Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Deleuze als Naturphilosoph (Ένα φιλοσοφικό υστερόγραφο)


Η διερεύνηση της σχέσης τού Deleuze με τη φαινομενολογία ή το εν ευρεία εννοία καντιανό πρόγραμμα περιπλέκεται από τις διαφορετικές προοπτικές που παρουσιάζει η αποτίμηση ή η επανεγγραφή τής κύριας στοχοθεσίας, όπως και του ιδιώματος του φιλοσοφικού εγχειρήματός του. Φερειπείν, στοχεύει αυτό στην ανάδειξη της προαναστοχαστικής, προδιασκεπτικής, προκατηγοριακής, κτλ. συγκρότησης του νοήματος στο υπόστρωμα της βιωματικής ροής τού υποκειμένου ή του «κόσμου τής ζωής» ως πρωτογενούς εδάφους υπαρκτικής εμπλοκής; Ή μήπως στην παραγωγή των ίδιων των μορφών τής «φαινομενολογικής δωρεάς», της αναπαράστασης και της επιστημονικής περιγραφής συλλήβδην, εν τη απουσία μιας «εξημερωτικής» Urdoxa; Στην πρώτη περίπτωση, οι φιλοσοφικές επεξεργασίες τού Deleuze παρουσιάζονται ως προέκταση του καντιανού προγράμματος και ως μια ριζικότερη μορφή φαινομενολογικής διερώτησης, αφήνοντας άθικτο ένα είδος σχετικά σταθερού «πρωτογενούς εδάφους», του οποίου κρυσταλλώσεις θ’ αποτελούσαν ο κοινός νους και η τρέχουσα επιστημονική συναίνεση. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η αναπαράσταση επικαλύπτει οικείες δομές χρονικότητας και συγκαλύπτει βιωματικής υφής αλληλεπιδράσεις με τον κόσμο, κατά τ’ άλλα τέτοιον όπως λιγότερο ή περισσότερο τον περιγράφουν οι βέλτιστες θεωρίες των φυσικών επιστημών. Εν προκειμένω υποβόσκει μια ένταση που συνήθως διευθετείται με τον σιωπηρό επιμερισμό των εργασιών, τον οποίο άρτια έχει ανιχνεύσει ο Latour: Οι μεν φαινομενολόγοι (και οι φιλόσοφοι και εκπρόσωποι των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών ευρύτερα) κάνουν τη δουλειά τους και οι επιστήμονες τη δική τους· ενίοτε οι πρώτοι καταριούνται τους δεύτερους για την αλαζονεία και την εργαλειακή προσέγγισή τους ή ακόμη αλληλοσυγχαίρονται επειδή διασώζουν το νόημα από τις απειλές τού θετικισμού και του επιστημονισμού. Οι δε ερευνητές και φυσικοί επιστήμονες κατά βάση τούς αγνοούν (όταν δεν τους περιφρονούν επιδεικτικά), μολονότι ενίοτε προστρέχουν σ’ αυτούς ως χρήζον συμπλήρωμα της επιστημονικής κοσμοεικόνας. 

Στη δεύτερη περίπτωση, το εγχείρημα του Deleuze σκιαγραφείται ως προέκταση και υπέρβαση συνάμα του κριτικισμού, ως ανταγωνιστικό προς όλες τις παραλλαγές τής φαινομενολογίας (η διαφαινόμενη σύγκλιση με τις ριζοσπαστικότερες εκδοχές τής οποίας οφείλεται στο ότι απαντούν με διαφορετικό τρόπο σε επικαλυπτόμενα προβλήματα), στον βαθμό ακριβώς που προϋποθέτουν ήδη πάρα πολλά και εγκαθίστανται σ’ ένα υστερογενές επίπεδο. Υπό την πρωτοκαθεδρία τής πρώτης ανάγνωσης, η δεύτερη προοπτική θα έμοιαζε με παρακινδυνευμένη ερωτοτροπία με –και αχρείαστη παραχώρηση προς– τον προ-κριτικό δογματισμό. Υπό την πρωτοκαθεδρία τής δεύτερης ανάγνωσης όμως είναι η πρώτη περίπτωση που εμφανίζεται ως εγκλωβισμός και περιορισμός στις εκάστοτε εκλαμβανόμενες ως θεμιτές προδιαγραφές τού σκέπτεσθαι. Είναι δηλ. η «μεταφυσικά αποπληθωριστική» προσέγγιση που καταλήγει να είναι ανεπαρκώς κριτική, εφόσον και ενόσω είναι αντιμεταφυσική. Επιπλέον, εάν δεν ιδωθεί στη μονομέρειά της, η «κριτική» και φαινομενολογική οπτική όχι μόνο δεν απορρίπτεται, αλλά διασώζεται και μάλιστα προάγεται, εντειθέμενη στο ευρύτερο εγχείρημα ως μια τοπική έκφανσή του, δηλ. μια πολύτιμη αν και όχι απολύτως πρωταρχική συνιστώσα. Ο πυρήνας τού ευρύτερου εγχειρήματος μάλλον συνίσταται σε μια «μη-ανθρωπολογική οντογένεση του νοήματος» (και όχι απλώς του προς ημάς ή δι’ ημάς χαρακτήρα τής υποκειμενικής του συγκρότησης), ήτοι σε μια θεωρησιακή ανασυγκρότηση της πραγματικότητας σ’ όλη την ποικιλία των διαστάσεων και των δυναμισμών της. Αρνούμενη την περιχαράκωσή της στο καθεστώς μιας μεταμεθοδολογίας τής σκέψης ή μιας γενικής μετα-ανθρωπολογίας (λχ. μιας μεταψυχολογίας ή διαπολιτισμικής θεωρίας – ερευνητικά προγράμματα πολύ γόνιμα καθεαυτά), η φιλοσοφία κατά τον Deleuze εμπλέκει καταστατικά μια ανανεωμένη οντολογία ή μεταφυσική, νοούμενη ως χαρτογράφηση –και επιμέρους έκφραση– των δημιουργικών γίγνεσθαι του Παντός. 

Μετα-υστερόγραφο: Η μείζων κριτική που θα μπορούσε να ασκηθεί στον Deleuze -μεταξύ άλλων από μία κλασική καντιανή και φαινομενολογική οπτική- ενδεχομένως θα αφορούσε την «αθέμιτη μεταφορά τού υποκειμενικού στο αντικειμενικό» (δεν τη συμμεριζόμαστε, αρκούμαστε στην επισήμανση ότι κάπως έτσι θα έμοιαζαν τα πράγματα σε κάποιον που θα εκκινούσε από μια διαφορετική κοσμοεικόνα και αυτοεικόνα τής σκέψης). Είναι το κλασικό μοτίβο που επανέρχεται με διαφορετικούς τρόπους στην κριτική των θεωρησιακών/μεταφυσικών βλέψεων των Schelling, Hegel, Schopenhauer, Nietzsche, κτλ.: Ότι δηλ. υποστασιοποιούν τρόπον τινά το Απόλυτο (σ' αυτό αναφερόταν η προγενέστερη νύξη περί διαφαινόμενης «υποχώρησης/παραχώρησης στον προκριτικό δογματισμό»). Εν προκειμένω η μομφή θα ήταν ότι ο Deleuze οντοποιεί τον Χρόνο, τη Ζωή, κτλ. Όμως από τη σκοπιά τού ίδιου του Deleuze δεν πρόκειται για οντοποίηση/υποστασιοποίηση, αλλά αντίστροφα για μη ανθρωπολογική οντογένεση/υποκειμενοποίηση (λχ. επιμένει πολύ στην πορεία που ακολούθησε ο Bergson από την αρχική ανακάλυψη της διάρκειας στην ενδόμυχη ψυχική εμπειρία μέχρι την κατοπινή διάχυσή της στο σύνολο του σύμπαντος, υπενθυμίζοντας ότι «ο χρόνος είναι η υποκειμενικότητα εντός της οποίας υπάρχουμε» και όχι το αντίστροφο). Ότι το απόλυτο δεν είναι της τάξεως του «πράγματος» (κρίσιμη θέση κάθε υπερβατολογικής φιλοσοφίας) δεν σημαίνει ότι δεν «υφίσταται» ή μάλλον ότι δεν γίνεται, ούτε ότι εξαχνώνεται ως απλώς μεθοδολογική αρχή τής λογικής κίνησης της σκέψης (αυτό προτείνεται στις μοντέρνες αναγνώσεις τού Hegel, ενώ θα λέγαμε ότι η αυτοαναφορική λειτουργία τής γλώσσας είναι μια επιμέρους περίπτωση της αυτοαναφορικότητας που διέπει τη φύση-σκέψη). Γι' αυτό στα μάτια μας φαντάζει κρίσιμη η ένταξη του Deleuze σ' ένα ρεύμα «μετα-υπερβατολογικής φυσιοκρατίας» (και όχι «νατουραλισμού» -επιστημονικού ή «φιλελεύθερου»- με τη συνήθη αγγλοσαξονική έννοια, που τείνει να είναι στενότερα θετικιστική ή εμπειριστική). Μετα-υπερβατολογικής με τη διπλή έννοια ότι έρχεται μετά την καντιανή κριτική -την οποία προϋποθέτει, προεκτείνει και εν μέρει αντιμάχεται- και με την έννοια της άρσης ή εμβύθισης σ' ένα δευτεροβάθμιο ή 0-βάθμιο τρόπον τινά επίπεδο (σ' ένα «ανώτερο» ή «κατώτερο» επίπεδο, αναλόγως του πώς το προσεγγίζουμε, πάντως οντο-λογικά πρότερο) σε σχέση μ' εκείνο της γνωσιοθεωρητικής διερώτησης για τις συνθήκες δυνατότητας της αναπαραστατικής εμπειρίας. Ο Deleuze είναι φυσιοκράτης επειδή δεν είναι νατουραλιστής με τη συνήθη έννοια, και είναι μεταφυσικός επειδή ακριβώς είναι μετακαντιανός. Τα διάφορα νήματα που συγκλίνουν στην κριτική τού «μύθου του δεδομένου» δεν συνεπάγονται την εξαφάνιση της φύσης - μάλλον είναι τα ίδια ενδείξεις μιας («μετα-υπερβατολογικής») σύλληψης της φύσης ως ανυπόθετης παραγωγικότητας.