Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Διάλογος με Νίκο Μάλλιαρη II: περί μεταμοντέρνας Αριστεράς και άλλων ζητημάτων


Weltschmerz K. says:
26/12/2011 στις 13:17

Συμφωνώ για τη δομή-κόμμα, αλλά φοβάμαι ότι ως ένα βαθμό καταλήγει να είναι υπερασπίσιμη. Η μικρή εμπειρία που έχω από τον κόσμο με έχει διδάξει ότι η πλειοψηφία των ατόμων δεν αντέχει την άμεση δημοκρατία, και ούτε την επιθυμεί -είναι προσδεδεμένη στον Κομματικό Λόγο-, έτσι ώστε αν αυτή μας έπεφτε “ξαφνικά”. από τον ουρανό ένα πρωινό, δε θα ξέραμε τι να την κάνουμε. Χρειάζεται πάρα πολλή δουλειά στον τομέα της δημοκρατικής παιδείας και της κουλτούρας διαλόγου, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο για τον καθένα να αναπτυχθούν αυτές, για πλήθος λόγων.

Για τον Αντώνη [του Lenin Reloaded] να πω κι εγώ πως, έχοντας παρακολουθήσει για κανένα χρόνο τις αναρτήσεις του, είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για έντιμο λενινιστή με συνεπή γραμμή σκέψης – με την οποία συχνά διαφωνώ, ακριβώς λόγω των νεοκομμουνιστικών εμμονών του (πχ αγανακτισμένοι, φιλοΚΚΕ στάση κλπ). Για τον Μπαντιού έχω επίσης καλή άποψη, και νομίζω ισχύει αυτό που λέει ο omadeon περί μερικής αποκήρυξης του πολιτικού του παρελθόντος. Εν πάση περιπτώσει, μας έχει φάει ο δογματισμός-σεχταρισμός στην ευρύτερη αριστερά. Ο καθένας έχει την καμπούρα του και φυσικά δεν είναι σε θέση να τη δει, παρά ακολουθώντας μια όσο γίνεται αυτοκριτική και αυτοσαρκαστική στάση ώστε να την περιορίσει κάπως. Έτσι, όσον αφορά τα δικά σου κείμενα, αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει μια εύκολη απαξίωση από μέρους σου των Μπαντιού, Αλτουσέρ (αν και ένας ορισμένος αλτουσεριανισμός είναι διαδεδομένος στη χώρα, και στον χώρο μου, με ορισμένες διαφοροποιήσεις), Φουκώ, Ντελέζ-Γκουαταρί (γι’ αυτούς κάπου αναφέρεσαι στη διαμάχη με οπαδούς της ΠΔ, αν δεν απατώμαι) – όπως είναι και σύμφωνη [απαξίωση αυτή] με την άποψη που έχει για αυτούς ο ΚΚ (άλλη ενδιαφέρουσα σύμπτωση τα αρχικά του!) στους “Σαλτιμπάγκους”, απολαυστικό κείμενο πολεμικής του 1977 που περιλαμβάνεται στη Γαλλική κοινωνία.

Εντούτοις, η κριτική που τους κάνει εκεί είναι λίγο συνδικαλιάρικη, και φαίνεται να προέρχεται από την ακλόνητη πίστη του στο διαφωτιστικό ιδεώδες της πανανθρώπινης χειραφέτησης. Το ιδεώδες αυτό είχε αμφισβητηθεί από τους λεγόμενους “μεταμοντέρνους” ή μεταδομιστάς, μολονότι στην πράξη κάθε άλλο παρά είχε εγκαταληφθεί (βλέπε ενέργειες Φουκώ για φυλακισμένους και ομοφυλόφιλους, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι ο Αντι-Οιδίποδας, κατοχυρωμένος πλέον ως φιλοσοφικό μανιφέστο του Μάη, είχε προκαλέσει λυσσώδεις επιθέσεις -μεταξύ άλλων κι από τον Μπαντιού- από το φάσμα της τότε σταλινομαοϊκής αριστεράς. Το γεγονός άλλωστε ότι τους στοχαστές αυτούς τους διαβάζουν πολλοί στον ελευθεριακό χώρο μαρτυρά ότι δεν είναι κρυπτοκομφορμιστές, όπως συχνά κατηγορούνται εξ ευωνύμων (όπως από ΦΤ και ΤΦ), επειδή δεν προσυπογράφουν κάποια ευχάριστη αφήγηση ταξικής ή άλλης επανάστασης. Εγώ ως άνθρωπος που δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η εύρεση ενός τσελεμεντέ-ινστρούχτορα για την απελευθερωτική πράξη, όσο η ίδια η εκδίπλωση της σκέψης, απλά και μόνο για τη δική της ομορφιά, θα έλεγα ότι ειδικά τους Φουκώ και Ντελέζ, αλλά και άλλους της γαλλικής νουβέλ βαγκ που ο Καστοριάδης δεν λάμβανε και πολύ υπόψη, τους εκτιμώ και τους θαυμάζω ως θεωρητικούς.

Για τον Φωτόπουλο είναι κρίμα -τι άλλο να πει κανείς;- που κατέληξε να ομιλεί με όρους Νέας Τάξης, σιωνισμού, αντιδυτικισμού κλπ. Εν κατακλείδι, ρόλο στην ενδυνάμωση πιο παραδοσιακών μορφών μαρξισμού παίζει σαφώς η μεγάλη σε ένταση οικονομική κρίση. Δεν είναι τυχαίο που στοχαστές όπως οι Ντελέζ-Γκουατταρί, ο Καστοριάδης, ο ύστερος Πουλαντζάς κλπ, που δίνουν έμφαση στην αυτονομία του -παραδοσιακά ιδωμένου ως εποικοδομήματος- πολιτικού, του ανθρωπολογικού, του φαντασιακού ή επιθυμητικού κλπ, τώρα δέχονται επιθέσεις. Αυτοί ανέπτυξαν τις θέσεις τους στο αποκορύφωμα της κεϋνσιανής συναίνεσης, όπου η μεταπολεμική μακρά περίοδος ανάπτυξης σε συνδυασμό με την ευνοϊκότερη σε σχέση με σήμερα έκβαση της κοινωνικής πάλης, είχε εξασφαλίσει αξιόλογα εισοδήματα για μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων. Ο Καστοριάδης λέει κάπου πως οι ταξικές διαφορές έχουν αμβλυνθεί (και άρα στις δυτικές κοινωνίες δεν υπάρχουν πολλοί που θα είχαν να χάσουν σε υλικές απολαβές από έναν ας πούμε μετασχηματισμό του καπιταλιστικού συστήματος). Η τωρινή κρίση δείχνει πως δεν ξεμπερδέψαμε με τις τάξεις και με τις κλασσικές έννοιες της μαρξικής κριτικής στον ΚΤΠ. Γι’ αυτό επανεμφανίζεται η παλιά αριστερή στάση της υποστήριξης αυταρχικών πολιτικών (ή καθεστώτων) από τη στιγμή που αυτές (και αυτοί, οι ηγέτες τους) εξασφαλίζουν ένα κομμάτι ψωμί στους υπηκόους τους. Πρόκειται για υποσυνείδητες αριστερές ερμηνείες του χομπσιανού Λεβιάθαν, με τους γραφειοκράτες στο ρόλο του τέρατος: δώστε μας ένα ελάχιστο εισόδημα, σταθερή εργασία, στέγη και βασική κοινωνική πρόνοια, κι εμείς σας εκχωρούμε το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και άσκηση κριτικής, στην περιστολή των πολιτικών δικαιωμάτων κλπ Ως εκ τούτου, διεκδικήσεις που δε φέρουν σαφές ταξικό πρόσημο (βλ αγανακτισμένοι) κατηγορούνται ως μικροαστικές, απολιτικές, ενσωματώσιμες.


Protagma says:
27/12/2011 στις 02:01

@ Weltschmerz
Καταρχάς να ανταποδώσω όσα είπες παραπάνω περί των σοβαρών και τεκμηριωμένων απόψεων ως όασης μέσα στη σημερινή κατάσταση. Το σχόλιό σου, παρ’ ότι έχω τις διαφωνίες μου που θα προσπαθήσω να εκθέσω, χαίρεται κανείς να το διαβάζει, καθώς είναι συγκροτημένο και τεκμηριωμένο.

Συμφωνώ απόλυτα με το σημείο ότι η δράση του Φουκό ήταν εντελώς αντίθετη –ή, έστω, σε ένα βαθμό αντίθετη- με όσα έλεγε για το θάνατο του ανθρώπου, την παντοδυναμία της εξουσίας κ.λπ. Αν έπαιρνε εντελώς κατά γράμμα ό,τι έλεγε, δε θα αγωνιζόταν για τίποτε. Οπότε, με αυτή την έννοια, η κριτική του ΚΚ νομίζω ότι έχει βάση. Διότι, άλλωστε, οι μερικού τύπου δράσεις του Φουκό, από την άλλη πλευρά, βρίσκουν το οντολογικό τους έρεισμα στη θεμελιώδη ιδέα (Ιστορία της σεξουαλικότητας, τ. Α) ότι «δε γίνεται να εξέλθουμε από την εξουσία, η εξουσία είναι το πεδίο μέσα στο οποίο είμαστε» (παραθέτω από μνήμης). Άρα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι εφήμερες ή ρεφορμιστικές δράσεις, καμία πιθανότητα συνολικής ανατροπής του συστήματος δεν υπάρχει.

Και πώς να υπάρξει, άλλωστε, όταν όλες οι «επιστήμες» και τα «συστήματα γνώσης-εξουσίας» είναι ερμητικά κλειστά, δίχως να αφήνουν περιθώριο για την ανάδυση του νέου και του διαφορετικού; Το πρόβλημα της ιστορικής ασυνέχειας στον Φουκό (δηλαδή πώς εξηγείται, στα πλαίσια του συστήματός του, το πέρασμα από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη;), έχει να κάνει ακριβώς με αυτήν την αντίληψη: λέει ρητά στις Λέξεις και τα πράγματα, κάπου, ότι σε κάθε ιστορική περίοδο υπάρχει μόνο μία επιστημή. Δηλαδή δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές κοινωνικές λογικές, η κοινωνία είναι ένα κομμάτι από μάρμαρο, πλήρως κυριαρχούμενο από τις δομές και τα συστήματα κυριαρχίας. Αυτό όμως είναι μια ακαδημαϊκή γενίκευση που θυμίζει περισσότερο Χάιντεγκερ παρά οποιαδήποτε κριτική ή ριζοσπαστική πολιτική θεωρία.

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο επίπεδο του πολιτικού προτάγματος ο Φουκό δεν πήρε ποτέ ξεκάθαρη θέση. Τα έχει πει και στη συζήτηση με τον Τσόμσκι: «πιστεύω ότι είναι σημαντικότερο να κάνω κριτική στις δομές της εξουσίας, παρά να προτείνω κάτι διαφορετικό ως μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης». Αυτός ο πολιτιστικός σχετικισμός, που έκανε τον Φουκό να ειρωνεύεται τον Μάη του ’68 και να φλερτάρει ανοιχτά με τον ιρρασιοναλισμό και τη θεοκρατία (βλ. εγκώμια της τυνησιακής εξέγερσης του ’68 και του καθεστώτος Χομεϊνί το 1979, όπου πήγε ως απεσταλμένος της Κοριέρε ντελα Σέρα), βρίσκεται, νομίζω, στη βάση και της εντελώς αλλοπρόσαλλης πολιτικής του διαδρομής: τη μια είναι απολίτικος στρουκτουραλιστής (δεκαετία του ’60), την άλλη είναι μαοϊκός και φλερτάρει με τα γκρουπούσκουλα της δεκαετίας του ’70, μετά γίνεται οπαδός του ανθρωπινο-δικαιωματισμού, συντασσόμενος με τους Νέους Φιλοσόφους, μετά προσπαθεί να κάνει «στροφή στο υποκείμενο», μετά δηλώνει νιτσεϊκός. Νομίζω ότι αυτές οι ιδέες περισσότερο σύγχυση δημιουργούν στο πολιτικό επίπεδο, παρά μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις σύγχρονες κοινωνίες. Βλ. σχετικά το πολύ ωραίο άρθρο της Μάρθα Νούσμπαουμ σχετικά με τη Τζούντιθ Μπάτλερ και τον Φουκό (δευτερευόντως) που δημοσιεύσαμε στο Πρόταγμα 2, νομίζω η Μ. Ν. συμπυκνώνει εκεί πολύ ωραία αυτή τη γραμμή σκέψης.

Και νομίζω ότι το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στον Αλτουσέρ αλλά και όλους τους υπόλοιπους στρουκτουραλιστές: αποθεώνουν τις δομές, χωρίς να βλέπουν ότι αυτές βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό με άλλες τάσεις ή έστω ότι δε μπορούν ποτέ να επιβληθούν πλήρως. Π.χ. ο Μπουρντιέ γράφει το 1964 τους Κληρονόμους, για να πει ότι οι φοιτητές είναι χαρακτηριστικό δείγμα του πώς λειτουργεί η αυτοαναπαραγωγή του συστήματος και των ανώτερων τάξεων. Και την ίδια χρονιά ξεσπούν οι ταραχές στο Μπέρκλεϊ ακριβώς από τους φοιτητές! Τι σχέση έχουν αυτές οι αναλύσεις με τον Μάη του ’68 και τα υπόλοιπα κινήματα των νέων εκείνης της εποχής; Οι λετριστές, ο Καστοριάδης, ο Ανρί Λεφέβρ, οι καταστασιακοί είχαν μιλήσει για την κρίση των καπιταλιστικών κοινωνιών εκείνης της εποχής, στα έργα των Φουκό, Αλτουσέρ κ.λπ. δε βλέπουμε τίποτε σχετικό, καμία ανάλυση της κρίσης των δομών που ακόμα χαρακτηρίζει την εποχή μας (γι’ αυτό και οι καταστασιακοί παρουσίαζαν τους στρουκτουραλιστές ως ιδεολογικά όπλα της γραφειοκρατίας: http://www.youtube.com/watch?v=JVGqfGN82U0). Μόνο εμμέσως μπορούμε να πούμε ότι ο Φουκό του ’70 αντανακλά την κριτική που ασκήθηκε στο άσυλο, τη φυλακή και γενικά θεσμούς που ξεπερνούσαν την εργασία, την οικογένεια και το Κράτος, για τα οποία μιλούσε κυρίως η παραδοσιακή επαναστατική θεωρία.

Οπότε προφανώς και ο Ντελέζ είναι πιο κοντά σε αυτό το πνεύμα. Μόνο που νομίζω ότι, όπως και όλοι οι μεταστρουκτουραλιστές (Μπάτλερ, Λιοτάρ κ.λπ.), πάει και αυτός από ένα άκρο στο άλλο: εκεί που λέγαμε ότι οι δομές είναι το παν, τώρα φτάνουμε να λέμε ότι κάθε μορφή συνοχής είναι φασιστική: είτε πρόκειται για συνοχή πολιτική, είτε για συνοχή ψυχική. Π.χ. δε μπορώ να δω πώς μπορεί να μας βοηθήσουν οι ντελεζιανές αναλύσεις της απεδαφικοποίησης, του νομαδισμού, του μη τόπου της πολιτικής ή της σχιζοανάλυσης και των επιθυμητικών μηχανών στην επεξεργασία ενός δημοκρατικού πολιτικού προτάγματος σήμερα. Σε μια εποχή αστικού πουριτανισμού είχε ένα νόημα να εξυμνούμε την επιθυμία, τις ορμές κ.λπ., έστω και αν αυτό γινόταν λίγο ουτοπικά ή ατομικιστικά (βλ. Σαντ, σουρεαλιστές, φροϋδομαρξιστές, Χένρι Μίλερ, καταστασιακοί κ.λπ.). Σήμερα όμως, στην εποχή του σχετικισμού, της ψευτο-ηδονιστικής κουλτούρας, της εξύμνησης των απολαύσεων και της καταναλωτικής ευωχίας, όπου όλα τα κριτήρια χλευάζονται ως συντηρητικά, αυταρχικά κ.λπ., δε νομίζω ότι έχει πλέον μεγάλο νόημα αυτός ο φιλοσοφικός πανηδονισμός. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι η υπεράσπιση εννοιών όπως υπευθυνότητα, συνοχή, αυτοπεριορισμός, ύπαρξη ορίων και η δημοκρατική τους επανανοηματοδότηση. Αλλιώς δε μπορείς να χτυπήσεις την ανθρωπολογική βάση του καπιταλισμού, που είναι πλέον η εκτροφή των επιθυμιών, του ναρκισσισμού, η εξύμνηση της απαίτησης άμεσης ικανοποίησής τους κ.λπ.

Κατά τα άλλα συμφωνώ απόλυτα με το ότι η ελληνική αριστερά, ως προς τον πυρήνα της προσέγγισής της, παραμένει ξένη σε αυτή την προβληματική. Γι’ αυτό μίλησα για αλτουσεριανισμό: αν ακόμα και τον Λένιν τον κριτικάρουμε ως «ανθρωπιστή», τότε το μόνο που μένει να αναλύσουμε είναι η οικονομία, όλα τα άλλα είναι ρομαντικές και μη «επιστημονικές» βλακείες (τα περί κουλτούρας, ανθρωπολογίας κ.λπ.). Πόσο μάλλον, όπως λες, όταν βρισκόμαστε σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όπου αυτομάτως γυρνάμε στα πιο αρχετυπικά κομμάτια του δόγματος: κρίση, οικονομία, κατάρρευση του καπιταλισμού κ.λπ. Και τελικά, έχεις απόλυτο δίκιο με την ανάλυσή σου περί αριστερού Λεβιάθαν: φαίνεται εδώ πόσο δίκιο έχει και ο Ζαν Κλοντ Μισέα, που θεωρεί αυτή την αριστερά κομμάτι του φιλελευθερισμού, δηλαδή της πολιτικής και οικονομικής ιδεολογίας που λέει: το βουλώνουμε και αποποιούμαστε των πολιτικών μας δικαιωμάτων, αρκεί να μας παράσχετε το εμπόρευμα και την κατανάλωση (αυτό είναι το κοινωνικό συμβόλαιο του ουσιωδώς φιλελεύθερου Χομπς). Και αυτοί οι άνθρωποι υποτίθεται ότι προτείνουν και λύσεις για την «έξοδο από την κρίση». Λογικό να αποπνέουν ένα πνεύμα επιθυμίας επιστροφής στην εγγυημένη (σχετική φυσικά) ευμάρεια της κεϊνσιανής κοινωνίας της κατανάλωσης.

Επίσης συμφωνώ και επαυξάνω για την ανάλυσή σου περί της δυσκολίας εγκαθίδρυσης αλλά και επιβίωσης της άμεσης δημοκρατίας, της ισότητας και της αυτονομίας, γενικότερα, ως κοινωνικού καθεστώτος. Υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στο ανθρωπολογικό επίπεδο, καθώς ο τύπος ανθρώπου που δημιουργούν οι σύγχρονες κοινωνίες είναι οντολογικά ασύμβατος, θα έλεγε κανείς, με τις απαιτήσεις ενός δημοκρατικού καθεστώτος: υπευθυνότητα, προσωπική συμμετοχή, ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών, περιορισμός του ναρκισσισμού, κριτική σκέψη και ανεξαρτησία πνευματική κ.λπ. Είναι δύσκολο και γι’ αυτό κι εμείς προσπαθούμε πάντοτε να τονίζουμε το πολιτιστικό/ανρθωπολογικό κομμάτι κάθε αλλαγής προς την κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας. Πρέπει πάντοτε να τονίζεται ότι δεν πρόκειται επουδενί για μια απλή αλλαγή πολιτικού ή οικονομικού συστήματος, πρόκειται για κάτι πολύ πιο βαθύ.

Ωστόσο εγώ είμαι λίγο λιγότερο «απαισιόδοξος», υπό την έννοια ότι πιστεύω πως η ιστορία έχει δείξει ότι η δημοκρατία είναι δυνατή ως μορφή κοινωνίας. Δηλαδή δεν πρόκειται για κάτι οντολογικά αδύνατο. Το θέμα είναι ότι δεν είναι ούτε εγγυημένη η έλευσή της ούτε, βέβαια, και η επιβίωσή της σε περίπτωση που ποτέ επέλθει κάποια αλλαγή προς την κατεύθυνσή της. Τα πάντα εξαρτώνται από τις επιθυμίες και την επαγρύπνηση των ίδιων των ανθρώπων. Νομίζω ότι το έλεγε ωραία κι ο Αριστοτέλης: τα πολιτεύματα πέφτουν εξαιτίας της «ολιγωρίας», επειδή οι πολίτες, δηλαδή, παύουν, από ένα σημείο κι έπειτα να ασχολούνται με την πολιτική, αφήνοντας τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων στους διάφορους «ειδικούς», τις γραφειοκρατίες και τις ολιγαρχίες.

Ως προς τον Μπαντιού και τον Αντώνη, να πω ότι δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το τι λένε, εφόσον, εκτός του ότι δεν έχω δει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον (με εξαίρεση μια σειρά άρθρων του δεύτερου σχετικά με τη στάση της αριστεράς κατά την απεργία πείνας των 300 μεταναστών), με ενοχλούν αφάνταστα οι διάφοροι τύποι που μέσα από την προνομιακή τους θέση (ως καθηγητές σε δυτικά πανεπιστήμια) μιλάνε ελαφρά τη καρδία για οτιδήποτε τους κατέβει, δικαιώνοντας αιματοβαμμένα καθεστώτα (Μάο, Πολ Ποτ, Άσαντ), στηρίζοντας σταλινικά κόμματα (ΚΚΕ) και πρακτικές (φωτοπουλισμός) κ.λπ. Αν η αριστερά, που υποτίθεται ότι εκφράζει μια βλέψη ανθρώπινης χειραφέτησης, έχει φτάσει να γίνεται το ιδεολογικό προκάλυμμα δικτατόρων, γραφειοκρατών και κάθε αντιδυτικού ισλαμομαλάκα, μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο βαθειά έχει υποχωρήσει το πρόταγμα της ανθρώπινης χειραφέτησης αυτές τις τελευταίες δεκαετίες…

4 σχόλια:

  1. Πιστεύω θα ήταν ωφέλιμο ένα blog ή forum στο οποίο θα μπορούσαμε πολλοί να μιλήσουμε για πολιτική θεωρία, υπάρχει ένα δυσαναπλήρωτο κενό από τότε που έκλεισε το radical desire. Όχι για το φιλολογικό μας ενδιαφέρον,αλλά γιατί τα ελλείμματα της επαναστατικής (ταξικής) θεωρίας σήμερα εκδηλώνονται ως πολιτικά, κινηματικά, τακτικά-στρατηγικά αδιέξοδα.
    Όσον αφορά το διάλογο, νομίζω δεν είναι εύστοχη η κριτική στους Ντελέζ-Γκουαταρί ότι θεωρούν κάθε μορφή συνοχής φασιστική, αφού προτάσσουν, καλώς ή κακώς, μια συνοχή άλλου τύπου (''πολεμικές-μηχανές'', ''λογική του σμήνους''). Εμπνέονται από την ομάδα-υποκείμενο, τη νομαδική φυλο-ομάδα που συναντάται και στις ''μορφές που προηγούνται της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης'' του Μάρξ. Αν και καταλαβαίνω την ένταση, ότι φαίνεται να προτάσσουν έναν ''χαόκοσμο''έναντι μιας συγκροτημένης, δομημένης πολιτικής παρέμβασης. Ο φασιστικός-παρανοικός-κυριαρχικός σχηματισμός όμως, αφορά μορφές συνοχής η οποίες χαρακτηρίζονται από τη λογική του ''συνολίζειν''-της ''συνολοταυτιστικής σκέψης'' που θα έλεγε και ο ΚΚ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καταρχάς να απολογηθώ που δεν επανήλθα την προηγούμενη φορά, αλλά η ροή της καθημερινότητας δε μου επέτρεψε καν να τελειώσω την ανάγνωση του κειμένου για τον σπινοζικό δομισμό. Με λίγη υπερβολή θα έλεγα πως έχω βυθιστεί εντός μιας ακατανίκητης ρουφήχτρας του πρακτικο-αδρανούς, που δε μου επιτρέπει να γράψω ή να διαβάσω το παραμικρό χωρίς να αισθανθώ κουρασμένος. Όσον αφορά το διάλογο, εκτείνεται και σε άλλα μέρη, και στην πραγματικότητα αποτελεί προϊόν ερμηνευτικής βίας εκ μέρους μου, εφόσον απεκόπη από τα αρχικά συμφραζόμενα του, που ήταν διαφορετικά. Δηλαδή κανείς από τους δυο -και σίγουρα όχι ο ΝΜ- δεν είχε στο μυαλό του ότι διεξαγόταν μια συζήτηση που είχε ως θέμα περίπου αυτό που αναγράφεται στον τίτλο που έβαλα. Θα συμφωνήσω για το RD, το έγραψα μάλιστα και σε ένα σχόλιο στο LR. Για τον Ντελέζ, δεν έχω αμφιβολία ότι -όπως είχε πει κι ο Ζίζεκ, με λίγο διαφορετική στόχευση- βρίσκεται στη δική μας μεριά, ως θεωρητικός του "κόμματος της αταξίας".

      Διαγραφή
  2. @Weltschmerz K.

    Δε χρειάζονται ''απολογίες'', ένα είδος black out το παθαίνει κανείς από τα διαβάσματα, εμένα μου συμβαίνει ένα μήνα περίπου.
    Το στοίχημα με τους Ντελέζ-Γκουατάρι είναι πραγματικά η επανεγγραφή τους σε σύγχρονα συμφραζόμενα. Το ζουμί είναι αυτό που έγραψες, σε καιρούς καπιταλιστικής κρίσης το μοτίβο των ''τάξεων'' επέστρεψε σαν απωθημένο και το μεταμοντέρνο νεφέλωμα διερράγη. Παρεμπιπτόντως, οι Ντελέζ-Γκουαταρί είναι εντελώς οριακή περίπτωση ''μεταμοντέρνου''. Συγκροτούν μια οντολογία και μια μακροιστορική οπτική. Το ζητούμενο για μένα είναι να αξιοποιηθεί αυτό το ενδιαφέρον τους για μια κοινωνική οντολογία, σπάνιο για την εποχή της ''γλωσσολογικής στροφής'', που σιγά σιγά ξεπερνιέται προς ένα νέο ενδιαφέρον για την οντολογία (αν καταλαβαίνω σωστά κάποιες εξελίξεις).

    Το στοίχημα είναι πέρα από το Ένα και τα Πολλά, να θεμελιωθεί το Δύο, που μας οδηγεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, και σε μια ενδεχομένως νέα ταξική σχέση. Και εννοώ ένα ''Δύο'' διαφορετικό από αυτό μεταξύ της αξιωματικής τάξης και του μικρομοριακού δυναμικού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @Oνειρμός

    Όσον αφορά τον ''σπινοζικό δομισμό'', σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται εκεί η λύση, αλλά πρόκειται για ένα γόνιμο τρόπο να δει κανείς τις αδυναμίες, τα αδιέξοδα, τις ρωγμές. Η κριτική του Χέγκελ στον Σπινόζα παραμένει νομίζω επίκαιρη. Από τα άπειρα κατηγορήματα της υπόστασης γνωρίζουμε μοναχά δύο, νόηση και έκταση. Γιατί δύο?

    ΑπάντησηΔιαγραφή