Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Σοσιαλισμός ή γιατί έχει δίκιο ο Τσακαλώτος


του Χρήστου Λάσκου


Δεδομένου πως είναι γενικά παραδεκτό πλέον πως η πιθανότητα να έχουμε σύντομα κυβέρνηση της Αριστεράς στη χώρα μας είναι πολύ αυξημένη, θα είχε αξία να θυμηθούμε με ποιές μορφές εμφανίσθηκε στο παρελθόν η ίδια προοπτική. 

Σχηματοποιώντας, νομίζω πως η θεματική της κυβέρνησης της Αριστεράς αντιμετωπίστηκε ιστορικά σε δύο παραλλαγές, εξαιρετικά αποκλίνουσες μεταξύ τους:

Η πρώτη, η οποία επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, είχε στο πυρήνα της την ιδέα πως μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να αποτελέσει το άμεσο προανάκρουσμα μιας επαναστατικής στρατηγικής για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Η κομμουνιστική Διεθνής, λοιπόν, βάσει της εκτίμησης πως στη Γερμανία διαμορφώνονταν με γρήγορους ρυθμούς μια επαναστατική κατάσταση, παρώθησε στα 1923 το KPD να συμμετάσχει στη δημιουργία αριστερών κυβερνήσεων στη Σαξονία και τη Θουριγγία. Η εξασφάλιση πρόσβασης του μελλοντικώς επαναστατημένου λαού σε οπλισμό υπήρξε ένα από τα βασικά επιχειρήματα αυτής της επιλογής. Η παταγώδης, ωστόσο, αποτυχία του εγχειρήματος, η οποία απέκτησε και παρωδιακά χαρακτηριστικά από μια στιγμή κι έπειτα, έκανε τη συγκεκριμένη εμπειρία και τη συζήτηση που είχε αναπτυχθεί σχετικά να απωθηθεί στα έγκατα του αριστερού ασυνειδήτου. Στο μέτρο, μάλιστα, που ήρθε δυό μόλις χρόνια μετά από την πραξικοπηματική ανοησία της «Δράσης του Μαρτίου» του 1921, όταν είχε επιχειρηθεί η παρωθούμενη μέσω «παραδειγματικών ενεργειών» πρόκληση της επανάστασης, συνιστούσε πλέον υπόδειγμα πολιτικής ασυναρτησίας, πολύ δύσκολα εκλογικεύσιμο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας κόντεψε να διαλυθεί σχεδόν με την ίδρυσή  του. Το γεγονός πως δεν συνέβη κάτι τέτοιο κάνει τον τυχοδιωκτισμό ακόμη επαχθέστερο, γιατί δείχνει πως μια άλλη πολιτική πράξη θα μπορούσε να ανοίξει πραγματικά δρόμους για τον τόσο αναμενόμενο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Γερμανίας. 

Η δεύτερη εκδοχή αριστερών κυβερνήσεων είναι αυτές που προέκυψαν στη βάση ενός προγράμματος «αντιμονοπωλιακής προοδευτικής αλλαγής», που θα κάλυπτε ένα στάδιο πριν από τη σοσιαλιστική μεταβολή. Η χαρακτηριστική έκφραση περί «προωθημένης δημοκρατίας» του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας υποδήλωνε, αν έσκυβε κανείς στις επεξεργασίες του, μια τέτοια αντίληψη. Η αριστερή κυβέρνηση είχε ως αποστολή να ανοίξει αυτό το πρώτο στάδιο. Υλοποιώντας ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης των «μονοπωλίων», κρατικοποιώντας ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και ασκώντας μια εν πολλοίς κεϋνσιανή πολιτική, θα διαμόρφωνε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, η οποία θα επέτρεπε στο μέλλον το «πέρασμα» στο επόμενο στάδιο. Η επίσης παταγώδης αποτυχία ιδίως των σχετικών εγχειρημάτων της δεκαετίας του ’70 στην Ευρώπη έκανε και αυτήν την εκδοχή αναξιόπιστη. Τα χαρακτηριστικά τους, βέβαια, ο κυβερνητισμός, ο κρατισμός, ο λαϊκομετωπισμός και η αναγωγή του εθνικού πλαισίου ως προνομιακού, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ατυχή έκβαση – συχνά με ένα φύσημα του ανέμου, με μια επίθεση των χρηματαγορών π.χ. στο νόμισμα. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί αυτό: στην περίπτωση αυτών των εγχειρημάτων δεν απαιτήθηκε κάποια σημαντική αντεπαναστατική δράση των κυρίαρχων τάξεων. Οι αριστερές κυβερνήσεις κατέρρευσαν γρήγορα και χωρίς πολλά πολλά. 

Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό που έχει καταχωριστεί ως αριστερός ευρωκομμουνισμός, η αριστερή επεξεργασία της στρατηγικής του Δημοκρατικού Δρόμου, όπως παρουσιάστηκε μεταξύ άλλων από τον Πουλαντζά, τον Κλαουντίν και τον Ινγκράο, επιχείρησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Χωρίς αμφιβολία, νομίζω, υπήρξε η πιο παραγωγική σε αυτήν την κατεύθυνση. Πράγμα, ωστόσο, που κάθε άλλο παρά σημαίνει πως μας έδωσε κάτι περισσότερο από σημαντικούς οδοδείκτες. 

Θέλω να πω, το τι σημαίνει αριστερή κυβέρνηση, το τι κάνει μια αριστερή κυβέρνηση και το τι κάνει μια κυβέρνηση να είναι αριστερή είναι ανοιχτά ερωτήματα προς απάντηση. Οι συνθήκες της νεοφιλελεύθερης-ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης και της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης θέτουν και ειδικότερες επερωτήσεις. 

* * *

Εδώ, λοιπόν, είμαστε. Χωρίς «θεωρία» για την αριστερή κυβέρνηση και με ιστορικά παραδείγματα το λιγότερο προβληματικά. Και, παρ’ όλα αυτά, μπροστά στην προοπτική της  αριστερής κυβέρνησης και, ακόμη περισσότερο, μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση. 

Θα κινηθούμε, συνεπώς, σε αχαρτογράφητη περιοχή και αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία και από τη «γνώση» μας είναι να μην είμαστε ανυποψίαστοι. Πράγμα καθόλου βέβαιο, δεδομένου πως ένα σημαντικό τμήμα της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα προβληματίζεται σχετικά, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι της μειοψηφίας θεωρεί περίπου πως αρκεί να βγούμε «εκτός» κι όλα τ’ άλλα θα έρθουν. Την ώρα που το πρώτο ψάχνει την κατάλληλη «αναπτυξιακή πολιτική», το δεύτερο βαφτίζει αντικαπιταλιστικό το 1/4 του προγράμματος της γαλλικής Αριστεράς του ’70 επιμένοντας στη μεγάλη ώθηση που σημαίνει η «νομισματική αυτονομία».

Κατά τη γνώμη μου, και οι δύο αυτές τοποθετήσεις είναι έωλες κι αντιπαραγωγικές. Διότι, τελικά, είτε αγνοούν τα «ζητήματα του σοσιαλισμού» είτε τα αντιλαμβάνονται ως υλικό για διακηρυκτική διεκπεραίωση. Νομίζω, δηλαδή, πως χωρίς μια ιδέα σχετικά με τη στρατηγική σύνδεση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό το σχέδιο δεν θα μακροημερεύσει. Σημαίνει αυτό πως η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού»; Επειδή πολύ έχουμε καεί από τις «οικοδομήσεις», ας το θέσω σαφέστερα.

Το ζήτημα που κατεξοχήν τίθεται για μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι πώς θα πορευτεί εξαρχής έτσι ώστε κάθε της βήμα να είναι βήμα ενδυνάμωσης των κατώτερων τάξεων, βήμα ενίσχυσης του κοινωνικού συσχετισμού που τις ευνοεί. Το ζήτημα είναι ποιο μεταβατικό πρόγραμμα, οσοδήποτε ελάχιστο, μπορεί να μεταβάλλει άμεσα τη μοίρα των φτωχών και εκμεταλλευόμενων, ώστε να εμπλακούν με τον πιο ενεργητικό τρόπο στην υπόθεση. Το ζήτημα, επιπλέον, είναι πώς ο ταξικός χαρακτήρας του «μικρού» προγράμματος θα είναι σαφής, ώστε να γίνεται αντιληπτός από όλους στην Ευρώπη και τον κόσμο, των οποίων η αλληλεγγύη και η συστράτευση μας ενδιαφέρει.  

Ισχυρίζομαι πως αυτά είναι πολύ περισσότερο σοσιαλισμός από ό,τι οι εθνικοποιήσεις. Επειδή, για να ξαναθυμηθούμε το Μαρξ, ο κομμουνισμός είναι το κίνημα που καταργεί καθημερινά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, οι πρακτικές που το κάνουν με τη πλειοψηφική συμμετοχή των ανθρώπων είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο από όλα. 

Οι αλληλέγγυες πρακτικές τώρα, οι προσπάθειες για την επέκταση του χώρου της κοινωνικής οικονομίας, τα εγχειρήματα μείωσης της επικράτειας του εμπορεύματος και του θεάματος μέρα τη μέρα, η ενίσχυση αυτοδιαχειριζόμενων μονάδων παραγωγής από την πρώτη στιγμή, η επέκταση του χώρου των αμεσοδημοκρατικών πρακτικών μαζί με το «μικρό» σαφές πρόγραμμα και τη μόνιμη διεθνιστική έγνοια, κάνουν την κυβέρνηση της Αριστεράς πρώτη πράξη ενός ριζικότατου κοινωνικού μετασχηματισμού. Με αυτήν την έννοια, η αριστερή κυβέρνηση μπορεί να είναι μια κυβέρνηση για το σοσιαλισμό - αλλιώς δεν θα καταφέρει και πολλά. Πράγμα, όμως, που δεν σημαίνει μαξιμαλιστικές κορώνες , αλλά έμπρακτη δέσμευση υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης.  

Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Τσακαλώτος, όταν μονότονα επαναλαμβάνει πως θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλες τις θεσμικές και οικονομικές μορφές, που είναι πρόσφορες, προκειμένου να υπηρετήσουμε το στόχο. Χωρίς καμιά εμμονή στο τόσο προσφιλή στην ιστορική Αριστερά κρατισμό. Χωρίς κανένα δογματισμό σχετικά με κάποιες δήθεν εγγενώς προνομιακές μορφές ιδιοκτησίας –κρατικές και πάλι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και έχει δίκιο, επιπλέον, όταν επισημαίνει πως αυτή η «πλουραλιστική» διάθεση είναι προφανές πλεονέκτημα απέναντι στη μονοκαλλιέργεια των αγοραίων πρακτικών, που είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του ύστερου, όλο και καθαρότερου, καπιταλισμού –και μαζί ένδειξη αδυναμίας. 

Αυτές, νομίζω, είναι οι θεματικές που ανοίγονται αναγκαστικά μπροστά μας. Και, προς το παρόν, πολύ λίγο μας απασχολούν.

Πηγή Red NoteBook

Οι συμμαχίες και τα εμπόδιά τους


τoυ Νικόλα Σεβαστάκη 


Στις συνθήκες της κρίσης, οι πολιτικές συμμαχίες είναι μια δύσκολη και περίπλοκη εξίσωση για όλους τους μετέχοντες στην πολιτική σκηνή. Η παγίωση των απορριπτικών συναισθημάτων στην κοινωνία ενισχύει τον ναρκισσισμό των «μικρών διαφορών», τα τεχνάσματα αυτοσυντήρησης, τους αμυντικούς φόβους ή και τους προσωπικούς τυχοδιωκτισμούς. Στο μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια, ανέβηκαν οι τόνοι και ανοίχτηκαν ψυχικά και συναισθηματικά ρήγματα. Η πολιτική διαμάχη έλαβε διαστάσεις πρωτοφανούς επιθετικότητας, δίχως δεύτερες σκέψεις για τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε όλο αυτό στο μέλλον. 

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα που θέλησε να είναι πρωτίστως η πολιτική έκφραση της λαϊκής αγανάκτησης, προκύπτουν μεγαλύτερες δυσκολίες. Το άγχος ταυτότητας, οι αυτοματισμοί του πολιτικού ανταγωνισμού από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο φόβος μην καταγραφεί ως «συστημικός», όλα αυτά επιδρούν στον συγκεκριμένο χώρο με έντονο τρόπο. 

Η ειλικρίνεια επιβάλλει την εξής διαπίστωση: για τον οργανωμένο ΣΥΡΙΖΑ οι συμμαχίες προσεγγίζονται ως αναγκαίο κακό ή με την παραδοσιακή καχυποψία απέναντι στην απειλή της «παρέκκλισης». Επικράτησε η βεβαιότητα ότι η αντιμνημονιακή ορμή του 2011-12 θα έδινε λύση και στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας μέσα από τη συνάθροιση των επιμέρους αντιστάσεων σε ένα μεγάλο κοινωνικό μέτωπο. Αυτό το μέτωπο θα γεννούσε και το πραγματικό πολιτικό του μέγεθος. 

Στο πέρασμα του χρόνου έγινε όμως φανερή η πολυσημία και πανσπερμία των αρνήσεων που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα της κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, παγιώθηκε η αντίληψη ότι το αντιμνημονιακό κοινό αίσθημα είναι η νέα μαγιά της αντιστασιακής ψυχής του έθνους, ένα πρόπλασμα σύγχρονου ΕΑΜ. Η αποτύπωση, ωστόσο, μιας ρευστής πραγματικότητας ως εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ δύο βουλήσεων, υπονομεύει τη δυνατότητα κάθε διαλόγου που αποτελεί προϋπόθεση κάθε πολιτικής συμμαχίας. Με ποιον να συνομιλήσεις, πόσο μάλλον να συμμαχήσεις πολιτικά, αν πιστεύεις ότι όλα τα άλλα δημόσια επιχειρήματα είναι αποχρώσεις του κακού; 

Θεωρείται, επίσης, εδραία αλήθεια ότι η κρίση φτιάχνει έναν κοινωνικό και ταξικό διχασμό που στη μια του άκρη είναι ο νεοφιλελευθερισμός και στην άλλη το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Σαν να μην υπάρχει ένας λαός της ελληνικής Δεξιάς, ρηχής και βαθιάς. Και σαν να μην υφίσταται ένα άλλο τμήμα του πληθυσμού που δεν αναγνωρίζεται ούτε στο δεξιό συντηρητισμό ούτε όμως και στις μνήμες ή στους συμβολισμούς της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η αφαίρεση μιας σύνθετης πραγματικότητας στο όνομα της ταξικής της χαρτογράφησης ή των νέων ΕΑΜ, δημιούργησε αυταπάτες. Νομίζω όμως ότι εμποδίζει εδώ και καιρό την ανάγνωση της συγκυρίας. 

Θα έλεγε κανείς ότι οι συμμαχίες μπορούν να γίνουν ορατές όταν ένας πολιτικός χώρος ξεκαθαρίζει προς το εσωτερικό του και προς τα έξω ότι η ανασυγκρότηση του κράτους και της κοινωνίας χρειάζεται διανοητικά εργαλεία, πολιτικές ιδέες και ανθρώπινες ποιότητες από πολλές πηγές. Η έξοδος από την κρίση δίχως υπερβάσεις σε ιδέες και κληρονομημένα αισθήματα δεν είναι δυνατή. 

Η συμμαχία των «αντιμνημονιακών» προσωπικοτήτων είναι συνταγή για την εμφάνιση επικίνδυνων φαινομένων τύπου Καρυπίδη. Η συμμαχία που αναζητά εναγωνίως το άρωμα της ενότητας των «συνεπών αριστερών» –τύπου ΚΚΕ και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς– συνιστά τεράστια πολιτισμική οπισθοχώρηση, πέρα από το πολιτικό της αδιέξοδο. 

Μοναδική προοπτική θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, η μέριμνα για το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που αναγνωρίζουν τη σημασία του κοινωνικού ζητήματος και συγχρόνως επιδιώκουν προοδευτικές τομές τόσο στα φθαρμένα πρότυπα της «ρηχής ευημερίας» όσο και στις συνταγές της «ανταγωνιστικής λιτότητας». Εχω όμως την αίσθηση ότι όσο κυριαρχεί η δαιμονοποίηση κάθε σοσιαλδημοκρατίας, όσο περνά σε τρίτη μοίρα η ανάγκη για αποστάσεις από τις στρεβλώσεις του εγχώριου κοινωνικού μοντέλου στο όνομα των πρόσφατων δεινών του, όσο χτίζονται τείχη κακοπιστίας, τόσο περισσότερο δυσκολεύει και η προοπτική των συμμαχιών. 


Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Φουκώ: η κολαστική κοινωνία και ο νομαδισμός


Δημοσιεύουμε παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο Michel Foucault, La société punitive : Cours au Collège de France 1972-1973, ΕΗΕSS-Gallimard-Seuil, Paris 2013,το οποίο αποτελεί τον 11ο κατά σειρά έκδοσης (αλλά το 3ο κατά χρονολογική σειρά) τόμο στη μεταθανάτια έκδοση των παραδόσεων του φιλοσόφου που επιμελούνται οι François Ewald, Alessandro Fontana και Bernard Harcourt, και συγκεκριμένα από την παράδοση της 14/3/1972. Ο τίτλος είναι του μεταφραστή. Οι σημειώσεις είναι των επιμελητών, εκτός αν αναφέρεται αλλιώς.

* * *

Όταν μίλησα για παρανομία υπό τη μορφή της λεηλασίας, μίλησα για τον συσσωρευμένο πλούτο σαν να αποτελούνταν από αγαθά προς κατανάλωση, από στοιχεία πλούτου προς θέση σε κυκλοφορία τα οποία θα μπορούσε κανείς να τα ιδιοποιηθεί είτε για να τα χρησιμοποιήσει ο ίδιος, είτε για να τα διανείμει. Αλλά αυτό ήταν απλώς μια αφαίρεση. Ο πλούτος αυτός είναι πριν απ’ όλα ένας μηχανισμός παραγωγής, σε σχέση με τον οποίο το σώμα του εργάτη –τώρα άμεσα παρόν σε σχέση με αυτόν τον πλούτο ο οποίος δεν θα του ανήκει- δεν είναι πλέον απλή επιθυμία, αλλά εργατική δύναμη, η οποία πρέπει να γίνει παραγωγική δύναμη. Σε αυτό ακριβώς το σημείο του μετασχηματισμού της σωματικής δύναμης σε εργατική δύναμη και της ενσωμάτωσης αυτής της δύναμης σε ένα σύστημα παραγωγής που θα την κάνει παραγωγική δύναμη, συγκροτείται μία νέα τάση παρανομίας, η οποία, όπως και εκείνη της λεηλασίας, αφορά τη σχέση ανάμεσα στο σώμα του εργάτη και το σώμα του πλούτου, αλλά το σημείο εφαρμογής της δεν είναι πλέον το σώμα του πλούτου ως αντικείμενο πιθανής ιδιοποίησης, αλλά το σώμα του εργάτη ως δύναμη παραγωγής.

Αυτή η τάση παρανομίας συνίσταται κατ’ ουσίαν στην άρνηση εφαρμογής αυτής της δύναμης στο μηχανισμό παραγωγής. Μπορεί να πάρει περισσότερες μορφές: 1) την απόφαση της οκνηρίας: την άρνηση του εργάτη να προσφέρει στην αγορά εργασίας αυτά τα μπράτσα αυτό το σώμα, αυτή τη δύναμη· την τάση να τα «κλέψει» από το νόμο του ελεύθερου ανταγωνισμού της εργασίας, από την αγορά· 2) την εργατική αταξία, το νομαδισμό: την άρνησή του να εφαρμόσει τη δύναμή του εκεί που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει· αυτό σημαίνει ότι διασπείρει αυτές τις δυνάμεις, αποφασίζει ο ίδιος για πόσο χρόνο θα τις εφαρμόσει· 3) η γιορτή: να μη διατηρείς αυτή τη δύναμη μέσα σε όλα όσα θα μπορούσαν να της επιτρέψουν να χρησιμοποιηθεί, να τη σπαταλάς μη φροντίζοντας το σώμα σου, πέφτοντας στην αταξία· 3) Η άρνηση της οικογένειας: να μη χρησιμοποιείς το σώμα σου για την αναπαραγωγή των εργασιακών του δυνάμεων στη μορφή μιας οικογένειας που αναθρέφει η ίδια τα τέκνα της και εγγυάται, με τις φροντίδες που τους παρέχει, την ανανέωση των εργασιακών δυνάμεων· εδώ έχουμε την άρνηση της οικογένειας μέσω της παλλακείας, της ασωτείας.

Αυτό το σύνολο πρακτικών αναδεικνύεται και καταγγέλλεται από μια ολόκληρη σειρά συγγραφέων που εμφανίζουν τις αγορεύσεις τους ως ένα εγχείρημα ηθικοποίησης της εργατικής τάξης. Έτσι, στο έργο του De la moralisation des classes laborieuses [Περί ηθικοποιήσεως των εργαζομένων τάξεων] (Παρίσι, Guillaumin 1851), ο Grün επισημαίνει τις κύριες μάστιγες της εργατικής τάξης: 1) την ακράτεια· 2) την απερισκεψία και τους πρώιμους γάμους: ο άνθρωπος πρέπει να παντρεύεται μόνο αν έχει τα μέσα να συντηρήσει οικογένεια· πρέπει να ενσταλάξουμε την καθαρότητα των ηθών αναθέτοντας την εκπαίδευση «στη θρησκευτική διδαχή, στην ευαισθητοποίηση των πατέρων και των μητέρων, στην επαγρύπνηση των εργοδοτών»· 3) ο στροβιλισμός, τα αναρχικά πάθη, η άρνηση υπαγωγής στους νόμους και εγκατάστασης· 4) η έλλειψη οικονομίας· 5) η άρνηση εκπαίδευσης και τελειοποίησης της δύναμης προς εργασία· 6) η έλλειψη υγιεινής· 7) η κακή χρήση της αναψυχής· πρέπει λοιπόν οι εργοδότες και η διοίκηση να καταπιαστούν να τους οργανώσουν. Όλα αυτά παρουσιάζονται ως μία συνηγορία για πράγματα που θα αποσπάσουν τις εργαζόμενες τάξεις από την αθλιότητα και θα τις κάνει πιο ευτυχείς. Αλλά αυτή η φιλολογία λέει επίσης ρητά ότι είναι προς το συμφέρον του αφεντικού να εφαρμοστεί πραγματικά αυτή η δύναμη εργασίας στο μηχανισμό παραγωγής.

Έτσι, εμφανίζεται μία τάση παρανομίας που συνδέεται όχι με τη λεηλασία, αλλά με τη διάχυση: το επίδικο εδώ δεν είναι πλέον μια σχέση επιθυμίας προς την υλικότητα του πλούτου, είναι μία σχέση πρόσδεσης στο μηχανισμό παραγωγής. Η τάση αυτή θα έχει τη μορφή της λούφας, των καθυστερήσεων, της τεμπελιάς, των γιορτών, της ασωτείας, του νομαδισμού, με δυο λόγια κάθε μορφή που ανήκει στην τάξη της μη κανονικότητας, της κινητικότητας στο χώρο. Σε ένα κείμενο του 1840, ο Μισέλ Σεβαλιέ γράφει: «από την ακανόνιστη ύπαρξη στη διαταραγμένη ζωή, είναι μόνο ένα βήμα». Αυτή τη στιγμή, ο βιομηχανικός στρατός έχει την ίδια μορφή ζωής, τις ίδιες πρακτικές «με τα βαρβαρικά, απείθαρχα, ρακένδυτα, αρπακτικά στίφη που αποτελούσαν τους στρατούς πριν από χίλια διακόσια χρόνια». Πρέπει κάποια μέρα ο βιομηχανικός στρατός να εγκαταλείψει αυτό το παλιό ρακένδυτο μοντέλο και να αρχίσει να μοιάζει με αυτό που είναι ο στρατός σήμερα, σε αυτά τα «τακτικά σώματα, που είναι καλά εξοπλισμένα και πειθαρχημένα (…). Εκεί, μία ακούραστη πρόνοια συνοδεύει τον καθένα απ’ τη στιγμή που κατατάσσεται μέχρι τη στιγμή της συνταξιοδότησής του, μέχρι τη στιγμή του θανάτου του· ανεκτίμητη ευεργεσία μετά την οποία ανασαίνουν σήμερα οι προλετάριοί μας, έτσι όπως συντρίβονται από το βάρος της απόλυτης ανεξαρτησίας τους!»[1].

Aσφαλώς, ο 19ος αιώνας δεν ανακάλυψε την οκνηρία, αλλά θα ήταν δυνατό να γίνει μια ολόκληρη ιστορία της τεμπελιάς, δηλαδή όχι της αναψυχής –που είναι ο τρόπος με τον οποίο η οκνηρία κωδικοποιήθηκε, θεσμοποιήθηκε, ένας ορισμένος τρόπος να κατανείμουμε τη μη-εργασία κατά μήκος των κύκλων της παραγωγής, να ενσωματώσουμε την οκνηρία στην οικονομία αναλαμβάνοντάς την και ελέγχοντάς την στο εσωτερικό ενός συστήματος της κατανάλωσης-, αλλά των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι ξεφεύγουν από την υποχρέωση της εργασίας, υπεξαιρούν την εργατική δύναμη, δεν αφήνονται να συγκρατηθούν και να καθηλωθούν στο μηχανισμό παραγωγής. Αν λοιπόν μπορεί να υπάρξει μια ιστορία της τεμπελιάς, αυτό συμβαίνει επειδή δεν αποτελεί το διακύβευμα των ίδιων αγώνων σε σχέση με τις διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις εντός των οποίων έρχεται να παίξει το ρόλο της ως δύναμη αναταραχής. Υπάρχει μια κλασική μορφή τεμπελιάς, το 17ο-18ο αιώνα, που ορίζεται ως οκνηρία. Αυτή εντοπίζεται και ελέγχεται σε δύο επίπεδα: υφίσταται μια πίεση τοπική, σχεδόν ατομική –την πίεση του αρχιτεχνίτη που βάζει τον μαθητευόμενό του να δουλεύει όσο το δυνατόν περισσότερο. Στο κρατικό επίπεδο, σε μια μορφή οικονομίας που επί καιρό κυριαρχείται από τα θέματα του μερκαντιλισμού, υπάρχει η υποχρέωση να βάλουμε όλο τον κόσμο να δουλέψει για να αυξήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την παραγωγή –η αστυνομία, οι εργοδηγοί είναι τα όργανά της. Ανάμεσα στις δύο αυτές πιέσεις του χειροτεχνικού πυρήνα και της κρατικής αστυνομίας, η οκνηρία διαθέτει ευρύ περιθώριο για να εκδηλωθεί. Το 19ο αιώνα, η οκνηρία θα έχει μια άλλη μορφή· πρώτον, επειδή θα υπάρχει ανάγκη για συγκυριακούς οκνηρούς: τους ανέργους. Εξ ου και βλέπουμε τον ψόγο περί οκνηρίας να παύει πολύ γρήγορα να απευθύνεται στην εργαζόμενη τάξη. Από την άλλη, τη στιγμή της γέννησης των βιομηχανικών κέντρων, των εργοστασίων, το αντικείμενο των ελέγχων και της πίεσης είναι όλες αυτές οι αρνήσεις προς εργασία οι οποίες παίρνουν μορφή λίγο-πολύ συλλογική και οργανωμένη, μέχρι τη μορφή των απεργιών.

Αυτή η τάση παρανομίας μέσω «διάχυσης» έχει λοιπόν μια ιδιαιτερότητα, που πρέπει τώρα να διευκρινίσουμε. Πρώτον, οι σχέσεις μεταξύ παρανομίας μέσω διάχυσης και μέσω λεηλασίας: θα είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της ηθικολογίας, της αστυνομίας, όλων των εργαλείων ελέγχου του 19ου αιώνα, να διαχωρίσουν αυτές τις δύο τάσεις παρανομίας και να κάνουν τη λεηλασία κάτι που ανάγεται στη βαριά εγκληματικότητα, ως αδίκημα, αποσυνδέοντάς την από την ήπια, καθημερινή, διαρκή παρανομία της διάχυσης. Αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος αυτός μηχανισμός που τείνει να αντιδιαστείλει τον κλέφτη από τον τεμπέλη, δείχνει πώς περνάμε από τον ένα στον άλλο. Πράγματι, πίσω από αυτή την προσπάθεια αποκοπής και διασύνδεσης, υπάρχει μία άλλη πραγματικότητα, πολύπλοκη. Από τη μία, μια αμοιβαία ενίσχυση των παρανομιών: όσο περισσότερο οι μάζες είναι διάχυτες, κινητές, όσο λιγότερο είναι καθηλωμένες σε συγκεκριμένα σημεία του μηχανισμού παραγωγής, τόσο περισσότερο τείνουν να περάσουν στη λεηλασία. Αντιστρόφως, όσο περισσότερο τείνουν προς τη λεηλασία, τόσο περισσότερο θα τείνουν να έχουν άτακτη ζωή, να πέφτουν στο νομαδισμό, για να αποφύγουν τις κυρώσεις. Από την άλλη, όμως, απ’ τη στιγμή που επιχειρεί κανείς να δαμάσει τη μία από αυτές τις τάσεις παρανομίας, οδηγείται να ενισχύσει την άλλη· πράγματι, όλοι οι βαρύτατοι έλεγχοι με τους οποίους δοκιμάζουμε να επιτηρήσουμε τους πληθυσμούς, να βάλουμε φρένο στη λεηλασία, επιφέρουν μία επιτάχυνση της διαδικασίας της κινητικότητας. Αφετέρου, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν την παρανομία της διάχυσης οδηγούν στην ενίσχυση της λεηλασίας, και ιδίως το μέσο που χρησιμοποιεί το αφεντικό για να καθηλώσει τους εργάτες στον τόπο εργασίας τους, να τους κάνει να δουλεύουν όπου και όποτε θέλει –δηλαδή όσο το δυνατόν χαμηλότερο μισθό που να πληρώνεται με τη βδομάδα, ώστε ο εργάτης να έχει μπροστά του όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα. Καταδικάζοντάς τον στην ανέχεια, τον καθηλώνουμε στη δουλειά του, αλλά ταυτόχρονα του υποδεικνύουμε τη δυνατότητα της λεηλασίας ως έναν τρόπο για να ξεφύγει από αυτή τη μιζέρια.

Κατά δεύτερον, αυτό που καθιστά την παρανομία της διάχυσης πιο επικίνδυνη από την πρώτη, είναι ότι μπορεί πιο εύκολα από εκείνη να πάρει συλλογικές μορφές: πρώτον, διαδίδεται εύκολα. Ενώ η λεηλασία, για να πάρει κάποια έκταση, προϋποθέτει μια οργάνωση συγκάλυψης και κυκλώματα μεταπώλησης, η διάχυση δεν προϋποθέτει αυτό το κλειστό σύστημα. Δεν είναι καν οργάνωση, είναι ένας τρόπος ύπαρξης που μπορεί να παραπέμπει σε μια επιλογή, την άρνηση της βιομηχανικής εργασίας. Υπήρξαν μαζικές και ενίοτε συλλογικές αρνήσεις εργασίας τις Δευτέρες, κυκλώματα νομαδισμού οργανωμένα σε συνάρτηση με τις αγορές εργασίας, τα σωματεία της ταβέρνας [sociétés d’estaminet], αυθόρμητες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης. Έτσι, ενώ η τάση της λεηλασίας ήταν παγιδευμένη σε μια μορφή «λαθρεμπορίου» που την εξανάγκαζε σε ένα κλειστό σύστημα και δεν έβρισκε διέξοδο παρά μόνο σε εκρήξεις, πλιατσικολογικού τύπου, η τάση της διάχυσης εκβάλλει σε δυνατότητες συντονισμένης δράσης που θα βαρύνουν στην αγορά, ενάντια στους εργοδότες[2]. Θα έχει, μακροπρόθεσμα, οικονομική και πολιτική επίπτωση· στη βάση αυτή θα αναπτυχθούν στρατηγικές πάλης κατά της εργοδοσίας που, αυτές, είναι τέλεια ρυθμισμένες.

Τρίτον, ενώ η πρώτη τάση οπισθοχωρεί κατά το 19ο αιώνα, η δεύτερη, που φαινόταν πιο ήπια, πιο καθημερινή, θα έχει μια πολιτική μετεξέλιξη και θα δημιουργήσει σοβαρότερους κινδύνους για τον αστικό πλούτο. Και η δυσκολία να ελεγχθεί αυτή η τάση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη απ’ ό,τι στην πρώτη περίπτωση: όλες αυτές οι ατασθαλίες δεν είναι ποινικά αδικήματα και, καθώς η ελευθερία της αγοράς εργασίας ήταν απαραίτητη σε αυτή την αστική οικονομία, είναι αδύνατο να οργανωθεί το νομικό της σύστημα κατά τρόπο που όλα αυτά να συνιστούν αδικήματα· έτσι, η τάση αυτή επεκτείνεται σε ένα υπο-νομικό επίπεδο. Άλλωστε, η αστική τάξη βρίσκει κατά βάθος, μέχρι ένα σημείο, ένα συμφέρον σε αυτή την παρανομία: μια εργατική δύναμη κινητή, που δεν διαθέτει σωματικές αντιστάσεις, ούτε χρηματική προκαταβολή, και δεν έχει την πολυτέλεια να απεργήσει, όλα αυτά κατά μία έννοια εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Σε αυτή την τάση βρίσκει και ένα καταφύγιο για τη δική της παρανομία: σε μια εποχή που υπάρχουν τα εργατικά βιβλιάρια, όταν ένας εργάτης δεν είναι τακτοποιημένος σε σχέση με τον εργοδότη του, φεύγοντας δεν μπορεί να του ζητήσει να του επιστρέψει το βιβλιάριό του· έτσι, δεν μπορεί να το υποβάλει στον καινούριο εργοδότη του και, μη όντας εν τάξει, δεν μπορεί να αξιώσει τον ίδιο μισθό. Έτσι, η παραβίαση των διαταγμάτων περί βιβλιαρίων υπήρξε τρέχουσα εργοδοτική πρακτική το 19ο αιώνα.

Τέταρτον, η τάση αυτή κατά τα λοιπά αποτελούσε αντικείμενο όχι τόσο «φόβου» –εφόσον δεν έπληττε το ίδιο το σώμα του πλούτου αλλά εκπροσωπούσε απλώς ένα διαφυγόν κέρδος-, όσο επίπληξης. Έτσι, ο Villeneuve-Bargemont, στο έργο του Economie politique chrétienne, έλεγε σχετικά με τους εργάτες του Βορρά: «Αν το πλέον άπορο τμήμα του φλαμανδικού πληθυσμού έχει ελαττώματα που το βυθίζουν ακόμη περισσότερο και το διαιωνίζουν μέσα σε αυτή την αισχρή κατάσταση αποστροφής και αθλιότητας, η ηπιότητα ή, αν προτιμάτε, η έλλειψη ενεργητικότητας του χαρακτήρα των απόρων γενικώς τους αποτρέπει από ακρότητες επιβλαβείς για την κοινωνία. Ζουν στην πιο απόλυτη ένδεια, κι ωστόσο σπανίως καθίστανται ένοχοι σοβαρών προσβολών κατά των προσώπων και των περιουσιών· υποφέρουν χωρίς να εξεγείρονται και σχεδόν χωρίς καν να μουρμουρίζουν». Θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τα αντικείμενα, τους μηχανισμούς αυτής της επίπληξης: θα αρκούσε, για παράδειγμα, να μελετήσουμε έναν όρο όπως η διάχυση*. Τον όρο αυτό τον βρίσκουμε κάθε φορά που γίνεται αναφορά στην εργατική ανηθικότητα. Από το 19ο αιώνα και μετά, ένοχος «διάχυσης» ήταν εκείνος που πλήττει όχι το κεφάλαιο, την περιουσία, αλλά τη δική του εργατική δύναμη: πρόκειται για έναν λάθος τρόπο να διαχειρίζεται κανείς όχι το κεφάλαιό του αλλά τη ζωή, το χρόνο, το σώμα του.

Γι’ αυτό, στις αναλύσεις αυτές, η διάχυση παίρνει τρεις βασικές μορφές: την ασωτεία, ως σπατάλη του σώματος· την απρονοησία, ως διασπάθιση του χρόνου· και την αταξία, ως κινητικότητα του ατόμου σε σχέση με την οικογένεια, την απασχόληση. Οι τρεις μεγάλοι θεσμοί μέσα στους οποίους ενεργοποιείται η «διάχυση» είναι: η γιορτή, το λαχείο –που είναι ακριβώς αυτό μέσω του οποίου το άτομο προσπαθεί να κερδίσει τη ζωή του χωρίς να δουλεύει, και του οποίου οι σημειακοί και τυχαίοι χρόνοι αντιτίθενται στην απόκτηση χρήματος όπως γίνεται αντιληπτή σε ένα σύστημα ορθολογικής οικονομίας, δηλαδή ως διαρκή εργασία που αμείβεται με ένα ποσό εκ των προτέρων καθορισμένο-, η παλλακεία, ως τροπισμός σεξουαλικής ικανοποίησης εκτός της οικογενειακής καθήλωσης. Μέσα από αυτούς τους όρους, στοχοθετούνται όλα όσα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε με τον όρο «ηθικός νομαδισμός». Την κλασική εποχή, υπήρχε ο φόβος κυρίως για τον σωματικό νομαδισμό που συνδεόταν με τη λεηλασία. Τώρα, εξακολουθεί να υπάρχει ο φόβος για αυτή την κυκλοφορία των ατόμων γύρω από τον πλούτο, αλλά ο πρώτος νομαδισμός προκαλεί εξίσου το φόβο: αν η βιομηχανική παραγωγή δεν έχει πολλή ανάγκη την τεχνική «ειδίκευση» του εργάτη, από την άλλη έχει ανάγκη μια ενεργητική, έντονη, διαρκή εργασία –με δυο λόγια, την ηθική ποιότητα του εργάτη.

Πέμπτον, το πρόβλημα είναι πώς θα γίνει δυνατή η κυριάρχηση επ’ αυτής της αταξίας. Ένας τέτοιος έλεγχος προϋποθέτει πρώτα την ηθικοποίηση της ποινικής καταστολής[3]· αλλά προϋποθέτει επίσης μία μηχανή που είναι πιο λεπτή και πηγαίνει πολύ πιο μακριά από την ποινική μηχανή με τη στενή έννοια: έναν μηχανισμό ποινικοποίησης της ύπαρξης. Η ύπαρξη θα πρέπει να πλαισιωθεί σε ένα είδος διάχυτης, καθημερινής ποινικότητας, στο ίδιο το κοινωνικό σώμα θα πρέπει να εισαχθούν παρα-ποινικές επεκτάσεις, ακόμη και εντεύθεν του δικαστικού συστήματος. Η ζωή των λαϊκών τάξεων επιχειρήθηκε να πλαισιωθεί σε ένα ολόκληρο παιχνίδι ανταμοιβών και κολασμών· για παράδειγμα, ένας εργάτης μεθυσμένος στο δρόμο διωχνόταν από το εργαστήρι του και δεν προσλαμβανόταν ξανά αν δεν ορκιζόταν ότι δεν θα ξαναμεθύσει. Επίσης, από το 1818 και μετά έχουμε τον έλεγχο μέσω της αποταμίευσης: το βιβλιάριο καταθέσεων λειτουργεί ως μια ηθική πλαισίωση, μια εναλλαγή διαρκών ανταμοιβών και κολασμών για την ύπαρξη των ατόμων. Ήδη από το 1803, οι εργάτες που δεν διέθεταν βιβλιάριο εργασίας όπου να σημειώνονται διαδοχικά τα ονόματα των εργοδοτών τους συλλαμβάνονταν για αλητεία· από το 1810, τώρα, ένας ντε φάκτο διακανονισμός με την αστυνομία είχε ως αποτέλεσμα ότι δεν συλλαμβανόταν για αλητεία όποιος εργάτης διέθετε βιβλιάριο ταμιευτηρίου. Αυτό το τελευταίο, εγγύηση ηθικότητας, επέτρεπε στον εργάτη να εκφεύγει των διαρκών αστυνομικών ελέγχων· ομοίως, η προτιμησιακή πρόσληψη εργατών που είχαν βιβλιάριο ταμιευτηρίου ήταν τρέχουσα εργοδοτική πρακτική.

Αυτό το εξω-δικαστικό κολαστικό σύστημα δεν εμπίπτει στη βαριά ποινική μηχανή με το δυικό της σύστημα· διότι όλο αυτό το κολαστικό παιχνίδι δεν έχει ως αποτέλεσμα να καταδικάζεται πραγματικά ο ενδιαφερόμενος, να πέφτει από την άλλη πλευρά του νόμου, στην παραβατικότητα. Είναι ένα παιχνίδι το οποίο προειδοποιεί, απειλεί, ένα είδος μόνιμης πίεσης. Είναι ένα σύστημα διαβαθμισμένο, διαρκές, σωρευτικό: όλες αυτές οι προειδοποιήσεις, όλοι αυτοί οι μικροί κολασμοί, τελικώς προστίθενται και σημειώνονται, είτε στη μνήμη των εργοδοτών είτε στα βιβλιάρια, και έτσι, καθώς σωρεύονται, όλα αυτά τείνουν προς ένα κατώφλι· ασκούν πάνω στο άτομο όλο και μεγαλύτερη πίεση, μέχρι τη στιγμή που αυτό, βρίσκοντας όλο και πιο δύσκολα δουλειά, πέφτει στην παραβατικότητα. Η παραβατικότητα γίνεται αυτό το κατώφλι, που καθορίζεται εκ των προτέρων σαν φυσικό.

Αυτός ο εξω-δικαστικός κολαστικός μηχανισμός λειτουργεί έτσι στην περίπτωση του βιβλιαρίου: με βάση το εκτελεστικό διάταγμα του μήνα Βαντεμιαίρ του έτους ΧΙ, ένας εργάτης, φεύγοντας από τον εργοδότη του, πρέπει να έχει ένα βιβλιάριο όπου αυτός έχει σημειώσει τη δουλειά, το μισθό του και την ημερομηνία έναρξης και λήξης. Τα αφεντικά, τώρα, από πολύ νωρίς είχανε αποκτήσει τη συνήθεια να σημειώνουν στα βιβλιάρια και την αξιολόγησή τους για τον εργάτη. Το 1809, ο υπουργός εσωτερικών Μονταλιβέ, με εγκύκλιό του, υπενθυμίζει στους νομάρχες ότι οι εργοδότες δεν έχουν δικαίωμα να σημειώνουν αρνητικές βαθμολογήσεις, αλλά μόνο συνθήκες απασχόλησης, και προσθέτει: Αφού πάντοτε επιτρέπεται να βάζει κανείς επαινετικά σχόλια, όλος ο κόσμος θα καταλάβει ότι η απουσία επαινετικού σχολίου ισοδυναμεί με απαξιωτικό σχόλιο. Έτσι, οι προϋποθέσεις απασχόλησης συνδέονται με την ύπαρξη ή μη τέτοιων σχολίων· εξάλλου, η υπερχρέωση του εργάτη τον υποχρεώνει να ζητά προκαταβολή τη στιγμή της πρόσληψης, και αυτή σημειώνεται πάντοτε στο βιβλιάριο. Ο εργάτης δεν είχε δικαίωμα να εγκαταλείψει το αφεντικό του χωρίς να έχει εξοφλήσει την προκαταβολή, είτε σε χρήμα είτε σε εργασία· αν έφευγε νωρίτερα, δεν του επιστρέφανε το βιβλιάριο, και έτσι συλλαμβανόταν για αλητεία και παραπεμπόταν στη δικαιοσύνη. Βλέπουμε λοιπόν πώς αυτό το σύστημα μικρο-κολασμών καταλήγει να ρίχνει το άτομο στα δίχτυα του δικαστικού μηχανισμού.



Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

-----------------------------------------------------------------------
[1] Michel Chevalier, De l’industrie manufacturière en France, Paris, Jules Renouard et Cie 1841, σ. 38.

[2] Ο Φουκώ σημειώνει στο περιθώριο του χειρογράφου: «Weitling». Ο Βίλχελμ Βάιτλινγκ (1808-1871) θεωρείται ως πρόδρομος του Μαρξ, αν και ο τελευταίος τον ταξινομεί μεταξύ των «ουτοπικών σοσιαλιστών». Αυτοδίδακτος, με καταγωγή από τη λαϊκή τάξη, ο Βάιτλινγκ επαγγελόταν ένα είδος «πρωτόγονου ευαγγελικού κομμουνισμού» (πρβλ. L. Kolakowski, Histoire du marxisme, μτφρ. από τα γερμανικά Olivier Masson, Paris, Fayard 1987 [1976], Les Fondateurs. Marx, Engels et leurs prédécesseurs [Οι θεμελιωτές. Μαρξ, Ένγκελς και οι προκάτοχοί τους],σ. 304), καλώντας σε βίαιη και συλλογική εξέγερση των καταπιεσμένων ενάντια στους κατέχοντες. Συντάκτης προκηρύξεων με ευρεία κυκλοφορία στην Ευρώπη, ο Βάιτλινγκ πήρε μέρος σε πολλές παράνομες κομμουνιστικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων η «Ένωση των Δικαίων»· το 1846, βοήθησε σύντομα τον Μαρξ στην προσπάθειά του να εγκαθιδρύσει δεσμούς μεταξύ των διάφορων ευρωπαϊκών κομμουνιστικών συνδέσμων.

* Ο γαλλικός όρος dissipation, που χρησιμοποιείται εδώ, θα μπορούσε να αποδοθεί επίσης ως απείθεια, χαλαρότητα [σ.τ.μ.].

[3] Ο Φουκώ σημειώνει επί του χειρογράφου: «νόμος περί μέθης» (νόμος της 23ης Ιανουαρίου 1873 που τιμωρεί όποιον μεθά δημοσίως) και «πλημμεληματικός χαρακτήρας του νομαδισμού» (άρθρο 270 του Ποινικού Κώδικα του 1810).