Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Οι εξεγέρσεις, το κράτος και η λαϊκή βούληση στον Μπαντιού


του Δημήτρι Βεργέτη


Η δημοκρατική αντιπροσωπευτικότητα των εξεγέρσεων τίθεται συστηματικά υπό αμφισβήτηση εν ονόματι του αριθμού. Πράγματι, όλες οι εξεγέρσεις έχουν ως ενεργούς φορείς μειοψηφικά υποσύνολα πληθυσμού, από όπου φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες συνάγουν με δογματική αυταρέσκεια την απουσία κάθε ερείσματος νομιμότητας. Στη «δημοκρατική» λογιστική της κάλπης αντιπαρατίθεται ο εγγενής αυταρχισμός των εξεγερμένων μειοψηφιών. Εξέγερση και δημοκρατία θα ήσαν έννοιες ασύμβατες και αλληλοαποκλειόμενες. Κάθε εξεγερσιακή διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης θα ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη στην εγγενή ανομία της μειοψηφικής προέλευσής της. Πρόκειται για ζήτημα με στρατηγικής πολιτική βαρύτητα, ειδικά στις μέρες μας όπου με την «αφύπνιση της ιστορίας», σύμφωνα με την έκφραση του Μπαντιού, πολλαπλασιάζονται ραγδαία οι εστίες εξέγερσης, σε τοπικές και εθνικές κλίμακες. Στρατευμένος φιλόσοφος, ο Μπαντιού επεχείρησε να αναμετρηθεί ενστόχαστα με την πρόκληση αυτών των πολιτικών ερωτημάτων και δεν είναι διόλου περιττό να υπενθυμίσουμε τις θέσεις του, ειδικά στη σημερινή μνημονιακή συγκυρία.

Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη διάκριση ανάμεσα σε άμεσες και ιστορικές εξεγέρσεις. Η ιστορική εξέγερση επέρχεται κατά κανόνα ως αποτέλεσμα μετασχηματισμού μιας άμεσης εξέγερσης. Και οι μεν και οι δε εκτυλίσσονται σ’ ένα σφοδρό εξωστρεφές θέατρο επιχειρήσεων και προσφέρουν το θέαμα μιας ορατής ανάφλεξης των κοινωνικών αντιθέσεων. Ωστόσο, η άμεση εξέγερση εκτυλίσσεται σε ένα στενό, τοπικό ορίζοντα. Η εξάπλωσή της είναι συχνά πολυεστιακή και μιμητική, ο δε χρόνος της εφήμερος -π.χ. οι εξεγέρσεις στις συνοικίες του Λονδίνου και άλλες επαρχιακές πόλεις. Αντίθετα, η ιστορική εξέγερση αποτελεί κατά κανόνα μετάβαση από τον πολυεστιακό κατακερματισμό της άμεσης εξέγερσης στην κεντροθετημένη συμπαρουσία μιας νεοσύστατης πολλαπλότητας πρωταγωνιστών. Μια νέα πολλαπλότητα (multiplicité) εμφανίζεται στη ρευστή πολιτική σκηνή. Η πολιτική διαδικασία εμπλουτίζεται με ένα ποιοτικά διαφοροποιημένο οντολογικό υπόστρωμα συμβατό με την τοπική μιας νέας εξεγερσιακής υποκειμενικότητας, φορέα πιστότητας, fidélité, που μορφοποιεί μια πολιτική διάρκεια, ως υπέρβαση του εφήμερου και του αυθόρμητου. Το τελικό εξαγόμενο αυτής της σύνθετης διαδικασίας συμπίπτει με τη διαμόρφωση μιας νεοσύστατης κεντρικής σκηνής που συμπυκνώνει τη δυναμική της εξέγερσης.

Κλασικό και εμβληματικό παράδειγμα η πλατεία Ταχρίρ. Ως γεωγραφικός χώρος υφίσταται μια ασύλληπτη συμβολική μεταμόρφωση. Από τη στιγμή που παρέχει φιλοξενία σ’ ένα μείζον σύμπτωμα του κοινωνικού αναδεικνύεται σε τοπική σκηνή της ιστορίας. Και εδώ η αφυπνισμένη ιστορία γίνεται μάρτυρας ενός συναρπαστικού τοπολογικού παράδοξου. Ποιο είναι αυτό; Η περιχαρακωμένη εστία εξέγερσης πολιορκεί το κράτος εν τω συνόλω του! Παρά τις λιλιπούτιες διαστάσεις της σε σύγκριση με το αχανές της επικράτειας, η κεντροθετημένη σκηνή της εξεγερσιακής διαδικασίας αναδεικνύεται σε λίκνο πολιορκίας του κράτους. Το περικυκλώνει και το πολιορκεί. Το γεωγραφικά λιλιπούτειο κέντρο περικυκλώνει την κρατική επικράτεια αντιστρέφοντας την τοπολογία του εσωτερικού αποκλεισμού του. Δεν έχουμε να κάνουμε με το κλασικό υπόδειγμα πολιορκίας μιας πόλης, αλλά με την ανοριοθέτητη πολιορκία του κράτους.


Κεντροθετημένοι στρατηγικοί τόποι

Αυτοί, λοιπόν, οι κεντροθετημένοι στρατηγικοί τόποι αποτελούν πρωτότυπα πολιτικά μορφώματα, σε εγγενή και μετωπικό ανταγωνισμό με τους καθιερωμένους θεσμούς ελεγχόμενης αντιπροσώπευσης αλλά και την κοινοβουλευτικά σοβατισμένη πρόσοψη της ηγεμονίας του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Εμφανίζονται κατά κανόνα στη μητροπολιτική ενδοχώρα της επικράτειας αλλά χαρακτηρίζονται από ένα καθεστώς εκ-σωτερικότητας. Ενεστοποιούν μέσα στο πραγματικό της πολιτικής ένα είδος θεσμικής ετεροτοπίας. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για πολιτικά αναφομοίωτους τόπους σε ατέρμονη, αδιάλλακτη και ανατρεπτική υφαίρεση από το κράτος για να χρησιμοποιήσω τον προσφιλή όρο soustraction. Με λακανικούς όρους θα λέγαμε ότι ενεστοποιούν το πραγματικό της αφυπνισμένης ιστορίας και της πολιτικής μέσα στην εμπεδωμένη συμβολική τάξη της εξουσίας. Οι δυναμικές γραμμές του μετασχηματισμού περνούν και από ένα δεύτερο κομβικό σημείο. Ο μετασχηματισμός της άμεσης εξέγερσης σε ιστορική εξέγερση συνυποθέτει τη μετάβαση από μια πρώτη, μιμητική εξάπλωση του ωστικού κύματος της εξέγερσης στην ποιοτική και συνθετική επέκταση του. Αυτό που αποκαλέσαμε κεντροθετημένη σκηνή της εξέγερσης συστεγάζει πλέον όλο το μωσαϊκό των κοινωνικών τάξεων, όλες τις θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, όλες αποχρώσεις τις διαφοράς των φύλων, όλα τα πολιτιστικά ιδιώματα.

Βέβαια, με τα κριτήρια της αστικής δημοκρατίας η κεντροθετημένη τοπική της άμεσης εξέγερσης δεν είναι παρά ο τόπος συρροής μια ετερόκλητης και θορυβούσας μειοψηφίας. Ένα εκατομμύριο από τα ογδόντα στην Αίγυπτο. Ποιο είναι άραγε το καθεστώς αυτής της πολλαπλότητας; Πρόκειται για ένα κρίσιμο πολιτικό ερώτημα που αναμφίβολα αποτελεί πρόκληση για τα κοινοβουλευτικά μαθηματικά. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η πολλαπλότητα που εγκαθίσταται στην κεντροθετημένη τοπική της ιστορικής εξέγερσης διαθέτει ένα πολιτικό εκτόπισμα που δεν είναι μετρήσιμο. Υπ’ αυτό το πρίσμα δεν έχει καθεστώς αριθμήσιμου μειοψηφικού υποσυνόλου αλλά συνιστά πολύμορφη γενολογική [1] μετωνυμία της κοινωνίας. Θα συμπεράνουμε, λοιπόν, εν πνεύματι αληθείας ότι η αντιπροσωπευτικότητα της εξεγερσιακής τοπικής δεν είναι μειοψηφική αλλά γενολογική. Αποτελεί συμβαντική μήτρα της «γενικής βούλησης», αυτού που ο Ρουσσώ αποτύπωσε στην πολιτική σκέψη με τον όρο volonté générale.


Γεν(ολογ)ική βούληση και πολιτική
    
Ως γνωστόν ο Μπαντιού προτείνει ήδη από το Είναι και το συμβάν μια ριζοσπαστική αποκρυπτογράφηση της ρουσσωικής γενικής βούλησης, αποδεικνύοντας τη συμβαντική καταγωγή της και ταυτοποιώντας την ως «τελεστή πιστότητας που κατευθύνει μια γενολογική διαδικασία» [2]. Παρά μια ορισμένη υπολειμματική αμφισημία –στο βαθμό που ο Ρουσσώ «υποβάλλει ακόμη αυτήν την [πολιτική] διαδικασία στον νόμο του αριθμού»– ο συγγραφέας του Κοινωνικού συμβολαίου αποδεικνύει ότι «η γενική βούληση δεν θα μπορούσε να αντιπροσωπεύεται, έστω και από το κράτος. «Ο κυρίαρχος, που δεν είναι παρά μια συλλογική οντότητα, δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται παρά μόνον από αυτόν τον ίδιο: η εξουσία μπορεί σαφώς να μεταβιβαστεί, όχι όμως η βούληση» [3]. Αυτή η διάκριση, προσθέτει ο Μπαντιού, «ανάμεσα σε εξουσία (μεταβιβάσιμη) και βούληση (μη εκπροσωπήσιμη) είναι ιδιαιτέρως βαθυστόχαστη. Απο-κρατικοποιεί την πολιτική. Ως πιστή διαδικασία σ’ ένα συμβάν-συμβόλαιο, η πολιτική δεν επιδέχεται ούτε εκχώρηση, ούτε εκπροσώπηση» [4]. Σε αυτή την αποκρυπτογράφηση, ο ορισμός της γενικής βούλησης συνυποθέτει την αποσύνδεση της έκφρασής της από την πλειοψηφική λογιστική της εκπροσώπησης. Ο Μπαντιού αποσπά, λοιπόν, την έκφραση της γενικής βούλησης από το καθεστώς της αριθμητικά σταθμίσιμης πλειοψηφίας και την συνάπτει οργανικά με την ανάδυση μιας αλήθειας. Και εν προκειμένω μιας πολιτικής αλήθειας, η οποία εισάγει μια ρωγμή στο υπερβατολογικό του κόσμου, που αντιβαίνει στην ομοιοστασία του καθώς και στο νομικό φορμαλισμό του κράτους, γονιμοποιώντας έτσι αδιανόητες δυνατότητες.

Για παράδειγμα, η αστυνομοκρατούμενη Τυνησία του αιμοσταγή τυράννου Μπεν Αλί, αξιολάτρευτου συνομιλητή της δημοκρατικής Δύσης, εκθειαζόταν ως Νορβηγία του Μαγρέμπ για να σαρωθεί εν ριπή οφθαλμού από την εξεγερμένη «μειοψηφία» του τυνησιακού λαού εν ονόματι μιας ανθρώπινης δικαιοσύνης, νομικά και θεσμικά αθεμελίωτης. Το γενολογικό της υπόστρωμα την καθιστά εκφραστικό φορέα της λαϊκής γενικής βούλησης. Απ’ αυτή την άποψη είναι εντυπωσιακό ότι και οι πιο προκατειλημμένες σελίδες του διεθνούς Τύπου θα υποχρεωθούν να κατονομάσουν την αριθμητικά μειοψηφική παρουσία στην πλατεία Ταχρίρ παρουσία του αιγυπτιακού λαού.

Η εξεγερσιακή σκηνή, εμπλουτισμένη με τη γενολογική της σύσταση εκφράζει και κεντροθετεί τη γενική βούληση. Αντιλαμβάνεται κανείς εδώ σε τι βαθμό οι εμπαθείς παραναγνώσεις των θέσεων του Μπαντιού παραμορφώνουν, ευτελίζουν και εξαφανίζουν το βάθος της σκέψης του, παρουσιάζοντας τον ως παλαιοημερολογίτη της δικτατορίας του προλεταριάτου! Θα ήταν διασκεδαστικό να επιχειρήσουν να μας εξηγήσουν από πότε το προλεταριάτο είναι δομημένο σαν ένα γενολογικό σύνολο. Θα έλεγα, για να κλείσω αυτό το σημείο, ότι υπάρχουν δύο εκδοχές της εκφραζόμενης γενικής βούλησης: η γενολογική, εν πνεύματι αληθείας, και η κάλπικη. Επιστρατεύω φυσικά αυτή τη λέξη με τη διφορούμενη κλίση της, σαν φροϋδική πνευματώδη λέξη: κάλπικη, δηλαδή κίβδηλη αλλά και αναδυόμενη από την κάλπη.

* Ο Δημήτρις Βεργέτης είναι ψυχαναλυτής, διευθυντής του περιοδικού αληthεια.

------------------------------------------------------------------------
1. Γενολογικό είναι ένα σύνολο του οποίου τα στοιχεία είναι τόσο ετερόκλιτα που καμιά ιδιότητα δεν μπορεί να τα ενοποιήσει.

2. Alain Badiou, L’ Etre et l’ Evénement, Seuil, 1988, σσ. 281-283.

3. Ό.π., σ. 

4. Ό.π., σ.

Πηγή Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου