Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές. Τρία καθοριστικά διλήμματα και οι πιθανές απαντήσεις τους


του Χριστόφορου Βερναρδάκη


Υπάρχουν τρία μεγάλα διλήμματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη συγκρότηση του ενιαίου κόμματος εδώ και ένα χρόνο έως και σήμερα, λίγες ημέρες μετά το τεστ των ευρωεκλογών και των δημοτικών/περιφερειακών εκλογών. Θα προσπαθήσω να τα απαντήσω όσο το δυνατόν πιο καθαρά. Δεν ξεκινώ κατ’ανάγκην από το σημαντικότερο, υπογραμμίζω όμως ότι και τα τρία έχουν μεγάλη μεταξύ τους συσχέτιση και αλληλεξάρτηση.


Δίλημμα Νο 1: Έπιασε ο ΣΥΡΙΖΑ «ταβάνι» στην ευρωεκλογές ή όχι;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εξόχως κρίσιμη, γιατί συνεπάγεται μια αντίστοιχη εκλογική στρατηγική (βεβαίως, πολλές φορές  η «απάντηση» προϋπάρχει και «χρησιμοποιεί» τα στοιχεία κατά το δοκούν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Αν κάποιος απαντήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε «ταβάνι» μπορεί να δικαιολογήσει εύκολα μια στρατηγική «προσέλκυσης» μετριοπαθών ψηφοφόρων, επομένως μια προγραμματική μετακίνηση προς το «ρεαλισμό». Αν συμβεί αυτό τότε διαμορφώνεται μια οιονεί ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πλαίσιο ελεγχόμενης συναίνεσης με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η αλυσίδα σκεπτικού αποτελεί σήμερα την κεντρική ερμηνευτική και πολιτική διαχείριση του εκλογικού αποτελέσματος που προβάλλει το «σύστημα διακυβέρνησης». Κεντρική στρατηγική του είναι να «σύρει» τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια τυπικά εκλογικίστικη στρατηγική, και εφόσον το καταφέρει, να εκμεταλλευτεί τις επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, την ιδεολογία και τη δομή του κόμματος προς όφελός του.

Το «σύστημα διακυβέρνησης» γνωρίζει κάτι που πολλές φορές και στο εσωτερικό ακόμα του ΣΥΡΙΖΑ υποτιμάται, ή αγνοείται. Η εκλογική έκρηξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και η σταθεροποίησή του το 2014 δεν συνέβη γιατί το κόμμα «μετακινήθηκε» προς κάποιο δυνητικό «κέντρο», αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να αναδειχτεί σε κυρίαρχο κόμμα όχι γιατί «μετακινήθηκε» προς το κέντρο, αλλά γιατί,  αντίθετα, με την ριζοσπαστική του δύναμη κατάφερε να «μετακινήσει» το ίδιο το κέντρο προς τα αριστερά.

Επιβάλλεται λοιπόν για το σύστημα να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην ακριβώς αντίστροφη κίνηση. Να μετακινηθεί ο ίδιος προς το «κέντρο», γιατί αν δεν γίνει αυτό θα μετακινείται το «κέντρο» όλο και πιο αριστερά και το συγκρότημα εξουσίας θα χάνει και κοινωνικές προσβάσεις, αλλά και παραδοσιακές «τάξεις-στηρίγματα» που πάντοτε διέθετε (μεσαοστικά και μικροαστικά στρώματα).

Ο ΣΥΡΙΖΑ για να έχει στις σημερινές συνθήκες μια επιτυχημένη εκλογική και νικηφόρα στρατηγική οφείλει να κάνει το αντίθετο από αυτό που «σκέφτονται» οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος. Καταρχήν πρέπει να γνωρίζει ότι το εύρος της εκλογικής του επιρροής βρίσκεται σήμερα, ακόμα, σε τροχιά ανόδου. Δεν έπιασε δηλαδή «ταβάνι». Οι ευρωεκλογές έδειξαν, πρώτον, τη σταθεροποίηση σε υψηλά ποσοστά της εκλογικής του δύναμης και, δεύτερον, τη σταθεροποίηση και εμβάθυνση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της ψήφου του. Και μάλιστα σε τύπο εκλογών β’τάξεως, δηλαδή σε εκλογές χωρίς διακύβευμα κυβέρνησης. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να σταθεροποιήσει και να εμβαθύνει την εκλογική γεωγραφία που σήμερα καταγράφει, και η οποία είναι μια εκλογική συμμαχία των μισθωτών και άνεργων στρωμάτων με τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που έχουν φτωχοποιηθεί. Είναι πολύ πιο εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει αυτήν την εκλογική κοινωνική συμμαχία και να της δώσει σαφές προγραμματικό και ιδεολογικό στίγμα, γιατί ξεκινά από θέση μεγάλης υπεροχής. Αντίθετα, με δεδομένες τις συνθήκες της έντονης ταξικής και ιδεολογικής πόλωσης που επικρατούν σήμερα στη χώρα, είναι εντελώς αδύνατον να αποκτήσει αξιόλογα εκλογικά ακροατήρια στα αστικά στρώματα, και πολύ δύσκολο να διευρύνει θεαματικά τις προσβάσεις του στα μεσοαστικά στρώματα. Επομένως, ο τρόπος για να κερδίσει τις εκλογές και να αυξήσει την εκλογική του δύναμη είναι να ενισχύσει τα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά του χαρακτηριστικά και να τα μορφοποιήσει σε ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα ανατροπής υπέρ των λαϊκών τάξεων.

Το συμπέρασμα των ευρωεκλογών είναι κατά τη γνώμη μου καθαρό. Δεδομένου ότι οι οικονομικές – κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε το Μνημόνιο όχι μόνο δεν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο αλλά έχουν επιταθεί, η δέουσα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να κερδίσει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία δεν είναι να «κινηθεί» προς το «κέντρο», αλλά αντίθετα να παραμείνει προσηλωμένος στο πολιτικό του σχέδιο για μια μεγάλη ανατροπή των δεδομένων και να λειτουργήσει ως «κόμμα-μαγνήτης», ριζοσπαστικοποιώντας «κεντρώες» ή «κεντροαριστερές» ομάδες. Να μετακινήσει δηλαδή ολόκληρο το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος προς τα αριστερά, με άξονα ένα «καθαρό» πρόγραμμα, ταυτόχρονα, ανατρεπτικό και εφικτό.


Δίλημμα Νο 2:  Τι είναι όμως πιο συγκεκριμένα αυτό το «πρόγραμμα»; Πώς μπορεί να υπάρξει αυτή η σύνθεση «ανατρεπτικότητας» και «εφικτότητας» στις σημερινές συνθήκες;

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να υπάρξει μια σοβαρή υπέρβαση του διλήμματος που ταλανίζει το σύνολο της Αριστεράς, προφανώς και τον ΣΥΡΙΖΑ: χρειάζεται κυβερνητικό πρόγραμμα, ναι ή όχι, και αν ναι τι είδους πρόγραμμα είναι αυτό, αν όχι με τι μπορεί να αντικατασταθεί; Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικότερα στην κουλτούρα της Αριστεράς, συγκροτούνται πάνω στο ζήτημα αυτό –προφανώς με παραλλαγές και «πολυφωνίες»– δύο γενικές κουλτούρες.

Η πρώτη θεωρεί ότι το «πρόγραμμα» εξ’ορισμού σχεδόν αποτελεί μια «τεχνοκρατική» και «κυβερνητικίστικη» αντίληψη. Κατ’αυτήν, πρόγραμμα είναι τα κοινωνικά και κινηματικά αιτήματα, και κάθε άλλη προσέγγιση συνιστά «δεξιό ολίσθημα». Η αντίληψη αυτή είναι αρχαϊκή. Τείνει να υποτιμά καταρχήν το ρόλο του κόμματος ως «συλλογικού διανοούμενου των μαζών». Το κόμμα δεν είναι ένας απλός «μεταφραστής» ή «διαμεσολαβητής» των επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Το κόμμα είναι ο οργανισμός που ενοποιεί και ολοκληρώνει τα επιμέρους αιτήματα σε πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή εναρμονίζει τις επιμέρους στοχεύσεις, ιεραρχεί προτεραιότητες στο χρόνο και στο χώρο, δημιουργεί εναλλακτικούς δρόμους ώστε να φτάσει στην υλοποίησή τους. Κι’αυτό γιατί «πρόγραμμα» σημαίνει ουσιαστικά διαδικασία συγκρότησης και εμβάθυνσης κοινωνικών συμμαχιών. Απαιτεί επομένως, συγκεκριμένες και «βαριές» ενδεχομένως γνώσεις για τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, συγκεκριμένες ιδέες, αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση, κουλτούρα διαχείρισης εργαλείων, κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό και πολλά άλλα.

Η δεύτερη κουλτούρα εμφορείται θα έλεγε κανείς από την ακριβώς αντίθετη λογική. Το «πρόγραμμα» θεωρείται μεν απαραίτητο, αλλά εκλαμβάνεται ως ένα άθροισμα «κοστολογημένων» και «ρεαλιστικών» μέτρων. Στην αντίληψη αυτή κινδυνεύει πολλές φορές  να χαθεί το «μείζον» στρατηγικό διακύβευμα, ενώ η ανάγκη να ενσωματωθεί πλήρης και ισχυρή γνώση στη συγκρότηση του «προγράμματος» οδηγεί πολλές φορές στην υιοθέτηση μεθοδολογιών και ερωτημάτων του αντιπάλου. Στην ανάγκη να αναζητηθούν πρωτότυπες και έξυπνες λύσεις, υποβιβάζεται ο ρόλος του κόμματος και των κοινωνικών αιτημάτων / κινημάτων, επειδή θεωρούνται «κλασικής» ή παραδοσιακής αντίληψης. Η δεύτερη αυτή κουλτούρα είναι εκ διαμέτρου φαινομενικά αντίθετη από την πρώτη, ωστόσο μοιάζει πολύ μαζί της. Το «πρόγραμμα» θεωρείται γραμμικό άθροισμα παρεμβάσεων ή στόχων. Δεν συνδέεται με το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πρώτη κουλτούρα. Στην αντίληψη αυτή δεν είναι παρούσες οι κοινωνικές συμμαχίες, αλλά μόνον οι πολιτικές συμμαχίες, οι οποίες όμως εκτρέπονται εύκολα σε εκλογικισμό και τακτικισμό.

Σε ένα κόμμα όμως όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα δεν είναι οι διαφορετικές κουλτούρες ή απόψεις. Το μεγάλο πρόβλημα του «κόμματος» δεν είναι οι διαφορές, αλλά η «πολιτικοποίηση» των διαφορών. Η σαφής δηλαδή συναίσθηση και της συμφωνίας και της διαφωνίας, οι ακριβείς εννοιολογήσεις που πιθανόν υποκρύπτονται. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι άλλοι μεν συμφωνούν διαφωνώντας και άλλοι διαφωνούν συμφωνώντας. Αλλά σοβαρή σύνθεση και επομένως στρατηγική και τακτική δεν παράγεται υπό αυτές τις συνθήκες.

Ας διευκρινίσουμε λοιπόν ορισμένα απλά ζητήματα, με την ελπίδα να αναπροσαρμοστεί η συζήτηση. «Πρόγραμμα» δεν υπάρχει χωρίς την υλική δράση των μαζών. Επομένως τα κοινωνικά αιτήματα είναι παρόντα και οι κοινωνικές δυναμικές απαραίτητες. «Πρόγραμμα» δεν είναι ένα άθροισμα παρεμβάσεων και προτάσεων, πρόγραμμα είναι η υλική αποτύπωση των κοινωνικών συμμαχιών που εκφράζει ένα κόμμα. Χωρίς αυτή τη άμεση σχέση πολύ απλά είτε δεν υπάρχει οργανισμός είτε μεταβάλλεται σε ένα άμορφο σχήμα. Π.χ. δεν είναι δυνατόν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς (που στηρίζεται στην κοινωνική συμμαχία των λαϊκών και μεσαίων τάξεων) να μην «κόψει το λαιμό» της για να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και την κατώτατη σύνταξη, ανεξαρτήτως αν είναι «κοστολογημένο» ή όχι και ανεξαρτήτως αν θα έχει άλλου είδους κόστος ή όχι. Είναι άλλο πράγμα – και επιβάλλεται – να βρεις μεθοδολογικά και γνωστικά εργαλεία ώστε να μπορείς να εφαρμόζεις καλύτερα τις πολιτικές σου και άλλο πράγμα να μην τις εφαρμόζεις γιατί δεν βρήκες ακόμα τα κατάλληλα εργαλεία ή τις «συνθήκες».

Βεβαίως, επίσης, «πρόγραμμα» είναι και μια συνεκτική δομή μέτρων και αποφάσεων, ιεραρχημένων ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες και «απλωμένων» στο χρόνο, ανάλογα με τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής τους. Το συμπέρασμα είναι σχετικά απλό. Το κυβερνητικό «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει δύο στοιχεία, άρρηκτα όμως μεταξύ τους: ανατρεπτικότητα και εφικτότητα, εφικτότητα και ανατρεπτικότητα. Οχι το ένα χωρίς το άλλο. Δεν μπορείς να έχεις ανατρεπτικότητα χωρίς εφικτότητα (διότι δεν θα απαντάς στις κοινωνικές σου δυνάμεις και στα άμεσα προβλήματά τους, άρα θα καταρρεύσεις), αλλά, επίσης, δεν μπορείς να έχεις εφικτότητα χωρίς ανατρεπτικότητα (διότι τότε καθίστασαι ένας «διαχειριστής», ένας φορέας άνευ χρησιμότητας για τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπείς).


Δίλημμα Νο 3: Και τι θα γίνει με την ανάγκη διαμόρφωσης «πολιτικών συμμαχιών»;

Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί «μόνος του» στο κομματικό σύστημα; Δεν έχει αυτονόητα ανάγκη από πολιτικές συμμαχίες;

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα αυτό απαντάται με δύο τρόπους, ή καλύτερα με δύο παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγή είναι η «στενότερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια πολιτική συμμαχία, ένα «μέτωπο» των κομμάτων της Αριστεράς, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η δεύτερη παραλλαγή είναι η «πλατύτερη». Κατ’αυτήν χρειάζεται μια συμπόρευση που ξεκινά από την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» και φτάνει μέχρι την άκρα αριστερά.  Φαινομενικώς η διαφορά τους είναι διαφορά εύρους. Ωστόσο και στις δύο παραλλαγές έχω τη γνώμη ότι γίνονται σημαντικές «αφαιρέσεις».

Η πρώτη προσέγγιση αυτή είναι μεν θεωρητικώς σωστή, αλλά πρακτικώς ανέφικτη και αναποτελεσματική. Είναι σωστή η ιδέα μιας συμπόρευσης της αριστεράς, όμως η υλική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Το ΚΚΕ ως ηγετική ομάδα και ως ιστορική γραφειοκρατία, για λόγους που δεν είναι της ώρας αλλά που κάποτε πρέπει να συζητηθούν πολύ σοβαρά, αποτελεί οργανικό τμήμα του πολιτικού συστήματος. Συνειδητά και συνεκτικά αφίσταται κάθε ιδέας και κάθε δράσης μετωπικής ρήξης με το σύστημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφώς πολύ πιο σύμμαχες δυνάμεις, αλλά ακόμα – δυστυχώς – ισχνές στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επομένως, η παραλλαγή αυτή δεν απαντά εμπράκτως στην ανάγκη πολιτικών συμμαχιών.

Η δεύτερη παραλλαγή είναι σαφώς πιο «κοντά» στην πραγματικότητα των υλικών πολιτικών συσχετισμών, όμως απαντά στο πρόβλημα πολλές φορές με όρους «τακτικής».  Εϊναι προφανής, π.χ, η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με την «αριστερή σοσιαλδημοκρατία», όμως όρος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο το ρήγμα στο εσωτερικό της ευρύτερης «σοσιαλδημοκρατίας» ή της «κεντροαριστεράς». Να διαχωρίζεται δηλαδή η «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» από την καθεστωτική πολιτική ελίτ και από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεσία. Και ο τρόπος για να βαθαίνει το ρήγμα δεν είναι τόσο μια κεντρική πολιτική συμπόρευση κάποιων προσώπων με τον ΣΥΡΙΖΑ (χρήσιμο οπωσδήποτε, αλλά όχι αρκετό) όσο η συγκρότηση της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» σε ένα διακριτό πολιτικό χώρο που θα λειτουργεί συμμαχικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και θα λειτουργεί αποτρεπτικά στις απόπειρες συγκρότησης ή ενοποίησης ή ανασύνταξης του χώρου αυτού. Το ίδιο πράγμα θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να «πριμοδοτήσει» ακόμα και στο χώρο της «κεντροδεξιάς». Να υποβοηθήσει δηλαδή τη συγκρότηση «σχημάτων» που θα αφαιρούν πολιτική και κομματική νομιμοποίηση από τη ΝΔ και την ακροδεξιά και θα αποτελούν δυνητικούς συμμάχους, έστω και «μιας χρήσης» (π.χ. στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων ή στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παραλιών ή του νερού, κλπ).

Ας θυμηθούμε ότι το «σύστημα» τέσσερα χρόνια τώρα «φυτεύει» πολιτικά κόμματα «δεξιά» και «αριστερά», μόνο και μόνο για να αφαιρέσει «αέρα» από τον ΣΥΡΙΖΑ και να αυξάνει την πολιτική του «απομόνωση». Εχει έρθει η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να τους «γυρίσει» το παιχνίδι.

Ομως, ας μην το ξεχνάμε στιγμή: των πολιτικών συμμαχιών προηγούνται πάντοτε οι κοινωνικές συμμαχίες. Και εκεί η ένταση της δουλειάς του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή τη στιγμή απολύτως επείγουσα.

Πηγή Red NoteBook

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Η επιστημονική μυθολογία της «ταξικής ψήφου»


του Άκη Γαβριηλίδη

Στις αναλύσεις που ακολούθησαν τις πρόσφατες εκλογές, (αλλά και παλαιότερες), ένα από τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά που χρησιμοποιούνται ιδίως από αναλυτές που αναφέρονται στο χώρο της αριστεράς είναι ο «ταξικός» χαρακτήρας της ψήφου –ή η έλλειψή του. Με τη βοήθεια ποσοστών, χαρτών, πινάκων και άλλων υποτίθεται «αντικειμενικών» εργαλείων αναζητάται εναγωνίως ποιες τάξεις ή/ και «στρώματα» προτιμούν το Α κόμμα και ποιες το Β. Συνήθως διαπιστώνεται με ικανοποίηση ότι π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά συγκέντρωσε τη στήριξη των «λαϊκών στρωμάτων», ή πάντως αυτό συνέβη σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν (βλ. π.χ. άρθρο του Γιώργου Ανανδρανιστάκη στην Αυγή της 31.05.2014 με τον απλό και εύγλωττο τίτλο «Ψήφος ταξική»). Άλλοτε πάλι διαπιστώνεται ότι αντιθέτως το κόμμα αυτό «παρουσιάζει μικρή αλλά σημαντική κάμψη στις λαϊκές γειτονιές, τους άνεργους και τους νέους, γεγονός που πιθανόν σχετίζεται με χαλάρωση της απεύθυνσης στα στρώματα αυτά που είναι τα κυρίως θιγόμενα και στρατηγικά δεμένα με την αριστερά» (Αλέξη Μπένου, «Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα» –μια αιτιολόγηση η οποία την ίδια στιγμή συνιστά και έμμεση υπόδειξη για μια νέα πολιτική, λιγότερο «χαλαρή»).
Η διερεύνηση αυτή υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στον εσώτερο πυρήνα, στην πεμπτουσία του μαρξισμού και της επαναστατικής θεωρίας, που είναι η ανάγνωση της ιστορίας με βάση την πάλη των τάξεων. Ωστόσο, ισχυρίζομαι ότι η μεθοδολογία τέτοιων αναλύσεων από πρακτική άποψη έχει μεγαλύτερη σχέση με την περιγραφική αστική κοινωνιολογία, για να μην πούμε δημο(σιο)γραφία, παρά με τον Μαρξ ή με οτιδήποτε το επαναστατικό. Και πάντως δεν μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τις εξελίξεις ή να χαράξουμε ορθότερη πολιτική.
Ας δούμε π.χ., με τη βοήθεια μερικών αποσπασμάτων, πώς χρησιμοποιείται ο όρος «τάξη» στο πρώτο εκ των δύο κειμένων που αναφέρθηκαν παραπάνω, το οποίο δίνει και πιο εκτενείς εξηγήσεις. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.

Δεν ψηφίσαμε μόνο με οικονομικά κριτήρια, ποτέ οι λαοί δεν ψηφίζουν μόνο με οικονομικά κριτήρια, όπως και να το κάνουμε όμως, η ψήφος της 25ης Μαΐου ήταν πρωτίστως ταξική.

Η ψήφος λοιπόν δεν καθορίζεται πάντοτε από οικονομικά κριτήρια. Ενίοτε όμως καθορίζεται, και όταν αυτό συμβαίνει είναι ταξική. Άρα ταξική = οικονομική.
Όχι όμως μόνο αυτό· όταν δεν λειτουργεί αυτός ο καθορισμός, τότε πρόκειται για κάποιου είδους παρέκκλιση, ανωμαλία.

Στις «υψηλές περιοχές», Βουλιαγμένη, Βούλα, Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη, η Ν.Δ. πήρε 47,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 13,8%. Απολύτως φυσιολογικό αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι ψήφισαν με βάση τα συμφέροντα και τους φόβους τους.
Οι «υψηλές – μεσαίες» περιοχές έγιναν μεσαίες στα χρόνια του Μνημονίου και αυτό αρχίζει νααποτυπώνεται σιγά – σιγά και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Οι «μεσαίες» περιοχές, Ελληνικό, Ζωγράφου, Γαλάτσι, Βύρωνας, έγιναν εισοδηματικά μικρομεσαίες κι έτσι η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ με τη Ν.Δ. ξεπέρασε αισίως τις δέκα μονάδες.

Ένα αποτέλεσμα λοιπόν είναι φυσιολογικό όταν καθορίζεται από την εισοδηματική κατάσταση των ανθρώπων, τα συμφέροντα και τους φόβους που απορρέουν από αυτήν –τα οποία είναι σύστοιχα, αν όχι συνώνυμα, της ταξικής τους θέσης. Άρα είναι αφύσικο όταν δεν καθορίζεται από αυτά (αλλά από τι άραγε; υποθέτω από τα ΜΜΕ, την κυρίαρχη ιδεολογία, την πλύση εγκεφάλου ή άλλα συναφή στοιχεία που εκτρέπουν τους ανθρώπους από την ορθή κατανόηση της θέσης τους). Με άλλα λόγια: όπως δείχνει η χρήση του χαρακτηριστικού ρήματος αποτυπώνεται, έχουμε εδώ μία λογική δύο επιπέδων, της συνείδησης και του βαθύτερου Είναι, του «πράγματος καθαυτού». Όταν παρεμβάλλονται άλλοι, εξωτερικοί παράγοντες «θορύβου», η αποτύπωση του Είναι στη συνείδηση παραμορφώνεται· όταν οι παράγοντες αυτοί εξαφανίζονται, π.χ. λόγω της κρίσης που μας κάνει να δούμε τα πράγματα πιο «ταξικά», χωρίς παρωπίδες, (ή/ και που κάνει τα ίδια τα πράγματα πιο «ταξικά» ως προς την ουσία τους), τότε η αποτύπωση είναι όσο το δυνατόν πιστή και γνήσια.
Η «ταξικότητα» λοιπόν, με βάση το δυισμό αυτών των αναλύσεων, νοείται ως μια πλατωνική ιδέα που υλοποιείται ατελώς στην εμπειρική πραγματικότητα. Αλλά επιπλέον, η ιδέα αυτή είναι κανονιστική (για την αριστερά): στόχος της αριστερής πολιτικής πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν πιστότερη αντιστοίχιση του επιφαινομένου με την βαθύτερη ουσία. Σωστή αριστερή πολιτική είναι εκείνη που συμβάλλει περισσότερο στην προσέγγιση της «ιδανικής επικοινωνίας», που απομακρύνει τους θορύβους και τα παράσιτα τα οποία θολώνουν την εικόνα· που επιτρέπει να ξαναβρούμε στο δεύτερο επίπεδο (το επίπεδο της εκπροσώπησης/ αναπαράστασης –η λατινικής προέλευσης λέξη representation σημαίνει και τα δύο) την όσο γίνεται πιστή απεικόνιση του πρώτου, χωρίς παραμορφώσεις.

Η (παρα)επιστημονική αυτή φιλολογία λοιπόν λειτουργεί με βάση ένα μοντέλο «εκφραστικής αιτιότητας» –η πολιτική συμπεριφορά ως αντανάκλαση μιας ουσιοκρατικά ορισμένης «δομής βάθους»- και, φυσικά, με μόνο αποδεικτικό εργαλείο τη στατιστική.
Statistica, όπως είναι γνωστό, σημαίνει «επιστήμη του κράτους». Η γενική «του κράτους» αρχικά νοούνταν εδώ ως αντικειμενική (=κάποιος άλλος μελετά το κράτος), αλλά δεν θα πέφταμε και πολύ έξω αν τη νοούσαμε και ως υποκειμενική (αυτός που μελετά είναι το ίδιο το κράτος –ή κάποιος που σκέφτεται σαν κράτος).
Για παράδειγμα: το άρθρο της «Αυγής» βασίζεται σε μία άλλη ανάλυση, του Χριστόφορου Βερναρδάκη, με τίτλο «Ευρωεκλογές 2014. Οι βασικές διαιρετικές τομές του εκλογικού σώματος» –από την οποία και αντλεί τα στοιχεία του.
Η διαπίστωση μιας «μεγάλης πολιτικής-ταξικής πόλωσης που διακρίνει τον κομματικό ανταγωνισμό» υπάρχει ήδη στο άρθρο του Βερναρδάκη. Όπως επίσης –και κυρίως- υπάρχουν πολλά αριθμητικά δεδομένα, οργανωμένα σε εκτενείς καταλόγους κοινωνικής και γεωγραφικής κατανομής του πληθυσμού σε ορθογώνιους παραλληλόγραμμους πίνακες, με το αντίστοιχο για κάθε κατηγορία νούμερο τακτοποιημένο στο κατάλληλο τετράγωνο κουτάκι.
Τόσο η ίδια η ανάλυση, όσο και η αισθητική της παρουσίασής της, δημιουργούν μία ασφυκτική επιστημονικοφανή ατμόσφαιρα η οποία ωθεί ολοταχώς τον αναγνώστη να φαντάζεται τον ταξικό ανταγωνισμό όχι ως μια σχέση που συγκροτεί τους δύο –ή περισσότερους- πόλους της, αλλά σαν έναν αγώνα ράγκμπυ, όπως έλεγε ο Αλτουσέρ [1]. Έναν αγώνα στον οποίο οι δύο ομάδες είναι ήδη γνωστές, συγκροτημένες, πριν τη συνάντησή τους, η κάθε μια συγκεντρωμένη με τα χρώματα και τα εμβλήματά της στο οικείο μέρος του γηπέδου που έχει διαγραμμισθεί κατάλληλα (από ποιον άραγε; από τον διαιτητή, τους επόπτες γραμμών – πάντως κάποιον τρίτο εκτός του ανταγωνισμού), και οι οποίες αντιπαρατίθενται μόλις ο τρίτος αυτός δώσει το σύνθημα, σε ορισμένο χώρο και για ορισμένο χρόνο. Μετά αποσύρονται πάλι στα στρατόπεδά τους. Κάποια έχει νικήσει, κάποια έχει ηττηθεί, αλλά καμία δεν έχει μετασχηματισθεί.

Όλα αυτά τα «αντικειμενικά» στοιχεία επιστρατεύονται για να τεθούν στην υπηρεσία μιας «δεσπόζουσας αφήγησης» [master narrative] η οποία είχε προταθεί από την αρχή της εμφάνισης της κρίσης: της αφήγησης περί πολέμου «τάξης εναντίον τάξης» ο οποίος υποτίθεται ότι θα αναφαίνεται όλο και περισσότερο όσο προχωρά και βαθαίνει η οικονομική κρίση [2]. Η μόνιμη επωδός της περιδιάβασης στα νούμερα είναι η επιθυμία να δοθεί σάρκα και οστά στην προφητεία αυτή, δηλαδή να εξαχθεί απ’ αυτά το συμπέρασμα ότι προοδευτικά σχηματίζονται δύο αντίπαλα στρατόπεδα, το αριστερό και το δεξιό, τα οποία εκφράζουν με όλο και μεγαλύτερη καθαρότητα τον «κόσμο της εργασίας» και τον «κόσμο του κεφαλαίου» αντίστοιχα.
Η προσπάθεια αυτή ήταν παρούσα ήδη στις σχετικές αναλύσεις των προηγούμενων εκλογών, μέσα από τη φιλολογία περί «ταξικά πολωμένης ψήφου»:

πρώτο συμπέρασμα, είναι μάλλον καταγεγραμμένο το γεγονός της κοινωνικής και ταξικής πόλωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων. Πορεία που καταγράφηκε στις εκλογές της 6/5 και κορυφώθηκε στις εκλογές της 17/6 και η οποία «συνοψίζεται» στην ύπαρξη δυο κοινωνικών μπλοκ. Αυτό της συνολικής Δεξιάς/Κεντροδεξιάς με κύριο εκφραστή την ΝΔ και αυτό της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς με βασικό εκφραστή τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαρροές των μικρών ή «μεσαίων» κεντροδεξιών/ ακροδεξιών αστικών κομμάτων προς την ΝΔ στις 17/6 καταγράφηκε με την συνολική άνοδο του κατεξοχήν αστικού/φιλελεύθερου κόμματος της ΝΔ και η οποία κέρδισε 10,8% σε 42 μέρες σκαρφαλώνοντας στο 29,7%. Ανάλογη πορεία είχε και ο ΣΥΡΙΖΑ  συνεχίζοντας την εκλογική του απογείωση και τελικά «σκαρφαλώνοντας» στο 27% της 17/6. Πορεία επικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα δύσκολη αν λάβουμε υπόψη την κοινωνική συμπύκνωση της πολιτικής και ταξικής δυναμικής των κοινωνικών στρωμάτων που εκφράζουν (Ηλία Ν. Παπαναστασίου, «Ταξική πόλωση», protagon.gr, 23 Ιουνίου 2012).

Ωστόσο, τα νούμερα δεν βγαίνουν, και απαιτείται μεγάλη δόση χειραγώγησης και ταχυδακτυλουργιών για να εμφανιστεί η εικόνα αυτή ως επιβεβαίωση της προφητείας.
Αν «ταξική πόλωση» σημαίνει «ύπαρξη δυο κοινωνικών μπλοκ, της συνολικής Δεξιάς/Κεντροδεξιάς με κύριο εκφραστή την ΝΔ και της Αριστεράς/Κεντροαριστεράς με βασικό εκφραστή τον ΣΥΡΙΖΑ», τότε είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι ποτέ στην ελληνική εκλογική ιστορία δεν υπήρχε μικρότερη ταξική πόλωση. Διότι, όπως είναι γνωστό, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, υπήρχαν ήδη δύο μπλοκ, και μάλιστα το καθένα από αυτά είχε όχι απλώς ως «κύριο» αλλά ως αποκλειστικό εκφραστή του ένα κόμμα. Οι τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις εμφάνισαντη μεγαλύτερη διασπορά και κατακερματισμό πολιτικών δυνάμεων που υπήρξε ποτέ. Αν η «επική πορεία» προς το 27% και το «σκαρφάλωμα» στο 29,7% –ποσοστά που ισχύουν για το 2012, ενώ το 14 ήταν ακόμη μικρότερα- συνιστούν «ταξική πόλωση», τότε τι θα πρέπει να πούμε για τα σαραντάρια και σαρανταπεντάρια που έπαιρναν επί δεκαετίες το πρώτο και το δεύτερο αντίστοιχα (ενιαίο) κόμμα;
Ισχυρίζομαι ότι τα στοιχεία που παρατίθενται επιλεκτικά δεν αρκούν για να πείσουν –παρά μόνο όσους είναι ήδη πεισμένοι- πως υπάρχει κάποιος (στατιστικά αξιολογήσιμος και εντονότερος απ’ ό,τι άλλοτε) αιτιώδης καθορισμός της κομματικής επιλογής των ψηφοφόρων από την ταξική τους τοποθέτηση, μεγαλύτερος απ’ ό,τι π.χ. από το χρώμα των μαλλιών τους.

Αυτές οι διαβεβαιώσεις λοιπόν περί «πολωμένης ψήφου» σε πείσμα των αριθμών είναι προβληματικές, για πολλούς λόγους.
Ο πρώτος αφορά την ίδια τη συγκρότηση και την εννοιολόγηση των στοιχείων. Η κατανομή του πληθυσμού στα τετραγωνάκια του πίνακα γίνεται με βάση όχι κοινωνικές τάξεις (πράγμα ούτως ή άλλως αδύνατο, αφού όπως ξέρουμε οι τάξεις δεν αποτελούνται από άτομα αλλά από θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας [3]), αλλά με βάση την (αυτο)τοποθέτηση σε ένα «μενού» επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Το μενού αυτό είναι εκείνο που έχει καταρτίσει και χρησιμοποιεί η κρατική γραφειοκρατία, και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, ακολουθεί και την παραδοσιακή φαλλογοκεντρική σύλληψη ότι ως «εργαζόμενος» νοείται μόνο ο άντρας, ο «αρχηγός οικογενείας». Έτσι, θυμίζοντας λίγο τον κατάλογο του Μπόρχες, η κατάταξη αυτή, εκτός από «μισθωτός», «αγρότης», «εργοδότης», έχειχωριστές κατηγορίες για τις «Νοικοκυρές» και για τους «Μαθητές / Σπουδαστές / Φοιτητές». Όπως είναι όμως προφανές, το αν κάποια είναι νοικοκυρά ή φοιτήτρια δεν εξαντλεί το ζήτημα της ταξικής της ένταξης με τη μαρξική έννοια.
Επίσης, στη λίστα εμφανίζονται αυτοτελώς οι «άνεργοι», ενώ οι «Επαγγελματίες-Βιοτέχνες- Μικροί έμποροι» καταλαμβάνουν όλοι μαζί ένα τετραγωνάκι, ενιαίο, και διακριτό από εκείνο των «Εργοδοτών-Επιχειρηματιών».

Αλλά ας δεχθούμε ότι μόνο αυτά τα στοιχεία είναι πρακτικώς διαθέσιμα και έστω κατά προσέγγιση πρέπει να βασιστούμε σε αυτά, ελλείψει άλλων. Ακόμα και με δεδομένες τις κατηγορίες, στα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται υπάρχει ένα εύρημα που δεν χωράει με τίποτα στην δεσπόζουσα αφήγηση. Αυτό είναι φυσικά τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής. Τα οποία είναι μεν υψηλά στην κατηγορία «εργοδότες», είναι όμως επίσης υψηλά στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, όσο και στους ανέργους.
Το ίδιο ισχύει για τα ποσοστά που πήραν όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Διότι, με βάση το σχήμα της «ταξικής πόλωσης δύο στρατοπέδων», πού θα έπρεπε να καταταγούν άραγε το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ, οι Οικολόγοι, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες; στο στρατόπεδο του κεφαλαίου ή της εργασίας, και γιατί;
Για να καλυφθεί αυτό το ρήγμα, επιστρατεύονται διάφορα μπαλώματα [4]: η Χρυσή Αυγή «κατά βάθος» είναι αναμφίβολα κόμμα του κεφαλαίου, (άλλωστε αυτό το έδειξε και το γνωστό ντοκυμανταίρ [5]), αλλά τα «λαϊκά στρώματα» την ψηφίζουν επειδή και αυτός είναι ένας άλλος τρόπος να εκφράσουν την «πόλωσή» τους –απλώς με μία ψήφο που είναι αντισυστημική απ’ τα δεξιά. Δηλαδή μπορεί εμείς να ξέρουμε ότι δεν είναι πραγματικά αντισυστημική, είναι αντισυστημική εντός εισαγωγικών, αλλά αυτοί που την ψηφίζουν δεν το ξέρουν. Όσο για τα άλλα κόμματα, αυτά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκφράζουν τα «μεσαία στρώματα», αν δεν αποτελούν κιόλας τεχνητές επινοήσεις του «συστήματος» στην προσπάθειά του να ανακόψει την πορεία προς την αναπόφευκτη πόλωση και να θολώσει την εικόνα των δύο στρατοπέδων.
Έτσι, όμως, είναι σαν να μετακινούμε τα δοκάρια ώστε η μπάλα να μπαίνει πάντα στην εστία. Διότι προσφεύγουμε σε έναν παράγοντα «μη ταξικό» (με την έννοια που δίνεται στον όρο στις παραπάνω αναλύσεις, δηλ. μη οικονομικό-εισοδηματικό) για να εξηγήσουμε περίπου το 50% του αποτελέσματος. Ωστόσο, η αφήγηση περί «πολέμου τάξης εναντίον τάξης», καθώς εμφανιζόταν ως προέκταση και εφαρμογή της μαρξικής θεωρίας (κατά την οποία «η ιστορία όλων των μέχρι σήμερα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων»), ερχόταν με την αρχική υπόσχεση μιας καθολικής εξήγησης. Τώρα φαίνεται να δεχόμαστε ότι ο νόμος της «ταξικής ψήφου» δεν έχει γενική ισχύ· είναι ένας νόμος «με αστερίσκους». Διότι τι είναι αυτό το «σύστημα» και από πού ήρθε; Βρίσκεται άραγε μέσα ή έξω από τα δύο στρατόπεδα και την πάλη τους; Πώς μπορούμε, με τα ίδια τα όπλα της δεσπόζουσας αφήγησης, να σκεφτούμε πότε λειτουργεί η αιτιότητα αυτή και πότε αναστέλλεται η λειτουργία της;
Το «σύστημα» είναι ένα ον που έχει τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στον ανταγωνισμό των δύο στρατοπέδων και να τον αλλοιώνει, προς όφελος όμως πάντα του ενός εκ των δύο. Είναι κάτι σαν διαιτητής σε αυτόν τον αγώνα ράγκμπυ. Στημένος βέβαια διαιτητής, αλλά αυτό είναι σχεδόν ταυτολογία, διότι στην ουσία της ιδιότητας του διαιτητή ανήκει το να είναι στημένος.
Το ον αυτό λοιπόν βρίσκεται και μέσα και έξω από τον ανταγωνισμό.
Είναι δηλαδή ο κυρίαρχος, αυτός που μπορεί να κηρύσσει την αναστολή της ισχύος του νόμου και την κατάσταση εξαίρεσης. Μόνο που η ύπαρξη και η δράση αυτού του κυριάρχου δεν είναι δηλωμένη και αναγνωρισμένη, μολονότι είναι απαραίτητη για τη συνοχή και τη λειτουργία του σχήματος. Η δεσπόζουσα αφήγηση δεν την έχει αναλάβει και δεν την έχει συμπεριλάβει στα εργαλεία με τα οποία μας υποσχέθηκε να ερμηνεύσει πλήρως τις πολιτικές εξελίξεις.

Υπάρχει κατά τη γνώμη μου ένας ριζικός τρόπος να αποφύγουμε τα αδιέξοδα αυτά. Το χειρότερο –ή ίσως το καλύτερο, ανάλογα από την οπτική γωνία απ’ την οποία το βλέπει κανείς- με την ανάλυση αυτή, δεν είναι ότι σφάλλει εμπειρικά και πραγματολογικά. Είναι ότι τζάμπα προσφεύγει σε αυτή η χειραγώγηση, διότι δεν παίζεται τίποτε από το αν η θεωρία περί πόλωσης επιβεβαιωθεί ή διαψευσθεί.
Αυτό που πρώτα απ’ όλα πάσχει είναι η εντύπωση ότι το μόνο εύφορο έδαφος, η μόνη προϋπόθεση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής είναι η πόλωση και η αναμέτρηση «τάξης εναντίον τάξης», και ότι άρα πάση θυσία πρέπει να πειστούμε, και να πείσουμε, πως αυτό ήδη συμβαίνει –ή απλώς εμποδίζεται προς το παρόν από διάφορα παράσιτα που όμως σύντομα θα εκλείψουν.
Ο πιο απλός τρόπος για να ξεφύγουμε από αυτές τις ταχυδακτυλουργίες και τις λήψεις του ζητουμένου είναι να εγκαταλείψουμε την ουσιοκρατία και την τελεολογία της τάξης. Να δούμε ότι αυτή αποτελεί απλώς μία υπερεγωτική δέσμευση των αριστερών κληρονομημένη από το παρελθόν, μία διαρκής επιτελεστική απολογία απέναντι στο ΚΚΕ –ή στις αμέτρητες πλέον ομάδες που θέλησαν κατά καιρούς, ή ακόμα θέλουν, να είναι «το σωστό» ΚΚΕ στη θέση του ΚΚΕ [6]. Το οποίο πάντοτε θεωρούνταν ως η προσωποποίηση της «ταξικότητας» και πάντοτε πιστωνόταν με μία αδιαφιλονίκητα προνομιακή σχέση με τον «κόσμο της εργασίας», ή με την «εργατιά» σύμφωνα με έναν όρο που ήταν εν χρήσει ιδίως παλιότερα. Απέναντι σε αυτή τη σχέση ένιωθε μονίμως ένα κόμπλεξ ο κόσμος που καταγόταν από το ρεύμα του ΚΚΕ εσ. και των σχημάτων που το διαδέχθηκαν. Ένα ρεύμα που ο Ανδρέας Παπανδρέου, την αρκετά μακρινή πλέον δεκαετία του 80, είχε αποκαλέσει «αριστερά των σαλονιών» [7].
Ωστόσο, αν ψάξουμε να δούμε τι είδους πλεονεκτήματα έχει επιτέλους αποφέρει στο ΚΚΕ αυτή η υποτιθέμενη σύνδεσή του με την εργατική τάξη, δεν θα βρούμε κάτι ιδιαίτερα αξιοζήλευτο. Το κόμμα αυτό όχι μόνο είναι καθηλωμένο στο ίδιο ουσιαστικά ποσοστό επί δεκαετίες, αλλά και από ποιοτική άποψη τον κόσμο αυτό που παίρνει μαζί του δεν δείχνει να μπορεί –ή να θέλει καν- να τον κάνει τίποτα, να τον πάει πουθενά (εάν υποθέσουμε ότι ο ίδιος αυτός ο κόσμος θέλει να πάει κάπου). Αν κοιτάξουμε δε τον ίδιο το λόγο του ΚΚΕ, θα βρούμε και εκεί να θεματοποιείται η «ταξικότητα» με βάση το ίδιο μείγμα εμπειρισμού και κανονιστικότητας. Ενδεικτικά:
ΦΙΛΙΩ ΣΑΡΑΝΤΙΔΟΥ: «Η ψήφος πρέπει να είναι ταξική», ήταν ο τίτλος προεκλογικού ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη της 31 Αυγούστου 2007 (αλλά θα μπορούσε να είχε δημοσιευτεί οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία τα τελευταία 40 τουλάχιστον χρόνια). Σε αυτό αναφέρεται ότι

η Φιλιώ Σαραντίδου, υποψήφια βουλευτής του ΚΚΕ, κάλεσε [τους εργάτες, τις εργάτριες και τα παιδιά τους] να ψηφίσουν με κριτήριο τα συμφέροντα της τάξης τους. Να ρίξουν στην κάλπη ψήφο ταξική, ψήφο στο ΚΚΕ.

Η ψήφος λοιπόν των εργατών (και των «παιδιών τους») δεν είναι (πάντα/ απαραίτητα) ταξική, γι’ αυτό πρέπει να τους εγκαλέσουμε και να τους υποδείξουμε ότι πρέπει να είναι. Υπάρχει ένα αμοιβαίο χρέος: το κόμμα έχει καθήκον να εκφράζει την εργατική τάξη, αλλά και η εργατική τάξη έχει σύστοιχο καθήκον να ψηφίζει το κόμμα της, διότι έτσι μόνο είναι σίγουρη ότι η ψήφος της «μένει εκεί και δεν πάει αλλού» –καλύτερη έκφραση της ακινησίας και της αδράνειας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς.

Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής βρίσκεται η λογική των ριζοσπαστικών κινημάτων του 21ου αιώνα. Μια λογική την οποία εισήγαγε πρόσφατα κατά παραδειγματικό τρόπο στο πολιτικό επίπεδο το νεοπαγές ισπανικό κόμμα-μη κόμμα Podemos.
Όπως εξηγούσε ο μπλόγκερ iohannesmaurus σε κείμενό του το οποίο πρόσφατα δημοσιεύσαμε μεταφρασμένο στα ελληνικά [8],

Η αριστερά, ειδικά της μαρξιστικής παράδοσης, τείνει να συλλαμβάνει την πολιτική δράση ως εφαρμογή μιας θεωρητικής αλήθειας, και πιστεύει ότι είναι δυνατό να δρα κανείς μόνο υπό τις μορφές εκπροσώπησης που έχουν αποκρυσταλλωθεί στο κόμμα ή στο κράτος ως γενική απεικόνιση [representación] της κοινωνίας.
Οι θέσεις αυτής της αριστεράς, συνέχιζε η ανάρτηση, «αρθρώνονται γύρω από τον ίδιο άξονα: τη σχέση αλήθειας-αντιπροσώπευσης».
Εν προκειμένω, στα εκλογολογικά τσαλαβουτήματα των αριστερών αρθρογράφων εγώ θα προσέθετα ότι ως αλήθεια εμφανίζεται η ίδια η αντιπροσώπευση –όταν είναι πράγματι ταξική, χωρίς παράσιτα.
Λέει π.χ. η Αυγή:

Στις περιοχές των «μισθωτών εργατών», Καματερό, Κερατσίνι, Νίκαια, Ρέντης, Περιστέρι, Αιγάλεω, η ΝΔ έλαβε ό,τι της άξιζε (Ανανδρανιστάκης, ό.π.)

Όμως, τι της άξιζε; Και με βάση ποιο μέτρο αξίας;
Αυτό δεν λέγεται ρητά. Η πολιτική πάντως εμφανίζεται εδώ ως ζήτημα αντιστοίχισης, προσαρμογής, ανταπόκρισης. Ως adequatio, όπως θα έλεγαν οι αριστοτελιστές του Μεσαίωνα – adequatio rei et intellectus ήταν γι’ αυτούς ο ορισμός της αλήθειας.
Ωστόσο, κάθε άξια του ονόματός της χειραφετητική πολιτική οφείλει να είναι πολιτική όχι της αντιστοίχισης, αλλά του μετασχηματισμού· όχι της πιστής και ευθείας έκφρασης μιας προϋπάρχουσας ταυτότητας, αλλά της διάρρηξης και της «αναταραχής ταυτοτήτων».
Το στοιχείο αυτό είναι πολύ επίμονα ορατό στο λόγο τού Ποδέμος. Το άρθρο που αναφέρθηκε επιμένει απερίφραστα στο γεγονός ότι το Ποδέμος εμφανίστηκε όχι για να εκφράσει και να αναπαραστήσει πιστά μία αλήθεια και μία ταυτότητα που προϋπήρχαν, αλλά για να αναδείξει μια αναντιστοιχία, ναανοίξει ένα κενό, ένα ρήγμα στο χώρο της αναπαράστασης. Να το ανοίξει καταλαμβάνοντάς το, ή να το καταλάβει ανοίγοντάς το –και αφήνοντας άλλες ροές να περάσουν από μέσα του.
Τα ίδια ακριβώς στοιχεία –για να περιοριστούμε σε υλικό που είναι διαθέσιμο στα ελληνικά- απαντούν και σε συνέντευξη του Χόρχε Μορούνο, που δημοσιεύθηκε στα Ενθέματα της Αυγής με τίτλο Podemos: να αλλάξουμε τον τρόπο της πολιτικής. Στους λόγους αυτούς όχι μόνο δεν υπάρχει η αναφορά στην εργατική –ή οποιαδήποτε άλλη- τάξη ως έσχατο κριτήριο αλήθειας και ορθότητας της δράσης της αριστεράς, αλλά σχεδόν δεν υπάρχει ούτε καν η αριστερά ως υπόσχεση προς τον ψηφοφόρο και ως εγγύηση συνέπειας. Όποιος λέει «ψηφίστε με επειδή είμαι συνεπής αριστερός», κερδίζει μόνο την επιδοκιμασία όσων είναι ήδη πεισμένοι ότι είναι καλό πράγμα να είσαι αριστερός –αλλά «πολώνει» και αποθαρρύνει όσους για τον Α ή τον Β λόγο είναι επιφυλακτικοί ή αδιάφοροι απέναντι σε αυτή την ταυτότητα, οδηγώντας τους να περιχαρακώνονται και να υψώνουν τείχη. Αντίθετα, όποιος λέει «ψηφίστε με για να ματαιώσουμε τις εξώσεις ενοικιαστών από τα σπίτια τους», πετυχαίνει μία συνεννόηση στην οποία δεν θέτει ως προαπαιτούμενο τη συμφωνία σε μια συνολική θεωρία ή ένα πρόταγμα, και είναι κάλλιστα δυνατό να πετυχαίνει εξίσου ή και ακόμη περισσότερο σημαντικά αποτελέσματα μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων με το αν την έθετε.
Νομίζω ότι αυτό μας δείχνει η πείρα όχι μόνο του Ποδέμος, αλλά όλων των σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν οπουδήποτε στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες. Κανένα από αυτά δεν βασίστηκε στην «αστυνομική» –με την έννοια του Ρανσιέρ- λειτουργία της πιστής έκφρασης ενός μέρους από μια δεδομένη κατανομή. Όλα αναφέρονταν στο μέρος «εκείνων που δεν έχουν μέρος», και έτσι συνίσταντο στη διακοπή των ήδη εδραιωμένων ταυτοτήτων, στο άνοιγμα γραμμών εξόδου, στην κατάληψη και τη μεταστροφή της χρήσης χώρων που πριν προορίζονταν για την «ομαλή κυκλοφορία» και επικοινωνία των ατόμων και των εμπορευμάτων. Με τη μεταφορική αλλά συχνά και με την κυριολεκτική, χωρική έννοια. Οι πρακτικές αυτές δεν εξέφραζαν γραμμικά ένα ή περισσότερα «κουτάκια» από την τακτοποιημένη εικόνα των «στρωμάτων» και των «πληθυσμιακών ομάδων»· ήταν γόνιμες στο βαθμό που κόμιζαν την αταξία και όχι την τάξη.
Όπως κάθε άλλη δραστηριότητα, έτσι και η ψήφος στις εκλογές μπορεί να βιωθεί ως μια σημαντική και ενδιαφέρουσα πολιτική πράξη στο βαθμό που εκφεύγει, που εκπλήσσει, που προδίδει, και όχι στο βαθμό που επιστρέφει εκεί που (θα έπρεπε να) ανήκει. Αν το ζητούμενο ήταν μια πρακτική η οποία να αποτυπώνει τέλεια την κατανομή του πληθυσμού σε «στρώματα» και «κατηγορίες», αυτή υπάρχει ήδη: είναι η απογραφή. Δεν προσθέτει τίποτε να γίνουν και εκλογές οι οποίες θα επαναλαμβάνουν τα δεδομένα της απογραφής, αναπαράγοντας το υπάρχον.
Μια ριζοσπαστική πολιτική λοιπόν δεν έχει ενδιαφέρον όταν απομακρύνει τα παράσιτα, αλλά αντίθετα όταν λειτουργεί η ίδια ως παράσιτο -όταν δεν αφήνει την κυκλοφορία και την επικοινωνία να κλείσει [9].
 ------------------------------------------------------------------------------------
[1] Βλ. Απάντηση στον Τζον Λιούις, Θεμέλιο, Αθήνα 1997, σελ. 65.
[2] Βλ. παλαιότερο σημείωμά μου, από τότε, με τίτλο «Αταξία εναντίον τάξης», και τις εκεί αναφορές.
[3] Βλ. Ν.Α. Πουλαντζά, Οι Κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, 1981, σ. 16.
[4] Εκτός βέβαια των περιπτώσεων όπου τα στοιχεία αυτά απλώς αγνοούνται και δεν αναφέρονται καν, όπως συμβαίνει στο άρθρο της Αυγής.
[5] Βλ. και παλαιότερο σημείωμα με τίτλο Οικονομισμός ΑΕ.
[6] Για μία αξιοπρόσεκτη στην τόλμη της αναγνώριση του γεγονότος αυτού στο πλαίσιο ακριβώς μιας τέτοιας ομάδας, βλ. Νίκος Βγέθης, Γιατί δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
[7] Ο όρος αυτός είχε βιωθεί τότε ως τρομερά προσβλητικός και τραυματικός, ανάλογος με τον κάπως μεταγενέστερο «αριστερά του καναπέ». Σύμφωνα με τα κλισέ του 19ου αιώνα στα οποία βασίζονται αυτές οι κατηγορίες, τα σπίτια των «πραγματικών» εργατών προφανώς δεν διαθέτουν ούτε σαλόνι, ούτε καναπέ.