JKL says:
27/12/2011 στις 21:26
Ως προς το ζήτημα της εξουσίας έτσι όπως την εννοεί ο Φουκό: είμαστε πάντα μέσα στην εξουσία κλπ…Νομίζω πως ο Νίκος το παρεξήγησε.Σωστά παρατηρεί ο Weltschmerz K. ότι με την “εξουσία” ο Φουκό δεν αναφέρεται (θα το εκφέρω με καστοριαδικούς όρους) στην ρητή εξουσία αλλά στην ριζική υποεξουσία (βλ. εσωτερικευμένες φαντασιακές σημασίες).Σε αυτό το σημείο δηλαδή υπάρχει ταύτιση μεταξύ Καστοριάδη και Φουκό.
Protagma says:
01/01/2012 στις 17:18
Καταρχάς να πω καλή χρονιά, μιας και άργησα κιόλας να απαντήσω και μπήκε ο νέος χρόνος στο μεταξύ!
@ JKL
Δε νομίζω ότι ο Καστοριάδης παρεξηγεί τον Φουκό. Σωστά λέει ο Welt ότι η έννοια της εξουσίας του Φουκό δεν πρέπει να ταυτίζεται με την «επιφανειακή» έννοια της κρατικής ή ρητής εξουσίας (το «νομικο-δικαιϊκό» μοντέλο εξουσίας που κριτικάρει ο Φουκό, προωθώντας τη δική του «θετική» και «παραγωγική» έννοια της εξουσίας κ.λπ.), σωστά κάνεις κι εσύ παραλληλισμό μεταξύ της άρρητης εξουσίας του Κ. και της έννοιας της εξουσίας στο Φουκό (αν και αυτό ισχύει μόνο μέχρις ενός σημείου –βλ. παρακάτω).
Όμως δε νομίζω ότι ο Καστοριάδης παραγνώριζε την ιδιαιτερότητα της φουκωικής έννοιας της εξουσίας. Αυτό που σωστά διευκρινίζετε στόχευε (όπως και ο Μποντριγιάρ, άλλωστε) όταν χτύπαγαν τον Φουκό: διότι αν λες ότι η υπόρρητη εξουσία είναι παμπεριεκτική, περιλαμβάνοντας τα πάντα και μην επιτρέποντας σε τίποτε να αναδυθεί, να την αμφισβητήσει και να την αλλάξει, είναι σαν να λες ότι η κοινωνία μπορεί να κυριαρχηθεί πλήρως από τις «δομές» και τις «επιστήμες». Άρα αυτό που κάνεις είναι να εξαλείφεις το υποκείμενο, δηλαδή αυτό που καστοριαδικά θα το λέγαμε «θεσμίζον φαντασιακό»: αυτό που επιτρέπει στην κοινωνία να μην είναι ποτέ πλήρως αλλοτριωμένη στους θεσμούς της -έστω κι αν αυτή η έλλειψη πλήρους απορρόφησης από τη θεσμισμένη κοινωνία (δηλαδή από τους εκάστοτε κατεστημένους θεσμούς και σημασίες, την κυρίαρχη «επιστήμη» του Φουκό) εκφράζεται, όπως σήμερα, όχι μέσω αμφισβητησιακών κινημάτων, αλλά μέσω μιας παρακμής, διαταραγμένων καθημερινών συμπεριφορών, μιας ανόδου της έλλειψης νοήματος και ενός αισθήματος κενού και δυσφορίας. Όπως σωστά έλεγε ο Μποντριγιάρ, για τον Φουκό δεν υπάρχει και δε μπορεί ποτέ να υπάρξει κρίση της εξουσίας, παρά μόνο διαδοχή μορφών κυριαρχίας. Αυτές οι μορφές κυριαρχίας είναι πάντοτε υπεράνω κάθε αμφισβήτησης, εφόσον είναι αυτές που διαμορφώνουν τα υποκείμενα και την ίδια την κοινωνία, εν τέλει.
Άρα, ο Φουκό απλώς αναπαράγει την κλασική χαϊντεγκεριανή, εγελιανή, μαρξιστική και τελικά νεοπλατωνική ιδέα, σύμφωνα με την οποία κάθε εποχή κυριαρχείται πλήρως από μια οντολογική/γνωστική αρχή, την οποία τίποτε δε μπορεί να αμφισβητήσει και να αλλάξει. Το μόνο που επιτρέπει σε αυτές τις αρχές που μορφοποιούν την κοινωνία να αλλάζουν είναι οι διάφορες θεολογικές ή εξελικτικές φιλοσοφίες των εν λόγω συστημάτων. Η μόνη διαφορά του Φουκό με αυτά είναι ότι ο ίδιος δεν παραδέχεται την ύπαρξη κάποιας ιστορικής νομοτέλειας. Και γι’ αυτό, όπως είπα και στο προηγούμενο σχόλιο, δεν έχει τι να απαντήσει στο ερώτημα της διαδοχής αυτών των μορφών κυριαρχίας/γνώσης. Ουσιαστικά δεν έχει φιλοσοφία της ιστορίας: ούτε κάποια μορφή νομοτέλειας δέχεται ούτε όμως και μια οντολογία της ιστορίας ως δημιουργίας (αλά Καστοριάδης), κι έτσι μας παρουσιάζει την ιστορία ως μια ασυνάρτητη διαδοχή εντελώς κλειστών, κάθε φορά, συστημάτων κυριαρχίας, καθώς τίποτε μέσα σε αυτά δεν προετοιμάζει ή σχετίζεται, εν πάση περιπτώσει, με το επόμενο.
Με αυτή την έννοια, όπως σωστά έλεγαν οι καταστασιακοί και διάφοροι υποστηρικτές της σχολής της Φρανκφούρτης στη Γαλλία, ο Φουκό είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος της γραφειοκρατίας: εξαλείφει πλήρως τα οντολογικά και φιλοσοφικά θεμέλια της κριτικής των συστημάτων κυριαρχίας. Παρουσιάζει τις δομές ως ικανές να καταπίνουν πλήρως τόσο το υποκείμενο όσο και την ίδια τη θεσμίζουσα διάσταση της κοινωνίας. Δε βλέπω, ως εκ τούτου, ποια διαφορά μπορεί να υπάρξει μεταξύ μιας τέτοιας φιλοσοφίας και μιας θεολογίας σαν αυτή, π.χ., του Χάιντεγκερ, η οποία καταλήγει (στο περίφημο κείμενο «Γαλήνη», εμπνευσμένο από το γερμανό μυστικιστή του 13ου αιώνα, Μάιστερ Έκχαρτ) στο συμπέρασμα «δεν έχουμε τίποτε να κάνουμε, απλώς να περιμένουμε το Συμβάν (δηλαδή την οντολογική αναγέννηση που θα συμβεί όταν το Είναι «δώσει» ξανά οντολογική πνοή στον κόσμο)».
Το πολύ πολύ να πούμε ότι κάνουμε απλές μερικές και εφήμερες δράσεις, έχοντας επίγνωση ότι η κοινωνία δε μπορεί ποτέ να αλλάξει ουσιαστικά. Και νομίζω ότι ο Φουκό πραγματικά επηρέασε προς αυτήν την κατεύθυνση τα κινήματα που αναδύθηκαν μετά τη δεκαετία του ’70. Επίσης, η ιδέα του Φουκό ότι η σύγχρονη Δύση είναι ΜΟΝΟ μια διαδοχή τέτοιων μορφών κυριαρχίας, αποκορύφωμα των οποίων είναι η περίφημη «βιοεξουσία», αποτελεί θεμέλιο λίθο του σύγχρονου αντιδυτικισμού. Ειδικά μάλιστα όταν στηρίζεται σε μεταμοντέρνες ή αριστερίζουσες αναγνώσεις των Χορκχάιμερ/Αντόρνο (που εξισώνουν, σχεδόν, τον καπιταλισμό με τον ολοκληρωτισμό), εύκολα φτάνουμε στο συμπέρασμα: στη Δύση δε μπορεί τίποτε να αλλάξει, άρα η μόνη λύση είναι να αναζητήσουμε τη «ριζική ετερότητα» έξω από αυτήν (στο Ισλάμ, στο βουδισμό και σε κάθε είδους τριτοκοσμισμό).
@ Weltschmerz
Θίγεις πολλά ζητήματα στην τοποθέτησή σου και λόγω έλλειψης χρόνου, προσπάθησα να τα πιάσω όλα μαζί, με όχι ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο. Αν κάτι δεν είναι σαφές, πες μου να το διευκρινίσω.
Συμφωνώ με τη μεθοδολογική σου παρατήρηση ότι πρέπει, κάθε φορά, να λαμβάνουμε υπόψη το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η εκάστοτε ιδέα ή φιλοσοφικό σύστημα που εξετάζουμε. Πάντοτε πρέπει να κοιτάμε ενάντια σε τι προσπάθησε να στραφεί ο εκάστοτε συγγραφέας, ώστε να δούμε γιατί έδωσε το βάρος εκεί που το έδωσε, γιατί δεν έδωσε τόση σημασία σε κάτι που σήμερα (δηλαδή εκ των υστέρων και υπό διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες) μας φαίνεται εξίσου ή ενδεχομένως και πιο σημαντικό κ.λπ.
Πιστεύω όμως ότι δεν πρέπει να εξαντλούμε τον τρόπο προσέγγισης ή πρόσληψης ενός φιλοσοφικού έργου σε αυτή την αρχή. Διότι, πολύ συχνά, μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να καταλήξει σε ένα είδος σχετικισμού, το οποίο συγκαλύπτει τις αδυναμίες ενός φιλοσοφικού συστήματος, μιας θεωρητικής προσέγγισης κ.λπ. Με άλλα λόγια, αν μια θεωρία δε μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες τις κοινωνικοϊστορικές μέσα από τις οποίες αναδύθηκε, προκειμένου να πει κάτι και σε εμάς, που ζούμε υπό διαφορετικές συνθήκες, τότε δεν έχει αξία. Οι μεγάλοι πολιτικοί συγγραφείς και επαναστάτες θεωρητικοί έχουν αξία, επειδή, ακόμα κι αν έγραφαν για την εποχή τους, έχουν πει πράγματα που ακόμα δίνουν τροφή στη σκέψη, ακόμα μας επιτρέπουν να στοχαστούμε πάνω σε βασικά προβλήματα της πολιτικής δράσης και της κοινωνικής αλλαγής. Κι αυτό ισχύει ακόμα και αν οι συγκεκριμένες τους αναλύσεις για τον καπιταλισμό ή άλλα φαινόμενα έχουν αποδειχτεί είτε εσφαλμένες και άστοχες είτε και ξεπερασμένες.
Επίσης για να είναι «χρήσιμος» ένας συγγραφέας πολιτικά, πρέπει να είναι εύληπτος και κατανοητός. Π.χ. συμφωνώ με την ανάλυση που κάνεις των προσεγγίσεων του Αλτουσέρ και του Φουκό, παρ’ όλο που πιστεύω ότι ο ακαδημαϊκός τους χαρακτήρας ως στοχαστών δεν τους επιτρέπει να πιάσουν την πραγματικότητα του κοινωνικο-ιστορικού, οδηγώντας τους έτσι σε αφηρημένες και «φιλοσοφικές», με την κακή έννοια του όρου, γενικεύσεις, οι οποίες τους κάνουν να προσπαθούν να ασκήσουν κριτική στις τάσεις που αναφέρεις, πηγαίνοντας απλώς στο άλλο άκρο: δηλαδή σε μια δομιστική θεωρία που εξαλείφει κάθε υπόνοια υποκειμένου, συνείδησης κ.λπ.). Αλλά πιστεύω ότι οι έννοιες της εδαφικοποίησης και της απεδαφικοποίησης του Ντελέζ είναι πρακτικά ακατανόητες σε σχέση με την πραγματικότητα. Μόνο αν ασχολείται κανείς με τον ίδιο τον Ντελέζ ίσως να καταλαβαίνει τη σημασία τους. Έχω την εντύπωση ότι πρόκειται πιο πολύ για φιλοσοφικές λεπτολογίες παρά για έννοιες που φωτίζουν κάποια ουσιώδη εξέλιξη της πραγματικότητας. Αυτό που λες περί της διάχυσης της κριτικής σε θεσμούς της καθημερινής ζωής (σχολείο, φυλακή, άσυλο κ.λπ.), το είχαν ήδη πει οι καταστασιακοί με τον πολύ πιο απλό όρο της «κριτικής της καθημερινής ζωής», ενώ είχαν αρχίσει ήδη να το εξασκούν τα κινήματα του ’60.
Αυτό για τον Φωτόπουλο και την κριτική του Καστοριάδη στο σταλινισμό δεν το καταλαβαίνω. Λες ότι έχει δίκιο ο πρώτος, όταν διαισθάνεται ότι η προσέγγιση του δεύτερου είναι κοντά στον αστικό φιλελευθερισμό. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάτι τέτοιο είναι προβληματικό για κάποιον που δεν είναι τζιχαντοσταλινικός, όπως ο Φωτόπουλος. Ο αστικός φιλελευθερισμός ενσαρκώνει σε ένα βαθμό το πρόταγμα της αυτονομίας, ασχέτως αν βασικές πτυχές του στρέφονται ενάντια σε αυτό. Αλλά το να έχεις κατοχυρωμένα αστικά δικαιώματα μέσα σε μια κοινωνία, είναι απείρως καλύτερο από το να μην έχεις. Αυτό δεν είναι φιλοσοφικό ζήτημα, είναι ζήτημα πρακτικής πολιτικής δραστηριοποίησης: μπορείς να κάνεις αφισοκόλληση, να εκδίδεις το περιοδικό σου, να γράφεις ελεύθερα σε μπλογκς όπως εμείς τώρα κ.λπ. Πράγματα, εν ολίγοις, που σου επιτρέπουν να ασχοληθείς πολύ πιο εύκολα με την επαναστατική πολιτική. Πρόκειται για βασικές κοινοτοπίες, που θα έλεγε κι ο Βανεγκέμ, οι οποίες δεν έχουν σχέση με φιλοσοφικές θεωρίες και εννοιοποιήσεις. Και ο Καστοριάδης ήταν πάντοτε οπαδός μιας τέτοιας προσέγγισης του κοινού νου, ενάντια στις σχοινοτενείς ρητορικές εκφράσεις των δομιστών και των μεταδομιστών, οι οποίοι έχουν ως βασικό τους χαρακτηριστικό την τάση να μετατρέπουν τα απλά ζητήματα καθημερινής πράξης σε προβλήματα φιλοσοφίας.
Στο ζήτημα του Μάη του ’68 δε διαφωνώ με την προσέγγισή σου. Το λέω επειδή κάπου λες ότι σου φαίνεται διαφορετική η προσέγγισή μου. Ίσως το λες επειδή κι εδώ στην ομάδα λέμε ότι σήμερα είναι σημαντικό το ζήτημα των ορίων. Μα όρια δε σημαίνουν επιστροφή στη θρησκευτική ετερονομία. Η ύπαρξη των ορίων είναι καλό πράγμα, αρκεί αυτά τα όρια να μπορούμε να τα συζητήσουμε, να τα συνδιαμορφώσουμε, να τα αμφισβητήσουμε όταν κρίνουμε ότι είναι απαραίτητο κ.λπ. Αν κάτι έχει πάρει από τα κινήματα του ’60 ο σύγχρονος καπιταλισμός, αυτό είναι ακριβώς η εξύμνηση του πανηδονισμού και της αναγκαιότητας να υπερβαίνουμε τα όρια κάθε είδους. Δε συμφωνώ ότι πρόκειται για διαλεκτική άρνηση του πνεύματος του ’60. Πρόκειται, αντίθετα, για μια αφομοίωση στοιχείων αυτών των κινημάτων που επέτρεψαν στον καπιταλισμό να ξεπεράσει το λίμνασμα της δεκαετίας του ’70. Ταυτόχρονα αυτά τα κινήματα επηρέασαν βαθειά την ίδια τη δομή του καπιταλισμού, ενδυναμώνοντας διαδικασίες που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη (αποσύνθεση της αστικής κουλτούρας, άνοδος της κοινωνίας της κατανάλωσης κ.λπ.). Πρόκειται όμως για λάθος να πάμε στο άλλο άκρο και να πούμε, όπως λες για τους Νέγκρι-Χαρντ, ότιο νεοφιλελευθερισμός είναι προϊόν των κινημάτων του ’60. Το θέμα είναι να δούμε πώς ενσωμάτωσε ο καπιταλισμός ορισμένα στοιχεία τους (καταπολεμώντας κάποια άλλα), πώς επηρεάστηκε ο ίδιος από αυτά κ.λπ. Δηλαδή νομίζω ότι η ανάλυση του Καστοριάδη είναι πολύ πιο σωστή μεθοδολογικά, καθώς, τονίζοντας πάντοτε πως «τίποτε δε μπορεί να επικρατήσει απόλυτα», μας επιτρέπει να διερευνήσουμε τη συνύπαρξη και τον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών πολιτιστικών λογικών, τη μείξη και τις αντιφάσεις διαφορετικών κοινωνικο-ιστορικών στοιχείων κ.λπ. Να πω επί τη ευκαιρία ότι ο Σαρκοζύ αυτή τη μαλακία για τον Μάη του ’68 την είπε καθαρά ρητορικά, εφόσον, όπως ωραία του είχε απαντήσει ο Κον-Μπεντίτ, ο ίδιος αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν ορισμένων αλλαγών που επέτρεψε ή επιτάχυνε ο Μάης (ως προς τον τρόπο ζωής του, το μοντέλο συζύγου που ενσαρκώνει κ.λπ.). Κι αν πολλοί αριστεροί κάνουν πλέον κριτική σε αυτά τα κινήματα, αυτό δε μου λέει κάτι. Νομίζω πως απλώς είναι μια προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την ανασφάλεια που τους προκαλεί η ανικανότητά τους να καταλάβουν τη σύγχρονη κοινωνία, επιστρέφοντας στα παλαιοσταλινικά κλισέ: «τα κινήματα του ’60 ήταν απλώς το προϊόν μιας αισθητικής περιπέτειας των παιδιών των αστών κ.λπ.» (βλ. την ταινία του Μπερτολούτσι, Οι ονειροπόλοι).
Και το ίδιο ισχύει και για την κριτική στον Νέγκρι που αναφέρεις και η οποία μου φαίνεται εξίσου προσχηματική, ασχέτως αν διαφωνώ με την προσέγγιση του Νέγκρι και καταλαβαίνω, επίσης, γιατί δεν κάθεται καλά στους σταλινο-αριστεριστές: ο RD, π.χ., απλώς βρήκε μια ευκαιρία να το παίξει «υπερασπιστής των συμφερόντων των υποτελών τάξεων» υιοθετώντας ένα παλαιοκομουνιστικό προφίλ. Εξού και το ξεσπάθωμα ενάντια στο Σύνταγμα και την έλλειψη «ταξικής καθαρότητας», εξού και η υπεράσπιση του «τίμιου» Φωτόπουλου που βάλλεται από τα κωλόπαιδα των Εξαρχείων κ.λπ. Κλασικό φαινόμενο μέλους ανώτερων τάξεων (μορφωμένος, καθηγητής κ.λπ.), που υπερθεματίζει παλαιοκομουνιστικά, προκειμένου να νιώσει εγγύτερα σε αυτό που έχει θέσει ως πολιτικό ιδεώδες (ο σοσιαλισμός ως «υπεράσπιση των φτωχών»). Πιστεύω ότι τέτοια προβλήματα συνείδησης συνιστούν βασικό στοιχείο του φαντασιακού πολλών πρωταγωνιστών της σκέψης των ετών ’60-’70, που συζητάμε, και γι’ αυτό επιμένω σε αυτό το σημείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου