Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Κράτος και κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη κριτική σκέψη

Αναδημοσίευση από τις Αναγνώσεις της "Αυγής"

Να κάψουμε τις «εκκλησίες της αριστεράς»;

του Αλέξανδρου Κιουπκιολή
 
 
Οι Michael Hardt και Antonio Negri κλείνουν τη Διακήρυξή τους (2012) για τη δημοκρατική πολιτική της εποχής μας με την έκκληση-πυροτέχνημα «να αδειάσουμε κι άλλο τις εκκλησίες της αριστεράς, να σφαλίσουμε τις πόρτες τους, και να τους βάλουμε φωτιά!».[1] Οι «εκκλησίες» στις οποίες αναφέρονται είναι τα κόμματα, οι σαφείς ιδεολογικές γραμμές, τα πολιτικά προγράμματα και οι συγκεντρωτικές ηγεσίες. Υποστηρίζουν ότι τα δημοκρατικά κινήματα της Αραβικής Άνοιξης, των Αγανακτισμένων και του Occupy στη Βόρεια Αμερική αποκήρυσσαν αυτούς ακριβώς τους δομικούς άξονες της επαναστατικής ή μεταρρυθμιστικής πολιτικής του παρελθόντος, και από εδώ ακριβώς πήγαζε η δύναμή τους. Σήμερα θα πρέπει όχι απλώς να συνεχίσουμε αλλά να βαθύνουμε αυτή τη ρήξη.

Σε μια χώρα όπου σημαντικές, αν όχι πλειοψηφικές, μερίδες της αριστεράς και των ψηφοφόρων ευρύτερα μοιάζουν να έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για άμεση αλλαγή στη συγκρότηση ενός μεγάλου δημοκρατικού αριστερού κόμματος που θα μπορέσει να αναλάβει σύντομα τα ηνία της κυβέρνησης για να ανασχέσει την κοινωνική καταστροφή, η πρόταση αυτή και η λογική της προέκταση -ότι δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί η κατάληψη της κρατικής εξουσίας- είναι πιθανόν να ακούγεται από παράδοξη ως εξωφρενική, άκρως ανεύθυνη ή και καταστροφική. Και όμως, οι Hardt και Negri έχουν δίκιο! Με κάποιες, ωστόσο, αναγκαίες διευκρινίσεις και αναθεωρήσεις, τις οποίες υπονοούν στην πραγματικότητα και οι ίδιοι στο τελευταίο αυτό μανιφέστο τους, το οποίο ευαγγελίζεται μια ισχυρή, άμεση δημοκρατία του πλήθους.
 
Στον ορίζοντα που άνοιξαν οι δημοκρατικές κινήσεις και εξεγέρσεις του 2011 παγκόσμια, η αναγέννηση της δημοκρατίας, η οποία σήμερα έχει εκφυλιστεί σε μια αυταρχική ολιγαρχία του πλούτου, θα επέλθει μέσα από τη σύσταση πλατιά συμμετοχικών θεσμών που θα ξαναδίνουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση στο σύνολο των πολιτών, στη βάση μιας πραγματικής πολιτικής ισότητας. Η εξισωτική αυτοκυβέρνηση της κοινωνίας έρχεται επί της αρχής σε αντίθεση με την ύπαρξη του κράτους ως φορέα εξαναγκαστικής εξουσίας, ο οποίος στην καθημερινή του λειτουργία έχει σχετικά αυτονομηθεί από το πλήθος των πολιτών, από τη βούληση και τη διαβούλευσή τους. Το κράτος υπ’αυτή την έννοια δεν μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ούτε ως μέσο για την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση. Αυτό ακριβώς είναι το δίδαγμα τόσο της λενινιστικής όσο και της σοσιαλδημοκρατικής αποτυχίας στην εγκαθίδρυση μιας χειραφετημένης κοινωνίας που θα διαχειρίζεται από κοινού τις υποθέσεις της, κάνοντας πράξη την ίση πολιτική ελευθερία. Πολύ απλά, συλλογική αυτοδιεύθυνση από όλους/ες για όλους/ες σημαίνει πρωτοβουλία και αυτενέργεια όλων των πολιτών. Η κρατική εξουσία ως ποιμαντική καθοδήγηση και άνωθεν εξαναγκασμός αναιρούν αυτή τη συνθήκη και εμποδίζουν εξαρχής την ανάπτυξή της, το προοδευτικό ξεδίπλωμα δηλαδή μιας πολιτικής διαδικασίας με την οποία όλα τα μέλη μιας κοινωνίας θα πάρουν μαζί τα πράγματα στα χέρια τους και θα συναποφασίζουν ενεργά για τα κοινά. Οι πολίτες που εξουσιάζονται δεν είναι αυτεξούσιοι ούτε μαθαίνουν στην πράξη πώς να γίνουν. Απεναντίας, μαθαίνουν μόνον πώς να είναι και να παραμένουν υπήκοοι, οπαδοί και πελάτες.
 
Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό ο ιστορικός αναρχισμός είχε αντιταχθεί από την αρχή στη μαρξική στρατηγική της «δικτατορίας του προλεταριάτου» που θα επιστράτευε σε πρώτο στάδιο τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Αλλά αυτή η ιστορική εναλλακτική, που προτείνει την καταστροφή αντί της κατάληψης του κράτους ως πρώτο βήμα για την κοινωνική ισοελευθερία, μοιάζει σήμερα πιο άκαιρη από ποτέ. Τα περισσότερα σύγχρονα κράτη διαθέτουν τέτοια πολεμική τεχνολογία και τέτοια δύναμη πυρός που η «καταστροφή» τους από εξεγερμένες μάζες ηχεί ως αστείο, αν όχι ως προδιαγεγραμμένο μακελειό. Επιπλέον, τα σύγχρονα κράτη έχουν υφάνει τόσο στενές και εκτεταμένες σχέσεις αλληλεξάρτησης με το σύνολο της κοινωνικής ζωής που η άμεση διάλυσή τους δεν φαίνεται απλώς αδύνατη αλλά και ανεπιθύμητη, γιατί θα συνεπαγόταν τον εκμηδενισμό θεμελιωδών προϋποθέσεων του βίου αν δεν δημιουργηθούν πρώτα εναλλακτικές υποδομές για να αντικαταστήσουν τις κρατικές. Δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο βασίζονται στην κρατική διοίκηση, τη νομοθεσία και το κράτος πρόνοιας για την καθημερινή οικονομική τους επιβίωση -μέσω των μισθών, των συντάξεων και όλων των πολύπλοκων διασυνδέσεων της αγοράς με το κράτος-, αλλά και για την υγεία, την παιδεία, τις μεταφορές και τη στέγασή τους, όπως και για μια ελάχιστη, έστω, νομοθετική προστασία από την εκμεταλλευτική ασυδοσία του αγοραίου καπιταλισμού ή από το ποινικό έγκλημα.
 
Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, στο μεγαλύτερο μέρος των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, η ολοκλήρωση της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο έχει συμπληρωθεί από την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης και υπαγωγής της κοινωνίας στο κράτος ως μηχανισμό διοίκησης, ελέγχου και κοινωνικής πρόνοιας. Η «απλή» και άμεση εξάρθρωσή του θα συνεπέφερε την απλή και άμεση εξάρθρωση του σύγχρονου κοινωνικού ιστού. Και, εξίσου σημαντικό, δεν θα κατέστρεφε ριζικά το κράτος. Γιατί αυτό δεν είναι απλώς μια εξωτερική θεσμική παρουσία, αλλά ένας τύπος σχέσεων –αντιπροσώπευσης, ανάθεσης, κάθετης ιεραρχίας και γραμμής εντολών, υποταγής- ο οποίος είναι ενσωματωμένος και βαθιά ριζωμένος στο habitus των σύγχρονων μορφών υποκειμενικότητας. Η μορφή-κράτος θα επεβίωνε της κατάλυσης του κράτους-εξωτερικού θεσμού όσο δεν θα καταλύονταν οι υποκειμενικές έξεις που παράγουν και αναπαράγουν τις αντίστοιχες κοινωνικές συνάφειες στην καθημερινότητα.
 
Το διπλό αυτό αδιέξοδο –το σύγχρονο κράτος δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως μοχλός κοινωνικής χειραφέτησης αλλά ούτε και απλώς να γκρεμισθεί από τη μια μέρα στην άλλη- υπαγόρευσε εύλογα τον σημερινό μικρο-ουτοπικό εναλλακτισμό μιας αρχόμενης νέας οικοδόμησης στις «ρωγμές» του κράτους και του καπιταλισμού.[2] Η ιδέα είναι να ξεκινήσουμε σταδιακά να διαπλάθουμε τις διαφορετικές σχέσεις, τις υποκειμενικότητες και τις υποδομές μιας αυτόνομης εξισωτικής κοινωνίας στα διάκενα που αφήνουν ανοικτά τα κατεστημένα πλέγματα εξουσίας τα οποία δεν μπορούμε άμεσα και εύκολα να διαλύσουμε, αλλά δεν θέλουμε επίσης να τα ελέγξουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε. Με την εξάπλωση, την επέκταση και τη δικτύωσή τους, οι ποικίλες νησίδες ενός άλλου κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις νέες εκείνες παραγωγικές, προνοιακές, εκπαιδευτικές κ.α. υποδομές που θα είναι ικανές να αντικαταστήσουν τις κυρίαρχες κρατικές.
 
Πράγματι, αυτή η άμεση μικρο-κοινωνική ανακατασκευή είναι από τους πιο δόκιμους τρόπους για να πειραματιστούμε με το καινούριο και να διαμορφώσουμε τους νέους ανθρώπους μιας άλλης κοινωνίας, μέσα από μια αυτομάθηση της ελευθερίας που μπορεί να λύσει το «ρουσσωικό παράδοξο» -τη δημιουργία κοινωνιών ισότητας και ελευθερίας από ανελεύθερους και υποταγμένους (ή εξουσιαστές) ανθρώπους. Παραμένει, ωστόσο, ένα απαράκαμπτο πρόβλημα: τι κάνουμε στο μεταξύ με τα υπαρκτά κράτη; Ορισμένες συναφείς σύγχρονες προσεγγίσεις προτείνουν να τους στρέψουμε τα νώτα μας, να τα αγνοήσουμε και να ασχοληθούμε με το μείζον, την κατασκευή αυτόνομων κοινωνικών σχέσεων.[3] Ωστόσο, πλείστες όσες ομάδες πολιτών, από τους αντιρρησίες συνείδησης, τους μετανάστες και τους ασχολούμενους με το κτίσιμο δομών αλληλέγγυας οικονομίας ως τη μάζα των φορολογουμένων και των χρηστών των υπηρεσιών υγείας και παιδείας, γνωρίζουν στο πετσί τους μια προφανή αλήθεια. Όσο και αν θέλουμε εμείς να αδιαφορήσουμε για το κράτος, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό θα αδιαφορήσει για εμάς και θα μας αφήσει στην ησυχία μας, ελεύθερους να οικοδομήσουμε τους εναλλακτικούς μας μικρόκοσμους, ιδίως όταν αυτοί γίνονται πραγματικά ανταγωνιστικοί και επικίνδυνοι.
 
Καταλήγουμε στο εξής τρίπτυχο (φαινομενικό) cul-de-sac: δεν μπορούμε να επιστρατεύσουμε το κράτος για την προαγωγή της κοινωνικής αυτονομίας, αλλά δεν μπορούμε επίσης ούτε να το διαλύσουμε εδώ και τώρα ούτε να το αγνοήσουμε. Διαφαίνεται, ωστόσο, μια πρακτική διέξοδος που διερευνάται ήδη με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής: η σύζευξη της ανάπτυξης αυτοδύναμων κινημάτων που προωθούν την κοινωνική αυτοοργάνωση με τη μερική και υπό όρους συνεργασία με «προοδευτικές» κυβερνήσεις, οι οποίες δεν αντιστρατεύονται τουλάχιστον, αν δεν ενισχύουν, τους κινηματικούς στόχους. Αυτή τη «λύση» εισηγούνται, στην πραγματικότητα, και οι Hardt και Negri στη Διακήρυξή τους, και την επεξεργάζονται θεωρητικά αντλώντας από τις πρόσφατες εμπειρίες τέτοιων υβριδισμών σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Βολιβία και η Βενεζουέλα.[4] Κινήματα όπως το ΜST (Kίνημα των Ακτημόνων) στη Βραζιλία προσέφεραν τη στήριξή τους σε κεντροαριστερά κόμματα και κυβερνήσεις (του Εργατικού Κόμματος του Λούλα και της Ρούσεφ, σήμερα) γιατί θεωρούν ότι παρακωλύουν λιγότερο το έργο της κοινωνικής αλλαγής στο οποίο έχουν επιδοθεί και το οποίο συνεχίζουν ανεξάρτητα, χωρίς να αφομοιώνονται και χωρίς να υποτάσσονται οργανωτικά και ιδεολογικά σε κανένα πολιτικό κόμμα ή κράτος.
 
Σε αυτού του τύπου τη «διαζευκτική σύζευξη» αυτόνομων κοινωνικών κινητοποιήσεων και κυβερνητικών/κομματικών πολιτικών, οι πρώτες δεν περιμένουν από τις κυβερνήσεις την πραγματική κοινωνική αλλαγή, την οποία θεωρούν δική τους υπόθεση, ούτε επιδιώκουν την «κατάληψη» της κρατικής εξουσίας. Το μόνο που επιζητούν είναι να εξασφαλίζουν ένα λιγότερο εχθρικό, αν όχι ευνοϊκό, πλαίσιο κρατικής πολιτικής για τις δικές τους αυτόβουλες δράσεις του κοινωνικού μετασχηματισμού. Έτσι μπορούν να αφοσιωθούν στα μακρόχρονα και κοπιώδη πειράματα της εξισωτικής χειραφέτησης που πρέπει να είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας, περιορίζοντας παράλληλα τους κινδύνους της κρατικής καταστολής, της καπιταλιστικής λαίλαπας ή της κατάρρευσης των προνοιακών υποδομών πριν τη διαμόρφωση νέων. Σε αυτή τη «θεσμικότητα του κοινού», όπως την ονομάζουν οι Hardt και Negri,[5] τα κινήματα δεν διαφυλάσσουν απλώς τη διακριτότητα και την αυτοδυναμία τους στα πλαίσια μιας εξ αποστάσεως και εργαλειακής υποστήριξης κυβερνήσεων φιλικότερων προς τα σχέδιά τους. Η συνεργασία συνδυάζεται με την άσκηση πιέσεων, με αντιστάσεις και ανταγωνισμό, όταν οι κυβερνητικές επιλογές στρέφονται εναντίον βασικών κοινωνικών αναγκών ή των στόχων της εξισωτικής αυτοθέσμισης, όταν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα επιχειρούν να αποκαταστήσουν τον παραδοσιακό εξουσιαστικό τους ρόλο ή εξυπηρετούν και πάλι συμφέροντα της ολιγαρχίας.
 
Πρόκειται για ένα πρότυπο κοινωνικής διακυβέρνησης που διέπεται από έναν πραγματικό πλουραλισμό κέντρων εξουσίας και συναπόφασης, ο οποίος επιμερίζει την κυριαρχία και αδυνατίζει την κρατική εξουσία (στην κατεύθυνση της σταδιακής εξάλειψής της). Η κινηματική αυτονομία συνυφαίνεται με μια εργαλειακή, σχεδόν κυνική συνεργασία με κόμματα και κρατικές διοικήσεις, η οποία αρνείται να αναθέσει στο κράτος τις διαδικασίες του κοινωνικού μετασχηματισμού, και διαπνέεται από σχετική δυσπιστία και κριτική εγρήγορση που γεννά αντιστάσεις και ανταγωνισμούς όταν απαιτείται. Μια τέτοια σχέση κράτους και κοινωνικής αλλαγής δεν υπόσχεται κανένα μαγικό κλειδί για την επίλυση των διλημμάτων που επισημάναμε, αλλά προσφέρει ίσως μια κάποια, πραγματιστική λύση όσο υπάρχουν ισχυρά κράτη, όσο οι κοινωνίες είναι βαθιά ενσωματωμένες σε αυτά και όσο τα κράτη επιδίδονται, όπως σήμερα, στην καταστροφή και την καθυπόταξη του συλλογικού βίου.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιουλής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ


[1] Michael Hardt και Antonio Negri (2012), Declaration, Νέα Υόρκη, σ. 107, Ελληνική μετάφραση: Michael Hardt και Antonio Negri (2012), Να πάρουμε τη σκυτάλη. Διακήρυξη, Αθήνα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα , σελ. 142
[2] Πιο γνωστός εκφραστής αυτής της θέσης σήμερα είναι μάλλον ο John Holloway με τα έργα του Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία (2006), μτφρ. Α. Χόλογουεη, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα και  Ρωγμές στον καπιταλισμό (2011), μτφρ. Α. Χόλογουεη, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα. Βλ. επίσης Richard J.F Day (2008), Το τέλος της ηγεμονίας, μτφρ.Π. Καλαμαράς, Αθήνα, Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.
[3] Βλ. χαρακτηριστικά τα παραπάνω έργα του Holloway.
[4] Βλ. Hardt και Negri, Declaration, ε.α., σσ.80-84.
[5] Βλ. Hardt και Negri, Declaration, ε.α., σσ.82.

1 σχόλιο:

  1. Παρά ταύτα, δες www.democracycrisis.com (To the Precinct Station: How theory met practice …and drove it absolutely crazy, by Thomas Frank)

    ΑπάντησηΔιαγραφή