Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Ονειρμάρξ: Ο αρνητικός ορίζοντας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού


Yπάρχει ένας απόλυτος ορίζοντας στην ανάπτυξη του καπιταλισμού: ο καπιταλισμός στην «τελειότητά» του, ο καπιταλισμός στην ολοκληρωτική εξαφάνιση του εχθρού, εξαφάνιση των προκαπιταλιστικών κατάλοιπων και των αντιστάσεων, εξαφάνιση όποιας σκέψης και πρακτικής δείχνει πως υπάρχει ζωή και μετά από αυτόν, με άλλα λόγια ολοκληρωτική εξαφάνιση όλων εκείνων των πραγματικών περιστάσεων που εμποδίζουν την καθαρή Ιδέα του καπιταλισμού να πραγματωθεί. Αυτός ο απόλυτος ορίζοντας είναι ο ορίζοντας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε να προτείνουμε ένα γενικό ερμηνευτικό πλαίσιο ως υπόθεση, με βάση το οποίο πιστεύουμε ότι μπορούν να αξιοποιηθούν τα εμπειρικά δεδομένα και να οδηγηθούμε στην εκτίμηση για τη σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού. Από το πλαίσιο αυτό απουσιάζουν ζητήματα συστημικής αρχιτεκτονικής διάρθρωσης όπως η θεωρία του αδύναμου κρίκου, η διάκριση σε “κέντρο” και “περιφέρεια”, κ.α


Α) Επιστημο-λογική Εξιδανίκευση

« Από τη στιγμή που μπορεί κανείς να σκεφτεί τον πόλεμο με δύο τρόπους, στην απόλυτή του μορφή ή σε μία από τις διάφορες μεταβλητές μορφές που στη πραγματικότητα αυτός παίρνει, ανακύπτουν δύο διαφορετικές έννοιες επιτυχίας (σ.σ πολεμικής επιτυχίας) [...]Η πρώτη από αυτές τις δύο οπτικές αντλεί την εγκυρότητά της από τη φύση του αντικειμένου. Η δεύτερη, από την πραγματική ιστορία. Αμέτρητες περιπτώσεις έχουν υπάρξει όπου ένα αμυδρό πλεονέκτημα θα μπορούσε να αποκτηθεί χωρίς μια δυσχερή συνθήκη να το συνοδεύει. Όσο περισσότερο το στοιχείο της βίας μετριάζεται, τόσο πιο συχνές θα είναι αυτές οι περιπτώσεις. Αλλά όπως ένας απόλυτος πόλεμος ποτέ στη πραγματικότητα δεν έχει επιτευχθεί, με τον ίδιο τρόπο ποτέ δεν θα βρούμε έναν πόλεμο στον οποίο η δεύτερη έννοια επικρατεί τόσο, ώστε η πρώτη να μπορεί να παραβλεφθεί εντελώς. Αν δεχτούμε αξιωματικά τη πρώτη από τις δύο έννοιες, αναγκαία έπεται εξ αρχής ότι κάθε πόλεμος πρέπει να συλληφθεί σαν ένα απλό όλον, και ότι με τη πρώτη κίνησή του ο στρατηγός πρέπει ήδη να έχει μια καθαρή ιδέα του σκοπό προς τον οποίο όλες οι γραμμές θα συγκλίνουν. Αν δεχτούμε αξιωματικά τη δεύτερη έννοια, τότε θα βρούμε θεμιτό να επιδιώξουμε μικρότερα πλεονεκτήματα ως αυτοσκοπό και να αφήσουμε το μέλλον στην τύχη του. 

Καθώς και οι δύο αυτές έννοιες οδηγούν σε αποτελέσματα, η θεωρία δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη και τις δύο. Η θεωρία κάνει αυτή τη διάκριση στην εφαρμογή των δύο εννοιών: όλες οι δράσεις πρέπει να βασίζονται στη πρώτη, αφού είναι η θεμελιώδης έννοια. Η δεύτερη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια τροποποίηση που δικαιώνεται από τις περιστάσεις» [1].

Η διαφορά Απόλυτου και Πραγματικού πολέμου έγκειται στη διάκριση μεταξύ της ‘’καθαρής έννοιας’’ και της ενεργοποίησής της μέσα σε καθορισμένες συνθήκες. Βλέπουμε πως ο Clausewitz προβαίνει σε μια επιστημολογική εξιδανίκευση. Νοεί τον πόλεμο σε αφαίρεση από τις εμπειρικές συνθήκες,  και αφού προσεγγίζει την έννοιά του, βλέπει πώς αυτή ‘’ενσαρκώνεται’’ σε συγκεκριμένα ιστορικά περιβάλλοντα. Τη γενική επιστημολογική αυτή αρχή μας τη δίνει ο Clausewitz ήδη από την αρχή του βιβλίου του:

«Στο αφηρημένο πεδίο της καθαρής έννοιας, η σκέψη λοιπόν βρίσκει ανάπαυση πριν να φτάσει στο άκρο της,γιατί γίνεται αντιληπτή με μιαν ακρότητα-τη σύγκρουση των δυνάμεων που παραδίνονται στον εαυτό τους και δεν υπακούουν παρά μόνο τους δικούς τους νόμους. Αν θέλαμε να εξαγάγουμε από την καθαρή θεωρητική έννοια του πολέμου ένα προσυλληφθέντα απόλυτο στόχο, καθώς και τα μέσα για να φτάσουμε σε αυτόν, αυτές οι συνεχείς αλληλεπιδράσεις θα μας οδηγούσαν σε ακρότητες που δεν θα ήταν παρά ένα καθαρό παιχνίδι της φαντασίας, προϊόν  ενός μόλις ορατού γραναρίσματος λογικών σοφισμάτων. Αν, παραμένοντας στενά στο απόλυτο, θέλαμε να διασαφηνίσουμε όλες τις δυσκολίες με μιαν απλή διαβεβαίωση, υποστηρίζοντας από μιαν αυστηρά λογική σκοπιά πως πρέπει να είναι κανείς πάντα έτοιμος και να αντιμετωπίζει αυτήν την ακρότητα σ’έναν παροξυσμό προσπάθειας, η διαβεβαίωση θα έμενε κενό γράμμα, χωρίς εφαρμογή στο πραγματικό κόσμο [...] Όλα όμως παίρνουν διαφορετική μορφή, αν περάσουμε από την αφαίρεση στην πραγματικότητα. Στην αφαίρεση όλα θα έπρεπε να θεωρούνται με αισιοδοξία, και θα έπρεπε να φανταστούμε καθένα από τα δύο στρατόπεδα δε θα έτεινε μόνο προς την τελείωση, αλλά και πως θα έφτανε σε αυτήν. Θα μπορέσει ποτέ αυτό να γίνει στη πραγματικότητα; θα γινόταν αν:

1. ο πόλεμος ήταν μια πράξη εντελώς μεμονωμένη, που εμφανίζεται ξαφνικά και χωρίς συνάφεια με την προγενέστερη ζωή του κράτους.

2. αν συνίστατο σε μια μοναδική απόφαση ή σε πολλές ταυτόχρονες αποφάσεις.

3. αν επέσυρε μια πλήρη καθεαυτήν απόφαση, κι αν δεν λαμβανόταν υπόψη η πολιτική κατάσταση, που πρέπει να προκύψει απ’αυτόν και να επιδράσει επάνω του» [2]

Η καθαρή έννοια του πολέμου μας δίνει μια προσύλληψη του απόλυτου στόχου κάθε πολέμου. Αυτός είναι ο εκμηδενισμός του εχθρού, η απόλυτη επιτυχία του πολέμου (αυτό εννοεί ο Clausewitz λέγοντας ότι πρέπει στην αφαίρεση όλα «να θεωρούνται με αισιοδοξία». Έτσι εξηγείται αυτό που είδαμε στο πρώτο απόσπασμα, πως οι δύο έννοιες του πολέμου (απόλυτος και πραγματικός) συνεπάγονται δύο συλλήψεις της πολεμικής επιτυχίας. Στον απόλυτο πόλεμο η επιτυχία είναι απόλυτο, η πολεμική απόδοση τέλεια, η βέλτιστη νοητή, στον πραγματικό πόλεμο είναι ανέφικτο αυτό το ιδανικό τελειότητας, πάντα υπάρχουν επιτυχίες και αποτυχίας, το παραμικρό πολεμικό πλεονέκτημα συνεπάγεται ένα κάποιο κόστος. Στον απόλυτο πόλεμο πρέπει να νοήσουμε την άριστη πραγμάτωση του σκοπού της έννοιας, που είναι αδύνατη μέσα σε πραγματικές συνθήκες, συνεπώς καταχρηστικά και μόνο μιλάμε για πραγμάτωση.Η μέθοδος αυτή είναι όμοια στον «ιδεότυπο» του Μάξ Βέμπερ. Όταν ο Βέμπερ αναφέρεται σε ιδεότυπους, εννοεί το σύνολο των πιο ουσιωδών χαρακτηριστικών μιας έννοιας στην πιο καθαρή μορφή τους. Ο ιδεότυπος είναι η λογική εκείνη κατασκευή που κάνει αφαίρεση από εμπειρικές προσμίξεις οι οποίες «αλλοιώνουν» την έννοια.

Στην Φαινομενολογία του ο Edmund Husserl περιγράφει την εξιδανίκευση μέσα από τον μηχανισμό των «φαντασιακών παραλλαγών»: «Αν πάρουμε τον εποπτικό κόσμο στην ολότητά του κατά το ρέον «εκάστοτέ» του, στην οποία αυτός είναι για εμάς απλώς εκεί, τότε αυτός έχει ακόμη και ως ολότητα τη «συνήθειά» του, δηλαδή να εξακολουθεί «από συνήθεια» να είναι έτσι όπως ήταν μέχρι τώρα. Άρα, ο εμπειρικά εποπτικός περίκοσμός μας έχει ένα εμπειρικό συνολικό στυλ. Όπως και αν σκεφτόμαστε αυτό τον κόσμο, αλλαγμένο στη φαντασία μας ή όπως κι αν κάνουμε παραστατά τα άγνωστα για τη μελλοντική πορεία του κόσμου, δηλαδή έτσι «όπως αυτή θα μπορούσε να είναι» (στις δυνατότητές της), αναγκαστικά παριστάνουμε την πορεία του με το στυλ υπό το οποίο έχουμε τον κόσμο ήδη, υπό τον οποίο τον είχαμε μέχρι τώρα.

   Γι’αυτό το στυλ μπορούμε να αποκτήσουμε ρητή επίγνωση στον αναστοχασμό και στην ελεύθερη παραλλαγή αυτών των δυνατοτήτων. Μπορούμε έτσι να κάνουμε θέμα μας το αμετάβλητο καθολικό στυλ υπό το οποίο διατελεί αυτός ο εποπτικός κόσμος στο ρεύμα της ολικής εμπειρίας μας. Ακριβώς με αυτό τον τρόπο βλέπουμε ότι καθολικά τα πράγματα και τα όσα τους συμβαίνουν δεν κάνουν την εμφάνισή τους και δεν εξελίσσονται τυχαία, αλλά δεσμεύονται «a priori» μέσω αυτού του στυλ, μέσω της αμετάβλητης μορφής του εποπτικού κόσμου. […] Χάρη στην a priori κοσμική δομή που ανήκει στα σώματα του εμπειρικού-εποπτικού κόσμου, αυτά είναι τέτοιου τύπου που κάθε σώμα-αφηρημένα μιλώντας-έχει εκάστοτε τη δική του έκταση, αλλά έτσι ώστε όλες αυτές οι εκτάσεις να είναι σχηματομορφές μιας, συνολικής, άπειρης έκτασης του κόσμου. Ως κόσμος, ως καθολικός σχηματισμός όλων των σωμάτων, έχει άρα μία ολική μορφή που περιλαμβάνει όλες τις [επιμέρους] μορφές, και αυτή είναι εξιδανικεύσιμη και ελέγξιμη μέσω κατασκευής με τον τρόπο που αναλύσαμε» [3].

Η «ολική μορφή», που είναι μια εξιδανίκευση του εμπειρικού-εποπτικού κόσμου σωμάτων, είναι για τον Husserl μια επιστημονική «υπόθεση», η οποία δεν επαληθεύεται μία μόνο φορά, αλλά εμπλέκεται σε μια διαδικασία «ατελεύτητων επαληθεύσεων», οι οποίες βελτιστοποιούν τις μετρήσεις, αν μιλάμε για τις επιστήμες που βασίζονται στα μαθηματικά, με αποτέλεσμα να βελτιώνονται οι ίδιες οι επιστημονικές υποθέσεις, προσεγγίζοντας όλο και περισσότερο το ιδεατό όριο σύμπτωσης των επιμέρους μορφών των σωμάτων, της έκτασης και των ποιοτήτων τους, με τις επιστημονικές τους εξιδανικεύσεις [4].

Στο Κεφάλαιο του Μάρξ ο καπιταλισμός μελετάται σύμφωνα με τον «ιδανικό μέσο όρο του» [5], ώστε να εκτεθεί η μορφή και το περιεχόμενο της Έννοιας σε αφαίρεση από εμπειρικά γεγονότα και χαρακτηριστικά που είναι από εννοιολογική σκοπιά ασήμαντα. Όμως, η διαφορά της μεθόδου του Κ.Μάρξ είναι η διαλεκτική έκθεση της έννοιας του Κεφαλαίου. Η έννοια του Κεφαλαίου δεν παρουσιάζεται ως ένα σύνολο στατικών ουσιαστικών ιδιοτήτων που έχουν συναχθεί από την εμπειρική συγκριτική μελέτη των ιδιαίτερων περιπτώσεων, αλλά ως διαλεκτική διαδικασία παραγωγής της έννοιας. Η συγκρότηση του γνωστικού αντικειμένου στη διαλεκτική έκθεση, στα διαδοχικά της επίπεδα, δίνει μια εικόνα ανάπτυξης της έννοιας από τους απλούστερους και πλέον αφηρημένους, στους πλέον συγκεκριμένους και πλούσιους προσδιορισμούς. Έχει προηγηθεί, ωστόσο, η αντίστροφη πορεία, η οποία έχει προσδιορίσει την Αρχή, την απλούστερη σχέση του γνωστικού αντικειμένου. Η πορεία αυτή από το αισθητηριακά συγκεκριμένο της επιστήμης στο αφηρημένο, αντιστοιχεί ως προς τον σκοπό τους (και όχι ως προς τη μέθοδο, που διαφέρει μεταξύ τυπικής και διαλεκτικής λογικής) στη διαδικασία της «εξιδανίκευσης» που παραπάνω είδαμε. Μόνο που, στη διαλεκτική μέθοδο, το ίδιο το «αφηρημένο» αναπτύσσεται σε λογικά επίπεδα και ολοκληρώνεται με την αυτοαναίρεσή του και την «έξοδο» της Ιδέας στη χωροχρονική της συγκεκριμενοποίηση [6]

Αξίζει να συνδέσουμε τις παραπάνω εφαρμογές της μεθόδου της «εξιδανίκευσης» με το παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε ως αφετηρία, αυτό του Clausewitz. Ο Clausewitz περιγράφει το χάσμα ανάμεσα στην απόλυτη έννοια (απόλυτος πόλεμος) και τις ενεργοποιήσεις της (πραγματικός πόλεμος σε διάφορες περιστάσεις) ως «τριβή». «Η έννοια της τριβής είναι η μόνη που ανταποκρίνεται αρκετά γενικά σε κείνο που διακρίνει τον πραγματικό πόλεμο από κείνο που μπορεί να διαβάσει κανείς στα βιβλία» [7]. Η έννοια της ”τριβής” παραπέμπει ευθέως στη μηχανική (πράγμα που αναφέρει και ο Klausewitz) και στον Νεύτωνα. Συνηθίζονται τα ”νοητικά πειράματα” στη Φυσική που θεωρούν μηδενική ή αμελητέα τη τριβή. Ο Πρώσος κάνει δηλαδή, με την αφηρημένη σύλληψη του πολέμου, ένα νοητικό πείραμα [8], κατασκευάζοντας τον ”ιδεότυπο” του πολέμου. Μπορούμε να πούμε λοιπόν πως ο μηχανισμός είναι ο εξής: η επιστημολογική εξιδανίκευση-Ιδέα, που αποτελεί νοητική αφαίρεση προκύπτουσα (και στη περίπτωση του Clausewitz) από συγκριτική αντιπαραβολή εμπειρικών πολέμων και επιστημολογική, ”νομοθετική” απόφαση (ιδιότητες των εμπειρικών πολέμων αναβιβάζονται στο επίπεδο του νόμου της λογικής του πολέμου εν γένει), ”ενσαρκώνεται” στους επιμέρους εμπειρικούς πολέμους, που ”αποκλίνουν” από το ιδεατό πρότυπο, λόγω της ”τριβής”, λόγω δηλαδή της απροσδιοριστίας των συνθηκών μέσα στις οποίες ”υλοποιείται” η ”καθαρή έννοια του πολέμου”.

Αξίζει τώρα να δούμε πως αντιμετωπίζει ο Hegel τη τρίβη, σε σχέση ακριβώς τόσο με τη μηχανική των σωμάτων όσο και με την «Έννοια»:

«Το "εκκρεμές" λέγουν "κινείται εκατέρωθεν της κατακορύφου με κυκλικές κινήσεις. Όταν ευρίσκεται σε κάθετη γωνία, αποκτά μια δύναμη, που θα μπορούσε να το ανυψώσει, μετά από διαδρομή κυκλικού τόξου, μέχρι το αυτό ύψος της άλλης πλευράς κι έτσι κινείται αενάως δώθε-κείθε”. Το εκκρεμές έχει από τη μία τη φορά της βαρύτητας. Διά της ανύψωσης το απομάκρυναν από τη φορά της βαρύτητας και του έδωσαν μία άλλη κατεύθυνση. Τούτος ο δεύτερος παράγοντας είναι εκείνος, διά του οποίου τίθεται η πλευρική κίνηση. Ισχυρίζονται τώρα: ”Μέσω της αντίστασης οι ταλαντώσεις γίνονται διαρκώς μικρότερες και το εκκρεμές ισορροπεί τελικά, γιατί αλλιώς η ταλάντωση θα διαρκούσε αιώνια”. Η κίνηση της βαρυτητας όμως και η διατέμνουσα πλευρική κίνηση δεν είναι δύο αντιπαρατιθέμενα είδη, αλλά η πρώτη είναι η υποστασιακή, όπου η δεύτερη τυχαία υποτάσσεται [...]”Η βαρύτητα είναι η δύναμη, που φέρει σε ισορροπία το εκκρεμές διά της εννοίας της ύλης. Ως γενικό επιβάλλεται πάνω στο ξένο και η ταλάντωση αναχαιτίζεται προοδευτικά και ισορροπεί στη γραμμή της κατακόρυφου. Τούτη η αναγκαιότητα της έννοιας όμως εμφανίζεται στη σφαίρα της εξωτερικότητας ως εξωτερικό εμπόδιο, ως τριβή» [9]

Για τον Hegel, η τριβή που εμφανίζεται ως εξωτερικό εμπόδιο σε σχέση με την έννοια, αποτελεί όχι κάτι το εξωτερικό που «αμαυρώνει» την καθαρότητα της έννοιας, αλλά εσωτερική αναγκαιότητα της ίδιας της έννοιας. Η τριβή δεν αντιπαρατίθεται στην κίνηση του εκκρεμούς, αλλά εγκλείεται εσωτερικά στην έννοια της κίνησης του σώματος. Ο Hegel κάνει αυτή τη διαπίστωση, ακριβώς γιατί, στο ανώτερο επίπεδό της, η Έννοια είναι ως Ιδέα η σύμπτωση υποκειμενικότητας/έννοιας και αντικειμενικότητας. Η Έννοια στην τελείωσή της είναι κάτι συγκεκριμένο, μια ατομικότητα, ένα νοητικά συγκεκριμένο και όχι ένα συγκεκριμένο-ειδικό που αντιπαρατίθεται και υποτάσσεται σε ένα αφηρημένο-γενικό. Έτσι, η πραγματική σύλληψη δεν απολυοποιεί την καθαρή έννοια ούτε την εμπειρική προς-τριβή. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ο Clausewitz λέει πως πρέπει να λάβουμε υπόψη τόσο τον απόλυτο όσο και το πραγματικό πόλεμο. Στη πραγματικότητα, η ενότητά τους είναι η Αλήθεια, δηλαδή η ενότητα της έννοιας με την αντικειμενικότητα. Ακριβώς στο σημείο αυτό ο Clausewitz είναι απολύτως διαλεκτικός. Ως υλιστής, όμως, δέχεται μια θεμελιώδη ασυμμετρία μεταξύ έννοιας και αντικειμενικότητας. Μια ασυμμετρία, που είναι ζήτημα ερμηνείας αν υπάρχει στον ίδιο τον Hegel , εντός της ταυτότητας της ταυτότητας και της ετερότητας. O Εngels γράφει σε ένα γράμμα του στον Conrad Schmidt, απαντώντας στις επικρίσεις του δεύτερου για το νόμο της αξίας:

   The reproaches you make against the law of value apply to all concepts, regarded from the standpoint of reality. The identity of thought and being, to express myself in Hegelian fashion, everywhere coincides with your example of the circle and the polygon. Or the two of them, the concept of a thing and its reality, run side by side like two asymptotes, always approaching each other yet never meeting. This difference between the two is the very difference which prevents the concept from being directly and immediately reality and reality from being immediately its own concept. But although a concept has the essential nature of a concept and cannot therefore prima facie directly coincide with reality, from which it must first be abstracted, it is still something more than a fiction, unless you are going to declare all the results of thought fictions because reality has to go a long way round before it corresponds to them, and even then only corresponds to them with asymptotic approximation [10]

Και η «αξία» στο «νόμο της αξίας» είναι μια εξιδανίκευση εντός της διαλεκτικής έκθεσης (άρα μια εξιδανίκευση της διαλεκτικής λογικής). Η επικρίσεις προς την έννοια της «αξίας» πως είναι μια αφαίρεση, πως δεν εμφανίζεται ποτέ στην εμπειρία, πως πάντα οι πραγματικές τιμές δεν αντιστοιχούν ακριβώς στα μεγέθη αξίας θα μπορούσε να στραφεί, λέει ο Engels, εναντίον κάθε (επιστημονικής) αφαίρεσης-έννοιας. Όποιος κάνει τέτοια κριτική, δεν έχει καταλάβει πως λειτουργεί η επιστήμη, και πως παράγει χρήσιμα για τη πρακτική ζωή των ανθρώπων αποτελέσματα. Έννοια και πράγμα δεν συμπίπτουν ποτέ απόλυτα, αν συνέβαινε αυτό δεν θα υπήρχε αλλαγή. Ο Engels μιλά εδώ για αυτό που αποκαλέσαμε θεμελιώδη ασυμμετρία μεταξύ έννοιας και αντικειμενικότητας [11]. Μάλιστα, η τριβή της έννοιας της αξίας σε πραγματικές συνθήκες προσφοράς-ζήτησης, που δημιουργεί την απόκλιση των πραγματικών τιμών από τον ιδεατό μέσο όρο της αξίας, δεν αντιδιαστέλλεται στην αξία, αλλά συγκροτεί μια πραγματική, δυναμική ενότητα μαζί της, με τον ίδιο τρόπο που ο Hegel περιγράφει τη τριβή όχι ως εξωτερική αλλά ως εσωτερική αναγκαιότητα της έννοιας [12].

Τώρα ίσως μπορούμε να διατυπώσουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα σε σχέση με το ερώτημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού:

α) Ο ολοκληρωτικός ή απόλυτος καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός εκείνος που έχει πραγματώνει με το βέλτιστο νοητό τρόπο την έννοιά του. Είναι ο απόλυτα επιτυχής, ο απόλυτα αποδοτικός καπιταλισμός, που έχει ολοκληρωτικά αφανίσει τις ιστορικές και υλικές αντιστάσεις που δημιουργούν «τριβή» στην έννοιά του. Είναι απόλυτος γιατί υπάρχει άνευ όρων και ορίων.

Ο παραπάνω ορισμός, όμως, δεν έχει ακόμα υψωθεί στη διαλεκτική σύλληψη. Και αυτό γιατί, όπως είδαμε, η τριβή είναι αδύνατο να εξαφανιστεί τελείως. Αντιθέτως, πρέπει να καταστήσουμε τη τριβή εσωτερική στιγμή της έννοιας, για να συλλάβουμε διαλεκτικά τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

β) Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν έχει εξαφανίσει κάθε τριβή και αντίσταση προς την έννοιά του, αντίθετα έχει καταστήσει ως εσωτερική στιγμή της έννοιάς του κάθε τριβή και αντίσταση. Η τριβή των πραγματικών συνθηκών πάνω στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό είναι στη πραγματικότητα προϊόν του ίδιου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αφού προϊόν του είναι οι ίδιες οι πραγματικές χωροχρονικές συνθήκες, μέσα στις οποίες το κεφαλαιοκρατικό σύστημα υλοποιείται.

Η ”αμεσότητα” των συνθηκών ύπαρξης του καπιταλιστικού συστήματος είναι, στον απόλυτο ορίζοντα του “ολοκληρωτικού καπιταλισμού, προϊόν της διαλεκτικής του παραγωγικής διαμεσολάβησης. Ο Καπιταλισμός (ή μήπως η ιστορία των κοινωνιών συνολικά;) φτάνει στην εγελιανή του κορύφωση.

γ) Για να ερευνήσουμε το στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού σήμερα, υπό το πρίσμα του ιδεατού του ορίζοντα, του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, πρέπει να εξετάσουμε όλες τις βασικές εστίες εξωτερικότητας, τριβών και αντιστάσεων. Ο χαρακτήρας των τριβών και των αντιστάσεων αποτελεί το μέτρο, το δείκτη ολοκλήρωσης του καπιταλισμού. Όσο λιγότερο εξωγενείς ή όσο πιο ενδογενείς είναι στην καπιταλιστική λειτουργικότητα οι παράμετροι της αντίστασης, της τριβής, του μη υπολογίσιμου αστάθμητου, και όσο μικρότερες είναι οι τιμές αυτών των παραμέτρων, τόσο πιο κοντά βρισκόμαστε στο ιδεατό όριο.

Ας απαριθμήσουμε μερικές τέτοιες περιπτώσεις τριβής, αντίστασης και αστάθμητου:

-Οι αγώνες, οι εξεγέρσεις, τα κινήματα που στρέφονται ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα, προκαλώντας τριβές στην ιδανική λειτουργία του. Και φυσικά, η ύπαρξη κάποιου «αντίπαλου δέους».

-Η αντίσταση που προβάλλει η «φύση» στην απρόσκοπτη καπιταλιστική αξιο-ποίησή της. Στον παραδοσιακό μαρξισμό, μιλάμε τόσο για την «εξωτερική» Φύση, το γεωφυσικό περιβάλλον, όσο και την «εσωτερική» ”φύση”, τη βιολογική και σεξουαλική υπόσταση των ανθρώπων. Σε αυτή τη δεύτερη διάσταση πρέπει να συμπεριλάβουμε την επιθυμία, που δοκιμάζει τα όρια φυσικού-κοινωνικού. 

-Οι καπιταλιστικές κρίσεις

-Η αντίσταση συνολικά της «κοινωνίας» να αφομοιωθεί στο κεφάλαιο (ως προς τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τον πολιτισμό, τις θρησκείες,  κ.α)

-Η έκταση του πλανήτη που δεν έχει ακόμα αποικίσει ο καπιταλισμός

Μερικά ιδεολογικά ονόματα της απουσίας τριβής: το «τέλος της ιστορίας» (μετα-ιστορία), το «τέλος των ιδεολογιών», το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», το «τέλος της πολιτικής» με τη μοντέρνα της έννοια (που μας δίνει τη μετα-πολιτική).

Όπως είπαμε, τριβές και αντιστάσεις, με βάση μια διαλεκτική σύλληψη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, εξακολουθούν να υφίστανται. Εκείνο που πρέπει να εξετάσουμε είναι αν εμφανίζεται ένας ειδικά καπιταλιστικός χαρακτήρας τους. Για παράδειγμα, πολλοί από τους κοινωνικούς αγώνες που προκύπτουν, παραμένουν από την αρχή μέχρι το τέλος εγκλωβισμένοι στην αξιωματική της κεφαλαιοκρατίας. Αποτελούν αντιστάσεις εσωτερικές προς την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, οι οποίες μάλιστα συχνά την αναζωογονούν, τις επιτρέπουν να στερεώσει καλύτερα την κυριαρχία της. Η αιτηματολογία πολλών σύγχρονων κινημάτων εξαντλείται σε μεταρρυθμίσεις, το ταβάνι πολλών αγωνιστικών κινήσεων είναι «περισσότερη δημοκρατία», «περισσότερα δικαιώματα». Αυτές οι αντιστάσεις είναι εσωτερική στιγμή της λειτουργίας ενός καπιταλισμού που ολοκληρώνεται, παράγοντας ο ίδιος τις συνθήκες ύπαρξής του, άρα και το πεδίο μέσα στο οποίο γεννιούνται και πεθαίνουν τα μικροσυμβάντα αντίστασης. Με τον ίδιο τρόπο, πολιτικές παρεμβάσεις που θίγουν μόνο το τοπικό και όχι το συνολικό καπιταλιστικό μακροεπίπεδο, αποτελούν εσωτερικές προς τον καπιταλισμό τριβές, που δεν απειλούν τις θεμελιώδεις λειτουργίες του. Όσον αφορά τις καπιταλιστικές κρίσεις, όσο πιο δομικές είναι αυτές, όσο δηλαδή υπερέχουν εσωτερικοί και όχι εξωτερικοί, συγκυριακοί προς την καπιταλιστική λειτουργία καθορισμοί, τόσο περισσότερο αποτελούν δείκτη κεφαλαιοκρατικής ολοκλήρωσης. Αν δούμε το ζήτημα από τη σκοπιά των θρησκειών αλλά και γενικότερα από τη σκοπιά της μετα-φυσικής νομιμοποίησης της μακροφυσικής (βασικά πανεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο) και μικροφυσικής εξουσίας (βασικά τοπικό επίπεδο), δείκτη καπιταλιστικής ολοκλήρωσης αποτελεί η λεγόμενη «εκκοσμίκευση», η μετάβαση από την εξωτερική υπερβατικότητα στην καπιταλιστική εμμένεια, της οποίας την υπερβατικότητα στηρίζουν αξιώματα που προστίθενται και αφαιρούνται κατά το δοκούν. Εικόνα αυτής της εξέλιξης στο νομικό και πολιτικό επίπεδο, είναι αυτό που ο Niklas Luhmann αποκαλεί «νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας» (πολιτικής, νομοθετικής, κ.α), η άντληση δηλαδή νομιμοποίησης όχι από κάποια υπερκόσμια υπερβατικότητα (Θεός) αλλά από τις ίδιες τις θεσμικές διαδικασίες στις οποίες «αντιπροσωπεύονται».

Σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, μπορούμε να δούμε πως «εναλλακτικές μορφές αντίστασης» υπακούουν στο καπιταλιστικό πλαίσιο, όπως, για παράδειγμα, «εναλλακτικές μορφές» μουσικής «αντίστασης στο κατεστημένο». Ωστόσο, για να γνωρίσουμε ποιές τριβές είναι εσωτερικές και ποιες εξωτερικές, και σε τι βαθμό, πρέπει να γνωρίσουμε περισσότερα για τον χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.

Βρισκόμαστε άραγε στο στάδιο του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού»; Έχουμε φτάσει στην «ακρότητα», όπως λέει ο Clausewitz, της έννοιας, προσεγγίζοντας, όπως λέει ο Husserl, την Αρχή, την ανάδυση της Μορφής; Ο απόλυτος καπιταλισμός θα σήμαινε έναν καπιταλισμό που έχει φτάσει στο επίπεδο της Ελευθερίας, ενσωματώνοντας τους εξωτερικούς όρους του ως εσωτερικές του στιγμές. Ελευθερία όχι για τους ανθρώπους, αλλά για το σύστημα, που στην περίπτωση αυτή θα τους είχε αφομοιώσει πλήρως, και θα τους παρήγαγε σαν λειτουργικά του στοιχεία. Ένα σύστημα που θα κινούνταν ελεύθερα, αυτόματα, δημιουργώντας αυτοποιητικά τον εαυτό του, σαν συνειδητός ζωντανός οργανισμός που έχει μετασχηματίσει προς όφελός του το περιβάλλον μέσα στον οποίο ζει και αναπνέει.

   Θεωρούμε πως πρόκειται για ζήτημα βαθμού, και για ζήτημα του ποια πλευρά υπερέχει. Και θεωρούμε επίσης ότι στη σημερινή εποχή υπερέχει η πλευρά της ολοκλήρωσης, έναντι της πλευράς της εξωτερικότητας. Η διαπίστωση αυτή θεωρούμε πως δεν αντιφάσκει ούτε με την καπιταλιστική κρίση της εποχής, ούτε με την διεξαγωγή  επεκτατικών πολέμων από το Κεφάλαιο. Η υπόθεση αυτή, ας κατευθύνει τη συνέχεια.


Β) Τυπική και Πραγματική Υπαγωγή στο Κεφάλαιο

Όσα γράψαμε παραπάνω, συνδέονται με το ζήτημα της «τυπικής» και της «πραγματικής υπαγωγής» στο Κεφάλαιο, έννοιες που ανέπτυξε ο Μάρξ. Παραπέμπουμε σε ένα παλιότερο κείμενο, το οποίο βασίζεται στην σχετική ανάλυση του Chris Arthur, για το ζήτημα αυτό http://bestimmung.blogspot.gr/2013/03/t-1.html

Όπως μπορείτε να δείτε στο κείμενο, ο Chris Arthur καταλήγει:

«Σύμφωνα με τον Χέγκελ, «η ελεύθερη Έννοια […] αυτοπροσδιορίζεται και μ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται αληθής» .47 Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ιδέα είναι «το Υποκείμενο-Αντικείμενο, ως ενότητα ιδεατού και πραγματικού» .48 Θεωρώ ότι μια τέτοια ενότητα ιδεατού και πραγματικού προβάλλεται στην Ιδέα του Κεφαλαίου. Aν αυτή επιτυγχάνει, αυτό είναι αποτέλεσμα της δικής της κίνησης, της παραγωγής κεφαλαίου μέσω του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο παράγει κεφάλαιο μέσω της υπόταξης/υπαγωγής ανθρώπινων και φυσικών δυνάμεων, τυπικά (μισθός/πρόσοδος) αλλά σ’ έναν μεγάλο βαθμό και «πραγματικά» (σ.σ «πραγματική υπαγωγή στο Κεφάλαιο», σε αντίθεση με την τυπική υπαγωγή σε αυτό). Ωστόσο, παρά τον συνεχή μετασχηματισμό της παραγωγικής διαδικασίας καθώς αυτή υπάγεται πραγματικά στο κεφάλαιο, παραμένει γεγονός ότι το κεφάλαιο δεν μπορεί να θεωρεί ότι παράγει όλες τις συνθήκες ύπαρξής του. Μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα εδώ είναι απλώς η τυχαία συγκεκριμένη ποικιλότητα, που περικλείεται στη λογική του συστήματος. Ωστόσο η ζωντανή εργασία είναι απείθαρχη απέναντι σε μια τέτοια υπαγωγή της στη λογική του κεφαλαίου. Η ιδιοποίηση της εργασίας είναι προβληματική γιατί δυνητικά οι εργαζόμενοι θέτουν δικούς τους στόχους προς πραγματοποίηση. Δεν μπορούν να θεωρηθούν «ανθρώπινοι πόροι» χωρίς καμιά διαφορά αρχής από τους άλλους «φυσικούς πόρους» που εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο.

    Στη σημερινή εποχή, η Ιδέα του κεφαλαίου πραγματώθηκε. Το κατά πόσο αυτό που υπερβαίνει το περιεχόμενό του θα παραμένει για πάντα περιθωριακό είναι κάτι για το οποίο θα αποφασίσει το μέλλον»


Γ. Ο Ολοκληρωτικός Καπιταλισμός ως πολεμική μηχανή

Πρέπει να προσπαθήσουμε να φανταστούμε με τί θα έμοιαζε ένας ολοκληρωτικός καπιταλισμός, ώστε να συλλάβουμε το μέτρο του υπαρκτού. Για το σκοπό αυτό, θα σχολιάσουμε ένα εκτενές απόσπασμα του έργου των Deleuze-Guattari, Χίλια Επίπεδα [13]. Tα σχόλιά μας θα διακόπτουν τη ροή του κειμένου, ώστε να αντλούν συμπεράσματα σε σχέση με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

[…] «Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Όπως γνωρίζουμε ήδη, το αξίωμα αυτό έχει αποσπαστεί από ένα θεωρητικό και πρακτικό, ιστορικό και υπεριστορικό, σύνολο (ensemble) τα μέρη του οποίου είναι αλληλένδετα: 1) υφίσταται μια καθαρή έννοια του πολέμου ως απόλυτου, άνευ όρων πολέμου, μια Ιδέα που δεν προκύπτει από την εμπειρία (καταστροφή ή «αναστάτωση» του εχθρού, ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως μη έχων άλλους προσδιορισμούς, ενώ οι πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές ανησυχίες δεν εισάγονται καν, 2) δεδομένοι είναι οι πραγματικοί πόλεμοι όπως αυτοί υποτάσσονται στους Κρατικούς σκοπούς, τα Κράτη είναι, καλοί ή κακοί «αγωγοί» σε σχέση με τον απόλυτο πόλεμο, και σε κάθε περίπτωση ρυθμίζουν την πραγματοποίηση τους στην εμπειρία, 3) οι Πραγματικοί πόλεμοι αμφιταλαντεύονται μεταξύ δυο πόλων, οι οποίοι υπόκεινται στην Κρατική πολιτική: τον πόλεμο καταστροφής, ο οποίος μπορεί να κλιμακωθεί σε ολικό πόλεμο (αυτό εξαρτάται από το ποιοί είναι οι στόχοι της καταστροφής), και τείνει να προσεγγίζει την αδιαμεσολάβητη έννοια μέσω της ανόδου στα άκρα, και τον περιορισμένο πόλεμο, ο οποίος είναι λίγο πολύ ένας ολικός πόλεμος, με την διαφορά ότι προκαλεί μια κάθοδο προς περιοριστικές συνθήκες και μπορεί να αποκλιμακωθεί ως μια απλή «ένοπλη παρατήρηση»

Μπορούμε να θεωρήσουμε τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» σαν μια πολεμική μηχανή, που συνιστά την απόλυτη έννοια του καπιταλισμού, έναν «άνευ όρων πόλεμο» του Κεφαλαίου που έχει εκ-μηδενίσει την εμπειρία της τριβής, της αντίστασης, φτάνοντας σε τέτοια ιδεατότητα που δεν προκύπτει από την εμπειρία (ο απόλυτος-ολοκληρωτικός καπιταλισμός σαν ιδεατός τύπος). Τα Κράτη «είναι καλοί ή κακοί αγωγοί σε σχέση με τον απόλυτο πόλεμο». Ας πάρουμε τη διατύπωση αυτή στην ονομαστική της αξία αλλά σε σχέση με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, και ας θεωρήσουμε τα Κράτη «καλούς ή κακούς αγωγούς» της καπιταλιστικής πολεμικής μηχανής, του ολοκληρωτικού μηχανισμού, «καλούς ή κακούς αγωγούς» με την έννοια ότι περι-ορίζουν, εδαφικοποιούν την κεφαλαιοκρατική μηδενιστική δυναμική (με τη φιλοσοφική και την πολεμική έννοια του μηδενισμού) σε συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες. Έτσι, μέσω των Κρατών, ο ολοκληρωτικός, απόλυτος καπιταλισμός, γίνεται περιορισμένος καπιταλισμός, με σύνορα και τριβή, που προκύπτει από τις διαφορικές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών κρατικά οργανωμένων κοινωνιών, των στρωμάτων και των τάξεών τους. Κάποια Κράτη είναι «καλοί αγωγοί» με την έννοια ότι επιτρέπουν στη δυναμική του Κεφαλαίου να διέλθει όσα πιο απρόσκοπτα είναι αυτό δυνατό. Πρότυπο ενός τέτοιου Κράτους σήμερα είναι αυτό των Η.Π.Α. «Κακός αγωγός» είναι ένα Κράτος στο βαθμό που δεν ανοίγεται στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σώμα, δυσχεραίνοντας τη νομαδική επέλαση της παγκόσμιας πολεμικής μηχανής του Κεφαλαίου. Σήμερα, βιώνουμε τη μετατροπή του ελληνικού αστικού Κράτους από «κακό» σε «καλό αγωγό». Ένα Κράτος που, λόγω των ταξικών συσχετισμών, δυσχέραινε την «ελεύθερη κυκλοφορία του Κεφαλαίου, των προσώπων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών (βλ. τις αρχές του Μάαστριχτ) σε σχέση με άλλα Κράτη.

Το καπιταλιστικό Κράτος ως αγωγός είναι αγωγός της ελεύθερης κυκλοφορίας του Κεφαλαίου. Η πλήρης πραγμάτωση της «ελεύθερης κυκλοφορίας του Κεφαλαίου» θα ήταν ένας μη διαλεκτικός καπιταλισμός χωρίς ουσιαστικά τριβή, με έκλειψη των εθνών-κρατών, όπως αυτός που περιγράφουν στην «Αυτοκρατορία» οι Negri-Hardt. Η δική μας αντίληψη είναι διαφορετική.

«Στην πρώτη περίπτωση, η διάκριση μεταξύ του απόλυτου πολέμου ως Ιδέας και των πραγματικών πολέμων φαίνεται πως έχει μεγάλη σημασία για εμάς, αλλά μόνο υπό την πιθανότητα εφαρμογής ενός διαφορετικού κριτηρίου από εκείνο του Κλαούζεβιτς. Η καθαρή Ιδέα δεν είναι εκείνη της αφαιρετικής εξαφάνισης του αντίπαλου, αλλά εκείνη μιας πολεμικής μηχανής η οποία δεν έχει τον πόλεμο ως αντικείμενο της, και η οποία απολαμβάνει μια δυνητική ή συμπληρωματικά συνθετική σχέση με τον πόλεμο. Κατά συνέπεια, η νομαδική πολεμική μηχανή δεν παρουσιάζεται σε εμάς ως μια περίπτωση πραγματικού πολέμου μεταξύ άλλων, όπως στον Κλαούσεβιτς, αλλά αντίθετα, ως το περιεχόμενο που αναλογεί στην Ιδέα, την ανακάλυψη της Ιδέας, με τα δικά της αντικείμενα, χώρο και σύνθεση του νόμου. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ακόμη μια Ιδέα, και είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε την έννοια της καθαρής Ιδέας, παρά το γεγονός ότι η πολεμική μηχανή πραγματοποιήθηκε από τους νομάδες. Είναι οι νομάδες, αντίθετα, που παραμένουν μια αφαίρεση, μια Ιδέα, κάτι πραγματικό και πεπερασμένο, και αυτό για διάφορους λόγους: πρώτον, επειδή τα στοιχεία του νομαδισμού, όπως έχουμε δει, εισέρχονται σε de facto αναμίξεις με τα στοιχεία της μετανάστευσης, της περιπλάνησης και της διαχείμασης. Ωστόσο αυτό δεν επιδρά στην καθαρότητα της έννοιας, αλλά εισάγει πάντα ανάμικτα αντικείμενα, ή συνδυασμούς χώρου και σύνθεσης, οι οποίοι αντιδρούν πάντα από την αρχή επί της πολεμικής μηχανής. Δεύτερον, ακόμη και στην καθαρότητα της έννοιας της, η νομαδική πολεμική μηχανή ως συμπλήρωμα, ξεσκεπασμένο και ανεπτυγμένο σε αντίθεση με το Κράτος-μορφή, η καταστροφή του οποίου είναι πάντα το ζητούμενο. Αλλά είναι αυτό ακριβώς, δεν παρακινεί το συμπληρωματικό αυτό αντικείμενο ή την συνθετική αυτή σχέση χωρίς το Κράτος, το οποίο βρίσκει την ευκαιρία να οικειοποιηθεί την πολεμική μηχανή, και τα μέσα που θα καταστήσουν τον πόλεμο άμεσο αντικείμενο της ανεστραμμένης αυτής μηχανής (έτσι η ενσωμάτωση του νομάδα στο Κράτος αποτελεί διάνυσμα που διασχίζει τον νομαδισμό από την αρχή, από την πρώτη πράξη πολέμου ενάντια στο Κράτος»

Βλέπουμε εδώ πως οι Deleuze-Guattari νοούν την νομαδική μηχανή σε συνθετική σχέση με την Κρατική μορφή. Ας παραλείψουμε τη θετική μας προκατάληψη υπέρ των νομάδων και της πολεμικής μηχανής, όπως μας διαπερνά διαβάζοντας το έργο τους. Αλλωστε, οι ίδιοι συνδέουν την πολεμική μηχανή τόσο με το Κεφάλαιο όσο και με το φασισμό. Τα χαρακτηριστικά του Κεφαλαίο, οι ροές του, η αποκωδικοποιητική, απεδαφικοποιητική δυναμική του, είναι νομαδικά, αν αφαιρέσουμε την επανεδαφικοποίηση στο Κράτος και τα αξιώματα.

Το γεγονός πως η νομαδική πολεμική μηχανή υπάρχει πάντα σε συνθετική σχέση με το Κράτος και σε διάφορες αναμείξεις, δεν εμποδίζει τους Deleuze-Guattari α) να πιστώσουν στους νομάδες την ανακάλυψη της πολεμικής μηχανής β) να διακρίνουν την Ιδέα της πολεμικής μηχανής από τους ιστορικά συγκεκριμένους ‘’νομαδισμούς’’, που πάντα προσεγγίζουν αλλά δεν πραγματώνουν την Ιδέα της πολεμικής μηχανής δίχως να βρίσκονται σε ανάμειξη με την ετερότητά της, με το Κράτος. Συνεπώς, ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» ως πολεμική μηχανή θα ήταν ζήτημα ανάμειξης της πολεμικής μηχανής με το Κράτος. Βλέπουμε εδώ, στους Deleuze-Guattari, μια «κρυπτοδιαλεκτική» αντίληψη του ανοιχτού και του κλειστού, για να χρησιμοποιήσουμε τη κριτική του Badiou.

Άραγε, δεν βλέπουμε πως οι πιο ακραιφνείς «νεοφιλελεύθεροι» επιθυμούν, λένε, την ελαχιστοποίηση του Κράτους; Και δεν έχει αυτό το γεγονός σαν αποτέλεσμα τις πιο παράξενες συγκλίσεις μεταξύ ορισμένων αναρχικών και μερικών νεοφιλελεύθερων;;; Δεν προκαλεί αυτό μια σύγχυση με την «απονέκρωση του Κράτους», με την ελαχιστοποίησή του σε ένα ημι-Κράτος, όπως έγραφε ο Ένγκελς; Υπάρχει βέβαια μια θεμελιώδης διαφορά, μια διαχωριστική γραμμή που διακρίνει την επαναστατική αντικεφαλαιοκρατική από την συστημική-κεφαλαιοκρατική τοποθέτηση: οι νεοφιλελεύθεροι θέλουν η ελαχιστοποίηση του Κράτους να αφήσει ένα απομεινάρι, το Κράτος-νυχτοφύλακα, το Κράτος που καταστέλλει σκληρά όσους αντιστέκονται, το Κράτος που κάνει ιμπεριαλιστικούς πολέμους προς όφελος των κεφαλαιοκρατών, το Κράτος που δίνει πακέτα σωτηρίας όταν πτωχεύουν οι Τράπεζες, το Κράτος-εξάρτημα ή Κράτος-όργανο του Κεφαλαίου σε καθαρή μορφή. Ενώ οι επαναστάτες μαρξιστές θέλουν την ελαχιστοποίηση του Κράτους σε βαθμό τέτοιο που δεν θα είναι παρά Κράτος των εργαζομένων ενάντια στην αστική τάξη, Κράτος-συλλογικός οργανωτικός θεσμός, μέχρι την απονέκρωση του Κράτους στον κομμουνισμό.

«Κατά συνέπεια το ζήτημα αφορά λιγότερο την πραγματοποίηση του πολέμου απ’ ότι την οικειοποίηση της πολεμικής μηχανής. Ενώ ταυτόχρονα, ο Κρατικός μηχανισμός οικειοποιείται την πολεμική μηχανή, υποτάσσοντας την στους «πολιτικούς» στόχους του, δίνοντας της τον πόλεμο ως το άμεσο αντικείμενο της. Ωστόσο, πρόκειται για την μια και όμοια ιστορική τάση που προκαλεί το Κράτος να εξελιχθεί από μια τριπλή οπτική γωνία: το πέρασμα από τις φιγούρες εγκόλπωσης στις μορφές της κανονικής οικειοποίησης, το πέρασμα από τον περιορισμένο πόλεμο στον έτσι αποκαλούμενο ολικό πόλεμο, και την μεταμόρφωση της σχέσης μεταξύ στόχου και αντικείμενου. Οι παράγοντες που καθιστούν τον Κρατικό πόλεμο, ολικό πόλεμο, είναι στενά συνδεδεμένοι με τον καπιταλισμό: έχουν να κάνουν με την επένδυση του σταθερού κεφαλαίου στον εξοπλισμό, την βιομηχανία και την οικονομία του πολέμου, καθώς και την επένδυση του μεταβλητού κεφαλαίου στον πληθυσμό και τις φυσικές και διανοητικές πτυχές του (τόσο ως πολεμιστών, όσο και ως θυμάτων του πολέμου).  Όμως ο ολικός πόλεμος δεν είναι μόνο πόλεμος καταστροφής, αλλά γίνεται τέτοιος όταν η καταστροφή «επικεντρώνεται» όχι μόνο στον εχθρικό στρατό, ή το εχθρικό Κράτος, αλλά ενάντια σε ολόκληρο τον πληθυσμό και την οικονομία του. Το γεγονός ότι η διπλή αυτή επένδυση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κάτω από τις προηγούμενες συνθήκες περιορισμένου πολέμου αποδεικνύει τον ακαταμάχητο χαρακτήρα της καπιταλιστικής τάσης να εξαπολύει ολικούς πολέμους»

Στο παραπάνω απόσπασμα φαίνεται η ιμπεριαλιστική φύση του Κεφαλαίου, η σύγκλιση του Κεφαλαίου με τον ολικό πόλεμο. Εμείς λέμε: το κεφάλαιο δεν συγκλίνει με τον ολικό πόλεμο, αλλά είναι, σύμφωνα με την έννοιά του, ολικός πόλεμος, πολεμική μηχανή, ένα είδος άπειρου επεκτατισμού που αποικίζει τα πάντα στο πέρασμά του.

«Αληθεύει λοιπόν ότι ο ολικός πόλεμος παραμένει υποταγμένος στους Κρατικούς πολιτικούς στόχους, και απλά πραγματοποιεί τις μέγιστες συνθήκες της οικειοποίησης της πολεμικής μηχανής μέσω του Κρατικού μηχανισμού. Όμως αληθεύει εξίσου ότι όταν ο ολικός πόλεμος αναδεικνύεται σε αντικείμενο της οικειοποιημένης πολεμικής μηχανής, τότε σε αυτό το επίπεδο του συνόλου όλων των πιθανών συνθηκών, το αντικείμενο και ο στόχος εισάγονται σε νέες σχέσεις που μπορούν να φτάσουν στο σημείο της αντίφασης. Αυτό εξηγεί την αμφιταλάντευση του Κλαούσεβιτς, όταν σε ένα σημείο τεκμηριώνει πως ο ολικός πόλεμος παραμένει ένας πόλεμος εξαρτημένος από τους πολιτικούς στόχους των Κρατών, και σε κάποιο άλλο πως τείνει να ενεργοποιήσει την Ιδέα του πολέμου άνευ όρων. Στην πραγματικότητα, ο στόχος παραμένει ουσιαστικά πολιτικός και καθορισμένος ως τέτοιος από το Κράτος, αν και το ίδιο το αντικείμενο έχει πια καταστεί απεριόριστο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η οικειοποίηση έχει αλλάξει κατεύθυνση, ή αντίθετα, ότι τα Κράτη τείνουν να εξαπολύουν και να επανακαθιστούν μια τεράστια πολεμική μηχανή, της οποίας δεν αποτελούν πλέον τίποτε περισσότερο από τα αντιτιθέμενα ή και εναποθετημένα μέρη»

Η αντίφαση για την οποία μιλούν οι Deleuze-Guattari, είναι η εγελιανή αντίφαση έννοιας-αντικειμενικότητας (Είναι) ως παλινδρόμηση από τον ένα πόλο στον άλλο. Η καθορισμένη έννοια, το αντικείμενο της οποίας «έχει καταστεί απεριόριστο». Δηλαδή ένα εγελιανό «κακό άπειρο», όπου απεριόριστα επαναλαμβάνεται ο περατός προσδιορισμός, έτσι που διαφέρει μεν από την περατότητα, για αυτό και έχουμε ένα είδος απείρου, αλλά το άπειρο είναι αναληθές, αφού επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο, το περατό. Το εγελιανό «καλό άπειρο» θα ήταν όχι η διαρκής παλινδρόμηση, αλλά η θεματοποίηση της αντίφασης ως τέτοιας, η αυτοαναιρούμενη ασυμμετρία ως τέτοια, αντί η αντίφαση να είναι «ένα σημείο» στο οποίο φτάνει η σχέση.

   «Η παγκόσμιου βεληνεκούς πολεμική μηχανή, η οποία κατά κάποιον τρόπο «επανεκδίδεται» από τα Κράτη, επιδεικνύει δυο διαδοχικές φιγούρες: πρώτα, εκείνη του φασισμού, η οποία καθιστά τον πόλεμο μια απεριόριστη κίνηση χωρίς άλλο στόχο πέρα από τον ίδιο.  Αλλά ο φασισμός αποτελεί μόνο ένα χονδροκομμένο σκίτσο. Ενώ η δεύτερη, μετα-φασιστική, φιγούρα, είναι εκείνη της πολεμικής μηχανής που εκλαμβάνει την ειρήνη ως τον άμεσο στόχο της, ως την ειρήνη του Τρόμου ή της Επιβίωσης. Η πολεμική μηχανή μεταρρυθμίζει τον λείο χώρο που τώρα ισχυρίζεται ότι ελέγχει, ώστε να περικυκλώσει όλη την γη. Ο ολικός πόλεμος έχει ξεπεραστεί, προς την κατεύθυνση μιας μορφής ειρήνης που προκαλεί ακόμη περισσότερο τρόμο. Η πολεμική μηχανή έχει αναλάβει τον στόχο της παγκόσμιας τάξης, και τα Κράτη δεν είναι πια τίποτε περισσότερο παρά αντικείμενα ή μέσα προσαρμοσμένα στους σκοπούς αυτής της μηχανής. Αυτό είναι το σημείο όπου το αξίωμα του Κλαούζεβιτς κυριολεκτικά αναστρέφεται. Ωστόσο, για την δικαιοδοσία του ισχυρισμού ότι η πολιτική αποτελεί την συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα, δεν αρκεί η αναστροφή των λέξεων, σαν να μπορούσαν να ειπωθούν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Είναι εξίσου απαραίτητο λοιπόν να ακολουθηθεί η πραγματική κίνηση στην κατάληξη της οποίας τα Κράτη, έχοντας οικειοποιηθεί την πολεμική μηχανή, και έχοντας την προσαρμόσει στους στόχους τους, να επανεκδώσουν μια πολεμική μηχανή που θα προσδιορίζει τον στόχο, θα οικειοποιείται τα Κράτη και θα αναλαμβάνει όλο και μεγαλύτερες πολιτικές λειτουργίες»

Εδώ οι Deleuze-Guattari περιγράφουν την παγκόσμια κεφαλαιοκρατική τάξη ως πολεμική μηχανή. Περιγράφουν δηλαδή τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Εδώ ισχύει η αντιστροφή που έκανε στον Κλαούζεβιτς ο Φουκώ: όχι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Όμως οι Deleuze-Guattari εξηγούν γιατί συμβαίνει αυτό. Η επικράτηση της πολεμικής (κεφαλαιοκρατικής) μηχανής παγκόσμια εγκαθιδρύει μια τεταμένη ειρήνη που σημαίνει τον μεγαλύτερο τρόμο. Ο τρόμος αυτός, το υπονοούν και συνδέεται με αναλύσεις του Virilio για τις οποίες είναι ενήμεροι, έχει να κάνει με την πυρηνική αποτροπή. Και γενικότερα, με την δυνητικά καταστροφική ισχύ που διαθέτει το παγκόσμιο πυρηνικό σώμα του Κεφαλαίου σήμερα. Η πολεμική μηχανή «μεταρρυθμίζει τον λείο χώρο που ισχυρίζεται πως ελέγχει, περικυκλώνοντας όλη τη γη».  Ο φασισμός, και ιδίως θα λέγαμε, ο ναζισμός, ενοποίησης το κραταίο ευρωπαικό κεφάλαιο σε μια πολεμική μηχανή. Έτσι πραγματοποίησαν προσεγγιστικά τον ολικό πόλεμο, εκφράζοντας το Κεφάλαιο σαν κτήνος, το γίγνεσθαι-ζώο του Κεφαλαίου, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο των Deleuze-Guattari. Η μετα-φασιστική εκδοχή της (κεφαλαιοκρατικής) πολεμικής μηχανής, είναι ακριβώς μια μηχανή, η οποία είναι κινητήρας του εαυτό της και προσαρτά στο σώμα της Κρατικά όργανα, αντί να κινητοποιείται από τα Κράτη μια την εξωτερική τους ώθηση. Αυτό που περιγράφουν οι Deleuze-Guattari είναι ο ολοκληρωτικός ή απόλυτος καπιταλισμός, η Ιδέα του, ο απόλυτος ορίζοντάς του που εκδηλώνεται εμπειρικά όσο περισσότερο η «ανάμειξη» της πολεμικής μηχανής του Κεφαλαίου με το Κράτος στη συνθετική σχέση σημαίνει την υποταγή του δεύτερου στο πρώτο.

«Αναμφίβολα, η παρούσα κατάσταση είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντική. Έχουμε παρακολουθήσει την πολεμική μηχανή να αναπτύσσεται όλο και πιο δυναμικά, σαν να επρόκειτο για μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας. Την έχουμε δει να αποδίδει στον αντικειμενικό της στόχο μια ειρήνη ακόμη πιο τρομακτική από τον φασιστικό θάνατο. Την έχουμε δει επίσης να διατηρεί ή να προκαλεί τους τρομακτικότερους τοπικούς πολέμους ως μέρη του εαυτού της. Και την έχουμε δει να θέτει τα σύνολα της ως έναν νέο τύπο εχθρού, όχι πια ενός άλλου Κράτους, ούτε καν ενός άλλου καθεστώτος, αλλά του «απροσδιόριστου εχθρού». Και την έχουμε δει ακόμη να θέτει σε λειτουργία τα στοιχεία της που εναντιώνονται στον ανταρτοπόλεμο, έτσι ώστε να βρεθεί προ εκπλήξεως μια φορά, αλλά όχι και δεύτερη….Παρ’ όλα αυτά, οι συνθήκες εκείνες που καθιστούν την Κρατική ή Παγκόσμια πολεμική μηχανή πιθανή, με άλλα λόγια το σταθερό κεφάλαιο (υποδομές και εξοπλισμοί), και το ανθρώπινο μεταβλητό κεφάλαιο, επαναδημιουργούν διαρκώς τις απρόσμενες πιθανότητες της αντεπίθεσης, τις απρόβλεπτες πρωτοβουλίες που καθορίζουν τις επαναστατικές, λαϊκές, μειονοτικές, μεταλλαγμένες μηχανές. Ο ορισμός του Απροσδιόριστου Εχθρού αποδεικνύει το εξής…. «πολύμορφες, ελισσόμενες και πανταχού παρούσες… της ηθικής, πολιτικής, ανατρεπτικής ή οικονομικής τάξης, κτλ.», ο απροσδιόριστος υλικός Σαμποτέρ ή ο ανθρώπινος Λιποτάκτης υϊοθετούν τις πλέον διαφορετικές μορφές. Το πρώτο σημαντικό θεωρητικό στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι η πολεμική μηχανή φέρει πολλά διαφορετικά νοήματα, και αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η πολεμική μηχανή έχει μια ιδιαίτερα μεταβλητή σχέση με τον πόλεμο καθ’εαυτόν. Η πολεμική μηχανή δεν καθορίζεται ενιαία, και συγκροτεί κάτι άλλο από τις αυξανόμενες ποσότητες ισχύος. Έχουμε προσπαθήσει εδώ να ορίσουμε τους δυο πόλους της πολεμικής μηχανής: στον ένα πόλο, ο πόλεμος αναδεικνύεται σε αντικείμενο της, διαμορφώνοντας μια γραμμή καταστροφής εκτεινόμενη ως τα όρια του σύμπαντος. Αλλά σε όλα τα σχήματα που παίρνει εδώ – περιορισμένος πόλεμος, ολικός πόλεμος, παγκόσμια οργάνωση – ο πόλεμος δεν εκπροσωπεί το σύνολο της υποτιθέμενης ουσίας της πολεμικής μηχανής, αλλά μόνο, ο,τιδήποτε καθιστά την δύναμη (puissance) της μηχανής, είτε στο σύνολο των συνθηκών κάτω από τις οποίες τα Κράτη την οικειοποιούνται, είτε της κυρίαρχης τάξης, της οποίας τα ίδια τα Κράτη δεν αποτελούν πλέον παρά μόνο μέρη της. Ο άλλος πόλος, φαίνεται πως αποτελεί και την ουσία του ζητήματος. Όταν η πολεμική μηχανή, με τις άπειρα λιγότερες «ποσότητες», έχει ως αντικείμενο της όχι τον πόλεμο, αλλά τον εντοπισμό μιας δημιουργικής γραμμής αγώνα, την σύνθεση ενός λείου χώρου και της κίνησης των ανθρώπων στο πεδίο του. Σε αυτόν τον άλλο πόλο, η μηχανή αντιμετωπίζει πράγματι τον πόλεμο, αλλά ως το συμπληρωματικό ή συνθετικό αντικείμενο της, το οποίο εναντιώνεται τώρα στο Κράτος και την παγκόσμια αξιωματική συνθήκη που εκφράζεται από όλα τα Κράτη».

Η κεφαλαιο-κρατική πολεμική μηχανή δαιμονοποιεί, στην ολοκληρωτική της κίνηση, τα ίδια τα τμήματα του εσωτερικού της. Είναι αυτό που λέμε, ότι «ο καπιταλισμός τρέφεται από τις σάρκες του». Όλο και μεγαλύτερη καταστροφή των ίδιων του των παραγωγικών δυνάμεων. Όλο και μεγαλύτερη στοχοποίηση πληθυσμών εντός της επικράτειας «του πρώτου κόσμου», του πρώτου καπιταλιστικού κόσμου. Περιφερειοποίηση των κέντρων, εξωτερικότητες μέσα στο εσωτερικό (περιφέρεια της Ε.Ε, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία κλπ). Ο Εχθρός πια είναι Απροσδιόριστος, ένα κενό σημαίνον, το οποίο μπορεί να παίρνει τις πιο διαφορετικές όψεις. Και αυτό γιατί Εχθρός πια δεν φαίνεται να είναι κάτι εξωτερικό, ένα σοσιαλιστικό στρατόπεδο λ.χ που μπορούσε να ενσαρκώνει την ‘’Αυτοκρατορία του Κακού’’ όπως είπε ο Ρήγκαν. Και υπό αυτή την έννοια, πολλοί μπορεί να χαρακτηριστούν εχθροί, αποδιοπομπαίοι γράφοι, μπαίνοντας σε ένα «μειονοτικό-γίγνεσθαι». Οι μισθωτοί εργαζόμενοι αλλά και οι άνεργοι , γίνονται «μειονότητες» σε σχέση με τη πλειοψηφία των «μέσων πολιτών» που καταγράφουν οι εκλογές, τα ΜΜΕ, το Κράτος, τα κατάστιχα της καπιταλιστικής καθημερινότητας. Ούτε πλειονότητα ούτε μειονότητα, οι Deleuze-Guattari προβάλλουν την αποδόμηση της αριθμητικής και στατιστικής μέσα από την ένταση των ενικών αγώνων μιας επαναστατικής πολεμικής μηχανής, τροφοδοτούμενης από τις μειονοτικές διαδικασίες που κάνουν τους καταπιεσμένους να ξεφεύγουν από τα αναγνωριζόμενα πλειοψηφικά/κρατικά πρότυπα.

«Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν εφικτό να αποδώσουμε την ανακάλυψη της πολεμικής μηχανής στους νομάδες. Όμως αυτό έγινε μόνο για το ιστορικό ενδιαφέρον της απόδειξης ότι η πολεμική μηχανή εφευρέθηκε ως τέτοια, ακόμη και όταν επιδείκνυε από την αρχή όλη την αμφισημία που προκάλεσε την εισαγωγή της σε σύνθεση με τον άλλο πόλο, και την προς το μέρος του ταλάντευση από την πρώτη στιγμή. Ωστόσο, σύμφωνα με την ουσία, οι νομάδες δεν κρατούν το μυστικό: ένα «ιδεολογικό», επιστημονικό ή καλλιτεχνικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει μια δυνητική πολεμική μηχανή, στον ακριβή εκείνο βαθμό που εντοπίζει, σε σχέση με κάποιο είδος, ένα πεδίο συνέπειας, μια δημιουργική γραμμή αγώνα, και έναν λείο χώρο εκτόπισης. Δεν είναι ο νομάδας που προσδιορίζει αυτόν τον αστερισμό χαρακτηριστικών, είναι ο αστερισμός που προσδιορίζει τον νομάδα, και ταυτόχρονα την ουσία της πολεμικής μηχανής. Εάν ο ανταρτοπόλεμος, η μειονοτική σύρραξη, ο επαναστατικός και λαϊκός πόλεμος, βρίσκονται σε συμφωνία με την ουσία, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκλαμβάνουν τον πόλεμο ως ένα αντικείμενο όλο και περισσότερο απαραίτητο για να είναι απλά «συμπληρωματικό»: μπορούν να διεξάγουν πόλεμο μόνο υπό την συνθήκη της ταυτόχρονης δημιουργίας κάτι άλλου, ακόμη και αν αυτό αφορά νέες ανόργανες κοινωνικές σχέσεις. Η διαφορά μεταξύ των δυο πόλων είναι μεγάλη, ακόμη, και ειδικότερα, από την οπτική του θανάτου: η γραμμή αγώνα που δημιουργεί ή μετατρέπεται σε γραμμή καταστροφής. Το πεδίο συνέπειας που συγκροτεί τον εαυτό του, έστω και κομμάτι προς κομμάτι, ή μετατρέπεται σε πεδίο οργάνωσης και επικυριαρχίας. Μας υπενθυμίζεται διαρκώς ότι υφίσταται μια γραμμή επικοινωνίας μεταξύ των δυο αυτών γραμμών ή πεδίων, και ότι καθένα τρέφεται από το άλλο, δανείζεται από το άλλο: το χειρότερο των παγκόσμιων πολεμικών μηχανών ανασυγκροτεί έναν λείο χώρο που θα περικυκλώσει και θα εγκολπώσει όλη την γη. Αλλά η γη προτάσσει τις δικές της δυνάμεις (puissances) αποεδαφοποίησης, τις δικές της γραμμές αγώνα, τους λείους χώρους που διασώζουν και διαφωτίζουν τον δρόμο τους για μια νέα γη. Το ζήτημα δεν αφορά τις ποσότητες, αλλά τον δυσανάλογο χαρακτήρα των ποσοτήτων που αντιπαρατίθενται στα δυο είδη της πολεμικής μηχανής, σύμφωνα με τους δυο πόλους. Οι πολεμικές μηχανές διαμορφώνονται ενάντια στους μηχανισμούς που οικειοποιούνται την μηχανή, καθιστώντας τον πόλεμο δική τους υπόθεση και αντικείμενο: δημιουργούν εκείνες τις διασυνδέσεις που θα τις ενισχύσουν στον αγώνα τους  ενάντια στην μεγάλη δικτύωση των μηχανισμών σύλληψης ή κυριαρχίας».

Η μεγάλη δικτύωση των μηχανισμών σύλληψης ή κυριαρχίας: ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, που αυτοπαρατηρείται μέσα από τα προηγμένα συστήματα παρακολούθησης, από το facebook μέχρι τις υποκλοπές και το βλέμμα κάθε κάμερας στους δρόμους ή στα videos του youtube, ο καπιταλισμός που υπολογίζει το φάσμα των δυνατών αντιδράσεων και χρησιμοποιεί προς όφελός του όσα «κινήματα πολιτών» δεν συνιστούν τίποτα άλλο παρά τη θερμότητα που παράγεται στη τριβή του καπιταλισμού με τον εαυτό του.

   Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός είναι ο αρνητικός ορίζοντας, αρνητικός γιατί σημαίνει την εξαφάνιση της συγκυρίας και της εμπειρίας, που σημαίνουν τριβή και αντίσταση προς την Έννοια. Σημαίνει τον εκμηδενισμό των φωνών και των πρακτικών που συγκρούονται με τη λογική του, όσο και των συνθηκών πάνω στις οποίες στηρίζεται αλλά και από τις οποίες περιορίζεται, όπως η ζωντανή ανθρώπινη εργασία, η οποία αντικαθίσταται από τη νεκρή των μηχανών και των υπολογιστικών συστημάτων. Σημαίνει τη δυνατότητα καταστροφής. Η αρχή της παρακμής είναι η καπιταλιστική Κρίση της Εποχής. Η παρακμή αυτή, ωστόσο, μπορεί να διαιωνιστεί. Ο αρνητικός ορίζοντας όλο και περισσότερο θα γίνεται ορατός, όμως το τέλος μπορεί να αναστέλλεται, το όριο μπορεί να μετατοπίζεται. Για πόσο καιρό; Ο καπιταλισμός έχει δυνητικά καταστραφεί, γιατί το τέλος του είναι πια νοητό στις εσωτερικές του αντιφάσεις. Αυτό το δυνητικό μπορεί να μετατρέψει σε ενεργό πραγματικότητα η επαναστατική πράξη των λαών, των εργατών, των ανέργων, των αποκλεισμένων.


   Δ. Ιμπεριαλισμός και Ολοκληρωτικός Καπιταλισμός

Έτσι λοιπόν, ο απόλυτος ή ”ολοκληρωτικός” καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός στην έννοιά του, στην καθαρότητά του, που πραγματώνεται οριακά χωρίς τριβή. Κάνουμε δηλαδή έναν παραλληλισμό μεταξύ του ”απόλυτου πολέμου” (άνευ ορίων, ”ολοκληρωτικού” πολέμου) του Clausewitz και του ”ολοκληρωτικού καπιταλισμού”. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, όπως ο ”ολοκληρωτικός” πόλεμος, εκ-μηδενίζει, αφανίζει τον εχθρό, κάθε ανταγωνιστικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, κάθε προκαπιταλιστική μορφή, κάθε αναντίστοιχη προς εαυτόν βάση. Aφανίζει όμως διαλεκτικά, όχι εξοβελίζοντας πλήρως τις τριβές, τις αντιστάσεις, τους εχθρούς, αλλά παράγοντας ο ίδιος ομοιώματα τριβών, αντιστάσεων, εχθρών. Πιστεύουμε ότι τα κινήματα «αμεσοδημοκρατίας» που εμφανιζόνται τα τελευταία χρόνια σε όλο το πλανήτη, στο βαθμό που δεν θέτουν ευρύτερα ζητήματα οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης ενάντια στην κεφαλαιοκρατική λογική, αποτελούν, δυστυχώς, τέτοια ομοιώματα αντιστάσεων. Ως ομοιώματα, όμως, διαπερνιούνται από μια θεμελιώδη αμφισημία, η οποία μέχρι στιγμής έχει παραλύσει τις συνειδητές πολιτικές δυνάμεις χειραφέτησης, που δεν ξέρουν πώς να παρέμβουν μέσα σε αυτά. Είναι σημαντικό να συλλάβουμε όλα αυτά τα «πλήθη» των Πλατειών σαν το «αυθόρμητο» της σύγχρονης καπιταλιστικής εποχής. Το αυθόρμητο είναι πάντα προϊόν του συστήματος στο οποίο εκδηλώνεται. Όσο πιο μεγάλο είναι το στάδιο συστημικής ολοκλήρωσης, τόσο περισσότερο «προϊόν» είναι το αυθόρμητο.

Τα πράγματα δεν είναι εύκολα, το ίδιο διαπιστώνουν και οι Deleuze-Guattari στην εποχή τους. Οφείλουμε να αναλογιστούμε πού βρισκόμαστε και πού θέλουμε να πάμε, αλλά και τι παρελθόν αφήσαμε πίσω μας.

Ιστορικά, μπορούμε να προσεγγίσουμε με όρους εσωτερικού-εξωτερικού τη πάλη μεταξύ δυτικού καπιταλιστικού καθεστώτος και σοβιετικού υπαρκτού σοσιαλισμού. Η ψυχροπολεμική ισορροπία δυνάμεων και συμβιβασμός, ήταν μια ισορροπία μεταξύ πολιτικής και πολέμου, που δεν μπορούσε, λόγω και της πυρηνικής αποτροπής, να εκδιπλωθεί σε ”ολοκληρωτικό πόλεμο”. Η τελική επιβολή σήμανε το πρώτο βήμα για την ολοκλήρωση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Η ολοκλήρωση αυτή είναι ένα ιδανικό όριο, δεν έχει συντελεστεί στο βαθμό που παραμένουν ”εχθρικές” εξωτερικές δυνάμεις προς την κεφαλαιοκρατία. Το γεγονός αυτό δημιουργεί στην Ιδέα της κεφαλαιοκρατίας τριβή, και η πραγματικότητα δεν ταυτίζεται με την έννοια στο βαθμό που συμβαίνει αυτό. Έτσι, με τομή το 1989, χαρακτηρίζουμε ”ολοκληρωτικό καπιταλισμό” τον ιμπεριαλισμό που έχει σχεδόν νικήσει, χωρίς να εκμεταλλεύεται πια την εξωτερικότητα των αποικιών (που απέφερε τεράστια ποσοστά εκμετάλλευσης).
   Όπως είπαμε όμως, δεν είναι ”ολοκληρωτική” η επικράτηση της κεφαλαιοκρατίας. Η ολοκληρωτική της επικράτηση ωστόσο έχει γίνει η κυρίαρχη κατάσταση. Ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός είναι ο επιθετικός μονοπωλιακός καπιταλισμός στο στάδιο της τυπικής υπαγωγής των κοινωνιών στο κεφάλαιο. Επιτίθεται σε εξωτερικά περιβάλλοντα, ξένα συστήματα, αφανίζοντάς τα. Ίσως μιλήσουμε για ”ολοκληρωτικό ιμπεριαλισμό”, πάλι στα πρότυπα του ολοκληρωτικού πολέμου. Σημασία δεν έχει εδώ τόσο η ονομασία (που πρέπει όμως να στερεωθεί), όσο έχει η εξέλιξη που συντελέστηκε, με την επικράτηση της κεφαλαιοκρατίας που στρεβλά περιορίζουν στην επικράτηση του ”νεοφιλελευθερισμού”. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο όρος ”ιμπεριαλισμός” είναι πολεμικός και συνδέεται ιστορικά με την επεκτατικότητα στις αποικίες, και όχι μόνο. Ο Λένιν ορίζει τον καπιταλισμό της εποχής του με αυτόν τον τρόπο, και όχι ως ”μονοπωλιακό καπιταλισμό”, μολονότι ο πόλεμος είναι απόρροια της πολιτικής του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, αποτέλεσμα και όχι ουσία. Αν επιμένουμε στον όρο ”ιμπεριαλισμός”, πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την κεφαλαιοκρατία ως ένα κατεξοχήν ”πολεμικό” σύστημα. Πράγματι, το Κεφάλαιο δεν έχει φραγμό, δεν έχει πατρίδα, ή τείνει στο να μην έχει, απορροφώντας, ισοπεδώνοντας στο διάβα του κάθε διαφορετικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Όπως για τους Deleuze-Guattari ο ”ολοκληρωτικός πόλεμος” σχετίζεται με την ταχύτατη νομαδική πολεμική μηχανή, έτσι και ο ”ολοκληρωτικός καπιταλισμός” είναι μια ταχύτατη και ευέλικτη πολεμική μηχανή, με μοναδική ευστροφία, πλαστικότητα και ακρίβεια, που επιτίθεται από όλες τις μεριές σε κάθε ανταγωνιστικό στοιχείο μέχρι του τελικού του αφανισμού. Το χρήμα, το κεφάλαιο, η ιδιοκτησία, η ”επιχειρηματικότητα”, και άλλες πρακτικές, αρχές οργάνωσης και αξίες, διεισδύουν σε κάθε μόριο της κοινωνικής ύπαρξης με τρόπο που δεν θυμίζει καθόλου βαρύ και δυσκίνητο στρατό, μολονότι μέχρι το τέλος τον προϋποθέτει και αυτόν.
    Κοινή βάση ολοκληρωτικού πολέμου και ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των πολεμικών αυτών μηχανών, είναι η επιστημονικοτεχνική τους βάση. Τεχνικές και μηχανές που εφαρμόζονται στην οικονομία και τον πόλεμο. Πληροφοριακά, αυτόματα, υπεραποδοτικά συστήματα, νέες μορφές ενέργειας (πυρηνική), χημικός και βιολογικός πόλεμος, χημική και βιολογική καπιταλιστική οικονομία (βλ. βιοτεχνολογία), μηχανές οπτικοακουστικού ελέγχου μεγάλης εμβέλειας. Όσο ολοκληρώνεται ο καπιταλισμός τόσο πραγματώνεται ως αφαίρεση σε έναν κενό χρόνο, σε έναν εκμηδενισμένο χρόνο, αφού «ο χρόνος είναι χρήμα»-το ίδιο ισχύει και για το πόλεμο: η ταχύτητα είναι βία. Επιταχύνοντας το χέρι μου αυξάνω την ισχύ της γροθιάς μου. Καταφέρνω στον εχθρό περισσότερα χτυπήματα από όσα προλαβαίνει στο ίδιο χρονικό διάστημα εκείνος. Μειώνω τη χρονική απόσταση πλήγματος και ανεφοδιασμού. Τα πυρηνικά όπλα είναι στο στρατιωτικό επίπεδο η θέση των προϋποθέσεων πραγμάτωσης ολοκληρωτικού πολέμου και ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Ο Paul Virilio ανήκει σε μια άλλη από εμάς θεωρητική παράδοση. Δεν ασπαζόμαστε όσα γράφει για την ΕΣΣΔ, που τη βλέπει και αυτή ως ”ολοκλήρωση” των τεχνικών της καταστολής, με τρόπο που θυμίζει, μεταξύ άλλων, και τον Foucault . Ωστόσο συλλαμβάνει πτυχές ενός καπιταλισμού που έμελλε να εμφανιστεί:

"Ο χώρος δεν είναι πια στη γεωγραφία-είναι στην ηλεκτρονική. Η ενότητα είναι στα τερματικά των κομπιούτερ. Είναι στον ακαριαίο χρόνο των διευθυντικών θέσεων, στα επιτελεία των πολυεθνικών, στους πύργους ελέγχου κτλ. Η πολιτική είναι λιγότερο στον φυσικό χώρο και περισσότερο στα συστήματα χρόνου τα οποία διαχειρίζονται ποικίλες τεχνολογίες, από τις τηλεπικοινωνίες ως τα αεροπλάνα, με ενδιάμεσο τα υπερταχέα τραίνα κτλ. Υπάρχει μια κίνηση από τη γεω- στη χρονο-πολιτική: η κατανομή της εδαφικής επικράτειας γίνεται κατανομή του χρόνου. Η κατανομή της επικράτειας είναι απαρχαιωμένη, η σημασία της ελαχιστοποιείται [...] Η παγκόσμια ενότητα δεν είναι πια μία χωρική ενότητα. Για την επικράτεια, μονάδα μέτρησης είναι οι αποστάσεις στο χρόνο. Καθημερινά επινοούμε νέες μετρήσεις του χρόνου, γνωσιακές μετρήσεις: μίλι-δευτερόλεπτο, νανο-δευτερόλεπτο. Εκεί συμβαίνουν όλα. Η πολιτική τώρα βρίσκεται σ’αυτό το είδος μέτρησης, όπως συμφωνήσαμε προηγουμένως.Οι Φαραώ, οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες ήταν χωρομέτρες. Αυτό ήταν γεω-πολιτική. Δεν είμαστε πια εκεί, είμαστε στη χρονο-πολιτική. Οργάνωση, απαγορεύσεις, διακοπές, διαταγές, εξουσίες, δομήσεις, υποταγές, είναι τώρα στο βασίλειο της χρονικότητας" [14].

Ο Virilio είναι υπερβολικός, απολυτοποιεί μια τάση με τρόπο που μας θυμίζει το έργο των Negri-Hardt (Αυτοκρατορία, Πλήθος, Commonwealth). Η διαφορά του με τους παραπάνω είναι ότι θεωρεί όλες αυτές τις εξελίξεις αρνητικές. Θα λέγαμε πως ασπάζεται μια ”αρνητική νομοτέλεια”, με τρόπο ανάλογο του Αντόρνο, που βλέπει μια νομοτελειακή σύνδεση στην ιστορία, μόνο που αυτή είναι ανάμεσα στη σφεντόνα και τα πυρηνικά όπλα, υπό το καθεστώς της εκάστοτε ταξικής κυριαρχίας. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί την σημαντική αστοχία τέτοιων απολυτοποιήσεων: η κατανομή των εδαφών στη μάχη για την ενέργεια και τις ”σφαίρες επιρροής” ζει και βασιλεύει. Η εξωτερική βία, οι διαταγές και οι εντολές στο χώρο επίσης. Αν ψάξουμε να βρούμε την ενότητα των δύο στιγμών του χώρου και του χρόνου, ενάντια στην κεφαλαιοκρατία, αυτή δεν είναι άλλη από την απεργία. Η απεργία συνιστά διακοπή, όπως λέει ο Virilio, δραματική αλλαγή ταχύτητας. Χτυπάει στην καρδιά της τη χρονική αρχή οργάνωσης του Κεφαλαίου, διαρρηγνύει, θα λέγαμε, το νόμο της αξίας ως κοινωνικά αναγκαίο χρόνο αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας. Η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών σημαίνει και επικράτηση στο χώρο, κατάληψη του χώρου εργασίας και εργατικό έλεγχο. Όπως και σε μια στρατιωτική μάχη, η κατάληψη του εδάφους με στρατό ξηράς είναι αναντικατάστατη, οριστικοποιεί την τελική νίκη. Η απόλυτοποίηση από τον Virilio της χρονο-πολιτικής έναντι της γεω-πολιτικής συνδέεται άμεσα με μια απολυτοποίηση εκείνου που στα μαρξικά συμφραζόμενα ονομάζουμε ”πραγματική υπαγωγή”, έναντι μιας ”τυπικής υπαγωγής” στο Κεφάλαιο:

”Αρχίζεις ασκώντας πιέσεις, με τη βία. Ας δούμε τί έχουν κάνει με τα κατοικίδια ζώα. Αρχικά, έκλεισαν τα ζώα σε κλουβιά, μετά τα έκαναν κατοικίδια, με την έννοια ότι τους δίδαξαν ορισμένα κόλπα και συνήθειες. Κατόπιν, τα ζώα μεταλλάχθηκαν βιολογικά. Το ίδιο βλέπουμε στον ιμπεριαλισμό. Εξωτερική καταστολή, έλεγχος των πληθυσμών με εξωτερικές δυνάμεις, αντικαθίσταται σταδιακά από μια ‘‘εμμεσοποίηση” της καταστολής αυτής και, τελικά, από μια ξεκάθαρη, πολύ κοινότοπη αυτοκαταστολή” (15).

Εδώ ο Virilio περιγράφει ακριβώς το πέρασμα από μια ”τυπική” σε μια ”πραγματική” υπαγωγή. Αρχικά ασκείς εξωτερική βία και καταστολή, στη συνέχεια και όταν το αντικείμενο της βίας ”πραγματικά υπαχθεί”, εσωτερικεύει την καταστολή ως αυτοκαταστολή. Έτσι ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός εμφανίζεται, όπως είπαμε, σαν το καπιταλιστικό εκείνο σύστημα που τυπικά υπαγάγει το περιβάλλον του στην οργάνωσή του. Όσο προωθείται η τάση της αυτοκαταστολής, όσο αίρεται η εξωτερικότητα, τόσο ωθούμαστε σε αυτό που αποκαλέσαμε ”ολοκλήρωση”. Πρόκειται για την ”κοινωνία του ελέγχου” ως τάση, χαρακτηριστικά της οποίας ψηλαφεί ο Gilles Deleuze στο ομώνυμο δοκίμιο. Γράφουν οι Negri και Hardt στην ”Αυτοκρατορία”:

‘‘Η μετάβαση από την πειθαρχική κοινωνία στην κοινωνία του ελέγχου επ’ουδενί σημαίνει το τέλος της πειθαρχίας. Στην πραγματικότητα, η εμμενής άσκηση της πειθαρχίας-δηλαδή η αυτοπειθάρχηση των υποκειμένων, οι ακατάπαυστοι ψιθυρισμοί της πειθαρχικής λογικής μέσα στις ίδιες τις υποκειμενικότητες-επεκτείνεται σε ακόμη γενικότερο επίπεδο μέσα στην κοινωνία του ελέγχου. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι, παράλληλα με την κατάρρευση των θεσμών, οι πειθαρχικοί dispositifs έχουν πλέον καταστεί λιγότερο περιορισμένοι και συνδεδεμένοι χωρικά με το κοινωνικό πεδίο. Η σωφρονιστική πειθαρχία, η σχολή πειθαρχία, η πειθαρχία του εργοστασίου. κ.ο.κ, συνυφαίνονται σε μια υβριδική παραγωγή υποκειμενικότητας. Ουσιαστικά, κατά τη μετάβαση στην κοινωνία του ελέγχου, τα υπερβατικά στοιχεία της πειθαρχικής κοινωνίας φθίνουν, ενώ οι εμμενείς πλευρές της επιτείνονται και γενικεύονται” (16)

”Ο ιμπεριαλισμός είναι ένας μηχανισμός πλανητικής αυλάκωσης, διοχέτευσης, κωδικοποίησης (σ.σ καλύτερα κωδίκευσης) και εδαφικοποίησης των ροών του κεφαλαίου, ο οποίος εμποδίζει ορισμένες ροές και διευκολύνει άλλες. Η παγκόσμια αγορά, αντίθετα, απαιτεί έναν ομαλό χώρο ακωδικοποίητων και απεδαφικοποιημένων ροών. Η σύγκρουση μεταξύ της αυλάκωσης που επιβάλλει ο ιμπεριαλισμός και του ομαλού χώρου που απαιτεί η κεφαλαιοκρατική παγκόσμια αγορά μας παρέχει μια νέα προοπτική, η οποία μας επιτρέπει να επανεξετάσουμε την πρόρρηση της Rosa Luxemburg περί κατάρρευσης της κεφαλαιοκρατίας [...] Η διεθνής τάξη και ο αυλακωμένος χώρος του ιμπεριαλισμού εξυπηρέτησαν όντως την προώθηση του καπιταλισμού, τελικά όμως έγιναν τροχοπέδη για τις απεδαφικοποιητικές ροές και τον εξομαλυμένο χώρο που απαιτεί η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και μοιραία έπρεπε να παραμεριστούν. Η Rosa Luxemburg είχε κατ’ουσίαν δίκαιο: ο ιμπεριαλισμός θα είχε οδηγήσει στο θάνατο του κεφαλαίου, αν δεν είχε υπερκεραστεί. Η πλήρης υλοποίηση της παγκόσμιας αγοράς σημαίνει αναπόφευκτα το τέλος του ιμπεριαλισμού” (17). 

   Δεν συμμεριζόμαστε την αφελή υπεραισιοδοξία που βλέπουμε συνολικά στο έργο των Ηardt-Negri. Άλλωστε, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που ακολούθησαν τη συγγραφή του έργου τους τους διαψεύδουν. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε όμως τον ορθολογικό πυρήνα των διαπιστώσεών τους-όμως ”λυγίζοντας τη βέργα από την άλλη”, περνούν σε μια αντίπερα όχθη, που κατά τη γνώμη μας είναι αυτή του ταξικού εχθρού. Μας λένε να βοηθήσουμε όλες τις τάσεις της κεφαλαιοκρατικής προόδου, και ότι η κεφαλαιοκρατία κατά κάποιο τρόπο θα ”γεννήσει τους νεκροθάφτες της” εμμενώς. Αυτό παραμορφώνει τη σημασία της ταξικής πάλης και την ανάγκη ακριβώς μιας πολεμικής, ταξικής ”εξωτερικότητας”. Η πλήρης αφομοίωση στο Κεφαλαίο δεν θα έχει επιστροφή. Ακριβώς επειδή τα κινήματα στα οποία οι Hardt-Negri βασίζονται είναι κατά κύριο λόγο προϊόντα της διαλεκτικής διαμεσολάβησης του συστήματος, είναι λάθος να περιμένουμε από αυτά μια κατακτημένη εξωτερικότητα σε σχέση με τη διαλεκτική ταυτότητα εσωτερικού-εξωτερικού. Ξεκινώντας κανείς από το «εσωτερικό εξωτερικό» του συστήματος οφείλει να προεκτείνει τη γραμμή φυγής μέχρι μια απόλυτη εξωτερικότητα. Κάτι τέτοια χρειάζεται μια ‘’μεγάλη αφήγηση’’ που θα συνενώνει όμως και μικρότερες αφηγήσεις, ένα νέο επαναστατικό όραμα, την κομμουνιστική επαναθεμελίωση.

Δεν είναι όμως του παρόντος μια κριτική στην «Αυτοκρατορία». Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να αναγνωρίσουμε ορισμένες τάσεις. Για τους Negri-Hard, η ”κοινωνία του ελέγχου” σημαίνει μια εξομάλυνση του κοινωνικού χώρου (λείος χώρος-smooth space, έννοια των Deleuze-Guattari) και ”συμμετρικοποίηση” των ετερογενών πεδίων σε πλανητικό επίπεδο, έτσι ώστε πια να μην υπάρχει εσωτερικό-εξωτερικό αλλά απλώς διαφορά βαθμού, αποστάσεις διαφορών: αναφέρουν χαρακτηριστικά, ότι Ινδία, Βραζιλία, Βρετανία δεν είναι πια ετερογενείς, αφού τοποθετούνται σε διαφορετικές βαθμίδες καπιταλιστικές ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που πράγματι δείχνει την τάσηπραγματικής υπαγωγής στο Κεφάλαιο. Ωστόσο η άποψη του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου για την οριστική επικράτησή του είναι, στην μονομέρειά της, μια αυταπάτη, ένας βαυκαλισμός: εξακολουθούν να υπάρχουν εξωτερικότητες, ετερογένειες, στοιχεία μη αφομοιώσιμα στο δυτικό τεχνικοορθολογικό, καπιταλιστικό πρότυπο, ακόμα και σε χώρες όπως αυτές που τοποθετούνται στη λεκάνη της Μεσογείου. Οι ίδιοι οι κομμουνιστές, οι κομμουνιστικές ιδέες και πρακτικές, είναι μια τέτοια ετερογένεια-που πρέπει πάσει θυσία να διασωθεί. 

Υ.Ρ (1): Είναι αναγκαία η συγκέντρωση πληθώρας εμπειρικών και στατιστικών δεδομένων, ώστε να αποτιμηθεί η κατάσταση των «δεικτών» εξωτερικότητας σε σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι θα μπορεί να γίνει μια εκτίμηση για τη φάση στην οποία βρίσκεται ο καπιταλισμός σήμερα, αλλά και για το πόσο καθοριστική είναι για το σύστημα η κρίση που διανύουμε. Στην πορεία της έρευνας αυτής θα αποδειχθεί πως είναι απαραίτητη η ανάπτυξη της σύγχρονης επαναστατικής θεωρίας, σε μια ολιστική ή καλύτερα πλανητική κατεύθυνση που θα περιλαμβάνει ένα στοχασμό πάνω στην Ιστορία, στην ιστορικότητα και τη σχέση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος,, μια «φιλοσοφία της ιστορίας», με την οποία ρητά ή άρρητα συνδέεται κάθε ιστορική περιοδολόγηση, αλλά και κάθε λόγος περί Αλήθειας.

Υ.Ρ (2): Τρία ακόμη κείμενα:

-Θέσεις της Συντονιστικής Επιτροπής του ΝΑΡ αναφορικά με τον “oλοκληρωτικό καπιταλισμό”, Ιούνιος 1997

http://www.narnet.gr/content/%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%83%CE%B5-%CE%B7-%CF%83%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%BD%CE%AD%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BF-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%80%CF%84%CF%85%CE%BE%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D

-Κείμενο του Δ. Τζωρτζόπουλου με τίτλο ‘’μετανεωτερικός ολοκληρωτισμός’’ http://hegel-platon.blogspot.gr/2013/06/blog-post_9.html

Συστηματο-ποίηση των κοινωνιών: λίγα λόγια για το Πνεύμα της Εποχής http://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/blog-post_2214.html


Παραπομπές
[1] Von Clausewitz, On War, Book 8, chapter 2, A. Indepedence of the Elements of the War, σελ 226-227, translated by Michael Howard and Peter Paret, OXFORD university press, 2007. Για το συγκεκριμένο απόσπασμα γίνεται απόδοση στα ελληνικά από το αγγλικό κείμενο.

[2] Von Clausewitz, Περί Πολέμου, τόμος Α, σελ 36-37, υπ.αρ. 6, με τίτλο ”τροποποιήσεις στην πραγματικότητα” εκδόσεις Βάνιας, 1999, μετάφραση-επιμέλεια Νατάσα Ξεπουλιά.

[3] Edmund Husserl, Η κρίση των ευρωπαικών επιστημών και η υπερβατολογική φαινομενολογία, σελ. 76 και σελ. 82, μετάφραση-εισαγωγή-υπόμνημα Πάνος Θεοδώρου, εκδόσεις Νήσος.

[4] Οπ.π, σελ. 93. Εδώ ο Husserl αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα για μια ιστορική-αναπτυξιακή θεώρηση των επιστημών, που προοδεύουν μεγιστοποιώντας τη σύγκλιση των εννοιολογικών γενικεύσεων με τα εμπειρικά δεδομένα. Αυτό συμβαίνει με τη βοήθεια των πειραματικών μεθόδων, των τεχνικών μέτρησης και της επαλήθευσης της αρχικής θεμελιώδους υπόθεσης που συγκροτεί την περιοχή κάθε επιστήμης. Έτσι η πορεία της επιστημονικής προόδου εμφανίζεται ως μια ολοένα και πληρέστερη επαλήθευση της Αρχής του επιστημονικού πεδίου.

[5] http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=326&Itemid=29

[6] Δεν έχουμε εδώ σκοπό να μιλήσουμε για τη διαλεκτική συγκρότηση του γνωστικού αντικειμένου που πραγματοποιεί ο Μάρξ στο «Κεφάλαιο», με γνωστικό αντικείμενο το σύστημα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων-λογικών όρων παραγωγής. Θα μείνουμε στην παρατήρηση πως είναι αδύνατη η κατανόηση της μεθόδου του Μάρξ στο «Κεφάλαιο» χωρίς την εξέταση της «Επιστήμης της Λογικής» αλλά και της «Φαινομενολογίας» του Hegel. Bλ. Vazjulin, V. A. Die Logik des “Kapitals” von Karl Marx.

[7] Von Clausewitz, Περί Πολέμου, οπ.π, σελ 109, κεφάλαιο έβδομο.

[8] Για την έννοια και τη χρήση των νοητικών πειραμάτων στις επιστήμες στο πλαίσιο της φαινομενολογίας του Husserl, βλ. Πάνος Θεοδώρου, Αντίληψη και Θεωρία ως πρακτικές-φαινομενολογικές έρευνες πάνω στο νόημα της αντικειμενικότητας στην αντίληψη, στην επιστήμη και την πράξη, εκδόσεις Κριτική.

[9] G.Hegel, Φιλοσοφία της Φύσης, εκδόσεις Ανοιχτή Βιβλιοθήκη, εισαγωγή-μετάφραση Σταμάτης Γιακουμής, σελ. 59. Έχουμε παραπέμψει στο συγκεκριμένο απόσπασμα στο κείμενο Ο Χέγκελ, ο Ντελέζ και ο μαρξικός νόμος της αξίας http://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/blog-post_9.html (παραπομπή υπ’αριθμόν 3)

[10] http://www.marxists.org/archive/marx/works/1895/letters/95_03_12.htm

[11] Για τις σχετικές αναπτύξεις του Hegel, θα έπρεπε να ανατρέξει κανείς στη «Μεγάλη Λογική», στη «Διδασκαλία περί της Έννοιας», στα κεφάλαια για την «Ιδέα» (μετάφραση του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου http://www.biblionet.gr/book/92543/).

[12] Στο κείμενο Ο Χέγκελ, ο Ντελέζ, και ο μαρξικός νόμος της αξίας ισχυριστήκαμε πως ο μαρξικός «νόμος της αξίας», ο οποίος περιγράφεται από τον Μάρξ ως ένας ιδιότυπος «νόμος της βαρύτητας», θα πρέπει με σύγχρονους όρους να κατανοηθεί ως «ελκυστής» των θεωριών του Χάους, ως δυναμική ισορροπία και «τοπολογική μορφή» που προκύπτει «από τα κάτω», από τις υλικές «μοριακές» αλληλεπιδράσεις εντός του πεδίου.

[13] To κείμενο εδώ http://bestimmung.blogspot.gr/2013/05/blog-post_7782.html

[14] Paul Virilio, Καθαρός Πόλεμος, μετάφραση Αθανάσιος Δρατζίδης, επιμέλεια Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Νησίδες, σελ 116.

[15] Οπ.π, σελ 148

[16] Michael Hardt-Antonio Negri, Αυτοκρατορία, μετάφραση Νεκτάριος Καλαϊτζής, εκδόσεις Scripta,Αθήνα 2002, σελ 441.

[17] Οπ.π, σελ 444.

---------------------------------------
Αναδημοσίευση από τη Λέσχη (με τα τετράδια της ανυπότακτης θεωρίας, όχι εκείνης των Νέων Χεγκελιανών!)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου