Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, μια ερμηνεία

Φαινομενολογία του πνεύματος


Sinnliche Gewißheit (1):
            
            
                        Εν αρχή εστί το Πνεύμα

§1: Μια ερμηνευτική εισχώρηση στους «μυστικούς» θησαυρούς της Φαινομενολογίας του πνεύματος τίθεται πάντοτε ως φιλοσοφικό Postulat και ποτέ ως κάτι το δεδομένο ή αποπερατωμένο διαμιάς, καθώς καμιά ερμηνεία δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει οριστικά το εν λόγω έργο. Και η επιχειρούμενη εδώ, σε συνέχειες, ερμηνεία κινείται σε έναν παρόμοιο ορίζοντα, με κύρια έγνοια: να "ξεκλειδώσει" το εγελιανό κείμενο με μια κατά το δυνατόν σύμμετρη προς το πνεύμα του έργου κατανόηση. Το αντικείμενο της συζήτησής μας, κατ’ αρχάς, είναι το πρώτο κεφάλαιο του έργου με τίτλο: Αισθητήρια  Βεβαιότητα (sinnliche Gewißheit). Τι κατανοεί ο Χέγκελ υπ’ αυτή τη βεβαιότητα; Γενικώς την κατ’ αίσθηση Γνώση (sinnliches Wissen) σε διαλεκτική αντίθεση προς την απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen), με την οποία ολοκληρώνει το έργο. Αυτή η γλωσσική διατύπωση του Χέγκελ συγκροτεί ένα ρητό νοηματικό όλο μέσα στο γενικό σημασιακό όλο που υποδηλώνει ο τίτλος: Φαινομενολογία του πνεύματος. Το συγκεκριμένο τούτο σημασιακό όλο του τίτλου ο μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος το καθιστά αντικείμενο της έρευνάς του και το ονομάζει: το εμφανιζόμενο πνεύμα (der erscheinende Geist), δηλαδή το πνεύμα, έτσι όπως φαίνεται/εμφανίζεται, πριν την εννοιακή/κατανοητική του σύλληψη, στη διάρκεια της ανθρώπινης εμπειρίας.

§2: Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μια φαινομενολογική έρευνα, η οποία, όσο κι αν μοιάζει ως ένα κάποιο φαινόμενο ιστορικής έρευνας, απέχει πόρρω από το να είναι απλώς μια συμβατική ιστορική περιδιάβαση των πνευματικών επιτευγμάτων του εμπειρικού μας κόσμου, με τη μορφή αλληλοδιάδοχων –απλώς κατά χρονική προτεραιότητα– σχημάτων λόγου ή σκέψης, που εκφράζουν μια συμπτωματική ταυτότητα των εμπειρικών μας πεποιθήσεων με την ύπαρξη μια υπερ-εμπειρικής πνευματικής διάστασης ή πραγματικότητας. Ολόκληρο το οικοδόμημα αυτού του αριστουργήματος, που λέγεται Φαινομενολογία του πνεύματος, έχει ως ενεργοποιό ουσία του την έννοια του πνεύματος και θεμελιωδώς μόνο αυτή. Γι’ αυτό κάθε διολίσθηση σε παραφθαρμένες υποκαταστάσεις αυτής της έννοιας με την έννοια του νου, οδηγεί απευθείας σε μια κατ’ εξοχήν υποκειμενιστική υποβάθμιση του πνεύματος, η οποία με τη σειρά της αντικρίζει το τελευταίο ως μια σχέση φίλου και εχθρού, άρα ως εξουσιαστική επιβολή ενός μπλοκ δυνάμεων πάνω σε ένα άλλο, και όχι ως σχέση γνωριμίας –που είναι πραγματικά το πνεύμα– του φίλιου Εαυτού με τη διαφοροποιημένη του φιλότητα, που ο Χέγκελ ονομάζει: αντι-κείμενο (Gegenstand), ετερότητα του Εαυτού. Με μια αποφθεγματική πρόταση ο γερμανός φιλόσοφος απεικονίζει ως εξής αυτή την αληθινή πραγματικότητα του πνεύματος: «το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο» (Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, § 31. Εκδ. Δωδώνη 1993).

§3: Όλη η Γνωσιακή κίνηση που διέπει τη Φαινομενολογία από την αρχή, δηλαδή από την κατ’ αίσθηση βεβαιότητα (sinnliche Gewißheit), ως το τέλος, ως την απόλυτη βεβαιότητα, δηλαδή την απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen), εκδηλώνεται ως μεταστοχαστική κίνηση του ίδιου του πνεύματος από την κατάστασή του ως ιστορικο-λογικά οικείου, γνωστού, στην εννοιακή/κατανοητική του ανασυλλογή του Εαυτού [=του εαυτού του/μας] ως εγνωσμένου. Τούτο υποδηλώνει πως ο Χέγκελ διαχωρίζει με απόλυτα ευδιάκριτη γραμμή τη φιλοσοφική έννοια του πνεύματος από οιονδήποτε μυθολογικο-θρησκευτικής υφής εξεζητημένο πνευματισμό, που συναντάμε στις διάφορες θρησκευτικές ιστορίες του κόσμου, ή από έναν μεταφυσικό ψυχολογισμό ως συνέπεια της νοοκρατικής παρερμηνείας του πνεύματος. Όταν λοιπόν αυτός ο οξυδερκής φιλόσοφος συλλαμβάνει διαλεκτικά το Πνεύμα ως την αρχή, εννοεί πρωτίστως την κατά Λόγο προτεραιότητά του σε σχέση με κάθε χρονική προτεραιότητα ως αρχή/ξεκίνημα. Με άλλα λόγια: σε κάθε κατ’ αίσθηση γνωσιακό ξεκίνημα, που εμφανίζεται χρονικά πρώτο, όπως εδώ η αισθητήρια βεβαιότητα, Λογικά πρώτο δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά το πνεύμα με τη μορφή της έμφρονης-έλλογης πραγματικότητας, που εν είδει αφανούς αρμονίας (Ηράκλειτος) κατευθύνει το φαίνεσθαι του κόσμου και της γνώσης του. Να γιατί η σαθρή πραγματικότητα, ας πούμε, που εξελίσσεται μπροστά μας, ως κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα του σημερινού Ελλαδιστάν, με τις ευλογίες μάλιστα της –βρίθουσας κρετινισμό– καθεστωτικής «αριστεράς», καταλήγει, μετά από κάθε χρονικά πρώτο βηματισμό, να αυτό-αποκαλύπτεται Λογικά ως το πιο ενδεές, απρόσφορο Είναι, δηλαδή ως αυτό που δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι.


Α. Συνείδηση


§1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις


Ι. Επιχειρείται μια σύγχρονη ανάγνωση της Φαινομενολογίας του πνεύματος, με οδηγό την εγελιανή αρχή ότι το Λοιγικό-έλλογο-ορθολογικό είναι ενεργώς πραγματικό και αντίστροφα. Ετούτη η αρχή λειτουργεί, για τον Χέγκελ, ως η ενύπαρκτη στο σκεπτόμενο υποκείμενο πνευματική προστακτική, που το καλεί να συνειδητοποιεί, να γνωρίζει και να αναγνωρίζει τη Λογική εξέλιξη της πραγματικότητας και αναλόγως να διαμορφώνει το Λόγο του, τις ερμηνείες του, τις ανακατασκευές του, γιατί σε αντίθετη περίπτωση παράγει μόνο φαντασιακές οντογενέσεις, μακριά από την αλήθεια του Πράγματος, τέτοιες όπως η εννόηση του εγελιανού πνεύματος (Geist) ως Νου. Περί του τελευταίου θα μιλήσουμε εκτενώς και σε συναφή σημεία, κατά την πορεία των αναλύσεών μας.

ΙΙ. Η αρχή γίνεται με το πρώτο τμήμα με τίτλο: Συνείδηση και με το πρώτο κεφάλαιο αυτού του τμήματος, που σχετίζεται με την κατ’ αίσθηση βεβαιότητα (sinnliche Gewißheit). Σημειώνουμε παρευθύς: η Φαινομενολογία αρχίζει με την κατ’ αίσθηση βεβαιότητα και ολοκληρώνεται με την απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen). Τι σημαίνει αυτό; Πως η Λογικο-δομική αρχή, με βάση την οποία ανα-λύεται και συν-τίθεται όλο αυτό το φιλοσοφικό δημιούργημα, είναι η Γνώση. Αλλά τι είδους γνώση: πληροφοριακή, αισθητηριακή, φιλοσοφική/εννοιολογική; Θεμελιωδώς  φιλοσοφική Γνώση, αυτή δηλαδή που ο Χέγκελ ονομάζει απόλυτη Γνώση. Ωστόσο, ο φιλόσοφος δεν παραβλέπει και όλες τις άλλες μορφές γνώσης ούτε υποτιμά ή υπερτιμά τη σημασία τους.

ΙΙΙ. Απεναντίας, τις συνάπτει με την εκδίπλωση, ήτοι αυτό-εκδίπλωση της απόλυτης Γνώσης, δηλαδή με το γνωρίζειν ως γνωσιακή κίνηση/σχέση (Erkennen), όπως λέει ο ίδιος, και προσπαθεί να τις αποτιμήσει ως συγκεκριμένα στάδια (Momente) της ως άνω αυτό-εκδίπλωσης. Ετούτη η τελευταία πραγματοποιείται, σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφική, απόλυτη ή επιστημονική γνώση, –και οι τρεις ονομασίες σημαίνουν το ίδιο για τον Χέγκελ– ως ένα ταξίδι ανακάλυψης αυτού που η ίδια είναι στο βασίλειο της σκέψης. Στον κόσμο της κοινωνικής και της ιστορικής πράξης, δηλαδή στην περιοχή του κοινωνικού και ιστορικού Είναι του ανθρώπου, αυτή η Γνώση εκδηλώνεται με διάφορες εμφανίσεις.  Έτσι έρχεται στο Είναι ως εμφανιζόμενη Γνώση (erscheinendes Wissen) και καθίσταται αντικείμενο της φαινομενολογικής έρευνας.


§ 2

Η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα ή Το Αυτό και το Νομίζειν


1. Κείμενο–μετάφραση:

§ 90. Das Wissen, welches zuerst oder unmittelbar unser Gegenstand ist, kann kein anderes sein als dasjenige, welches selbst unmittelbares Wissen, Wissen des Unmittelbaren oder Seienden ist. Wir haben uns ebenso unmittelbar oder aufnehmend zu verhalten, also nichts an ihm, wie es sich darbietet, zu verändern, und von dem Auffassen das Begreifen abzuhalten.

§ 90. Η Γνώση, που κατ' αρχήν ή άμεσα είναι το αντι-κείμενό μας, δε μπορεί να είναι τίποτε άλλο από εκείνο, που το ίδιο είναι άμεση Γνώση, Γνώση του άμεσου ή του όντος. Η στάση μας ως προς αυτή πρέπει να είναι το ίδιο άμεση ή δεκτικήˑ να τη δεχόμαστε δηλαδή όπως προσφέρεται, χωρίς ν' αλλοιώνουμε τίποτα σ' αυτή, και να διαστέλλουμε απ' αυτή τη σύλληψη την προσπάθεια να τη συλλάβουμε στην έννοια της.


2. Σχολιασμός – ερμηνεία:

Ι. Ο Χέγκελ εκκινεί με [ή από] την άμεση Γνώση. Τι θέλει να μας πει με τούτο; Πως η Γνώση που έχουμε, που έχει το ατομικό Εγώ, ο σκεπτόμενος άνθρωπος ως νοούσα συνείδηση, για τα πράγματα δεν προϋποθέτει κάποιες άλλες προκαταρκτικές γνώσεις, καμιά προηγούμενη, με βάση την ισχύ του Λόγου, διαδικασία παραγωγής γνώσης. Είναι μια γνωσιακή απαρχή, ένα ξεκίνημα, που δεν υπόκειται σε κάποιες προϋποθέσεις, ιστορικές, κοινωνικές, επιστημονικές κ.λπ. Ακριβώς όπως και στην επιστήμη της Λογικής, Διδασκαλία περί του Είναι (Βλ. σχετικά εκδ. Νόηση, σσ. 113 κ.εξ.) το ξεκίνημα γίνεται απροϋπόθετα με το καθαρό Είναι. Αυτή λοιπόν η Γνώση απλώς είναι: Για την ακρίβεια είναι  αυτό που φαίνεται ότι είναι, που εμφανίζεται άμεσαˑ ό,τι δηλαδή προσλαμβάνουν οι αισθήσεις, χωρίς καμιά περαιτέρω φιλοσοφική επεξεργασία.

ΙΙ. Σε γνωσιοθεωρητικό και οντολογικό επίπεδο συνιστά, για τον άνθρωπο, μια άμεση μορφή της αναφορικής του σχέσης προς το αντι-κείμενο (Gegenstand). Το εν λόγω αντι-κείμενο είναι αυτό που κείται, που ίσταται απέναντι στο ατομικό Εγώ ως το υποκείμενο. Το τελευταίο συλλαμβάνει το αντι-κείμενο με τις αισθήσεις τουˑ τουτέστιν, το νοεί και το κατανοεί έτσι όπως εγγράφεται στις αισθητηριακές του εν-τυπώσεις, χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας οποιασδήποτε θεωρίας ή στοχαστικής εκδίπλωσης. Το ίδιο το αντι-κείμενο , κατ’ αυτή την αναλογία, είναι κάτι το αισθητό και όχι νοούμενο. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ετούτη η πρώτη μορφή Γνώσης, η αισθητήρια βεβαιότητα, απηχεί ή ενσαρκώνει μια άμεση γνωσιακή σχέση, εκείνη την άμεση σχέση υποκειμένου και αντι-κειμένου. Πού βρίσκεται το πνεύμα, σε τούτη την εναρκτήρια φάση της Γνώσης; Μήπως στο νοούν υποκείμενο και ως τέτοιο συνιστά το νου που ενεργεί; Σε καμιά περίπτωση.

ΙΙΙ. Το πνεύμα δεν ταυτίζεται εδώ ούτε με το ενικό υποκείμενο που προσλαμβάνει με τις αισθήσεις και νοεί στα όρια του αισθητού, δηλαδή με το νου ενός ενικού, συμπτωματικού ατομικού υποκειμένου ούτε με οποιαδήποτε πνευματοειδή εμφάνιση ενός μεταφυσικού, πάνω από τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο του ανθρώπου, υποκειμένου, ας πούμε του θεού. Είναι αυτή τούτη η εμφάνιση (Erscheinung) του εαυτού του, ως σχέση της συνείδησης με το αντι-κείμενο. Με άλλο τρόπο, το πνεύμα είναι η άμεση παρ-ουσία της συνείδησης και, ως τέτοια συνείδηση, έχει για τελικό σκοπό «να ταυτίσει την εμφάνισή του [δηλαδή τον εαυτό του ως φαινόμενο] με την ουσία του» (Werke 10, § 416). Τούτο σημαίνει δυο τινά: α) να αναπτυχθεί από αισθητήρια βεβαιότητα σε απόλυτη βεβαιότητα, δηλαδή σε απόλυτη Γνώση του εαυτού. β) Με το ευρύτερο νόημα, στον κόσμο του κοινωνικού-ιστορικού Είναι του ανθρώπου, να αναχθεί σε οδήγηση της σκεπτόμενης ζωής η εγελιανή αρχή, που αναφέραμε στην αρχή: εναρμόνιση, ενδότερη συμφωνία Λογικού και πραγματικού. Όσο ο άνθρωπος θα πραγματοποιεί ετούτη τη δική του Φαινομενολογία του πνεύματος, τόσο θα απελευθερώνει το κοινωνικό του Είναι από τα άθλια σχήματα ενός ευτελούς πολιτικο-πολιτισμικού κουκλοθεάτρου, σαν αυτό των ημερών μας.


Πηγή Hegel-Platon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου