Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Χρήστος Λάσκος (Αριστερή Ενότητα): Με αφορμή στιγμιότυπα προσυνεδριακών συνελεύσεων




Ολοκληρώθηκε, λοιπόν, ο διάλογος ενόψει του 1ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε, κατά περίπτωση, αρκετά γόνιμος κι ενδιαφέρων στο μέτρο πάντα που το επέτρεπαν οι συνθήκες. Και είναι γνωστό πως οι συνθήκες εδώ και τρία χρόνια και για αρκετές τριετίες ακόμη δεν θα επιτρέπουν την πολυτέλεια ιδεωδών διαδικασιών. Όλα, από δω και πέρα, θα τα κάνουμε γρήγορα, αγχωτικά, στριμωγμένα –χρονικά και ψυχικά, που είναι το ίδιο, άλλωστε. Τα θέμα, επομένως, είναι να τα κάνουμε κατά το δυνατόν καλά με δεδομένη την αντικειμενική δυσκολία.

Νομίζω πως, μ’ όλη την αναγκαία (;) γκρίνια, σχετικά καλά τα καταφέραμε. Και έχει μια σημασία να μοιραστούμε μερικά συμπεράσματα αυτής της εμπειρίας.

Στη διάρκεια του τελευταίου μήνα μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω μέρος σε πολλές συνελεύσεις διαφορετικών περιοχών, αστικών και περιφερειακών, νησιωτικών και ορεινών. Τόσο που, νομίζω, τα κοινά δεδομένα που προέκυψαν θα πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από συμπτώσεις. 

Ένα πρώτο τέτοιο δεδομένο υπήρξε η αδυναμία της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ, που συμμετείχαν στις συνελεύσεις, να κατανοήσουν με σαφήνεια ποιες ήταν οι ακριβείς διαφορές των «εναλλακτικών» εκδοχών σε σχέση με το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ. Τι καινούργιο εκόμιζαν, δηλαδή, αν εξαιρεθεί το ύφος που ήταν λίγο πιο ανεπεξέργαστο. Το γεγονός πως εκεί που οι Θέσεις μιλούν για ανατροπή οι εκδοχές εμφανίζονται να απαιτούν… μεγάλη ανατροπή ή εκεί όπου οι πρώτες λένε για ρήξη οι δεύτερες αναφέρονται σε… κολοσσιαία ρήξη, μάλλον δεν φτάνει για να εξηγήσει την παρουσία τους στο προσυνεδριακό διάλογο. Κι αυτό, ξαναλέω, δεν είναι προσωπική αξιολόγηση, αλλά ρεπορτάζ από τις διαδικασίες στις οποίες πήρα μέρος. 

Δεν υπάρχουν, λοιπόν, διαφορές; Είναι προσχηματική η παρουσίαση της «Συμβολής» της Αριστερής Πλατφόρμας, ένα ξεκάρφωμα ενόψει της προειλημμένης απόφασης της ξεχωριστής λίστας της στο επερχόμενο Συνέδριο; Δεν θα πάρω θέση επ’ αυτού. Το μόνο που, με βεβαιότητα, μπορώ να διαπιστώσω είναι πως οι επεξεργασίες αναφορικά με αυτά που όντως διακρίνουν την Αριστερή Πλατφόρμα από την Αριστερή Ενότητα και, ευρύτερα, από την πολύχρωμη πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα κάλυπταν περισσότερη από μία σελίδα του εντύπου με τις Θέσεις, που μοιράστηκε με τις εφημερίδες μας. 

Και αφορούν δύο ζητήματα, τα οποία εδώ και δύο χρόνια, τουλάχιστον, επανέρχονται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο σε όλες τις διαδικασίες Συνδιασκέψεων, συνεδριάσεων της ΚΕ και με όποια άλλη ευκαιρία. Πρόκειται για το ζήτημα του νομίσματος –όχι της Ευρώπης: του νομίσματος– και αυτό των πολιτικών συμμαχιών. Αυτά και πέραν τούτου ουδέν. 

Ως προς αυτά, λοιπόν, η άλλη, η πλειοψηφική άποψη είναι εξαιρετικά σαφής. Ξεκινώντας από το δεύτερο: η έκκληση για ενότητα της Αριστεράς, η έμπρακτη υλοποίησή της, που ακριβώς αποτελεί ο ΣΥΡΙΖΑ, η διαρκής πρόσκληση προς το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι τα δεδομένα της πολιτικής μας παρουσίας εδώ και χρόνια. Ακόμη και όταν, πράγμα, που είναι το σύνηθες,  εισπράττουμε προσβολές και ταπεινώσεις. Η διαφορά με την Αριστερή Πλατφόρμα είναι πως εμείς δεν δικαιολογούμε, εντέλει, μια τέτοια στάση θεωρώντας πως «ένα δίκιο τόχουν και οι άλλοι» κι, άρα, υπάρχει και δική μας ευθύνη για τη μη ευόδωση των εκκλήσεων για ενότητα, πράγμα που θα άλλαζε αν… αλλάζαμε τη γραμμή μας, λίγο ή πολύ. Δεν θα αλλάξουμε τη γραμμή μας γιατί, εκτός του ό,τι αποδεδειγμένα είναι η πιο μαζική και αποτελεσματική, είναι ταυτόχρονα η πιο ριζοσπαστική στο μέτρο που αξονίζεται γύρω από έναν ταξικό και διεθνιστικό αναλυτικό και προγραμματικό πυρήνα, τόσο ριζοσπαστική που αριστερότερά της είναι μόνο ο τοίχος. Και, από την άλλη, με συνεχιζόμενη την προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας μεγάλης πολιτικής συμμαχίας, από τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι τον αντιεξουσιαστικό χώρο, αρθρωμένη με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικά πεδία παρέμβασης και δράσης, γιατί το θεμελιώδες επίπεδο, στο οποίο, άλλωστε, και μόνο μπορεί να αγκυρωθεί η αναγκαία πολιτική συμμαχία και να δοκιμάσει το εύρος της, είναι η κοινωνική συμμαχία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων και τάξεων, που αποτελούν αναμφίβολα την κοινωνική πλειοψηφία. Που πάει να πει πως το αίτημα για πτώση της κυβέρνησης και διαμόρφωση των όρων για την αναγκαία κυβέρνηση της Αριστεράς αφορά το σήμερα αυστηρά και δεν θα περιμένει την έλευση ενίων θεωρητικά φίλιων δυνάμεων όσο κι αν καθυστερήσουν. 

Σε ό,τι αφορά δε το νόμισμα, η συζήτηση θεωρώ πως έχει εξαντληθεί με σαφές αποτέλεσμα, όπως καταγράφεται, παρ’ όλα τα αντιθέτως διαδιδόμενα, και από την τοποθέτηση όχι μόνο του συνόλου των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά και από αυτήν της συντριπτικής πλειοψηφίας της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής. Ας συνοψίσουμε, απλώς, την θέση της Αριστερής Ενότητας, για να μην φτιάχνουμε καρικατούρες. 

Ιδού, λοιπόν: Η επιμονή στο εθνικό νόμισμα ως αναγκαίας προϋπόθεσης της πολιτικής ανατροπής είναι έωλη στο μέτρο που δεν δημιουργεί κανενός είδους ουσιώδεις διαχωριστικές. Την προσφυγή σε εθνικό νόμισμα υποστηρίζουν πολιτικές δυνάμεις που περιλαμβάνουν από δεξιούς γερμανούς εργοδότες, αριστερούς διαφόρων ειδών, κεντρώους γάλλους «ρεπουμπλικανούς» μέχρι και πατεντάτους ακροδεξιούς. Πράγμα που ισχύει, βεβαίως, και για τους υποστηρικτές της νομισματικής ενοποίησης. Το θέμα, συνεπώς, αναμφισβήτητα δεν διαμορφώνει τις ταξικές και πολιτικές γραμμές μιας αριστερής παρέμβασης. Το πραγματικό διακύβευμα, που συνθηματοποιείται ως «την κρίση να πληρώσουν οι πλούσιοι», αντίθετα, είναι το κομβικό σημείο αναφοράς οποιασδήποτε πραγματικά συγκρουσιακής και ανατρεπτικής Αριστεράς. Ως προς αυτό, οι πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου ομογενοποιούνται εσωτερικά με τον πιο σκληρό και ανελαστικό τρόπο. Εδώ, το «ή εμείς ή αυτοί» δεν χωράει την παραμικρή εξαίρεση: η πολιτική διαχωριστική δεν είναι γραμμή, αλλά άβυσσος.

Επιπλέον, η πρόταξη του νομισματικού είναι προβληματική και γιατί αδυνατεί να προτείνει στις επιμέρους αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης οποιαδήποτε κοινή στρατηγική παρέμβασης στα κοινά προβλήματα των εργαζόμενων της Ευρώπης και, ιδίως, των εργατικών τάξεων της Νότιας Ευρώπης. Παρ’ όλο, επομένως, που η Αριστερή Πλατφόρμα επιμένει πως η τοποθέτησή της δεν συνιστά προτροπή για «εθνική αναδίπλωση», η κυριαρχική πρόταξη της νομισματικής αυτονομίας «προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα» και να τονωθούν οι εξαγωγές σημαίνει, αν υιοθετηθεί, ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, έτσι ώστε να «κερδηθεί» έδαφος στο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό. Εκτός των μακάβριων ιστορικών αποτελεσμάτων μιας τέτοιας επιλογής στη δεκαετία του ’30, που επιβάλλει ακόμη μεγαλύτερη υπευθυνότητα στις αριστερές δυνάμεις, είναι εντελώς ακατανόητο πώς μια τέτοια πολιτική μπορεί να προαγάγει το ταξικό συμφέρον των στρωμάτων που μας ενδιαφέρουν. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που το κοινωνικό και πολιτικό εκκρεμές κινείται δυναμικά προς τα αριστερά τόσο στην Πορτογαλία όσο και στην Ισπανία.

Αυτά, ακριβώς, λέμε. Ούτε πως η Ευρωζώνη μεταρρυθμίζεται, ούτε πως θα πούμε το όχι μέχρι τη μέση αντί για το τέλος, ούτε πως θα διαπραγματευτούμε μνημόνια. 

* * *

Ένα τελευταίο σχόλιο. Άκουσα αρκετές φορές να λέγεται πως έχουμε περιέλθει σε… στασιμότητα με σαφές το υπονοούμενο πως φταίει η ηγετική ομάδα (sic!) και οι επιλογές της μετεκλογικά. Αφού θυμίσω πως παρόμοιες ήταν οι εκτιμήσεις και προεκλογικά ως προς τη στασιμότητα κοντά στο παραδοσιακό 4% -μα, να που ήρθε το 27%- θα επισημάνω και κάτι που δεν ξέρω αν γίνεται από άγνοια ή από σκοπιμότητα, αλλά έχει πολιτικό αποτέλεσμα στο μέτρο που μας απομακρύνει από μια σοβαρή εκτίμηση της περιόδου. Κι αυτό είναι πως αποτελούμε πρωτοφανές και ιλιγγιώδες παράδειγμα στροφής μιας κοινωνίας, σε συνθήκες τέτοιας κρίσης, προς τα αριστερά. Το σύνολο σχεδόν των περιπτώσεων στην κρίση του ’30 κατέληξε σε στρατιωτικές δικτατορίες και φασισμούς, ενώ αυτή του ’70 αν γέννησε ένα διαρκές αποτέλεσμα, αυτό ήταν ο θατσερισμός. Γι’ αυτό πρόκειται περί κολοσσιαίας ανοησίας να δημιουργεί έκπληξη το γεγονός πώς «με τόση κρίση και τόση κοινωνική καταστροφή» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παίρνει 50%!  Η εξαθλίωση και ο φόβος δύσκολα δημιουργούν υποκείμενα αντίστασης. Συνεπώς, με όλες μας τις αδυναμίες, ό,τι κι αν λέγεται κάτι κάνουμε καλά. Το θέμα είναι να το κάνουμε ακόμη καλύτερα. 

Η ριζοσπαστική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως σαφής και θολώνει μόνο λόγω της εσωτερικής κακοφωνίας – κι αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερή Πλατφόρμα. Ας αλλάξουμε, λοιπόν, την ατζέντα της εσωτερικής μας συζήτησης. Γιατί, αν επιμείνουμε στην ίδια  περιορίζουμε ασφυκτικά τη δυνατότητα για ουσιαστική αντιπαράθεση στα ζητήματα της οργανωμένης παρέμβασης και του άμεσου προγράμματος. Και ταλανίζουμε με καταθλιπτικά επαναλαμβανόμενο τρόπο τα μέλη και τα στελέχη, εμποδίζοντας την εξειδίκευση των προγραμματικών θέσεων και αδυνατίζοντας την σκέψη και την παρέμβαση στα μεγάλα ζητήματα της ανεργίας, της ριζικής προοδευτικής αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, της καταρρέουσας υγείας κλπ. Και, χωρίς αμφιβολία, εκεί είναι που θα κριθεί το εγχείρημα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Και πολύ καλώς, μάλιστα.

Πηγή Red NoteBook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου