Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Υπάρχει Λακανική Αριστερά;

Αναδημοσίευση από: www.rednotebook.gr

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Γιάννη Σταυρακάκη, «Η λακανική αριστερά», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Σαββάλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή (1η έκδοση: «The Lacanian Left: Psychoanalysis, Theory, Politics», Εδιμβούργο/Albany: Edinburgh University Press/State University of New York Press). Ευχαριστούμε θερμά το συγγραφέα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου

Του Γιάννη Σταυρακάκη

Ο πολιτικός Λακάν

Τα τελευταία χρόνια, η ψυχανάλυση, και ιδιαίτερα η λακανική θεωρία, έχει αναδυθεί ως μία από τις σημαντικότερες πηγές έμπνευσης για τον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας και της κριτικής ανάλυσης. Αυτό αναγνωρίζεται πλέον ακόμη και από την ορθόδοξη πολιτική επιστήμη. Για παράδειγμα, σε μια κριτική που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Βritish Journal of Politics and International Relations –ένα από τα περιοδικά της Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών [Political Studies Association] της Μεγάλης Βρετανίας–, και η οποία φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο “The Politics of Lack”, διαβάζουμε ότι «μια προσέγγιση στην πολιτική που πηγάζει από τη λακανική ψυχανάλυση γίνεται τελευταία όλο και πιο δημοφιλής στους θεωρητικούς [...]. Πράγματι, αυτή η προσέγγιση στη θεωρητικοποίηση της πολιτικής υπολείπεται σε επιρροή μόνο του αναλυτικού φιλελευθερισμού» (Robinson, 2004: 259). Το γεγονός αυτό καθαυτό προκαλεί βέβαια έκπληξη• ποιoς θα μπορούσε να το προβλέψει δέκα χρόνια πριν; Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι ότι το έργο του Ζακ Λακάν χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο από μείζονες πολιτικούς θεωρητικούς και φιλοσόφους που συνδέονται με την αριστερά.

Γιατί είναι τόσο εντυπωσιακό αυτό; Μα ακριβώς επειδή ο Λακάν ήταν πάνω απ’ όλα ένας ενεργός ψυχαναλυτής χωρίς φανερούς δεσμούς με την αριστερά, χωρίς καν δεδηλωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι ήταν και απολιτικός. Μπορεί κανείς σίγουρα να ανιχνεύσει έναν (αντιουτοπικό) ριζοσπαστισμό στον Λακάν, αν και οι πολιτικές του προεκτάσεις δεν διατυπώνονται συνήθως ρητά. Στο θεωρητικό επίπεδο, για παράδειγμα, η κριτική του στην αμερικανική «Ψυχολογία του Εγώ» εκφράζεται ενίοτε με οιονεί πολιτικούς όρους, που απορρίπτουν μια «κοινωνία στην οποία οι αξίες αποκρυσταλλώνονται με βάση μια κλίμακα φορολογίας εισοδήματος» (Lacan, 1990: 110) και τον «αμερικανικό τρόπο ζωής» (Lacan, 1982: 164). Στον διάσημο λόγο της Ρώμης (1953), το πρώτο του ψυχαναλυτικό μανιφέστο, ο Λακάν ασκεί ρητά κριτική στον αμερικανικό καπιταλισμό και στην κοινωνία της αφθονίας (Λακάν, 2005), ενώ αργότερα θα συνδέσει τον ορισμό που δίνει στην «υπεραπόλαυση» (plus de jouir/surplus enjoyment) με την εννοιολόγηση της «υπεραξίας» από τον Μαρξ, φανερώνοντας έτσι τις λειτουργίες της απόλαυσης (jouissance) στα θεμέλια της καπιταλιστικής τάξης (Lacan, 1991: 19). Αλλά, όπως και ο Φρόιντ, δεν έπαψε να αντιμετωπίζει με έντονο σκεπτικισμό την επαναστατική πολιτική. Ο Πωλ Ρόμπινσον έχει χαρακτηρίσει τον Φρόιντ «ριζοσπαστικό αντιουτοπιστή», με την έννοια ότι η πρακτική και η θεωρία του, παρά τον διακριτό ιστορικό πεσιμισμό της, αρνείται να προσαρμοστεί στην καθεστηκυία πολιτική τάξη (Robinson, 1969: 3). Η θέση του Λακάν δεν απέχει και πολύ: Η ψυχανάλυση υποσκάπτει τις καθιερωμένες ορθοδοξίες αλλά ταυτόχρονα δυσπιστεί απέναντι στις ουτοπικές φαντασιώσεις, και αυτή η δυσπιστία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της αληθινά ανατρεπτικής της αιχμής.

Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Λακάν είχε αρκετές προσωπικές εμπειρίες από την κουλτούρα της διαμαρτυρίας στην εποχή του. Για παράδειγμα, σε ένα γράμμα που απευθύνει στον Ντόναλντ Γουίνικοτ, γραμμένο τον Αύγουστο του 1960, αναφέρεται στην κόρη της συζύγου του, Λοράνς, σχολιάζοντας ότι «μας ταλαιπώρησε πολύ (αλλά μας έκανε και περήφανους) αυτόν το χρόνο, καθώς συνελήφθη για τις πολιτικές τις σχέσεις» και προσθέτει: «Έχουμε επίσης έναν ανιψιό, που ζούσε στο σπίτι μου την περίοδο των σπουδών του σαν να ήταν γιος μας, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα σε ποινή κάθειρξης δύο ετών για την αντίστασή του στον Πόλεμο της Αλγερίας» (Lacan, 1990: 77). Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του 1968, ο Λακάν συμμετέχει στην απεργία των διδασκόντων και αναστέλλει το σεμινάριό του• συναντιέται μάλιστα και με τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, έναν από τους ηγέτες των φοιτητών (Roudinesco, 2007: 569-570). Το όνομά του συνδέεται με τα γεγονότα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν θα πρέπει να μας παραξενέψει λοιπόν το γεγονός ότι, όταν απαγορεύθηκε το σεμινάριό του στην École Normale (1969), το κλίμα του Μάη του 1968 ξαναζωντάνεψε: το γραφείο του διευθυντή της École κατελήφθη από διαδηλωτές τους οποίους απομάκρυναν τελικά ένοπλοι αστυνομικοί.

Ωστόσο, η σχέση είναι δύσκολη και περίπλοκη. Το 1969, για παράδειγμα, ο Λακάν προσκαλείται να μιλήσει στη Βενσέν, αλλά είναι προφανές ότι αυτός και οι φοιτητές κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος. Η συζήτηση τελειώνει ως εξής:

[Η] επιδίωξη της επανάστασης έχει μόνο μία δυνατή κατάληξη, πάντοτε, το λόγο του κυρίου. Αυτό έχει δείξει η εμπειρία. Εκείνο που επιδιώκετε ως επαναστάτες είναι ένας Κύριος. Θα τον έχετε ...γιατί παίζετε το ρόλο των ειλώτων αυτού του καθεστώτος. Δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Το καθεστώς σάς βγάζει στο κλαρί• λέει: «Δείτε τους να γαμιούνται...». (Lacan, 1990: 126)

Μια παρόμοια εμπειρία σημάδεψε τη διάλεξή του στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν στις 13 Οκτωβρίου 1973, όταν τον διέκοψε και τελικά του επιτέθηκε ένας φοιτητής που άδραξε την ευκαιρία για να μεταδώσει το (καταστασιακό) επαναστατικό του μήνυμα. Το επεισόδιο, το οποίο έχει κινηματογραφήσει η Φρανσουάζ Βολφ, κλείνει με τον Λακάν να προβαίνει στο ακόλουθο σχόλιο:

Όπως μόλις είπε, θα πρέπει όλοι να συμμετέχουμε σε αυτό... θα πρέπει να συστρατευθούμε για να πετύχουμε... αλήθεια, τι ακριβώς; Τι σημαίνει οργάνωση αν όχι μια νέα τάξη [ordre]; Μια νέα τάξη είναι η επιστροφή ενός στοιχείου που –αν θυμάστε την αρχή από την οποία ξεκίνησα– είναι η τάξη του λόγου του κυρίου.... Αυτή είναι η λέξη που δεν αναφέρθηκε, αλλά είναι η λέξη ακριβώς στην οποία παραπέμπει λογικά η κάθε οργάνωση.

Όπως κι αν έχει, οι σημερινές προσπάθειες να διερευνηθεί η σημασία του έργου του για την κριτική πολιτική θεωρία δεν θεμελιώνονται στη βιογραφία του Λακάν ούτε την προϋποθέτουν, παρ’ ότι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, θα πρέπει να πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη τον αντιουτοπικό ριζοσπαστισμό του. Επιχειρούν μια συνάρθρωση ανάμεσα στην κριτική πολιτική ανάλυση και τη λακανική θεωρία που δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων και η οποία, όπως θα δούμε, μπορεί να επιτευχθεί με ποικίλους τρόπους. Έτσι, για να μνημονεύσω λίγα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ έχει επεξεργαστεί «έναν εκρηκτικό συνδυασμό της λακανικής ψυχανάλυσης με τη μαρξιστική παράδοση», όπως τον χαρακτηρίζει, για να «αμφισβητήσει τις ίδιες τις προϋποθέσεις του κυκλώματος του κεφαλαίου»• O Αλέν Μπαντιού έχει επανιδιοποιηθεί τον Λακάν στον ορίζοντα της «ριζοσπαστικής ηθικής του συμβάντος» που έχει διατυπώσει• επισημαίνοντας ότι «η λακανική θεωρία συνεισφέρει κρίσιμα εργαλεία για τη διατύπωση μιας θεωρίας της ηγεμονίας», ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ συμπεριέλαβαν την ψυχανάλυση στη λίστα των σύγχρονων θεωρητικών ρευμάτων που αναγνωρίζουν ως «όρους για την κατανόηση της διεύρυνσης των κοινωνικών αγώνων η οποία χαρακτηρίζει το σημερινό στάδιο της δημοκρατικής πολιτικής, και για τη διατύπωση ενός νέου οράματος για την αριστερά με όρους ριζοσπαστικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας» (Laclau & Mouffe, 2001: xi).

Προφανώς, η λακανική θεωρία δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από όλους αυτούς τους συγγραφείς. Στο έργο του Ζίζεκ, για παράδειγμα, ο Λακάν αποτελεί σταθερή και πρωταρχική αναφορά, ενώ για τον Λακλάου και τη Moυφ το έργο του είναι απλώς μία αναφορά μεταξύ άλλων, αν και αποκτά όλο και πιο προνομιακή θέση. Ούτε και η αριστερά νοείται με ταυτόσημο τρόπο από όλους τους παραπάνω θεωρητικούς. Για παράδειγμα, για τον Λακλάου και τη Moυφ η δημοκρατική επανάσταση εξακολουθεί να λειτουργεί ως το τελικό πλαίσιο για κάθε πολιτική της αριστεράς, ενώ για τον Zίζεκ η δημοκρατία φαίνεται ότι αποτελεί ένα σημαίνον που έχει χάσει κάθε πολιτική σημασία και επικαιρότητα για την προοδευτική πολιτική ατζέντα – ιδιαίτερα λόγω της σύνδεσής της με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και την εργαλειακή της χρήση στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ωστόσο, η δυνατότητα και μόνο της διατύπωσης αυτών των διαφορετικών θέσεων προϋποθέτει σαφώς την αργή ανάδυση ενός νέου θεωρητικο-πολιτικού ορίζοντα: αυτόν τον ευρύ ορίζοντα ονομάζω «λακανική αριστερά». Η συγκεκριμένη έκφραση δεν προτείνεται ως μια αποκλειστική ή περιοριστική κατηγοριοποίηση αλλά ως ένα σημαίνον που μπορεί να επιστήσει την προσοχή μας στην ανάδυση ενός διακριτού πεδίου θεωρητικών και πολιτικών παρεμβάσεων, οι οποίες διερευνούν με σοβαρότητα τη σημασία του έργου του Λακάν για την κριτική των σύγχρονων ηγεμονικών καθεστώτων. Στο επίκεντρο αυτού του αναδυόμενου πεδίου θα τοποθετούσε κανείς την ενθουσιώδη προώθηση του Λακάν από τον Ζίζεκ• δίπλα της –σε μια υγιέστερη απόσταση, θα έλεγαν μερικοί– τις εμπνευσμένες από τον Λακάν επεξεργασίες του Λακλάου και της Moυφ• στην περιφέρεια θα πρέπει να τοποθετήσουμε την κριτική θεώρηση του Λακάν από στοχαστές όπως ο Καστοριάδης και η Τζούντιθ Μπάτλερ, που λειτουργούν συχνά ως οι εσωτερικοί, οικείοι «άλλοι» ή αντίπαλοί του, και ακροβατούν ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό του εν λόγω πεδίου.

Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα πεδίο ετερογενές. Ο όρος «λακανική αριστερά» δεν αναφέρεται σε ένα είδος προϋπάρχουσας ενότητας ή ουσίας που συνδέει όλα αυτά τα ποικιλόμορφα θεωρητικοπολιτικά εγχειρήματα. Με αληθινά λακανικό πνεύμα, θα μπορούσε κανείς να διακηρύξει ότι η λακανική αριστερά «δεν υπάρχει!», πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιβάλλεται στη θεωρητικοπολιτική σφαίρα ως μια ομοιογενής, πλήρης θετικότητα. Στην πραγματικότητα, παραδόξως, η ίδια της η διαίρεση αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της ανάδυσής της, καθώς –όπως όλοι γνωρίζουν– υπάρχει μόνο ένα τεστ που μπορεί να φανερώσει –πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως λένε– αν υπάρχει πράγματι ή όχι ένα τέτοιο πεδίο. Όπου υπάρχει αριστερά αναπτύσσεται αναπόφευκτα μια διαίρεση ανάμεσα σε μια υποτιθέμενη «γνήσια» αριστερά και μια «ψευδεπίγραφη» αριστερά, ανάμεσα σε επαναστάτες και ρεφορμιστές. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λακανική μας αριστερά. Στο επιχείρημα του Άντριου Ρόμπινσον, για παράδειγμα, συναντά κανείς τον διαχωρισμό ανάμεσα σε μια «ρεφορμιστική» (Λακλάου, Moυφ και σία) και μια υποτιθέμενη «επαναστατική» (Zίζεκ) λακανική θεωρία (Robinson, 2004: 265). Εύλογα λοιπόν η «λακανική αριστερά» είναι ένα σημαίνον που ξεγλιστρά διαρκώς από τα πιθανά της σημαινόμενα. Με αυτή την έννοια, όταν μιλά κανείς για τη «λακανική αριστερά», ως ένα βαθμό την κατασκευάζει. Εξάλλου, όπως γνωρίζουμε, η ανάδυση ενός πράγματος –οποιουδήποτε αντικειμένου του λόγου– δεν μπορεί να αποσυνδεθεί οντολογικά από την επιτελεστική διαδικασία της κατονομασίας του.

Συνεπώς το κρίσιμο ερώτημα είναι: Πώς θα πρέπει να προσανατολιστεί αυτή η κατασκευή; Οπωσδήποτε, ο στόχος δεν είναι να επιδοθούμε σε ένα είδος ολοποιητικού εγχειρήματος που θα καθοδηγείται από τη φαντασίωση ότι κτίζει τη νέα θεμελίωση της θεωρίας, της ανάλυσης και της πολιτικής πράξης. Εκτός του ότι είναι αλαζονική και πολιτικά αφελής, μια τέτοια επιδίωξη θα ερχόταν σε αντίφαση με καθετί χρήσιμο έχει να προσφέρει στις θεωρητικοπολιτικές μας αναζητήσεις το ιδιαίτερο, λακανικό είδος θεωρητικού λόγου. Με την έννοια αυτή, η «λακανική αριστερά» δεν μπορεί παρά να είναι το σημαίνον της ίδιας της διαίρεσής της, μιας διαίρεσης που δεν θα πρέπει να απωθείται ή να γίνεται αντικείμενο απάρνησης αλλά, αντιθέτως, να υπογραμμίζεται και να καθίσταται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ξανά και ξανά ως κάτι άκρως παραγωγικό, ως το πεδίο όπου συναντούμε –μέσα στον ίδιο τον θεωρητικό λόγο– το καταστατικό χάσμα ανάμεσα στο συμβολικό και το πραγματικό, στη γνώση και την αλήθεια, στο κοινωνικό και το πολιτικό.

[...] Μέχρι τώρα, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ενδελεχής χαρτογράφηση της αναδυόμενης λακανικής Αριστεράς, δεν έχει επιχειρηθεί καμία λεπτομερής εξέταση των συγκλίσεων και των αποκλίσεων ανάμεσα στα διακριτά ερευνητικά προγράμματα που δραστηριοποιούνται σε αυτό το θεωρητικό πεδίο, δεν έχει γίνει καμία καταγραφή της ακριβούς θέσης τους σε αυτό, ούτε έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική αξιολόγηση της σημασίας των βασικών επιχειρημάτων που διακινούνται στο εν λόγω πεδίο σε σχέση με την ανάλυση συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων. Το ανά χείρας βιβλίο επιδιώκει να αναμετρηθεί με αυτό το κενό.

Αυτό θα επιχειρηθεί πρώτα απ’ όλα μέσα από μια σειρά κριτικών αναγνώσεων της πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας. Οι εν λόγω αναγνώσεις θα καταλάβουν το πρώτο μέρος του βιβλίου. Στην περίπτωση του Λακλάου και του Zίζεκ, τα σχετικά κεφάλαια θα μου δώσουν επίσης την ευκαιρία να συνοψίσω και να συνεχίσω ένα διάλογο που βρίσκεται εν εξελίξει και αφορά κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ανάδυση και την περαιτέρω ανάπτυξη της λακανικής αριστεράς. Το διακύβευμα ωστόσο δεν αφορά μόνο τη χαρτογράφηση αυτού του ανισομερούς πεδίου αλλά, πέρα από αυτό το πρώτο βήμα, και τη συστηματική εξέταση της σημασίας που έχει η λακανική επιχειρηματολογία per se για την πολιτική θεωρία και για κάθε δημοκρατική πολιτική που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Από την άποψη αυτή, το κείμενο δίνει επίσης την ευκαιρία να εισαχθεί ο αμύητος αναγνώστης, αργά αλλά συστηματικά, σε μερικές από τις πλέον κεντρικές διαστάσεις της λακανικής θεωρίας και να εξεταστούν οι πολιτικές τους προεκτάσεις. [...]

[Ωστόσο] η Λακανική αριστερά δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, εισαγωγικό εγχειρίδιο, αλλά μια συλλογή κειμένων που ενδιατρίβει –στο πρώτο μέρος της– σε επιμέρους σημεία του έργου του Καστοριάδη (τις αμφισημίες της ριζικής δημιουργικότητας και φαντασίας), του Λακλάου (τα συναισθηματικά όρια του λόγου), του Ζίζεκ (το νόημα της πράξης στην ψυχανάλυση και την πολιτική) και του Μπαντιού (τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες του συμβάντος), τα οποία έχουν κεφαλαιώδη σημασία για έναν κριτικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής θεωρίας και της πολιτικής ανάλυσης που εμπνέεται από τον Λακάν. Μερικά από τα σημαντικότερα ερωτήματα που κατευθύνουν την επιχειρηματολογία μου στα διάφορα κεφάλαια αυτού του μέρους του βιβλίου θα είναι τα εξής: Κατά πόσο η λακανική αριστερά που αναδύεται σήμερα παράγει διακριτά αποτελέσματα στα σημεία εκείνα όπου η θεωρία διασταυρώνεται με την πολιτική; Ποιες είναι οι μεθοδολογικές, εννοιολογικές, θεωρητικές και αναλυτικές μορφές που προσλαμβάνουν αυτά τα αποτελέσματα στα ποικίλα εγχειρήματα που εξετάζονται και πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε τη σημερινή τους λειτουργία και τις μελλοντικές τους προοπτικές; Εννοείται ότι σκοπός μιας τέτοιας αξιολόγησης δεν είναι να περιστείλει την παραγωγική ετερογένεια της λακανικής αριστεράς, αλλά να διερευνήσει το πώς ορισμένα θέματα παραμένουν κεντρικά στις διάφορες ενσαρκώσεις της μαζί με το πώς θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω: η κριτική αιχμή απέναντι στις ηγεμονικές τάξεις [orders] και τις παγιωμένες σχέσεις εξουσίας• η ανάγκη να σκεφτούμε θεωρητικά πέρα από τις όποιες φαντασιώσεις, όχι για να εγγυηθούμε, φυσικά, αλλά για να προσανατολίσουμε τη σκέψη και τη δράση σε πολιτικά ρηξικέλευθες κατευθύνσεις που ανοίγουν νέες δυνατότητες• η επιθυμία διαύγασης της σχέσης ανάμεσα στην αναπαράσταση και το συναίσθημα, στο σημαίνον και την απόλαυση, στην πολιτική ταύτιση και την κοινωνική αλλαγή• η σημασία της χάραξης ενός δρόμου ανάμεσα στην αρνητικότητα και τη θετικότητα, ανάμεσα στα όρια και την προσδοκία της πολιτικής δράσης, ένα δρόμο που θα έχει συνείδηση της απερίσταλτης διαλεκτικής τους.

Στο δεύτερο μέρος το επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου θα μετατοπιστεί και θα στραφεί σε μια δέσμη συγκεκριμένων πολιτικών ζητημάτων που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στις αρχές του 21ου αιώνα. Πώς μπορεί να ερμηνεύσει η λακανική θεωρία ένα ποικίλο φάσμα ανησυχητικών φαινομένων –«αντικειμένων ανησυχίας» στο λεξιλόγιο του Μπρούνο Λατούρ– που επιμένουν να παρεμποδίζουν την ικανότητά μας για κατανόηση και παρέμβαση; Τι έχει να πει για τα ζητήματα του εθνικισμού, των διεθνικών ταυτοτήτων, του καταναλωτισμού; Πώς απαντά στις τάσεις αποδημοκρατικοποίησης ή «μεταδημοκρατίας» στις παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες; Μπορεί να συνδυάσει μια ηθική στάση που αναζωογονεί τη σύγχρονη δημοκρατία με ένα πραγματικό πάθος για μετασχηματισμό, το οποίο θα μπορούσε να διεγείρει το πολιτικό σώμα χωρίς να ανακαταλάβει τη θέση του παρωχημένου ουτοπισμού της παραδοσιακής αριστεράς; Η κεντρική μου υπόθεση εδώ είναι ότι η λακανική θεωρία, πέρα από τις σημαντικές επιστημολογικές της συμβολές, έχει πολλά να προσφέρει σε όλα αυτά τα μέτωπα. [...]



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Lacan, Jacques [1969-70] (1991) Le séminaire. Livre XVII, L΄envers de la psychanalyse, 1969-70, επιμ. Jacques-Alain Miller, Παρίσι: Seuil.
Lacan, Jacques [1973] (1990) Television, A Challenge to the Psychoanalytic Establishment, συλλογή κειμένων, επιμ. J. Copjec, μτφρ. D. Hollier, R. Krauss, A. Michelson και J. Mehlman, Νέα Υόρκη: Norton.
Λακάν, Ζακ [1952] (2005) Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, εισαγωγή Ζ.-Α. Μιλέρ, μτφρ. Ν. Λινάρδου-Μπλανσέ, Ρ. Μπλανσέ, Αθήνα: Εκκρεμές.
Λακάν, Ζακ [1964] (1982) Σεμινάριο ΧΙ. Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης 1964, μτφρ. Α. Σκαρπαλέζου, τελική ανάγνωση Γ. Χειμωνάς, Αθήνα: Κέδρος.
Laclau, Ernesto και Chantal Mouffe (2001) “Preface to the second edition”, Hegemony and Socialist Strategy, 2η έκδοση, Λονδίνο: Verso, σσ. vii-xix.
Robinson, Andrew (2004) “The politics of lack”, British Journal of Politics and International Relations, 6, σσ. 259-69.
Robinson, Paul (1969) The Freudian Left, Nέα Υόρκη: Harper and Row.
Roudinesco, Elisabeth (2007) Ζακ Λακάν: Σχεδίασμα μιας ζωής, ιστορία ενός συστήματος σκέψης, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Ίνδικτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου