Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Καστοριάδης: Τελευταίος ανανεωτής της αριστεράς;



«Πιστεύω ότι προσέφερα μιαν καινούργια κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας και της ανθρώπινης ιστορίας ως δημιουργίας και όχι ως υποκείμενης σε αδήριτους ιστορικούς νόμους».


Ο Κορνήλιος Καστοριάδης [1922-1997] υπήρξε μαρξιστής και τροτσκιστής στα νιάτα του. Όντας εξόριστος στη Γαλλία -στην οποία διέφυγε μέσω υποτροφιών του γαλλικού ινστιτούτου και μάλιστα μοιράστηκε το ίδιο πλοίο, το θρυλικό Ματαρόα, με πολλούς μετέπειτα γνωστούς διανοουμένους όπως ο Κώστας Αξελός, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος και αρκετοί ακόμα- όπου και γαλουχήθηκε ως στοχαστής, ήρθε σε ρήξη με το εκεί τμήμα της 4ης Διεθνούς και οδηγήθηκε στη διέυθυνση του ακροαριστερού περιοδικού «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», επί σειρά ετών (1948-1966) σε συνεργασία με μετέπειτα λαμπρούς αστέρες της γαλλικής διανόησης όπως ο Κλωντ Λεφόρ, ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ και ο Ζαν Λαπλάνς (ο οποίος αποχώρησε από το περιοδικό κατηγορώντας τον Καστοριάδη για επισκίαση των υπολοίπων μελών και στράφηκε, με ικανοποιητικά αποτελέσματα, στην ψυχανάλυση -και δη την μελέτη της σεξουαλικότητας- ως υποκατάστατο όμως -και όχι ως αρωγό στο έργο της κοινωνικής χειραφέτησης- της πολιτικής). Συνδιαλέχτηκε με μια πληθώρα στοχαστών του παρελθόντος, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι Μαρξ, Φρόυντ και Καντ, αλλά και οι Λακάν, Βέμπερ, Μηντ, Αριστοτέλης, Πλάτων, Ηράκλειτος, Άρεντ, Μερλώ-Ποντύ. Πέρα από τα κείμενα του στο περιοδικό και το opus magnum που αναφέρεται παρακάτω, σημαντικότερα έργα του θεωρούνται Η ουγγρική επανάσταση (1956) και οι έξι τόμοι από τα Σταυροδρόμια του λαβύρινθου (1978-1999).

Στα τελευταία χρόνια της έκδοσης, στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, οδηγήθηκε σε εξαιρετικά καινοτόμα και ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Πρώτον, απέρριψε το μαρξισμό γιατί, όντας διαμορφωμένος στα πλαίσια του καπιταλισμού, αντιστρατεύεται την επανάσταση, κυρίως αναπαράγοντας τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας (διευθυντές-εκτελεστές) και μένοντας δέσμιος των καπιταλιστικών ιδεών της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση, της ψευδο-ορθολογικότητας και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Για τον Μαρξ ο καπιταλισμός είχε βρει τα σωστά μέσα, δηλαδή την τεχνική υπερ-ανάπτυξη στο όνομα του Λόγου, τα οποία διέθετε για το λάθος σκοπό. Ο Καστοριάδης, αντίθετα, δε θεωρούσε πως η τεχνική είναι ουδέτερη, αλλά μάλλον την αντιλαμβανόταν ως πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένη, κάνοντας λόγο για καπιταλιστική τεχνική. Δεύτερον, άσκησε κριτική στο σοβιετικό και το αστικοδημοκρατικό μοντέλο εξαιτίας του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού”, που αποκλείει την ουσιώδη αυτονομία των πολιτών. Τρίτον, μέμφθηκε τον μαρξισμό και λόγω του ότι αγνόησε την πραγματική πάλη των τάξεων, την οργανωμένη αντίσταση των εργατών εντός του καπιταλιστικού εργοστασίου, ολισθαίνοντας στον μηχανικισμό και οικονομισμό. Διαγιγνώσκει την ύπαρξη δυο θεμελιακά αντίθετων τάσεων στον πυρήνα της μαρξικής σκέψης: της τάσης που δίνει έμφαση στην επαναστατική και ελεύθερη δραστηριότητα του υποκειμένου, και εκείνης που αντίθετα πριμοδοτεί τους αντικειμενικούς νόμους της ιστορίας ή της οικονομίας. Οι τάσεις αυτές συνυπάρχουν και ενίοτε γίνεται αντιληπτή η σύγκρουση τους, αλλά κάθε προσπάθεια εντός του μαρξισμού είναι καταδικασμένη να υπονομευτεί από τη δεύτερη, κλειστή και “αντικειμενιστική” τάση.

Τέταρτον, υποστήριξε μια θεωρία -κατά πάσα πιθανότητα επηρεασμένος από τον Παπαϊωάννου που προγενέστερα στο βιβλίο Η γένεση του ολοκληρωτισμού (1956) είχε διενεργήσει μια εξαιρετική ανάλυση, παρεμφερή αυτής του Μίλοβαν Τζίλας (και λιγότερο του Τόνυ Κλιφ)- σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις στην πρώην ΕΣΣΔ που συνοψίζεται στη φράση «γραφειοκρατικός καπιταλισμός». Ο Κλιφ, διαφοροποιούμενος από την ορθόδοξη τροτσκιστική ερμηνεία του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους» υποστήριξε στα 1948 πως το καθεστώς της Ρωσσίας ήταν κρατικός καπιταλισμός. Ο δε Τζίλας το πήγε ακόμη πιο πέρα μιλώντας για ένα καθεστώς Νέας Τάξης, της κομματικής γραφειοκρατίας, που στοχεύει πρώτιστα στην αναπαραγωγή του εαυτού της και τον προνομίων της. Προς αυτήν την αντίληψη συνέτεινε και ο Καστοριάδης, που θεωρούσε πως τα αρχικά της Ρωσσίας -όπως προτιμούσε να την λέει- αποτελούσαν τέσσερα μεγάλα και ασύστολα ψεύδη· η απόρριψη του έστω διαβρωμένου «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα του καθεστώτος ήταν εκ των ων ουκ άνευ γι’ αυτόν, διότι «για τους σταλινικούς, η ταύτιση της Ρωσίας με τον σοσιαλισμό χρησιμεύει για να αποδείξει την τελειότητα του ρωσικού καθεστώτος, ενώ για τους καπιταλιστές αποδεικνύει τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του σοσιαλισμού». Πέμπτον, επισήμανε την θεμελιώδη αντίφαση του μοντέρνου καπιταλισμού, στον οποίο η κυρίαρχη ταξική αντίθεση δεν είναι πια αυτή μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας, αλλά μάλλον εκείνη ανάμεσα σε διευθυντές ή διευθύνοντες και εκτελεστές ή διευθυνομένους. Η αντίφαση αυτή δεν είναι οικονομικής αλλά οργανικής θα λέγαμε φύσης, και αφορά την ανάγκη του συστήματος για διαιώνιση μέσω ευρηματικών ανθρώπων και την ολοένα αυξανόμενη -για συστημικούς λόγους- εξάλειψη των τελευταίων. Ο καπιταλισμός εξαχρειώνει τις διανοητικές και δημιουργικές δυνάμεις των εργαζομένων, καταστρέφει την ενεργό παρέμβαση και πρωτοτυπία τους, αν και τις προϋποθέτει και τις αποζητά ως όρο ομαλής λειτουργίας του: «Το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορέι να επιζήσει παρά προσπαθώντας διαρκώς να μετατρέψει τους μισθωτούς σε καθαρούς εκτελεστές. Ωστόσο, δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά στο βαθμό που αυτή η μετατροπή δεν πραγματοποιείται· ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να παρακινεί διαρκώς τους μισθωτούς να συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, συμμετοχή την οποία αυτός ο ίδιος άλλωστε τείνει να καταστήσει αδύνατη».

Ήδη από τα τελευταία χρόνια του περιοδικού σημαίνεται μια «στροφή», μία παραπέρα εξέλιξη αν θέλετε. Άλλωστε κείμενα αυτής ακριβώς της περιόδου αποτέλεσαν το πρώτο μέρος του έργου που επέβαλλε τον Καστοριάδη ως έναν από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του αιώνα που πέρασε, και που δεν είναι άλλο από τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (1974). Στο βιβλίο αυτό γίνεται εμφανής η επιρροή του από την ψυχανάλυση, στην οποία άλλωστε είχε από το 1970 θητεύσει μέσω του Λακάν, στην ομάδα του οποίου είχε προσχωρήσει, για να διαφωνήσει στη συνέχεια δημιουργώντας με άλλους μια νέα ομάδα. Αναγορεύτηκε επίσημα ψυχαναλυτής το 1974. Στα 1979 εκλέγεται διευθυντής σπουδών στην École des Hautes Études en Sciences Sociales χωρίς διδακτορικό -βάσει του έργου του· στη Γαλλία προσφέρεται αυτή η δυνατότητα αφού εκτός των άλλων υπάρχουν πέντε ή έξι παράλληλα και διαφορετικά δίκτυα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο χώρο της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών-, όπου και διδάσκει από το 1980 ως το 1995 μεταπτυχιακά σεμινάρια υπό τον έυγλωττο τίτλο «Κοινωνική θέσμιση και ιστορική δημιουργία».

Η κεφαλαιώδης ιδέα του βιβλίου έγκειται στην αντίληψη-σύλληψη της ανθρώπινης κοινωνίας ως θεσμίζουσας τον εαυτό της. Κάθε κοινωνία –δια του κοινωνικού φαντασιακού που αποτελεί τη συλλογικότητα των ατομικών ριζικών φαντασιακών, δηλαδή των πρωτογενών ψυχικών μονάδων του κάθε ατόμου που συναποτελεί την κοινωνία- σε κάθε εποχή δημιουργεί κάποιους θεσμούς, συνοδευμένους από τις αντίστοιχες φαντασιακές κοινωνικές σημασίες, με στόχο τη σύσταση, παγίωση και διαιώνιση της· όταν το κάνει αυτό συνειδητά και ρητά είναι αυτόνομη, ειδάλλως ετερόνομη (καντιανή ορολογία). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτονομίας είναι η Αθήνα της κλασσικής εποχής, όπου δεν υπήρχε κάποιο παγιωμένο -κοινωνικής ή θρησκευτικής φύσης- δόγμα, ενώ ιστορικά παραδείγματα ετερονομίας είναι οι αυτοκρατορίες του μεσαίωνα και η Σοβιετική Ένωση -είναι αλήθεια πως ο Καστοριάδης ήταν πολύ «αντικομμουνιστής», δηλαδή αντισοβιετικός- όπου εγγυητές της νοηματικής συνέπειας και συνέχειας της κοινωνίας ήταν ο Θεός και οι «νόμοι της ιστορικής εξέλιξης» αντίστοιχα. Κατά τον Καστοριάδη, θεμέλιο μιας δημοκρατικής αυτόνομης κοινωνίας είναι η δημόσια απουσία πίστης σε μεταθανάτια ζωή· οι Έλληνες υπήρξαν ελεύθεροι διότι δεν ήλπιζαν σε τίποτε. Ένα ζήτημα που εγείρουν οι αριστεροί επικριτές του έχει να κάνει με τον ευρωκεντρισμό αλλά και την ιστορική επάρκεια αυτού του θαυμασμού. Ο Φώτης Τερζάκης [1959- ] για παράδειγμα θα σχολιάσει κριτικά πως “η καταγοήτευση του Καστοριάδη με την αρχαία Ελλάδα από τα τέλη τής δεκαετίας του ’70 και ύστερα, καθώς και η ανάγκη του να υποδείξει ένα ιστορικό πρόπλασμα των πολιτικών του ιδεών, τον οδήγησαν σε μια εξόχως μυθοποιητική και τεχνητά ομογενοποιημένη σύλληψη του «ελληνικού», όπου οι πιο σκοτεινές πλευρές του αρχαιοελληνικού κόσμου εξαφανίζονται ταχυδακτυλουργικά ενώ επιβάλλεται μία πολιτισμική ενότητα παραδείγματος η οποία εξαλείφει όλες τις ετερογενείς και δραματικά ασύμβατες μεταξύ τους συνιστώσες του εύθραυστου ιστορικού πειράματος που υπήρξε ο πολιτισμός του ελληνικού άστεως”1.

Η ανθρώπινη ιστορία είναι συνεπώς μια συνεχής δημιουργία εκ του μηδενός, στην οποία δεν χωρούν ντετερμινισμοί και τελεολογίες οιασδήποτε φύσης. Η κληρονομημένη σκέψη είχε εγκλωβιστεί στη συνολιστική-ταυτιστική λογική που προϋποθέτει τις έννοιες της ταυτότητας, της διαφοράς, της διακρισιμότητας, του χωρισμού, και της ένωσης και εκφράζεται από τις θεσμισμένες σημασίες του λέγειν και του τεύχειν. «Λέγειν: διαλέγω-επιλέγω-θέτω-συλλέγω-μετρώ-λέγω: ταυτόχρονα προϋπόθεση και δημιουργία της κοινωνίας, προϋπόθεση δημιουργημένη από αυτό που η ίδια καθορίζει». Το τεύχειν με τη σειρά του έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την εργαλειακότητα και ορίζεται ως «συλλέγω-προσαρμόζω-τεχνουργώ-κατασκευάζω. Δηλαδή κάνω να είναι ως… βάσει του… με τρόπο κατάλληλο για… και με σκοπό να… Ό, τι ονομάσθηκε τέχνη, παράγωγο του τεύχειν, και που έδωσε τον όρο τεχνική, δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη εκδήλωση του τεύχειν και δεν αφορά παρά στις δευτερεύουσες και παράγωγες πλευρές του». Οι σημασίες αυτές αποτελούν δημιουργίες της κοινωνίας, αλλά εγγράφονται παράλληλα στη δομή του είναι, τουτέστιν η πραγματικότητα επιδέχεται ορθολογική κατανόηση, οργάνωση και τεχνική χειραγώγηση, αν και δεν εξαντλείται σ' αυτές. Εκείνο που διαφεύγει όλων των συνολιστικών-ταυτιστικών ταξινομήσεων είναι ένα χαοτικό περίσσευμα που ο Καστοριάδης, έπειτα από περιπλάνηση σε διάφορους όρους, ονομάζει μάγμα.

Στη σύγχρονη εποχή κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες είναι, μεταξύ άλλων, αυτές της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της τεχνολογίας, της γραμμικής και αισιόδοξης προόδου, της ακλόνητης πίστης στον εργαλειακό Λόγο, της (υπερ)κατανάλωσης και της ιδιώτευσης. Η παιδαγωγική, η πολιτική και η ψυχανάλυση είναι οι κύριες δραστηριότητες που μπορούν να οδηγήσουν στην ατομική και κοινωνική χειραφέτηση. Η τελευταία οφείλει να στοχεύει όχι στην κάποιου είδους «θεραπεία» των αναλυόμενων -ο ίδιος δεχόταν για ανάλυση τόσο νευρωτικούς όσο και ψυχωσικούς πελάτες και επέκρινε τους ψυχαναλυτές που για χρόνια σχημάτιζαν μία μόνιμη λίστα με «ασθενείς» από τους οποίους πλούτιζαν- αλλά στην αυτονομία ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόμενου μέσα από μία δημιουργική και ανοιχτή διαδικασία διαρκούς αυτοαλλοίωσης. Ο Φρόυντ έλεγε ότι όπου υπήρχε Εγώ έπρεπε να γίνει Αυτό, αλλά ο Καστοριάδης αντέστρεψε το σχήμα, θέτοντας ως προϋπόθεση της αυτονομίας του ανθρώπου τη δόμηση μιας άλλης σχέσης με το ασυνείδητο του. Το επαναστατικό πρόταγμα εκφράζεται έτσι ως αίτημα για αυτονομία, που σημαίνει αίτημα για ρητή (αυτο)θέσμιση της κοινωνίας. Κεντρικά ζητήματα του προτάγματος αυτού είναι η ουσιαστική ισότητα, η άμεση και συμμετοχική δημοκρατία και η ριζοσπαστική οικολογία. Η αυτονομία αυτή μπορεί να επέλθει μόνο μέσω της άμεσης αντιπροσώπευσης των πολιτών, όπως αυτή πραγματώθηκε ιστορικά στην κλασσική Αθήνα και τις πρωτοαστικές δημοκρατικές κοινωνίες του 16ου και 17ου αιώνα, και δεν αποτελεί κάποιο ιδεώδες αλλά μια συνεχή πορεία προς την ολοένα μεγαλύτερη κατοχύρωση της αυτονομίας. Το ζήτημα είναι να μπορούν και να θέλουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι να είναι σε θέση να θέτουν υπό ερώτηση τις θεμελιακές αξίες τις κοινωνίας και τις αποφάσεις που αφορούν τις ζωές τους, να συμμετέχουν επομένως στα κοινά συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση τους... “Αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση”, θα πει στην Άνοδο της ασημαντότητας, “κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά ―και οι άνθρωποι τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται από τις δυτικές κοινωνίες, μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο; Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αναδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων. Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν, οι άνθρωποι σήμερα”.

Η επιρροή του Καστοριάδη υπήρξε αξιόλογη, ιδίως στον ευρύτερο ελευθεριακό – αντιεξουσιαστικό, αλλά και στον μεταμοντέρνο αριστερό χώρο, ενώ είναι γνωστό πλεόν πως τα κείμενα του στο Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα υπήρξαν βασική αναφορά των εξεγερμένων του Μάη. Αντίστοιχα, το συμβάν του Μάη τον διαβεβαίωσε ότι κινείτο στον ορθό δρόμο και του έδωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η Evelyne Pisier [1941- ] βέβαια παρατηρεί με κάποια επικριτική διάθεση πως είναι τότε που «ο Καστοριάδης συναντά τον Καστοριάδη: ως εάν το συμβάν ερχόταν να επαληθεύσει το πρότερο έργο του. Η αυτοπαθής ερμηνεία κρατά από το 1968 ό, τι εξηγεί τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Ο Ζαν-Λουί Πρατ [1944- ] ωστόσο υπενθυμίζει ότι ο Καστοριάδης δεν έσπευδε να αναγνωρίσει την ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας σε οποιαδήποτε κοινωνική εξέγερση ή αναταραχή –δεν το έκανε, για παράδειγμα, για την πολιτιστική επανάσταση ή το κουβανικό αντάρτικο2. Ο Τερζάκης με τη σειρά του παρατηρεί πως “η απροθυμία του να αναγνωρίζει τα θεωρητικά του χρέη σε οιαδήποτε παράδοση στοχασμού –στον Φίχτε και στην θεωρία του υποκειμένου στον γερμανικό ιδεαλισμό, στην καντιανή Θεωρία του Σχηματισμού και ειδικά στην ερμηνευτική της αντιστροφή από τον Χάιντεγκερ, στον ντεσιζιονισμό του Σαρτρ και προπαντός στη φαινομενολογία του Μερλώ-Ποντύ, για ν’ αναφέρω μόνο τις εμφανέστερες– οδήγησε στην τεχνητή του μεγέθυνση στα μάτια όλων εκείνων οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις πηγές του, πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί αυτός ο στοχαστής έτεινε πάντα να έχει οπαδούς, αντί κριτικούς συνομιλητές ή διαδόχους”. Και λίγο παρακάτω θα προσθέσει: "Ειρωνικά ίσως θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η τάση του Καστοριάδη να μιλάει σαν να ήταν αυτός ο πρώτος (και τελευταίος) στοχαστής στον κόσμο, όπως και η προσκόλλησή του σε αναρίθμητους κοινούς διαφωτιστικούς τόπους, είναι το ανυπέρβλητο κατάλοιπο ενός αριστερίστικου δημαγωγισμού με τον οποίον δεν έλυσε ποτέ την αμφίθυμη σχέση του".

Οι γνωστότεροι που αναγνωρίζουν τη συμβολή του στη διαμόρφωση της σκέψης τους είναι ο φημισμένος οικολόγος πολιτικός Κον-Μπεντίτ που, αφού ως «Κόκκινος Ντάνι» έγινε σύμβολο αναρχο-κομμουνιστικών και ακροαριστερών ιδεών στο Μάη του ’68 κατέληξε να είναι ιδρυτικό και ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων σε Γαλλία και Γερμανία και σήμερα στο ευρωκοινοβούλιο υπερασπιζόμενος τη ρεφορμιστική οικολογία, ο διακεκριμένος αναρχο-κομμουνιστής ακτιβιστής Χρήστος Πάλλης (γνωστός ως Maurice Brinton, 1923-2005), ο ακτιβιστής και θεωρητικός της Περιεκτικής Δημοκρατίας Τάκης Φωτόπουλος, ο Γιούργκεν Χάμπερμας και σχεδόν όλη η ευρύτερη αριστερή διανόηση. Ο Φωτόπουλος άσκησε κριτική -σ' αυτό είναι σύμφωνος με τους περισσότερους μαρξιστές και τροτσκιστές πολεμίους- στην έμφαση που φαίνεται να δίνει ο Καστοριάδης κατά την ύστερη φάση της σκέψης του στη λειτουργία των “υποκειμενικών” παραγόντων (δηλαδή του φαντασιακού) στη σύσταση και αλλαγή των κοινωνιών που, κατά τη γνώμη του, ευθύνεται τόσο για ορισμένες εκ πρώτης όψεως “περίεργες” πολιτικές τοποθετήσεις του φιλοσόφου όσο και για τον σημερινό προσεταιρισμό του από μεταμοντέρνους και ρεφορμιστές3. Επηρέασε επίσης ποιητές, όπως τον Οκτάβιο Παζ, βιολόγους, μαθηματικούς και ψυχαναλυτές· δικαίως λοιπόν δε φείδονται καλών λόγων για το έργο του. Ο Χάμπερμας του αναγνώρισε «την πιο πρωτότυπη, την πιο φιλόδοξη και την πιο βαθυστόχαστη προσπάθεια να σκεφθεί για μια ακόμη φορά ως πράξη την απελευθερωτική διαμεσολάβηση ιστορίας, κοινωνίας, εσωτερικής και εξωτερικής φύσης». Στη συνέχεια της κριτικής θεωρίας ο Άξελ Χόνετ τον αποκάλεσε «τελευταίο εκπρόσωπο και ανανεωτή της παράδοσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς και δημιουργό μιας καινοφανούς θεωρίας» και ο Χανς Γιόας πιστεύει πως η θεωρία του είναι «η πιο πρωτότυπη σύγχρονη προσπάθεια διατύπωσης μιας πολιτικής φιλοσοφίας μέσω της έννοιας της δημιουργικότητας». Ο Οκτάβιο Παζ με τη σειρά του τον εγκωμιάζει ως έναν διανοητή «στον οποίο οφείλουμε μια ανεκτίμητη διαύγαση της πολιτικής και της φιλοσοφίας», ενώ ο Εντγκάρ Μορέν δε δίστασε στη νεκρολογία που του αφιέρωσε να τον προσφωνήσει «τιτάνα του πνεύματος».

-------------------------------
1. Φώτης Τερζάκης, «Για τον “Καστοριαδισμό” ως ιδεολογία», Βαβυλωνία, τ. 40, Ιανουάριος 2008.

2. Jean-Louis Prat, Εισαγωγή στον Καστοριάδη, εκδόσεις «Κέδρος», 2009.

3. Γράφει στο άρθρο του “Το πρόταγμα της αυτονομίας και η Περιεκτική Δημοκρατία. Μια Κριτική επισκόπηση του Καστοριάδη”, Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 17, (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2008): “Έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι κάποιες επιφανειακά ανεξήγητες, και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές, θεωρητικές ή πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη θα μπορούσαν κάλλιστα να εξηγηθούν με βάση τον υπερτονισμό, από την πλευρά του, του φαντασιακού στοιχείου στην Ιστορία και την αντίστοιχη υποτίμηση των «συστημικών» στοιχείων”, αναφέροντας ως παραδείγματα τις θέσεις του για την παγκοσμιοποίηση (“πλανητικό καζίνο”), και τον σύγχρονο καπιταλισμό, την υπανάπτυξη, την ΕΣΣΔ και τον πόλεμο στον Κόλπο, οι οποίες “δεν αποτελούν απλά λάθη πολιτικής εκτίμησης, όπως θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει από μια επιφανειακή ανάγνωση του έργου του, αλλά απορρέουν άμεσα από τον φιλοσοφικό πυρήνα της σκέψης του και ιδιαίτερα από τη θέση που υιοθετεί για την σχέση μεταξύ ριζικού φαντασιακού, κοινωνικού φαντασιακού και θεσμών”. Άλλα κείμενα όπου αναφέρεται στον Καστοριάδη και τη μεταξύ τους σχέση είναι τα: α) “On a distorted view of the Inclusive Democracy project”, Democracy & Nature, vol. 5, no. 1, (Μάρτιος 1999), β) "Castoriadis and the democratic tradition", Democracy & Nature, vol. 4, no.1, issue 10 (1997), pp. 157-163· γ) "Ο μεταμοντερνισμός και το δημοκρατικό πρόταγμα", (άρθρο προς τιμήν των δέκα χρόνων από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο Ψυχή, Λόγος, Πόλις – εκδόσεις «Ύψιλον»), 2007. Στο ίδιο τεύχος της Περιεκτικής Δημοκρατίας υπάρχει και το “πολεμικό” άρθρο του Παναγιώτη Κουμεντάκη με τίτλο “Υπήρξε ο Καστοριάδης κορυφαίος φιλόσοφος και κοινωνικός επαναστάτης;” που ως βασική θέση έχει ότι ο φιλόσοφος βγήκε απ' τον ορθό δρόμο κι έχασε το φως του, την αυτονομία, την πρωτοτυπία της νεανικής του περιόδου και την ψυχή του την ίδια όταν, ήδη από τη δεκαετία του '60, ενστερνίστηκε τα παραμύθια του φροϋδισμού και ενέδωσε στον αφηρημένο κομφορμισμό και τη μονομέρεια των ψυχαναλυτικών ερμηνειών. Κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο κείμενο -εξ ου και ο ειρωνικός τόνος- δεν επιδέχεται σοβαρής αντιμετώπισης.


Βιβλιογραφία: πέραν των έργων του Καστοριάδη, κατέφυγα στα εξής βιβλία ή άρθρα:

-Δεληγιώργη Α., Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας (2η εμπλουτισμένη έκδοση), εκδόσεις “Αλεξάνδρεια”, Αθήνα, 2007 (1η έκδοση: 1996).

-Kavoulakos K., “The relationship of realism and utopianism in the theories on democracy of Jürgen Habermas and Cornelius Castoriadis”, Society and Nature, vol. 3 (1997), σ. 69-97.

-Κέη Κ., “Ο Καστοριάδης και η ψυχανάλυση”, Ουτοπία, σ. 179-184, τ. 30, Μάιος-Ιούνιος 1998.

-Μαριόλης Θ., “Σχετικά με την κριτική του Κ. Καστοριάδη στο μαρξικό νόμο της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους”, Ουτοπία, τ. 30, σ. 161-177, Μάιος-Ιούνιος 1998.


-Παπαδοπούλου Τ. (επιμ.), Του Κορνήλιου Καστοριάδη, Αθήνα, εκδόσεις “Πόλις”, 2000.

-Prat J-L., Εισαγωγή στον Καστοριάδη, εκδόσεις “Κέδρος”, Αθήνα, 2009.

-Τάσης Θ., Καστοριάδης. Μια φιλοσοφία της αυτονομίας (2η έκδοση), Αθήνα, «Ευρασία», 2008.

-Τερζάκης Φ., «Για τον “Καστοριαδισμό” ως ιδεολογία», Βαβυλωνία, τ. 40, Ιανουάριος 2008. 

-Fotopoulos T., “Obituary: Castoriadis and the democratic tradition”, DEMOCRACY & NATURE: The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol.4, no.1, (issue 10) (1997).

-Fotopoulos T., “On a distorted view of the Inclusive Democracy project”, DEMOCRACY & NATURE: The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol. 5, no. 1, (March 1999).

-Fotopoulos T., “The autonomy project and Inclusive Democracy. A critical review of Castoriadis’ thought”, The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol.4, no.2, (April 2008).

-Φωτόπουλος Τ., "Ο μεταμοντερνισμός και το δημοκρατικό πρόταγμα", (άρθρο προς τιμήν των δέκα χρόνων από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη που περιλαμβάνεται στο Ψυχή, Λόγος, Πόλις – εκδόσεις «Ύψιλον»), 2007.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Τζιμ Τζάρμους: Οι χρυσοί κανόνες του γυρίσματος, κανόνας πέμπτος


«Tίποτε δεν είναι πρωτότυπο. Κλέψε από οπουδήποτε συντονίζει με έμπνευση ή ανεφοδιάζει την φαντασία σου. Καταβρόχθισε παλιές ταινίες, καινούριες ταινίες, μουσική, βιβλία, πίνακες, φωτογραφίες, ποιήματα, όνειρα, τυχαίες συζητήσεις, αρχιτεκτονική, γέφυρες, σημάδια των δρόμων, δέντρα, σύννεφα, σώματα ύδατος, φως και σκιές. Επίλεξε να κλέψεις μόνο από πράγματα που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή σου. Αν το κάνεις αυτό, το έργο σου (και η κλοπή) θα είναι αυθεντικό. Η αυθεντικότητα είναι ανεκτίμητη· η πρωτοτυπία είναι ανύπαρκτη. Και μην μπεις στον κόπο να κρύψεις το κλέψιμο σου – γιόρτασε το αν σ' αρέσει. Σε κάθε περίπτωση, πάντα θυμήσου τι είπε ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: “ [το θέμα] Δεν είναι από που παίρνεις τα πράγματα – είναι προς τα που τα πηγαίνεις"».

 

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ο Μπαρούχ Σπινόζα πέθανε μια Κυριακή του 1677 ενώ ο Βαν ντερ Σπάικ και η γυναίκα του που τον φιλοξενούσαν είχαν πάει στη λουθηρανή λειτουργία!


«Πηγαίνετε σαν ευπειθείς πολίτες να προσκυνήσετε έναν Θεό κατάφωρα εμπλεκόμενο στις υποθέσεις σας. Δεν έχει τίποτα το επίμεμπτο μια τέτοια θρησκευτικότητα. Ίσα ίσα, προφυλάσσει τον πιστό από μάταιες περιπλανήσεις… Εγώ θα μείνω. Ίσως μελετήσω για μιαν ακόμη φορά τον αγαπητό Καρτέσιο: δεν μπορεί, τόση ευρύτητα πνεύματος κάπου θα υπολείπεται σε ζωντάνια. [Το ζωντανό γεννιέται μέσα στην πληγή του.] Ίσως σκεφτώ την αρχή ενός βιβλίου που φυσικά κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει: η ψυχή δεν είναι τίποτε ευφυέστερο από μια παράλογη επιμονή στο επιθυμητό. Δε θα περίμενε κανείς να εκθέσει την αιχμηρή ραδιουργία που εκπορνεύει τη σκηνή της! … Αφήστε μου, εδώ δίπλα, ένα ποτήρι νερό κι ανοίξτε το παράθυρο να βλέπω στο δρόμο. Το ανθρώπινο δράμα δεν πρόκειται να ξανανέβει μέσα μας - όχι τουλάχιστον σαν δράμα. Πρέπει να μάθουμε σιγά-σιγά ν’ αναγνωρίζουμε τι μας προσάπτει όλο εκείνο το κυρίαρχο Έξω»…
Γιώργος Μπλάνας



Ο Μπέντο ντ’ Εσπινόζα ή Μπαρούχ ή Μπενέντικτους (για τους εχθρούς και Μαλέντικτους, δηλαδή καταραμένος!) Σπινόζα γεννήθηκε το 1632 και ζούσε στο Άμστερνταμ -ήταν σύγχρονος του Ρέμπραντ και το σπίτι του μάλιστα ήταν κοντά σε εκείνο του Βερμέερ- αν και η καταγωγή του ήταν από την Πορτογαλία. Ο έμπορος πατέρας του του παρείχε ευρεία μόρφωση, ενώ επαγγελματικά ασχολήθηκε με τη λείανση φακών οράσεως. Το 1656 αφορίστηκε από τη συναγωγή της ολλανδικής εβραϊκής κοινότητας όπου ανήκε λόγω των τολμηρών του πεποιθήσεων (οι χριστιανοί επίσης τον απέρριψαν): έγινε το μαύρο πρόβατο του ολλανδικού ιουδαϊσμού, κατασχέθηκε η περιουσία του και παραλίγο να δολοφονηθεί από έναν φανατικό (την γλίτωσε μάλλον χάρη στο φαρδύ παλτό του κι ενώ λίγο καιρό πριν ένας άλλος αιρετικός είχε πειστεί να ανακαλέσει και, αφού υπέστη τους εξευτελισμούς, αυτοκτόνησε), ενώ κινδύνεψε και δυο φορές εξαιτίας της ανάμιξης του με την πολιτική –λόγω της φιλίας του με τον Γιαν ντε Βιτ, έναν Ολλανδό πολιτικό που εν τέλει λιντσαρίστηκε. Ήταν μάλλον λιτός, πράος και τίμιος άνθρωπος, που δημοσίευσε μόνο ένα βιβλίο όσο ζούσε, τις Αρχές της καρτεσιανής φιλοσοφίας, για το οποίο του προτάθηκε θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Χαιδελβέργης (την αρνήθηκε με τη δικαιολογία πως θα περιόριζε τον χρόνο του η διδασκαλία -χρόνο πολύτιμο για έρευνα-, αλλά και πως αναγκαστικά θα λογοκρινόταν είτε από τους ανώτερους του στην ιεραρχία του πανεπιστημίου είτε από τον ίδιο τον εαυτό του – ο Χέγκελ στην ίδια προσφορά εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα ρωτούσε αν θα του πληρώσουν και τα εισιτήρια του τρένου!) ενώ αρνήθηκε και μία σύνταξη που του προσέφερε ο Γάλλος βασιλιάς. Όταν η Γαλλία επιτέθηκε στην Ολλανδία ο βασιλιάς της ζήτησε να πάρει μαζί του τον Σπινόζα. Συγχρωτιζόταν με τους «κολλεγιανούς», μια ομάδα ελευθεροφρόνων προτεσταντών από τις περίπου εκατό σέχτες που φιλοξενούσε η πρωτεύουσα, και γνωρίζουμε πως ο Πάπας είχε βάλει τον καρδινάλιο του Άμστερνταμ να εμποδίσει την έκδοση έργου του. Αριστούργημα του θεωρείται η Ηθική, έργο που συνέγραψε στα λατινικά (άντλησε το μικρό λεξιλόγιο του από τον Ντεκάρτ και τη σχολαστική φιλοσοφία των Heereboord και Burgersdijk, Ολλανδών καθηγητών της εποχής) υπό την επίδραση της ευκλείδειας γεωμετρίας με τη μορφή αξιωμάτων, πορισμάτων, αυστηρών αποδείξεων και σχολίων. Πέθανε πιθανότατα από φυματίωση -που ενδεχομένως οφειλόταν στη δουλειά του- σε ηλικία μόλις σαράντα πέντε ετών το 1677, δίχως να προλάβει να γευτεί -αν πιστέψουμε τις φήμες- τη θαλπωρή της γυναικείας σάρκας.
      Ο Σπινόζα ήταν ο «πλέον αντικαρτεσιανός των καρτεσιανών», όπως τον χαρακτηρίζει ο Φρανσουά Νταγκονιέ, αφού υιοθετώντας την ορθολογιστική μεταφυσική του Γάλλου ξεκίνησε από την εξέταση των ουσιών, και μάλιστα από την μόνη κατ’ αυτόν ουσία ή υπόσταση1, τον Θεό: «η σχολαστική φιλοσοφία αρχίζει από τα δημιουργήματα, ο Ντεκάρτ αρχίζει από το πνεύμα, εγώ αρχίζω από τον Θεό». Η ουσία ή υπόσταση ορίζεται ως «εκείνο που υπάρχει καθ’ εαυτό και συλλαμβάνεται αφ’ εαυτού· αυτό σημαίνει ότι είναι εκείνο η σύλληψη του οποίου δεν εξαρτάται από τη σύλληψη κάποιου άλλου πράγματος από το οποίο πρέπει να διαμορφωθεί»· είναι υπάρχουσα, άπειρη, αιώνια, αδιαίρετη και διατελούσα αιωνίως σε ενεργητική κατάσταση. Χρησιμοποιεί μια παραλλαγή του οντολογικού επιχειρήματος για να δείξει πως ο θεός υπάρχει. Υπάρχει λοιπόν μόνο μια ουσία, «Θεός ή Φύση»· τίποτε το πεπερασμένο δεν είναι αυθυπόστατο. Ο Θεός έχει άπειρα κατηγορήματα, εκ των οποίων μπορούμε να συλλάβουμε μόνο δυο, την έκταση και τη σκέψη. Υιοθετούσε μία μονιστική θεώρηση του κόσμου, όπου θεός και κόσμος ταυτίζονταν. Ο θεός δεν νοείται ως υπερβατική οντότητα επέκεινα του κόσμου, αλλά ως σύλληψη μάλλον του ίδιου του κόσμου υπό το κατηγόρημα της σκέψης, που δρα από αναγκαιότητα προς τη φύση του, δηλαδή ελεύθερα (και που δε θα μπορούσε να πράξει αλλιώς από το πώς πράττει). Ο φιλόσοφος μας κληρονομεί από τον Νικόλαο Κουζάνο και τον Τζορντάνο Μπρούνο τις εκφράσεις natura naturans και natura naturata που αφορούν τις δυο όψεις της φύσης ως φύουσας και φυόμενης. “Δικαιολογημένα οι θεολόγοι τρόμαξαν: σε αυτή την ελάχιστα μηχανική κατά βάθος αντίληψη του κόσμου είδαν τη νεκρανάσταση παλαιών, απειλητικών για τη σύμβασή τους φαντασμάτων - του νεοπλατωνικού μονισμού και του καβαλιστικού πανθεϊσμού, του Αβικένα και του Αβερρόη, του αλύγιστου μάρτυρα Τζορντάνο Μπρούνο”2...
      Από τα άπειρα κατηγορήματα του θεού, ο άνθρωπος λόγω της πεπερασμένης φύσης του συλλαμβάνει μόνο τη σκέψη και την έκταση, με αποτέλεσμα το καρτεσιανό πρόβλημα της αλληλεπίδρασης να γίνεται έτσι ζήτημα αντίληψης κατηγορημάτων του ίδιου πράγματος, και άρα να στερείται σημασίας. «Είναι ανάγκη να θυμηθούμε», σημειώνει ο Σπινόζα, «ότι η σκεπτόμενη ουσία και η εκτατή ουσία δεν αποτελούν παρά μια και την ίδια ουσία εννοούμενη άλλοτε υπό τη μία ιδιότητα κι άλλοτε υπό την άλλη». Ο ανθρώπινος νους είναι η ιδέα του ανθρώπινου σώματος, άνευ του οποίου δεν νοείται: αυτή η άποψη θα ασκήσει βαθιά επίδραση στον Μαρξ που αντιλαμβανόταν την πνευματική και πολιτισμική πραγματικότητα ως αντανάκλαση της κοινωνικής. Οι διάφορες ατομικότητες αποτελούν τροπισμούς της μιας και μόνης θεϊκής ουσίας. Η θέση αυτή ονομάζεται δυισμός των κατηγορημάτων, εν αντιθέσει με τον ουσιοκρατικό δυισμό του Ντεκάρτ. Υπάρχουν λοιπόν άπειροι (έκταση: κίνηση, ηρεμία – σκέψη: άπειρη νόηση του θεού) και πεπερασμένοι (στον άνθρωπο, έκταση: σώμα – σκέψη: ψυχή) τρόποι που με τη σειρά του διαιρούνται σε άμεσους και έμμεσους.
      Στα θεολογικά θέματα απέρριπτε την ύπαρξη ενός προσωπικού θεού και τις έννοιες της καρτερίας, της μεταμέλειας, του φόβου κ.λπ., αφού το μέλλον είναι εξίσου προσδιορισμένο με το παρελθόν, όπως και την αθανασία της ψυχής νοούμενης ως μεταθανάτιας επιβίωσης του ατομικού πνεύματος. Δεν υπάρχει άλλη ζωή όπου οι άνθρωποι θα επιβραβεύονται ή θα τιμωρούνται μιας και κάθε πράξη εμπεριέχει οργανικά τις συνέπειες της. Δεχόταν ότι ένα μέρος του νου, που «υπήρχε» και πριν το σώμα θα συνεχίσει να υπάρχει, στο βαθμό που έχει καθολική θέαση των πραγμάτων και είναι ενωμένο με τον Θεό στην αιωνιότητα. Όποιος αγαπάει τον Θεό δε μπορεί και ούτε πρέπει να αναμένει ο Θεός να του ανταποδώσει την αγάπη του, διότι αυτό θα σήμαινε ότι θα μπορούσε να αισθανθεί λύπη και να μη δρα σαν Θεός. Η σχέση του Θεού με τα πεπερασμένα όντα εξετάζεται όχι υπό το πρίσμα της φυσικής αιτιότητας (όπως στους μεσαιωνικούς θεολόγους) αλλά υπό εκείνο της λογικής σχέσης υποκειμένου-κατηγορήματος, και οι κατάλληλοι όροι αναφοράς στα όντα αυτά δεν είναι τα ουσιαστικά αλλά τα επίθετα.
      Δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση ή τυχαιότητα στο σύμπαν αλλά κυριαρχεί η λογική αναγκαιότητα: «στη φύση τίποτα δεν είναι τυχαίο· τα πάντα είναι καθορισμένα από την αναγκαιότητα της θεϊκής φύσης να υπάρχουν και να λειτουργούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο». Πραγματική ελευθερία αποτελεί η αναγνώριση και αγάπη της αναγκαιότητας: «εκείνος που έχει ορθά κατανοήσει ότι τα πάντα απορρέουν από την αναγκαιότητα της θείας φύσης και γίνονται σύμφωνα με τους αιώνιους νόμους και τους κανόνες της φύσης, αυτός δε θα βρει τίποτα που να αξίζει να το μισήσει, να το χλευάσει ή να το περιφρονήσει, ούτε θα αισθανθεί οίκτο για κανέναν αλλά θα προσπαθεί κατά το προσήκον στην ανθρώπινη αρετή μέτρο να κάνει, όπως λέγεται, το καλό και να χαίρεται». Οπωσδήποτε είναι μια εντυπωσιακή προτύπωση του νιτσεϊκού «ναι σε όλα». Το καλό και το κακό είναι σχετικά επειδή βλέπουμε μερικώς τα πράγματα, ενώ η θέαση του όλου θα αναδείξει την αρμονία· τελειότητα και πραγματικότητα συμπίπτουν όχι γιατί η πραγματικότητα είναι τέλεια αλλά επειδή ακριβώς ένα τέτοιο ουσιώδες πρότυπο τελειότητας απουσιάζει. Κάθε ύπαρξη ενέχει δύναμη και συνεπώς είναι θετική, ενώ αυτό που συνήθως ονομάζουμε αρνητικότητα προκύπτει από τη συνάντηση διαφορετικών πεπερασμένων όντων (κατά το μοντέλο των νόμων σύγκρουσης των φυσικών σωμάτων). Τίποτε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά και ούτε θα έπρεπε να ήταν αλλιώς τα πράγματα, ακόμη κι αυτή η πραγματικότητα του θανάτου δεν έχει λόγο να απασχολεί τον ελεύθερο άνθρωπο που «τίποτα δεν σκέφτεται λιγότερο από τον θάνατο· και η σοφία του δεν είναι στοχασμός πάνω στον θάνατο, αλλά πάνω στη ζωή».
      Η σπινοζική ανάλυση είναι μια οντολογία δυνάμεων και μια παιδαγωγική της επιθυμίας. Κάθε υπαρκτό πεπερασμένο ον τείνει να εμμένει στο είναι του, επιθυμεί την αυτοσυντήρηση του, τη διατήρηση και αύξηση της ισχύος του, και μόνο η συνάντηση με μια δύναμη εξωτερική, αντίθετη και ισχυρότερη είναι ικανή να ανακόψει την πορεία του αυτή. Αυτή είναι η περίφημη θεωρία του conatus (τάση) που απαντάται και στον Χομπς με μια μορφή ακόμη πλησιέστερη προς την αρχή της αδράνειας, ενώ στον Σπινόζα το είναι έχει έναν δυναμικότερο χαρακτήρα από την απλή κατάσταση. Πρωταρχικά συναισθήματα είναι η χαρά, η λύπη και η επιθυμία. Η χαρά ορίζεται ως αύξηση ισχύος που λαμβάνει χώρα στο σώμα και το πνεύμα, η λύπη ως μείωση (που προκύπτει από την ψυχολογική επένδυση σε κάτι που δεν γίνεται, γι’ αυτό και αποτελεί εσφαλμένη ιδέα), η αγάπη ως χαρά που συνοδεύεται από την ιδέα ενός εξωτερικού αντικειμένου και η επιθυμία ως συνειδητοποίηση της ενστιχτώδους βούλησης. Ο Σπινόζα προτείνει ένα νέο ανθρωπολογικό μοντέλο στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η επιθυμία που συνιστά απρόσμενο άνοιγμα της ύπαρξης μας ως θετικότητας στον κόσμο χωρίς συγκεκριμένο αντικέιμενο· «δεν θέλουμε, δεν ορεγόμαστε, δεν επιθυμούμε, ούτε προσπαθούμε κάτι επειδή το κρίνουμε καλό· αλλά αντιθέτως κρίνουμε κάτι καλό επειδή το θέλουμε, το ορεγόμαστε, το επιθυμούμε και το προσπαθούμε». Το ζήτημα επομένως είναι να κατανοήσουμε τις αιτίες που γεννούν τις επιθυμίες αφού όπως έξοχα παρατήρησε ο Σοπενχάουερ (που μαζί με τον Σπινόζα προλογίζουν αρκετά θέματα της ψυχανάλυσης) ελευθερία δεν είναι να πράττεις όπως θέλεις αλλά να (μπορείς να) μη θέλεις όπως θέλεις! Σκοπός για τον ελεύθερο άνθρωπο είναι να κατευθύνει τις επιθυμίες του προς τη σωστή κατεύθυνση και να επιδιώκει τις καταλληλότερες γι’ αυτόν συναντήσεις, δηλαδή όσες βρίσκονται σε αρμονία με τον Λόγο. Ο Ντελέζ υποστήριξε πως ο Σπινόζα κάνει ηθολογία (η περιγραφική επιστήμη της συμπεριφοράς των ζώων), και είναι πράγματι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι η Ηθική αποτελεί ένα κατεξοχήν μεταφυσικό βιβλίο. Ο φιλόσοφος γράφει επομένως στο σημείο διάλυσης των ορίων ανάμεσα στην οντολογία και την ηθική, όπου η μια δεν ξεχωρίζει από την άλλη· πρόκειται για ιδέα που θα ξαναβρούμε στον εικοστό αιώνα. “Δικαιολογημένα αυτή η σύλληψη” θα πει ο Φώτης Τερζάκης αναφερόμενος ακριβώς στην “ιατρικοποίηση” των ηθικών αξιολογήσεων από τον Σπινόζα, “ενθουσίασε τον Νίτσε, στην οποία είδε την τελεσίδικη απόρριψη κάθε μονοθεϊστικής κατασκευής της ηθικότητας (που είναι απλή εσωτερίκευση του νόμου, ετερονομία...). Μια τέτοια αναθεμελίωση του ηθικοπρακτικού οδηγεί αβίαστα σε μία συγκεκριμένη πολιτική θέση, που είναι η ριζική αυτοδιεύθυνση της πολιτικής κοινότητας”.
      Οι γνωσιοθεωρητικές συνέπειες των απόψεων αυτών του Σπινόζα είναι αρκετά ενδιαφέρουσες· τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε γύρω μας δεν είναι ξέχωρα από τις αντίστοιχες ιδέες, ενώ η ψυχή μας δεν υφίσταται ως γνωστικό υποκείμενο -φαντάζομαι τους καρτεσιανούς να αφρίζουν από το κακό τους- αποκομμένη απ’ το σώμα μας. Αποτελώντας όμως, ο εαυτός μας, ένα κομμάτι του κόσμου δεν μπορεί παρά να μας προσφέρει ασαφείς και συγκεχυμένες ιδέες του «εξωτερικού κόσμου». Με τρεις τρόπους μπορεί κανείς να αποκτήσει γνώση: α) με την αντίληψη, που αφορά τη σύλληψη των πραγμάτων από τις αισθήσεις και είναι χρήσιμη για την καθημερινή ζωή στο βαθμό που λαμβάνουμε υπόψη την ανεπάρκεια της, β) με τον λόγο, που υπερβαίνει την απλή πεποίθηση και παρέχει κατανόηση, θεωρώντας τα αντικείμενα από την οπτική του θεού, δηλαδή υπό το πρίσμα της αιωνιότητας και γ) με τη διαίσθηση ή ενόραση, που κατευθύνεται προς την ίδια τη θεϊκή ουσία και την άμεση σύλληψη των πραγμάτων και των σχέσεων τους. Η ενορατική γνώση μας αποκαλύπτει την «νοερή αγάπη του θεού» και απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα πάθη (που οφείλονται θα λέγαμε στις ατελείς και συγκεχυμένες ιδέες και την εκ μέρους μας αδυναμία σύλληψης της καθολικής τάξης πραγμάτων), καθιστώντας τον αιτία του εαυτού του.
      Κάθε συναίσθημα έχει πυρήνα γνώσης (συνοδεύεται από την εικόνα του αντικειμένου προς το οποίο κατευθύνεται) που όταν είναι ψευδής είναι πάθος και όταν είναι αληθής συνιστά ενέργημα. Τα πάθη -δηλαδή οι εξωτερικές επιδράσεις που μας ελέγχουν- προέρχονται από ιδέες που δεν είναι σαφείς και ευκρινείς, εντασσόμενα στην πρώτη κατηγορία γνώσης, και μόλις αποκατασταθεί η έλλογη οπτική μας υποχωρούν: «το συναίσθημα που είναι πάθος παύει να είναι πάθος αφ’ ης στιγμής σχηματίσουμε μία σαφή και ευκρινή ιδέα του». Απελευθέρωση από τη δουλεία είναι η αυτοπειθαρχία που στηρίζεται στον ορθό λόγο. Δεν παύει να καταγγέλλει τον άνθρωπο με τα λυπημένα πάθη, εκείνον που τα εκμεταλλεύεται για να κάνει τους άλλους σαν τα μούτρα του κι αυτόν που λυπάται για τα ανθρώπινα πάθη ενγένει (εν ολίγοις: τον σκλάβο, τον τύραννο και τον ιερέα).
      Ο Σπινόζα είναι ένας πολύ σημαντικός στοχαστής: ο Χέγκελ, που θεώρησε ότι με το σύστημα του είπε τα πάντα, έγραψε πως είτε κάποιος σπινοζίζει είτε δεν κάνει φιλοσοφία, ενώ και ο αντισπινοζιστής Μπερξόν έλεγε πως κάθε στοχαστής μπορεί να έχει μόνο δυο φιλοσοφίες: τη δική του και του Σπινόζα. Ο Γιακόμπι επίσης αναφέρει πως οι τελευταίες λέξεις του Λέσσινγκ ήταν: «Εν και παν! Δεν γνωρίζω τίποτε άλλο… Δεν υπάρχει άλλη φιλοσοφία εκτός από του Σπινόζα». Ο ρομαντικός ποιητής Χάινριχ Χάινε παρατηρεί πως «όλοι οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, χωρίς ίσως να το γνωρίζουν, βλέπουν μέσα από τους φακούς που λείανε ο Σπινόζα». Ο Ράσελ αναγνωρίζει στο πρόσωπο του τον πιο ευγενή και αξιαγάπητο από τους μείζονες φιλοσόφους, ενώ ο Ντελέζ τον θεωρεί τον μοναδικό συνεπή εμμενειοκράτη στην ιστορία της φιλοσοφίας και φτάνει να τον χαρακτηρίσει πρίγκηπα και Χριστό των φιλοσόφων του οποίου οι υπόλοιποι μεγάλοι στοχαστές είναι απόστολοι3! Κατά τον Ντελέζ επίσης, ο Σπινόζα κάνει ηθολογία, προσεγγίζει δηλαδή περιγραφικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων κατά έναν αντίστοιχο τρόπο προς αυτόν που οι επιστήμονες μελετούν τα ζώα – τα όρια θολώνουν ανάμεσα στην ηθική και την οντολογία, και οι προεκτάσεις αυτού του θολώματος μόνο μετά τον Νίτσε θα γίνουν αντιληπτές. Στις αρχές του 19ου αιώνα μια μεγάλη διαμάχη έλαβε χώρα στη Γερμανία όσον αφορά την ορθή ερμηνεία της σκέψης του, αφού με μια ανάγνωση είναι άθεος και με μια άλλη γίνεται -όπως το διατύπωσε ο Κίρκεγκορντ- ένας «ενθουσιασμένος από Θεό άνθρωπος»! Ο Αϊνστάιν του αφιέρωσε ένα ποίημα το 1920 και στις μέρες μας το ίδιο έκανε ο Γιώργος Μπλάνας4. Ο νευροβιολόγος Αντόνιο Νταμάζιο θεωρεί πως «ο Σπινόζα είχε δίκιο» εν αντιθέσει με «το λάθος του Ντεκάρτ» αναφορικά με τη σχέση νου-σώματος και τον ρόλο των παθών. Στη Θεολογικο-πολιτική πραγματεία μας παρέχει μια φιλελεύθερη ερμηνεία των γραφών, δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, για την οποία συμπεραίνει πως έχει γραφτεί από πληθώρα συγγραφέων αρκετά μεταγενέστερα από όταν πιστεύεται από την παράδοση. Δεχόταν ως δάσκαλο του τον Χριστό, όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα του ίδιου έργου: «δεν πιστεύω ότι κανείς έφτασε ποτέ σε μια τέτοια τελειότητα, σε ένα σημείο υψηλότερο από όλους τους ανθρώπους, όσο ο Χριστός. Γιατί στον Χριστό η αποκάλυψη των θείων σχεδίων για τη σωτηρία των ανθρώπων δεν έγινε μέσω των λόγων, αλλά άμεσα… Η φωνή του Χριστού μπορεί να αποκληθεί φωνή του Θεού».
1 . Φυσικά ο όρος χρησιμοποιείται όπως στη δυτική θεολογική και φιλοσοφική παράδοση, ως συνώνυμος της ουσίας. Στην ορθόδοξη θεολογία η υπόσταση αντιδιαστέλλεται με την ουσία, όπως και το πρόσωπο με το προσωπείο (στους καθολικούς, αντίθετα, γίνεται αντιληπτό ως «περσόνα»).
2. Φώτης Τερζάκης, “Η απόκλιση του Σπινόζα”, βιβλιοκρισία της Ηθικής στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, 21/08/2009.
3. Διαβάζουμε στο Τί είναι φιλοσοφία; (σ. 71-72): “Αυτό που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σκέψης αλλά που ωστόσο πρέπει να το σκεφτούμε, αυτό κάποιος το σκέφτηκε μία φορά, όπως ο Χριστός μία φορά ενσαρκώθηκε, για να δείξει εκείνη την φορά την δυνατότητα του αδύνατου. Έτσι και ο Σπινόζα είναι ο Χριστός των φιλοσόφων, οι δε μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν είναι παρά απόστολοι, που απομακρύνονται από αυτό το μυστήριο ή το προσεγγίζουν. Σπινόζα, το άπειρο γίγνεσθαι-φιλόσοφος. Έδειξε, σχεδίασε, στοχάστηκε το “καλύτερο” επίπεδο εμμένειας, δηλαδή το πιο καθαρό, αυτό που δεν παραδίδεται στο υπερβατικό ούτε αποκαθιστά το υπερβατικό, αυτό που εμπνέει τις λιγότερες αυταπάτες, τα λιγότερα άσχημα συναισθήματα και τις λιγότερες πεπλανημένες αντιλήψεις”...
4 . Πρόκειται για το ποίημα «Ο Μπαρούχ Σπινόζα πέθανε μια Κυριακή του 1677 ενώ ο Βαν ντερ Σπάικ και η γυναίκα του που τον φιλοξενούσαν είχαν πάει στη λουθηρανή λειτουργία», από το οποίο αντλήθηκαν οι στίχοι που παρατίθενται στην αρχή. Ανήκει στη συλλογή Παράφορο! του 1997, την οποία βρήκα στο: Γιώργος Μπλάνας, Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα, εκδόσεις «Ερατώ», Αθήνα, 2004.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Πού βρίσκεται ο Χριστός;

Επιτρέψτε μου, έξι και μισή το πρωί, να σας εξομολογηθώ ότι από μικρό παιδί με βασανίζουν ερωτήματα θρησκευτικής φύσεως, όπως το γιατί οι ουρανοί μένουν σιωπηλοί μπροστά στο θέαμα παιδιών που τους βγάζουνε τα μάτια ή αδύναμων που βασανίζονται με κάθε τρόπο που  μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους (το πρόβλημα της θεοδικίας). Ίσως κάποτε επανέλθω διεξοδικά στο ζήτημα αυτό και σε αρκετά παρεμφερή, αλλά για την ώρα θα παραθέσω ένα απόσπασμα που μου φαίνεται ενδιαφέρον από το βιβλίο του Μάριου Μπέγζου Δοκίμια ψυχολογίας της θρησκείας (2004) και συγκεκριμένα από το τελευταίο κεφάλαιο που αναφέρεται στην αγιότητα, δηλαδή σε κάτι το ανήκουστο για τα (μετα)μοντέρνα αυτιά μας. Έπειτα από κάποιες επισημάνσεις που αφορούν την ύπαρξη δύο ειδών θρησκευτικού συναισθήματος και βιώματος, του "κανονικού" της θεσμικής θρησκείας και παράδοσης και του "αντισυμβατικού" της προσωπικής σχέσης με το θείο, ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει για το δεύτερο ένα σύγχρονο παράδειγμα σαλότητας, εκείνο της χριστιανοσοσιαλίστριας Ελισάβετ Πιλένκο. Εγώ σωπαίνω.

* * *

"Η σαλότητα ως αντισυμβατική εκκλησιαστικότητα ενσαρκώνεται ακόμα και στους μοντέρνους καιρούς μας όχι σε κάποιαν απόμακρη έρημο, ούτε σε κανένα «υπερουράνιον τόπον», αλλά μέσα σε πολύβουα αστικά κέντρα στην καρδιά της Ευρώπης, τόσο της Ανατολικής Ευρώπης, με επίκεντρο την τέως «Αγία Ρωσία», όσο και της Δυτικής Ευρώπης, με έδρα το θεωρούμενο «αμαρτωλό» Παρίσι της λεγόμενης «μπελ επόκ» του μεσοπολέμου, όπου πρωταγωνιστεί η μαρτυρική παραβατικότητα της Μητέρας Μαρίας Σκομπτσόβα. Η κατά κόσμον Ελισάβετ Πιλένκο (Μητέρα Μαρία Σκομπτσόβα) γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1891 στην Ρίγα της Λετονίας. Οι γονείς της ανήκαν στην αριστοκρατία της Ουκρανίας και ο πατέρας της λειτούργησε σε μια πρότυπη οινοπαραγωγική επιχείρηση στην Ανάπα, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, όπου ανατράφηκε η κόρη του Λίζα. Με τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της στα 14 της χρόνια μετακινήθηκε οικογενειακώς στην Αγία Πετρούπολη.
     Εκεί φάνηκε το ποιητικό ταλέντο της, που εκτιμήθηκε από τους πρωτοποριακούς λογοτεχνικούς κύκλους, ιδίως τον ποιητή Αλέξανδρο Μπλοκ. Στα 18 της παντρεύτηκε τον διανοούμενο δικηγόρο και δραστήριο στέλεχος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Δημήτρη Κουζμίν-Καραβάγιεφ, με τον οποίο ταξίδευσε πολύ στο εξωτερικό. Σε τρεις τομείς ανέπτυξε τα ενδιαφέροντα της η νεαρή Λίζα: στην ποίηση, στην πολιτική και στην πίστη.
     Εκτός από τις λογοτεχνικές επιδόσεις της αναμείχθηκε έντονα στην πολιτική και ιδεολογική ζύμωση της καμπής από τα τέλη του 19ου σης αρχές του 20ού αι. με επίκεντρο την Πετρούπολη. Ήταν οπαδός του «ρωσικού σοσιαλισμού», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Ντοστογιέφσκι, δηλαδή όχι του άθεου σοσιαλισμού της Δύσης, αλλά του ένθεου σοσιαλισμού της Ανατολής, των ταπεινών και καταφρονεμένων, του απλού και πιστού λαού του Θεού που πεινά και διψά για το δίκιο του ανθρώπου.
Αυτό ήταν που την επανασυνέδεσε ουσιαστικά και συνειδησιακά πια (όχι τυπικά και συμβατικά εξαιτίας της καταγωγής της) με την Ορθοδοξία. Η νεαρή και ανήσυχη ποιήτρια και πολιτικοποιημένη σοσιαλδημοκράτισσα Λίζα ήταν η πρώτη γυναίκα ακροατρια της Θεολογικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρουπόλεως στις αρχές του αιώνα μας, αφού το φύλο της και η κοινωνία της απαγόρευαν την εγγραφή της ως κανονικής φοιτήτριας σε θεολογικό εκπαιδευτήριο σε κείνους τους καιρούς. Πώς όμως έφθασε να γίνει μοναχή μια τέτοια επαναστατική φύση θα το δούμε αμέσως στην συνέχεια, ακολουθώντας το μαίανδρο της περιπετειώδους ζωής της.
     Η Οκτωβριανή Επανάσταση την βρίσκει δραστήριο μέλος του σοσιαλιστικού επαναστατικού κόμματος, μιας συσπείρωσης διανοουμένων που πίστευαν στο συνδυασμό ρωσικών παραδοσιακών αξιών («εδαφισμός» ή «λαϊκισμός») και ευρωπαϊκών προοδευτικών αρχών (σοσιαλισμός). Αυτή η τοποθέτηση της ήταν που την απομάκρυνε από τους μπολσεβίκους του Λένιν έγκαιρα, βοηθώντας την να μείνει επαναστάτρια χωρίς να ανήκει στον μαρξισμό.
     Έμπρακτα διαδηλώνει την πολιτικοποίηση της αφήνοντας την αστική Πετρούπολη και επιστρέφοντας για μόνιμη επανεγκατάσταση στην αγροτική πατρίδα της, την Ανάπα της Μαύρης Θάλασσας, όπου εκλέγεται δήμαρχος. Ο πόλεμος σοβιετικών και αντεπαναστατών μαίνεται, η πόλη καταλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1918 από τους τσαρικούς και η Λίζα δικάζεται από το στρατοδικείο για δήθεν συνεργασία με τους σοβιετικούς αντιμετωπίζοντας την θανατική καταδίκη. Ευτυχώς λήγει αυτή η ταλαιπωρία με ελαφρά ποινή και μια προσωπική περιπέτεια: ένας από τους στρατοδίκες της, ο αξιωματικός Δανιήλ Σκομπτσόφ, κάνει πρόταση γάμου στην χήρα Λίζα.
     Μόλις παντρεύονται, εκπατρίζονται εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου που μαίνεται στην Ρωσία. Με την ήττα του Λευκού Στρατού εκκενώνεται η Κριμαία, η Λίζα ταξιδεύει με το τελευταίο πλοίο που φεύγει για την Τιφλίδα μαζί με την μητέρα της και την κόρη της από τον πρώτο γάμο της. Εκεί γεννιέται ο γιος της Γιούρι κι ένα χρόνο αργότερα αποκτά μια κόρη, την Αναστασία, που βλέπει το φως στην Κωνσταντινούπολη, όπου διαμένουν μέχρι το 1922, χρονιά της οριστικής μετοικεσίας τους στο Παρίσι οικογενειακώς.
     Η δυτικοευρωπαϊκή εξορία σήμανε μια καμπή στην ζωή της Λίζας. Οι προσωπικοί δεσμοί της με τον Δανιήλ χαλάρωσαν σε βαθμό διάστασης που οδήγησε στην διάζευξη, χωρίς να επισκιάσει την φιλική τους σχέση. Η δραστηριότητά της αναλώθηκε αρχικά στην Κίνηση των Ρώσων Χριστιανών Σπουδαστών, μια νεανική ορθόδοξη πρωτοβουλία με προοδευτικές ιδέες και εκκλησιαστικό φρόνημα. Οι δυο συνοδοιπόροι της ηρωίδας μας ήταν ο Μπουλγκάκοφ και ο Μπερντιάεφ.
     Ο πρώην καθηγητής της πολιτικής οικονομίας και νυν ιερέας και καθηγητής του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι π. Σέργιος Μπουλγκάκοφ ήταν ο πνευματικός πατέρας της, που καθοδήγησε την μοναστική της κλήση, τον Μάρτιο του 1932, όταν εκάρη μοναχή και έλαβε το όνομα Μαρία. Ο πασίγνωστος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάεφ υπήρξε ο μέντοράς της, που αρνείτο να πηγαίνει σε συμβατικούς θεολογικούς χώρους και θεωρούσε ως τον μόνο οικείο για την φιλοσοφία του χώρο το σπίτι τής κατά κόσμον Ελισάβετ και νυν αδελφής Μαρίας. Εκεί γίνονταν οι συναντήσεις του φιλοσοφικού κύκλου του Μπερντιάεφ, λειτούργησε η θρησκειοφιλοσοφική του ακαδημία και συνέδραμε δραστήρια στην Ορθόδοξη Νεανική Κίνηση των φιλελευθέρων ρωσικών κύκλων του Παρισιού, εκδίδοντας την περιοδική έκδοση Νόβι Γκρατ.
Όπως σημειώνει η βιογράφος της, «η μοναχή Μαρία ανακάλυψε εκ νέου τον εσχατολογικό δυναμισμό του αρχέγονου χριστιανισμού χάρη στην επιρροή του πατρός Λεβ Ζιλέ και οραματίσθηκε έναν μοναχισμό δημιουργικά ανανεωμένο για να ανταποκριθεί στα σημεία των καιρών, έναν μοναχισμό που δεν θα αυτοαποκλειόταν στην έρημο ή στους τέσσερις τοίχους, αλλά θα επιβίωνε μέσα στον κόσμο». Με αυτό το σκεπτικό η αδελφή Μαρία ίδρυσε έναν ξενώνα για απόρους, αστέγους, εγκαταλειμμένα άτομα, αλκοολικούς, πρώην τροφίμους ψυχιατρείου σε κατάσταση αποθεραπείας και άλλες περιθωριακές μορφές της κοινωνίας μας. Μια ιδιότυπη Βασιλειάδα στο Παρίσι του μεσοπολέμου, στην καρδιά της μπελ επόκ: αυτό υπήρξε το ίδρυμα που υπηρετούσε καθημερινά με τα χέρια της η πολιτικοποιημένη ποιήτρια μοναχή Μαρία, που έχασε από την ζωή δύο συζύγους και τρία παιδιά της με τρόπο τραγικό.
     Με την κατοχή της δεύτερης πατρίδας της, της Γαλλίας, από τον γερμανικό ναζισμό εντάθηκε η κοινωνική δράση της και επεκτάθηκε συνειδητά πια στους Ρωσοεβραίους πρόσφυγες, ιδίως μάλιστα τον Ηλία Φουνταμίνσκι. Στο ίδρυμα της εξέδιδε πλαστά πιστοποιητικά βαπτίσεως για την κάλυψη των διωκομένων αλλοθρήσκων συμπατριωτών της, Ρώσων ή Γάλλων Εβραίων, και συνέδραμε στην απόδρασή τους για την ελεύθερη ζώνη. Η μοίρα της βέβαια είχε προδιαγραφεί με μια τέτοια ριψοκίνδυνη επιλογή.
     Η Γκεστάπο συλλαμβάνει τον γιο της Γιούρι, εικοσάχρονο φοιτητή, έναν ορθόδοξο ιερέα και τον επικεφαλής της Ορθόδοξης Νεανικής Κίνησης. Σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση τους απαιτεί από την αδελφή Μαρία να παραδοθεί η ίδια και να παραδώσει στοιχεία για τους Εβραίους που περιέθαλπε. Εκείνη δέχθηκε το πρώτο, αλλά αρνήθηκε το τελευταίο. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτοπισθούν όλοι, οι άνδρες στο Μπούχεβαλντ και εκείνη στο Ράβενσμπρουκ. Ο μόνος που επέζησε ήταν ο επικεφαλής της Κίνησης. Οι άλλοι τρεις θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Πληροφορίες για τη δράση της μοναχής Μαρίας μέσα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως δίνονται από την συγκροτούμενή της ανιψιά του στρατηγού Ντε Γκολ και στενή προσωπική της φίλη. Αμείωτη συνέχισε την δραστηριότητά της παρά τις μύριες δυσχέρειες και την σωματική της εκμηδένιση εξαιτίας της δυσεντερίας. Ο θάνατός της ήρθε ηρωικά και μαρτυρικά, λίγα εικοσιτετράωρα πριν την άφιξη των συμμαχικών στρατευμάτων στο στρατόπεδο.
     Εξαιτίας της αρρώστιας της απομονώθηκε στην πτέρυγα του στρατοπέδου όπου εγκατέλειπαν τους ασθενείς κρατουμένους αφήνοντάς τους να πεθάνουν από την πείνα και την εξάντληση. Σύμφωνα με μια πληροφορία, η μοναχή Μαρία αναφέρθηκε στον κατάλογο των εκτελεσμένων σε θάλαμο αερίων της 31ης Μαρτίου 1945. Αξιόπιστοι μάρτυρες κατέθεσαν ότι πήρε οικειοθελώς την θέση μιας νεαρής Πολωνίδας συγκροτούμενης της που επρόκειτο να θανατωθεί.
     Η τραγική ειρωνεία είναι ότι λίγες ημέρες αργότερα τα ρωσικά στρατεύματα άνοιξαν το στρατόπεδο. Μόνο που η αδελφή Μαρία δεν έμελλε να δει ούτε την ελευθερία ούτε τους συμπατριώτες ελευθερωτές. Της χαρίσθηκε όμως μια άλλη συνάντηση: με τον Κύριο της ζωής, τον εκ νεκρών Αναστάντα, που την εμψύχωνε μιαν ολάκερη ζωή εις τους αιώνας των αιώνων".

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Ιδέες για την επίλυση των προβλημάτων των Ελλήνων Αγροτών

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Το πρόβλημα τον αγροτών έγκειται στο ότι τα αγροτικά προϊόντα ενώ «φεύγουν» από τους παραγωγούς με ποσά της τάξης των 30-40 λεπτών καταλήγουν στον καταναλωτή με τιμή άνω του 1 ευρώ. Όπως γίνεται αντιληπτό πέρα από τα απαιτούμενα έξοδα για την μεταφορά, την πιθανή τυποποίηση αλλά και μεταποίηση και το περιθώριο κέρδους του εκάστοτε πωλητή  ένα τεράστιο ποσό της τάξης του 20-30% καταλήγει στους μεσάζοντες. Σκοπός του υπουργείου θα πρέπει να είναι η πλήρης εξάλειψη τους. Ο παραγωγός θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα μικρό πωλητή πρωτογενούς βαθμίδας.

Προτείνω τα ακόλουθα:

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ

Στις νέες νομαρχίες θα πρέπει να δημιουργηθούν ειδικές συνεταιριστικές αποθήκες για την αποθήκευση των προϊόντων αρχικά.  Οι αγρότες θα συγκεντρώνουν τα προϊόντα τους που θα πρέπει να φέρουν τα εξής  χαρακτηριστικά τους  ΟΝΟΜΑ / ΕΠΩΝΥΜΟ / ΗΜ. ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ / ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. Η όλη διαδικασία έγκειται στην ηλεκτρονική πώληση των προϊόντων τους.  Δημιουργώντας ένα site όπου έμποροι αλλά και άλλοι επαγγελματίες θα μπορούν απευθείας να αγοράζουν προϊόντα του πρωτογενούς τομέα.
Για παράδειγμα ένα μανάβικο στην Αθήνα να μπορεί να επιλέξει πατάτες με προέλευση την Αχαΐα και ποιο συγκεκριμένα την περιοχή Σαγέικα που είναι εξαιρετικής ποιότητας.  Προϊόντα απευθείας από τους παραγωγούς θα μπορούν να αγοράζουν και καταναλωτές του ίδιου νομού μέσω του site σε περίπτωση που αυτά δεν απαιτούν μεταποίηση η κάποιου είδους τυποποίηση. Τα οφέλη μιας τέτοιας διαδικασίας θα είναι πολλαπλά καθώς ο παραγωγός πηγαίνοντας στον εκάστοτε συνεταιρισμό και έπειτα από συνεννόηση με τον υπάλληλο θα αναφέρει την τιμή που θέλει να πουλήσει το προϊόν ο ίδιος και έτσι να καθορίζει αυτός το μέλλον του και την πορεία του προϊόντος στα πλαίσια του ανταγωνισμού.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ

Μερικά από τα τεχνικά χαρακτήριστικά του ηλεκτρονικού καταστήματος θα μπορούσαν να είναι τα ακόλουθα:
z  Το ηλεκτρονικό κατάστημα πώλησης αγροτικών προϊόντων θα μπορούσε να είναι εθνικού επιπέδου όπου θα υπάρχει η δυνατότητα επιλογής προϊόντων ανά νομό.
z  Θα έχει δυνατότητα εναλλαγής αγγλικής/ελληνικής γλώσσας.
z  Θα μπορεί να αναφέρει μέσω του Google map την ακριβή περιοχή παραγωγής του προϊόντος.
z  Θα υπάρχει η δυνατότητα νόμιμης απόδειξης μέσω εκτύπωσης.
z  Θα περιέχει σε πίνακα τα ονόματα παραγωγών με την τιμή/κιλό  των προϊόντων που προτείνουν.
z  Πιθανή φωτογραφία των προς πώληση προϊόντων.
z  Online ευρετήριο προϊόντων. Ο καταναλωτής να έχει δυνατότητα να επιλέξει με βάση την τιμή, την κατηγορία προϊόντος, το όνομα του παραγωγού, την ημερομηνία παραγωγής κλπ.


ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ/ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

Ο αγρότης θα γίνει ένας μικρός έμπορος. Τα πλεονεκτήματα είναι τα εξής:
z  Αύξηση των εσόδων τους.
z  Ανεξαρτητοποίηση
z  Επωνυμία
z  Ελεύθερος ανταγωνισμός για την καλύτερη ποιότητα και τις χαμηλότερες τιμές.

Ο καταναλωτής θα έχει:
z  ξεκάθαρη μείωση των τιμών των προϊόντων.
z  θα γνωρίζει μέσω των χαρακτηριστικών που προαναφέρθηκαν την εντοπιότητα και την ημερομηνία παραγωγής.
z  Στήριξη εισοδήματος στον ντόπιο παραγωγό, όπου μέσω της οικονομικής αλυσίδας ο αγρότης θα επιστρέψει μέρος των εσόδων του στις τοπικές επιχειρήσεις.

Το δημόσιο κερδίζει τα εξής:
z  Πλήρης επίλυση του προβλήματος των αγροτών καθώς πλέον οι ίδιοι οι αγρότες θα φέρουν την ευθύνη για τιμές των προϊόντων.
z  Πλήρης φορολογική παρακολούθηση και πάταξη της φοροδιαφυγής καθώς όλες οι αγορές θα καταγράφονται ηλεκτρονικά και θα μπορεί να γίνεται άμεσα η απόδοση φόρου. Αλλά και λόγω ονομασίας των αγορών με ονοματεπώνυμο και ΑΦΜ οι αγρότες ή οι εκάστοτε έμποροι θα είναι αδύνατο να φοροδιαφεύγουν.
z  Μέσω της οικονομικής αλυσίδας στήριξη των τοπικών επιχειρήσεων. Οι πολίτες θα αγοράζουν προϊόντα απευθείας από τον παραγωγό και όχι από τα σουπερ μάρκετ που στέλνουν χρήματα στο εξωτερικό αντί να τα επενδύουν στην Ελλάδα.

Ο αγροτικός τομέας θα μπορούσε να στηριχτεί με ένα ακόμα πρόσθετο μέτρο όπως:
z  Αύξηση  της φορολογίας με ειδικό φόρο ΜΗ-ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑΣ στα προϊόντα που ήδη παράγει η Ελλάδα  και  που εισρέουν στην Ελλάδα μέσω των τελωνείων και των λιμανιών. Ελεγκτικοί μηχανισμοί στα τελωνεία και στα λιμάνια θα επιβάλουν αυτό τον φόρο/ανά κιλό εισαγόμενου προϊόντος. Η τιμή ενός λευκού τυριού που πωλείται στην Ελλάδα ως φέτα θα ανέβει από το τελωνείο ή το λιμάνι κάνοντας της επιχειρήσεις και τα σούπερ μάρκετ να μην μπορούν να κάνουν διαφορετικά καθώς η τιμή του θα έχει εξισωθεί με το ελληνικό προϊόν.  Έτσι στα ράφια τους θα έχουν περισσότερα ελληνικά προϊόντα πετυχαίνοντας έτσι εισροή χρημάτων για τους έλληνες παραγωγούς.  Επίσης οι πολίτες θα προτιμήσουν το επώνυμο και ελληνικό προϊόν από το ξένο χωρίς όνομα παραγωγού.

Τα μειονεκτήματα του μέτρου είναι η  αρχική εξεύρεση πόρων για την:
z  Δημιουργία ή την αγορά των αποθηκών όπου θα συγκεντρώνονται όλα αγροτικά προϊόντα.
z  Δημιουργία εθνικού δικτύου μεταφορών προϊόντων.

Τα παραπάνω προβλήματα ενδεικτικά θα μπορούσαν να επιλυθούν ως εξής:
z  Οι αγρότες θα συνεισφέρουν από την πώληση ενός προϊόντος ένα ποσό για τα οικονομικά του συνεταιρισμού ο οποίος θα φροντίζει με μια μικρή συμμετοχή του δημοσίου για την πληρωμή των υπαλλήλων και την υλοποίηση της κατασκευής η την αγορά της αποθήκης. Μια άλλη λύση θα ήταν αρχικά ο κάθε συνεταιρισμός με ειδικό δάνειο της αγροτικής τραπέζης να χρηματοδοτήσει την  αγορά ή την κατασκευή με ένα πολύ μικρό επιτόκιο.
z  Σκοπός του συνεταιρισμού θα είναι να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενος χωρίς την συμμετοχή του ελληνικού δημοσίου.  Έτσι με έσοδα από την πώληση των προϊόντων των ίδιων των αγροτών ο συνεταιρισμός θα μεταφέρει τα προϊόντα μέσω του δικτύου του ΟΣΕ δίνοντας έτσι σε αυτόν τον παθογενή οργανισμό τεράστια έσοδα αν αναλογιστεί κανείς ότι η κάθε συνεταιριστική νομαρχιακή κοινότητα της Ελλάδας θα μεταφέρει καθημερινά προϊόντα. Πετυχαίνουμε έτσι αύξηση των ελλειμματικών ταμείων του ΟΣΕ αλλά και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μελλοντικά για τον έλεγχο των προϊόντων, για την αύξηση του δικτύου και την ταχύτερη παροχή υπηρεσιών.

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι αγρότες δεν θα μπορούν να πωλούν τα προϊόντα τους μόνο στις ελληνικές αγορές αλλά και στις διεθνείς. Η ελεύθερη αγορά του ίντερνετ αλλά και η ανάπτυξη της διυπουργικότητας της ελληνικής κυβέρνησης θα μπορέσει να συνεισφέρει στην  εξαγωγή των προϊόντων στο εξωτερικό. Το υπουργείο που είναι υπεύθυνο για την τουριστική ανάπτυξη θα πρέπει να διαφημίζει σε εκθέσεις ανά την υφήλιο τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα σε συνεργασία με τους συνεταιρισμούς όλης της χώρας. Το ηλεκτρονικό κατάστημα πώλησης αγροτικών προϊόντων (καθώς αυτό θα περιέχει και την επιλογή οι συναλλαγές να μπορούν να γίνουν στ αγγλικά) θα μπορεί να το χρησιμοποιεί ένα σουπερμάρκετ από την Κίνα για να παραλάβει ένα συγκεκριμένο προϊόν συνεταιρισμού. Η συγκεκριμένη χώρα-αγορά θα πρέπει να στοχευθεί για την κατάληξη των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Το αρμόδιο υπουργείο κάνοντας μια εμπεριστατωμένη έρευνα σε συνεργασία με τα ελληνικά πανεπιστήμια θα αναφέρει ποιους τομείς της υγείας βελτιώνει η κατανάλωση μοναδικών ελληνικών προϊόντων που δεν παράγονται σε άλλες χώρες. Έπειτα το υπουργείου τουρισμού με ειδική καμπάνια που θα αποτελείται από πανεπιστημιακούς, ειδικούς μάρκετινγκ άλλα και μέλη των συνεταιρισμών θα προάγει τα ελληνικά προϊόντα στην χαώδη αγορά της κίνας τα οποία θα διαφέρουν σε ποιότητα με όλα τα υπόλοιπα.  Το μοναδικό πρόβλημα έγκειται στα ευπαθή προϊόντα αλλά στην επίτευξη της ταχύτερης δυνατής μεταφοράς. Το αρμόδιο υπουργείο για το εμπόριο θα μπορούσε να υπογράψει κάποιο μνημόνιο συνεργασίας με το αντίστοιχο κινέζικο για μείωση του κόστους μεταφοράς του εκάστοτε κοντέινερ πχ. Κάθε ελληνικό κοντέινερ που θα φτάνει σε κινέζικο έδαφος να μην πληρώνει φόρο στο λιμάνι και να συμβαίνει το ίδιο με ένα αντίστοιχο κινέζικο κοντέινερ. Προωθώντας το ανταλλακτικό εμπόριο έχουν και οι δυο κυβερνήσεις σαφή οφέλη.

Σύνοψη

Συνοψίζοντας η λειτουργία ενός εθνικού ηλεκτρονικού καταστήματος πώλησης αγροτικών προϊόντων θα επίλυε τα προβλήματα των αγροτών σχετικά με τα αιτήματα τους για την κατώτερη τιμή καθώς αυτοί πλέον θα καθορίζουν την τιμή /ανά κιλό εξαφανίζοντας έτσι τους μεσάζοντες μειώνοντας το γενικό κόστος των προϊόντων για όλους τους καταναλωτές πετυχαίνοντας περισσότερα κέρδη για αυτούς τα οποία με την σειρά τους θα τα εναποθέσουν στην τοπική κοινωνία. Οι νομαρχιακοί συνεταιρισμοί μέσω του δικτύου του ΟΣΕ θα μεταφέρουν προϊόντα σε όλη την χώρα και θα αποθηκεύουν τα προϊόντα. Η ηλεκτρονική καταγραφή και πώληση μηδενίζει την φοροδιαφυγή. Και τέλος τα ελληνικά πανεπιστήμια με το υπουργείο τουρισμό προωθούν την ποιότητα και όχι την ποσότητα των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό κάνοντας έτσι των πρωτογενή τομέα φορέα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.  

Ο μιμητισμός των κβαντικών νευρωνικών δικτύων

Ως (μέχρι τώρα…) γνωστόν το δεξί ημισφαίριο του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι υπεύθυνο για λειτουργίες όπως spatial orientation, intuition, semantics κλπ. Ενώ το αριστερό ημισφαίριο είναι υπεύθυνο για την προσωρινή επεξεργασία των δεδομένων, την λογική σκέψη και την σύνταξη. Βάση αυτής της οπτικής γωνίας είναι πολύ φυσικό να θεωρήσουμε ότι οι κλασσικοί υπολογιστές μιμούνται την λειτουργία του αριστερού ημισφαιρίου και οι νευροϋπολογιστές μιμούνται την λειτουργία του δεξιού ημισφαιρίου. Ο Penrose αξιοπρόσεκτα χαρακτηρίζει αυτούς τους δύο τύπους υπολογιστών ως «πάνω προς τα κάτω» και «κάτω προ τα πάνω». Ωστόσο υποστήριξε ότι υψηλότερες εγκεφαλικές λειτουργίες όπως η συνείδηση δεν μπορούν να προσομοιωθούν χρησιμοποιώντας κάποιον από αυτούς τους τύπους. Οι εισηγήσεις που παρουσιάζονται σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζουν τις δυνατότητες του συνδυασμού των μοναδικών υπολογιστικών δυνατοτήτων των κλασσικών νευρωνικών δικτύων και των κβαντικών υπολογιστών. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή υπολογιστικών παραδειγμάτων εξέχουσας προοπτικής. Κατά τους Alexandr A. Ezhov και Dan Ventura δεν υπάρχει κάποια συσχέτιση μεταξύ των βιολογικών νευρωνικών δικτύων και των κβαντικών νευρωνικών δικτύων τουλάχιστον στο πεδίο της ανθρώπινης διαίσθησης.
[Perus, M. (1997) Neural networks, quantum systems and consciousness. Science Tribune, Article - May. http://www.tribunes.com/tribune/art97/peru1.htm] Ωστόσο ο Perus υποστήριξε ότι τα νευρωνικά δίκτυα μπορούν να είναι μια «μακροσκοπική αντιγραφή των κβαντικών επεξεργαστικών δομών». Έτσι τα νευρωνικά δίκτυα θα μπορούσαν να είναι «μια επιφάνεια μεταξύ του μακρό-κοσμου του ανθρώπινου περιβάλλοντος και του μικρό-κοσμου της μη τοπικής διαίσθησης του» (“neural networks can be a macroscopic replica  of quantum processing structures. Neural networks could be an interface between the macro-world of man’s environment and the micro-world of his non-local consciousness”).
Όπως διαφαίνεται δεν είναι σχετικά απίθανο μελλοντικά μοντέλα κβαντικών νευρωνικών δικτύων να μπορούν να έρθουν ένα ακόμα βήμα πιο κοντά στις πιο «σκοτεινές» και απόμακρες περιοχές της ανθρώπινης σκέψης και του εγκεφάλου, προσομοιώνοντας λειτουργίες που θεωρούνταν απόμακρες για τα κλασσικά πρότυπα υπολογιστών. 
Μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι τα κβαντικά νευρωνικά δίκτυα ίσως αναπτυχθούν σε σημείο έτσι ώστε να υπερκεράσουν τις δυσκολίες που περιγράφονται στην θεωρία  Church-Turing (Church-Turing thesis). Σύμφωνα με την οποία όλοι οι υπάρχοντες υπολογιστές έχουν ίδια υπολογιστική ισχύ με την μηχανή-Τuring (Universal Turing Machine). Επίσης όλες οι αλγοριθμικές διαδικασίες που διεξάγονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο μπορούν να πραγματοποιηθούν με αυτή την μηχανή και αντίθετα. Κανένας υπάρχων νευρω-υπολογιστής, ούτε κάποιος κβαντικός υπολογιστής θεωρητικά δεν μπορεί να ξεφύγει από την αρχή Church-Turing.
[Cutting, D.(1999) Would quantum neural networks be subject to the decidability constraints of the Church-Turing thesis? Neural Network World, N.1-2, pp.163-168] Ισχύει το ίδιο όμως και για τα κβαντικά νευρωνικά δίκτυα? Το 1999 o Dan Cutting αναρωτήθηκε εάν τα κβαντικά νευρωνικά θα αμφισβητήσουν τις αρχές-«σταθερές» των Church-Turing, για τα υπάρχοντα μοντέλα κβαντικών νευρωνικών δικτύων η απάντηση σχεδόν σίγουρα είναι «όχι», αλλά μερικά φυσικά συστήματα όπως οι «σκουληκότρυπες» πιθανολογείται ότι ίσως αποτελέσουν την βάση για να καταφέρουν τα κβαντικά νευρωνικά δίκτυα να υπερκεράσουν τα όρια. 

Οι μελλοντικές έρευνες στα κβαντικά νευρωνικά δίκτυα ίσως καταφέρουν να δείξουν ότι κανένα σημείο του ανθρωπίνου εγκεφάλου ακόμα και αυτό της διαίσθησης δεν είναι αδύνατο να προσεγγιστεί. Άραγε θα καταφέρουν τα κβαντικά νευρωνικά δίκτυα να προσθέσουν το τελευταίο λιθαράκι στις συνεχές τάσεις του ανθρώπου για δημιουργία υπολογιστικών μηχανών με τον μέγιστο μιμητισμό προς τον ανθρώπινο εγκέφαλο στο διάβα του χρόνου...?

ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ ΣΤΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΝΕΥΡΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ

Η ύπαρξη χάους στα βιολογικά νευρωνικά δίκτυα του ανθρώπινου εγκεφάλου ήταν μια ανακάλυψη που έγειρε το ενδιαφέρον αρκετών επιστημών που ασχολήθηκαν με τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα. Σε μια άνιση μάχη οι επιστήμονες προσπαθούν να μιμηθούν και να προσομοιώσουν τις δυνατότητες και τις λειτουργίες του ανθρωπίνου εγκεφάλου άλλα πάντα θα βρίσκονται ένα βήμα πίσω γιατί η ανακάλυψη 100% της λειτουργίας του ανθρωπίνου εγκεφάλου αργεί πολύ ακόμα. Ο Steven Hawking έλεγε ότι ξέρουμε σχεδόν τα πάντα για το σύμπαν εκτός από τα πρώτα τρισεκατομμυριοστά του δευτερολέπτου από την γέννηση του, δυστυχώς για εμάς όλα τα κρυμμένα μυστικά βρίσκονται σε αυτά τα τρισεκατομμυριοστά. Κάπως έτσι είναι και τα πράγματα για την αποκρυπτογράφηση του ανθρωπίνου εγκεφάλου μπορούμε να τον ανακαλύψουμε κατά 99,9% κάποια στιγμή, αλλά εκείνο το 0,1% θα είναι αυτό θα μας κρύβει τα πάντα.
Μερικοί επιστήμονες αναρωτιούνται κατά πόσο είναι χρήσιμη η θεωρία του χάους στα τεχνητά νευρωνικά συστήματα που επιδιώκουν να αναπαράγουν τις δυνατότητες του ανθρωπίνου εγκεφάλου και μέχρι ποιο σημείο το χάος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την βελτίωση της απόδοσης των τεχνητών νευρωνικών συστημάτων. Το κατά πόσο είναι απαραίτητο το χάος στα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα σαν ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ακόμα.
[ Bower, B. Chaotic Connections (1988) Science News, 133 58-59 ] Ο Bower το 1988 είπε ότι «το χάος είναι η ποιότητα που κάνει την διαφορά στην επιβίωση μεταξύ ενός πλάσματος με εγκέφαλο στον πραγματικό κόσμο και ενός ρομπότ που δεν μπορεί να λειτουργήσει έξω από ένα ελεγχόμενο περιβάλλον». Μια θεωρία που από ότι φαίνεται θέλει ακόμα καιρό για να καταργηθεί…
[The Importance of Chaos Theory in the Development of Artificial Neural Systems, Dave Gross]Οι προσπάθειες του Freeman και των υπολοίπων δεν έπεισαν ένα σημαντικό μέρος της επιστημονικής κοινότητας που θεωρεί το χάος ως ένα κατανοητό υποπροιόν περίπλοκων συστημάτων όπως ο ανθρώπινος εγκέφαλος ή τα τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, χωρίς όμως να σημαίνει ότι το χάος αυτό καθεαυτό δεν προσφέρει στην αποδοτικότητα του συστήματος. Μερικοί όπως ο Stephen Grossberg και ο Gail Carpenter θεωρούν ότι τα οφέλη που προσφέρονται σε υποθετικό επίπεδο από τα χαοτικά συστήματα μπορούν να επιτευχθούν με άλλους τρόπους στα τεχνητά νευρωνικά συστήματα.