Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Πάουλ Μάτικ - Μαρξισμός: Χθες, σήμερα, και αύριο (μέρος ΙΙΙ)


Η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η αυταρχική διοίκηση της κυβέρνησης σίγουρα διαφοροποίησαν το μπολσεβίκικο σύστημα από εκείνο του δυτικού καπιταλισμού. Αλλά αυτό δεν μετέβαλε τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες σε αμφότερα τα συστήματα βασίζονται στο διαχωρισμό των εργατών από τα μέσα παραγωγής και τη μονοπωλιοποίηση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια του κράτους. Δεν ήταν πλέον το ιδιωτικό κεφάλαιο αλλά το κρατικά-ελεγχόμενο κεφάλαιο που τώρα εναντιωνόταν στην εργατική τάξη και διαιώνιζε τη μορφή μισθωτή-εργασία της παραγωγικής δραστηριότητας, ενόσω επέτρεπε την ιδιοποίηση της υπερεργασίας μέσω της δράσης [agency] του κράτους. Μολονότι το σύστημα απαλλοτρίωσε το ιδιωτικό κεφάλαιο, δεν κατέστρεψε τη σχέση κεφάλαιο-εργασία επί της οποίας εδράζεται η σύγχρονη ταξική κυριαρχία. Ήταν επομένως απλά ζήτημα χρόνου πριν [να έρθει η στιγμή για] την ανάδυση μιας νέας άρχουσας τάξης, της οποίας τα προνόμια θα εξαρτώνταν ακριβώς από τη διατήρηση και αναπαραγωγή του κρατικά-ελεγχόμενου συστήματος παραγωγής και διανομής ως της μόνης “ρεαλιστικής” μορφής μαρξιανού σοσιαλισμού. 

Ο μαρξισμός, ωστόσο, ως κριτική της πολιτικής οικονομίας και ως πάλη για μια μη εκμεταλλευτική αταξική κοινωνία, έχει νόημα μόνον εντός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ένα τέλος του καπιταλισμού θα συνεπαγόταν επίσης το τέλος του μαρξισμού. Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, ο μαρξισμός θα ήταν ένα γεγονός της ιστορίας όπως κάθε άλλο στο παρελθόν. Ήδη η περιγραφή του “σοσιαλισμού” ως μαρξιστικού συστήματος αρνείται την αυτο-ανακηρυγμένη σοσιαλιστική φύση του κρατικο-καπιταλιστικού συστήματος. Η μαρξιστική ιδεολογία δε λειτουργεί εδώ ως τίποτε παραπάνω από μιαν απόπειρα να δικαιολογήσει τις νέες ταξικές σχέσεις ως αναγκαία προαπαιτούμενα για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και έτσι να κερδίσει τη συναίνεση των εργαζόμενων τάξεων. Όπως στον καπιταλισμό των παλαιών [καιρών], τα ειδικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης τείνουν να εμφανίζονται ως γενικά συμφέροντα.

Αλλά ακόμη κι έτσι, στην αρχή ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν ένα επαναστατικό δόγμα, γιατί ήταν θανατηφόρα σοβαρός σχετικά με την πραγματοποίηση της ίδιας του της αντίληψης του σοσιαλισμού μέσα από ευθέα, πρακτικά μέσα. Ενώ αυτή η αντίληψη δε συνεπαγόταν τίποτε παραπάνω από τον σχηματισμό ενός κρατικο-καπιταλιστικού συστήματος, αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο, στην καμπή του αιώνα, ο σοσιαλισμός είχε γίνει σε γενικές γραμμές κατανοητός. Δεν είναι επομένως δυνατό να μιλούμε για μια μπολσεβίκικη “προδοσία” των επικρατουσών μαρξιστικών αρχών· απεναντίας, πραγματοποίησε [η παρέμβαση τους] τον κρατικο-καπιταλιστικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού της ατομικής ιδιοκτησίας, ο οποίος [μετασχηματισμός] είχε υπάρξει επίσης ο διακηρυγμένος στόχος μαρξιστών ρεβιζιονιστών και ρεφορμιστών. Οι τελευταίοι, ωστόσο, είχαν απολέσει κάθε ενδιαφέρον στο να δράσουν σύμφωνα με τις δηλωμένες αρχές τους και προτιμούσαν να προσαρμόζονται στην υπάρχουσα κατάσταση. Εκείνο που έκαναν οι μπολσεβίκοι ήταν να πραγματώσουν το πρόγραμμα της Δεύτερης Διεθνούς μέσω επανάστασης.  

Από τη στιγμή που ήταν στην εξουσία, ωστόσο, η κρατικο-καπιταλιστική δομή της Ρωσσίας των μπολσεβίκων καθόρισε την μετέπειτα ανάπτυξη της, τώρα γενικώς περιγραφόμενη με τον υποτιμητικό όρο “σταλινισμός”. Το ότι εξέλαβε αυτόν τον συγκεκριμένο χαρακτήρα εξηγήθηκε μέσω αναφοράς στη γενική οπισθοδρομικότητα της Ρωσσίας και μέσω [αναφοράς] της καπιταλιστικής της περικύκλωσης, η οποία απαιτούσε την υπέρτατη συγκεντροποίηση εξουσίας και απάνθρωπες θυσίες από τη μεριά του εργατικού πληθυσμού. Υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως εκείνες που επικρατούσαν σε καπιταλιστικά περισσότερο προηγμένα έθνη και υπό πολιτικά περισσότερο ευνοϊκούς διεθνείς συσχετισμούς, ειπώθηκε, ο μπολσεβικισμός δε θα απαιτούσε τη συγκεκριμένη σκληρότητα που έπρεπε να ασκήσει στην πρώτη σοσιαλιστική χώρα. Εκείνοι που ήταν λιγότερο θετικά διακείμενοι προς αυτό το πρώτο "πείραμα στο σοσιαλισμό" υποστήριξαν ότι η κομματική δικτατορία ήταν απλά μια έκφραση της ακόμη “ημι-ασιατικής” φύσης του μπολσεβικισμού και δε θα μπορούσε να επαναληφθεί στα περισσότερο προηγμένα δυτικά έθνη. Το ρωσσικό παράδειγμα χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθούν ρεφορμιστικές πολιτικές ως ο μόνος τρόπος για να βελτιωθούν οι συνθήκες [διαβίωσης] της εργατικής τάξης στη Δύση. 

Σύντομα, ωστόσο, οι φασιστικές δικτατορίες στη δυτική Ευρώπη απέδειξαν ότι ο μονοκομματικός έλεγχος του κράτους δεν περιοριζόταν στη ρωσσική σκηνή αλλά ήταν εφαρμόσιμος σε οποιοδήποτε καπιταλιστικό σύστημα. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εξίσου για τη διατήρηση των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής όσο [και] για τον μετασχηματισμό τους στον κρατικό καπιταλισμό. Φυσικά, ο φασισμός και ο μπολσεβικισμός συνέχιζαν να διαφέρουν αναφορικά με την οικονομική δομή, ακόμη κι ενώ γίνονταν πολιτικά αδιαχώριστοι. Αλλά η συγκέντρωση πολιτικού ελέγχου στα ολοκληρωτικά καπιταλιστικά έθνη συνεπαγόταν τον κεντρικό συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για τους συγκεκριμένους σκοπούς των φασιστικών πολιτικών και επομένως μια στενότερη προσέγγιση του ρωσσικού συστήματος. Για τον φασισμό αυτό δεν ήταν στόχος αλλά ένα προσωρινό μέτρο, ανάλογο προς τον “πολεμικό σοσιαλισμό” του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Παραταύτα, ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι ο δυτικός καπιταλισμός δεν ήταν απρόσβλητος από κρατικο-καπιταλιστικές τάσεις.

Με την ελπιδοφόρα αλλά αρκετά απρόσμενη παγίωση του καθεστώτος των μπολσεβίκων και τη σχετικά ανενόχλητη συνύπαρξη των αντίπαλων κοινωνικών συστημάτων μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ρωσσικά συμφέροντα χρειάζονταν τη μαρξιστική ιδεολογία για εσωτερικούς αλλά και για εξωτερικούς σκοπούς, ώστε να διασφαλίσει την υποστήριξη του διεθνούς εργατικού κινήματος στην εθνική ύπαρξη της Ρωσσίας. Αυτή αφορούσε ένα μόνο μέρος του εργατικού κινήματος, να είμαστε βέβαιοι, αλλά το μέρος αυτό θα μπορούσε να διαρρήξει το αντι-μπολσεβίκικο μέτωπο, το οποίο τώρα περιελάμβανε τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα και τις ρεφορμιστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Καθώς αυτές οι οργανώσεις είχαν ήδη εγκαταλείψει τη μαρξιστική κληρονομιά, η υποτιθέμενη μαρξιανή ορθοδοξία του μπολσεβικισμού έγινε πρακτικά το όλον της μαρξιστικής θεωρίας ως μια αντι-ιδεολογία σε όλες τις μορφές του αντι-μπολσεβικισμού και [σε] όλες τις απόπειρες να αποδυναμωθεί ή να καταστραφεί το ρωσσικό κράτος. Ταυτόχρονα, ωστόσο, απόπειρες έγιναν για να διασφαλιστεί το καθεστώς συνύπαρξης μέσω διαφόρων παραχωρήσεων προς τον καπιταλιστικό αντίπαλο και να αποδειχθούν τα αμοιβαία πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να κερδηθούν από το διεθνές εμπόριο και άλλα μέσα συνεργασίας. Αυτή η διπρόσωπη πολιτική υπηρέτησε τον μοναδικό σκοπό της συντήρησης του κράτους των μπολσεβίκων και της διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων της Ρωσσίας.

Με αυτό τον τρόπο, ο μαρξισμός ανήχθη σε ένα ιδεολογικό όπλο που υπηρετούσε αποκλειστικά τις αμυντικές ανάγκες ενός συγκεκριμένου κράτους και μιας μόνο χώρας. Μην τρέφοντας πλέον διεθνείς επαναστατικές φιλοδοξίες, χρησιμοποίησε την Κομμουνιστική Διεθνή ως ένα περιορισμένο όργανο πολιτικής για τα ειδικά συμφέροντα της Ρωσσίας των μπολσεβίκων. Αλλά τα συμφέροντα αυτά περιελάμβαναν τώρα, σε αυξημένο βαθμό, τη διατήρηση της διεθνούς υπάρχουσας κατάστασης προκειμένου να διασφαλιστεί εκείνη του ρωσσικού συστήματος. Εάν αρχικά ήταν η αποτυχία της παγκόσμιας επανάστασης που επέφερε την πολιτική οχυρώματος της Ρωσσίας, ήταν τώρα η σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού που έγινε όρος της ρωσσικής ασφάλειας, και την οποία το σταλινικό καθεστώς επιχειρούσε να ενισχύσει. Η εξάπλωση του φασισμού και η υψηλή πιθανότητα νέων αποπειρών να βρεθούν ιμπεριαλιστικές λύσεις στην παγκόσμια κρίση έθεταν σε κίνδυνο όχι μόνον το καθεστώς συνύπαρξης αλλά επίσης τις εσωτερικές συνθήκες της Ρωσσίας, οι οποίες απαιτούσαν κάποιο βαθμό διεθνούς ηρεμίας. Η μαρξιστική προπαγάνδα έπαψε να ασχολείται με προβλήματα του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού αλλά, στη μορφή του αντι-φασισμού, κατευθύνθηκε εναντίον μιας συγκεκριμένης πολιτικής μορφής καπιταλισμού που απειλούσε να προκαλέσει έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό συνεπαγόταν, φυσικά, την αποδοχή των αντιφασιστικών καπιταλιστικών δυνάμεων ως δυνητικών συμμάχων και έτσι την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας έναντι επιθέσεων είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά, όπως έγινε παραδειγματικά στον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία.  

Ακόμη και πριν από αυτή την κρίσιμη ιστορική στιγμή, ο μαρξισμός-λενινισμός είχε καταλάβει την ίδια αμιγώς ιδεολογική λειτουργία που χαρακτήριζε τον μαρξισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Δε συνδεόταν πλέον με μια πολιτική πρακτική της οποίας τελικός στόχος ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού, έστω και μόνο για να φέρει το κρατικο-καπιταλιστικό σύστημα μεταμφιεσμένο σε σοσιαλισμό, αλλά ήταν τώρα ικανοποιημένος με την ύπαρξη του εντός του καπιταλιστικού συστήματος με την ίδια έννοια που το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα απεδέχθη τις δοσμένες συνθήκες της κοινωνίας ως απαράβατες. Το μοίρασμα της εξουσίας σε διεθνή κλίμακα προϋπέθετε το ίδιο στο εθνικό επίπεδο, και ο μαρξισμός-λενινισμός έξω από τη Ρωσσία μετετράπη σε ένα αυστηρά ρεφορμιστικό κίνημα. Έτσι μόνο οι φασίστες απέμειναν ως δυνάμεις που απέβλεπαν πραγματικά στον πλήρη έλεγχο του κράτους. Καμιά σοβαρή απόπειρα δεν έγινε για να αποτρέψει την άνοδο τους στην εξουσία. Το εργατικό κίνημα, περιλαμβανομένης της μπολσεβίκικης πτέρυγας του, στηριζόταν αποκλειστικά στις παραδοσιακές δημοκρατικές διαδικασίες για να απαντήσουν στη φασιστική απειλή. Αυτό σήμαινε την συνολική του παθητικότητα και προοδευτική εξαχρείωση και διασφάλισε τη νίκη του φασισμού ως της μόνης οργανωμένης δύναμης [dynamic force] που δρούσε εντός της παγκόσμιας κρίσης.  

Δεν ήταν βέβαια μόνον ο πολιτικός έλεγχος της Ρωσσίας επί του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μέσω της Τρίτης Διεθνούς, που εξηγεί τη συνθηκολόγηση του με το φασισμό, αλλά επίσης η γραφειοκρατικοποίηση του κινήματος, η οποία συγκέντρωσε όλη τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων εξουσία στα χέρια επαγγελματιών πολιτικών οι οποίοι δε μοιράζονταν τις κοινωνικές συνθήκες του εξαθλιωμένου προλεταριάτου. Αυτή η γραφειοκρατία βρέθηκε στο “ιδανικό” σημείο του να είναι σε θέση να εκφράζει τη λεκτική αντίθεση της στο σύστημα και παραταύτα, την ίδια στιγμή, να μετέχει όλων των προνομίων που η μπουρζουαζία παραχωρεί στους πολιτικούς ιδεολόγους της. Δεν είχαν κανέναν κατευθυντήριο λόγο να εναντιωθούν στις στις γενικές πολιτικές της Τρίτης Διεθνούς, οι οποίες συνέπιπταν με τις δικές τους άμεσες ανάγκες ως αναγνωρισμένων ηγετών της εργατικής τάξης σε μια αστική δημοκρατία. Τελικά, ωστόσο, είναι η γενική απάθεια των ίδιων των εργατών, ανετοιμότητα τους να αναζητήσουν τη δική τους ανεξάρτητη επίλυση του κοινωνικού ερωτήματος, που εξηγεί αυτή την κατάσταση πραγμάτων μαζί με τη φασιστική της έκβαση. Μισός αιώνας μαρξιστικού ρεφορμισμού υπό την αρχή της ηγεσίας, και ο τονισμός της στον μαρξισμό-λενινισμό, παρήγαγαν ένα εργατικό κίνημα ανίκανο να δράσει επί των συμφερόντων του και επομένως ανίκανο να εμπνεύσει την εργατική τάξη ως όλον να αποπειραθεί να αποτρέψει το φασισμό και τον πόλεμο μέσω μιας προλεταριακής επανάστασης.

Δεύτερο Μέρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου