Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

(ΠΩΣ) ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΟΥΜΕ ΦΥΛΑΡΧΟ;


του Άκη Γαβριηλίδη


Στο βιβλίο του για την «Τέχνη του να μην κυβερνάσαι», απ’ το οποίο δημοσιεύσαμε παλιότερα μεταφρασμένο απόσπασμα και το οποίο θυμηθήκαμε ξανά στο τελευταίο σημείωμα, ο Τζέιμς Σκοτ αναφέρεται στο ζήτημα των φυλών (με την έννοια του tribe, όχι του race). Λέει λοιπόν ότι δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από μια εξελικτιστική αφήγηση κατά την οποία οι άνθρωποι στην αρχή σχημάτιζαν οικογένειες, μετά οικισμούς/ χωριά, μετά φυλές, μετά πόλεις, και στο τέλος ήρθε η αστική κοινωνία και το κράτος που είναι το επιστέγασμα και η τελειότερη μορφή συνύπαρξης. Στην ουσία, οι φυλές δεν είναι πρόπλασμα του κράτους, αλλά δημιούργημά του∙ έρχονται μετά το κράτος. Όλα τα κράτη, προνεωτερικά, αποικιακά και μετα-αποικιακά, ενδιαφέρονταν προ πάντων να έχουν απέναντί τους έναν ταξινομημένο και διαφανή λαό, χωρίς σκοτεινά σημεία. Χαμένα μπρος στην φαινομενικά άναρχη και ανυπέρβλητη πολυμορφία των κοινωνιών της ΝΑ Ασίας, οι αποικιοκράτες, και οι ανθρωπολόγοι τους, αποφάσισαν να την κατατμήσουν λίγο-πολύ με το έτσι θέλω: πήραν αυθαίρετα διάφορα πληθυσμιακά και οικιστικά σύνολα, των οποίων τα μέλη δεν είχαν ποτέ απόλυτη ομοιογένεια μεταξύ τους ή απόλυτη ετερογένεια προς τους κατοίκους των διπλανών χωριών, και τα «διόρισαν» φυλή τάδε, φυλή δείνα κ.ο.κ. Κυρίως όμως, όρισαν έναν «φύλαρχο», έναν ηγέτη για κάθε φυλή, ο οποίος να είναι υπόλογος γι’ αυτήν και να λειτουργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ της κεντρικής/ αποικιακής εξουσίας και των ανθρώπων.

Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Διότι, μια που όλοι λένε ότι «γίναμε αποικία», σκέφτηκα να πάρω το χαρακτηρισμό αυτό στα σοβαρά και να διερευνήσω μέχρι πού μπορεί να πάει, πόσο μπορεί να μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε αναλυτικά και πολιτικά.

Το συμπέρασμα είναι: μέχρι αρκετά μακριά, πιστέψτε με.

Καταρχάς, όσον αφορά το πρώτο. Σε όλους έκανε εντύπωση η αδιαλλαξία και η απολυτότητα με την οποία ο Σόιμπλε (χρησιμοποιώ το όνομα αυτό συμβατικά, ως μία προσωποποιημένη συμπύκνωση δυνάμεων) επέμενε να επιβάλει στην ελληνική κοινωνία μέτρα που επιχειρούν να ρυθμίσουν και τις πιο απίθανες λεπτομέρειες. Τα μέτρα αυτά ήταν (είναι) εμφανώς ανεφάρμοστα από την άποψη του δεδηλωμένου σκοπού τους.

Επίσης, η επιμονή αυτή είχε σαφώς μία διαθετική (affective) διάσταση: μία λύσσα και έναν φθόνο για μια κλεμμένη απόλαυση, έναν πανικό μπροστά στην ανοργανωσιά.

Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν πολύ καλά με την αυτοκρατορική φιλοδοξία οργάνωσης ενός χώρου που γίνεται αντιληπτός ως άναρχος, «χωρίς κανόνες» και χωρίς προβλεψιμότητα, άρα απρόσφορος για τις αξιολογήσεις κινδύνου στις οποίες βασίζεται η «ομαλή λειτουργία των αγορών».

Η πλειοδοσία αυτή αυστηρότητας λοιπόν μπορεί να αναγνωσθεί ως μία επίμονη προσπάθεια «πτύχωσης» και «χάραξης» του χώρου, αιχμαλώτισης και σταθεροποίησης. Δεν είναι τυχαία η φαινομενικά παράλογη εμμονή των «εταίρων» με το καθεστώς της στατιστικής υπηρεσίας. Αυτό που ενδιαφέρει τους «εταίρους» δεν είναι τόσο να πάρουν τα λεφτά τους, όσο να μπορούν να επιβλέπουν και να καταγράφουν διαρκώς.

Αλλά αυτό δείχνει και ότι οι αποικιοκρατούμενοι, και η πολύμορφη μάζα των δραστηριοτήτων τους, πάντα εκφεύγει της ταξινόμησης, και αυτό προκαλεί νέες και εξίσου απεγνωσμένες προσπάθειες. Η φαινομενική αυτή αταξία είναι ένα δείγμα τής «τέχνης να μένεις ακυβέρνητος».

Η εκ πρώτης όψεως αδικαιολόγητη αυστηρότητα των μέτρων δεν είναι (μόνο) ένδειξη «εκδικητικότητας» και σκληρότητας, ούτε ένδειξη πλήρους κυριαρχίας (της «Γερμανίας», του «νεοφιλελεύθερου σχεδίου» κ.ο.κ.), αλλά μάλλον ένδειξη άγχους απέναντι σε κάτι που διαρκώς εκφεύγει. Αν πρόκειται ήδη για το τρίτο μνημόνιο, αυτό δείχνει ότι τα προηγούμενα δύο απέτυχαν. Σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο αποτυχίας-πλειοδοσίας.

Επίσης, είναι σαφής η προσπάθεια του Σόιμπλε να χρησιμοποιήσει τον Τσίπρα ως έναν τέτοιο «φύλαρχο» που να είναι υπεύθυνος για τη φυλή του απέναντι στους αποικιοκράτες, να την εκπροσωπεί. Η τακτική του απέναντι στη νέα πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν να επιχειρήσει να «κλείσει» τους ανοιχτούς χώρους που δημιουργήθηκαν, να μην επιτρέψει να εκφραστεί στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο οποιαδήποτε δημόσια αποδοκιμασία και παρέκκλιση πέρα από αυτή που ήδη εκφράστηκε, παίρνοντας αυτή που εκφράστηκε και τσακίζοντάς την. Αποτελεί ένα παλιό δόγμα της κινεζικής αυτοκρατορικής πολιτικής: να «διοικείς βαρβάρους μέσω βαρβάρων», ώστε εσύ να απαλλάσσεσαι από τον κόπο και από τη δυσαρέσκεια που συνεπάγεται η διοίκηση αυτή.

Το να βρούμε όμως «ποιο ήταν το σχέδιο του Σόιμπλε», δεν εξαντλεί το θέμα. Όπως είχαμε πει και την τελευταία φορά, «οι περισσότερες κινήσεις στην πολιτική είναι πολλαπλά καθορισμένες. Σχεδόν καμία δράση δεν είναι μονοσήμαντη, δεν είναι ‘πιστή έκφραση’ κάποιων συμφερόντων∙ οι περισσότερες μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετούν ταυτόχρονα –ή μεταγενέστερα- και άλλους, όχι μόνο τον εκάστοτε δράστη. Άλλους οι οποίοι μεταστρέφουν, ανανοηματοδοτούν, ανακωδικοποιούν τις δράσεις αυτές και τα αποτελέσματά τους προς διαφορετικές, μη σχεδιασμένες κατευθύνσεις».

Αυτό λοιπόν μας οδηγεί στο δεύτερο ζήτημα: εκείνο της πολιτικής χρησιμότητας του παραλληλισμού σχετικά με το τι μπορούμε να κάνουμε.

Μπορούμε λοιπόν πράγματι να αντλήσουμε πολιτικά διδάγματα και εμπνεύσεις από την πείρα των αποικιοκρατούμενων. Δεν εννοώ κάποιου είδους ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα, ούτε αντάρτικο πόλεων ή υπαίθρου. Εννοώ κάτι σαν το εξής:

"Αυτό που μένει να διερευνηθεί είναι η τελική στρατηγική της κοινωνικής αναδιοργάνωσης. Αφορά την κοινωνική αποσύνθεση σε ελάχιστες μονάδες, συχνά νοικοκυριά, και συχνά συνοδεύεται από την υιοθέτηση στρατηγικών διαβίωσης που ευνοούν τις μικρές, διάσπαρτες ζώνες. Ο Έρνεστ Γκέλλνερ περιγράφει αυτήν την ηθελημένη επιλογή εκ μέρους των Βερβέρων με το σύνθημα «Διαίρει ίνα μη άρχεσαι». Είναι ένας εξαιρετικός αφορισμός, διότι δείχνει ότι το ρωμαϊκό σύνθημα «διαίρει και βασίλευε» δεν λειτουργεί μετά από ένα ορισμένο σημείο κερματισμού. Ο όρος τού Μάλκολμ Γιαππ για την ίδια στρατηγική, «ασπόνδυλες φυλές» [jellyfish tribes], είναι εξίσου εύστοχος, διότι αναδεικνύει το γεγονός ότι μια τέτοια αποσυσσωμάτωση αφήνει έναν δυνητικό κυβερνήτη αντιμέτωπο με έναν άμορφο, αδόμητο πληθυσμό χωρίς κανένα σημείο εισόδου ή μόχλευσης. Οι Οθωμανοί, στο ίδιο πνεύμα, έβρισκαν πολύ πιο εύκολο να έχουν να κάνουν με δομημένες κοινότητες, ακόμη και αν ήταν χριστιανικές και εβραϊκές, παρά με ισλαμικές αιρέσεις που ήταν ακέφαλες και οργανωτικά διάχυτες. Μεγαλύτερο φόβο προκαλούσαν τέτοιες μορφές αυτονομίας και ετεροδοξίας, για παράδειγμα τα μυστικιστικά τάγματα των δερβίσηδων, που σκόπιμα, όπως φαίνεται, απέφευγαν κάθε ομαδική εγκατάσταση ή αναγνωρίσιμη ηγεσία ακριβώς για να πετούν, ούτως ειπείν, κάτω από το ραντάρ της Οθωμανικής αστυνομίας. Αντιμέτωπο με καταστάσεις αυτού του είδους, ένα κράτος προσπαθεί συχνά να βρει ένα συνεργάτη και να δημιουργήσει μια αρχηγία. Ενώ είναι συνήθως προς το συμφέρον κάποιου να αδράξει αυτή την ευκαιρία, τίποτα, όπως θα δούμε, δεν εμποδίζει τους υποψήφιους υπηκόους του να τον αγνοούν"[1].

Παρακάτω, ο συγγραφέας γίνεται πράγματι πιο συγκεκριμένος:

"Μια άλλη απάντηση στην πίεση [που ασκείται στους χωρικούς] να δημιουργήσουν μια πολιτική δομή μέσω της οποίας το κράτος μπορεί να λειτουργήσει είναι να κρύβονται, να συμμορφώνονται κατασκευάζοντας ένα ομοίωμα αρχηγικής αυθεντίας, χωρίς την ουσία της. Οι Lisu της βόρειας Ταϊλάνδης, όπως φαίνεται, κάνουν ακριβώς αυτό. Για να ικανοποιήσουν τις πεδινές αρχές, ορίζουν έναν επικεφαλής. Το ότι αυτός ο επικεφαλής είναι ένα είδος Ποτέμκιν, προκύπτει από το γεγονός ότι ορίζεται πάντοτε κάποιος χωρίς καμία πραγματική εξουσία στο χωριό, όχι π.χ. ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος άνδρας ξεχωριστός για τον πλούτο ή την ικανότητά του. Ένα πανομοιότυπο μοτίβο έχει αναφερθεί για χωριά στους λόφους του αποικιακού Λάος, τα οποία, όταν τους ζητήθηκε, δημιούργησαν τοπικούς αξιωματούχους και προύχοντες – μαϊμού [bogus officials], ενώ οι τοπικές ηγετικές φυσιογνωμίες συνέχισαν να κατευθύνουν τις τοπικές υποθέσεις, μαζί και την επιτέλεση των αξιωματούχων-μαϊμού! Εδώ η «κοινωνική δομή απόδρασης» δεν είναι τόσο μια επινόηση με σκοπό την αποφυγή του κράτους, όσο προστασία μιας υπάρχουσας εξισωτικής κοινωνικής δομής μέσα από μια περίτεχνα σκηνοθετημένη επιτέλεση ιεραρχίας" (σ. 213).

Για μας που ξέρουμε ότι η θέση του ηγεμόνα σε κάθε περίπτωση ενέχει ένα θεατρικό στοιχείο, ότι η εκπροσώπηση είναι πάντοτε και ανα-παράσταση (representation) και ότι η πολιτική ποτέ δεν διαφέρει και πολύ από μία σκηνοθετημένη επιτέλεση, (και επίσης που διατηρούμε ακόμα τις μνήμες από τα ακέφαλα τάγματα των δερβίσηδων και τις μουσικοχορευτικές επιτελέσεις τους), είναι πιο εύκολο να δούμε ότι αυτή η τακτική της απόκρυψης, της διασποράς, της απόσυρσης από το ραντάρ της αυτοκρατορίας, πρέπει να προσανατολίσει τη στάση μας κατά τις επόμενες εκλογές, αλλά και, κυρίως, μετά απ’ αυτές.

Εξάλλου, ούτως ή άλλως την έχει προσανατολίσει.

Μέχρι τώρα.

Όπως έχει γράψει ο φίλος μου ο Χουάν Ντομίνγκο, η κραυγή που αρθρώθηκε από το κίνημα των πλατειών πριν λίγα χρόνια, ήταν: Δεν μας εκπροσωπούν. Αυτό ίσχυε για τη Μαδρίτη, αλλά ίσχυσε επίσης για το Σύνταγμα και την πλατεία Ταχρίρ.

Η κραυγή αυτή, τώρα, μπορεί να νοηθεί με δύο έννοιες: α) δεν μας εκπροσωπούν αυτοί, αλλά έχουμε βρει ή θέλουμε να βρούμε άλλους καλύτερους που να μπορούν. β) δεν μας εκπροσωπούν, αλλά ούτε και είναι δυνατό ή επιθυμητό να μας εκπροσωπήσει κανείς.

Αυτή τη δεύτερη έννοια, εμείς τουλάχιστον την τραβήξαμε όσο πήγαινε όλα αυτά τα χρόνια, μέσω (και) του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, φτάσαμε σε ένα σημείο όπου η αυτοκρατορία μάς έθεσε επιτακτικά μπροστά στο καθήκον να εκπροσωπούμαστε, να γίνουμε επιτέλους φυλή και να ορίσουμε έναν φύλαρχο που να κάνει «μεταρρυθμίσεις» και να μας εκσυγχρονίσει/ εξευρωπαΐσει.

Αυτή ήταν η ήττα μας. Αντίθετα, τα αδέρφια μας που κατάγονται από την αραβική άνοιξη κατάφεραν να νικήσουν: κατάφεραν να μεταφέρουν την Ιντιφάντα στην Ουγγαρία και να «τινάξουν στον αέρα το ευρωπαϊκό στάτους κβο», όπως έγραψαν οι Ιταλοί φίλοι μας από τις Connessioni Precarie. Είναι ξεκάθαρο γιατί: αυτοί δεν ήταν φυλές και δεν είχαν φύλαρχο. Παρέμειναν μία νομαδική πολεμική μηχανή, χωρίς εκπροσώπηση, και έτσι, αν και άοπλοι, έφτασαν μέχρι τη Βιέννη και ακόμα πιο πέρα· μακρύτερα απ’ όπου είχαν φτάσει οι Οθωμανοί.

Αυτό είναι το δώρο της Ασίας, το οποίο καλά θα κάνει να πάρει η γηραιά Ευρώπη για να αναζωογονηθεί λίγο. Αρκετά «μείναμε Ευρώπη»· ας πάμε και λίγο Ασία, ή ας φέρουμε την Ασία (που κουβαλάμε μέσα μας) στην Ευρώπη. Οι Lisu της βόρειας Ταϊλάνδης και οι λόφοι του αποικιακού Λάος, μας δείχνουν με το παράδειγμά τους ότι υπάρχει ζωή –δηλαδή υπάρχουν γραμμές φυγής- και μετά τον ορισμό του φύλαρχου.

Και η ζωή αυτή δεν έχει (απαραίτητα) ως προϋπόθεση την εκτόπιση του νυν φύλαρχου και τον ορισμό ενός άλλου, πιο γνήσιου, που να μας εκπροσωπεί «καλύτερα». Η ανυπόφορη σοβαροφάνεια αυτού του σχεδίου αντιστοιχεί στην πρώτη, την ευρωκεντρική/ αντιπροσωπευτική ανάγνωση του μηνύματος των πλατειών.

Πράγμα βέβαια που δεν αναιρεί το ενδεχόμενο και ο άλλος τυχόν φύλαρχος να μπορεί να λειτουργήσει εξίσου σαν ηγεμόνας-μαϊμού. Αυτό εξαρτάται κυρίως από μας, όχι απ’ αυτόν.

-------------------------------------------
[1] James C. Scott, The Art of Not Being Governed. An Anarchist History of Upland Southeast Asia, Yale University Press, New Haven & London 2009, p. 209-10.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου