Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

«Πάμε και βλέπουμε» ή αντικαπιταλιστική πολιτική;


των Χρήστου Λάσκου και Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Στη συνθήκη μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που φαίνεται ότι θα ενταθεί[1], κι ενώ η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, προεξάρχοντος του στραπατσαρισμένου Ολάντ, συνδιοργανώνει με την Δεξιά την υπαγωγή των εργαζόμενων της Ευρώπης στον κανόνα της λιτότητας, η Αριστερά είτε θα είναι αντικαπιταλιστική, είτε απλώς θα συντριβεί. Η γαλλική περίπτωση δείχνει ότι τα κοινωνικά στηρίγματα της Αριστεράς διεκδικεί σήμερα επιτυχώς μια Ακροδεξιά που ανεβαίνει παντού στην Ευρώπη, αρνούμενη την διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, μιλώντας εντούτοις «αντισυστημικά», και πείθοντας εκατομμύρια εργαζόμενους ότι το «αντισυστημικό» τους μέλλον είναι η εθνική προτίμηση: η προτεραιότητα των δικαιωμάτων τους έναντι των ξένων και, σε κάθε περίπτωση, η υποστήριξη των εθνικών «τους» κεφαλαίων έναντι των άλλων ευρωπαϊκών. Όσοι άκουσαν την φιλελληνίδα Μαρίν Λεπέν στην τηλεοπτική εκπομπή του θαυμαστή της, Ι. Κ. Πρετεντέρη, κι όσοι είδαν ποιοι ψήφισαν το Εθνικό Μέτωπο την προηγούμενη Κυριακή[2], είχαν μια καλή ευκαιρία να βεβαιώσουν όλα τα παραπάνω.

Στα συμφραζόμενα λοιπόν μιας καπιταλιστικης κρίσης που ενδέχεται σύντομα να βαθύνει, κι άρα με βάση την επείγουσα ανάγκη μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής (πότε θα ήταν πιο επίκαιρη μια τέτοια;), χρειάζεται να αποτιμήσουμε το πρώτο δίμηνο της κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» – από την διαπραγμάτευση και το εσωτερικό μέτωπο, μέχρι την κατάσταση του κόμματος. Εδώ που βρισκόμαστε, το χρήσιμο δεν είναι η σπέκουλα σε πραγματικές αδυναμίες ή η διεκτραγώδηση των συμβιβασμών· δεν είναι, όμως, ούτε κι ο εφησυχασμός στην δημοσκοπική επικύρωση των κυβερνητικών χειρισμών, η εκχώρηση δηλαδή της πολιτικής του κόμματος στην κυβέρνηση.

* * *

Οι δύο πρώτοι μήνες της νέας κυβέρνησης υπήρξαν μια δύσκολη ισορροπία, ανάμεσα σε έναν επώδυνο συμβιβασμό υπό ασφυκτική πίεση, από τη μια, και μια δέσμη σημαντικών πρωτοβουλιών στο εσωτερικό μέτωπο, από την άλλη (ανθρωπιστική κρίση, 100 δόσεις, πρώτη κατοικία, νέα ΕΡΤ, φυλακές, μεταναστευτικό). Όμως, η προφανής σημασία των πρωτοβουλιών αυτών, όπως και η ανακουφιστική δήλωση, ότι η κυβέρνηση προτιμά να πληρώνει μισθούς και συντάξεις αντί για χρέη, δεν αναιρούν την απουσία μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής για τον ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς και για την κυβέρνηση. Το είδαμε με διάφορες αφορμές: την συμπερίληψη, στο επιτελείο της διαπραγμάτευσης, κακόφημων τεχνοκρατών του παλαιού καθεστώτος· την απώθηση μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με τους «θεσμούς» ως «Αρμαγεδδώνα»· την μετάθεση της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και την μη κατάργηση του νόμου για τις εργάσιμες Κυριακές, υπό το φόβο ενός σοκ στην αγορά· την αδιαφορία του «νομοθέτη» για την εμπειρία της αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ3· την αφωνία, στο εσωτερικό μας, τόσο για το πώς αντιμετωπίζεται η διαρκής εκροή καταθέσεων, όσο και για τα αποδεκτά όρια της «δημιουργικής ασάφειας» στα εργασιακά και τις ιδιωτικοποιήσεις. Το ίδιο ισχύει και για άλλα, εξίσου κρίσιμα, που επίσης δεν απασχολούν: ζητήματα συμμετοχής των εργαζομένων και κοινωνικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα, που θα έδιναν ισχυρότατη νομιμοποίηση σε μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση· ζητήματα αναδιοργάνωσης του συνδικαλισμού και εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις· η αντιμετώπιση της ανεργίας, απουσία ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς τα περιθώρια της καπιταλιστικής κερδοφορίας μέσα στην κρίση θα παραμείνουν για καιρό χαμηλά. Και βέβαια η επείγουσα διεθνοποίηση του αγώνα ενάντια στη λιτότητα.

Δεν είναι θέμα κακών προθέσεων ή κάποιας κλίσης προς τον συμβιβασμό. Η έλλειψη αντικαπιταλιστικής πολιτικής για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί «άποψη», που λέει περίπου τα εξής: Η νέα κυβέρνηση δεν εκλέχτηκε για να οργανώσει την μετάβαση στον σοσιαλισμό – αυτό δεν τίθεται καν στην παρούσα δυσμενή συγκυρία· εκλέχτηκε ως κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας», ειδικού σκοπού, άρα χρειάζεται μια «πρακτική» πολιτική: ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης, αναθέρμανση της οικονομίας μέσω τόνωσης της ζήτησης, προοδευτική φορολογία. Πέρα από τις μαρξιστικές αναλύσεις, λοιπόν, η ρεαλιστική πρακτική πολιτική είναι –υποστηρίζεται άρρητα ή ρητά– η κεϋνσιανή πολιτική. Τα άλλα άλλοτε.

Στην άποψη αυτή, που διαχωρίζει το άμεσο και πρακτικό (νεοκεϋνσιανό) από το μεσο-μακροπρόθεσμο (αντικαπιταλιστικό), βλέποντας το δεύτερο ως θεωρητική εμμονή, μοιάζει να συναντιούνται δύο αντιπαρατιθέμενα «μπλοκ» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Σχηματοποιώντας: από τη μια αυτοί που θεωρούν απαγορευτική την σύγκρουση με τους «θεσμούς», χάριν της παραμονής στην Ευρωζώνη· από την άλλη εκείνοι που καιρό τώρα ζητούν την επιστροφή, χωρίς συγκρούσεις και εδώ, στο εθνικό νόμισμα. Παραδόξως, η δεύτερη στρατηγική έχει πολιτογραφηθεί ως αριστερή εσωκομματική αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ – ενώ πρόταγμά της, όπως το θέτει ο Κώστας Λαπαβίτσας, είναι μια ελληνική ΝΕΠ, στηριγμένη στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις[3]. Ότι στο περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης, τα περιθώρια κερδοφορίας (και) αυτών των τελευταίων περνούν από την περαιτέρω αξίωση επί του μισθού και των εργατικών δικαιωμάτων –κι ενώ η πραγματικότητα της εργασιακής φτώχειας (βλ. ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2012) αποτελεί το προοίμιο μιας νέας ανθρωπιστικής κρίσης– μοιάζει να μην απασχολεί.

Κρίνοντας από την πολιτική απόφαση της τελευταίας Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, και την μέχρι τώρα γενική διάταξη του κόμματος, τα περισσότερα από τα παραπάνω, ενώ απασχολούν όλους, βρίσκονται εκτός συζήτησης μεταξύ στελεχών, μελών και συλλογικών σωμάτων. Ένα ζήτημα είναι αν (και πού αλλού) συζητιούνται. Ένα άλλο είναι ότι το κόμμα μας, ο συλλογικός δηλαδή διανοούμενος, πρέπει να τα αναλάβει –να τα αναλάβουμε– το συντομότερο δυνατό.


Το κείμενο δημοσιεύεται στην Κυριακάτικη Αυγή (29.3.2015)

______________





Πηγή Red NoteBook