Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Παγιδευμένοι στον παχυδερμισμό: ο Χρήστος Γιανναράς και η γενεαλογία μιας αθλιότητας


του Άκη Γαβριηλίδη


Πρόσφατα, η ελληνική βουλή ψήφισε νόμο με τον οποίο ποινικοποιείται μεταξύ άλλων η άρνηση των γενοκτονιών, αλλά και ο «ευτελισμός» τους. Κατά ρητή δήλωση του υπουργού δικαιοσύνης, στην έννοια της γενοκτονίας για τους σκοπούς του συγκεκριμένου άρθρου περιλαμβάνεται ο διωγμός «των Χριστιανών της Ανατολής».

Προσωπικά, δεν συμφώνησα με την ποινικοποίηση αυτή, για τους λόγους που εκτίθενται στη σχετική έκκληση των 152 ιστορικών. Ωστόσο, αυτοί που συμφωνούν και που πρωταγωνίστησαν στην καθιέρωση της διάταξης αυτής, αν θέλουν να είναι συνεπείς με τον εαυτό τους, πρώτο-πρώτο για την παραβίασή της θα έπρεπε να μπουζουριάσουν τον Χρήστο Γιανναρά.

Ο εν λόγω κύριος, αφού επί δεκαετίες τώρα γράφει διάφορες ιερεμιάδες για το «τέλος του ελληνισμού» το οποίο υποτίθεται ότι πλησιάζει, στη γωνία είναι, όλο έρχεται και όλο δεν ήρθε ακόμα αλλά πού θα πάει θα έρθει κάποτε, αντί να βγάλει επιτέλους το προφανές συμπέρασμα ότι η κινδυνολογία του διαψεύσθηκε, προτίμησε να πλειοδοτήσει, να επινοήσει καινούρια φανταστικά δεινά που να πείθουν ότι στραβός είναι ο γιαλός και όχι το αρμένισμά του, και με κάθε σοβαρότητα ανήγγειλε:

"Πολύ ρεαλιστικά και ψύχραιμα, χωρίς συναισθηματισμούς ή ψυχολογικές εμμονές, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επιβολή του μονοτονικού είναι στην ιστορία των Ελλήνων μια καταστροφή, ασύγκριτα ολεθριότερη από τη Μικρασιατική" (!!!)[1].

Είναι φυσικά γνωστή η παρατήρηση του Φρόιντ ότι όταν βλέπουμε κάποιον να «μπουκώνει» προκαταβολικά το λόγο του με αρνήσεις του τύπου «τώρα αυτό που θα πω μπορεί να ηχήσει ως Χ, αλλά ειλικρινά σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι καθόλου έτσι», εμείς πρέπει απλώς να αφαιρούμε το «δεν» και να κρατάμε το Χ. Εδώ, όμως, η υπενθύμιση της διάστασης αυτής είναι τριτεύον ζήτημα: το πρόβλημα δεν είναι μόνο να αναδείξουμε ότι αυτή η εξωφρενική διατύπωση προφανώς απηχεί τις ψυχολογικές εμμονές του Γιανναρά, αλλά και να εξετάσουμε τι είδους είναι αυτές οι εμμονές.


Ο έμπορος των εθνών

Στο άρθρο του αυτό, όπως και σε άλλα, ο Γιανναράς φιλοτεχνεί για τον εαυτό του ένα πορτραίτο που βασίζεται σε μια διπλή διαφοροποίηση: α) από τον εθνικισμό, β) από τον οικονομισμό.

Το πρώτο, (φαντάζεται ότι) το πετυχαίνει κακολογώντας διαρκώς το άχρηστο «ελλαδικό κράτος» και τους «Ελλαδίτες». Το δεύτερο, καταγγέλλοντας τη «φτηνιάρικη χρησιμοθηρία» (και ειδικότερα την επιδίωξη «να μην ταλαιπωρούνται τα παιδιά και να έχει όφελος η εθνική οικονομία») η οποία οδήγησε στην καθιέρωση του μονοτονικού.

Η διαφοροποίηση αυτή ισχυρίζομαι ότι αποτελεί γλοιώδη και απύθμενη υποκρισία, διότι το ίδιο το συμπέρασμα του Γιανναρά βασίζεται σε μία απολύτως ωφελιμιστική προσέγγιση, μία ψυχρή στάθμιση κόστους/ οφέλους:

"Στη Μικρασιατική Καταστροφή χάθηκαν πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού, χάθηκε η κοσμοπολίτικη αρχοντιά του, η συνείδηση ότι η ελληνικότητα είναι πολιτισμός, δηλαδή «τρόπος» βίου, όχι υπηκοότητα βαλκανικού επαρχιωτισμού. Ομως δεν χάθηκε η συνέχεια της γλώσσας του, που είναι και έμπρακτη συνέχεια της ιστορικής του συνείδησης, της ένσαρκης στον γραπτό λόγο συνέχειας του ελληνικού «τρόπου»".

Παρά τη ρητορική άρνηση της συγκρισιμότητας, λοιπόν, προφανώς έχουμε σύγκριση: η απώλεια της «κοσμοπολίτικης αρχοντιάς» είναι λιγότερο σημαντική σε σχέση με εκείνη της «συνέχειας της γλώσσας», την οποία ο homo oeconomicus που μιλάει σε αυτό το άρθρο κρίνει ως εθνικό πόρο υπέρτερης αξίας. Βλέπουμε εδώ ότι το υποκείμενο –όσο και το αντικείμενο- της επένδυσης είναι το έθνος. Αυτό είναι που έχει να κερδίσει ή να χάσει, και επίσης αυτό είναι που έχει να κερδηθεί ή να χαθεί.

Ο λόγος αυτός λοιπόν απολήγει σε μία «εθνομετρία» η οποία διαψεύδει πανηγυρικά και με την ίδια κίνηση και τις δύο ρητορικές απαρνήσεις.


Ο ευτελισμός της καταστροφής

Ούτε όμως η διάψευση αυτή είναι το βασικό πρόβλημα. Αυτό που καθιστά πραγματικά προσβλητική και αναιδή τη διατύπωση του Γιανναρά δεν είναι τόσο ότι ποσοτικοποιεί και σταθμίζει τη στιγμή που καταγγέλλει την ποσοτικοποίηση και τη στάθμιση, αλλά και το τι ακριβώς σταθμίζει.

Ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ο Γιανναράς για όσα έγιναν το 1922 δείχνει βαθύτατη άγνοια και περιφρόνηση για την πραγματική εμπειρία των ανθρώπων, την οποία εργαλειοποιεί και χρησιμοποιεί ως λογιστικό μέγεθος, ως εξωτερικό υποστήριγμα στο οποίο προβάλλει δικές του αφηρημένες ιδέες και αγκυλώσεις οι οποίες ουδόλως απασχολούσαν εκείνους.

Όταν έρχεται η στιγμή να μιλήσει για τις απώλειες που προκάλεσε η μικρασιατική καταστροφή, ως τέτοιες καταγράφει μόνο τις «πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού», την «κοσμοπολίτικη αρχοντιά» και τη «συνείδηση ότι η ελληνικότητα είναι πολιτισμός». Δηλαδή αφηρημένες ιδέες, «ανθρώπινους πόρους» που δεν έχουν αξία παρά μόνο για τους μάνατζερ του έθνους κράτους, για τους διαχειριστές πληθυσμών. Η πραγματική εμπειρία αυτών των πληθυσμών, ο πόνος τους, οι θάνατοι, οι ακρωτηριασμοί, ο ξεριζωμός, η ταπείνωση, η διάρρηξη του νοήματος –και του νήματος- που οργάνωνε ως τότε τις ζωές τους, και η προσπάθειά τους να τις ξανασυγκροτήσουν όπως μπορούσαν σε έναν καινούριο τόπο, ξένο, όλα αυτά δεν καταγράφονται ως απώλειες, δεν μπαίνουν πουθενά στο τεφτέρι, στο βαθμό που δεν προσφέρουν στις εξ επαγγέλματος Κασσάνδρες καμιά ευκαιρία να θρηνολογήσουν και να προείπουν τρομερά μελλοντικά δεινά για το λαό τους.

Προσωπικά, ως απόγονος Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαβάζοντας αυτή τη σύγκριση αισθάνομαι θιγμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Αισθάνομαι ότι όποιος μιλάει έτσι με φτύνει κατάμουτρα, ότι ξεθάβει και τους τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες μου, και τους προγόνους τους, και τους φτύνει και αυτούς.

Η συντριπτική πλειοψηφία των υπαρκτών ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα το 22 από τη σημερινή Τουρκία –όσο και εκείνων που έκαναν την αντίστροφη διαδρομή την ίδια περίοδο, λίγο πριν ή λίγο μετά- πεντάρα δεν έδιναν για το αν «η ελληνικότητα είναι πολιτισμός και τρόπος βίου» ή αν είναι «υπηκοότητα βαλκανικού επαρχιωτισμού». Δεν ήταν αυτό που τους έκαιγε τότε. Οι όροι αυτοί, και άλλοι ανάλογοι, επιστρατεύτηκαν αργότερα προκειμένου να συμβολοποιήσουν εκ των υστέρων το χάσμα και να δώσουν νόημα σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς και διαμάχες. Θεωρώ εξοργιστικό και ασεβές κάποιος να γράφει στα αρχίδια του τις πραγματικές αγωνίες που υπέστησαν πραγματικοί άνθρωποι με σάρκα και οστά, όσα εκείνοι πράγματι έχασαν, αλλά και όσα κέρδισαν, ή όσα μπόρεσαν να δημιουργήσουν μετά την απώλειά τους, και να τα υποκαθιστά με τα δικά του κολλήματα. Τόσο πιο εξοργιστικό, στο μέτρο που ο ίδιος αυτός λογιστής ο οποίος στηλιτεύει τους «Ελλαδίτες» και τη νοοτροπία τους, κάνει ο ίδιος τους υπολογισμούς του με βάση, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη λογική της Μεγάλης Ιδέας –ο «ένσαρκος αναχρονισμός»: ορφανά της Μεγάλης Ιδέας σχεδόν έναν αιώνα μετά την κατάρρευσή της-, φιμώνοντας, καπελώνοντας και αστυνομεύοντας το λόγο των ίδιων των υποκειμένων αυτής της απώλειας για την οποία αυτός ρητορεύει.


Η ψύχωση ως άρνηση του κομμουνισμού της γλώσσας

Ας αφήσουμε λοιπόν τις ανοησίες. Από πού κι ως πού είναι «ασύγκριτα ολεθριότερη από τη μικρασιατική καταστροφή» η κατάργηση δυο σημαδιών από το γραπτό λόγο; Επικοινωνούμε; Έχουμε καθόλου την αίσθηση του μέτρου και της γελοιότητας, ή την έχουμε χάσει τελείως;

Στη μικρασιατική καταστροφή, και σε όσα προηγήθηκαν και επακολούθησαν, πραγματικοί άνθρωποι με σάρκα και οστά, όχι άψυχες μουτζούρες σε σελίδες τετραδίων και βιβλίων, έχασαν τη ζωή τους, ή, και αν δεν την έχασαν, έζησαν μετά μια ζωή που ήταν η ίδια ένα είδος απώλειας. Πόσο κολλημένος στις ιδεοληψίες του, πόσο βυθισμένος στην κοσμάρα του μπορεί να είναι κάποιος που το θεωρεί αυτό ασήμαντο σε σχέση με το ότι ο ίδιος έχασε τη βολή του, ότι του πήραν ένα παιχνιδάκι στο οποίο ήταν μαθημένος από μικρός; Πόσο ναρκισσιστής, πόσο Μαρία Αντουανέτα πρέπει να είναι για να θεωρεί πιο ολέθρια, και μάλιστα ασύγκριτα πιο ολέθρια, την απλή αφαίρεση δύο συμβολικών λειτουργιών από τα πληκτρολόγια των υπολογιστών;

Στη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία, ο Σπινόζα λέει για τους θεολόγους μία κουβέντα η οποία δεν έχει χάσει τίποτα από την αξία της στους τρεισήμισι αιώνες που μεσολάβησαν: ότι το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνονται και για τους άλλους ανθρώπους τόσο ανυπόφοροι όσο είναι για τον εαυτό τους. Αυτή η εμπάθεια, αυτή η αριστοκρατική μνησικακία για την κοινωνική ζωή, για το πλήθος, είναι ορατή παντού στα γραπτά του Γιανναρά, είναι μια μπόχα που σε πιάνει απ” τη μύτη μόλις τα πλησιάσεις. Όπως είναι εξάλλου ορατό το μίσος και η περιφρόνησή του για τη δημοκρατία.

Αντιδράσεις θεσμικών φορέων ή οργανωμένων κοινωνικών ομάδων για την γκανγκστερική επιβολή του μονοτονικού δεν υπήρξαν. Από τη μεταγενέστερη πολιτική της συμπεριφορά η Ν.Δ., όταν έγινε η ίδια κυβέρνηση, απέδειξε στην πράξη ότι συνέπλεε απολύτως με τους αυτουργούς του ιστορικού κακουργήματος. Η Ακαδημία Αθηνών δεν έκλεισε τις πύλες της διακηρύσσοντας ότι δεν έχει πια λόγο να υπάρχει μετά το ηροστράτειο πραξικόπημα.

Καμιά πανεπιστημιακή σύγκλητος δεν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενη, καμιά Φιλοσοφική Σχολή δεν έκλεισε, δεν είπαν λέξη οι εταιρείες φιλολόγων, οι δικαστές, οι δικηγορικοί σύλλογοι, η Ιερά Σύνοδος, η ΟΛΜΕ, η ΔΟΕ (ό.π.).

Για να διατηρήσουμε την αναφορά στο Σπινόζα, καλό είναι να θυμίσουμε ότι, γι” αυτόν, (όπως και για τον Νίτσε), το μίσος είναι συχνά το άλλο όνομα της τυφλότητας -για να μην πούμε της ηλιθιότητας.

Πραγματικά, τι άλλο πρέπει να σκεφτούμε μπροστά σε κάποιον ο οποίος δεν βλέπει το μόνο λογικό συμπέρασμα που συνάγεται από τις διαπιστώσεις του; Ο Γιανναράς εδώ καταγγέλλει την κατάργηση των τόνων όχι ως απλώς κάτι που τον ξεβολεύει, που δεν είναι του γούστου του, αλλά, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως … πραξικόπημα. Κι ωστόσο, ο ίδιος διαπιστώνει –πολύ ορθά- ότι είναι ουσιαστικά ο μόνος που το κρίνει ως τέτοιο. Σε μια δημοκρατία, όμως, αν ένας μόνο άνθρωπος δεν εγκρίνει μια επιλογή την οποία εγκρίνει το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι εκπαιδευτικοί, οι δικαστικοί, η ακαδημία, η εκκλησία, και την οποία επί τριανταδύο χρόνια ακολουθεί χωρίς καμία δυσκολία ή ένσταση η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, τότε θέλει πραγματικό θράσος να βγαίνει αυτός ο ένας και να καταγγέλλει όλους τους υπολοίπους για πραξικόπημα εναντίον της μεγαλειότητάς του. Αν δεν είναι ψυχωσικός, αυτός ο ένας αναμένεται να ανοίξει τα μάτια του και να δει ότι, αν όσα λέει ισχύουν, αν κάποιος «δεν έχει λόγο ύπαρξης», αυτός είναι ο ίδιος, όχι όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Αυτός αν θέλει μπορεί να παραμείνει εγκλωβισμένος στην ανωτερότητα της ιδιωτικής γλώσσας του. Δεν μπορεί όμως να έχει την αξίωση να την επιβάλει σε όλους τους άλλους χρήστες τη δική του παραξενιά, ούτε να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλο στη θέση του.

---------------------------------------------
[1] «Παγιδευμένοι στον εθνομηδενισμό», Καθημερινή 23.11.2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου