Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Psycho-Pass: Ο Φίλιπ Ντικ στο Τόκυο




του Keunermann


«Προκειμένου να μετρήσεις την αξία ενός ανθρώπου, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι παραπάνω από το να τον πιέσεις. Ο πραγματικός δρόμος για να ελέγξεις την αξία τους είναι να τους δώσεις εξουσία. Όταν κατακτούν την ελευθερία να δρουν έξω από τους περιορισμούς του νόμου και της ηθικής, μπορείς μερικές φορές να δεις την ψυχή τους».

Αυτήν τη γνώμη εκφέρει ένας εκ των πρωταγωνιστών της σειράς. Και συνεχίζει: «Όταν οι αδύναμοι γίνονται ισχυροί, όταν καλοί πολίτες μπορούν ελευθέρως να επιδίδονται σε βίαιες ενέργειες, έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτού του πειράματος». Αλλά περί τίνος ακριβώς πρόκειται; 

Είναι γνώριμο το σύμπαν του Aμερικανού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας με τα ολογράμματα, τις διαφημίσεις, τους ουρανοξύστες, τις φωτεινές πινακίδες νέον, τις φουτουριστικές μητροπόλεις, τις διαστημικές αποικίες, τα ανδροειδή και τα «ομοιώματα» που κυκλοφορούν πλάι πλάι με τους συμβατικούς, παλιομοδίτες ανθρώπους. Στον δρόμο υπάρχουν κάμερες και σαρωτές που καταγράφουν το παραμικρό, ολογραμματικές ζωόμορφες μηχανές που παρακολουθούν ανελλειπώς τους διαβάτες, τους ενημερώνουν και, όποτε χρειαστεί, τους καθησυχάζουν, καθώς εκείνοι πλημμυρίζουν τις κεντρικές πλατείες, ενώ ουρανοξύστες υψώνουν το ανάστημά τους επιστρέφοντας στην ανθρωπότητα την αντανάκλασή της. Προσθέστε και τη λατρεία τριών Ιαπώνων δημιουργών (οι σκηνοθέτες Katsuyuki Motohiro και Naoyoshi Shiotani και ο σεναριογράφος Gen Urobuchi) προς αυτό ακριβώς το σύμπαν και κάπως έτσι προκύπτει ένα anime με χαρακτηριστικά cyberpunk επιστημονικής φαντασίας, δράσης και αστυνομικού μυστηρίου.



Πρωταγωνιστές της ιστορίας μία ομάδα αστυνομικών, πράκτορες της Μονάδας Ένα του Τμήματος Εγκληματικής Διερεύνησης του Γραφείου Δημοσίας Ασφάλειας, η πρωτάρα, νεαρή Επιθεωρήτρια Akane Tsunemori, αυτή η εξαιρετική δεσποινιδούλα που πέρασε τις εξετάσεις εισαγωγής στο Σώμα με ρεκόρ αριστείας και εύσημο μνείαν, και οι Shinya Kogami (γνωστός και ως “Κο”), Nobuchita Ginoza, Tomomi Masaoka, Shusei Kagari, Yayoi Kunizuka, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με πλήθος κακοποιών που φέρουν σκοτεινές, υπερφυσικές δυνάμεις που σχετίζονται με κυβερνοψυχικές διεργασίες. Το κατά πόσον συνιστά κανείς απειλή για τη διατάραξη της ομαλής ροής του συστήματος σχετίζεται με τα ανιχνεύσιμα και μετρήσιμα επίπεδα του psycho-pass του, που υποδηλώνουν ότι έχει τον «μη-κανονικό» ψυχισμό, δηλαδή λανθάνουσα εγκληματική προδιάθεση. Πρόκειται επομένως για κάποιο είδος προληπτικού ψυχομετρικού ελέγχου που τον κατέστησε εφικτό η τεχνολογική εξέλιξη, ο οποίος λειτουργεί αναλύοντας το πεδίο ισχύος ενός βιο-οργανισμού που «διαβάζεται» από μία κυματική σάρωση. Παραδοσιακές αρετές όπως η υποκειμενική κρίση, το ένστικτο του ντετέκτιβ, κουσούρια παλαιότερων δικαιικών-νομικών συστημάτων, όπως το τεκμήριο της αθωότητας με την ανάγκη δημόσιας λογοδοσίας και υπεράσπισης που συνεπάγεται, όλα πηγαίνουν περίπατο άπαξ και αποφανθεί η μηχανή. Το ιδιαίτερο γνώρισμα της σειράς αφορά βέβαια το πλήθος φιλοσοφικών αναφορών της*, καθώς ανακύπτει η πραγμάτευση ζητημάτων σχετικών με τη φύση της πραγματικότητας, τη χρήση της τεχνολογίας, τα θεμέλια της ηθικής και της πολιτικής εξουσίας, και επίσης τη διάκριση μεταξύ ουσίας και επιφαινομένου, ή διαφορετικά ειπωμένο, μεταξύ αρχετύπου ή γνησίου ή πρωτοτύπου από τη μία, και κακεκτύπου ή αντιγράφου η ψευδεπιγράφου από την άλλη. 

Η πρώτη σεζόν -η δεύτερη ξεκίνησε ήδη και επίκειται μια ταινία το 2015- μας άρεσε πάρα πολύ για πληθώρα λόγων. Το σκοτεινό κλίμα, η δυστοπική ατμόσφαιρα, η απεικόνιση μιας τεχνοφουτουριστικής κοινωνίας, η πάντοτε απολαυστική ηχητική εμπειρία της ιαπωνικής γλώσσας, οι φιλιπντικικές οφειλές και αναφορές (το “Ubik” είναι άλλωστε ένα από τα πέντε αγαπημένα μας βιβλία, αν και εδώ ο αέρας μυρίζει περισσότερο “Minority Report” και “Blade Runner/Do Androids Dream of Electric Sheep?”) και, πάνω απ' όλα, το «φτύσιμο» συναρπαστικών όσο και διεισδυτικών αφορισμών από τα χείλη διαφόρων χαρακτήρων, ένα ενδεικτικό τμήμα των οποίων παραθέτουμε σε αυτό το κείμενο.



Φανταστείτε μια σειρά, όπου το όριο αθωότητας και ενοχής, θύτη και θύματος θολώνει και αμβλύνεται. Πρόκειται για το ερώτημα του “Minority report”: είσαι ένοχος, εάν σκέφτηκες κάτι άσχημο ή παράνομο; Ακόμη χειρότερα, εάν πρόκειται να το σκεφτείς ή να το πραγματοποιήσεις στο μέλλον; Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εάν απλά ενδέχεται να το κάνεις πράξη στο μέλλον, δικαιούνται να ληφθούν προληπτικά μέτρα εναντίον σου; Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα σκοτεινό μητροπολιτικό σκηνικό, όπου έχει εφαρμοστεί η ωφελιμιστική αρχή του Jeremy Bentham (το λεγόμενο Sibyl System): ο μέγιστος βαθμός ευτυχίας για τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Όπως το διατυπώνει ένας από τους πρωταγωνιστές: «προσεγγίζουμε την ιδεώδη κοινωνία με το να εγκαταλείψουμε τον στόχο μίας ιδεώδους κοινωνίας». Η κανονική ροή των επεισοδίων χτίζει τον χαρακτήρα των πρωταγωνιστών, καθώς καλούνται να διαλευκάνουν το «μυστήριο της εβδομάδας», ενώ ταυτόχρονα με αργό και μεθοδικό τρόπο σκιαγραφείται η υποβόσκουσα μυθολογία της σειράς, όπου οι ισχυρότεροι αντίπαλοι είναι οι μετα-εγληματίες που αξιοποιούν τις υπαρκτές εγκληματικές προδιαθέσεις των «καθημερινών» εχθρών, ενώ οι ίδιοι κάνουν το παιχνίδι τους με το να είναι αποστασιοποιημένοι στο παρασκήνιο. 

Από αυτήν την άποψη, αλλά και από τη βιαιότητα των διαπραττόμενων εγκλημάτων, η σειρά μας θύμισε αρκετά την πρώτη τηλεοπτική σεζόν του “Hannibal” (όπου στον ομώνυμο ρόλο θα είχαμε τον αινιγματικό Shogo Makishima, ενώ στον αντίστοιχο του Will Graham τον “Ko”). «Μια κοινωνία που δεν έχει θέση για τους εγκληματίες εντός της είναι φιλάσθενη σε τελική ανάλυση. Ακριβώς όπως αυτοί που μεγάλωσαν σε ένα εντελώς απολυμασμένο περιβάλλον είναι πιο αδύναμοι από εκείνους που έχουν αρρωστήσει»: ένας αφορισμός σαν κι αυτόν θα μπορούσε άνετα να έχει εκστομιστεί από τον δόκτορα Lecter. Πόσο μάλλον μια νηφάλια, διορατική παρατήρηση όπως η εξής: «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ενοχλούνται να σκοτώνουν αγελάδες ή κοτόπουλα, αλλά πιθανότατα θα δυσκολεύονταν να κάνουν το ίδιο σε χιμπαντζήδες... Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο ότι οι τελευταίοι παρουσιάζουν μίαν ορισμένη ομοιότητα προς τους ανθρώπους, αλλά ο πρωταρχικός λόγος είναι ότι μπορούν να ζωγραφίσουν. Υποθέστε ότι τα ψάρια ήταν ικανά να σχεδιάζουν εικόνες. Ακόμη και εάν δεν ήμαστε σε θέση να καταλάβουμε τι σκέφτονται, γίνεται δυσκολότερο να σκοτώσεις ζώα που μπορούν να ζωγραφίσουν. Ενστικτωδώς, θα λέγαμε νοερά στους εαυτούς μας ότι «ίσως έχουν συναισθήματα». Αυτό δείχνει πόσο μεγάλη αξία αποδίδουμε στην έκφραση». 

Πρόκειται για έναν κόσμο, όπου η νοητική κατάσταση των ανθρώπων και όλες οι αποχρώσεις της προσωπικότητάς τους μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και άρα να καταστούν μετρήσιμες, ελέγξιμες και διαχειρίσιμες. Όλων των ειδών οι κλίσεις καταγράφονται και αστυνομεύονται, και είναι αυτοί ακριβώς οι μετρήσιμοι αριθμοί, οι χρησιμεύοντες στην κατάταξη του πληθυσμού σε κατηγορίες, οι οποίες συνακόλουθα θα καθορίσουν το βασικό σενάριο της ζωής τους (σε ποιον τομέα και με ποιους όρους θα εργαστούν, για παράδειγμα), που αποκαλούνται κοινώς “psycho-pass”. Ένα σύστημα που είναι σε θέση να παρακολουθεί και να ελέγχει τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων με τη χρησιμοποίηση του ελαχίστου αριθμού προσωπικού, αληθινό πανοπτικόν όπως το φαντάστηκαν οι Bentham/Foucault, το οποίο βάζει τον καθένα στη θέση που εκείνο κρίνει ότι του αναλογεί, διασφαλίζοντας έτσι την ομαλότητα και την αδιατάρακτη συνέχεια, ήτοι την αναπαραγωγή του στο διηνεκές. Αλλά ποιος βάζει στη θέση του το ίδιο, ειδικά όταν αρχίζουν να γίνονται εμφανή τα τρωτά του σημεία και όταν, ασφαλώς, παρουσιάζονται εγκληματίες πρόθυμοι να ασκήσουν την κατάλληλη πίεση σε αυτά; Εάν ισχύει πως «μπορεί να ειπωθεί ότι η ιστορία της επιστήμης είναι η ιστορία της επέκτασης της λειτουργικότητας του ανθρωπίνου σώματος, με άλλα λόγια, η ιστορία της κυβερνοποίησης [cyberization] του ανθρώπου», τότε η σειρά μας υπενθυμίζει τους λόγους για τους οποίους το ανθρώπινο σώμα επί μακρόν θεωρήθηκε φυλακή ή τάφος της ψυχής και ότι η «προέκτασή» του λειτουργεί όπως ένα δίκοπο μαχαίρι. Όλα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, εφόσον οι διωκτικές δυνάμεις χρησιμοποιούν «λανθάνοντες κακοποιούς» στις επιχειρήσεις τους προκειμένου να κατανοήσουν και να προλάβουν τη δράση των παρεκκλινόντων (τουτέστιν, άλλους εν δυνάμει εγκληματίες). Καθίσταται νομίζω σαφής ο κίνδυνος που αναδύεται εντός ενός τέτοιου πλαισίου: εάν επιχειρήσεις να καταλάβεις πώς σκέφτεται και πράττει ένας εχθρός του συστήματος, εάν ξεκινήσεις να βλέπεις τον κόσμο όπως αυτός, θα καταλήξετε να γίνετε ίδιοι, το πραγματικό δεν θα ξεχωρίζει από το ψεύτικο, γιατί θα μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.

---------------------------------
* Συγγραφείς, φιλόσοφοι και θεωρητικοί όπως οι Πλάτων, William Shakespeare, René Descartes, Blaise Pascal, Jean-Jacques Rousseau, Carl von Clausewitz, Søren Kierkegaard, Max Weber, Bertrand Russell, George Orwell, Michel Foucault, Philip K. Dick, William Gibson, Michel Wievorka και Project Itoh αναφέρονται ρητά, ενώ πλήθος άλλων (Thomas Hobbes, John Locke, Georg W. F. Hegel, Martin Heidegger, Jacques Derrida, Marshall McLuhan) υπονοείται εμμέσως ή προϋποτίθεται.


Πηγή artcore

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Παγιδευμένοι στον παχυδερμισμό: ο Χρήστος Γιανναράς και η γενεαλογία μιας αθλιότητας


του Άκη Γαβριηλίδη


Πρόσφατα, η ελληνική βουλή ψήφισε νόμο με τον οποίο ποινικοποιείται μεταξύ άλλων η άρνηση των γενοκτονιών, αλλά και ο «ευτελισμός» τους. Κατά ρητή δήλωση του υπουργού δικαιοσύνης, στην έννοια της γενοκτονίας για τους σκοπούς του συγκεκριμένου άρθρου περιλαμβάνεται ο διωγμός «των Χριστιανών της Ανατολής».

Προσωπικά, δεν συμφώνησα με την ποινικοποίηση αυτή, για τους λόγους που εκτίθενται στη σχετική έκκληση των 152 ιστορικών. Ωστόσο, αυτοί που συμφωνούν και που πρωταγωνίστησαν στην καθιέρωση της διάταξης αυτής, αν θέλουν να είναι συνεπείς με τον εαυτό τους, πρώτο-πρώτο για την παραβίασή της θα έπρεπε να μπουζουριάσουν τον Χρήστο Γιανναρά.

Ο εν λόγω κύριος, αφού επί δεκαετίες τώρα γράφει διάφορες ιερεμιάδες για το «τέλος του ελληνισμού» το οποίο υποτίθεται ότι πλησιάζει, στη γωνία είναι, όλο έρχεται και όλο δεν ήρθε ακόμα αλλά πού θα πάει θα έρθει κάποτε, αντί να βγάλει επιτέλους το προφανές συμπέρασμα ότι η κινδυνολογία του διαψεύσθηκε, προτίμησε να πλειοδοτήσει, να επινοήσει καινούρια φανταστικά δεινά που να πείθουν ότι στραβός είναι ο γιαλός και όχι το αρμένισμά του, και με κάθε σοβαρότητα ανήγγειλε:

"Πολύ ρεαλιστικά και ψύχραιμα, χωρίς συναισθηματισμούς ή ψυχολογικές εμμονές, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η επιβολή του μονοτονικού είναι στην ιστορία των Ελλήνων μια καταστροφή, ασύγκριτα ολεθριότερη από τη Μικρασιατική" (!!!)[1].

Είναι φυσικά γνωστή η παρατήρηση του Φρόιντ ότι όταν βλέπουμε κάποιον να «μπουκώνει» προκαταβολικά το λόγο του με αρνήσεις του τύπου «τώρα αυτό που θα πω μπορεί να ηχήσει ως Χ, αλλά ειλικρινά σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι καθόλου έτσι», εμείς πρέπει απλώς να αφαιρούμε το «δεν» και να κρατάμε το Χ. Εδώ, όμως, η υπενθύμιση της διάστασης αυτής είναι τριτεύον ζήτημα: το πρόβλημα δεν είναι μόνο να αναδείξουμε ότι αυτή η εξωφρενική διατύπωση προφανώς απηχεί τις ψυχολογικές εμμονές του Γιανναρά, αλλά και να εξετάσουμε τι είδους είναι αυτές οι εμμονές.


Ο έμπορος των εθνών

Στο άρθρο του αυτό, όπως και σε άλλα, ο Γιανναράς φιλοτεχνεί για τον εαυτό του ένα πορτραίτο που βασίζεται σε μια διπλή διαφοροποίηση: α) από τον εθνικισμό, β) από τον οικονομισμό.

Το πρώτο, (φαντάζεται ότι) το πετυχαίνει κακολογώντας διαρκώς το άχρηστο «ελλαδικό κράτος» και τους «Ελλαδίτες». Το δεύτερο, καταγγέλλοντας τη «φτηνιάρικη χρησιμοθηρία» (και ειδικότερα την επιδίωξη «να μην ταλαιπωρούνται τα παιδιά και να έχει όφελος η εθνική οικονομία») η οποία οδήγησε στην καθιέρωση του μονοτονικού.

Η διαφοροποίηση αυτή ισχυρίζομαι ότι αποτελεί γλοιώδη και απύθμενη υποκρισία, διότι το ίδιο το συμπέρασμα του Γιανναρά βασίζεται σε μία απολύτως ωφελιμιστική προσέγγιση, μία ψυχρή στάθμιση κόστους/ οφέλους:

"Στη Μικρασιατική Καταστροφή χάθηκαν πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού, χάθηκε η κοσμοπολίτικη αρχοντιά του, η συνείδηση ότι η ελληνικότητα είναι πολιτισμός, δηλαδή «τρόπος» βίου, όχι υπηκοότητα βαλκανικού επαρχιωτισμού. Ομως δεν χάθηκε η συνέχεια της γλώσσας του, που είναι και έμπρακτη συνέχεια της ιστορικής του συνείδησης, της ένσαρκης στον γραπτό λόγο συνέχειας του ελληνικού «τρόπου»".

Παρά τη ρητορική άρνηση της συγκρισιμότητας, λοιπόν, προφανώς έχουμε σύγκριση: η απώλεια της «κοσμοπολίτικης αρχοντιάς» είναι λιγότερο σημαντική σε σχέση με εκείνη της «συνέχειας της γλώσσας», την οποία ο homo oeconomicus που μιλάει σε αυτό το άρθρο κρίνει ως εθνικό πόρο υπέρτερης αξίας. Βλέπουμε εδώ ότι το υποκείμενο –όσο και το αντικείμενο- της επένδυσης είναι το έθνος. Αυτό είναι που έχει να κερδίσει ή να χάσει, και επίσης αυτό είναι που έχει να κερδηθεί ή να χαθεί.

Ο λόγος αυτός λοιπόν απολήγει σε μία «εθνομετρία» η οποία διαψεύδει πανηγυρικά και με την ίδια κίνηση και τις δύο ρητορικές απαρνήσεις.


Ο ευτελισμός της καταστροφής

Ούτε όμως η διάψευση αυτή είναι το βασικό πρόβλημα. Αυτό που καθιστά πραγματικά προσβλητική και αναιδή τη διατύπωση του Γιανναρά δεν είναι τόσο ότι ποσοτικοποιεί και σταθμίζει τη στιγμή που καταγγέλλει την ποσοτικοποίηση και τη στάθμιση, αλλά και το τι ακριβώς σταθμίζει.

Ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ο Γιανναράς για όσα έγιναν το 1922 δείχνει βαθύτατη άγνοια και περιφρόνηση για την πραγματική εμπειρία των ανθρώπων, την οποία εργαλειοποιεί και χρησιμοποιεί ως λογιστικό μέγεθος, ως εξωτερικό υποστήριγμα στο οποίο προβάλλει δικές του αφηρημένες ιδέες και αγκυλώσεις οι οποίες ουδόλως απασχολούσαν εκείνους.

Όταν έρχεται η στιγμή να μιλήσει για τις απώλειες που προκάλεσε η μικρασιατική καταστροφή, ως τέτοιες καταγράφει μόνο τις «πανάρχαιες κοιτίδες του Ελληνισμού», την «κοσμοπολίτικη αρχοντιά» και τη «συνείδηση ότι η ελληνικότητα είναι πολιτισμός». Δηλαδή αφηρημένες ιδέες, «ανθρώπινους πόρους» που δεν έχουν αξία παρά μόνο για τους μάνατζερ του έθνους κράτους, για τους διαχειριστές πληθυσμών. Η πραγματική εμπειρία αυτών των πληθυσμών, ο πόνος τους, οι θάνατοι, οι ακρωτηριασμοί, ο ξεριζωμός, η ταπείνωση, η διάρρηξη του νοήματος –και του νήματος- που οργάνωνε ως τότε τις ζωές τους, και η προσπάθειά τους να τις ξανασυγκροτήσουν όπως μπορούσαν σε έναν καινούριο τόπο, ξένο, όλα αυτά δεν καταγράφονται ως απώλειες, δεν μπαίνουν πουθενά στο τεφτέρι, στο βαθμό που δεν προσφέρουν στις εξ επαγγέλματος Κασσάνδρες καμιά ευκαιρία να θρηνολογήσουν και να προείπουν τρομερά μελλοντικά δεινά για το λαό τους.

Προσωπικά, ως απόγονος Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαβάζοντας αυτή τη σύγκριση αισθάνομαι θιγμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Αισθάνομαι ότι όποιος μιλάει έτσι με φτύνει κατάμουτρα, ότι ξεθάβει και τους τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες μου, και τους προγόνους τους, και τους φτύνει και αυτούς.

Η συντριπτική πλειοψηφία των υπαρκτών ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα το 22 από τη σημερινή Τουρκία –όσο και εκείνων που έκαναν την αντίστροφη διαδρομή την ίδια περίοδο, λίγο πριν ή λίγο μετά- πεντάρα δεν έδιναν για το αν «η ελληνικότητα είναι πολιτισμός και τρόπος βίου» ή αν είναι «υπηκοότητα βαλκανικού επαρχιωτισμού». Δεν ήταν αυτό που τους έκαιγε τότε. Οι όροι αυτοί, και άλλοι ανάλογοι, επιστρατεύτηκαν αργότερα προκειμένου να συμβολοποιήσουν εκ των υστέρων το χάσμα και να δώσουν νόημα σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς και διαμάχες. Θεωρώ εξοργιστικό και ασεβές κάποιος να γράφει στα αρχίδια του τις πραγματικές αγωνίες που υπέστησαν πραγματικοί άνθρωποι με σάρκα και οστά, όσα εκείνοι πράγματι έχασαν, αλλά και όσα κέρδισαν, ή όσα μπόρεσαν να δημιουργήσουν μετά την απώλειά τους, και να τα υποκαθιστά με τα δικά του κολλήματα. Τόσο πιο εξοργιστικό, στο μέτρο που ο ίδιος αυτός λογιστής ο οποίος στηλιτεύει τους «Ελλαδίτες» και τη νοοτροπία τους, κάνει ο ίδιος τους υπολογισμούς του με βάση, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη λογική της Μεγάλης Ιδέας –ο «ένσαρκος αναχρονισμός»: ορφανά της Μεγάλης Ιδέας σχεδόν έναν αιώνα μετά την κατάρρευσή της-, φιμώνοντας, καπελώνοντας και αστυνομεύοντας το λόγο των ίδιων των υποκειμένων αυτής της απώλειας για την οποία αυτός ρητορεύει.


Η ψύχωση ως άρνηση του κομμουνισμού της γλώσσας

Ας αφήσουμε λοιπόν τις ανοησίες. Από πού κι ως πού είναι «ασύγκριτα ολεθριότερη από τη μικρασιατική καταστροφή» η κατάργηση δυο σημαδιών από το γραπτό λόγο; Επικοινωνούμε; Έχουμε καθόλου την αίσθηση του μέτρου και της γελοιότητας, ή την έχουμε χάσει τελείως;

Στη μικρασιατική καταστροφή, και σε όσα προηγήθηκαν και επακολούθησαν, πραγματικοί άνθρωποι με σάρκα και οστά, όχι άψυχες μουτζούρες σε σελίδες τετραδίων και βιβλίων, έχασαν τη ζωή τους, ή, και αν δεν την έχασαν, έζησαν μετά μια ζωή που ήταν η ίδια ένα είδος απώλειας. Πόσο κολλημένος στις ιδεοληψίες του, πόσο βυθισμένος στην κοσμάρα του μπορεί να είναι κάποιος που το θεωρεί αυτό ασήμαντο σε σχέση με το ότι ο ίδιος έχασε τη βολή του, ότι του πήραν ένα παιχνιδάκι στο οποίο ήταν μαθημένος από μικρός; Πόσο ναρκισσιστής, πόσο Μαρία Αντουανέτα πρέπει να είναι για να θεωρεί πιο ολέθρια, και μάλιστα ασύγκριτα πιο ολέθρια, την απλή αφαίρεση δύο συμβολικών λειτουργιών από τα πληκτρολόγια των υπολογιστών;

Στη Θεολογικοπολιτική Πραγματεία, ο Σπινόζα λέει για τους θεολόγους μία κουβέντα η οποία δεν έχει χάσει τίποτα από την αξία της στους τρεισήμισι αιώνες που μεσολάβησαν: ότι το μόνο που καταφέρνουν είναι να γίνονται και για τους άλλους ανθρώπους τόσο ανυπόφοροι όσο είναι για τον εαυτό τους. Αυτή η εμπάθεια, αυτή η αριστοκρατική μνησικακία για την κοινωνική ζωή, για το πλήθος, είναι ορατή παντού στα γραπτά του Γιανναρά, είναι μια μπόχα που σε πιάνει απ” τη μύτη μόλις τα πλησιάσεις. Όπως είναι εξάλλου ορατό το μίσος και η περιφρόνησή του για τη δημοκρατία.

Αντιδράσεις θεσμικών φορέων ή οργανωμένων κοινωνικών ομάδων για την γκανγκστερική επιβολή του μονοτονικού δεν υπήρξαν. Από τη μεταγενέστερη πολιτική της συμπεριφορά η Ν.Δ., όταν έγινε η ίδια κυβέρνηση, απέδειξε στην πράξη ότι συνέπλεε απολύτως με τους αυτουργούς του ιστορικού κακουργήματος. Η Ακαδημία Αθηνών δεν έκλεισε τις πύλες της διακηρύσσοντας ότι δεν έχει πια λόγο να υπάρχει μετά το ηροστράτειο πραξικόπημα.

Καμιά πανεπιστημιακή σύγκλητος δεν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενη, καμιά Φιλοσοφική Σχολή δεν έκλεισε, δεν είπαν λέξη οι εταιρείες φιλολόγων, οι δικαστές, οι δικηγορικοί σύλλογοι, η Ιερά Σύνοδος, η ΟΛΜΕ, η ΔΟΕ (ό.π.).

Για να διατηρήσουμε την αναφορά στο Σπινόζα, καλό είναι να θυμίσουμε ότι, γι” αυτόν, (όπως και για τον Νίτσε), το μίσος είναι συχνά το άλλο όνομα της τυφλότητας -για να μην πούμε της ηλιθιότητας.

Πραγματικά, τι άλλο πρέπει να σκεφτούμε μπροστά σε κάποιον ο οποίος δεν βλέπει το μόνο λογικό συμπέρασμα που συνάγεται από τις διαπιστώσεις του; Ο Γιανναράς εδώ καταγγέλλει την κατάργηση των τόνων όχι ως απλώς κάτι που τον ξεβολεύει, που δεν είναι του γούστου του, αλλά, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως … πραξικόπημα. Κι ωστόσο, ο ίδιος διαπιστώνει –πολύ ορθά- ότι είναι ουσιαστικά ο μόνος που το κρίνει ως τέτοιο. Σε μια δημοκρατία, όμως, αν ένας μόνο άνθρωπος δεν εγκρίνει μια επιλογή την οποία εγκρίνει το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι εκπαιδευτικοί, οι δικαστικοί, η ακαδημία, η εκκλησία, και την οποία επί τριανταδύο χρόνια ακολουθεί χωρίς καμία δυσκολία ή ένσταση η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, τότε θέλει πραγματικό θράσος να βγαίνει αυτός ο ένας και να καταγγέλλει όλους τους υπολοίπους για πραξικόπημα εναντίον της μεγαλειότητάς του. Αν δεν είναι ψυχωσικός, αυτός ο ένας αναμένεται να ανοίξει τα μάτια του και να δει ότι, αν όσα λέει ισχύουν, αν κάποιος «δεν έχει λόγο ύπαρξης», αυτός είναι ο ίδιος, όχι όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Αυτός αν θέλει μπορεί να παραμείνει εγκλωβισμένος στην ανωτερότητα της ιδιωτικής γλώσσας του. Δεν μπορεί όμως να έχει την αξίωση να την επιβάλει σε όλους τους άλλους χρήστες τη δική του παραξενιά, ούτε να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλο στη θέση του.

---------------------------------------------
[1] «Παγιδευμένοι στον εθνομηδενισμό», Καθημερινή 23.11.2014