Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Μια παράξενη απουσία μέλλοντος*

 

 του Χρήστου Λάσκου

 

Λίγοι σήμερα υποκύπτουν στην εμπρηστική γοητεία του οράματος που προδιέγραψε πρώτος ο Μαρξ. Αν αυτό αποτελεί μορφή ηθικής προόδου, δύσκολα θα το ισχυριζόμασταν.

 – Μαρκ Μαζάουερ

 

 

Ποτέ, ίσως, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έχει συμβεί τόσοι πολλοί άνθρωποι να διαμαρτύρονται ταυτόχρονα για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τις συνθήκες διαβίωσης και τους εργασιακούς όρους, που διαμορφώνει η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία τής αγοράς. Την ίδια στιγμή, αυτή η, διαρκώς ογκούμενη, αγανάκτηση στερείται κάθε αίσθησης κανονιστικού προσανατολισμού, είναι παράξενα βουβή κι εσωστρεφής. Η οργή είναι αποσυνδεδεμένη από κάθε όραμα για ένα καλύτερο κόσμο, πράγμα πρωτοφανές στην ιστορία των νεωτερικών κοινωνιών.

Με αυτές τις διαπιστώσεις ο Άξελ Χόνετ μας εισαγάγει στο θέμα τού βιβλίου του. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, όπως δηλώνει και ο τίτλος τού βιβλίου –Η ιδέα του σοσιαλισμού– ενδιαφέρεται για την έκλειψη αυτού που, για πολύ καιρό, υπήρξε το αντίπαλο δέος τής παρούσας εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής θέσμισης της κοινωνίας. Που, για μεγάλο, μάλιστα, διάστημα και για μεγάλο αριθμό ανθρώπων, θεωρήθηκε όχι μόνον ευκταίο, αλλά και απολύτως δυνατό. Και το οποίο είναι ανάγκη να ξαναστηθεί στα πόδια του, αν θέλουμε να γίνει και πάλι δυνατή μια καλύτερη κοινωνία.

Ο λόγος που επέλεξα να παρουσιάσω και να συστήσω θερμά την Ιδέα του σοσιαλισμού είναι τριπλός. Καταρχήν, το ίδιο το θέμα είναι εξαιρετικά ελκυστικό, ενώ η σε βάθος πραγμάτευσή του είναι όρος για τη διαμόρφωση μιας χειραφετητικής πολιτικής. Επιπλέον, ο Χόνετ δεν ξεπέφτει στις γνωστές -και καθόλου αθώες- κοινοτοπίες τής εποχής, που αντιμετωπίζουν την μαζική αγανάκτηση και την απελπισμένη οργή τής πλειοψηφίας ως επικίνδυνες λαϊκιστικές οιμωγές, ανορθολογικές και επικίνδυνες. Τέλος, το ύφος τής ανάλυσης είναι εξαιρετικό (κι εδώ τα εύσημα, προφανώς, ανήκουν και στη μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη), σχεδόν λογοτεχνικό – πράγμα εξαιρετικής σημασίας, όταν πρόκειται για κείμενο τόσο πυκνό και περιεκτικό.

Για τον Χόνετ, ο κόσμος μας θα πρέπει να αλλάξει ριζικά. Η πολιτική του τοποθέτηση, έχω την αίσθηση, τον φέρνει κοντύτερα στην σοσιαλδημοκρατία παρά στις ριζοσπαστικές εκδοχές τής Αριστεράς -κι εδώ, προφανώς, δεν ανήκουν οι εναπομείνασες σταλινικές οργανώσεις. Σε αντίθεση, όμως, με τους τωρινούς σοσιαλδημοκράτες και, εν γένει, κεντροαριστερούς, ενδιαφέρεται όχι για τη βελτίωση του καπιταλισμού – η οποία, άλλωστε, πια θα πρέπει να αποδειχτεί πως δεν αποτελεί την κατεξοχήν χίμαιρα- αλλά για την επαναφορά τού σοσιαλισμού ως κανονιστικού οράματος για μια καταστατικά «άλλη» κοινωνία. Η συγκαιρινή μας σοσιαλδημοκρατία χρησιμοποιεί -στον τίτλο της και μόνο, πουθενά αλλού- τον όρο χωρίς, πλέον, το παραμικρό περιεχόμενο. Ως μετέωρο σημαίνον, άδειο και επιδεχόμενο «όλα τα περιεχόμενα», όπως, κατά προφανή ειρωνεία, το θέτουν για τον λαϊκισμό οι θεωρητικοί του, με πρώτο τον Λακλάου. Η λέξη σοσιαλισμός, λοιπόν, αντιστοιχεί σε μια soft, ισχνή και ρηχή ιδεολογία, που, όπως έδειξε και η πρόσφατη ιστορία, πάει με όλα – ακόμη και με τον θατσερισμό.

Αντίθετα, για τον Χόνετ, ο σοσιαλισμός συνιστά μια «βαθιά» ιδεολογία. Η οποία αναδεικνύει πόσο η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση έμεινε μετέωρη και ανολοκλήρωτη στο μέτρο που, με δεδομένη τη φιλελεύθερη σύλληψη της ελευθερίας ως περιορισμένης στην επιδίωξη ιδιωτικών συμφερόντων, έκανε αδύνατη την υλοποίηση των δύο άλλων συστατικών τού επαναστατικού προτάγματος, δηλαδή, της ισότητας και της αδελφότητας-αλληλεγγύης. Όπως χαρακτηριστικά το θέτει, «ο κανονιστικός στόχος τής αδελφοσύνης και της αλληλοϋποστήριξης δεν μπορεί να υλοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο, για τον λόγο ότι ο άλλος στόχος, εκείνος της ελευθερίας, δεν γίνεται αντιληπτός παρά μόνο στις κατηγορίες ενός ιδιωτικού εγωισμού, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στις ανταγωνιστικές σχέσεις τής καπιταλιστικής αγοράς» (σελ. 35).

Ο σοσιαλισμός αποτελεί ριζική τομή στο μέτρο που αντιλαμβάνεται την «ελευθερία τού καθενός» όχι ως «φραγμό», αλλά ως «μέσο» για την ελευθερία όλων των άλλων. «Σε μια «ένωση ελεύθερων παραγωγών», όπως πρόκειται να αποκληθεί σε [σοσιαλιστικά] γραπτά, τα μέλη [της κοινωνίας] δεν συνδέονται πια μεταξύ τους μέσω μιας ανώνυμης σύμπλεξης των ατομικών σκοπών τους, αλλά μοιράζονται την έγνοια για την αυτοπραγμάτωση όλων των άλλων» (σελ. 43). Ο Χόνετ θα συνεχίσει επισημαίνοντας πως οι ανθρώπινες ανάγκες απαιτούν για την ικανοποίησή τους τη σύμπραξη άλλων υποκειμένων. Θα παραπέμψει στον Χέγκελ, για να υπογραμμίσει -αντίθετα προς τα φιλελεύθερα δόγματα- πως τα υπόλοιπα, εκτός του ιδιώτη εμού, μέλη της κοινωνίας μπορούν πλέον να θεωρηθούν όχι ως δυνάμει υπαίτιοι περιορισμού των προθέσεων του καθενός, αλλά ως απαραίτητοι συνεργάτες για την πραγμάτωσή τους. Έτσι ώστε να ενεργούμε όχι μόνο «με τον άλλο», αλλά και «για τον άλλο». «[Τ]α άτομα δεν μπορούν να κάνουν χρήση τής αυτονομίας τους όσο δεν ζουν σε μια κοινότητα που να θέτει στη διάθεσή τους συγκεκριμένες δυνατότητες υλοποίησης των εκάστοτε επιδιωκόμενων στόχων τους» (σελ. 52). «Αυτή η ολιστική αντίληψη, το να θεωρείται δηλαδή η αλληλέγγυα κοινότητα και όχι πια το μεμονωμένο άτομο φορέας τής ελευθερίας που πρέπει να υλοποιηθεί, αποτέλεσε την αφετηρία τού σοσιαλιστικού κινήματος» (σελ. 54).

Με δυο λόγια, η επιδίωξη της κοινωνικής ελευθερίας, της μόνης δυνατής, θα έλεγα, είναι η ορθολογική κατάληξη της επανάστασης.

Μόνο που η ισχυρή αυτή ιδέα, σύμφωνα με τον Χόνετ, αυτοπεριορίστηκε στον οικονομικό τομέα, ενώ η επέκταση της δράσης της τόσο στον πολιτικό όσο και στον ιδιωτικό χώρο θα την έκανε ακόμη ισχυρότερη. Η επιδίωξη, δηλαδή, της κοινωνικής ελευθερίας σε όλους τους τομείς τής κοινωνικής και προσωπικής ζωής ήταν sine qua non όρος για μια καθολική και βιώσιμη υλοποίηση των επαναστατικών στόχων τού 1789 (ή του 1793; Χ.Λ.). Ο ενδιάθετος, ωστόσο, οικονομισμός τού ιστορικού σοσιαλισμού και η αδυναμία του να αντιληφθεί την προϊούσα λειτουργική διαφοροποίηση της κοινωνίας δεν επέτρεψε την κατανόηση αυτού του προφανούς.

Αυτό, σε συνδυασμό με την ιδέα πως το ήδη υπαρκτό  και διαρκώς αυξανόμενο προλεταριάτο αποτελεί την κατεξοχήν δύναμη μετασχηματισμού, καθώς και με την πίστη στον αναπόφευκτο θρίαμβο του σοσιαλισμού στο μέτρο που οι δεδομένες παραγωγικές σχέσεις θα καταρρεύσουν νομοτελειακά στο εγγύς μέλλον, είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση, προϊόντος του χρόνου και των αλλαγών που αυτός έφερε, από την πραγματικότητα. Και, επομένως, μας εμπόδισε, για πολύ καιρό, «να αντιληφθούμε την ιστορική εξέλιξη ως μια διαρκώς ανανεούμενη σειρά προκλήσεων, η δυνατότητα των οποίων να επιφέρουν κοινωνικές βελτιώσεις δεν θα μπορούσε να διερευνηθεί παρά μόνο μέσω πειραματισμών και δοκιμών» (σελ. 89).

Μπορεί, άραγε, να διορθωθούν τα παραπάνω; Μπορεί ο σοσιαλισμός, η σύλληψη μιας πραγματικά «άλλης ζωής», να επανέλθει στο προσκήνιο; Μπορεί να αρθεί αυτή η βαριά καταθλιπτική αίσθηση της απουσίας μέλλοντος, αυτός ο «παροντισμός» που δεν συντηρεί μόνον ίδια τα πράγματα, αλλά τα κάνει χειρότερα;

Κατά την γνώμη τού Χόνετ και μπορεί και είναι αναγκαίο.

Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να αρθούν οι παραπάνω περιγραφόμενοι περιορισμοί τού ιστορικού σοσιαλισμού. Έτσι ώστε, να ανοίξει ο δρόμος για ένα εκτεταμένο πεδίο κοινωνικών πειραματισμών, που μέσα από δοκιμή και λάθος θα επεκτείνει διαρκώς τον χώρο τής κοινωνικής ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλοϋποστήριξης, δηλαδή, του σοσιαλισμού. Εδώ, ο Καστοριάδης, ο Χάμπερμας, ο Ντιούι, αλλά και ο Έρικ Όλιν Ράιτ , έχουν πολλά να μας μάθουν. Κυρίως, επισημαίνοντας πως υπάρχει μια τάση «διεύρυνσης των ορίων τής επικοινωνίας και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, που διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία» (σελ. 128) και επιτρέπει να αισιοδοξούμε πως τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν πολύ.

«Τελειωμένη ιστορία μοιάζει η πεποίθηση περί μιας εγγενούς στον καπιταλισμό τάσης αυτοκαταστροφής, τελειωμένη και η ελπίδα για μια γεννημένη από τον καπιταλισμό τάξη, που φέρει εντός της το σπέρμα τού καινούργιου» (σελ. 185). Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ανανεώσουμε το παλαιό όραμα μιας οικονομικά διευθυνόμενης κοινωνίας με εκείνο μιας, σε όλους τους κοινωνικούς τομείς,  δημοκρατικής μορφής ζωής.

Ο Χόνετ συγκεφαλαιώνει, με εξαιρετικό τρόπο, μέρος των κριτικών που έχουν ασκηθεί στον σοσιαλισμό, στον μαρξισμό, για να είμαστε πιο ακριβείς, και παρουσιάζει την πρότασή του με εμβρίθεια και εντιμότητα. Από αυτήν την άποψη, σε αντίθεση με την μεγάλη πλειοψηφία των  σοσιαλδημοκρατών, μας προσφέρει ένα έργο, που η μελέτη του είναι χρήσιμη ακόμη και για την «ριζοσπαστικότερη» των Αριστερών. Η ανάγνωσή του συστήνεται ανεπιφύλακτα, μ’ όλο που έχω πλείστες όσες αντιρρήσεις.

Φυσικά, δεν μπορώ να τις αναπτύξω εδώ ούτε στοιχειωδώς.  Αξιοποιώντας ένα μόνο, πρωτόλειο μάλιστα, έργο τής πρώιμης σοσιαλιστικής γραμματείας, το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, θα παραθέσω -με δικά μου λόγια, συχνότερα- κάποιες διατυπώσεις, που, νομίζω, δείχνουν πόσο ο Μαρξ, τουλάχιστον, δεν ήταν καθόλου ανυποψίαστος για όσα τού καταλογίζονται ως «άγνοια».

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως μιλούσε όχι για εργατική τάξη, αλλά για εργατικές τάξεις, στον πληθυντικό, κάθε άλλο παρά έχοντας την ιδέα τού ήδη, αντικειμενικά δοσμένου, «υποκειμένου» τής σοσιαλιστικής επανάστασης. Μόνο η πολιτική παρέμβαση θα διαμόρφωνε την τάξη ως αυτόνομη και αυτοσυνείδητη συλλογικότητα: χωρίς αυτήν τίποτε. Σε ό,τι αφορά δε την πορεία τής ταξικής διαμόρφωσης δεν κατανοώ πραγματικά γιατί τού αποδίδεται αστοχία, όταν, σήμερα, στις ανεπτυγμένες οικονομικά μητροπόλεις τού καπιταλισμού η μισθωτοποίηση αγγίζει το 90% του πληθυσμού, ενώ στην εποχή τού Μαρξ η μεγάλη πλειοψηφία ήταν αγρότες και μικροτεχνίτες.

Το ό,τι η κατάσταση είναι «σύνθετη και πολύπλοκη» δεν υποδεικνύει κάτι για τον Μαρξ, παρά για τα καθήκοντα των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών. Και μην πει κανείς πως η μαρξική προσέγγιση έχει εμμονή με τη βιομηχανική εργατική τάξη – ο ίδιος φρόντισε να εξηγήσει πως π.χ.  και ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός είναι μέλος τού προλεταριάτου, εφόσον δεν έχει στην ιδιοκτησία του τίποτε πέραν της εργασιακής του δύναμης.

Επιπλέον, καθόλου, μ’ όλο που κάποιες «ενθουσιώδεις» διατυπώσεις μπερδεύουν τα πράγματα, δεν υπήρχε μια αίσθηση «κομμουνιστικού αναπόφευκτου», στο μέτρο που μπροστά βρισκόταν το δίλημμα «σοσιαλισμός ή ερείπια». Και στο ενδιάμεσο μια εξέλιξη του καπιταλισμού, της οποίας η μαρξική περιγραφή αποδείχτηκε τόσο ακριβής, που δεν μπορεί παρά να προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό – 150 χρόνια πριν, η «παγκοσμιοποίηση» προβλέπεται με απίστευτη ακρίβεια και γλαφυρότητα. Επανέρχομαι: Η επανάσταση δεν έκρυβε καμιά νομοτέλεια. Όπως γράφηκε το 1847 ήδη, «σε περίπτωση επανάστασης» κλπ. κλπ.  Σε περίπτωση – αν και εφόσον.

Σε ό,τι αφορά τώρα τη δημοκρατία και την ατομική αυτοδιάθεση, μεταφέρω κατά λέξη.

«Παρουσιάστηκε έτσι η ποθητή ευκαιρία στον «αληθινό σοσιαλισμό» να αντιπαραθέσει στο πολιτικό κίνημα τις σοσιαλιστικές διεκδικήσεις, να εξακοντίσει τα κληρονομημένα αναθέματα ενάντια στον φιλελευθερισμό, στην αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, στον αστικό ανταγωνισμό, στην αστική ελευθερία τού τύπου, στο αστικό δίκαιο, στην αστική ελευθερία και ισότητα, και να διακηρύξει προς τις λαϊκές μάζες πως τίποτα δεν έχουν να κερδίσουν ακολουθώντας το αστικό κίνημα, κι ακόμα περισσότερο, θα τα χάσουν όλα». Δεν μοιάζει σαν κριτική στον ίδιο τον Μαρξ, όπως παρουσιάζεται σήμερα, από τον ίδιο τον Μαρξ; Και, για μεγαλύτερη σαφήνεια: «[Τ]ο πρώτο βήμα στην επανάσταση [για το προλεταριάτο…] είναι να κερδίσει τη μάχη τής δημοκρατίας». Βλέπουμε, λοιπόν, πολλή πολιτική και ελάχιστη «νομοτέλεια». Αυτή η δέσμευση, άλλωστε, στην πολιτική είναι που ξεχωρίζει τον μαρξικό σοσιαλισμό από τον αναρχισμό, όπως σημειώνει ο Χομπσμπάουμ. Η σύστοιχη δέσμευση στη δημοκρατία με τη βαθύτερη έννοια εμφανίζεται στο δεδομένο πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο τής ίδιας τής εργατικής τάξης». Γι’ αυτό, άλλωστε, η πρώιμη επαναστατική φιλολογία «είναι αντιδραστική. Διδάσκει ένα γενικό ασκητισμό και μια χοντροκομμένη εξίσωση».

Και τι είναι η αταξική κοινωνία τού μέλλοντος; Μια ένωση, «όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». Προσοχή! Πρώτα «του καθενός», μετά «όλων». Ο στόχος είναι η ατομική αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων. Οι κοινωνικές αλλαγές είναι μέσα για την επίτευξη αυτού.

Θα κλείσω λίγο παράξενα. Με τις Αναμνήσεις του Τοκβίλ, όπως μεταφέρονται από τον Γεράσιμο Βώκο, στον πρόλογο της έκδοσης του Μανιφέστου από το «Βήμα»:

«Αλλά ένας οξυδερκής παρατηρητής και μεγάλος πολιτικός συγγραφέας, ο Τοκβίλ, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων  στο Παρίσι, σημειώνει […] το λόγο που εκφώνησε στο Κοινοβούλιο στις αρχές του 1848: «Πολύ σύντομα ο πολιτικός αγώνας θα γίνει ανάμεσα σε αυτούς που έχουν και σε αυτούς που δεν έχουν. Το μεγάλο πεδίο μάχης θα είναι η ιδιοκτησία […]». Απευθυνόμενος στους συναδέλφους του κοινοβουλευτικούς, τούς ρωτάει: «Μα δεν βλέπετε ότι τα πάθη (των εργαζόμενων τάξεων) από πολιτικά έχουν γίνει κοινωνικά;». Και […], θυμίζοντάς τους την κατάρρευση του καθεστώτος το 1830: «Πιστεύετε πως ήταν σύμπτωση; […] Όχι, κύριοι, υπάρχει μια άλλη αιτία: η τάξη που κυβερνούσε τότε είχε γίνει ανίκανη να κυβερνήσει, λόγω της αδιαφορίας της, του εγωισμού της και της διαφθοράς της».

Λόγια στον βρόντο, γιατί ο αριστοκράτης Τοκβίλ γνωρίζει καλά ότι: «Όλοι οι πολιτικοί άνδρες είχαν συνηθίσει, κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς κοινοβουλευτικής κωμωδίας να χρωματίζουν πέρα από κάθε μέτρο την έκφραση των συναισθημάτων τους, να υπερβάλλουν με τρόπο υβριστικό τις σκέψεις τους και να γίνουν έτσι ελάχιστα ικανοί να μετρήσουν το πραγματικό και το αληθινό». Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αναρωτιέται μελαγχολικά ο Τοκβίλ, όταν η ανατροπή μιας κυβέρνησης «απειλεί την περιουσία τού ενός, κάνει τον άλλο να φοβάται για την προίκα τής κόρης του, ενώ ο τρίτος αγωνιά για τη σταδιοδρομία τού γιου του;». Παρατηρώντας τους συναδέλφους του στο Κοινοβούλιο, ο Τοκβίλ τολμάει, για λογαριασμό του τώρα, την εξής σύγκριση: «Συνέκρινα μέσα μου όλους αυτούς τους νομοθέτες με σκυλολόι που το τραβάει κάποιος από τη γούρνα, με το στόμα του ακόμη μισογεμάτο»».

Αν ο Μαρξ κατηγορείται για «αυταρχική μισαλλοδοξία», τι να πει κανείς για τον Τοκβίλ, όταν μιλά για τους συναδέλφους του;

Το πολύτιμο βιβλίο τού Χόνετ, επαναφέροντας τη συζήτηση για την Ιδέα του σοσιαλισμού, μας δίνει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε όλα αυτά και πολλά ακόμη αναγκαία, αν θέλουμε, πραγματικά, να αλλάξει ο κόσμος.

-------------------

* Axel Honneth, Η ιδέα του σοσιαλισμού (μετάφραση: Μαρία Τοπάλη (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2018), σελ. 220

 

Πηγή alterthess

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου