Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Μιτεράν πρόεδρος της Γαλλίας

 

του Γεράσιμου Μοσχονά

 

Το Κοινό Πρόγραμμα (Κ.Π.) αποτελεί «το πιο συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που διατυπώθηκε ποτέ στη Γαλλία». Αυτό δήλωνε στις 28 Ιουνίου 1972, την επομένη τής υιοθέτησης του Κ.Π. από τους Γάλλους κομμουνιστές και σοσιαλιστές, ο Αλέν Κριβίν, εμβληματικός τροτσκιστής ηγέτης και έντονα κριτικός προς την Ενωμένη Αριστερά. Το Κοινό Πρόγραμμα έφερε τα πάνω κάτω στο γαλλικό πολιτικό σύστημα. Οδήγησε σε έναν ισχυρό διπολισμό (Δεξιά – Αριστερά), ανέτρεψε την πρωτοκαθεδρία των κομμουνιστών στο εσωτερικό τής Αριστεράς και οδήγησε, μετά πάνω από 20 χρόνια στην αντιπολίτευση, στη μεγάλη νίκη τού Φρανσουά Μιτεράν στις 10 Μαΐου 1981, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με ποσοστό 51,8%. Το «πιο συνεκτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που διατυπώθηκε ποτέ στη Γαλλία» ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικό για τα δεδομένα τής ευρωπαϊκής Αριστεράς τής εποχής. Η υπογραφή του ολοκλήρωσε μια δύσκολη διαδικασία προσέγγισης μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών, η οποία είχε ξεκινήσει στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960· είχε δε ως στόχο όχι απλώς την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία, αλλά τον μετασχηματισμό τής κοινωνίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Ήταν όμως έτσι;

Παρακάτω θα αναπτύξουμε δύο ιδέες.

Το Κ.Π. αποτέλεσε το πρώτο βήμα διαμόρφωσης ενός «συστήματος δυαδικής δύναμης» (σοσιαλιστές + κομμουνιστές) το οποίο οδήγησε τη γαλλική Αριστερά, στο εσωτερικό τής οποίας κανένα κόμμα, και πάντως όχι το σοσιαλιστικό, δεν διέθετε τα χαρακτηριστικά τής κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, στην ανάληψη ενός άτυπου σοσιαλδημοκρατικού «ρόλου» εντός τού κομματικού συστήματος.

Η κυβερνητική εμπειρία τής Ενωμένης Αριστεράς υπήρξε –για το σύνολο της Ευρώπης– η τελευταία, η πιο προχωρημένη και πολιτικά η πιο αξιόπιστη απόπειρα διατήρησης στη ζωή τού μεταπολεμικού σοσιαλδημοκρατικού οικονομικού παραδείγματος. Η οικονομική αποτυχία της, αποτυχία που σηματοδοτείται από τη μεγάλη στροφή στη λιτότητα το 1983, άνοιξε οριστικά τον δρόμο προς μια νέου τύπου κυβερνώσα Αριστερά, πιο κοντά σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε ο «Τρίτος Δρόμος».

Η θεωρία τής «αστικοποίησης» της εργατικής τάξης βρήκε τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της στα τέλη τής δεκαετίας τού 1950 και στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960. Στη Γαλλία, ο Ρενέ Μουριό, το 1970, θεωρούσε δεδομένο ότι «οι εργάτες ψήφιζαν όλο και περισσότερο υπέρ δεξιών υποψηφίων. Πρόκειται για ένα διεθνικό φαινόμενο που πήρε μεγαλύτερη έκταση στη Γαλλία απ’ ό,τι αλλού, και ιδιαίτερο χρωματισμό με την προεδρία τού στρατηγού Ντε Γκωλ». Ωστόσο, η αλλαγή τής «πολιτικής προσφοράς», μέσω της συγκρότησης της Ένωσης, φάνηκε να σαρώνει, σε λιγότερο από ένα χρόνο, τις θεωρίες τής αστικοποίησης της εργατικής τάξης και του τέλους των ιδεολογιών. Στις βουλευτικές τού 1973, ένα μόλις έτος μετά την υπογραφή τού Κοινού Προγράμματος, η Αριστερά λαμβάνει 68% της εργατικής ψήφου (+14 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 1967) και 44% στο εσωτερικό τής ευρύτερης κατηγορίας των υπαλλήλων και μεσαίων στελεχών (όσο ακριβώς και το 1967). Στον δε δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τού 1974 ο Φρανσουά Μιτεράν, κοινός υποψήφιος της Αριστεράς, λαμβάνει 73% της εργατικής ψήφου (+18 μονάδες σε σχέση με το ποσοστό που είχε ο ίδιος λάβει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τού 1965).

Ο σχηματισμός τής αριστερής συμμαχίας επαναφέρει στο επίκεντρο της γαλλικής πολιτικής ζωής την ταξική ψήφο και διαίρεση. Δημιουργείται έτσι ένας χωρίς προηγούμενο –στη μεταπολεμική γαλλική εκλογική ιστορία– συνασπισμός εκλογέων, ο οποίος φέρει την Αριστερά πολύ κοντά, από την άποψη της εκλογικής κοινωνιολογίας, στα κόμματα του «σοσιαλδημοκρατικού τριγώνου» τής εποχής (σκανδιναβικά, βρετανικό Εργατικό Κόμμα, γερμανικό SPD). Οι ομοιότητες είναι σημαντικές. Θα αναφερθώ σε δύο από αυτές: α) Το επίπεδο διακύμανσης της εργατικής διείσδυσης της γαλλικής Αριστεράς κατά την περίοδο 1973-1981 (68%-73% της εργατικής ψήφου) είναι αντίστοιχο με αυτό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. β) Η εκλογική ανάπτυξη της γαλλικής Αριστεράς σε δύο φάσεις (πρώτη φάση: ταχύτατη βελτίωση της επιρροής της στο εσωτερικό των εργατικών στρωμάτων, δεύτερη φάση: βαθμιαία ενίσχυσή της στο εσωτερικό των μεσαίων μισθωτών στρωμάτων) ανταποκρίνεται απόλυτα στη δόμηση του «κοινωνιολογικού χρόνου» που χαρακτηρίζει τους σοσιαλδημοκρατικούς συνασπισμούς εκλογέων. Έτσι, όχι μόνον ως προς τη στατική εικόνα, αλλά και ως προς τη δυναμική, το εκλογικό σώμα τής Συμμαχίας μοιάζει εντυπωσιακά –για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– στα εκλογικά σώματα σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Επιπλέον, σε συνθήκες αύξουσας αποβιομηχάνισης, με το ποσοστό τής κατηγορίας «εργάτες» να μειώνεται σημαντικά στο εσωτερικό τής μισθωτής εργασίας, η Ένωση εμφανίζεται να έχει την ίδια δομή εκλογικής επιρροής με εκείνη των επιτυχημένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά ταυτόχρονα να είναι πιο μοντέρνα από αυτά (λόγω της πιο ισχυρής διείσδυσής της στα νέα μισθωτά στρώματα).

Την περίοδο 1973-1981, η Ένωση καθιερώνεται ως ισχυρή λαϊκή συμμαχία και συγχρόνως ακολουθεί μια πορεία μερικής αποριζοσπαστικοποίησης. Η αποριζοσπαστικοποίηση είναι το αποτέλεσμα, αφενός, της αλλαγής τού συσχετισμού ισχύος μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΓΣΚ) και του Κομμουνιστικού (ΚΚΓ) –και άρα της ιδεολογικής μετατόπισης του κέντρου βάρους τής Συμμαχίας υπέρ του πιο μετριοπαθούς πόλου– και, αφετέρου, της συνειδητής κεντρομόλου στρατηγικής τού Μιτεράν.

Σε όλο το διάστημα μετά την υπογραφή τού Κ.Π. όλοι οι δείκτες ισχύος, είτε έμμεσοι (δημοσκοπήσεις, εικόνα κομμάτων και ηγεσιών) είτε άμεσοι (τοπικές, επαναληπτικές εκλογές) ευνοούν το ΓΣΚ εις βάρος των κομμουνιστών. Στα μάτια των Γάλλων, το ΓΣΚ εμφανίζεται σαν «το κόμμα τού μέλλοντος» – με εντυπωσιακά μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με όλα τα γαλλικά κόμματα της εποχής. Βέβαια, η αλλαγή τού εκλογικού συσχετισμού υπέρ τού ΓΣΚ και εις βάρος τού ΚΚΓ έγινε μόλις το 1978. Όμως οι κομμουνιστές, που έσπασαν τη συμμαχία το 1977, διατυπώνοντας αιτήματα ριζοσπαστικοποίησης του Κοινού Προγράμματος, δεν έκαναν καθόλου λάθος: η μετατόπιση του ιδεολογικού κέντρου βάρους τής Ένωσης δεν τους ευνοούσε. Ήταν όμως ήδη αργά γι’ αυτούς, με δεδομένο το ισχυρό ενωτικό φαντασιακό που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό τού «κόσμου τής Αριστεράς».

Σταδιακά, το Κοινό Πρόγραμμα έπαψε να προκαλεί φόβο στο εκλογικό σώμα. Και όπως έγραψε ο Ετιέν Σβεσγούτ, ένα τμήμα των εκλογέων τής Αριστεράς ψήφιζε αριστερά παρά το Κ.Π. και όχι εξαιτίας του. Η γαλλική Αριστερά, μέσω της στρατηγικής τού Κ.Π., επιβλήθηκε, είτε ως επίσημη τυπική συμμαχία (1972-1977) είτε, μετά τη διάσπασή της το 1977, ως ελάχιστος άτυπος εκλογικός συνασπισμός (1977-1981), ως δύναμη φυσικής κυβερνητικής εναλλαγής. Καθιερώθηκε ως νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής κλίσης ικανή να εξουδετερώσει την «καθεστωτική ψήφο» – την ψήφο που θα έτεινε να εμποδίσει μια αντισυστημική δύναμη να ανέλθει στην εξουσία.

Συνεπώς, η Ενωμένη Αριστερά δεν λειτούργησε ως πόλος αντίστοιχος με τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μόνον ως προς τη δομή τής κοινωνικής της επιρροής. Λειτούργησε ως πόλος αντίστοιχος με τη σοσιαλδημοκρατία και ως προς τη συμπεριφορά της στον κομματικό ανταγωνισμό, δηλαδή ως «εκλογικός επιχειρηματίας». Και κατάφερε, όπως ακριβώς η πλειονότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, να καθιερωθεί ως νομιμοποιημένη δύναμη κυβερνητικής εναλλαγής. Παραδόξως, η Ενωμένη Αριστερά ανέλαβε ένα ρόλο κοντινό με αυτόν των κομμάτων σοσιαλδημοκρατικού τύπου, σε μια περίοδο που έμοιαζε να συγκροτείται, περισσότερο από ποτέ, ως το αντι-παράδειγμα, ως ένα είδος «αντι-σοσιαλδημοκρατίας». Ο δε Φρανσουά Μιτεράν αποδείχτηκε, βοηθούμενος από την προεδρική λογική τού συστήματος την οποία πλήρως υιοθέτησε, ένας δεξιοτέχνης των ισορροπιών. Η μεγάλη ιστορική νίκη τού 1981 ήταν σε μεγάλο βαθμό δικό του επίτευγμα.

Αν η γαλλική Αριστερά προσέγγισε πολύ, και ως κοινωνικός συνασπισμός και ως εκλογικός επιχειρηματίας, το σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα, το ιδεολογικό-προγραμματικό της προφίλ παρέμεινε, εν τούτοις, πιο ριζοσπαστικό από εκείνο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τής εποχής. Στην πράξη, η Ένωση της Αριστεράς υπήρξε, στη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980, η σημαντικότερη προσπάθεια προώθησης στην Ευρώπη ενός είδους αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Βέβαια, η κίνηση προς τον ριζοσπαστισμό δεν έλαβε χώρα μόνο στη Γαλλία, όπως δείχνουν το σχέδιο Μάιντνερ των Σουηδών και η στροφή στα αριστερά τού βρετανικού Εργατικού Κόμματος. Μόνο, όμως, στη Γαλλία η κίνηση αυτή έλαβε κυβερνητικά χαρακτηριστικά (για το ΠΑΣΟΚ ας μη μιλήσουμε), στηρίχτηκε από υψηλού επιπέδου ελίτ και από την dirigiste κουλτούρα τού γαλλικού κράτους.

Με ένα πρόγραμμα που συνδύαζε δομικές μεταρρυθμίσεις (ανάμεσά τους, εκτεταμένες εθνικοποιήσεις) και μεταρρυθμίσεις αναδιανομής, καθώς και μια ατζέντα κεϊνσιανής αναθέρμανσης της οικονομίας, ο Μιτεράν προώθησε μια οικονομική και κοινωνική πολιτική που εμπνεόταν από το μεταπολεμικό σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα. Η ενδεχόμενη επιτυχία αυτής της πολιτικής θα αποτελούσε πρότυπο για την ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία ταλαντευόταν ανάμεσα στην παραδοσιακή πολιτική της και στη στροφή στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Η ενδεχόμενη αποτυχία της θα αποτελούσε επίσης «πρότυπο», αλλά αρνητικό.

Το φύσει επισφαλές και φύσει πρόσκαιρο εγχείρημα της Ένωσης, αυτή η οιονεί σοσιαλδημοκρατία χωρίς σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, προσέκρουσε στον εχθρικό εθνικό και διεθνή περίγυρο (οικονομική κρίση), σε ευρωπαϊκούς καταναγκασμούς, αλλά και στις διαιρέσεις τόσο της πολιτικής όσο και της συνδικαλιστικής γαλλικής Αριστεράς. Εντέλει, η «άλλη πολιτική» εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1983.

Μαζί με τη στροφή τού Μιτεράν στη λιτότητα, το τρίτο προγραμματικό κύμα συγκρότησης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αυτό που δημιούργησε το εκτεταμένο κοινωνικό κράτος και μια νέα ισορροπία μεταξύ πολιτικής και αγορών, έφτασε στο τέλος του. Η τελευταία σημαντική σοσιαλδημοκρατική μάχη ήταν ριζοσπαστική και ήταν γαλλική. Η μάχη αυτή χάθηκε.

Η τελική έκβαση, η εγκατάλειψη της αρχικής οικονομικής πολιτικής, αποδείχτηκε «παραδειγματική». Επικύρωσε και επιτάχυνε το τέλος τής «παλαιάς» σοσιαλδημοκρατίας και άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στη λεγόμενη «νέα» σοσιαλδημοκρατία. Αυτή η νέα σοσιαλδημοκρατία, που κυριαρχεί και σήμερα, υπήρξε η λιγότερο σοσιαλδημοκρατική και η λιγότερο εκλογικά αποτελεσματική στο σύνολο της ιστορίας τής Αριστεράς.

 

-----------------

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου 


Πηγή Η Καθημερινή