Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Καστοριάδης: Τελευταίος ανανεωτής της αριστεράς;



«Πιστεύω ότι προσέφερα μιαν καινούργια κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας και της ανθρώπινης ιστορίας ως δημιουργίας και όχι ως υποκείμενης σε αδήριτους ιστορικούς νόμους».


Ο Κορνήλιος Καστοριάδης [1922-1997] υπήρξε μαρξιστής και τροτσκιστής στα νιάτα του. Όντας εξόριστος στη Γαλλία -στην οποία διέφυγε μέσω υποτροφιών του γαλλικού ινστιτούτου και μάλιστα μοιράστηκε το ίδιο πλοίο, το θρυλικό Ματαρόα, με πολλούς μετέπειτα γνωστούς διανοουμένους όπως ο Κώστας Αξελός, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος και αρκετοί ακόμα- όπου και γαλουχήθηκε ως στοχαστής, ήρθε σε ρήξη με το εκεί τμήμα της 4ης Διεθνούς και οδηγήθηκε στη διέυθυνση του ακροαριστερού περιοδικού «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», επί σειρά ετών (1948-1966) σε συνεργασία με μετέπειτα λαμπρούς αστέρες της γαλλικής διανόησης όπως ο Κλωντ Λεφόρ, ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ και ο Ζαν Λαπλάνς (ο οποίος αποχώρησε από το περιοδικό κατηγορώντας τον Καστοριάδη για επισκίαση των υπολοίπων μελών και στράφηκε, με ικανοποιητικά αποτελέσματα, στην ψυχανάλυση -και δη την μελέτη της σεξουαλικότητας- ως υποκατάστατο όμως -και όχι ως αρωγό στο έργο της κοινωνικής χειραφέτησης- της πολιτικής). Συνδιαλέχτηκε με μια πληθώρα στοχαστών του παρελθόντος, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι Μαρξ, Φρόυντ και Καντ, αλλά και οι Λακάν, Βέμπερ, Μηντ, Αριστοτέλης, Πλάτων, Ηράκλειτος, Άρεντ, Μερλώ-Ποντύ. Πέρα από τα κείμενα του στο περιοδικό και το opus magnum που αναφέρεται παρακάτω, σημαντικότερα έργα του θεωρούνται Η ουγγρική επανάσταση (1956) και οι έξι τόμοι από τα Σταυροδρόμια του λαβύρινθου (1978-1999).

Στα τελευταία χρόνια της έκδοσης, στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, οδηγήθηκε σε εξαιρετικά καινοτόμα και ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Πρώτον, απέρριψε το μαρξισμό γιατί, όντας διαμορφωμένος στα πλαίσια του καπιταλισμού, αντιστρατεύεται την επανάσταση, κυρίως αναπαράγοντας τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας (διευθυντές-εκτελεστές) και μένοντας δέσμιος των καπιταλιστικών ιδεών της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση, της ψευδο-ορθολογικότητας και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Για τον Μαρξ ο καπιταλισμός είχε βρει τα σωστά μέσα, δηλαδή την τεχνική υπερ-ανάπτυξη στο όνομα του Λόγου, τα οποία διέθετε για το λάθος σκοπό. Ο Καστοριάδης, αντίθετα, δε θεωρούσε πως η τεχνική είναι ουδέτερη, αλλά μάλλον την αντιλαμβανόταν ως πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένη, κάνοντας λόγο για καπιταλιστική τεχνική. Δεύτερον, άσκησε κριτική στο σοβιετικό και το αστικοδημοκρατικό μοντέλο εξαιτίας του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού”, που αποκλείει την ουσιώδη αυτονομία των πολιτών. Τρίτον, μέμφθηκε τον μαρξισμό και λόγω του ότι αγνόησε την πραγματική πάλη των τάξεων, την οργανωμένη αντίσταση των εργατών εντός του καπιταλιστικού εργοστασίου, ολισθαίνοντας στον μηχανικισμό και οικονομισμό. Διαγιγνώσκει την ύπαρξη δυο θεμελιακά αντίθετων τάσεων στον πυρήνα της μαρξικής σκέψης: της τάσης που δίνει έμφαση στην επαναστατική και ελεύθερη δραστηριότητα του υποκειμένου, και εκείνης που αντίθετα πριμοδοτεί τους αντικειμενικούς νόμους της ιστορίας ή της οικονομίας. Οι τάσεις αυτές συνυπάρχουν και ενίοτε γίνεται αντιληπτή η σύγκρουση τους, αλλά κάθε προσπάθεια εντός του μαρξισμού είναι καταδικασμένη να υπονομευτεί από τη δεύτερη, κλειστή και “αντικειμενιστική” τάση.

Τέταρτον, υποστήριξε μια θεωρία -κατά πάσα πιθανότητα επηρεασμένος από τον Παπαϊωάννου που προγενέστερα στο βιβλίο Η γένεση του ολοκληρωτισμού (1956) είχε διενεργήσει μια εξαιρετική ανάλυση, παρεμφερή αυτής του Μίλοβαν Τζίλας (και λιγότερο του Τόνυ Κλιφ)- σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις στην πρώην ΕΣΣΔ που συνοψίζεται στη φράση «γραφειοκρατικός καπιταλισμός». Ο Κλιφ, διαφοροποιούμενος από την ορθόδοξη τροτσκιστική ερμηνεία του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους» υποστήριξε στα 1948 πως το καθεστώς της Ρωσσίας ήταν κρατικός καπιταλισμός. Ο δε Τζίλας το πήγε ακόμη πιο πέρα μιλώντας για ένα καθεστώς Νέας Τάξης, της κομματικής γραφειοκρατίας, που στοχεύει πρώτιστα στην αναπαραγωγή του εαυτού της και τον προνομίων της. Προς αυτήν την αντίληψη συνέτεινε και ο Καστοριάδης, που θεωρούσε πως τα αρχικά της Ρωσσίας -όπως προτιμούσε να την λέει- αποτελούσαν τέσσερα μεγάλα και ασύστολα ψεύδη· η απόρριψη του έστω διαβρωμένου «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα του καθεστώτος ήταν εκ των ων ουκ άνευ γι’ αυτόν, διότι «για τους σταλινικούς, η ταύτιση της Ρωσίας με τον σοσιαλισμό χρησιμεύει για να αποδείξει την τελειότητα του ρωσικού καθεστώτος, ενώ για τους καπιταλιστές αποδεικνύει τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του σοσιαλισμού». Πέμπτον, επισήμανε την θεμελιώδη αντίφαση του μοντέρνου καπιταλισμού, στον οποίο η κυρίαρχη ταξική αντίθεση δεν είναι πια αυτή μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αλλά μάλλον εκείνη ανάμεσα σε διευθυντές ή διευθύνοντες και εκτελεστές ή διευθυνομένους. Η αντίφαση αυτή δεν είναι οικονομικής αλλά οργανικής θα λέγαμε φύσης, και αφορά την ανάγκη του συστήματος για διαιώνιση μέσω ευρηματικών ανθρώπων και την ολοένα αυξανόμενη -για συστημικούς λόγους- εξάλειψη των τελευταίων. Ο καπιταλισμός εξαχρειώνει τις διανοητικές και δημιουργικές δυνάμεις των εργαζομένων, καταστρέφει την ενεργό παρέμβαση και πρωτοτυπία τους, αν και τις προϋποθέτει και τις αποζητά ως όρο ομαλής λειτουργίας του: «Το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορέι να επιζήσει παρά προσπαθώντας διαρκώς να μετατρέψει τους μισθωτούς σε καθαρούς εκτελεστές. Ωστόσο, δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά στο βαθμό που αυτή η μετατροπή δεν πραγματοποιείται· ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να παρακινεί διαρκώς τους μισθωτούς να συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, συμμετοχή την οποία αυτός ο ίδιος άλλωστε τείνει να καταστήσει αδύνατη».

Ήδη από τα τελευταία χρόνια του περιοδικού σημαίνεται μια «στροφή», μία παραπέρα εξέλιξη αν θέλετε. Άλλωστε κείμενα αυτής ακριβώς της περιόδου αποτέλεσαν το πρώτο μέρος του έργου που επέβαλλε τον Καστοριάδη ως έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του αιώνα που πέρασε, και που δεν είναι άλλο από τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1974). Στο βιβλίο αυτό γίνεται εμφανής η επιρροή του από την ψυχανάλυση, στην οποία άλλωστε είχε από το 1970 θητεύσει μέσω του Λακάν, στην ομάδα του οποίου είχε προσχωρήσει, για να διαφωνήσει στη συνέχεια δημιουργώντας με άλλους μια νέα ομάδα. Αναγορεύτηκε επίσημα ψυχαναλυτής το 1974. Στα 1979 εκλέγεται διευθυντής σπουδών στην École des Hautes Études en Sciences Sociales χωρίς διδακτορικό -βάσει του έργου του· στη Γαλλία προσφέρεται αυτή η δυνατότητα αφού εκτός των άλλων υπάρχουν πέντε ή έξι παράλληλα και διαφορετικά δίκτυα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο χώρο της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών-, όπου και διδάσκει από το 1980 ως το 1995 μεταπτυχιακά σεμινάρια υπό τον έυγλωττο τίτλο «Κοινωνική θέσμιση και ιστορική δημιουργία».

Η κεφαλαιώδης ιδέα του βιβλίου έγκειται στην αντίληψη-σύλληψη της ανθρώπινης κοινωνίας ως θεσμίζουσας τον εαυτό της. Κάθε κοινωνία –δια του κοινωνικού φαντασιακού που αποτελεί τη συλλογικότητα των ατομικών ριζικών φαντασιακών, δηλαδή των πρωτογενών ψυχικών μονάδων του κάθε ατόμου που συναποτελεί την κοινωνία- σε κάθε εποχή δημιουργεί κάποιους θεσμούς, συνοδευμένους από τις αντίστοιχες φαντασιακές κοινωνικές σημασίες, με στόχο τη σύσταση, παγίωση και διαιώνιση της· όταν το κάνει αυτό συνειδητά και ρητά είναι αυτόνομη, ειδάλλως ετερόνομη (καντιανή ορολογία). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτονομίας είναι η Αθήνα της κλασσικής εποχής, όπου δεν υπήρχε κάποιο παγιωμένο -κοινωνικής ή θρησκευτικής φύσης- δόγμα, ενώ ιστορικά παραδείγματα ετερονομίας είναι οι αυτοκρατορίες του μεσαίωνα και η Σοβιετική Ένωση -είναι αλήθεια πως ο Καστοριάδης ήταν πολύ «αντικομμουνιστής», δηλαδή αντισοβιετικός- όπου εγγυητές της νοηματικής συνέπειας και συνέχειας της κοινωνίας ήταν ο Θεός και οι «νόμοι της ιστορικής εξέλιξης» αντίστοιχα. Κατά τον Καστοριάδη, θεμέλιο μιας δημοκρατικής αυτόνομης κοινωνίας είναι η δημόσια απουσία πίστης σε μεταθανάτια ζωή· οι Έλληνες υπήρξαν ελεύθεροι διότι δεν ήλπιζαν σε τίποτε. Ένα ζήτημα που εγείρουν οι αριστεροί επικριτές του έχει να κάνει με τον ευρωκεντρισμό αλλά και την ιστορική επάρκεια αυτού του θαυμασμού. Ο Φώτης Τερζάκης [1959- ] για παράδειγμα θα σχολιάσει κριτικά πως “η καταγοήτευση του Καστοριάδη με την αρχαία Ελλάδα από τα τέλη τής δεκαετίας του ’70 και ύστερα, καθώς και η ανάγκη του να υποδείξει ένα ιστορικό πρόπλασμα των πολιτικών του ιδεών, τον οδήγησαν σε μια εξόχως μυθοποιητική και τεχνητά ομογενοποιημένη σύλληψη του «ελληνικού», όπου οι πιο σκοτεινές πλευρές του αρχαιοελληνικού κόσμου εξαφανίζονται ταχυδακτυλουργικά ενώ επιβάλλεται μία πολιτισμική ενότητα παραδείγματος η οποία εξαλείφει όλες τις ετερογενείς και δραματικά ασύμβατες μεταξύ τους συνιστώσες του εύθραυστου ιστορικού πειράματος που υπήρξε ο πολιτισμός του ελληνικού άστεως”1.

Η ανθρώπινη ιστορία είναι συνεπώς μια συνεχής δημιουργία εκ του μηδενός, στην οποία δεν χωρούν ντετερμινισμοί και τελεολογίες οιασδήποτε φύσης. Η κληρονομημένη σκέψη είχε εγκλωβιστεί στη συνολιστική-ταυτιστική λογική που προϋποθέτει τις έννοιες της ταυτότητας, της διαφοράς, της διακρισιμότητας, του χωρισμού, και της ένωσης και εκφράζεται από τις θεσμισμένες σημασίες του λέγειν και του τεύχειν. «Λέγειν: διαλέγω-επιλέγω-θέτω-συλλέγω-μετρώ-λέγω: ταυτόχρονα προϋπόθεση και δημιουργία της κοινωνίας, προϋπόθεση δημιουργημένη από αυτό που η ίδια καθορίζει». Το τεύχειν με τη σειρά του έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την εργαλειακότητα και ορίζεται ως «συλλέγω-προσαρμόζω-τεχνουργώ-κατασκευάζω. Δηλαδή κάνω να είναι ως… βάσει του… με τρόπο κατάλληλο για… και με σκοπό να… Ό, τι ονομάσθηκε τέχνη, παράγωγο του τεύχειν, και που έδωσε τον όρο τεχνική, δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη εκδήλωση του τεύχειν και δεν αφορά παρά στις δευτερεύουσες και παράγωγες πλευρές του». Οι σημασίες αυτές αποτελούν δημιουργίες της κοινωνίας, αλλά εγγράφονται παράλληλα στη δομή του είναι, τουτέστιν η πραγματικότητα επιδέχεται ορθολογική κατανόηση, οργάνωση και τεχνική χειραγώγηση, αν και δεν εξαντλείται σ' αυτές. Εκείνο που διαφεύγει όλων των συνολιστικών-ταυτιστικών ταξινομήσεων είναι ένα χαοτικό περίσσευμα που ο Καστοριάδης, έπειτα από περιπλάνηση σε διάφορους όρους, ονομάζει μάγμα.

Στη σύγχρονη εποχή κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες είναι, μεταξύ άλλων, αυτές της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογίας, της γραμμικής και αισιόδοξης προόδου, της ακλόνητης πίστης στον εργαλειακό Λόγο, της (υπερ)κατανάλωσης και της ιδιώτευσης. Η παιδαγωγική, η πολιτική και η ψυχανάλυση είναι οι κύριες δραστηριότητες που μπορούν να οδηγήσουν στην ατομική και κοινωνική χειραφέτηση. Η τελευταία οφείλει να στοχεύει όχι στην κάποιου είδους «θεραπεία» των αναλυόμενων -ο ίδιος δεχόταν για ανάλυση τόσο νευρωτικούς όσο και ψυχωσικούς πελάτες και επέκρινε τους ψυχαναλυτές που για χρόνια σχημάτιζαν μία μόνιμη λίστα με «ασθενείς» από τους οποίους πλούτιζαν- αλλά στην αυτονομία ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόμενου μέσα από μία δημιουργική και ανοιχτή διαδικασία διαρκούς αυτοαλλοίωσης. Ο Φρόυντ έλεγε ότι όπου υπήρχε Εγώ έπρεπε να γίνει Αυτό, αλλά ο Καστοριάδης αντέστρεψε το σχήμα, θέτοντας ως προϋπόθεση της αυτονομίας του ανθρώπου τη δόμηση μιας άλλης σχέσης με το ασυνείδητο του. Το επαναστατικό πρόταγμα εκφράζεται έτσι ως αίτημα για αυτονομία, που σημαίνει αίτημα για ρητή (αυτο)θέσμιση της κοινωνίας. Κεντρικά ζητήματα του προτάγματος αυτού είναι η ουσιαστική ισότητα, η άμεση και συμμετοχική δημοκρατία και η ριζοσπαστική οικολογία. Η αυτονομία αυτή μπορεί να επέλθει μόνο μέσω της άμεσης αντιπροσώπευσης των πολιτών, όπως αυτή πραγματώθηκε ιστορικά στην κλασσική Αθήνα και τις πρωτοαστικές δημοκρατικές κοινωνίες του 16ου και 17ου αιώνα, και δεν αποτελεί κάποιο ιδεώδες αλλά μια συνεχή πορεία προς την ολοένα μεγαλύτερη κατοχύρωση της αυτονομίας. Το ζήτημα είναι να μπορούν και να θέλουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι να είναι σε θέση να θέτουν υπό ερώτηση τις θεμελιακές αξίες τις κοινωνίας και τις αποφάσεις που αφορούν τις ζωές τους, να συμμετέχουν επομένως στα κοινά συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση τους... “Αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση”, θα πει στην Άνοδο της ασημαντότητας, “κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά ―και οι άνθρωποι τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται από τις δυτικές κοινωνίες, μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο; Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αναδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων. Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν, οι άνθρωποι σήμερα”.

Η επιρροή του Καστοριάδη υπήρξε αξιόλογη, ιδίως στον ευρύτερο ελευθεριακό – αντιεξουσιαστικό, αλλά και στον μεταμοντέρνο αριστερό χώρο, ενώ είναι γνωστό πλεόν πως τα κείμενα του στο Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα υπήρξαν βασική αναφορά των εξεγερμένων του Μάη. Αντίστοιχα, το συμβάν του Μάη τον διαβεβαίωσε ότι κινείτο στον ορθό δρόμο και του έδωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η Evelyne Pisier [1941- ] βέβαια παρατηρεί με κάποια επικριτική διάθεση πως είναι τότε που «ο Καστοριάδης συναντά τον Καστοριάδη: ως εάν το συμβάν ερχόταν να επαληθεύσει το πρότερο έργο του. Η αυτοπαθής ερμηνεία κρατά από το 1968 ό, τι εξηγεί τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Ο Ζαν-Λουί Πρατ [1944- ] ωστόσο υπενθυμίζει ότι ο Καστοριάδης δεν έσπευδε να αναγνωρίσει την ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας σε οποιαδήποτε κοινωνική εξέγερση ή αναταραχή –δεν το έκανε, για παράδειγμα, για την πολιτιστική επανάσταση ή το κουβανικό αντάρτικο2. Ο Τερζάκης με τη σειρά του παρατηρεί πως “η απροθυμία του να αναγνωρίζει τα θεωρητικά του χρέη σε οιαδήποτε παράδοση στοχασμού –στον Φίχτε και στην θεωρία του υποκειμένου στον γερμανικό ιδεαλισμό, στην καντιανή Θεωρία του Σχηματισμού και ειδικά στην ερμηνευτική της αντιστροφή από τον Χάιντεγκερ, στον ντεσιζιονισμό του Σαρτρ και προπαντός στη φαινομενολογία του Μερλώ-Ποντύ, για ν’ αναφέρω μόνο τις εμφανέστερες– οδήγησε στην τεχνητή του μεγέθυνση στα μάτια όλων εκείνων οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις πηγές του, πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί αυτός ο στοχαστής έτεινε πάντα να έχει οπαδούς, αντί κριτικούς συνομιλητές ή διαδόχους”. Και λίγο παρακάτω θα προσθέσει: "Ειρωνικά ίσως θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η τάση του Καστοριάδη να μιλάει σαν να ήταν αυτός ο πρώτος (και τελευταίος) στοχαστής στον κόσμο, όπως και η προσκόλλησή του σε αναρίθμητους κοινούς διαφωτιστικούς τόπους, είναι το ανυπέρβλητο κατάλοιπο ενός αριστερίστικου δημαγωγισμού με τον οποίον δεν έλυσε ποτέ την αμφίθυμη σχέση του".

Οι γνωστότεροι που αναγνωρίζουν τη συμβολή του στη διαμόρφωση της σκέψης τους είναι ο φημισμένος οικολόγος πολιτικός Κον-Μπεντίτ που, αφού ως «Κόκκινος Ντάνι» έγινε σύμβολο αναρχο-κομμουνιστικών και ακροαριστερών ιδεών στο Μάη του ’68 κατέληξε να είναι ιδρυτικό και ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων σε Γαλλία και Γερμανία και σήμερα στο ευρωκοινοβούλιο υπερασπιζόμενος τη ρεφορμιστική οικολογία, ο διακεκριμένος αναρχο-κομμουνιστής ακτιβιστής Χρήστος Πάλλης (γνωστός ως Maurice Brinton, 1923-2005), ο ακτιβιστής και θεωρητικός της Περιεκτικής Δημοκρατίας Τάκης Φωτόπουλος, ο Γιούργκεν Χάμπερμας και σχεδόν όλη η ευρύτερη αριστερή διανόηση. Ο Φωτόπουλος άσκησε κριτική -σ' αυτό είναι σύμφωνος με τους περισσότερους μαρξιστές και τροτσκιστές πολεμίους- στην έμφαση που φαίνεται να δίνει ο Καστοριάδης κατά την ύστερη φάση της σκέψης του στη λειτουργία των “υποκειμενικών” παραγόντων (δηλαδή του φαντασιακού) στη σύσταση και αλλαγή των κοινωνιών που, κατά τη γνώμη του, ευθύνεται τόσο για ορισμένες εκ πρώτης όψεως “περίεργες” πολιτικές τοποθετήσεις του φιλοσόφου όσο και για τον σημερινό προσεταιρισμό του από μεταμοντέρνους και ρεφορμιστές3. Επηρέασε επίσης ποιητές, όπως τον Οκτάβιο Παζ, βιολόγους, μαθηματικούς και ψυχαναλυτές· δικαίως λοιπόν δε φείδονται καλών λόγων για το έργο του. Ο Χάμπερμας του αναγνώρισε «την πιο πρωτότυπη, την πιο φιλόδοξη και την πιο βαθυστόχαστη προσπάθεια να σκεφθεί για μια ακόμη φορά ως πράξη την απελευθερωτική διαμεσολάβηση ιστορίας, κοινωνίας, εσωτερικής και εξωτερικής φύσης». Στη συνέχεια της κριτικής θεωρίας ο Άξελ Χόνετ τον αποκάλεσε «τελευταίο εκπρόσωπο και ανανεωτή της παράδοσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς και δημιουργό μιας καινοφανούς θεωρίας» και ο Χανς Γιόας πιστεύει πως η θεωρία του είναι «η πιο πρωτότυπη σύγχρονη προσπάθεια διατύπωσης μιας πολιτικής φιλοσοφίας μέσω της έννοιας της δημιουργικότητας». Ο Οκτάβιο Παζ με τη σειρά του τον εγκωμιάζει ως έναν διανοητή «στον οποίο οφείλουμε μια ανεκτίμητη διαύγαση της πολιτικής και της φιλοσοφίας», ενώ ο Εντγκάρ Μορέν δε δίστασε στη νεκρολογία που του αφιέρωσε να τον προσφωνήσει «τιτάνα του πνεύματος».

-------------------------------
1. Φώτης Τερζάκης, «Για τον “Καστοριαδισμό” ως ιδεολογία», Βαβυλωνία, τ. 40, Ιανουάριος 2008.

2. Jean-Louis Prat, Εισαγωγή στον Καστοριάδη, εκδόσεις «Κέδρος», 2009.

3. Γράφει στο άρθρο του “Το πρόταγμα της αυτονομίας και η Περιεκτική Δημοκρατία. Μια Κριτική επισκόπηση του Καστοριάδη”, Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 17, (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2008): “Έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι κάποιες επιφανειακά ανεξήγητες, και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές, θεωρητικές ή πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη θα μπορούσαν κάλλιστα να εξηγηθούν με βάση τον υπερτονισμό, από την πλευρά του, του φαντασιακού στοιχείου στην Ιστορία και την αντίστοιχη υποτίμηση των «συστημικών» στοιχείων”, αναφέροντας ως παραδείγματα τις θέσεις του για την παγκοσμιοποίηση (“πλανητικό καζίνο”), και τον σύγχρονο καπιταλισμό, την υπανάπτυξη, την ΕΣΣΔ και τον πόλεμο στον Κόλπο, οι οποίες “δεν αποτελούν απλά λάθη πολιτικής εκτίμησης, όπως θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει από μια επιφανειακή ανάγνωση του έργου του, αλλά απορρέουν άμεσα από τον φιλοσοφικό πυρήνα της σκέψης του και ιδιαίτερα από τη θέση που υιοθετεί για την σχέση μεταξύ ριζικού φαντασιακού, κοινωνικού φαντασιακού και θεσμών”. Άλλα κείμενα όπου αναφέρεται στον Καστοριάδη και τη μεταξύ τους σχέση είναι τα: α) “On a distorted view of the Inclusive Democracy project”, Democracy & Nature, vol. 5, no. 1, (Μάρτιος 1999), β) "Castoriadis and the democratic tradition", Democracy & Nature, vol. 4, no.1, issue 10 (1997), pp. 157-163· γ) "Ο μεταμοντερνισμός και το δημοκρατικό πρόταγμα", (άρθρο προς τιμήν των δέκα χρόνων από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο Ψυχή, Λόγος, Πόλις – εκδόσεις «Ύψιλον»), 2007. Στο ίδιο τεύχος της Περιεκτικής Δημοκρατίας υπάρχει και το “πολεμικό” άρθρο του Παναγιώτη Κουμεντάκη με τίτλο “Υπήρξε ο Καστοριάδης κορυφαίος φιλόσοφος και κοινωνικός επαναστάτης;” που ως βασική θέση έχει ότι ο φιλόσοφος βγήκε απ' τον ορθό δρόμο κι έχασε το φως του, την αυτονομία, την πρωτοτυπία της νεανικής του περιόδου και την ψυχή του την ίδια όταν, ήδη από τη δεκαετία του '60, ενστερνίστηκε τα παραμύθια του φροϋδισμού και ενέδωσε στον αφηρημένο κομφορμισμό και τη μονομέρεια των ψυχαναλυτικών ερμηνειών. Κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο κείμενο -εξ ου και ο ειρωνικός τόνος- δεν επιδέχεται σοβαρής αντιμετώπισης.


Βιβλιογραφία: πέραν των έργων του Καστοριάδη, κατέφυγα στα εξής βιβλία ή άρθρα:

-Δεληγιώργη Α., Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας (2η εμπλουτισμένη έκδοση), εκδόσεις “Αλεξάνδρεια”, Αθήνα, 2007 (1η έκδοση: 1996).

-Kavoulakos K., “The relationship of realism and utopianism in the theories on democracy of Jürgen Habermas and Cornelius Castoriadis”, Society and Nature, vol. 3 (1997), σ. 69-97.

-Κέη Κ., “Ο Καστοριάδης και η ψυχανάλυση”, Ουτοπία, σ. 179-184, τ. 30, Μάιος-Ιούνιος 1998.

-Μαριόλης Θ., “Σχετικά με την κριτική του Κ. Καστοριάδη στο μαρξικό νόμο της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους”, Ουτοπία, τ. 30, σ. 161-177, Μάιος-Ιούνιος 1998.


-Παπαδοπούλου Τ. (επιμ.), Του Κορνήλιου Καστοριάδη, Αθήνα, εκδόσεις “Πόλις”, 2000.

-Prat J-L., Εισαγωγή στον Καστοριάδη, εκδόσεις “Κέδρος”, Αθήνα, 2009.

-Τάσης Θ., Καστοριάδης. Μια φιλοσοφία της αυτονομίας (2η έκδοση), Αθήνα, «Ευρασία», 2008.

-Τερζάκης Φ., «Για τον “Καστοριαδισμό” ως ιδεολογία», Βαβυλωνία, τ. 40, Ιανουάριος 2008. 

-Fotopoulos T., “Obituary: Castoriadis and the democratic tradition”, DEMOCRACY & NATURE: The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol.4, no.1, (issue 10) (1997).

-Fotopoulos T., “On a distorted view of the Inclusive Democracy project”, DEMOCRACY & NATURE: The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol. 5, no. 1, (March 1999).

-Fotopoulos T., “The autonomy project and Inclusive Democracy. A critical review of Castoriadis’ thought”, The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol.4, no.2, (April 2008).

-Φωτόπουλος Τ., "Ο μεταμοντερνισμός και το δημοκρατικό πρόταγμα", (άρθρο προς τιμήν των δέκα χρόνων από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο Ψυχή, Λόγος, Πόλις – εκδόσεις «Ύψιλον»), 2007.