Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Το κράτος και η διαμόρφωση του παγκόσμιου καπιταλισμού - Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου των Λίο Πάνιτς και Σαμ Γκίντιν «The Making of Global Capitalism»


των Leo Panitch και Sam Gindin


Το κεντρικό θέμα του βιβλίου μας, Η Διαμόρφωση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, είναι ο ρόλος των κρατών στη διαμόρφωση του παγκόσμιου καπιταλισμού, και ειδικότερα ο ρόλος του αμερικανικού κράτους ως ανεπίσημης αυτοκρατορίας σε αυτή τη διαμόρφωση, και στην επόπτευση της μέχρι σήμερα.

Το ζήτημα της σχέσης του κράτους με το κεφάλαιο παραμένει σημαντικό – και εξακολουθεί να είναι από τα άκρως αμφισβητούμενα – για τους μελετητές, καθώς και για τους ακτιβιστές. Στο έργο των περισσότερων οικονομολόγων, ο καπιταλισμός θεωρείται σχεδόν συνώνυμο των αγορών. Σε αυτό το πλαίσιο, η παγκοσμιοποίηση είναι ουσιαστικά η γεωγραφική επέκταση των ανταγωνιστικών αγορών, μια διαδικασία που εξαρτάται από την άρση των κρατικών εμποδίων και την υπέρβαση της απόστασης μέσω της τεχνολογίας. Από την πλευρά τους, οι πολιτικοί επιστήμονες έχουν συνήθως κατανοήσει ότι οι αγορές δεν είναι φυσικές και πρέπει να δημιουργηθούν, και ότι τα κράτη είναι θεμελιώδεις παράγοντες σε αυτή τη διαδικασία, αλλά σπάνια παρεμβαίνουν στους τρόπους μέσω των οποίων σχηματίστηκαν,  από σημεία συνάντησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και των δυναμικών της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Η αμοιβαία συγκρότηση των κρατών, των τάξεων και των αγορών έχει φυσικά αποτελέσει το επίκεντρο των ερευνητών της πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι δουλεύουν εντός ενός ιστορικού υλιστικού πλαισίου. Άλλα, συχνά, έχουν παρεμποδιστεί από τις μαρξιστικές τάσεις να αναλύσουν την τροχιά του καπιταλισμού ως παράγωγο των αφηρημένων οικονομικών νόμων. Οι εννοιολογικές κατηγορίες που ανάπτυξε ο Μαρξ για να καθορίσει τις δομικές σχέσεις και τις οικονομικές δυναμικές που είναι διακριτές στον καπιταλισμό μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύτιμες, αλλά μόνο αν οδηγούν στην κατανόηση των επιλογών που έχουν γίνει και των ειδικών θεσμών που δημιουργούνται από συγκεκριμένους ιστορικούς δρώντες. Βασιζόμενη σε προηγούμενες προσπάθειες ανάπτυξης μιας θεωρίας του καπιταλιστικού κράτους προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτή είναι η προσέγγιση που καθοδηγεί τη μελέτη μας για το ρόλο του αμερικανικού κράτους στη δημιουργία του παγκόσμιου καπιταλισμού.


Η πολιτική και η οικονομία υπό τον καπιταλισμό

Σε σύγκριση με τις προ-καπιταλιστικές οικονομίες, ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι η νομική και οργανωτική διαφοροποίηση του κράτους και της οικονομίας. Αυτό δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ ένας πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της πολιτικής και οικονομικής σφαίρας του καπιταλισμού. Πράγματι, όσο ο καπιταλισμός ανέπτυσσε κράτη, τόσο περισσότερο συμμετείχε στην οικονομική ζωή όσο ποτέ άλλοτε, κυρίως στην ίδρυση και οργάνωση του νομικού, κανονιστικού πλαισίου και του πλαισίου υποδομής στο οποίο η ιδιωτική ιδιοκτησία, ο ανταγωνισμός και τα συμβόλαια εμφανίζονταν με σκοπό να λειτουργήσουν. Επίσης, τα καπιταλιστικά κράτη ήταν ολοένα και πιο σημαντικοί παράγοντες στην προσπάθεια να ενσωματώσουν τις καπιταλιστικές κρίσεις και μεταξύ άλλων και ως δανειστές εσχάτης ανάγκης. Ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να επεκταθεί αν τα κράτη δεν αποφάσιζαν να κάνουν αυτά τα πράγματα. Αντίθετα, τα κράτη ήταν ολοένα και πιο εξαρτημένα από την επιτυχία της συσσώρευσης κεφαλαίου για φορολογικά έσοδα και λαϊκή νομιμοποίηση.  

Είναι ένα πράγμα να λέει κανείς ότι ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν τα κράτη δεν έκαναν ορισμένα πράγματα, αλλά τί [ακριβώς] κάνουν τα κράτη στην πράξη και πόσο καλά τα κάνουν αυτά, είναι το αποτέλεσμα περίπλοκων σχέσεων μεταξύ κοινωνικών και κρατικών δρώντων, η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων, και αν μη τι άλλο, το εύρος και ο χαρακτήρας των ικανοτήτων κάθε κράτους. Τα καπιταλιστικά κράτη έχουν αναπτύξει διάφορα μέσα προώθησης και συντονισμού της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς και την ικανότητα πρόβλεψης μελλοντικών προβλημάτων και της συμπερίληψης αυτών όταν εμφανίζονται, και αυτό έχει συχνά ενσωματωθεί σε διαφορετικούς θεσμούς με εξειδικευμένη εμπειρία. Εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να αντιληφθούμε τη «σχετική αυτονομία» των καπιταλιστικών κρατών:  όχι ως ασύνδετη με τις καπιταλιστικές τάξεις, αλλά μάλλον ως αυτόνομη ικανότητα να ενεργεί για λογαριασμό του συστήματος στο σύνολό του. Από αυτήν την άποψη, οι καπιταλιστές είναι λιγότερο πιθανό να είναι ικανοί να δουν το δάσος αντί των δέντρων σε σχέση με τους αξιωματούχους και τους πολιτικούς των οποίων οι αρμοδιότητες είναι διαφορετικής τάξεως από αυτή της δημιουργίας κέρδους για μια επιχείρηση. Αλλά αυτό που τα κράτη μπορούν αυτόνομα να κάνουν, ή να κάνουν προς απάντηση των κοινωνικών πιέσεων, είναι τελικά περιορισμένο αφού εξαρτώνται από την επιτυχία της συσσώρευσης κεφαλαίου. Πάνω απ’ όλα, είναι υπό αυτήν την έννοια που η αυτονομία τους είναι μόνο σχετική.

Η διαφοροποίηση κράτους και οικονομίας άφησε τελικά περιθώριο για την οργάνωση των ταξικών συμφερόντων και την εκπροσώπησή τους έναντι των αντιτιθέμενων τάξεων και του κράτους. Καθώς οι καπιταλιστές, οι αγρότες και οι εργάτες δημιούργησαν διακριτά θεσμικά όργανα, η αυθαίρετη εξουσία των κρατών ήταν περιορισμένη, αλλά την ίδια στιγμή οι ικανότητες των κρατών ήταν γενικώς ενισχυμένες. Μια πτυχή αυτού ήταν η εδραίωση του κράτους δικαίου ως ένα φιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο για την ιδιοκτησία, τον ανταγωνισμό και τις συμβάσεις. Άλλη πτυχή ήταν η δημιουργία ειδικευμένων οργανισμών για τη διευκόλυνση της συσσώρευσης μέσω ρύθμισης των αγορών. Μια άλλη ήταν η καθιέρωση φιλελεύθερης δημοκρατίας ως η δυνητική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, αν και αυτό δεν έγινε αντιληπτό σε κάθε σταθερό τρόπο ακόμα και στα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.


Η διεμπλοκή ιμπεριαλισμού– καπιταλισμού

Η μακραίωνη ιστορία των αυτοκρατοριών, όπως εμπλέκει την πολιτική εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές, επηρεάστηκε ουσιαστικά από τη διαφοροποίηση μεταξύ κράτους και οικονομίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ως μέρος της διαφοροποίησης της οικονομική και πολιτικής σφαίρας, ιδιαίτερα οι καπιταλιστές επεκτείνουν το φάσμα δραστηριοτήτων τους πέρα από τα χωρικά όρια των αντίστοιχων κρατών τους. Εφόσον τα κράτη συχνά ενθάρρυναν και υποστήριξαν καπιταλιστές για να κάνουν αυτό, υπήρξε πάντα μια ιδιαίτερη εθνική διάσταση στις διαδικασίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Και καθώς η αλληλεπίδραση με το ξένο κεφάλαιο επηρέασε τις εγχώριες κοινωνικές δυνάμεις, αυτό με τη σειρά του συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του συνδυασμού των εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη κατέληγαν να αποδέχονται μια ορισμένη ευθύνη για την αναπαραγωγή του καπιταλισμού διεθνώς. Είναι κυρίως υπό αυτήν την έννοια που μπορούμε να μιλάμε ορθώς για την «διεθνοποίηση του κράτους».

Επομένως, είναι λάθος να υποθέσουμε μια ανυπέρβλητη αντίφαση μεταξύ του διεθνούς χώρου συσσώρευσης και του εθνικού χώρου των κρατών. Αντίθετα, κατά την εξέταση του ρόλου που έχουν διαδραματίσει πάντα τα κράτη στη διεθνή οικονομική σκηνή, χρειάζεται να αναρωτηθούμε κατά πόσον οι δραστηριότητές τους ήταν συνεπείς με την επέκταση των καπιταλιστικών αγορών σε διεθνές επίπεδο –και συνεπείς με τις δραστηριότητες άλλων κρατών. Ο ρόλος ορισμένων κρατών είναι πολύ πιο σημαντικός από ό,τι κάποιων άλλων και αυτό δεν μπορεί να αναλυθεί χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σχέση μεταξύ κράτους και αυτοκρατορίας στον καπιταλισμό.

Η ανάλυση της διεθνούς διάστασης του καπιταλισμού, και η πεποίθηση ότι η εξαγωγή κεφαλαίου μετασχημάτιζε το ρόλο του κράτους τόσο στις χώρες εξαγωγής, όσο και στις χώρες εισαγωγής κεφαλαίου ήταν η πιο σημαντική συμβολή των θεωρητικών του ιμπεριαλισμού που έγραφαν στις αρχές της δεκαετίας του 20ου αιώνα. Η σύνδεση, όμως, που έκαναν αυτοί οι θεωρητικοί μεταξύ της εξαγωγής κεφαλαίου και της ενδο-ιμπεριαλιστικής αντιπαλότητας εκείνων των χρόνων ήταν προβληματική, και θα ακόμα πιο προβληματική τα χρόνια από το 1945 και μετά. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ότι οι κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού αντιμετώπισαν, κατ’ εντολήν των αντίστοιχων καπιταλιστικών τους τάξεων, τα κράτη ως απλούς δρώντες και ως εκ τούτου δεν έδωσαν επαρκή βαρύτητα στο ρόλο των προ-καπιταλιστικών αρχουσών τάξεων στις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιπαλότητες της δικής τους εποχής. Επίσης, αντιμετώπισαν την ίδια την εξαγωγή κεφαλαίου ως ιμπεριαλιστική και έτσι οι θεωρίες τους δεν κατέγραψαν πραγματικά τη διαφοροποίηση της οικονομικής και πολιτικής σφαίρας στον καπιταλισμό και με αυτήν την έννοια της άτυπης αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν το ίδιο ένα προϊόν αποτυχίας, όπως κάποτε σημείωσε ο Colin Leys, «να διαχωριστεί η ιδέα του ιμπεριαλισμού από την ιδέα του καπιταλισμού».

Στη «χρυσή εποχή» μετά το 1945 οι εγχώριες αγορές δεν ήταν κορεσμένες, τα κέρδη πραγματοποιήθηκαν μέσω της επέκτασης της κατανάλωσης της εργατικής τάξης, αλλά οι εξαγωγές κεφαλαίου συνεχίστηκαν, καθοδηγούμενες από εντελώς διαφορετικούς παράγοντες, όπως η εξαγωγή του ίδιου του κεφαλαίου μετασχηματίστηκε τον 20ο αιώνα στο πλαίσιο της διεθνούς ολοκλήρωσης του προϊόντος μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και της εκτεταμένης ανάπτυξης των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών. Στο πέρασμα από την, εν μέρει άτυπη, βρετανική αυτοκρατορία στην, κυρίαρχα άτυπη, αμερικανική αυτοκρατορία είχε προκύψει κάτι πολύ πιο διακριτό από την Pax America που αντικατέστησε την Pax Britannica. Το αμερικανικό κράτος, στην ίδια τη διαδικασία υποστήριξης του κεφαλαίου και της επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων, ανέλαβε ολοένα και με πιο έντονο τρόπο την ευθύνη για δημιουργία των πολιτικών και νομικών συνθηκών για την γενική επέκταση και αναπαραγωγή του καπιταλισμού διεθνώς.

Αυτό δεν ήταν απλώς ένα ζήτημα προώθησης της διεθνούς επέκτασης των αμερικανικών πολυεθνικών επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι οι κρατικοί δρώντες εξήγησαν τον ιμπεριαλιστικό τους ρόλο με όρους εκτιμήσεων για τον παγκόσμιο κανόνα δικαίου δεν ήταν εμφανώς υποκριτικό, ακόμα κι αν πάντα το βλέμμα τους πέφτει στο εάν αυτός θα ωφελούσε τον αμερικανικό καπιταλισμό. Αναφορικά με την άτυπη περιφερειακή αυτοκρατορία την οποία οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν στις αρχές του 20ου αιώνα στο δικό τους ημισφαίριο, μια σωστή κατανόηση της άτυπης παγκόσμιας αυτοκρατορίας που εγκαθιδρύθηκε στα μέσα του αιώνα απαιτεί μια κλίμακα ανάλυσης η οποία μπορεί να αναγνωρίσει όχι μόνο τον εγχώριο, αλλά και το διεθνή ρόλο του αμερικανικού κράτος στον καθορισμό των προϋποθέσεων για συσσώρευση κεφαλαίου. Επίσης, απαιτεί μια αρκετά διαφορετική κατανόηση των καταβολών της αμερικανικής αυτοκρατορίας από εκείνες που προέβαλαν κριτικοί ιστορικοί οι  οποίοι συνέδεσαν την πολιτική των ΗΠΑ τόσο άμεσα με τις καπιταλιστικές ανάγκες τους για εξαγωγές λόγω της υπερ-συσσώρευσης στην εγχώρια αγορά. Είναι λάθος να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τις ιμπεριαλιστικές πρακτικές των ΗΠΑ προς όφελος των εμπορικών συμφερόντων κυρίως με τους όρους επιβολής τους από τους καπιταλιστές στο αμερικανικό κράτος. Ο κίνδυνος αυτού του τύπου ερμηνείας είναι ότι υπερβάλλει σε σχέση με το βαθμό στον οποίο η συνείδηση των καπιταλιστών για τα συμφέροντά τους ήταν πάντα τόσο σταθερή και σαφής. Επίσης, συχνά οδηγεί στο σχηματισμό πολύ αυστηρών διακρίσεων μεταξύ  διεθνώς προσανατολισμένων και εγχώριων αγορών με γνώμονα στοιχεία της καπιταλιστικής τάξης των ΗΠΑ. Οι εντάσεις, όπως και οι συνέργειες, μεταξύ ρόλου του αμερικανικού κράτους απέναντι στην ίδια του την κοινωνία και τις αυξανόμενες ευθύνες του για τη διευκόλυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου παγκοσμίως δεν μπορούν να υποβιβαστούν σε μια ανάλυση περί αιτημάτων διαφορετικών «ταξικών τάσεων». Πιο αποφασιστικά, μια τέτοια ερμηνεία δεν επικεντρώνεται επαρκώς στη σχετική αυτονομία του αμερικανικού κράτους ανάπτυξης πολιτικής και στρατηγικών κατευθύνσεων και επίτευξης πολιτικών συμβιβασμών μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών δυνάμεων – και μεταξύ αυτών και άλλων κοινωνικών δυνάμεων.


Η διεθνοποίηση του καπιταλιστικού κράτους

Η πιο σημαντική καινοτομία της σχέσης μεταξύ καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, που ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εδραίωσε, είναι ότι τα τρένα που ήταν από τα πυκνότερα ιμπεριαλιστικά δίκτυα και θεσμικούς δεσμούς, που προηγουμένως είχαν τρέξει στο βορρά – νότο μεταξύ ιμπεριαλιστικών κρατών και των τυπικών ή άτυπων αποικιών τους, τώρα έτρεχαν μεταξύ των ΗΠΑ και των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών κρατών. Η δημιουργία σταθερών συνθηκών για την παγκοσμιοποιημένη συσσώρευση κεφαλαίου, την οποία η Βρετανία ήταν ανίκανη να πετύχει τον 19ο αιώνα, τώρα επιτυγχάνεται με την αμερικανική άτυπη αυτοκρατορία, η οποία πέτυχε την ενοποίηση όλων των άλλων καπιταλιστικών δυνάμεων σε ένα αποτελεσματικό σύστημα συντονισμού υπό την αιγίδα της. Η σημασία αυτού του γεγονότος μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως με την κατάλληλη κατανόηση του τι σήμαινε με όρους διεθνοποίησης του καπιταλιστικού κράτους. Η δημιουργία νέων διεθνών θεσμών τη μεταπολεμική περίοδο δεν ισοδυναμεί με τις απαρχές ενός πρώτου παγκόσμιου κράτους. Αυτοί οι θεσμοί αποτελούνταν από εθνικά κράτη και οι ίδιοι είναι ενσωματωμένοι στη νέα αμερικανική αυτοκρατορία. Τα εθνικά κράτη παρέμειναν πρωταρχικώς υπεύθυνα για την αναδιοργάνωση και αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών της τάξης, του νομίσματος, της ιδιοκτησίας, των συμβολαίων και των αγορών. Αλλά ήταν τώρα διεθνοποιημένα με ένα διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ήταν πριν. Τώρα, αυτά έπρεπε να αποδεχθούν ένα μέρος της ευθύνης για προώθηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου με έναν τρόπο που θα συνεισέφερε στην αμερικανικά καθοδηγούμενη διαχείριση της διεθνούς καπιταλιστικής τάξης. Το αμερικανικό κράτος δεν έκανε και τόσο πολλά για να υποχρεώσει τα άλλα κράτη, μάλλον έθεσε τις παραμέτρους εντός των οποίων καθοριζόταν η πορεία της δράσης τους.

Πολλές αμερικανικές διοικητικές, νομικές και συνταγματικές μορφές βρήκαν μιμητές σε άλλα κράτη, αλλά αυτό ήταν πάντα μεσολαβημένο και διαθλασμένο από τη συγκεκριμένη ισορροπία κοινωνικών δυνάμεων και αποφάσεων καθενός από αυτά. Η πολιτική τους δεν ήταν ποτέ μια άμεση αντανάκλαση της αμερικανικής οικονομικής διείσδυσης των οικονομιών τους. Ούτε άλλα κράτη είναι απλώς παθητικοί δρώντες στην αμερικανική αυτοκρατορία, καθώς η «σχετική αυτονομία» χαρακτήριζε τη διεθνοποίηση εκείνων των κρατών. Ήταν η σχετική τους αυτονομία εντός της αμερικανικής αυτοκρατορίας που τους επέτρεψε να πιέσουν τις αμερικανικές κυβερνήσεις να αναλάβουν τις θεωρούμενες ως δικαιωματικές ευθύνες στη διαχείριση του παγκόσμιου καπιταλισμού με τρόπους που δεν θα αντανακλούν απλώς τις πολιτικές και οικονομικές πιέσεις στις οποίες υπόκεινται στο εσωτερικό. Αλλά κάνοντας αυτό, αναγνώρισαν, συνήθως ρητώς, ότι μόνες τους οι ΗΠΑ είχαν την ικανότητα να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στην επέκταση, την προστασία και την αναπαραγωγή του καπιταλισμού.


Η αλληλοδιείσδυση των κεφαλαίων

Καθώς τα καπιταλιστικά κράτη ολοένα και προσπάθησαν να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις, οι πολιτικές έγιναν πιο προσανατολισμένες στην προσφορά ισότιμης μεταχείρισης σε όλους τους καπιταλιστές, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, ακριβώς αυτό για το οποίο είχε πιεστεί το αμερικανικό κράτος. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εμφανίστηκαν εξαρτημένες από την ίση εθνική μεταχείριση πολλών κρατών και αυτά τα κράτη ήταν επίσης διεθνοποιημένα με την έννοια ότι ερχόντουσαν να αναλάβουν ολοένα και μεγαλύτερη ευθύνη για δημιουργία και ενίσχυση των προϋποθέσεων για μη διακριτική συσσώρευση εντός των συνόρων τους. Αυτό τελικά περιελάμβανε νομικές και κανονιστικές αλλαγές που διευκόλυναν την ανάπτυξη των δικών τους πολυεθνικών επιχειρήσεων κατά μήκος των καινοτόμων γραμμών από το αμερικανικό κράτος. Αυτό δεν γέννησε μια «υπερεθνική καπιταλιστική τάξη», ελαστική απέναντι σε κάθε αγκύλωση του παγκόσμιου κράτους· το «εθνικό κεφάλαιο», με τη μορφή επιχειρήσεων με πυκνές ιστορικές διασυνδέσεις και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δεν εξαφανίστηκε, όπως και ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων κέντρων συσσώρευσης. Αλλά η αλληλοδιείσδυση των κεφαλαίων δεν εξαλείφει σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον και την ικανότητα κάθε «εθνικής αστικής τάξης» να ενεργεί ως είδος συνεκτικής δύναμης που ίσως έχει υποστηρίξει προκλήσεις για την εξάπλωση της άτυπης αμερικανικής αυτοκρατορίας. Πράγματι, συνήθως ήταν εχθρικοί προς την ιδέα μιας τέτοιας πρόκλησης, κυρίως επειδή έβλεπαν το αμερικανικό κράτος ως τον έσχατο εγγυητή των συμφερόντων των καπιταλιστών παγκοσμίως.

Η νέα σχέση μεταξύ καπιταλισμού και της άτυπης αμερικανικής αυτοκρατορίας δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητή από την άποψη της παλιάς «εδαφικής λογικής της εξουσίας» που σχετίζεται από καιρό με την ιμπεριαλιστική διακυβέρνηση που απλώς συγχωνεύεται με την «καπιταλιστική λογική εξουσίας» συνδεόμενη με τη «συσσώρευση κεφαλαίου στο χώρο και το χρόνο». Η άτυπη αυτοκρατορία των ΗΠΑ αποτελούσε μια ξεχωριστή νέα μορφή πολιτικής κυριαρχίας. Αντί να έχουν ως στόχο την εδαφική επέκταση κατά μήκος των γραμμών των παλιών αυτοκρατοριών, οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο εξωτερικό αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο στο να μην υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη κλειστά ή ολόκληρες περιφέρειες της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης αποστολής δημιουργίας ανοιγμάτων για τη μετακίνηση συνόρων για το κεφάλαιο γενικώς, όχι μόνο για το αμερικανικό κεφάλαιο. Η διατήρηση και μάλιστα η σταθερή ανάπτυξη των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων ανά τον κόσμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως στο έδαφος των ανεξάρτητων κρατών, θα πρέπει να εξεταστεί υπό αυτό το πρίσμα, όχι όσον αφορά στην εξασφάλιση εδαφικού χώρου για την αποκλειστική αμερικανική χρήση των φυσικών πόρων και της συσσώρευσης από τις αμερικανικές εταιρίες. Το πιο σημαντικό, όμως, και πολύ διαφορετικό από τους προηγούμενους ιμπεριαλισμούς που βασίζονταν στην εδαφική επέκταση, οι μηχανισμοί του αμερικανικού κράτους όπως το Πεντάγωνο και η CIA είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο σημαντικοί στη δημιουργία και τη σχεδιασμό παγκόσμιου καπιταλισμού απ’ ό,τι το Υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Είναι το τελευταίο που έπαιξε κεντρικούς ρόλους, όχι μόνο στην προώθηση της διείσδυσης και της μίμησης των αμερικανικών πρακτικών στο εξωτερικό, αλλά γενικότερα στην προώθηση ελεύθερων κινήσεων κεφαλαίου και ελεύθερου εμπορίου, ενώ προσπαθεί, επίσης, να περιορίσει τις διεθνείς οικονομικές κρίσεις που γεννά ο παγκόσμιος καπιταλισμός.


Στο πρωτότυπο υπάρχουν και υποσημειώσεις. Η αναδημοσίευση έγινε από το RNB με ελάχιστες αλλαγές. - Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου