Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Καταλήψεων έπαινος: η περίπτωση της ΥΦΑΝΕΤ


του Άκη Γαβριηλίδη


Πριν από αρκετά χρόνια, ίσως πάνω από δέκα, είχα παρακολουθήσει στη Θεσσαλονίκη μία παρουσίαση κάποιων μελών της ισραηλινής ομάδας «Αναρχικοί ενάντια στο τείχος» για τη δράση τους. Ακολούθησε συζήτηση και τοποθετήσεις, σύντομες ή λιγότερο σύντομες. Μετά το τέλος τους, και αφού επικράτησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, ένας ηλικιωμένος άνδρας από το βάθος της αίθουσας ρώτησε διστακτικά εάν «οι νέοι είχαν πει ό,τι είχαν να πουν» και, αφού τον διαβεβαίωσαν ότι ναι, πήρε και αυτός το λόγο και άρχισε, με όλο και μεγαλύτερη πεποίθηση, με φωνή που δυνάμωνε, την τοποθέτησή του, στην οποία συγχάρηκε τους αναρχικούς για τη δράση τους αλλά προσέθεσε ότι αυτά «δεν αρκεί να τα λέμε εδώ μεταξύ μας, πρέπει να πάμε να μιλήσουμε στην εβραϊκή κοινότητα, γιατί αυτοί ζούνε μόνο με τα ψέματα του Shαρόν» (προφέροντας το σ όπως –φαντάζομαι- οι Εβραίοι, και πάντως όχι οι Έλληνες της Ελλάδας). Mετά απευθύνθηκε και στους ομιλητές μιλώντας με άνεση εβραϊκά –δεν κατάλαβα τι τους είπε, αλλά εκείνοι φαίνονταν να καταλαβαίνουν.

Έχοντας τότε πρόσφατα διαβάσει το αριστουργηματικό Έλληνας, Εβραίος και αριστερός του Μωυσή Μιχαήλ Μπουρλά, από τα πρώτα λεπτά ήμουν σίγουρος ότι ο κύριος που μιλούσε δεν μπορούσε να ήταν άλλος από το συγγραφέα –και πρωταγωνιστή, φυσικά- αυτής της απίστευτης βιογραφίας. Πράγματι, μετά το τέλος της εκδήλωσης τον πλησίασα και τον ρώτησα πώς λέγεται, και μου το επιβεβαίωσε. Του είπα πόσο συγκινήθηκα που τον γνώρισα και από κοντά και πόσο σημαντικό βρίσκω το βιβλίο του, και χαμογέλασε ντροπαλά αλλά με ικανοποίηση.

Η ευκαιρία να μιλήσω με τον Μωυσή Μιχαήλ Μπουρλά και να του σφίξω το χέρι, είναι μόνο ένα από τα πολλά πράγματα για τα οποία χρωστάω ευγνωμοσύνη στην κατάληψη της ΥΦΑΝΕΤ, ενός παλιού εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, που επί δεκαετίες είχε εγκαταλειφθεί, περιέλθει σε αχρησία και μετατραπεί σε έναν σκουπιδότοπο αρκετών στρεμμάτων καταμεσής του αστικού ιστού. Από το 2004, μπήκαν στο χώρο μέλη συλλογικοτήτων του αντιεξουσιαστικού χώρου, με καταβολή σημαντικού όγκου προσωπικής χειρωνακτικής αλλά και διανοητικής εργασίας καθάρισαν και σουλούπωσαν τα μισοερειπωμένα κτίρια και τον περίβολο –δηλαδή ένα τμήμα τους, διότι στο σύνολό του ο χώρος είναι τεράστιος-, μετέφεραν σιγά-σιγά ως επί το πλείστον μεταχειρισμένα έπιπλα, συσκευές, επίσης βιβλία, και τον μετέτρεψαν σε στοιχειωδώς κατοικήσιμο ή πάντως χρησιμοποιήσιμο. Επί όλα αυτά τα χρόνια, η ΥΦΑΝΕΤ αποτέλεσε, και αποτελεί, μεταξύ άλλων πραγμάτων, μια εστία κοινωνικότητας, οικοδόμησης προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, αυτο- (και αλληλο-)μόρφωσης και πολιτιστικής παραγωγής και δημιουργίας, σε μια περιοχή όπου μέχρι τότε, και εν πολλοίς μέχρι τώρα, όλα αυτά τα φαινόμενα μάλλον σπάνιζαν.

Προσωπικά, καθώς έτυχε να έχω, ή να αποκτήσω, κάποιες επαφές ιδίως με άτομα που ανήκαν στον αρχικό πυρήνα της κατάληψης, χάρη και σε αυτές (αλλά και, από ένα σημείο και μετά, ανεξάρτητα απ’ αυτές), είχα την ευκαιρία να παραστώ –ενίοτε και να συμβάλω, με τη δική μου εθελοντική διανοητική εργασία- σε παρουσιάσεις μεταξύ άλλων του Τζον Χόλογουέι, του Ντέιβιντ Γκρέιμπερ, του Γιάννη Μηλιού, σε προβολές στο «Μωβ Καφενείο», αλλά και σε συναντήσεις, (χωρίς κάποιον «διάσημο»), της «ομάδας μελέτης του εθνικισμού», η οποία με είχε καλέσει για να κάνω εγώ εισήγηση αλλά, πηγαίνοντας, διαπίστωσα ότι εγώ είχα πράγματα να μάθω από τα μέλη της ομάδας, πάνω κάτω όσα και να τους διδάξω.

Με αυτό δεν εννοώ (μόνο/ απαραίτητα) ότι διέθεταν όλοι μία σημαντική ποσότητα γνώσεων· αναφέρομαι και στη διάσταση της αυτομόρφωσης, στο γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είχαν κάτσει κάτω και είχαν συμφωνήσει επί ένα χρόνο να διαβάσουν και να «ψάξουν» εξαντλητικά ένα ζήτημα όχι για να πάρουν ένα πτυχίο, όχι για να «αριστεύσουν», να αποκτήσουν πτυχία, «δεξιότητες» και (άρα) όπλα για την αγορά εργασίας, αλλά έτσι, επειδή τους έκαιγε, από δική τους επιθυμία. Εννοώ επίσης τον τρόπο επικοινωνίας: στις συζητήσεις αυτές δεν υπήρχε «προεδρείο», ούτε τις διηύθυνε κανείς. Μετά το τέλος της τυχόν εισήγησης, όποιος/-α ήθελε να πει κάτι απλώς έπαιρνε το λόγο και τον κρατούσε για όσο ήθελε, με ίδια ευθύνη· μετά, αφού τελείωνε, κάποιος άλλος. Οι περισσότεροι από μας, ακόμα κι εγώ πριν το δω να λειτουργεί, ακούγοντας μια τέτοια περιγραφή θα είχαμε την τάση να αντιδράσουμε λέγοντας: «μα καλά, δεν γινόταν μπάχαλο;». Όμως, όχι, δεν γινόταν: η μέθοδος ως επί το πλείστον λειτουργούσε αποτελεσματικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι τοποθετήσεις ήταν υποδειγματικές, υψηλού επιπέδου, περιεκτικές και σύντομες. Ασφαλώς, όπως παντού, ήταν ενδεχόμενο να παρουσιαστούν –και παρουσιάζονταν- φαινόμενα κατάχρησης, απεραντολογίας, επιφανειακότητας. Πώς αλλιώς; Αλλά η ελευθερία, όπως όλα τα πράγματα, έχει ένα κόστος, και αν κανείς το δοκιμάσει μπορεί να διαπιστώσει ότι το κόστος αυτό είναι λιγότερο επαχθές από το κόστος της περίφραξης και του ελέγχου.

Βλέποντας και ακούγοντας σήμερα τα κατασταλτικά έργα και λόγια όσων ξεκινούν σταυροφορίες για την «πάταξη της ανομίας», εννοώντας με αυτό την εκκένωση όλων των καταλήψεων και τίποτε άλλο, σχεδόν δεν μπορώ να νιώσω ούτε καν οργή. Κυρίως οίκτο νιώθω, για τη βλακεία και το μίσος από το οποίο είναι κυριευμένοι αυτοί οι άνθρωποι. Οι ίδιοι πάνω-κάτω οι οποίοι τις υπόλοιπες ώρες μάς φλομώνουν με ηθικολογίες και παραινέσεις προς τους «νέους» να «ασχοληθούν με τον αθλητισμό» ώστε να αποφύγουν «αντικοινωνικές συνήθειες», τα ναρκωτικά και γενικώς τις οδούς της απωλείας. Για ποιον «αθλητισμό» μιλάνε; Μήπως αυτόν όπου κυριαρχεί η ντόπα, το στήσιμο αγώνων, η χειραγώγηση στοιχημάτων (και γενικώς η χειραγώγηση), το ξέπλυμα ναρκοδολλαρίων, τα μαχαιρώματα και οι τραμπουκισμοί μεταξύ οπαδικών στρατών; Η εμπειρία τής από κοινού παραγωγής γνώσης την οποία συνάντησα σε καταλήψεις υπήρξε ενίοτε πιο συναρπαστική και διδακτική από αρκετές ημερίδες και συνέδρια οργανωμένα εντός του πανεπιστημιακού θεσμού, και φυσικά υπήρξε έτη φωτός μπροστά από οτιδήποτε δηλώνει αυτό που νοούμε συνήθως με τον όρο «αθλητισμός» ή με οποιονδήποτε άλλο κρατικό θεσμό.

Ακόμα και με συμβατικά κριτήρια, η ΥΦΑΝΕΤ δεν συνιστά καμία ανομία και καμία αντικοινωνικότητα. Συνιστά εμπλουτισμό και άνοιγμα. Αντικοινωνικότητα θα ήταν η κατάργησή της. Η κοινωνία και ο πολιτιστικός ορίζοντας της Θεσσαλονίκης θα ήταν από κάθε άποψη φτωχότερος χωρίς αυτήν, και άλλα ανάλογα παραδείγματα. Είναι προκλητική υποκρισία, αν δεν είναι απλώς άγνοια και ηλιθιότητα, να θεωρεί κανείς ότι προστατεύει ή βοηθά οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, ότι βελτιώνει κάτι στην ελληνική κοινωνία, με το να εισβάλλει σε μέχρι τότε παρατημένα κτίρια, να ξυλοκοπά, να συλλαμβάνει και να συκοφαντεί απρόκλητα νέους ή λιγότερο νέους ανθρώπους για να τους εμποδίσει να συναντιούνται, να σκέφτονται και να αισθάνονται από κοινού, να φτιάχνουν χορωδίες και θεατρικές ομάδες. Είναι αφέλεια να πιστεύουν οι Χρυσοχοΐδηδες και συντροφία ότι, με αυτές τις υλικές και συμβολικές περιφράξεις, με το κλείσιμο όλων των δυνατοτήτων πέρα από τα προπατζήδικα, τα σκυλάδικα, το ΝΕΤFLIX, γενικότερα ό,τι υπάγεται στην αγορά και το κράτος (της) ή αιχμαλωτίζεται απ’ αυτά, πετυχαίνουν έστω και έναν από τους δεδηλωμένους ή αδήλωτους σκοπούς τους. Η αντίσταση έρχεται πρώτα, αλλά έρχεται και μετά. Είναι στο χέρι μας να τους το δείξουμε, και θα τους το δείξουμε. Εμείς ή, το πιθανότερο, κάποιοι άλλοι και κάποιες άλλες, που δεν τους ξέρουμε ακόμα, που σήμερα δεν το υποπτευόμαστε, ούτε εμείς, ούτε οι μπάτσοι, ίσως ούτε οι ίδιες.

Πηγή nomadic universality