Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

N. Moszkowska - Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις: Η θεωρία του μειούμενου ποσοστού κέρδους


Τέτοιες μέρες που είναι, ας θίξουμε ένα θέμα οικονομικής εσχατολογίας, από το -οκείο για τους τακτικούς αναγνώστες μας- μπλογκ της λέσχης αριστερών δημοκρατών Die Bestimmung des Menschen. Διόρθωσα μόνο κάποια ορθογραφικά και προσέθεσα ορισμένα σημεία στίξης - Κ.

* * *

Το παρόν κείμενο αποτελεί το τέταρτο μέρος (Η θεωρία του μειούμενου ποσοστού κέρδους) του βιβλίου της Ναταλί Μοσκόβσκα «Θεωρίες για τις οικονομικές κρίσεις» (γράφτηκε το 1935, εκδόσεις "Κριτική", 1988, σελίδες 79-94). 


ΙV. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΙΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΣΟΣΤΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ

Μια κάποια συγγένεια με τις δύο θεωρίες που πραγματευτήκαμε παρουσιάζει και η θεωρία του Henryk Grossmann. Και αυτός προσπαθεί, σ’ αντίθεση με τον Μαρξ, να αναπτύξει τόσο τις περιοδικές κρίσεις όσο και την κατάρρευση του καπιταλισμού, από τεχνικές και όχι από κοινωνικές στιγμές.
   
Ο πυρήνας της θεωρίας του [1] μπορεί να περιγραφεί περίπου ως εξής:
  
Με την τεχνική πρόοδο αυξάνεται η σύνθεση του κεφαλαίου, αυξάνεται δηλαδή το σταθερό κεφάλαιο (το τοποθετημένο σε εγκαταστάσεις, μηχανές κλπ.) σε βάρος του μεταβλητού (για μισθούς δαπανώμενου) κεφαλαίου. Επειδή το σταθερό κεφάλαιο (c) μεταβιβάζει μόνο τη δική του αξία στο προϊόν και επειδή μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο (v) παράγει την υπεραξία (m), η υπεραξία πρέπει να μειώνεται διαρκώς με την τεχνική πρόοδο. Η υπεραξία μειώνεται στην αρχή σχετικά και μετά απόλυτα. Η προϊούσα συρρίκνωση της υπεραξίας και η πτώση του ποσοστού του κέρδους (m/c+v) οδηγεί την καπιταλιστική οικονομία σιγά σιγά σε διάλυση. Οι περιοδικές κρίσεις είναι απλώς στάδια στην πορεία του καπιταλισμού προς την κατάρρευση.
  
Μειώνεται πράγματι το ποσοστό κέρδους και μάλιστα από τεχνικούς λόγους;


                                                                  1.

Ασφαλώς είναι αληθές, ότι μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο ή, αντιστοίχως, τα προσωπικά μέσα παραγωγής δημιουργούν υπεραξία, ενώ αντιθέτως, το σταθερό κεφάλαιο ή, αντιστοίχως, τα υλικά μέσα παραγωγής δεν μεταβιβάζουν στο προϊόν παρά μόνο τη δική τους αξία. Είναι επίσης αληθές, ότι με την τεχνική πρόοδο αυξάνεται η ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά εργαζόμενο, δηλαδή ότι τα υλικά μέσα παραγωγής αυξάνονται ταχύτερα από τα προσωπικά. Εντούτοις ο καλύτερος εξοπλισμός των εργατών δεν συμπιέζει το ποσοστό κέρδους, αλλά το αυξάνει ακόμη περισσότερο.
  
Υπό συνθήκες τεχνικής προόδου το ποσοστό κέρδους θα μειωνόταν, μόνο εάν αυξανόταν η σύνθεση του κεφαλαίου χωρίς ταυτόχρονα ν’ αυξάνεται και η παραγωγικότητα της εργασίας. Διότι η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας μειώνει την αξία των υλικών και προσωπικών μέσων παραγωγής, κατά συνέπεια συμπιέζει στη συνέχεια τη σύνθεση του κεφαλαίου (c/v+m) και αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας (m/v). Αμέσως όμως μετά την εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών, τον εφοδιασμό δηλαδή των εργατών με τα πιο ακριβά μέσα παραγωγής, η σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται βέβαια, μειώνεται όμως και πάλι μετά την συνεπεία της αυξανόμενης παραγωγικότητας πτώση της τιμής των μέσων παραγωγής.
  
Επειδή μετά την πτώση των τιμών των καταναλωτικών αγαθών που αγοράζονται από τους εργάτες μειώνεται και ο μισθός, αυξάνεται δηλαδή το ποσοστό υπεραξίας, δεν είναι δυνατόν να μειώνεται το ποσοστό κέρδους [2].
  
Όποια κι αν είναι η διάρθρωση της οικονομίας, τελικά χρησιμοποιούνται μόνο τέτοιες εφευρέσεις, οι οποίες τηρούν μια ορισμένη αναλογία μεταξύ της αύξησης της ποσότητας των μέσων παραγωγής ανά εργάτη και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Και στον καπιταλισμό πρέπει κάθε αύξηση της ποσότητας των μέσων παραγωγής ανά εργάτη να εξασφαλίζει μια πολύ υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
  
Σε κάθε οικονομία πρέπει κάθε μηχανή που πρόκειται να εισαχθεί να εξοικονομεί τόση εργασία, όση έχει κοστίσει αυτή η ίδια. Στην καπιταλιστική οικονομία όμως, όπου η ζωντανή εργασία διασπάται σε πληρωμένη (v) και απλήρωτη (m), όπου ο επιχειρηματίας δεν ανταποδίδει στον εργάτη με το μισθό ολόκληρη την αξία της εργασίας που αυτός προσφέρει (εννοεί προφανώς όχι την αξία της εργασίας, αλλά την αξία των προϊόντων της εργασίας που προσφέρει ο εργάτης, Σ.τ.Μ.), αλλά κρατάει ένα μέρος της (την υπεραξία ή το κέρδος), δεν αρκεί η μηχανή να εξοικονομεί τόση μόνον εργασία, όση κόστισε αυτή η ίδια. Το απλήρωτο μέρος της εργασίας που εξοικονόμησε η μηχανή δεν μετράει· γι’ αυτό κάθε μηχανή που πρόκειται να εισαχθεί πρέπει να εξοικονομεί τόση πληρωμένη εργασία, όση (πληρωμένη και απλήρωτη, Σ.τ.Μ.) εργασία έχει κοστίσει αυτή η ίδια. Αν δεν το κάνει, τότε παύει να ενδιαφέρει τον καπιταλιστή επιχειρηματία: επειδή δημιουργία ζημία, δεν χρησιμοποιείται.
  
Ο παραγωγός που στηρίζεται στη δική του εργασιακή δύναμη (δηλαδή ο μη καπιταλιστικός παραγωγός που δεν χρησιμοποιεί ξένη εργασιακή δύναμη, Σ.τ.Μ.), συγκρίνει την εργασία που απαιτείται για την κατασκευή της μηχανής με την εργασία που αυτή εξοικονομεί. Ο επιχειρηματίας που απασχολεί ξένη εργασία, συγκρίνει, αντιθέτως, την τιμή της μηχανής με την τιμή της εργασιακής δύναμης (που εξοικονομεί η μηχανή, Σ.τ.Μ.). Ο επιχειρηματίας, πρέπει να πληρώσει στον κατασκευαστή της μηχανής ολόκληρη την αξία της, στον εργάτη όμως δεν πρέπει να πληρώσει ολόκληρη την αξία της εργασίας που προσφέρει. Ως εκ τούτου στον καπιταλισμό δεν εισάγονται όλες οι μηχανές που εξοικονομούν εργασία, αλλά μόνο εκείνες που εξοικονομούν σχετικά πολλή εργασία [3].
  
Στις χρησιμοποιούμενες στον καπιταλισμό τεχνικές καινοτομίες ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας είναι λοιπόν πάντα υψηλός σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της ποσότητας των μέσων παραγωγής ανά εργάτη. Κι επειδή λοιπόν η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας μειώνει τις τιμές τόσο των υλικών, όσο και των προσωπικών μέσων παραγωγής κι επομένως μειώνει τη σύνθεση του κεφαλαίου κι αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας, είναι αδύνατον στον καπιταλισμό να μειώνεται από τεχνικούς λόγους το ποσοστό κέρδους [4].
  
Μόνον μετά από μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης της τεχνικής μπορεί το προϊόν της εργασίας να διασπαστεί σε μισθό και υπεραξία και η υπεραξία να αυξηθεί σε αντιστοιχία με την τεχνική πρόοδο. Ως εκ τούτου ένα ελάχιστο ύψος της παραγωγικότητας της εργασίας είναι προϋπόθεση της εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης και η τεχνική πρόοδος είναι προϋπόθεση του βαθμού εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση ξένης εργασιακής δύναμης είναι οιονεί συνάρτηση της τεχνικής προόδου.
  
Πρέπει λοιπόν να δεχτούμε, ότι με την τεχνική εξέλιξη αυξάνεται το ποσοστό υπεραξίας. Όσο υψηλότερο όμως είναι το ποσοστό υπεραξίας, δηλαδή το απλήρωτο μέρος της εργασίας, τόσο περισσότερη είναι η εργασία που πρέπει να εξοικονομεί μια μηχανή για να ισχύει ως αποδοτική. Ως εκ τούτου στον καπιταλισμό τίθενται όλο και υψηλότερες απαιτήσεις στις προς αξιοποίησιν εφευρέσεις. Οι μηχανές που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν πρέπει να εγγυώνται έναν διαρκώς υψηλότερο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, για να πετύχουν τη χρησιμοποίησή τους. Όσο υψηλότερος όμως είναι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας σε σύγκριση με το ρυθμό αύξησης της ποσότητας των παραγωγικών αγαθών ανά εργάτη, τόσο σχετικά χαμηλότερη είναι η σύνθεση του κεφαλαίου και υψηλότερο το ποσοστό υπεραξίας κι επομένως τόσο υψηλότερο το ποσοστό κέρδους. Συνεπώς με την ηλικία του καπιταλισμού το ποσοστό κέρδους, στο βαθμό που εξαρτάται από τεχνικές προϋποθέσεις, αναγκαστικά αυξάνεται.


                                                                                   2.

Σε περιόδους έξαρσης το ποσοστό κέρδους αυξάνεται· μειώνεται μόνο στις περιόδους κρίσης ή, αντιστοίχως, ύφεσης. Εδώ όμως το μειούμενο ποσοστό κέρδους δεν είναι συνέπεια της αυξανόμενης σύνθεσης του κεφαλαίου αλλά της οφειλόμενης στη δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης κάμψης των πωλήσεων.
  
Αν με αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται το ποσοστό υπεραξίας τόσο μόνον, όσο χρειάζεται για να μη μειωθεί το ποσοστό κέρδους, αν δηλαδή ο μισθός μειώνεται τόσο μόνον, όσο χρειάζεται για ν’ αντισταθμιστούν οι απώλειες που προκύπτουν για τα κέρδη από την αυξανόμενη σύνθεση του κεφαλαίου, τότε δεν υπάρχει λόγος να συρρικνωθεί η κοινωνική αγοραστική δύναμη, δεν υπάρχει λόγος να εμφανιστεί μια δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Η εντός αυτών των ορίων μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και αύξηση του ποσοστού υπεραξίας δεν μειώνουν τη ζήτηση για εμπορεύματα, αλλά μεταβάλλουν την κατεύθυνσή της. Διότι,στο βαθμό που μειώνεται η ζήτηση των εργατών για καταναλωτικά αγαθά, αυξάνεται και η ζήτηση των επιχειρηματιών για παραγωγικά αγαθά.
  
Επειδή κατά την εισαγωγή τεχνικών καινοτομιών στον καπιταλισμό ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της ποσότητας των παραγωγικών αγαθών είναι πάντα υψηλός και αυξανόμενος και επειδή όσο υψηλότερος είναι ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας τόσο λιγότερο αυξάνεται η σύνθεση του κεφαλαίου, για τη διατήρηση του δεδομένου ποσοστού κέρδους απαιτείται μια σχετικά χαμηλή και κατά την πορεία της καπιταλιστικής εξέλιξης φθίνουσα [5] αύξηση του ποσοστού υπεραξίας. Ο υψηλός και αυξανόμενος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας καθιστά ωστόσο δυνατή μια σημαντική και αυξανόμενη αύξηση του ποσοστού υπεραξίας. Με άλλα λόγια: Το ποσοστό κέρδους θέτει όλο και πιο περιορισμένες απαιτήσεις στην αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, η παραγωγικότητα της εργασίας καθιστά όμως σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας δυνατή [6]. Η διαφορά μεταξύ της για τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους αναγκαίας και της τεχνικά δυνατής αύξησης του ποσοστού υπεραξίας αυξάνεται με την ηλικία του καπιταλισμού όλο και περισσότερο.
  
Η ταχέως αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας επιτρέπει στον ύστερο καπιταλισμό μιαν αύξηση του ποσοστού υπεραξίας πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή που είναι αναγκαία για τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους. Μια σημαντική αύξηση του ποσοστού υπεραξίας πέραν της για τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους αναγκαίας αύξησης διαταράσσει όμως την αναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, ματαιώνει την πραγματοποίηση των ενσωματωμένων στα εμπορεύματα κερδών. (Επιπρόσθετα κέρδη χρησιμοποιούνται, ως γνωστόν, κυρίως για συσσώρευση.)
  
Αν το ποσοστό υπεραξίας αυξάνεται πολύ περισσότερο απ’ όσο απαιτείται για τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους, τότε το ποσοστό κέρδους αυξάνεται μεν δυνητικά, όχι όμως πραγματικά. Η αναπόφευκτη προϋπόθεση της πραγματοποίησης του κέρδους -η αρμονία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης- δεν πληρούται· τα εμπορεύματα στα οποία είναι ενσωματωμένο το κέρδος, μένουν απούλητα.
  
Η ίδια η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία, μειώνοντας τις τιμές των υλικών και προσωπικών μέσων παραγωγής, θα εμπόδιζε δυνητικά, δηλαδή στην περίπτωση που υπήρχε αρκετή ζήτηση, μια κατά την πρόοδο της τεχνικής μείωση του ποσοστού κέρδους και θα προκαλούσε αύξησή του, πιέζει στην πραγματικότητα, μειώνοντας την αξία της εργασιακής δύναμης, περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη των μαζών και προκαλώντας έτσι περιοδικά κάμψη των πωλήσεων, το ποσοστό κέρδους προς τα κάτω.
  
Η αυξανόμενη σύνθεση του κεφαλαίου, ο εξοπλισμός των εργατών με ακριβότερα μέσα παραγωγής, αυξάνει τη δεκτικότητα της αγοράς επειδή ακριβώς διευρύνει τη ζήτηση μέσων παραγωγής. Η στη συνέχεια αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, η πτώση των τιμών των μέσων διαβίωσης που μειώνει την αξία της εργασιακής δύναμης  -περισσότερο απ’ ό, τι ίσως είναι αναγκαίο για τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους- περιορίζει τη δεκτικότητα της αγοράς, επειδή ακριβώς μειώνει τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Η αυξανόμενη σύνθεση του κεφαλαίου συμπιέζει μεν το ύψος των δυνητικών κερδών, αυξάνει όμως της δυνατότητα πραγματοποίησής τους. Η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει μεν το ύψος των δυνητικών κερδών, περιορίζει όμως τη δυνατότητα πραγματοποίησής τους.

  
                                                                                      3.

Όσο υψηλότερη είναι -ceteris paribus- η σύνθεση του κεφαλαίου (c/v+m), τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους. Το γεγονός όμως, ότι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και ιδιαιτέρως σ’ αυτές του ύστερου καπιταλισμού, η σύνθεση του κεφαλαίου έχει φτάσει σ’ ένα σημαντικό ύψος, οφείλεται όχι μόνο σε τεχνικούς, αλλά και σε κοινωνικούς παράγοντες. Διότι οι υψηλές επενδύσεις ανά εργάτη (εννοεί προφανώς το άθροισμα όλων των μέχρι τώρα επενδύσεων, δηλαδή το σταθερό κεφάλαιο, ανά εργάτη, Σ.τ.Μ.) δεν προκαλούνται μόνον από την τεχνική πρόοδο, αλλά, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, από την υπερπαραγωγή, την υπερπλήρωση των αγορών.
  
Επειδή με την τεχνική πρόοδο δεν αυξάνεται μόνον η ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά εργάτη, αλλά και η παραγωγικότητα της εργασίας, αυξάνεται η αξία των μέσων παραγωγής με σημαντικά βραδύτερο ρυθμό απ’ ό, τι η ποσότητα τους - αυτό όμως μόνον υπό ομαλές συνθήκες στην αγορά. Διότι, μόνον όταν υπάρχει ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης (εννοεί εδώ το άθροισμα αυτού που συνήθως ονομάζεται κατανάλωση και της «αναπαραγωγικής κατανάλωσης», δηλαδή των επενδύσεων, Σ.τ.Μ.),η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας μειώνει την υπό διαφορετικές συνθήκες αυξανόμενη σύνθεση του κεφαλαίου.
  
Θα πρέπει ωστόσο να είναι προφανές: Η σύγχρονη τεχνική προϋποθέτει μεγάλα εργοστάσια με μαζική παραγωγή κι αυτά από την πλευρά τους προϋποθέτουν την ύπαρξη υψηλής αγοραστικής δύναμης των μαζών. Αν λείπει η αναγκαία αγοραστική δύναμη, τότε το εργοστάσιο δεν είναι δυνατόν ούτε να διευρυνθεί όπως πρέπει (ως το άριστο μέγεθός του) ούτε να εκμεταλλευτεί πλήρως το δυναμικό του παραγωγής. Και για τους δύο λόγους, τη διατήρηση των εργοστασίων σε σχετικά μικρό μέγεθος αφενός και την υπερβολικά χαμηλή εκμετάλλευση του παραγωγικού τους δυναμικού αφετέρου, το κόστος παραγωγής παραμένει παρά την τεχνική πρόοδο υψηλό.
  
Αν με την τεχνική πρόοδο οι καπιταλιστές δεν εκμεταλλεύονται πλήρως την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά αντιθέτως την περιορίζουν, τότε η ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά εργάτη αυξάνεται χωρίς να μειώνονται αντιστοίχως οι τιμές των καταναλωτικών αλλά ούτε και των παραγωγικών αγαθών. Στην περίπτωση αυτή οι επενδύσεις ανά εργάτη (εννοεί προφανώς το άθροισμα όλων των μέχρι τώρα επενδύσεων, δηλαδή το σταθερό κεφάλαιο, ανά εργάτη, Σ.τ.Μ. [μόλις αναφέρθηκε παραπάνω, K.]), δηλαδή η σύνθεση του κεφαλαίου, αυξάνεται περισσότερο απ’ ό, τι είναι τεχνικά δικαιολογημένο.
  
Ακόμη δραστικότερα απ’ ό, τι στην παραγωγή πιέζεται προς τα κάτω η παραγωγικότητα της εργασίας στην σφαίρα της κυκλοφορίας:
  
Με αυξανόμενη τη δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, το κόστος διασφάλισης των πωλήσεων γίνεται όλο και υψηλότερο. Η αυξανόμενη σχετική έλλειψη ζήτησης εξαναγκάζει τους καπιταλιστές να εκτελούν πολλές μη παραγωγικές δαπάνες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τον τρομακτικούς πόρους καταβροχθίζοντα  μηχανισμό άγρας πελατών και προτροπής σε αγορά (διαφήμιση, αγγελίες, περιοδεύοντες αντιπρόσωποι κλπ.) Όσο η αγοραστική δύναμη υπολείπεται της παραγωγικής δύναμης, τόσο δυσκολότερη γίνεται η ανεύρεση καταναλωτών, τόσο περισσότερο μόχθο απαιτεί η διάθεση των αγαθών [8].
  
Όταν η κοινωνική κατανάλωση διατηρείται σε χαμηλό επίπεδο, η αυξανόμενη παραγωγικότητα στην παραγωγή προκαλεί αυτόματα φθίνουσα παραγωγικότητα στην κυκλοφορία. Η πρόοδος της τεχνικής αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας, οι αυξανόμενες δυσχέρειες διάθεσης των προϊόντων την πιέζουν προς τα κάτω. Η εργασία που εξοικονομείται στη σφαίρα της παραγωγής, σπαταλάται στη σφαίρα της κυκλοφορίας [9].
  
Αυτό θα μπορούσε επίσης να εκφραστεί ως εξής: Αν το δυναμικό παραγωγής κρατιέται σε χαμηλά επίπεδα και δεν αξιοποιείται πλήρως, τότε αυξάνεται το κόστος παραγωγής. Αν, αντιθέτως, το δυναμικό παραγωγής κρατιέται σε υψηλά επίπεδα και αξιοποιείται πλήρως, τότε αυξάνεται το κόστος κυκλοφορίας. Και τα δυο συνεπάγονται ακρίβεια, υψηλές τιμές για παραγωγικά και καταναλωτικά αγαθά, αυξάνουν λοιπόν τη σύνθεση του κεφαλαίου και συμπιέζουν το ποσοστό υπεραξίας.
  
Όπως ήδη τονίσαμε, στον καπιταλισμό δεν εισάγονται βέβαια όλες οι τεχνικές εφευρέσεις. Μόνο τέτοιες εφευρέσεις καταφέρνουν να εισαχθούν, οι οποίες εξασφαλίζουν μια αναλογία μεταξύ του ρυθμού αύξησης της ποσότητας των μέσων παραγωγής ανά εργάτη και του αντίστοιχου ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό εξασφαλίζει υπό ομαλές συνθήκες στην αγορά (όταν υπάρχει ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης) τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους. Αν όμως υπό συνθήκες ανεπαρκούς ζήτησης η ήδη επιτευχθείσα παραγωγικότητα της εργασίας μειωθεί, τότε η παραπάνω αναλογία μεταξύ τής αύξησης της ποσότητας των μέσων παραγωγής και αυτής της παραγωγικότητας της εργασίας, καταστρέφεται. Υπό αυτές τις συνθήκες το ποσοστό κέρδους μπορεί να μειωθεί.
  
Η παραγωγικότητα της εργασίας στον ύστερο καπιταλισμό είναι πολύ χαμηλότερη απ’ αυτήν που θα αντιστοιχούσε στο εκάστοτε επίπεδο της τεχνικής. Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν ανταποκρίνεται στην εκάστοτε ποσότητα των μέσων παραγωγής. Η τελειοποίηση των μέσων παραγωγής αυξάνει τη σύνθεση του κεφαλαίου, η υστερούσα παραγωγικότητα της εργασίας δεν τη μειώνει σε ικανοποιητικό βαθμό. Όχι η τεχνική,αλλά το οικονομικό σύστημα είναι η αιτία της υψηλής σύνθεσης του κεφαλαίου.
  
Όσο μεγαλύτερη είναι η διάσταση μεταξύ παραγωγικής και καταναλωτικής δύναμης, τόσο περισσότερο διαφέρει η τεχνικά δυνατή από την πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας. Στον καπιταλισμό όμως σε κάθε πρόοδο της τεχνικής η αύξηση της καταναλωτικής υπολείπεται σημαντικά της αντίστοιχης αύξησης της παραγωγικής δύναμης. Οι για κάθε πρόοδο της τεχνικής προκύπτουσες διαφορές μεταξύ της αύξησης της παραγωγικής και της αύξησης της καταναλωτικής δύναμης αθροίζονται. Η διάσταση μεταξύ των δύο μεγεθών, τα οποία σε μια εύρυθμη οικονομία θα έπρεπε να είναι εναρμονισμένα, αυξάνεται διαρκώς. Και με αυτή τη διάσταση διευρύνεται και εκείνη μεταξύ της τεχνικά δυνατής και της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας. Με την ηλικία του καπιταλισμού τα δύο μέρη διίστανται όλο και περισσότερο. Κι αυτό προκαλεί τη διατήρηση του κόστους παραγωγής και κυκλοφορίας κι επομένως και της σύνθεσης του κεφαλαίου σε υψηλά επίπεδα [10].
  
Σε κάθε οικονομία όλα τα μεγέθη πρέπει να είναι εναρμονισμένα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την αμοιβαία σχέση μεταξύ των παραγωγικών κλάδων ή των σφαιρών παραγωγής, αλλά και για τη σχέση της παραγωγής προς την κατανάλωση (ή, αντιστοίχως, του ποσοστού κέρδους προς το ποσοστό υπεραξίας). Κατά συνέπεια σ’ ένα υψηλό επίπεδο τεχνικής θα έπρεπε να αντιστοιχεί ένας μικρός χρόνος εργασίας και ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο των μαζών. Αν δεν λάβει χώρα αυτή η προσαρμογή του εργάσιμου χρόνου και του βιοτικού επιπέδου των μαζών στο επίπεδο της τεχνικής (αν το ποσοστό υπεραξίας αυξάνεται περισσότερο απ’ ό, τι είναι αναγκαίο για τη διατήρηση του ποσοστού κέρδους), τότε η παραγωγικότητα της  εργασίας πρέπει αναγκαστικά να μειωθεί.
  
Η παραγωγικότητα της εργασίας στον ύστερο καπιταλισμό δεν είναι λόγω κάποιας φυσικής αναγκαιότητας χαμηλή. Η παρά το υψηλό επίπεδο της τεχνικής χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας είναι συνέπεια της διάστασης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, δηλαδή της συρρίκνωσης της οικονομίας στην εποχή της παρακμής του καπιταλισμού, μ’ άλλα λόγια, ένα φαινόμενο παρακμής.
  
Αναφέραμε παραπάνω: Όσο υψηλότερη είναι η σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο χαμηλότερο -ceteris paribus- είναι το ποσοστό κέρδους. Αυτό μπορεί να εκφραστεί ως εξής: Όσο χαμηλότερη είναι για δεδομένο επίπεδο τεχνικής (της ποσότητας των μέσων παραγωγής ανά εργάτη), δηλαδή όσο περισσότερο περιορίζεται, η παραγωγικότητα της εργασίας, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους.


                                                                                         4.

Το ποσοστό κέρδους καθορίζεται όχι μόνον από τη σύνθεση του κεφαλαίου, αλλά και από το ποσοστό υπεραξίας (m/v). Αν όλες οι υπόλοιπες συνθήκες παραμένουν αμετάβλητες, τότε, όσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας, τόσο χαμηλότερο είναι και το ποσοστό κέρδους. Το ποσοστό υπεραξίας είναι όμως πολύ υψηλότερο απ’ ό, τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
  
Για τον ίδιο λόγο, για τον οποίο η σύνθεση του κεφαλαίου εμφανίζεται υψηλότερη απ’ ό, τι πράγματι είναι, εμφανίζεται και το ποσοστό υπεραξίας χαμηλότερο απ’ ό, τι είναι. Το γεγονός ότι η υπάρχουσα εκμετάλλευση δεν εμφανίζεται στην έκταση, στην οποία πραγματικά ασκείται, είναι κι αυτό απόρροια της υπερσυσσώρευσης.
  
Για να υπολογίσουμε το ορθό ποσοστό υπεραξίας, πρέπει να προσθέσουμε στην πραγματοποιούμενη υπεραξία και τις ακόλουθες αξίες:
  1. τις παραγόμενες και -λόγω ανεπάρκειας των πωλήσεων- μη πραγματοποιούμενες αξίες·
  2. τις αξίες, η  παραγωγή των οποίων δεν λαμβάνει χώρα λόγω ανεπάρκειας των πωλήσεων, καίτοι υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την παραγωγή τους·
  3. Τα πολλών και διαφόρων ειδών -στην ανεπάρκεια πωλήσεων οφειλόμενα- κόστη παραγωγής και κυκλοφορίας.
  
Όλες αυτές οι μαζικά κατασπαταλούμενες αξίες ανήκουν κατ’ ουσίαν στην υπεραξία, αφού λόγω της επιδίωξης κέρδους τις στερούν από τους εργάτες.
  
Για να μπορέσουμε να συλλάβουμε το ύψος του ποσοστού υπεραξίας ή του βαθμού εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό, πρέπει λοιπόν να αντιπαραβάλουμε τον μισθό όχι με την πραγματική, δηλαδή την ήδη συμπιεσμένη, παραγωγικότητα της εργασίας, όπως γίνεται συνήθως, αλλά με την τεχνικά δυνατή παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία με τον χρόνο αποκλίνει όλο και περισσότερο από την πραγματική.
  
Σε περίοδο παρακμής του καπιταλισμού, λοιπόν, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι πολύ χαμηλότερη και το ποσοστό υπεραξίας πολύ υψηλότερο και επομένως το ποσοστό κέρδους σημαντικά μεγαλύτερο απ’ ό, τι φαίνονται [11].
  
Τίποτα ευκολότερο από το να εκλάβει κανείς κατά τη θεώρηση της δυναμικής του παρακμάζοντος καπιταλισμού το επιφαινόμενο ως πραγματικότητα. Τα φαινόμενα στην επιφάνεια της πραγματικότητας είναι απατηλά.
  
Επειδή, όπως αποδείξαμε, η τεχνική πρόοδος δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει πτώση του ποσοστού κέρδους, η άποψη του Henryk Grossmann, σύμφωνα με την οποία η πτώση του ποσοστού κέρδους οδηγεί την καπιταλιστική οικονομία σε διάλυση (προκαλεί αρχικά περιοδικές κρίσεις και στη συνέχεια πλήρη κατάρρευση), καταρρέει.

------------------------------------------------------------
Σημειώσεις
1. Henryk Grossmann, Das Akkumulations - und Zusammenbruchsgesetz des kapitalistischen Systems. (Zugleich eine Krisentheorie), Leipzig 1929.

2. «Mε την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας συμβαδίζει χέρι χέρι... το φτήναιμα [sic] του εργάτη, δηλαδή ένα αυξανόμενο ποσοστό υπεραξίας, ακόμη και στην περίπτωση που ο πραγματικός μισθός αυξάνεται. Ο πραγματικός μισθός δεν αυξάνεται ποτέ στην ίδια αναλογία με την παραγωγικότητα της εργασίας.» «Με την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας (αυξάνεται) όχι μόνον ο όγκος των μέσων παραγωγής που αναλώνονται από αυτήν, αλλά (μειώνεται) και η αξία τους σε σύγκριση με τον όγκο τους. Η αξία τους αυξάνεται λοιπόν απόλυτα, όχι όμως στην ίδια αναλογία με την αύξηση του όγκου τους. Ως εκ τούτου, η αύξηση της διαφοράς μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου είναι πολύ μικρότερη από την αύξηση της διαφοράς μεταξύ της ποσότητας των μέσων παραγωγής, στα οποία μετατρέπεται το σταθερό κεφάλαιο, και της ποσότητας της εργασιακής δύναμης, στην οποία μετατρέπεται το μεταβλητό κεφάλαιο.» «Το ίδιο λοιπόν σε αξία μεταβλητό κεφάλαιο θέτει σε κίνηση περισσότερη εργασιακή δύναμη, επομένως περισσότερη εργασία. Το ίδιο σε αξία σταθερό κεφάλαιο παρουσιάζεται σε περισσότερα μέσα παραγωγής, δηλαδή σε περισσότερα μέσα εργασίας, υλικά εργασίας και βοηθητικές ύλες.» (Marx, Kapital, Bd. I, S. 568, 587, 569.)

3. «Αν δούμε τη χρήση μηχανών αποκλειστικά και μόνον ως μέσο μείωσης της τιμής του προϊόντος, το όριό της ορίζεται εκεί όπου η εργασία, η οποία απαιτείται για την παραγωγή τους, είναι λιγότερη απ’ αυτήν που αντικαθιστά η χρήση τους. Για το κεφάλαιο όμως, το όριο αυτό εκφράζεται πιο στενά. Αφού το κεφάλαιο δεν πληρώνει τη χρησιμοποιούμενη εργασία, αλλά την αξία της χρησιμοποιούμενης εργασιακής δύναμης, η χρήση των μηχανών καθορίζεται για αυτό από τη διαφορά μεταξύ της αξίας της μηχανής και της αξίας της εργασιακής δύναμης που αντικαθίσταται απ’ αυτήν.» (Marx, Kapital, Bd. I, S. 356.)

4. Στην οριακή περίπτωση, που ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας είναι μικρός σε σχέση με αυτόν της αύξησης των μέσων παραγωγής ανά εργάτη, η εισαχθείσα μηχανή αντικαθιστά παρ’ όλα αυτά τόση πληρωμένη εργασία, όση κοστίζει αυτή η ίδια. Στην περίπτωση αυτή δεν αυξάνεται βέβαια το ποσοστό κέρδους,αλλά ούτε και μειώνεται - Δες τη μαθηματική θεμελίωση των όσων αναπτύχθηκαν εδώ στο βιβλίο μου Das Marxsche System, a.a. O., S. 71-119, ιδιαιτέρως S. 77 και εξής.

5. Ή, αντιστοίχως, αμετάβλητη.

6. Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπάρχουν και πολλές τεχνικές καινοτομίες, στις οποίες η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται περισσότερο από την ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά εργάτη, στις οποίες δηλαδή η σύνθεση του κεφαλαίου μειώνεται και κατά συνέπεια το ποσοστό υπεραξίας δύναται να μειωθεί χωρίς να μειώσει το ποσοστό κέρδους. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι σε πολλές τεχνικές καινοτομίες, όπως καταμερισμός της εργασίας, τελειοποίηση της οργάνωσης της επιχείρησης, πρωτοτυποποίηση και τυποποίηση της παραγωγής κλπ., αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας χωρίς να αυξάνεται η ποσότητα των μέσων παραγωγής ανά εργάτη· και εδώ η σύνθεση του κεφαλαίου μειώνεται (αν λάβουμε υπόψη μας την παραγωγή στο σύνολό της).

7. «Όπως στα παλιά χρόνια των πουριτανικών εκκλησιών ο παθιασμένος ανταγωνισμός των διαφόρων αιρέσεων στη μάχη για τις ψυχές των πιστών έδινε κατεύθυνση και ρυθμό στη ζωή, έτσι και σήμερα, κατά μία έννοια, η μάχη για τον τελικό καταναλωτή.» (M. J. Bonn, Prosperity, Berlin 1930, S. 46.)

8. «Σύμφωνα με πλήθος μαρτυριών η πώληση είναι η κύρια δυσκολία της σύγχρονης οικονομίας, και η ταχύτατη αύξηση του κόστους των πωλήσεων το επιβεβαιώνει. Αυτή η παθητική πίεση των καταναλωτών στους παραγωγούς αμβλύνεται πού και πού μόνο από τη σπατάλη του πολέμου ή από μια ανάκαμψη, κατά την οποία η ζήτηση τονώνεται για ένα διάστημα από ψευδαισθήσεις.» (W. C. Mitchell, Der Konjunkturzyklus, Leipzig 1931, S. 158.)

9. Οι καπιταλιστές επιχειρηματίες επινόησαν δύο δαπανηρά εργαλεία, τα οποία εξυπηρετούν διαμετρικά αντίθετους στόχους: Ως εργοδότες ένα εργαλείο συμπίεσης των μισθών, άρα περιορισμού της αγοραστικής δύναμης, ως παραγωγοί ένα εργαλείο άγρας πελατών, δηλαδή "δημιουργίας" αγοραστικής δύναμης. Τις ζημίες που προκαλεί το ένα, πρέπει να τις αντισταθμίζει το άλλο. Και τα δύο αυτά εκλεπτυσμένα εργαλεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά σπατάλη αξιών.

10. Η αύξηση των τιμών των μέσων παραγωγής από την οργανωμένη σε καρτέλ βαριά βιομηχανία συμβάλλει επίσης όχι λίγο στην αύξηση της σύνθεσης του κεφαλαίου. Και αυτή η αύξηση δεν οφείλεται στην τεχνική.

11. Δες ένα πίνακα για το ποσοστό υπεραξίας στην αμερικανική βιομηχανία στο E. Varga, Die grosse Krise, Moskau-Leningrad, 1943, S. 220.

5 σχόλια:

  1. @Weltschemrz K.

    ''από το οικείο* για τους τακτικούς αναγνώστες μας- μπλογκ της λέσχης αριστερών δημοκρατών''

    *Παραθέτω το απόσπασμα αυτό του κειμένου, αφού διόρθωσα ένα ορθογραφικό.

    Από μια άλλη ανάρτησή μας

    http://bestimmung.blogspot.gr/2013/02/blog-post_20.html

    ''Σε περιόδους κρίσεων, αστάθειας και γενικευμένου φόβου, τελικά η ωμότητα και η τρομοκρατία κατασκευάζουν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τη συναίνεση και την υποταγή, ενώ τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης υλοποιούνται έμπρακτα μόνο σε χαρτοπαιχτικές, σοσιαλδημοκρατικές λέσχες πολιτικού προβληματισμού''

    Η οικειότητα είναι δυναμική διαδικασία (θυμίζω)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @Weltschmerz K.



      Eιδικά η οικειότητα μας με μέλη του σοσιαλδημοκρατικού ''συνταγματικού-δημοκρατικού'' άξονα. Τέτοια οικειότητα είναι για εμάς πολιτικά αδύνατη. Σε προσωπικό επίπεδο, υπάρχουν μόνο κάποιες αμυδρές πιθανότητες.

      Γενικά ισχύουν αυτά http://bestimmung.blogspot.gr/p/blog-page_4693.html

      όποιος έχει διαφορετικά αξιώματα, το πιο πιθανό είναι στο ιστορικό προτσές να αποβεί εχθρός μας, αν δεν είναι ήδη. Γιατί στο επίπεδο των αξιωμάτων δεν υπάρχει δημοκρατία ούτε διάλογος-κάποιος επιβάλλεται τελικά. Προς το παρόν, επιβάλλεται μια αξιωματική που συνέχει τους πιστούς στην αστική εσχατολογία.

      Ποιά είναι αυτή: πως όλα έχουν, ουσιαστικά, τελειώσει. Σε αυτή την εσχατολογία μέλη του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος (ολόκληρος, και δεν εξαιρώ κανέναν κομπάρσο) δείχνουν την πιο τυφλή πίστη. Όποια άτομα εγκαταλείψουν αυτή τη τυφλή πίστη, θα είναι πράγματι ''οικείοι'' μας. Με διάφορα μεμονωμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένου του weltschmerz K. έχουμε τυπική σχέση, επειδή δεν έχουμε εχθρική σχέση.

      Διαγραφή
  2. Ονειρμέ,

    Αλλόκοτα μίλησες, και σκοτεινά.

    Ίσως η τύχη να τα έφερε έτσι ώστε, στην εξέλιξη του ιστορικού προτσές, να έχουμε διαφορετικά αξιώματα. Εγώ για παράδειγμα, εκκινώ από το εξής: "από το γκαθένα σύφωνα με τας ανάγκας του, στο γκαθένα σύφωνα με τις δυνατότητες του". Να τα πάρουμε από τους ανάπηρους και τους νέγρους και να τα δώσουμε στους Ισραηλίτες: σ' αυτό πιστεύω.

    Αντιλαμβάνεσαι φυσικά ότι δε μιλώ σοβαρά, αλλά κατά τη γνώμη μου αντίστοιχης ελαφρότητας είναι και η οπτική των επισημάνσεων σου: τη γνωστή, μελοδραματική, ηρωική και χιλιοτραγουδισμένη εκδοχή του γενικευμένου ("ταξικού") πολέμου, δεν μπορώ να την πάρω στα σοβαρά. Δεν αμφιβάλλω για το ότι πιστεύεις εσύ και οι υπόλοιποι τα όσα γράφεις/ετε, γι αυτό και θα θέσω δύο μόνο μικρά ερωτήματα:

    1.Γράφεις: "Προς το παρόν, επιβάλλεται μια αξιωματική που συνέχει τους πιστούς στην αστική εσχατολογία... Ποιά είναι αυτή: πως όλα έχουν, ουσιαστικά, τελειώσει. Σε αυτή την εσχατολογία μέλη του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος (ολόκληρος, και δεν εξαιρώ κανέναν κομπάρσο) δείχνουν την πιο τυφλή πίστη". Από ποιόν επιβάλλεται; Και ποιοί είναι οι κομπάρσοι (να τους έχω υπόψη μου);

    2. Από την Ιστολογική Αξιωματική: "Όταν οι εκμεταλλευόμενοι οργανώσουν τις δυνάμεις τους, μπορούν να σπάσουν τις αλυσίδες τους, και να χτίσουν μια κοινωνία στην οποία θα αξίζει να ζει κανείς". Ερώτηση: στη σημερινή, αστική κοινωνία δεν αξίζει να ζει "κανείς"*;

    * Φαντάζομαι αναφέρεσαι στους καταφρονεμένους όπου γης, αλλά το ερώτημα παραμένει.

    Εν κατακλείδι, κάτι ακόμη: το "Λέσχη αριστερών δημοκρατών" δεν προοριζόταν να είναι υποτιμητικό, κάθε άλλο, φιλοδοξούσε να είναι ένα κομπλιμάν συνοδευόμενο από χιούμορ. Εάν ενόχλησε, αυτό συνέβη είτε επειδή δε σηκώνεις/ετε πολλά αστεία, είτε επειδή θεωρείς εκ των πραγμάτων προσβλητικό ή στερούμενο νοήματος τον χαρακτηρισμό (πράγμα που μάλλον ισχύει). Σε ό, τι αφορά το ιστολόγιο του Weltschmerz K. και τους πολυάριθμους τακτικούς αναγνώστες του, μπορώ να σας πω ότι θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τα κείμενα σας ως χρήσιμες και ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις (δηλ. θα συνεχίσουν να αναδημοσιεύονται αυθαίρετα) και το ίδιο το ιστολόγιο σας ως οικείο, φιλικό, εάν όχι και συντροφικό.

    (γιατί έχετε τα αξιώματα σας, κι αυτό τα δικά του)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. @weltschmerz K. Mπορείς να αναδημοσιεύεις και να γράφεις ό,τι θες. Επίτρεψέ μου να διακρίνω τους χαρακτηρισμούς που θεωρώ ότι καλλιεργούν οικειότητα από εκείνους που με αποξενώνουν. Άλλωστε το έχεις ομολογήσει σε προηγούμενη ανάρτηση πως δεν πρόκειται για απλό humour (τότε ήταν το ''δημοκρατικό σοσιαλιστικό ιστολόγιο'')-αφού προκαλείς για να μετρήσεις αντιδράσεις. Τη προηγούμενη φορά η αδιαφορία μου σου προκάλεσε μια μικρή απογοήτευση. Τώρα σου δίνω μια αντίδραση για να τη μετρήσεις-παρακαλώ, όπως έλεγε συχνά κάποιος, να την πάρεις ''στην ονομαστική της αξία''.

      Διαγραφή
  3. ''2. Από την Ιστολογική Αξιωματική: "Όταν οι εκμεταλλευόμενοι οργανώσουν τις δυνάμεις τους, μπορούν να σπάσουν τις αλυσίδες τους, και να χτίσουν μια κοινωνία στην οποία θα αξίζει να ζει κανείς". Ερώτηση: στη σημερινή, αστική κοινωνία δεν αξίζει να ζει "κανείς"*'';

    Aπάντηση: όχι, με βάση την αξιωματική. Για αυτό ακριβώς λέγεται αξιωματική (το ερώτημά σου δεν έχει νόημα).

    ΑπάντησηΔιαγραφή