθος, επειδή δεν γνωρίζω Γερμανικά ώστε να επικοινωνήσω με το αυθεντικό, πρωτότυπο κείμενο. Ούτως ή άλλως, όμως, η ‘αποκάλυψη’ Κάφκα στη ζωή μου καθόρισε, όπως ήδη προανέφερα, τη γραφή μου, εναγωνίως προσπαθώντας ωστόσο να αυτονομηθώ και να αρθρώσω δικό μου λόγο. Υπό αυτή την έννοια ‘αναζητούσα’ πάντα εκείνο το άγνωστο βιβλίο που, πιθανώς, ενυπάρχει κάπου στο βάθος της μυστικής κρύπτης του συγγραφέα, αναμένοντας την έξοδό του. Προς ώρας, η θύρα εξόδου της παραμένει ερμητικά κλειστή. Αλλά τώρα πλέον, ακόμη κι αν ανοίξει… Πώς το θέτει ο Κάφκα σ’ εκείνο το λογοτεχνικό του κόσμημα «Ενώπιον του Νόμου;» «Αυτή η πόρτα ήταν για σένα. Τώρα θα την κλείσω!» Ο Άνθρωπος δεν επιχείρησε ‘να μπει μέσα στο Νόμο’, κι εγώ δεν επιχείρησα να παραβιάσω την δική μου… 

Φιλοδοξία μου ήταν να σπουδάσω ζωγραφική, αλλά δεν τα κατάφερα, παρ’ όλο που τελείωσα τη Σχολή Ζωγραφικής και Σχεδίου ABC. Στράφηκα στο θέατρο και εργάστηκα σ’ αυτό ως ηθοποιός για τριάντα και πλέον χρόνια, έχοντας τελειώσει τη Δραματική Σχολή Θεάτρου και Σκηνοθεσίας του Πέλου Κατσέλη. Η Γραφή με απασχολούσε από τα παιδικά μου χρόνια. Στο Γυμνάσιο ήμουν ο μαθητής που έγραφε καλές λογοτεχνικές εκθέσεις και μετέφραζε αρχαίους έλληνες ποιητές· έχω μεταφράσει επίσης το«Άσμα Ασμάτων», του Σολομώντα, και διασκευάσει σε θέατρο την προαναφερθείσα «Δίκη», του Κάφκα. Είχα πάντα κατά νου ένα ιδιαιτέρως φιλόδοξο σχέδιο: Να γράψω ένα βιβλίο επισημαίνοντας το υπερβατικό-φανταστικό στοιχείο-σύμβολο στην ελληνική λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι των ημερών μας, υποστηρίζοντας το ρόλο της φαντασίας στη λογοτεχνική γραφή, πρόλογο του οποίου μπορώ να θεωρήσω την εξάτομη ανθολογία μου «Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα (Από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα, Εκδόσεις Αίολος 1987-2011)». Τώρα, όμως, «Καθώς Ψυχορραγώ», για να θυμηθώ τον Φόκνερ, είναι πλέον αργά. 


-Ποια ή ποιες υπήρξαν οι καθοριστικές συναντήσεις στη ζωή σας, όσον αφορά τον ‘δημιουργό Μάκη Πανώριο’ - είτε αυτές είχαν να κάνουν με ανθρώπους, βιβλία, έργα τέχνης ή περιστατικά, γεγονότα και συμβάντα ενγένει; Ποιος ή τι καθόρισε τη διαδρομή σας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορείτε αναδρομικά να πείτε ότι τίποτε δε θα ήταν ίδιο, ότι τα πράγματα θα είχαν λάβει εντελώς άλλη τροπή, εάν η συνάντηση δεν είχε λάβει χώρα;

Οι ‘συναντήσεις’ μου ήταν κυρίως λογοτεχνικές. Στο σπίτι του Παππού μου, από την πλευρά της Μητέρας μου, υπήρχε πλούσια βιβλιοθήκη, μέσω της οποίας ήρθα για πρώτη φορά σε επικοινωνία με τη λογοτεχνία. Διάβασα Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα, αλλά και Βίκτορ Ουγκό, Φένιμορ Κούπερ, Αλέξανδρο Δουμά, το θαυμαστό αραβικό έπος «Χίλιες και Μία Νύχτες», στην ανεπανάληπτη μετάφραση του σπουδαίου φιλόλογου και ελληνιστή Κώστα Τρικογλίδη, και πλήθος άλλων. Αργότερα, στο Γυμνάσιο συνάντησα δυο σπουδαίους φιλόλογους, τον Α. Φιλιππόπουλο και Κ. Παπαϊωάννου, που μου γνώρισαν τη μαγεία αλλά και τη σημασία της λογοτεχνίας. Την μύησή μου ωστόσο στο εσωτερικό σύμπαν της λογοτεχνίας την οφείλω στον ποιητή Λέοντα Κουκούλα και στον συγγραφέα Άγγελο Φουριώτη που δίδασκαν αντίστοιχα Ιστορία Θεάτρου ο πρώτος και Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας ο δεύτερος. Αρχής γενομένης απ’ τον ΄Ομηρο και τους Τραγικούς, πέρασα, στη συνέχεια, στον ωκεανό της Λογοτεχνίας. Στάθηκα στον Χέρμαν Μέλβιλ, στον Τζέιμς Τζόις, στον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, στον Ε. Α. Πόε, στον Σάμιουελ Μπέκετ. Στα χωρικά μας ύδατα 'συνάντησα' τον Νίκο Πολίτη, τον Ρένο Αποστολίδη, τον Γιώργο Χειμωνά, τον Αλέξανδρο Σχινά, έναν από τους σπουδαιότερους ανανεωτές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Η γνωριμία μου με το Νέο Γαλλικό Αντιμυθιστόρημα, επαναστατική τομή στο σώμα την ευρωπαϊκής τουλάχιστον λογοτεχνίας, όπως εκφράστηκε από τη Ναταλί Σαρότ, τον Αλέν Ρομπ Γκριγιέ, τον Κλοντ Σιμόν, τον Μισέλ Μπιτόρ, ήταν καθοριστική. Και φυσικά, στη κορυφή όλων, όπως ήδη έχω προαναφέρει, ο Φραντς Κάφκα. Ήταν το αποκαλυπτικό σύμπαν που όρισε τη δική μου μυθολογία, τη λογοτεχνική της διαπραγμάτευση, και τα σχήματα των ιστοριών που επέλεξα για να ιχνηλατήσω την ανθρώπινη περιπέτεια… 

Πιθανώς ο δρόμος της ζωής μου να με είχε οδηγήσει σε άλλα, εντελώς διαφορετικά τοπία, αν είχα ακολουθήσει το δρόμο που είχε επιλέξει ο Πατέρας μου: Να γίνω μηχανικός. Είμαστε φτωχή οικογένεια, κι ήθελε κάτι σταθερό για το μέλλον του παιδιού του. Όταν όμως ήρθα σε επαφή με το ‘αντικείμενο’ της επιλογής του, διαπίστωσα ότι δεν θα μπορούσα να ‘συνομιλήσω’ μαζί του· θα παραμέναμε ‘ξένοι’ μεταξύ μας σ’ όλη τη ζωή. Τώρα που ‘νυχτώνει’ συνειδητοποιώ ότι καλώς έπραξα που ακολούθησα τον δικό μου δρόμο.


-Σας ευχαριστούμε προκαταβολικά για τον κόπο σας, και ελπίζουμε να μη σας κούρασε η υποβολή των ερωτήσεων.

Εγώ σας ευχαριστώ για τη χαρά που μου δώσατε να συνομιλήσουμε. Κάθε άλλο παρά κουράστηκα. Ελπίζω να χαρήκατε κι εσείς.


Αντί επιλόγου: Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με αυτή την τραγική σύλληψη της καλλιτεχνικής δημιουργίας – και της ανθρώπινης διαδρομής στο σύνολό της. Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος που ελλοχεύει, αυτός μιας ορισμένης μονομέρειας, δηλαδή της διολίσθησης σε μιαν ούτως ειπείν ‘εφηβική’ απαισιοδοξία. Και από την άποψη αυτή, ισχύει ότι ακούγεστε κατά διαστήματα ‘ρητορικός και πομπώδης’. Όμως, το ερώτημα του νοήματος δεν επιδέχεται οριστικής διευθέτησης εντός της επικράτειάς του*, είναι καταδικασμένο να μείνει ανοικτό, ενώ η ίδια η απόφανση «δεν έχει νόημα, στ' αλήθεια!» είναι μια τέτοια απόπειρα απόδοσης τελεσίδικης ετυμηγορίας, και μάλιστα κοινότοπης ως προς το περιεχόμενο (τουλάχιστον μετά τους υπαρξισμούς του εικοστού αιώνα). Αυτό το «πρέπει να ζήσουμε» είναι ισχυρότερο από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να ζήσει; Γιατί εξακολουθούμε να γράφουμε, και τι είναι τελοσπάντων αυτό που μας επιτρέπει να γράφουμε, που γράφει αξιοποιώντας εμάς; Αυτή είναι η επιταγή στην οποία καλείται να απαντήσει, σπαρασσόμενος και έμπλεος χαράς συνάμα**, ο δημιουργός. Όπως ακριβώς το έθετε εκείνος ο μπεκετικός ήρωας: «Πρέπει να συνεχίσεις, δε μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω»


* ως προς αυτό κάποιες συναφείς σκέψεις διατυπώνονται στην καταληκτήρια παράγραφο μιας πρόσφατης κριτικής μας στο «Θεώρημα Μηδέν» του Τέρι Γκίλιαμ. 

** ο Κάφκα είναι, εκτός των άλλων, ένας εύθυμος συγγραφέας, σε απόσταση από κάθε επιτηδευμένο μελοδραματισμό. 


Συνέντευξη: Friedrich Keunermann

Δύο ακόμη συνεντεύξεις που μπορεί να συμβουλευθεί ο αναγνώστης (στο αίθριο του «Πανδοχείου», 01/05/2011, και στον Δημήτρη Αργασταρά για το «Book Press», 11/12/2010), καθώς και μία λίστα του Μάκη Πανώριου από κλασσικά βιβλία της λογοτεχνίας του Φανταστικού για το «Βήμα», 10/07/2013.


Κείμενα
http://pandoxeio.com/2011/05/01/aithrio46panorios/ 
http://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/panorios 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=521561