Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Συνέντευξη με τον Αριστείδη Μπαλτά


Το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήταν η αφορμή για μια εφ΄ όλης της ύλης συζήτηση με τον Αριστείδη Μπαλτά, πρόεδρο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και επικεφαλής της Επιτροπής Θέσεων του Συνεδρίου. Κουβεντιάσαμε μαζί του για τις διεθνείς εξελίξεις και τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής Αριστεράς, τους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ και τα επίμαχα ζητήματα στον προσυνεδριακό διάλογο. Η συζήτηση δημοσιεύεται στο Ενημερωτικό Δελτίο του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (Ιούλιος-Ιούνιος 2013) και το Red Notebook. 



Ήσουν από αυτούς που διέγνωσαν έγκαιρα το ενδεχόμενο η κρίση να αντιμετωπιστεί μεταξύ άλλων και με μια γενικευμένη σύρραξη στην οποία θα εμπλέκονται και χώρες της ΕΕ. Η εκτίμηση αυτή αποτυπώνεται στο Σχέδιο των Θέσεων και δικαιώνεται, δυστυχώς, από τη ρευστότητα σε διεθνές επίπεδο. Θεωρείς ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά διαθέτει το εκτόπισμα και τη «σκέψη» για να εμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη; Ποιος θα είναι ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν την υπόθεση;

Η διεθνής κατάσταση είναι πράγματι εξαιρετικά ρευστή και στη ρευστότητα αυτή έχει προστεθεί τελευταία αυτό που ονομάζουμε «ο λαϊκός παράγοντας», ο οποίος κάνει την εμφάνισή του με μορφές απολύτως μη αναμενόμενες. Σταχυολογώ: Στη γειτονιά μας, στην Τουρκία, η πλατεία Ταξίμ με τυχαία περίπου και «αμελητέα» αφορμή· η Βραζιλία και η οιονεί εξέγερση σε ένα καθεστώς πολύ πιο φιλολαϊκό από άλλα· η συνέχεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων στη Χιλή· οι τελευταίες εξελίξεις στην Αίγυπτο που στέλνουν πλήρως αντιφατικά μηνύματα για το που πηγαίνει η κατάσταση· οι εξελίξεις σε Ισπανία, Πορτογαλία και αλλού.

Ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης αναταραχής και οποιοδήποτε περίπου τυχαίο συμβάν μπορεί να προκαλέσει μείζονα γεγονότα, τα οποία η Αριστερά καλείται να αναμένει ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν ενδείξεις. 

Ταυτοχρόνως, από τη μεριά των κυρίαρχων δυνάμεων νομίζω ότι όλοι βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους αμηχανίας. Φοβούνται όχι μόνο τέτοιες εξεγέρσεις, αλλά και μετεξελίξεις της κρίσης, οι οποίες μπορούν να προκληθούν και αυτές από κάτι εντελώς τυχαίο. Η υπόθεση Σνόουντεν, για παράδειγμα, έγινε ξαφνικά θέμα των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, της Αμερικής και των χωρών της Λατινικής Αμερικής που οξύνει περαιτέρω την παγκόσμια κατάσταση, χωρίς να είναι εμφανές προς τα πού οδηγείται.

Η Αριστερά στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως δεν μοιάζει να έχει ακόμη τις δυνάμεις να δώσει το δικό της στίγμα στην όλη υπόθεση, όσο και αν αυτές οι εξελίξεις ενισχύουν εμμέσως κάποιες φωνές της Αριστεράς. 

Θα έλεγα ότι ένα από τα στοιχεία που έδωσαν στην Ελλάδα και στον ΣΥΡΙΖΑ ένα παγκόσμιο ενδιαφέρον είναι πως, υπερβάλλοντας έστω, πρόκειται για τη μόνη χώρα όπου ένα μέρος της Αριστεράς κατόρθωσε να συνενώσει μια διάσταση κινηματική (που έλκεται από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα από την εποχή του Σιάτλ και της Γένοβας), με μια παράδοση πολιτικής Αριστεράς, που συνδέεται με όλες τις περιπέτειες της πολιτικής Αριστεράς του 20ου αιώνα, και να φτιάξει έτσι ένα πολιτικό υποκείμενο που διεκδικεί την κυβέρνηση βάσιμα, χωρίς να απεμπολεί τη ριζοσπαστική του καταγωγή. Αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο, το οποίο προσφέρει ένα στίγμα με δυνάμει παγκόσμια εμβέλεια.


Κεντρικός στόχος στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Για μια πλευρά του κόμματος, οι εθνικοποιήσεις αναδεικνύονται σε βασικό εργαλείο της ανασυγκρότησης αυτής. Αρκεί αυτό; Και από την άλλη, συμμετρικά, μπορεί κανείς να στηρίξει το εγχείρημα σε ευρωπαϊκούς πόρους με δεδομένο τον αρνητικό συσχετισμό σε επίπεδο ΕΕ και άρα τη δυσκολία να εξασφαλιστεί εξωτερικός δανεισμός; 

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς ότι οι εθνικοποιήσεις δεν είναι πανάκεια. Με τον τρόπο που έγιναν σε άλλες εποχές, μετατράπηκαν σε κρατικοποιήσεις (και μάλιστα με μια λειτουργία πελατειακού κράτους), παρά σε εργαλεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. 

Ως εκ τούτου, όταν λέμε στο πρόγραμμα εθνικοποιήσεις ή κοινωνικοποιήσεις, εννοούμε κάτι πολύ διαφορετικό. Εννοούμε εγχειρήματα με πολύ περισσότερα στοιχεία λαϊκής συνέργειας, με πιο σαφή σύνδεση με την οικονομία των αναγκών. Δεν υπάρχει στη λογική μας κάποιο επιχείρημα, βάσει του οποίου, αν εθνικοποιήσουμε όλους ή τους περισσότερους τομείς της οικονομίας, λύσαμε και το πρόβλημα. Αξίζει νομίζω στο πλαίσιο του προβληματισμού για την παραγωγική ανασυγκρότηση να δώσουμε μεγαλύτερο βάρος στην κοινωνική αλληλεγγύη, στα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης και σε όλες τις μορφές οικονομίας των αναγκών που αναπτύσσονται σε διάφορους χώρους, είτε ανά κλάδους είτε τοπικά. Θα πρέπει να δούμε τι έχει να μας δώσει η πείρα και οι πιέσεις τέτοιων εγχειρημάτων και γι΄ αυτό η πολιτική μας πρέπει να είναι σύνθετη και πολύπλευρη.

Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η κουβέντα έχει περιοριστεί αποκλειστικά στα οικονομικά μεγέθη –πόροι, δάνεια, χρέη, πού θα βρούμε τα λεφτά κοκ. Έχει φύγει, έτσι, από το προσκήνιο κάτι που ακόμα και οι κλασικοί οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ως οικονομική δύναμη: το φρόνημα. Ακόμα και σε μια πλήρως κατεστραμμένη χώρα η αίσθηση ότι κρατάμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια -και άρα ό,τι φτιάχνουμε, ό,τι παράγουμε με το μυαλό μας και τα χέρια μας έχει ανταποδοτικά αποτελέσματα για την κοινωνία- δεν είναι αμελητέος παράγοντας ούτε με stricto sensu οικονομικούς όρους.

Από εκεί και πέρα σε σχέση με την ΕΕ ο ΣΥΡΙΖΑ ρητά έχει διευκρινίσει ότι τάσσεται υπέρ της κατάργησης των μνημονίων και της διαπραγμάτευσης σε νέα βάση, και ταυτόχρονα ότι είναι έτοιμος να αναμετρηθεί και με τη χειρότερη έκβαση, αν σταματήσει κάθε ροή πόρων από την ΕΕ - με ό,τι κόστος έχει αυτό και για την ίδια την ΕΕ. Εμμένουμε σε αυτή τη θέση. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν εντυπωσιακά πολλές ομάδες που μελετούν όλες τις πτυχές του προβλήματος. Συγκεντρώνουν επιστήμονες και ανθρώπους που ξέρουν εκ των έσω την κατάσταση σε όλους τους τομείς και παράγουν προγραμματικές θέσεις οι οποίες είτε θάβονται πλήρως από τα ΜΜΕ είτε διαστρεβλώνονται συστηματικά. Με αυτή την έννοια, για να το πω προκλητικά δανειζόμενος μια φράση του Γιάννη Δραγασάκη, είμαστε περισσότερο προετοιμασμένοι προγραμματικά από κάθε άλλη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή.


Η Αριστερή Πλατφόρμα θέτει επιτακτικά το ζήτημα της προετοιμασίας του λαού για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την ευρωζώνη αν μια κυβέρνηση της Αριστεράς εμμείνει στο πρόγραμμά της. Ο τρόπος που τίθεται όμως ορισμένες φορές μοιάζει να ανταποκρίνεται κατοπτρικά στη στρατηγική των κυρίαρχων: λύσεις ad hoc για κάθε χώρα ξεχωριστά. Ποιες οι προκείμενες μιας τέτοιας θέσης; 

Υπάρχει όντως το ενδεχόμενο μια κυβέρνηση της Αριστεράς να υποστεί όλων των ειδών τους εκβιασμούς. Ωστόσο, η ψύχραιμη ανάλυση των συσχετισμών στην Ευρώπη λέει ότι τέτοιοι εκβιασμοί δεν είναι τόσο εύκολα υλοποιήσιμοι όσο παρουσιάζεται. Με αυτήν την έννοια, όταν εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν αποτελεί αίτημά μας η έξοδος της χώρας από την ΕΕ, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και τέτοιου είδους πολιτικές πιέσεις εντός του υπάρχοντος πλαισίου. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι το περίφημο Grexit θα μπορούσε να δημιουργήσει μια εκτίναξη της κρίσης πιθανόν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που προκάλεσε η πτώχευση της Lehman Brothers.  

Έχουν βεβαίως δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και για τέτοια ενδεχόμενα σε όλα τα δυνατά επίπεδα –διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι διακηρύσσουμε ότι θέλουμε να φύγουμε ή ότι οπωσδήποτε πρόκειται να συμβεί το α ή το β σενάριο. Διακρίνω λοιπόν σε μια τέτοια άποψη ένα είδος στατικότητας: μια ανάλυση των καταστάσεων που δεν λαμβάνει υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα.


Στο κείμενο των θέσεων γίνεται αναφορά στο ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συμμαχίες αυτές περιλαμβάνουν, εκτός από τη μισθωτή εργασία, και τα μεσαία στρώματα που συμπιέζονται. Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο κράτος της μεταπολίτευσης που στήριξε μια εύρωστη μεσαία τάξη, τι μπορεί να «υποσχεθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ στα στρώματα αυτά; Πώς και πού μπορεί να τα εκπαιδεύσει στη λογική της οικονομίας των αναγκών;

Η λέξη υπόσχεση δεν μου αρέσει. Πρόκειται περισσότερο για πρόσκληση σε συμμετοχή σε έναν κοινό αγώνα, παρά για υποσχέσεις. Μεγάλα κομμάτια των μεσαίων στρωμάτων καταστρέφονται, κάποια άλλα συμπιέζονται στο έπακρο και, υπό αυτήν την έννοια, δημιουργείται μια αντικειμενική βάση συνεργασίας με τη μισθωτή εργασία υπό κάποιους όρους σαφείς και κοινά αποδεκτούς. Η μοίρα των στρωμάτων αυτών από την υφιστάμενη διαχείριση της κρίσης, όπως αποδεικνύεται καθημερινά, είναι η πλήρης προλεταριοποίησή τους. Εμείς θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος σε αυτό. Δεν έχει καμία λογική να περιμένουμε την πλήρη εξαθλίωση όλης της κοινωνίας ώστε όλο το προλεταριάτο ενωμένο να κάνει τη φοβερή εξέγερση. Και νομίζω πως αυτό ήδη είναι κατανοητό - αλλιώς δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ούτε η διατήρησή τους μέχρι σήμερα. 

Από εκεί και πέρα υπάρχει μια ολόκληρη ιδεολογική και αξιακή συζήτηση γύρω από την κυβέρνηση της Αριστεράς και τις προοπτικές που ανοίγει. Η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι μια υπόθεση που αφορά την κοινωνία ολόκληρη πλην των καπιταλιστών και των μονοπωλίων. Για να θυμίσω και μια φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, το προλεταριάτο δεν θα απελευθερωθεί αν δεν απελευθερώσει την κοινωνία ολόκληρη. Αυτή η απελευθέρωση δεν είναι μόνο οικονομική. Έχει στοιχεία αξιοπρέπειας, περηφάνιας, αίσθησης συμμετοχής σε μια κοινή προσπάθεια, συναδελφικών για να μην πω συντροφικών σχέσεων. Σε μια τέτοια προοπτική, η μικροαστική αντίληψη του συμφέροντος μπορεί να σπάσει μέσα από την αίσθηση της συμμετοχής σε αυτή την ευρύτερη προσπάθεια. Άλλωστε σήμερα, και με υλικούς όρους, πλέον δεν φαίνεται να έχει να χάσει κανείς τίποτα. 


Έχει επισημανθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συνεχίσει ως ένα άθροισμα κομμάτων, οργανώσεων και στρατηγικών, με αυτονομήσεις και παραμερισμό των συλλογικών αποφάσεων. Πώς επιχειρεί να το αντιμετωπίσει αυτό το καταστατικό;

Κατά τη γνώμη μου οι τάσεις ήταν ευτύχημα και πολύ ευφυής κίνηση όταν συγκροτήθηκε ο Συνασπισμός. Θα ήταν αδύνατον να λειτουργήσει ο Συνασπισμός ως ενιαίο κόμμα αν δεν είχε θεσμοθετημένες τάσεις με απλή αναλογική, διαπήδηση κτλ. Αυτού του είδους το καταστατικό τότε ήταν συνθήκη σωτηρίας του Συνασπισμού ως ενιαίου φορέα. 

Η πορεία αυτή έδειξε –και είναι ενδιαφέρον– ότι οι πλειοψηφίες αλλάζουν, ότι οι άνθρωποι αλλάζουν άποψη κ.ο.κ. Η συμμαχία που έφτιαξε το ΣΥΡΙΖΑ κράτησε στοιχεία αυτής της λειτουργίας του Συνασπισμού και με ιδιαίτερη δημοκρατική ευαισθησία διατήρησε το δικαίωμα βέτο των συνιστωσών – ακόμη και αν ήταν πολύ μικρές, ακόμη και αν προέκυπταν από διασπάσεις ιδρυτικών συνιστωσών κ.ο.κ. Αυτή η πορεία αξίζει την προσοχή μας. 

Όμως, ήδη από τις προηγούμενες εκλογές, αυτή η λειτουργία άρχισε να δείχνει τα όρια της. Έχει αλλάξει η κατάσταση σε επίπεδο πνευμάτων, ζυμώσεων, αλληλοκατανόησης και όλο αυτό φτιάχνει ένα αίτημα συγκρότησης ενός πλουραλιστικού ενιαίου κόμματος. Δίνεται ακόμα, δυστυχώς, υπερβολική έμφαση στο πώς εκλέγονται οι άνθρωποι στα όργανα, άρα το θέμα των λιστών. Η λίστα προϋποθέτει ότι ψηφίζω ανεξαρτήτως από το αν εκτιμώ όλους όσοι συμμετέχουν σε αυτήν, ακόμη και αν αυτό μου απαγορεύει να ψηφίσω άλλους που εκτιμώ από άλλη λίστα παρά σε ελάχιστο αριθμό. 

Όλα αυτά τα προβλήματα κατά τη γνώμη μου λύνονται αν πούμε ότι δεν υπάρχουν κόμματα μέσα στο κόμμα, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα διπλής ένταξης και ότι, από εκεί και πέρα, οι πολιτικές θέσεις κάλλιστα μπορούν να εκφράζονται ως τάσεις μέσα στο κόμμα, όχι όμως κατ’ ανάγκην ως παγιωμένες τάσεις.  

Να λάβουμε λοιπόν υπόψη και τα αρνητικά και να κρατήσουμε τις τάσεις ως ρεύματα ιδεών και όχι ως μηχανισμούς. Να κρατήσουμε ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο που να δείχνει ότι το κόμμα είναι ενιαίο. Να έχουμε καταγραφή της ιδεολογικής καταγωγής κάποιου, αν το θέλει, και να μπορεί ο κόσμος να ψηφίζει ό,τι θέλει γιατί επιπλέον το κόμμα διευρύνθηκε και πια θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στους σχεδιασμούς μας και όλους αυτούς που δεν προέρχονται από κάποια από τις συνιστώσες. 


Σε κάποιες περιπτώσεις η προσέλευση στον προσυνεδριακό διάλογο δεν ήταν αυτή που θα αντιστοιχούσε στη συγκυρία. Πού το αποδίδεις; Η καταστατική πρόβλεψη για τη θεσμική αναγνώριση της ιδιότητας του ανένταχτου υποστηριχτή εκτιμάτε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει φαινόμενα οργανωτικής πλαδαρότητας; 

Από την εμπειρία όλων μας, το κομματικό φαινόμενο συνολικά φαίνεται πως δεν έλκει πλέον με μαζικούς όρους τον κόσμο. Άρα υπάρχει μια καχυποψία γύρω από το τι σημαίνει γράφομαι σε ένα κόμμα, αναλαμβάνω τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που αναλογούν κτλ. Αυτή είναι η μία διάσταση του ζητήματος. Η άλλη έχει να κάνει με τον ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει μια ιστορικότητα, έχει καταβολές. Οι καταβολές αυτές από τη μια έχουν σχέση με τα κινήματα όπως το αντιπαγκοσμιοποιητικό – θυμίζω ότι έφερε σε επαφή οργανώσεις, κόμματα, μερικότητες, μονοθεματικές ομάδες ενόψει κάποιων συγκεκριμένων στόχων. Από την άλλη έχουν σχέση με την πολιτική ιστορία της Αριστεράς. Αυτό φτιάχνει μια συνθήκη που κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ εξ ορισμού και λίγο κίνημα, τον κάνει μια εστία πρωτοβουλιών σε τοπικό, κλαδικό ή όποιο άλλο επίπεδο που επιτρέπει σε έναν κόσμο να συμμετέχει σε αυτές τις πρωτοβουλίες χωρίς να παίρνει υποχρεωτικά κάρτα μέλους. Αυτό δεν συνιστά μια κατηγορία φίλων του ΣΥΡΙΖΑ κατά το αλήστου μνήμης σύνθημα «είσαι φίλος, γίνε μέλος». Φτιάχνει όμως μια δυνατότητα ζύμωσης και μια δυνατότητα να διακλαδιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στον κοινωνικό ιστό με διαφορετικούς όρους από ό,τι τα κλασικού τύπου κόμματα, αριστερά ή μη. Αυτή νομίζω είναι η βασική ιδέα. 

Από εκεί και πέρα, πράγματι υπήρχαν περιπτώσεις που η προσέλευση ήταν μικρότερη από όσο θα θέλαμε. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν ήταν αμελητέα. Ήρθε κόσμος, και μάλιστα κόσμος που δεν είναι ενταγμένος από παλιά στην Αριστερά, κόσμος που δεν κουβαλάει όλες τις «αμαρτίες» της Αριστεράς. Αυτός ο κόσμος θέλει να ζυμωθεί, να κουβεντιάσει, να καταλάβει. Αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι τόσο τι λέει κάποιος που προέρχεται από την τροτσκιστική παράδοση ή από εκείνην της ανανεωτικής Αριστεράς. Εκείνο που θέλει είναι να καταλάβει το σήμερα με τους όρους της Αριστεράς. Να καταλάβει τις αξίες της, τα προτάγματά της κοκ. Αυτή η συνθήκη φτιάχνει μια ανάγκη να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πιο ανοικτός από ό,τι τα κόμματα που έχουμε συνηθίσει. Και σε αυτή την προοπτική το ιδρυτικό συνέδριο προφανώς δεν είναι το τελικό. 


Είναι πλέον σαφές πως αν το 27% των προηγούμενων εκλογών ήταν σε κάποιο βαθμό και προϊόν κοινωνικής διαμαρτυρίας σήμερα, ένα χρόνο μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετουσιώσει τη διαμαρτυρία αυτή σε συγκεκριμένες πολιτικές προκείμενες. Πώς θα συνοψίζατε αυτές τις πολιτικές και προγραμματικές καταφάσεις με τις οποίες θα πρέπει να βγούμε από το συνέδριο;

Θα έλεγα ότι το μεγάλο στοίχημα για εμάς είναι να σπάσει η καχυποψία του κόσμου απέναντί μας –ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι δεν είμαστε προγραμματικά επαρκείς– και να δείξουμε ότι υπάρχει ελπίδα. Όμως η υλοποίηση της ελπίδας δεν είναι δουλειά μόνο ενός κόμματος ή μιας κυβέρνησης: είναι δουλειά ολόκληρης της κοινωνίας. Σε σχέση με αυτό, η κουβέντα που κάνουμε στη διακήρυξη των θέσεων για το σοσιαλισμό είναι σημαντική καθεαυτή, γιατί αυτό το ερώτημα δεν συζητιέται πουθενά στον κόσμο. Τολμούμε να το ανοίξουμε –και εδώ το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς καλείται να παίξει σημαντικό ρόλο– προσπαθώντας να πούμε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς έχει αυτό το δρόμο μπροστά της και αυτός ο δρόμος δεν χωρίζεται σε χρονικά στάδια –στάδιο πρώτο να σταματήσουμε την καταστροφή, στάδιο δεύτερο να κάνουμε ένα άλμα μπροστά κτλ–, αλλά αρχίζει από σήμερα, πριν από την κυβέρνηση της Αριστεράς, ότι η ελπίδα που εμπεριέχει η έννοια σοσιαλιστική κοινωνία φτιάχνει η ίδια παραγωγικότητα, φτιάχνει εικόνα και δεσμό αλληλεγγύης, φτιάχνει την αίσθηση αξιοπρέπειας του λαού μας. Για αυτό θα πρέπει να επεξεργαστούμε τη συνάφεια ανάμεσα στα διάφορα αιτήματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή και που καλούμαστε να αποφασίσουμε ποια θα υλοποιήσουμε ως κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτό θέλει πολλή δουλειά. Όμως, αν δει κανείς την αισιοδοξία που φτιάχνεται σε κάποιες από τις δομές αλληλεγγύης, την ανιδιοτέλεια και την αίσθηση προσφοράς εύκολα καταλαβαίνει ότι η διάδοση αυτών των μορφών αυτοοργάνωσης μπορεί να φτιάξει πραγματικά ένα πολιτικό ρεύμα ελπίδας. 


Τη συνέντευξη επιμελήθηκαν η Βαγγία Λυσικάτου και ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος.

Πηγή Red NoteBook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου