του Νίκου Τζ. Σέργη
Το βιβλίο αποτελεί τον καρπό μιας πολύχρονης προσπάθειας του φίλου Δημήτρη Αργυρού. Ο ίδιος ξεκίνησε (με περασμένα τα 30 του χρόνια) τις σπουδές Φιλοσοφίας στα Ιωάννινα και συνέχισε με τις αντίστοιχες μεταπτυχιακές σπουδές, εκπονώντας ως αποκορύφωμα μια μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία με θέμα παρεμφερές ως προς το βιβλίο, υπό την επίβλεψη του Επίκουρου Καθηγητή Θανάση Σακελλαριάδη. Όταν ο Αργυρός αναζητούσε θέμα για τη διπλωματική του, τον συμβούλευσα να αξιοποιήσει το πλούσιο αρχείο που κατείχε σχετικά με τα ρεύματα της άκρας αριστεράς και της αναρχίας στη μεταπολίτευση. Θα πρέπει εδώ να τονίσω την εξαιρετική ικανότητα του Αργυρού στη «χαρτογράφηση» των συγκεκριμένων πολιτικών χώρων (βαθιά γνώση των επιρροών, των αλληλεπιδράσεων και των συνακόλουθων «διασπάσεων»). Επίσης, τότε έπεσε η ιδέα η διπλωματική του να αποτελέσει το πρωτόλειο για τη δημιουργία του βιβλίου, που συνέπεσε τελικά να κυκλοφορήσει στα 50χρονα της μεταπολίτευσης. Ευτυχής συγκυρία, καθώς η επέτειος ανοίγει τη συζήτηση για την ελλιπή –ως τις μέρες μας– ιστοριογραφία της μεταπολίτευσης, με τους «αντιπάλους» των κινημάτων να πασχίζουν ακατάπαυστα να συρρικνώσουν τη σημασία του ριζοσπαστισμού, είτε να τον μετατρέψουν σε ένα ανενεργό είδος σκέψης στα αζήτητα, κατάλληλο μόνο για μια προθήκη Μουσείου. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι το πώς ένα νέο βιβλίο για τον ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης μπορεί όντως να ξαναδώσει ελπίδα στην κοινωνία, στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε.
Η μεταπολίτευση στην Ελλάδα είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, στο οποίο έχουν αποδοθεί διάφορες χρονολογίες ως προς τη λήξη του. Ο Αργυρός επιλέγει τον τερματισμό με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την αλυσιδωτή πτώση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» (1989). Το τέλος της δικτατορίας και η εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας βρίσκει την ελληνική κοινωνία σε αναβρασμό, σε ταραχή, όχι μόνο λόγω αδράνειας σε σχέση με ό,τι έχει προηγηθεί. Η κοινωνία είναι σαν θάλασσα, ο «κυματισμός» παραμένει για αρκετό καιρό μετά την«πτώση των ανέμων». Πράγματι, ο διχασμός (ακρο)δεξιάς – (ακρο)αριστεράς και η αναπαραγωγή των οικονομικών ανισοτήτων δεν κόπασαν με την απομάκρυνση των συνταγματαρχών από την εξουσία. Μεγάλη μερίδα της κοινωνίας δεν πείστηκε πως η «ομαλότητα» σε πολιτειακό επίπεδο θα ισοδυναμούσε με οριστική αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής ισότητας. Άλλωστε, είχαν προηγηθεί ο γαλλικός και ο αμερικάνικος «Μάης» και, στα καθ’ ημάς, η εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η πολιτικοποίηση ευρύτατων μαζών κατά την τελευταία περίοδο της χούντας, εξακολουθούσε να ταράζει τα φαινομενικά «ήρεμα νερά» μιας «ανάπηρης» ακόμα δημοκρατίας. Η κοινωνία παρέμεινε εξαιρετικά ταραγμένη. Μπορούμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε τον «ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης» ως κατεξοχήν σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε αναταραχή, που δεν είχε πειστεί ότι τα προβλήματά της λύθηκαν με την προσγείωση ενός αεροπλάνου από το Παρίσι. Κεντρικό σημείο για την παρουσίασή μου σχετικά με το βιβλίο, αποτελεί, ως εκ τούτου, η ιχνηλασία του «ριζοσπαστισμού» όχι τόσο όσον αφορά στις λεπτομέρειες για τις συλλογικότητες που παραθέτει ο Αργυρός στο βιβλίο, αλλά περισσότερο ως προς μια κοινωνική «κατάσταση πραγμάτων» που διαδέχτηκε τη δικτατορία.
Στις ιδέες, στα κινήματα και στις απόψεις (δογματικές και μη), οι οποίες σχηματίζουν το «ψηφιδωτό» του ριζοσπαστισμού ανιχνεύεται μια ταραγμένη κοινωνία, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι απεργίες, οι συγκρούσεις στους δρόμους και οι αιματοβαμμένες επέτειοι του Πολυτεχνείου (1980 και 1985). Σε όλη την περίοδο 1974-1989 και παρά την εμβόλιμη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, η αναταραχή στην κοινωνία χαρακτηρίζει τη 15ετία, ένα διάστημα μιάμισης δεκαετίας που μπορεί να συγκριθεί, κυρίως για τους νεότερους, με τον κοινωνικό αναβρασμό του αντιμνημονιακού αγώνα και τον σύντομο Δεκέμβρη του 2008.
Θα αναρωτηθούν κάποιοι, εξοικειωμένοι με τον ακαδημαϊσμό τού σύγχρονου φιλοσοφείν και τις ατελείωτες αντεγκλήσεις για το ποιος ερμηνεύει σωστά τον τάδε ή τον δείνα φιλόσοφο, τι σχέση έχει η Φιλοσοφία με μια ταραγμένη κοινωνία, όπως αυτή της μεταπολίτευσης. Κι όμως, από την καταγωγή του στην αρχαιότητα, τον Μαρξ, τον Μπακούνιν έως και τους καταστασιακούς, ο φιλοσοφικός λόγος είναι συνυφασμένος με την κριτική απορία, την αμφισβήτηση και την απόρριψη του υπάρχοντος κόσμου. Ο Αργυρός χρησιμοποιεί τη Φιλοσοφία ως μεθοδολογικό εργαλείο για να ταξινομήσει τις ποικιλόχρωμες τάσεις του ριζοσπαστισμού και, μάλιστα, επιλέγει μια φιλοσοφική μέθοδο η οποία επικαλείται τον αναρχισμό! Πρόκειται για τη φιλοσοφική θεωρία του Paul K. Feyerabend, η οποία προκρίνει χωρίς ενδοιασμούς αλλά και με στέρεα θεωρητική υποδομή το: «anything goes = όλα επιτρέπονται». Οι θεωρητικές λεπτομέρειες τού πώς ο Feyerabend έφτασε στη συγκεκριμένη θέση, μέσα από μια συγκροτημένη και συνεκτική πνευματική πορεία, αναλύονται στο Επίμετρο του βιβλίου.
Η πρωτοτυπία του Αργυρού έγκειται στη χρήση του Feyerabend ως εργαλείου μεθόδου, παρότι ο τελευταίος αρνήθηκε πεισματικά να δομήσει τη θεωρία του ως «σύστημα», γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο για τους φιλοσόφους. Μάλιστα, η απόπειρα του Αργυρού είναι ακόμη πιο πρωτότυπη, καθώς είναι η πρώτη φορά στη βιβλιογραφία που ο Feyerabend χρησιμοποιείται για τη μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών συνιστωσών του ελληνικού μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού. Η Φιλοσοφία στο βιβλίο λειτουργεί σαν «ομπρέλα» που καλύπτει όλες τις ριζοσπαστικές ιδέες που αμφισβήτησαν τη μεταπολίτευση και επιδίωξαν την ανατροπή της, είτε δογματικά μέσω της προσκόλλησης σε «σοσιαλιστικά» καθεστώτα –όπως η ΕΣΣΔ, η Κίνα, η Αλβανία, η Λατινική Αμερική κ.ά.– είτε σε μια λιγότερο δογματική κατεύθυνση, όπως σε κάποιες εκδοχές της άκρας αριστεράς και στην αναρχία. Όλες οι παραπάνω ιδέες υπάγονται στο πεδίο της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας. Ο Δημήτρης Αργυρός χρησιμοποιεί τη φιλοσοφική μέθοδο του «όλα επιτρέπονται» προκειμένου να συνθέσει το συνεκτικό «μωσαϊκό» του ριζοσπαστισμού, παραμένοντας στα εδάφη της Φιλοσοφίας σε όλο το μήκος του βιβλίου. Βεβαίως, η συγκεκριμένη μέθοδος προέρχεται από μια άλλη φιλοσοφική περιοχή, που ονομάζεται Γνωσιοθεωρία, αλλά η εφαρμογή της στην Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία, όπως κάνει ο Αργυρός, είναι απολύτως δόκιμη και επαρκώς τεκμηριωμένη. Στο Επίμετρο του βιβλίου αναπτύσσονται οι επιμέρους συνιστώσες της φιλοσοφικής θεωρίας του Feyerabend για όσους/ες ενδιαφέρονται για μια περαιτέρω μελέτη των ιδεών του Αυστριακού φιλοσόφου.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια συντελείται από διάφορα κέντρα εξουσίας μια συστηματική προσπάθεια να συρρικνωθούν, τόσο το κοινωνικό μέγεθος όσο και η αξία του ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η προσπάθεια αυτή αποβλέπει στη μείωση έως εξαφάνιση της επιρροής του σήμερα, έτσι ώστε να καταστεί ένα ανώδυνο «στιγμιότυπο» της σύγχρονης Ιστορίας, του οποίου η κοινωνική διάσταση πρέπει πάση θυσία να γίνει αμελητέα. Εν τούτοις, όπως προανέφερα, η σημασία του ριζοσπαστισμού έγκειται ακριβώς στο ότι αναπαριστά στο επίπεδο των ιδεών και της πάλης μια ταραγμένη κοινωνία. Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι ο ριζοσπαστισμός δεν είναι απλώς μια εκδήλωση της «ανήσυχης νεολαίας», αλλά μια συνολική κοινωνική συνθήκη, όπου μεγάλες μάζες έδειξαν στην πράξη τη δυσπιστία και την εναντίωση σε μια πολιτειακή μετάβαση, που παρουσιάστηκε ως η οριστική ίαση στα ιστορικά βάρη του 20ού αιώνα. Σε μεγάλο μέρος της, η κοινωνία δεν πείστηκε για τη δικαιοσύνη και την οικονομική ισότητα που θα επέφερε αυτόματα η επαναφορά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έστω και αν απαλλάχτηκε από τις εξουσιαστικές ίντριγκες του παλατιού ή από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (για βραχύβιο διάστημα, όπως αποδείχτηκε).
Με αποκορύφωμα τις επετειακές διαδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, σε όλο το διάστημα της 15ετίας 1974-1989, η πλειοψηφία της κοινωνίας έδειχνε την απαρέσκειά της για τη δεξιά «παλινόρθωση» δια μέσου της μεταπολίτευσης, παρότι δεν ασπαζόταν απαραιτήτως όλες τις –δογματικές και μη– απόψεις του ριζοσπαστισμού. Εν τούτοις υπήρξε μια ανοχή, αν όχι συμπάθεια απέναντί τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά το διαφαινόμενο αδιέξοδο αλλά και τη συμπαράσταση σε άδικες απώλειες ζωών, στις δημοσκοπήσεις ακόμη και το αντάρτικο πόλης δεν καταδικαζόταν από τους πολίτες κατηγορηματικά. Χρειάστηκε να εκφραστεί αποφασιστικά η «σοσιαλιστική» πλειοψηφία της κοινωνίας, μέσω της κοινοβουλευτικής νίκης του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η παρέλευση σχεδόν μιας δεκαετίας από το 1981, προκειμένου να ξεκινήσει ουσιαστικά η καθοδική πορεία του ριζοσπαστισμού. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Αργυρός ως προς το «τέλος» του ριζοσπαστισμού, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείει στο βιβλίο και άλλες εναλλακτικές ημερομηνίες ως προς τη λήξη.
Η επιστημολογική «ομπρέλα» του Feyerabend επιτρέπει τη «συμβίωση» ορθολογικών και ανορθολογικών απόψεων, δογματικών και μη, αρκεί να έχουν δικαίωμα λόγου όλες οι θέσεις. Η ζύμωση αυτή των ετεροτήτων αποτελεί για τον Feyerabend ικανή και αναγκαία συνθήκη για τα ελεύθερα «συμβούλια των πολιτών». Μέσω του συγκεκριμένου συγκρητισμού των ιδεών, στο βιβλίο καταγράφεται η πληθώρα των αντιλήψεων και η δύναμη που εξέπεμπαν, τόσο τα λογής πολιτικά σχήματα όσο και η εκδοτική κίνηση της «αντικουλτούρας» και του «Underground». Ακριβώς αυτό το πολιτισμικό αποτύπωμα της περιόδου αποτελεί επαρκή δείκτη για την αναταραχή στην κοινωνία, για το άνοιγμα σε αχαρτογράφητους –ως τότε– «τόπους ιδεών», παρά τη μεταπολιτευτική ευφορία που διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία η εξουσία. Τέκνα και οι 2 διαφορετικών πλην όμως εξίσου ταραγμένων εποχών, η επιχειρηματολογία του Αργυρού βρίσκει τον κατάλληλο τρόπο έκφρασης στον όψιμο τρόπο σκέψης του Feyerabend.
Πράγματι, μέσα στο βιβλίο είναι σαφής και τεκμηριωμένη η καταλληλότητα της μεθόδου του Feyerabend προκειμένου να «χαρτογραφηθεί» ο ριζοσπαστισμός μέσα στις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις του. Ο Αυστριακός φιλόσοφος δηλώνει θιασώτης του «αναρχισμού», κατά το ότι στον δημόσιο διάλογο των «ελεύθερων πολιτών» θα πρέπει να αποκλειστεί η κάθε λογής ιεραρχία που επιβάλλουν οι ειδήμονες, οι επιστήμονες, οι πολιτικοί κ.λπ. Το μοντέλο αυτοοργάνωσης των πολιτών μοιάζει περισσότερο με τη δομή της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας παρά με τον σύγχρονο αναρχισμό του Κροπότκιν και του Μπακούνιν. Ο Αργυρός δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο σημείο αυτό, αναλύοντας τις αποκλίσεις του Feyerabend από τον πολιτικό αναρχισμό στον ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης.
Ωστόσο, ως μέθοδος που «επιτρέπει» όλες τις απόψεις, από τον δογματικό λενινισμό-σταλινισμό ώς τους σαμάνους και την εναλλακτική, μη-δυτική Ιατρική, η εν λόγω μέθοδος ταιριάζει πράγματι στην ποικιλομορφία του ριζοσπαστισμού. Έτσι, στο βιβλίο επιτυγχάνεται μια επαρκής «χαρτογράφηση» του χώρου, παρά το ότι για να καλυφθεί το σύνολο των τάσεων θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από μια απλή μελέτη 200 σελίδων, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό 1000 σελίδων ίσως. Αλλά, στην περίπτωση αυτή, το αποτέλεσμα για τον αναγνώστη θα ήταν πιο πληκτικό και ως προς τον στόχο της ανάδειξης της «ταραγμένης κοινωνίας» το αποτέλεσμα δεν θα ήταν πιο περιεκτικό.
Η ανθρώπινη κοινωνία ούτε υπήρξε ποτέ ούτε θα είναι στο μέλλον γαλήνια και «ανέφελη» για μακρό χρονικό διάστημα. Όπως το Αρχιπέλαγος μόνο για λίγο απολαμβάνει την μπουνάτσα μέχρι την επόμενη θαλασσοταραχή, έτσι και η κοινωνία των ανθρώπων, καθώς δομείται μέσω της συνύπαρξης ομάδων με διαφορετικά, συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα, είναι πάντα έτοιμη για την επόμενη ταραχή. Τουλάχιστον στον καπιταλισμό, ο οποίος εξελίσσεται διαρκώς μέσω των κρίσεων, οι κοινωνίες συνεχίζουν την ιστορική τους πορεία μέσω ευαίσθητων, συχνά, ισορροπιών. Πολιτικοί και άλλοι λόγοι πυροδοτούν πολλάκις την αναταραχή, αλλά, το κυριότερο, οι «ουτοπίες» που τροφοδοτούν την ιστορική διαμόρφωση των ιδεών προετοιμάζουν το έδαφος για την επόμενη σύγκρουση. Από αυτή την άποψη, η κοινωνία αποτελεί πεδίο πολέμου! Άλλοτε σε αναμονή και άλλοτε σε εξέλιξη. Όταν η ισορροπία, που προείπαμε, χάσει τα σημεία σταθερότητάς της, τότε η αναταραχή στο κοινωνικό πέλαγος γίνεται επίμονη, ακόμα και αν η εξουσία μεταχειριστεί πολιτειακές μεταλλάξεις για να καλμάρει τις μάζες. Κάπως έτσι μοιάζει και η κοινωνία της μεταπολίτευσης, που γέννησε τον οικείο ριζοσπαστισμό.
Οι ιδέες που εμπνέουν την «άρνηση» της μεταπολίτευσης, κατά την περίοδο που μελετάται στο βιβλίο, συμπυκνώνονται στην ουσία της Φιλοσοφίας η οποία δεν είναι άλλη από την κριτική. Εν τέλει, ακόμη και αν ο ίδιος ο ριζοσπαστισμός δεν το αναγνώριζε πάντα, η αμφισβήτηση της μεταπολίτευσης που εκφράστηκε, είτε μέσα από τις ποικίλες τάσεις του ριζοσπαστισμού είτε μέσω της πολιτισμικής πολυμορφίας της αντικουλτούρας και του Underground, ήταν φιλοσοφική!
Στην «εμπόλεμη» κατάσταση, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, της ταραγμένης κοινωνίας κατά τη μεταπολίτευση, ο ριζοσπαστισμός προσπάθησε να «κερδίσει έδαφος» ενάντια στην καταστολή της εξουσίας. Σήμερα η κοινωνία βρίσκεται στην αντίπερα όχθη, σε αυτή του «αμυνομένου», σε δεινή –φαινομενικά– θέση. Με την «πλάτη στον τοίχο», κατά το κοινώς λεγόμενο. Λογικό και αναμενόμενο να κυριαρχεί η απαισιοδοξία για το μέλλον. Μάλιστα, τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας, σε όλα τα τελευταία χρόνια, επιχειρούν να εκμηδενίσουν την αξία της Ιστορίας, της «ανάμνησης», έτσι ώστε οι λαοί να ξεχάσουν τη δύναμη που έχουν και απέδειξαν στο παρελθόν. Η κοινωνία θα πρέπει να λησμονήσει την ισχύ που έχει, προκειμένου να μην καταφέρει να διαμορφώσει η ίδια την τύχη της.
Βιβλία όπως Ο Ριζοσπαστισμός της Μεταπολίτευσης μπορούν να χρησιμεύσουν στον σημερινό άνθρωπο για να αντικρύσει με διαφορετική, πιο αισιόδοξη ματιά την τύχη του. Σε σκοτεινούς καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, η μελέτη του ριζοσπαστισμού μπορεί να προσφέρει μια χαραμάδα ελπίδας για τις δυνατότητες της κοινωνίας και το μέλλον της. Διότι, φαίνεται πως πλησιάζει και πάλι ο καιρός που η ισορροπία θα διαταραχτεί και το Αρχιπέλαγος της κοινωνίας θα καταστεί και πάλι «ταραγμένο». Τότε, ίσως, ξαναθυμηθεί η κοινωνία τη ριζοσπαστική αξία της Φιλοσοφίας.
-------------------
* Παρουσίαση του βιβλίου: Δημήτρης Αργυρός, Ο Ριζοσπαστισμός της Μεταπολίτευσης. Μια φιλοσοφική προσέγγιση, επιστημονική επιμέλεια – επίμετρο: Νίκος Τζ. Σέργης (Ιωάννινα: Εκδόσεις Ισνάφι, 2024).
Πηγή Void Network
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου