Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Φραντς Κάφκα: Το αβάσιμο της εξουσίας


του Μπερνάρ Λαΐρ


Χρήστης μορφών από όλα τα είδη (από το παραμύθι μέχρι το χρονικό περνώντας από την ιστορία για παιδιά, τον θρύλο, την αλληγορία, τον μύθο ή την επιστημονική αναλογία) που μετασκευάζει, μεγάλος τεχνίτης αφηγήσεων του φανταστικού και επινοητής ενός είδους «θεωρησιακής αφήγησης» σε ρήξη με τις ρεαλιστικές αναμονές, ο Φραντς Κάφκα κατανοούσε μολαταύτα τη λογοτεχνία περισσότερο ως αυτογνωσία και γνώση του κόσμου παρά ως αμιγώς μορφική άσκηση. Κυρίως, δεν προσδιόριζε τον σκοπό της γραφής ανεξαρτήτως από αυτό που έλπιζε ότι θα μπορέσει να προκαλέσει στον αναγνώστη: συγκλονισμό, πόνο, απελευθέρωση ή αφύπνιση. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της συγγραφικής του ζωής, ο Κάφκα δεν έπαψε ποτέ να διασαφηνίζει τους μηχανισμούς της κυριαρχίας, από τους οποίους είχε προσωπικά υποφέρει στο οικογενειακό επίπεδο, και που επίσης μπορούσε να εξετάσει λεπτομερώς στα διάφορα επαγγελματικά πεδία.

Ανέλυσε τα χαρακτηριστικά της αυθαίρετης, απόλυτης, τυραννικής εξουσίας ενός πατέρα που δεν αιτιολογούσε τις κατηγορίες, τις επιπλήξεις ή τις κυρώσεις του. Επίσης και κυρίως, συνέχισε να διεξάγει την αυτοανάλυση της ψυχικής δομής που είχε συγκροτήσει μέσα από μια σχέση προς τον πατέρα, ταυτοχρόνως σχέση θαυμασμού και διαμάχης (συναίσθημα ενοχής, ακύρωσης, ανικανότητας στη λήψη αποφάσεων, ροπή στην αυτοτιμωρία). Ο Κάφκα εξακολουθούσε το μεγάλο εγχείρημα αυτογνωσίας και γνώσης των διανθρώπινων σχέσεων, ανακαλώντας στο ημερολόγιό του, στην αλληλογραφία του και στην επιστολή που απεύθυνε στον πατέρα του ή τοποθετώντας στα λογοτεχνικά του κείμενα σκηνές καταθλιπτικές, αλλοτριωτικές, συχνά ταπεινωτικές, όπου οι καταπιεζόμενοι συμμετέχουν, χωρίς να το θέλουν ή μερικές φορές χωρίς να το ξέρουν, στην ίδια τους την καταπίεση.

Στο «Γράμμα στον πατέρα», ο Κάφκα λέει ότι πήρε «το μέρος του προσωπικού» βλέποντας πώς ο πατέρας του κακομεταχειριζόταν τους Τσέχους υπαλλήλους του. Η αναλογική λογική των διασυνδέσεων και των ταυτίσεων πρόκειται να παίξει κεντρικό ρόλο στην αναπαράσταση του κοινωνικού κόσμου και των αντιθέσεών του, που μπορούσε να παρουσιάσει. Πώς να μην ταυτιστεί με το προσωπικό, όταν καταλαμβάνει ανάλογη θέση εντός των συσχετισμών κυριαρχίας; Ο γιός (συγγραφέας) είναι για τον πατέρα (αστός) ό,τι είναι ο υπάλληλος για τον εργοδότη και δεν είναι δύσκολο να συναγάγουμε πως η συμβολική συνάφεια και η συμπάθεια που αισθανόταν ο Κάφκα για το προσωπικό ή ακόμα η πραγματική του αντίσταση στην καθημερινή συμπεριφορά απέναντί στο προσωπικό (πάρα πολύ ευγενικός, ταπεινός και με σεβασμό) ή οι περισσότερο πολιτικές θέσεις του, είναι τρόποι για να αμυνθεί ή να προστρέξει συμβολικά σε βοήθεια της δικής του προσωπικότητας. Ο Κάφκα θα προεκτείνει διαρκώς στους κυριαρχούμενους (κοινωνικά, πολιτικά, εθνοτικά ή πολιτισμικά) τη δική του οικογενειακή κατάσταση καταπίεσης και θα αισθάνεται αυθόρμητη αλληλεγγύη γι’ αυτούς. Το να παίρνει το μέρος των κυριαρχούμενων, των ταπεινωμένων ή των καταπιεζόμενων ήταν γι’ αυτόν υπεράσπιση της δικής του θέσης απέναντι στον πατέρα του.

Ο Κάφκα βλέπει, λοιπόν, στους κακομεταχειριζόμενους, υβριζόμενους, περιφρονημένους υπαλλήλους μορφές αδελφών της κατάστασης: «Γι’ αυτό ανήκα απαραιτήτως στη μερίδα του προσωπικού, με το οποίο άλλωστε συνδεόμουν με όλους τους τρόπους λόγω του δειλού χαρακτήρα μου, ο οποίος, καθεαυτός ήδη, με εμπόδιζε να καταλάβω ότι κάποιος μπορούσε να προσβάλλει τους ανθρώπους και, έστω με την έγνοια της δικής μου ασφάλειας, μου ενέπνεε την επιθυμία να συμφιλιώσω το προσωπικό-που, κατά την αίσθησή μου, έπρεπε να είναι φοβερά ενοχλημένο- με σένα και με όλη την οικογένειά μας». Το κατάστημα «μου θύμιζε πολύ έντονα τη δική μου κατάσταση», γράφει επιπλέον ο Κάφκα.

Ο Κάφκα είναι αλληλέγγυος με τους στιγματισμένους, τους αδυνάτους και τους στερούμενους αξιωμάτων. Νιώθει συμπάθεια για τους Τσέχους (που κυριαρχούνται από τους Γερμανούς), για τους μη αφομοιωμένους Εβραίους της Ανατολής (που καταφρονούνται από τους Εβραίους της Δύσης), για τη γλώσσα γίντις (θεωρούμενη ως φτωχή και απολίτιστη γλώσσα από την πλειονότητα των γερμανόφωνων Εβραίων) και για όλους όσοι του φαίνονται θύματα αδικιών ή καταπιεστών. Αναγνώστης του αναρχοκομμουνιστή Κροπότκιν και του αναρχίζοντα σοσιαλιστή Αλεξάντερ Γκέρτσεν, συχνάζοντας σε ορισμένους αναρχικούς ή σοσιαλιστικούς κύκλους[i], επιδεικνύει αδιάπτωτο ενδιαφέρον για όλους αυτούς που αγωνίζονταν υπέρ των θυμάτων της οικονομικής εκμετάλλευσης ή της κρατικής καταπίεσης. Μα δεν ήταν μόνο αυτό.

Ο Κάφκα εργάζεται κυρίως στον τομέα των ασφαλίσεων για εργατικά δυστυχήματα. Νομικός εμπειρογνώμονας, υποδέχεται τους παθόντες, εξετάζει τους φακέλους τους και εκπλήσσεται, ενώπιον του φίλου του, Μαξ Μπροντ, με την πειθηνιότητα αυτών των ακρωτηριασμένων, τραυματισμένων εργατών και υπαλλήλων, οι οποίοι θα μπορούσαν εύλογα να στραφούν βίαια εναντίον του εργοδότη ή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας και, αντί γι’ αυτό, επαιτούν ευγενικά μια βοήθεια: «Όπως αυτοί οι άνθρωποι είναι συνεσταλμένοι, προσέρχονται για να μας υποβάλουν αιτήσεις. Αντί να καταλάβουν τον χώρο με επίθεση και να τα διαλύσουν όλα, υποβάλλουν αιτήσεις!». Καταχρήσεις εξουσίας, αρνησιδικίες, ταπεινώσεις, εκμετάλλευση, ευπείθεια των θυμάτων εργατικών δυστυχημάτων - ο Κάφκα καταγίνεται διαρκώς με το σύμπαν των εργατικών παθών.

Ο Κάφκα τοποθετεί στην καρδιά του έργου του τους συσχετισμούς δύναμης και κυριαρχίας. Και τονίζει, κυρίως, την εισφορά που καταβάλλει ο κυριαρχούμενος στην ίδια την κυριάρχησή του. Γι’ αυτό, είναι υποχρεωμένος να εξετάζει τις κοινωνικά συντεταγμένες προδιαθέσεις πεποίθησης, ενσυναίσθησης και δράσης, που εμποδίζουν τους κυριαρχούμενους να σπάσουν τον φαύλο κύκλο στον οποίο διατηρούνται. Ο Κάφκα αποδίδει ανάγλυφα τον κεντρικό ρόλο της πίστης στη δύναμη της εξουσίας και στη διατήρηση της τελευταίας. Από τη στιγμή που τα σημεία της εξουσίας ή της κοινωνικής περιωπής παρουσιάζονται και γίνονται αντιληπτά ως τέτοια, οι συμπεριφορές της συγκατάβασης ή της υποταγής ακολουθούν αυθορμήτως. Τα πρόσωπα που βρίσκονται σε θέση ισχύος μέσα στον κοινωνικό κόσμο γενικά ή μέσα σε μια δοσμένη οργάνωση (ξενοδοχείο, πύργος, επιχείρηση), εμπνέουν όχι μόνο τον σεβασμό ή την υποταγή, αλλά μερικές φορές την ακαταμάχητη διάθεση της προσέγγισης, η οποία μπορεί να φτάσει μέχρι την ερωτική ή σεξουαλική επιθυμία. Κάθε νομιμοποιημένη αρχή ασκεί ελκτική δύναμη πάνω σ’ αυτούς που εξαρτώνται από εκείνη. Η εντύπωση της προστασίας είναι μεγάλη για όλους αυτούς και όλες αυτές που μπορούν να υπερηφανευτούν για έναν δεσμό- ακόμα και άτονο- με την εξουσία: ένας εκ θαύματος δεσμός συγγένειας με τον πάμπλουτο γερουσιαστή θείο που μετασχηματίζει τον ξεπεσμένο νεαρό μετανάστη, Καρλ Ρόσμαν, σε πρόσωπο άξιο σεβασμού («Αμερική»), ένας δήθεν ερωτικός δεσμός της Φρίντα, της σερβιτόρας στο ξενοδοχείο των Κυρίων, με τον Κλαμ, τον επικεφαλής του 10ου γραφείου («Ο Πύργος»), που την καθιστά σημαντικό πρόσωπο κλπ. Αλλά κάθε στραβοπάτημα που εκτελείται σε σχέση με την εξουσία ή, χειρότερα, κάθε αντίσταση ή δυσπιστία σ’ αυτή επισύρουν παρευθύς την πτώση, τη δυσμένεια και την περιθωριοποίηση: αφού αποκλείστηκε από τον θείο του, ο Καρλ Ρόσμαν μεταπίπτει στο χαμηλότερο σημείο της κλίμακας και καταλήγει να αντιμετωπίζεται σαν σκλάβος και σαν σκύλος. Η άρνηση να δοθεί σε έναν αξιωματούχο του Πύργου καταδικάζει την Αμαλία και ολόκληρη την οικογένειά της να ζουν σαν παρίες.

Η εξουσία δεν θα ήταν τόσο ισχυρή, αν αυτοί που την υφίστανται, δεν πίστευαν στην παντοδυναμία της. Ως εκ τούτου, ο Κάφκα καταδεικνύει εξακολουθητικά τις αποκλίσεις ανάμεσα σε ό,τι κάνουν ή είναι πραγματικά τα πρόσωπα της εξουσίας -τα οποία τροφοδοτούν αδιάκοπους υπομνηματισμούς και γύρω τους πλανάται μια αίσθηση μυστηρίου- και στις αναπαραστάσεις που προκύπτουν από αυτά: τα βλέπουμε μεγεθυμένα, πιο μεγαλοπρεπή και πιο ωραία απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα, τους αποδίδουμε ποιότητες και ικανότητες, τις οποίες δεν διαθέτουν κατ’ ανάγκη, εν συντομία, τα υπερεκτιμάμε και συγχρόνως τα καθιστούμε πάρα πολύ ισχυρά. Ο Κάφκα υπογραμμίζει πάντα τον ρόλο της αυταπάτης και όλων των τεχνικών διατήρησης της αυταπάτης ή της αποκοίμισης στην ενάσκηση της εξουσίας. Η σύλληψη της γραφής ως μέθοδος αφύπνισης των συνειδήσεων, με το «να σπάσει την παγωμένη θάλασσα που βρίσκεται μέσα μας» ή με το «να δώσει μια γροθιά στο κρανίο», είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτό που επιδεικνύει η εξουσία: η μάγευση, η μαγγανεία, το θέλγητρο συμπράττουν στη διατήρηση της καταπιεστικής ισχύος.

Τα πράγματα περιπλέκονται λίγο περισσότερο, μόλις ο κυριαρχούμενος ή ο υποταγμένος εσωτερικεύσει την «παρανομία», την ακύρωση και την κατάσταση της υποταγής του μέχρι το σημείο που αποκτά ο ίδιος την πεποίθηση πως αξίζει τη μοίρα του, ευτυχής μερικές φορές με την παραμικρή κίνηση επιείκειας ή ακόμα και καταφρόνησης που η εξουσία ευαρεστείται να κάνει προς αυτόν. Και η πιο περιφρονητική πράξη γίνεται αντιληπτή σαν ένδειξη ενδιαφέροντος και αναγνώρισης από αυτόν που, εξαρτημένος από το βλέμμα του κυρίαρχου, βλέπει κάποιο είδος επιβεβαίωσης της ύπαρξής του μέσα στην πιο παράλογη τάξη ή στην πιο εξευτελιστική ταπείνωση. Στην «Αμερική», ο χαρακτήρας του Ρόμπινσον περιπίπτει στην κατάσταση του σκλάβου, στην υπηρεσία μιας πρώην τραγουδίστριας (Μπρουνέλντα). Ερμηνεύοντας αυτό που δεν είναι παρά απίθανη εκμετάλλευση σαν γνώρισμα προσοχής εκ μέρους της Μπρουνέλντα προς αυτόν, βρίσκει «εράσμιο» το γεγονός ότι του ζητά να ασχολείται μόνος του με την μετακόμισή της, με τίμημα την υγεία του. Ως τελειοποιημένος σκλάβος, είναι έτοιμος «να εργάζεται όσο πάει» και να «κοιμηθεί για να πεθάνει», όταν θα εξαντληθούν οι δυνάμεις του. Ο Κάφκα μεγεθύνει επίτηδες το επεισόδιο για να προσελκύσει την προσοχή στα πιο κοινά συμβάντα της καθημερινής ζωής, τα οποία συχνότατα περνούν απαρατήρητα.

Η εσωτερίκευση μιας κυριαρχημένης σχέσης στον κόσμο κάνει τον κυριαρχούμενο να προλαβαίνει όλες τις επιθυμίες του κυρίαρχου και να αυτοτιμωρείται πριν από κάθε εξωτερική κύρωση. Το αίσθημα ενοχής και όλες οι αυτοτιμωρητικές συμπεριφορές που το συνοδεύουν, η έλλειψη αυτοπεποίθησης ή η διαρκής αυτοϋποτίμηση δεν είναι παρά εκδηλώσεις εσωτερίκευσης μιας σχέσης κυριαρχίας. Ο Γιόζεφ Κ., στη «Δίκη», συλλαμβάνεται κυριολεκτικά από το συναίσθημα ενοχής του και όλοι οι δικαστικοί αξιωματούχοι που εμφανίζονται για να τον συλλάβουν, να τον δικάσουν, να τον νουθετήσουν, δεν είναι παρά μυθοπλαστικά στοιχεία μιας δίκης, η οποία σε μεγάλο μέρος διαδραματίζεται εντός του ίδιου του Κάφκα. Το δικαστήριο είναι ουσιωδώς ένα ένδον δικαστήριο και το χασαπομάχαιρο με το οποίο τον σκοτώνει ο ένας από τους δύο δήμιους δεν είναι άλλο από το μαχαίρι που εισδύει στον ίδιο, τον ενδόμυχα πεπεισμένο ότι είναι ένοχος για κάτι, ακινητοποιημένος από τον φόβο, το άγχος και το αίσθημα αμαρτίας που έχει εσωτερικεύσει μέσα από τη σχέση με τον πατέρα του. Αποδεχόμενος να εισέλθει στο παιχνίδι της δίκης, να εμπλακεί ή να επενδύσει με θέρμη σ’ αυτό, συμβάλλει στην ίδια του τη δυστυχία. Ο Κάφκα το έχει καταλάβει καλά για τον εαυτό του και το τοποθετεί λαμπρά κατ’ επανάληψη στα κείμενά του: θα «αρκούσε» να αρνηθεί να μπει στη λογική της δίκης, να μην παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου (που ως ένδον δικαστήριο, άλλωστε, δεν έχει λογικά ορίσει συγκεκριμένη συνάντηση σε αυτόν τον αλλόκοτο κατηγορούμενο, ο οποίος έχει συλληφθεί, αλλά είναι ελεύθερος να εξακολουθεί τις καθημερινές του δραστηριότητες), να χάσει τις περί την εξουσία αυταπάτες του, να απομαγευθεί ή να διαλύσει το θέλγητρο, ώστε τα πράγματα να γίνουν διαφορετικά. Αλλά η υποθετική έγκλιση είναι αναπόφευκτη στη συλλογιστική, καθώς ο κυριαρχούμενος είναι συνηθέστατα ανίκανος να διαπράξει μια τόσο «απερίσκεπτη» ενέργεια (ποιός θα μπορούσε να παραμείνει αδιάφορος στην απειλή ενός ισχυρού, αν όχι ένας άλλος ισχυρός, ο οποίος δεν είναι συνηθισμένος να πτοείται και να υποτάσσεται;), ως συνέπεια του παρελθόντος ενσωμάτωσης και από τις προδιαθέσεις του να αναγνωρίζει τη νομιμοποίηση του κυρίαρχου.

Προσπαθώντας να περιγράψει το ενδόμυχο των ψυχικών και συμβολικών μηχανισμών επί των οποίων εδράζεται η εξουσία και περιγράφοντας ό,τι πειθήνιο και δουλοπρεπώς υποταγμένο υπάρχει εντός της, ο Κάφκα επιχειρεί να απελευθερωθεί και συγχρόνως να απελευθερώσει τον αναγνώστη που θα ήθελε να περατώσει την ίδια διεργασία. Καταδεικνύοντας ότι η τυραννική εξουσία συχνά δεν θεμελιώνει τις αποφάσεις της στην παραμικρή ορθολογική αρχή, παρά μόνο στην προάσπιση του συμφέροντός της, και ότι δεν ωφελεί σε τίποτα να πασχίζουμε να καταλάβουμε τους λόγους της δράσης της, αφού στο βάθος δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβουμε, δεν υποδεικνύει στον αναγνώστη να υποταχθεί χωρίς να προσπαθήσει να καταλάβει, όπως το ισχυρίζεται ο Γκύντερ Άντερς[ii], αλλά περισσότερο αγωνίζεται να αναδείξει πως η αναζήτηση αιτιών είναι ήδη παροχή πίστωσης σε μια αυθαίρετη εξουσία και, με αυτόν τον τρόπο, συνεισφορά στη διατήρηση της νομιμοποίησής της. Η απρόσιτη εξουσία, την οποία οι ήρωες του Κάφκα επιζητούν ματαίως να αποκρυπτογραφήσουν, τελικά δεν είναι αποκρυπτογραφήσιμη, καθώς το έσχατο θεμέλιο της ύπαρξής της είναι εντελώς αυθαίρετο.

* Το κείμενο του Μπερνάρ Λαΐρ, με τίτλο L’infondé du pouvoir, δημοσιεύτηκε στη γαλλική λογοτεχνική επιθεώρηση, Le Magazine Littéraire, Ιανουάριος 2014, σελ. 58-60, στο ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού για τα 90 χρόνια από τον θάνατο του Φραντς Κάφκα (3 Ιουνίου 1924). Μετάφραση: Νίκος Σκοπλάκης.

--------------------------------------
[i] Βλ. Michael Löwy, Franz Kafka, rêveur insoumis, εκδ. Stock, Παρίσι, 2004.
[ii] Βλ. Günther Anders, Kafka pro und contra: die Prozeß-Unterlagen, εκδ. C. H. Beck, Μόναχο, 1984.

2 σχόλια:

  1. Kαθαρή μορφή του Νόμου που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με ίδια μέσα, ο Κάφκα δείχνει το βαθμό 0 της έννομης τάξης και το όριο κάθε αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων. Τί θα ήταν αυτός ο βαθμός 0; Οι απαντήσεις ποικίλουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο Κάφκα γνώριζε πολύ καλά ό,τι και ο Σπινόζα πριν από αυτόν - και τόσοι άλλοι μετά. Για να το πούμε με όρους "βιωμένης εμπειρίας" της κομματικής αριστεράς: τα μέλη δεν υπακούν τον καθοδηγητή τους επειδή γνωρίζει, αλλά είναι "εκείνος που γνωρίζει", δηλαδή ο Καθοδηγητής τους, επειδή τον υπακούν.

    ΥΓ. Εργάζομαι πυρετωδώς -όσο μπορεί να εργαστεί ένας τεμπέλης το κατακαλόκαιρο- για τις "εκπλήξεις" που έχω υποσχεθεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή