Ο Πιέρ Μπουρντιέ [1930-2002] επιχειρεί την οντολογική σύνθεση συμβολικού και υλικού, αναδεικνύοντας την υλικότητα συμβολικών λειτουργιών (όπως η συνείδηση) και το συμβολικό φορτίο υλικών διεργασιών. Αντλεί το ενδιαφέρον του για την πρακτική από τον πρώιμο Μαρξ των Θέσεων για των Φώυερμπαχ. Από τον Βέμπερ το ενδιαφέρον του για το βιοτικό ύφος (life-style) και την αμφίδρομη σχέση βάσης-εποικοδομήματος (Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού). Αντίληψη της επαγγελματικής απασχόλησης ως κλήσης, ιεροποίηση της εργασίας και της αποταμίευσης. Από το έργο του Ντυρκέμ και του Μαρσέλ Μως προέρχεται το ενδιαφέρον του για τα κριτήρια κοινωνικής ιεράρχησης. Έχει επηρεαστεί από τον ύστερο Βιτγκενστάιν και τη φαινομενολογία του της γλωσσικής ύπαρξης, όπου το νόημα ριζώνεται στην χρήση της γλώσσας και την πρακτική εντός μιας καθορισμένης γλωσσικής κοινότητας. Από τον Έρβιν Γκόφφμαν εντοπίζονται επιδράσεις πάνω στα σχόλια του Μπουρντιέ για την “στρατηγική δράση”, αλλά αποτελεί θεμελιώδη διαφορά η έμφαση που δίνει ο πρώτος στη συνειδητή από μέρους του υποκειμένου σκηνοθεσία του εαυτού εντός του κοινωνικού χώρου με σκοπό την παροχή ή απόσπαση πληροφοριών. Όλο το παιχνίδι παίζεται στο επίπεδο των εντυπώσεων που αποτελούν πεποιθήσεις. Η κανονικότητα των υπαρκτικών μορφών δεν είναι αποτέλεσμα εντολής με ρητό περιεχόμενο, αλλά περιγραφικά αναδύεται από την εμμενή κίνηση των κοινωνικών πρακτικών. Ο Μπουρντιέ κάνει φαινομενολογία των υπαρκτικών μορφών, μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι έχει δεχτεί την επίδραση του Χούσσερλ, όπως και του Νίτσε για τη θέληση για δύναμη. Ασφαλώς επηρεάστηκε από τον Μερλώ-Ποντύ και την αντίληψη του σώματος ως διαμεσολαβούσας ουτοπίας που αντικαθιστά τους αντιτιθέμενους πόλους ύλης και πνεύματος. Κατηγορεί τον Λεβύ-στρως ότι στην προσπάθεια του να καταξιώσει την “άγρια σκέψη” την μετατρέπει σε μεγάλο βαθμό στην δική μας, παρουσιάζοντας τον ιθαγενή ως οιονεί στρουκτουραλιστή που προβαίνει σε ταξινομήσεις! (Intellectualisme = η τάση του κοινωνικού επιστήμονα να προβάλλει την αναστοχαστική του απόσταση στους άλλους, νομίζοντας ότι οι κοινωνικοί δράστες λειτουργούν εξ ίσου αυτόνομα με αυτόν) Ο ίδιος ο Μπουρντιέ χαρακτηρίζει το έργο του ως “γενετικό δομισμό” και αναφέτεται στο habitus ως “δομημένες δομές που λειτουργούν και ως δομούσες δομές”.
Το habitus είναι η έννοια που ο Μπουρντιέ χρησιμοποιεί για να ορίσει τον υποκειμενικό τομέα της κοινωνικής πραγματικότητας. Παραδοσιακά τρεις είναι τρόποι παροσυσίασης του υποκειμένου από τους φιλοσόφους: α) ως διαυγούς, διαφανούς και αυτοπαρουσιαζόμενου, β) ως οικουμενικού, κτήματος όλης της ανθρωπότητας και γ) ως οντολογικά σχεδόν μεταφυσικού, λεπτοφυούς ως προς την οντική του σύσταση, ως πνευματικού στην ουσία του ιδεατού γεγονότος. Από τα τρία χαρακτηριστικά τα δυο θίγονται ευκολότερα από προσεγγίσεις σαν τη μεταδομιστική που αφήνουν άθικτη την οντολογική της σύσταση. Η βασική οντολογική του πρόταση μοιάζει με κοινωνιολογικοποιημένη εκδοχή της μερλωποντιανής ανθρωπολογίας: είμαστε ένα πεδίο κοινωνικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών, ταξικών, ιστορικών κλπ καταγραφών που θέτει τον εαυτό του έναντι του κόσμου όντας έτοιμο για κάποια πράγματα και λιγότερο έτοιμο για κάποια άλλα. Το habitus λοιπόν περιγράφει πάνω απ' όλα ένα είδος γενικής υπαρκτικής προδιάθεσης. Είναι η άμεση και αφανής παρουσία του κοινωνικού υποκειμένου, είναι προδιαθεσιακή σωματική φυσιογνωμία, νόρμες σωματικών και συνειδησιακών προδιαθέσεων. Η υποκειμενικότητα διασώζεται δια της γείωσης της στο έδαφος της πράξης. Το συμβολικό πριν να γίνει νοούμενο νόημα είναι εμμενής υπαρκτική λειτουργία. Η ύπαρξη είναι εξ ορισμού συμβολική και το συμβολικό είναι πολιτικό, δηλαδή δυνάμει συγκρουσιακό. Η ύπαρξη συνιστά ένα σιωπηλό μήνυμα ηθικοπολιτικής στάσης που “επιζητά” την αποδοχή και επιβεβαίωση του περιβάλλοντος. Το habitus ως λειτουργική σταθερά είναι οικουμενική ανεξάρτητα από τα διαφορετικά περιεχόμενα (ένταση ανάμεσα σε συγκεκριμένο και αφηρημένο, όπως ανάμεσα στις έννοιες “βιόκοσμος”, “σάρκα”, “μορφή ζωής” με την τελευταία ειδικά υπάρχει σχέση γειτνίασης). Είναι το σώμα όπως μορφοποιείται εντός ενός κοινωνικού-πολιτστικού πλαισίου, είναι ατύπως συστηματική συσσώρευση αξιακών φορτίων που αποτυπώνονται στην πράξη. Το habitus είναι η προσωπική μας ιστορία εγγεγραμμένη στο σώμα μας ως λειτουργική κοινωνική οντότητα. Είναι μια δέσμη, δομή, ή σύστημα από διαρκείς [ανθεκτικές] και μεταθέσιμες [πολύμορφες] προδιαθέσεις, δηλαδή τάσεις για συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς και αντιμετώπισης καταστάσεων· προδιαθέσεις σκέψης, αντίληψης και πράξης, και γενικότερα αντιμετώπισης μιας κοινωνικά χαρακτηρισμένης και αξιολογήσιμης περίστασης». Δεν πρόκειται για επαναληπτική αναπαραγωγή τυφλών περιεχομένων, αλλά για ένα είδος κατευθυντήριων γραμμών που είναι ταυτόχρονα χαρακτηριστικές και ενδεικτικές. Δεν είναι άτεγκτος ντετερμινισμός ούτε χαίρει απεριόριστης πλαστικότητας· ο καθένας ελίσσεται εντός καταστάσεων και παράλληλα μένει ο “εαυτός” του με τον δικό του κοινωνικά ιδιαίτερο τρόπο. Το habitus μπορεί να παραγάγει πρωτοτυπία εντός ορίων (διαλεκτική μεταξύ δημιουργικότητας και επαναληπτικότητας). Εκδηλώνονται οι τάσεις αυτές σε όλες τις πτυχές της λεκτικής και μη-λεκτικής δραστηριότητας ή της ύπαρξης του κοινωνικού υποκειμένου (σκέψη, λόγος, γούστο, σχεδιασμός ζωής, πράξη, αντίληψη). Είναι προσωπική πραγμάτωση αντικειμενικών προϋπαρχουσών δομών. Μέσω αυτού λαμβάνει χώρα η αντικειμενοποίηση του υποκειμένου όταν οι αντικειμενικές συνθήκες εγγράφονται στο σώμα το οποίο διατηρεί μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Επίσης συνιστά ως εννοιολογική πρόταση μια απόπειρα υποκειμενοποίησης ή προσωποποίησης του σώματος, άρα και των αντικειμενικών δομών και συνθηκών. Το σώμα υπάρχει ως πρακτική μη υποκειμενικά σχεδιασμένη κοινωνική βιολογική κατάσταση. Το habitus είναι ένας ολικός τρόπος ανακλαστικού “χειρισμού” του εαυτού μας ή, με μια πυκνή διατύπωση που βρίσκουμε στην Αίσθηση της πρακτικής (1980), «συστήματα διαρκών και μεταθέσιμων προδιαθέσεων, δομημένες δομές προδιατεθειμένες να λειτουργούν ως δομούσες δομές, ως γενεσιουργές και οργανωτικές δηλαδή αρχές των πρακτικών και των αναπαραστάσεων, οι οποίες μπορούν να προσαρμόζονται αντικειμενικά στον σκοπό τους δίχως να χρειάζεται να στοχεύουν συνειδητά σ' αυτούς [τους σκοπούς] και να ελέγχουν ρητά τις αναγκαίες για την επίτευξη τους ενέργειες· αντικειμενικά “κεκανονισμένες” και “κανονικές” δίχως κατά κανένα τρόπο να είναι αποτέλεσμα υπακοής σε κανόνες, μπορούν, όντας όλα αυτά, να ενορχηστρωθούν συλλογικά δίχως να αποτελούν προϊόν της οργανωτικής δράσης ενός διευθυντή ορχήστρας»1. Η έννοια του habitus αποκτά αξία «λόγω των ψευδοπροβλημάτων και ψευδολύσεων που εξαλείφει, των ζητημάτων που επιτρέπει να θέσουμε ή να επιλύσουμε, των επιστημονικών, ειδικά, δυσκολιών που εγείρει». Η ίδια δέσμη αντικειμενικών συνθηκών διέπει τις πράξεις μου αλλά και τα αντιληπτικά και αξιολογικά σχήματα μέσω των οποίων τη συλλαμβάνω. «Οι πλέον απίθανες πρακτικές αποκλείονται πριν από κάθε εξέταση, ως αδιανόητες, μέσα απ' αυτό το είδος της άμεσης υποταγής στην τάξη που τείνει να καθιστά την ανάγκη αρετή, δηλαδή να αρνείται το μη αποδεκτό και να επιθυμεί το αναπόφευκτο». Υπάρχουν πράγματα και δυνατότητες που αποκλείουμε χωρίς καμιά εξέταση λόγω του ότι είναι αδιανόητα για εμάς, για λόγους κοινωνικούς-ταξικούς-πολιτιστικούς-βιωματικούς που αφορούν επίσης την ανακλαστική αυτο-αντίληψη μας. Αυτό το άκαμπτο πλαίσιο θέτει συγχρόνως τα περιθώρια κίνησης μας. Το habitus είναι «παρελθόν που επιβιώνει στο παρόν και διαιωνίζεται στο μέλλον με την επανενεργοποίηση του στις δομημένες σύμφωνα με τις αρχές του πρακτικές, εσωτερικός νόμος μέσω του οποίου ασκείται συνεχώς ο νόμος των εξωτερικών αναγκαιοτήτων, μη αναγώγιμος στους άμεσους περιορισμούς της συγκυρίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου