Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Ο ΣΥΡΙΖΑ και η διαπραγμάτευση ως «ναρκοπέδιο»


των Πέτρου Σταύρου και Χρήστου Λάσκου


Εδώ και αρκετό καιρό η διαπραγμάτευση έχει διαμορφωθεί σε «ναρκοπέδιο». Εκτίμηση που, κατά τη γνώμη μας, δεν αλλάζει από τις τελευταίες εξελίξεις.

Η διαπραγμάτευση είναι ναρκοπέδιο. Και τη «νάρκη» δεν κινδυνεύει να την πατήσει μόνο η ελληνική πλευρά. Τη στιγμή που το συντριπτικό κομμάτι του ελληνικού χρέους το κατέχει ο επίσημος τομέας (μηχανισμοί στήριξης, κράτη μέλη, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΔΝΤ), κάθε σοβαρή εμπλοκή στο ζήτημα της αποπληρωμής του δημιουργεί τουλάχιστον δυο ζητήματα: α) μεγάλη αναταραχή στις διεθνείς αγορές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μια και αυτοί που δεν θα πληρωθούν δεν είναι τυχαίοι παίχτες, αλλά η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, δηλαδή οι κορυφαίοι θεσμοί του καπιταλισμού στις δυο πλευρές του Ατλαντικού και β) σε συνδυασμό με την πολιτική κρίση των σχέσεων ΕΕ–Μ. Βρετανίας, πιθανότατα μια σοβαρή συρρίκνωση του σχεδίου επέκτασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Όσον αφορά το πρώτο, είναι λάθος να δραματοποιείται η πιθανότητα αθέτησης πληρωμής στις συγκεκριμένες συνθήκες. Όπως είναι λάθος και η ενοχοποίηση της συζήτησης σχετικά π.χ. με το παράλληλο νόμισμα, για το οποίο καλά τοποθετείται ο, υπεράνω υποψίας για υπερβάλλοντα ριζοσπαστισμό, Δημήτρης Παπαδημητρίου του Levy Institute: «[Η] εναλλακτική ενός καλοσχεδιασμένου προγράμματος παράλληλου νομίσματος, αν υιοθετηθεί με ριζικές προδιαγραφές, […] μπορεί να γίνει η κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της χώρας […] Θα έδινε κυρίως λύση στο πρόβλημα της ανεργίας και της φτώχειας» (Αυγή, 26 Απριλίου 2015)

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα και τη διάστασή του, το ευρώ από παράγοντας έλξης και σύμβολο ισχύος και ευημερίας μετατρέπεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε παράγοντα δυσλειτουργίας και αποσταθεροποίησης του γενικότερου μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Αν αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων και των κοινωνιών που φοβούνται το ευρώ, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτά χαρακτηριστικά ασταθούς οικονομικής περιοχής με αποκλίνουσες οικονομίες μεταξύ τους.

Το ευρώ θα αμφισβητείται, εκ προοιμίου, όταν θα τίθεται θέμα επέκτασης ή εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εμβάθυνση, όμως, είναι στις άμεσες προθέσεις των Σόιμπλε, Γιούνγκερ και Ντράγκι, οι οποίοι με πολλούς τρόπους έχουν φανερώσει την βούλησή τους να ενισχύσουν μια ισχυρά φεντεραλιστική πορεία για την ΕΕ από τον Ιούνιο κι έπειτα. Ο Σόιμπλε έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ «μιας κυβέρνησης, ενός προϋπολογισμού και ενός κοινοβουλίου», ενώ ο Ντράγκι έχει διαμηνύσει πως ποσοτική χαλάρωση χωρίς πολιτική ολοκλήρωση δεν έχει και πολύ νόημα.

Έτσι, το «κλείσιμο» του ελληνικού ζητήματος αποκτά τον χαρακτήρα του επείγοντος –και δίνει, κατά τη γνώμη μας, επιπλέον δυνατότητες στην ελληνική πλευρά για πραγματικά επιτεύγματα στην κατεύθυνση των προτεραιοτήτων, που το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει θέσει και βάσει αυτού δόθηκε στην κυβέρνηση η εντολή.

* * *

Έχοντας ως αφετηρία ότι χρειαζόμαστε δύο πράγματα, δηλαδή και μια πολιτική συγκρούσεων στο εσωτερικό των κρατών μελών και μια πολιτική σύγκλισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ας δούμε γιατί το πεδίο της διαπραγμάτευσης το ελληνικού ζητήματος, τελευταία, συνιστά «ναρκοπέδιο» και για την αριστερή κυβέρνηση, αλλά κυρίως για την ίδια την Αριστερά, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της διαπραγματευτικής ομάδας.

Βασική αρχή της Ευρωζώνης είναι η μη νομισματική βοήθεια σε κράτη, ενώ η νομισματική βοήθεια σε χρηματοπιστωτικούς θεσμούς επιτρέπεται. Γι’ αυτό η «βοήθεια» προς την Ελλάδα δόθηκε με την μορφή δανείων και όχι ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ πήρε το χαρακτήρα του διεθνούς και όχι του καθαρά ευρωπαϊκού προγράμματος διάσωσης. Το τελευταίο απαιτούσε την συμμετοχή του ΔΝΤ, η οποία με την σειρά της οδηγεί στην ανάγκη κάλυψης των χρηματοδοτικών κενών από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Με λίγα λόγια, το ΔΝΤ για την συμμετοχή του απαιτεί την εξασφάλιση της αποπληρωμής της λήξης των ομολόγων από την ευρωζώνη, ενώ οι τόκοι του χρέους αναλαμβάνονται από τα πλεονάσματα του κράτους μέλους (συμφωνία Eurogroup 2012). Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί η Ευρωζώνη αρνείται τη διαγραφή χρέους και γιατί το ΔΝΤ την προτείνει. Η ίδια η πράξη της διαγραφής του χρέους θα σημαίνει την παραβίαση της αρχής της Ευρωζώνης, που απαγορεύει την νομισματική διάσωση και ταυτόχρονα θα εξασφαλίζει τον απαραίτητο όρο συμμετοχής του ΔΝΤ.

Οι δυο θεσμοί του καπιταλισμού οφείλουν να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις τους. Να λοιπόν το ναρκοπέδιο της διαπραγμάτευσης. Η αθέτηση πληρωμών ως προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ απλά δεν μπορεί να συμβεί διότι καταργεί καταστατικές αρχές του ΔΝΤ και του βασικού ιδιοκτήτη του ευρώ, της ΕΚΤ. Για να μην πατήσουν τη «νάρκη», θα πρέπει να την πατήσει η αριστερή κυβέρνηση. Θα πρέπει να την οδηγήσουν σε μια νέα συμφωνία και σε μια νέα δανειακή σύμβαση για να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ και να μην «κουρευτεί» το χρέος.

Αν έχουν έτσι τα πράγματα τότε, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ και η αριστερή κυβέρνηση εφαρμόσει το «ούτε βήμα πίσω», υπάρχουν εξαιρετικές πιθανότητες τη «νάρκη» να την πατήσουν οι αντίπαλοι και μια αρχή του «χρυσού κανόνα» της ευρωζώνης να καταρρεύσει, μαζί της και η λιτότητα. Αν κινηθεί βεβιασμένα και κάτω από το άγχος του προβλήματος της ρευστότητας, τότε θα κληθεί να διαχειριστεί ένα νέο μνημόνιο. Πράγμα που δεν αποφεύγεται αν γίνουν αποδεκτές οι ιδέες για «έξυπνες» συλλογικές διαπραγματεύσεις και ασφαλιστικά συστήματα «δημοσιονομικά βιώσιμα», γενικώς.

Το «ούτε βήμα πίσω» όμως σημαίνει συγκεκριμένη αντιμετώπιση της κρίσης ρευστότητας, έτσι ώστε αυτή να μην απειλεί και να μην εκβιάζει για καταστροφικές υποχωρήσεις και πολύ περισσότερο για προσχωρήσεις στη λογική του αντιπάλου. Και δω τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Η κρίση ρευστότητας εμφανίζεται ως αυτοφυής στον καπιταλισμό, αλλά τις περισσότερες φορές δεν είναι. Στη περίπτωση της διαπραγμάτευσης, η πολιτική και μεροληπτική λειτουργία της ΕΚΤ στάθηκε παραπάνω από καθοριστική στην εφαρμογή ενός είδους σχεδιασμένης κρίσης ρευστότητας. Ενα πρόγραμμα μη προσχώρησης στη πολιτική του αντιπάλου επιβάλλει τον πολιτικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, ακριβώς για να αντιμετωπιστεί η πολιτική λειτουργία της ΕΚΤ. Αυτός ο πολιτικός έλεγχος έχει απόλυτη προτεραιότητα, ανεξάρτητα προσώρας από το ζήτημα της ιδιοκτησίας, στο μέτρο που κεντρικό πρόβλημα αποτελεί ο νομισματικός αυταρχισμός της ΕΚΤ και η τεράστια συγκέντρωση του τραπεζικού κεφαλαίου σε τέσσερις μόλις τράπεζες.

Το «ούτε βήμα πίσω» σημαίνει άμεση εφαρμογή ενός σχεδίου ριζικής αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου, αντί για την πεπατημένη των εισπρακτικών φορολογικών παρεμβάσεων, που, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, μοιάζουν πολύ λίγο με ταξικές αναδιανεμητικές πρακτικές και περισσότερο θυμίζουν τις γνωστές περαιώσεις. Και σημαίνει, επιπλέον, πως ο εσωτερικός δανεισμός δεν θα χρησιμοποιηθεί πλέον για πληρωμή των δανειστών, αλλά αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων αναγκών χρηματοδότησης και όσων κενών αφήνουν τα ετήσια φορολογικά έσοδα. Ούτε θα γίνουν αποδεκτές φορολογικές «μεταρρυθμίσεις», που θα αυξήσουν το ήδη αφόρητο βάρος, που σηκώνει η κοινωνική πλειοψηφία.

Το «ούτε βήμα πίσω» θα ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος να οργανωθεί το σύστημα των χρηματοροών της οικονομίας, με τρόπο ώστε να προστατεύει τις ανάγκες της κοινωνίας και των εργαζομένων. Θα ήταν όμως και ο ασφαλέστερος τρόπος να γίνει αντιληπτό σε όλους το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση της λιτότητας «φρενάρει» κάτω από το ίδιο το «βάρος» της και τους κανόνες της.

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, δεν θα βλέπαμε πώς είναι ένα Grexit ως εμπειρία.

Προς έκπληξη πολλών, θα διαπιστώναμε πώς είναι να αναδιατάσσεται όλο το ευρωπαϊκό οικονομικό πεδίο, όταν για πρώτη φορά δεν θα μπορούσε να αναπαραχθεί, στην ολότητα της, η λογική της λιτότητας.

Αν δεν καρποφορήσει γρήγορα η προσπάθεια για «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό», για ακόμη μια φορά, έχουμε τη δυνατότητα να πορευτούμε στη βάση της πρωτομαγιάτικης έκκλησης του κόμματός μας.

Δεν εκβιαζόμαστε. Ούτε βήμα πίσω.


Πηγή: Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου