Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Χέγκελ ως ιστορικός της φιλοσοφίας: οι σοφιστές*




Στα εισαγωγικά μαθήματα για την ιστορία της φιλοσοφίας των χειμερινών εξαμήνων 1823-1824 και 1825-1826 ο Χέγκελ προέβη σε μια σύντομη επισκόπηση της εξελίξης του αρχαιοελληνικού στοχασμού από τους Ίωνες κοσμολόγους ως τον νεοπλατωνισμό. Η θέση που επιφυλάσσει στο σοφιστικό κίνημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι 1) αναγνωρίζει τον προοδευτικό διαφωτιστικό χαρακτήρα του, 2) το εντάσσει παράλληλα στο σχήμα του για την οδύσσεια του Πνεύματος στην ιστορία και έτσι 3) το παρουσιάζει ως τμήμα της δικής μας φιλοσοφικής μνήμης, ως δικό μας κίνημα. Η θεωρία του για την ιστορία της φιλοσοφίας δεν αποκτά τελική μορφή παρά τις συνεχείς προσπάθειες του φιλοσόφου να τη συγκεκριμενοποιήσει και την αναμφισβήτητη σοβαρότητα του εγχειρήματος, όπως αυτή προκύπτει από την προγραμματική για το εγελιανό σύστημα διακήρυξη ενότητας της φιλοσοφίας με την ιστορία της. Μερική εξαίρεση στην αποτυχία τούτη συνιστά η σκιαγράφηση της προσωκρατικής σκέψης που «λίγο-πολύ μας πείθει όχι βέβαια για την ταυτότητα, αλλά για την -έστω και μερική- παραλληλία των αξιωμάτων της με τη σειρά των πρώτων κατηγοριών της Λογικής» (σ. 144). Οι προσωκρατικοί προσπαθούν να συλλάβουν την πραγματικότητα μέσω εννοιών ολοένα πιο ξεκομμένων από την αισθητηριακή εμπειρία και έπειτα μέσω πιο συγκεκριμένων που είναι και κατηγορίες της λογικής (κατάληξη αυτής της πορείας είναι ο «τα πάντα διακοσμήσας» αναξαγόρειος Νους). Με τους σοφιστές και έπειτα τον Σωκράτη έχουμε τη μετάβαση σε ένα νέο παράδειγμα**, σε μια νέα μορφή σκέψης που ανοίγει ακόμη περισσότερες δυνατότητες: τη μορφή της υποκειμενικότητας. Ο Ψημμένος παρατηρεί πως η αποδοχή αυτού του σχήματος (με βάση την «οριστικότητα») προς διαρκώς ανώτερους προσδιορισμούς της σκέψης δεν εξηγεί τον τρόπο μετάβασης από το ένα αξίωμα στο άλλο. Κάποιος που ξέρει τον Χέγκελ από ιστορικοφιλοσοφικά εγχειρίδια και λήμματα εγκυκλοπαιδειών θα έσπευδε ίσως να κάνει λόγο για τη διαλεκτική (θέση-αντίθεση-σύνθεση) την οποία πράγματι χρησιμοποιεί, όχι όμως μηχανιστικά αφού «φαίνεται να σεβάστηκε τελικά τα δεδομένα της ιστορίας της φιλοσοφίας πολύ περισσότερο απ’ ότι γενικά πιστεύεται» (σ. 147).

Θα περίμενε κανείς ο Χέγκελ 1) να αναζητήσει το αξίωμα των σοφιστών και έπειτα 2) να αιτιολογήσει την αναγκαιότητα της ιστορικής του εμφάνισης, 3) να αποδείξει την ταυτότητα του με αντίστοιχη κατηγορία της λογικής και 4) να επισημάνει την αοριστία-αδυναμία που κατέστησε δυνατή την υπέρβαση του από το σωκρατικό που το διαδέχτηκε. Ωστόσο, ούτε η διαδοχή αξιωμάτων που καταγράφηκε για τους προσωκρατικούς συνεχίζεται εδώ ούτε επιχειρείται τόσο η σύνδεση με τη γενική πορεία του Πνεύματος όσο μια ρωμαλέα προσπάθεια αποκατάστασης ενός παρεξηγημένου κινήματος. Δε θα πρέπει να υποτεθεί, βέβαια, πως ο Λόγος παύει να είναι παρών: εν ονόματι του φαίνεται να δρουν οι σοφιστές καταφερόμενοι εναντίον των παλαιών αντιλήψεων και εθίμων, ενώ ορίζουν την παιδεία ως «εφαρμοσμένη στην πραγματικότητα έννοια». Αξιοποιώντας τη σύνδεση έννοιας και παιδείας που δίνει ο ορισμός ο Χέγκελ μπόρεσε να «παρουσιάσει τη διδασκαλία των Σοφιστών ως μια συνέπεια της συγκεκριμενοποίησης της σκέψης στη μορφή της υποκειμενικότητας και τους ίδιους τους Σοφιστές ως εργάτες της συγκεκριμενοποίησης αυτής» (σ. 151). Ο φιλόσοφος αποκαθιστά το σοφιστικο κίνημα δείχνοντας 1) την καινοτομία που κομίζει στην ιστορία η απαίτηση να ορίζουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους με τη σκέψη αντί για τα έθιμα, τα πάθη και τους χρησμούς, 2) τη συγγένεια με τον νεωτερικό Διαφωτισμό που επίσης ξεκόβει από την πίστη στην αυθεντία της παράδοσης, 3) τον σκοπό της παρεχόμενης από τους σοφιστές παιδείας, που ήταν η προετοιμασία του πολιτικού ανδρός, 4) την ικανότητα της ρητορικής να συλλαμβάνει και να αναδεικνύει τις διάφορες όψεις μιας υπόθεσης, 5) τα θετικά στοιχεία που έχουν οι εκπρόσωποι του ακόμη και στην σκιαγράφηση τους από τον Πλάτωνα και 6) τις ομοιότητες της παιδείας των σοφιστών με εκείνη της εποχής του.

Στο ερώτημα που αναφέραμε προηγουμένως για τον τρόπο μετάβασης από το ένα αξίωμα στο άλλο από τους προσωκρατικούς μέχρι τους σοφιστές, την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Χέγκελ: είναι η «επιστροφή του πνεύματος από την αντικειμενικότητα στον ίδιο τον εαυτό του» (σ. 154). Η βασική θέση του ως ιστορικού της φιλοσοφίας είναι ότι οι προσωκρατικοί συνέλαβαν με τα διάφορα αξιώματα τους (είναι: Παρμενίδης, γίγνεσθαι: Ηράκλειτος, δι’ εαυτό είναι: Λεύκιππος και Δημόκριτος, νους: Αναξαγόρας) μόνο την αντικειμενικότητα του πνεύματος αποτυγχάνοντας να προβάλλουν την υποκειμενική τους συνείδηση ως μέρος της «ολότητας του αντικειμενικού». Κεντρικό ρόλο διαδραματίζει ο αρχαιότερος των σοφιστών, Πρωταγόρας, με τη γνωστή θέση του ότι μέτρο και κριτήριο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος, ανοίγοντας τον δρόμο στη σωκρατική παρέμβαση αλλά και τη νεωτερική εποχή που φτάνει μέχρι τον Καντ. Συσχετίζοντας την κοπερνίκεια (αντι)στροφή του κριτικισμού με τη βασική θέση του Πρωταγόρα ο Χέγκελ καταδεικνύει «τόσο τη σπουδαιότητα όσο και την επικαιρότητα της προσφοράς των Σοφιστών στην ιστορία της φιλοσοφίας» (σ. 157). Αυτό δε θα πρέπει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η υποκειμενικότητα των σοφιστών δεν ξεπεράστηκε: αντιθέτως, ήδη ο Σωκράτης συνέλαβε βαθύτερα το Απόλυτο ως «σκεπτόμενη υποκειμενικότητα». Ο Σωκράτης δεν προτείνει βέβαια κάποιο νέο αξίωμα αλλά καθιστά εκείνο των σοφιστών πιο συγκεκριμένο, εν αντιθέσει με ότι φαίνεται να συμβαίνει στη διαδοχή των προσωκρατικών μεταξύ τους και με τους σοφιστές. Η μετάβαση από τον έσχατο των πρώτων (Αναξαγόρας) στον πρώτο των δεύτερων (Πρωταγόρας) παρουσιάζει επίσης μιαν ιδιαιτερότητα, αφού δεν αλλάζει απλώς το ιστορικοφιλοσοφικό αξίωμα αλλά και ο ίδιος ο τρόπος σύλληψης του Πνεύματος – πρόκειται για αυτό που ο Χέγκελ ονομάζει μεταστροφή (Konversion). Χαρακτηριστικό των αξιωμάτων των προσωκρατικών ήταν καθώς είδαμε η αντικειμενικότητα τους, ενώ η σύλληψη της υποκειμενικότητας στους σοφιστές θέτει τα πράγματα σε νέα βάση καθώς «αποτελεί μια καινούργια, διευρυμένη και γι’ αυτό πληρέστερη μορφή συγκεκριμενοποίησης της σκέψης» (σ. 159). Ενώ είναι ο Αναξαγόρας που εισάγει τον νου στην ιστορία της φιλοσοφίας, είναι στους σοφιστές κι ακόμα περισσότερο στον Σωκράτη που αποκτά βαθύτερο περιεχόμενο.

Ο στοχαστικός χαρακτήρας της σκέψης των σοφιστών δεν τους επέτρεψε -και σ’ αυτό συνίσταται η «έλλειψη» τους κατά τον Χέγκελ- να αποφύγουν το ολίσθημα στην υποκειμενική αυθαιρεσία των διαφορετικών απόψεων, εν αντιθέσει προς τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα που αντιλαμβάνονται τις έννοιες ως υπάρχουσες καθαυτές. Η θέση τους στην ιστορία της φιλοσοφίας κατοχυρώνεται όχι τόσο από την υποκειμενικότητα όσο από την παιδεία που καλλιεργούσαν, η οποία γενικεύει και επεκτείνει τον ελεατικό τρόπο σκέψης που στην ιστορικοφιλοσοφική θεώρηση του Χέγκελ ορίζεται ως στροφή της σκέψης «κατά του ειδώλου της, της κίνησης» και ως «διαλεκτική που καταστρέφει όλες τις πεπερασμένες σχέσεις» (σ. 161-2). Ο Ψημμένος ολοκληρώνει τη μελέτη του παρατηρώντας την εντυπωσιακή ευελιξία του φιλοσόφου που από τη μια θέλει να παραμείνει πιστός στο ιστορικοφιλοσοφικό του σχήμα και από την άλλη δείχνει πρόθυμος να σεβαστεί τα δεδομένα.

------------------------------------------
* Η παρέκβαση αυτή αποτελεί παρουσίαση της εργασίας του Νίκου Ψημμένου «Η σοφιστική στην ιστορικοφιλοσοφική θεώρηση του Χέγκελ» που περιλαμβάνεται στη συλλογή του ίδιου: Georg Wilhelm Friedrich Hegel. Μελέτες για τη ζωή και το έργο του, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα-Ιωάννινα 2009, σελίδες 135-162.

** Ο Χέγκελ φυσικά δεν χρησιμοποιεί τον κουνιανό όρο, αλλά όπως θα δούμε εκείνον του «αξιώματος».

2 σχόλια:

  1. Έτσι και στον πρόλογο της Φαινομενολογίας, μιλά για το ''απλό θεμέλιο'' (αξίωμα όπως λέγεται στο κείμενο), σε σχέση με τη νεωτερικότητα.
    Τα ''ιστορικά a priori'' τόσο του Χούσσερλ όσο και του Ντελέζ με την ιστορικότητα του συμβάντος, έχουν σχέση με αυτές τις ριζικές ιστορικές θεμελιώσεις του Χέγκελ. Ειδικά στον Αντι-Οιδίποδα που η καπιταλιστική ''αξιωματική'' είναι και ''καθολική ιστορία'' της κοινωνικής επιθυμητικής παραγωγής με μη (;) τελολογικό τρόπο, αναρωτιέται κανείς πια η σχέση με Χέγκελ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή