Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Ο «αντιδραστικός ντελεζισμός» του Justin Murphy



                           

Ποιος ο λόγος να καταπιαστεί κανείς μ’ ένα βιβλίο, όταν γνωρίζει προκαταβολικά ότι δύσκολα θα συμμεριστεί τη βασική του θέση, ενώ βάσιμα υποψιάζεται ότι δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερες υφολογικές αρετές ή αξιώσεις «λογιοσύνης»; Ακριβώς η αναζήτηση του ανοίκειου, θα μπορούσε να είναι μια πρώτη απάντηση, ανυπερθέτως δε το είδος εκείνο απόλαυσης που προσήκει στην ανάγνωση, δίχως ανάγκη επεξήγησης και περαιτέρω δικαιολόγησης. Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ο περί ου ο λόγος συγγραφέας ήταν μέχρι πρότινος αναρχοκομουνιστής που ενδιαφερόταν για τις χειραφετικές δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, περιλαμβανομένων των κρυπτονομισμάτων και του Blockchain (έτσι άλλωστε τον είχαμε πρωτοσυναντήσει, όταν είχαμε προ τριετίας εγκύψει στην απομαγνητοφώνηση μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας, εκτενέστατης συνέντευξής του με τον Nick Land), αλλά φαίνεται ότι, ύστερα από την επαφή του με το έργο του Land, άρχισε να απομακρύνεται από το μαντρί, σύντομα μάλιστα τον απέπεμψαν και έκτοτε ακολουθεί μοναχική πορεία (φλερτάροντας, καθώς φαίνεται, με ορισμένες όψεις του «NRx» – ομολογουμένως μοιάζει με κουλ συντομογραφία για ένα λιγότερο κουλ φαινόμενο). Αίφνης αχνοφαίνεται ένα οδηγητικό νήμα: το ενδιαφέρον μας για τον Deleuze (δευτερευόντως και για τον Land) δεν είναι κρυφό, ούτε και η ενασχόληση με αλλόκοτες ή καταχωνιασμένες ιδέες και θεωρητικές επεξεργασίες. Είχαμε συμμετάσχει εξάλλου σε μια εκδήλωση με θέμα τους Land και Peterson, οι οποίοι μέχρι τούδε δεν φέρονταν να έχουν την παραμικρή θεωρητική συσχέτιση. Φαίνεται παράξενο λοιπόν που, την αμέσως επόμενη χρονιά, εμφανίστηκε ένα βιβλίο που συγκεράζει αυτές ακριβώς τις διαφορετικές κατευθύνσεις και ανακοινώνει ξεδιάντροπα τη σύγκλισή τους στον «ντελεζοπιτερσονισμό», ως εάν μια τεχνητή νοημοσύνη θέλησε να σκαρώσει φάρσα παράγοντας σε αυτοσχέδια επεξεργασία και μορφοποίηση κειμένου (καθώς μάλλον πρόκειται για αυτοέκδοση, ενώ σε ουκ ολίγες περιπτώσεις τα ούτως ή άλλως σύντομα κεφάλαια του βιβλίου τελειώνουν απότομα ή ενέχουν παροράματα) τη διαβολική προέκταση των ανυποψίαστων περιδιαβάσεών μας στο οικοσύστημα της «ριζοσπαστικής δεξιάς». 

Δίχως άλλες περιστροφές, αναφερόμαστε στο βιβλιαράκι του Justin Murphy, Based Deleuze: The Reactionary Leftism of Gilles Deleuze (Other Life, 2019). Ο ίδιος ο τίτλος προϊδεάζει για τον σκοπό του εγχειρήματος, αφού ο «βασικός Deleuze» είναι πρωτίστως ο «γειωμένος» και απαλλαγμένος από πρότερες εννοήσεις, μ’ άλλα λόγια ο αποσπασμένος από την τεχνική ιδιόλεκτο της πανεπιστημιακής φιλοσοφίας και τις εξεζητημένες ομφαλοσκοπήσεις της French Theory.[1] Πληροφορούμαστε ότι ο Gilles Deleuze, προερχόμενος από ένα συντηρητικό, χριστιανικό υπόβαθρο, αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες που τού παρείχε το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον και η διανοητική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής Γαλλίας. Έτσι, η αναμφίλεκτη συμπόρευσή του με χειραφετικά προτάγματα δεν θα πρέπει να συσκοτίζει την ιδιάζουσα αντιδραστική ποιότητα χαρακτήρα και των έργων του. Αφετηρία του εγχειρήματος αποτελεί η εικόνα του μεσοαστού και όχι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένου Deleuze με το πρώιμο ενδιαφέρον για πτυχές του χριστιανικού μυστικισμού (ενάντια στον δεσπόζοντα τότε νεοθωμισμό), το στωικό έθος και την αριστοκρατική καχυποψία έναντι ορισμένων παραδοσιακών μορφών κοινωνικής διαμαρτυρίας και ακτιβισμού.[2] Με τον όρο «αντιδραστικός» εν προκειμένω εννοείται ότι, και αν ακόμη ο Deleuze δεν είχε καταλήξει «άνθρωπος της Αριστεράς» σε άλλα συμφραζόμενα, είναι περίπου βέβαιο ότι θα εναντιωνόταν στη μαζοποίηση, αφού η σκέψη του έχει έναν ούτως ειπείν ενάντιο σε υφιστάμενες δομές πυρήνα (άρα την καθιστά post factum αφομοιώσιμη από έναν «αντικαθεστωτικό» λόγο την εποχή του «Καθεδρικού γκλομπαλισμού», εντός των θεσμών του οποίου ασφυκτιούν οι νεορεάξοζ). Δεν θα πρέπει να παραβλέπονται επίσης οι βιογραφικοί παράγοντες του ίδιου του συγγραφέα (πρώιμος ερευνητής, λευκός άρρεν διδάκτορας πολιτικών επιστημών που απομακρύνεται από το πανεπιστήμιο και διατηρεί μια πικρόχολη υποτίμηση έναντι του κρίσιμου αυτού πυλώνα του «Καθεδρικού» και της αγελαίας σκέψης), ο οποίος φαίνεται πως θέλει να καρπωθεί τον θόρυβο που έχει προκύψει γύρω από τα ονόματα των Jordan Peterson και Nick Land και να καταλάβει τον χώρο που τού αναλογεί στην νεότευκτη αγορά των ιδεών (και πιο συγκεκριμένα της ζήτησης για ριζοσπαστική –άρα «αντικαθεδρική», δεξιά ή αναρχική– σκέψη).[3] 

Στα ευτελέστερα και πλέον αμφισβητούμενα σημεία του βιβλίου (κατά την ανάγνωση των οποίων κάποιος άλλος ενδεχομένως θα είχε παρατήσει το βιβλίο έμπλεος αγανάκτησης, αλλά εμείς είτε αρκεστήκαμε σε ηχηρά γέλια είτε στην οπτική απεικόνιση ηχηρού σατανικού γέλιου στη σκέψη και μόνο ότι θα διαβάζαμε φωναχτά τα συγκεκριμένα χωρία σε άλλους) συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων: 

α) Η περιγραφή της συνάντησης του Deleuze με τον «καθυστέρα» [sic] Guattari, δηλ. μ’ έναν άνθρωπο που προσπαθούσε μανιωδώς να διαχειριστεί τα προσωπικά και ψυχικά του προβλήματα μέσω της παθιασμένης αφοσίωσης σε διάφορους αγώνες και σκοπούς. Η γνωριμία τους έλαβε χώρα ως ευκαιρία, αφού ο Deleuze είδε στο πρόσωπο του ταλαίπωρου συνεργάτη του κάποιον με τον οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει, αισθανόμενος παράλληλα οίκτο γι’ αυτόν και ασχολούμενος μαζί του στο πλαίσιο μιας οιονεί χριστιανικής ηθικής της ευεργετούσας χάριτος προκειμένου να τον βοηθήσει να ανεύρει την ισορροπία (ή μάλλον μια καταλληλότερη για τον ίδιο ανισορροπία).

β) Επίσης αυθαίρετη ή «τραβηγμένη» φαντάζει, όπως τουλάχιστον πραγματοποιείται, η σύνδεση με το επιστημονικό έργο του Peterson από το Maps of Meaning: The Architecture of Belief (1999) και δώθε, μέσω επιφανειακών κυρίως συσχετίσεων χάρη στην κοινή αναφορά τους στον Jung φερειπείν και σε σχέση με το πρόβλημα των ασύνειδων μηχανισμών που άπτονται της αγνόησης ερεθισμάτων και του σύστοιχου εύρους και βάθους της αντιληπτικής εστίασης (το θέμα της «λανθάνουσας αναστολής»).[4] Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι υπαινικτικές αναφορές του συγγραφέα αναπληρώνονται από τις αλλογενείς σκοπιμότητες και κατευθύνσεις της δικής του σκέψης.

γ) Η συσχέτιση του Deleuze με τη θεωρία της «ανθρώπινης βιοποικιλότητας», η οποία εξετάζει στα σοβαρά την πιθανότητα ύπαρξης έμφυτων πολιτισμικών, ψυχικών, χαρακτηρολογικών, συμπεριφορικών, νοητικών, κτλ., διαφορών αναμεταξύ των διαφορετικών «φυλών», και γενικά απορρίπτεται από τους επιστήμονες ως εκσυγχρονισμένη αναδιατύπωση του δημοφιλούς μέχρι τα μέσα του 20ού αι. «επιστημονικού ρατσισμού». Εν προκειμένω η σύνδεση γίνεται με μια ηπιότερη παραλλαγή της διαβόητης παράδοσης, η οποία «απλώς» διεκδικεί –ενάντια πάντως στην κρατούσα συναίνεση των βιολόγων, γενετιστών, ανθρωπολόγων και ψυχολόγων– τη σχετική αυτοτέλεια της βιολογικής κατηγορίας της φυλής ως συναφούς και θεμιτού εξηγητικού επιπέδου. Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται σαφές από την ανάγνωση ότι η κρίσιμη για τον συγγραφέα διάκριση δεν είναι φυλετικής ή πολιτισμικής υφής ή προέλευσης, αλλά νοητικής, και αφορά τη διαφοροποίηση του ευφυούς και του βραδύνοος (ή «καθυστέρα»), η οποία έχει όμως βιολογικό αποτύπωμα. Τούτη η οιονεί οντολογική αντιπαραβολή μεταξύ αφενός του μίζερου βλάκα, ο οποίος υποκύπτει στην τρέλα ή κρύβεται στη μετριότητα και την αγελαία συμπεριφορά ή και απλώς υφίσταται τη βλακεία του ως φασιστοειδή παρανοϊκή περιχαράκωση, και αφετέρου του δημιουργικού ασκητή, ο οποίος είναι σε θέση να φιλτράρει τις μέγιστες δυνατές πληροφοριακές ροές με τον πλέον εποικοδομητικό τρόπο, αποτελεί τον οδηγητικό μίτο μέσω του οποίου ο Murphy ανασυγκροτεί τα όμορα δίπολα του Deleuze («κύριοι» και «δούλοι», «ενεργές» και «αντενεργές δυνάμεις» [σημειωτέον ότι το «αντιδραστικός» του τίτλου εν προκειμένω εμπίπτει ξεκάθαρα στη μεριά των πρώτων: πρόκειται για «reactionary», όχι «reactive» ή «reactivist»], «σχιζονομάδες» και «παρανοϊκοί», «απεδαφικοποιητικές» και «επανεδαφικοποιημένες ροές ή τάσεις», «μοριακό» και «γραμμομοριακό», κτλ.).

Σ’ έναν θετικότερο τόνο, απαντούν κατά κόρον διασκεδαστικές αναλύσεις της ντελεζιανής μεθερμηνείας της νιτσεϊκής «αιώνιας επιστροφής» και συναφών εννοιών (όπως το «δίχως όργανα σώμα», η «απεδαφικοποίηση», το «δυνητικό», κτλ.), ταγμένων στην υπηρεσία ενός δημιουργικού σχετισμού με την Παράδοση (την οποία ο Murphy ορθώς κατά τ’ άλλα δεν αντιλαμβάνεται με αμιγώς πολιτισμικούς όρους). Δεδομένου ότι η διακηρυκτική επιδίωξη της ριζοσπαστικής καινοτομίας αποτελεί ίσως τον ευκολότερο τρόπο αναπαραγωγής των πλέον αθέατων όψεων και επενεργούντων δομών του υπάρχοντος, ο Murphy φαίνεται να προτείνει ως πολιτική στάση συνεπέστερη με μια ντελεζιανή έμπνευση τον «εισοδισμό» σε παραδοσιακές μορφές ζωής και τον διαστροφικό εμπλουτισμό τους εκ των ένδον. Έτσι, στον βαθμό που διαγράφεται κάποια υπόνοια πολιτικής στρατηγικής, αυτή φαίνεται να αφορά –όπως και στην περίπτωση του Land– την πειρατική ανακατεύθυνση της απανταχού αντιδραστικής νεανικής ριζοσπαστικοποίησης, εφόσον εκεί εντοπίζονται οι προοπτικές μιας τελεσφόρας ρήξης με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.  

Όθεν και η επιμονή στο συμβάν ως δημιουργική και θαρραλέα ανάληψη αυτού που σού έλαχε, εφόσον οτιδήποτε και αν έφερε η ανάγκη ή η τύχη στο διάβα σου, εκτός από παράγοντα περιοριστικό αποτελεί κατ’ αρχήν –και από στρατηγική άποψη πρωτίστως– συνθήκη περαιτέρω δημιουργικότητας και κατάφασης της ζωής. Ενίοτε σ’ όλα αυτά υπάρχει μια γνήσια ντελεζική ηχώ, σαν ψίθυρος τον οποίον ο Murphy προσπαθεί να ενισχύσει μέσω θετικής ανατροφοδότησης, απόσπασης από τα αρχικά συμφραζόμενα και μεταφύτευσής του σε άλλα.

Εν συνόλω, το μικρό αυτό βιβλίο θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα εάν ληφθούν υπόψη οι ακόλουθες παράμετροι: 

α) Δεν αυτοπαρουσιάζεται ως η «πλέον έγκυρη» προσωπογραφία του Deleuze (άλλωστε ένας τέτοιος ισχυρισμός μόνο θυμηδία θα προκαλούσε), αφού ο συγγραφέας έντιμα παραδέχεται ότι οι μελετητές του έργου του θα δυσανασχετήσουν, ενώ οι ρητά εκπεφρασμένες απόψεις του Deleuze για αρκετά ζητήματα τον τοποθετούν πέραν πάσης αμφιβολίας στην αντίπερα όχθη. 

β) Ο Murphy επιδίδεται συχνά στην κουτσομπολίστικη σπέκουλα, επιχειρώντας ψυχοβιογραφικούς αναγωγισμούς, ανέλεγκτες εικασίες και έωλες συσχετίσεις προκειμένου να φιλοτεχνήσει το πορτραίτο του ξελαφρωμένου από τον μεταμοντέρνο προοδευτικό κομφορμισμό Deleuze. 

γ) Αυτό οφείλεται στο ότι αναμενόμενα συμπληρώνει τα κενά με τις δικές του προειλημμένες παραδοχές, οι οποίες άπτονται διαφορετικών συμφραζομένων: η παγκοσμιοποίηση, η μεταδιπολική γεωπολιτική πραγματικότητα (με μακροσκοπική τάση τη φθίνουσα ισχύ της ηγέτιδας υπερδύναμης), η υποχώρηση εναλλακτικών σημείων αναφοράς και χειραφετικών προταγμάτων, ο μαζικοδημοκρατικός χαρακτήρας των δυτικών κοινωνιών, η άνοδος νέων ριζοσπαστικών λαϊκισμών, οι επιταγές της πολιτικής ορθοέπειας, η ανανεωμένη δυναμική των φεμινισμών και εν γένει των κινημάτων για τα δικαιώματα των κάθε λογής μειονοτήτων, η διάχυτη και ετερόκλιτη απογοήτευση από το φιλελεύθερο-προοδευτικό ακαδημαϊκό κατεστημένο των ΗΠΑ, η συνθήκη του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών ευρύτερα, ο πολλαπλασιασμός και η επιτάχυνση ανέλεγκτων ή απρόσκοπτων (οικονομικών, πληροφοριακών και μεταναστευτικών) ροών, η ανάδυση και διασπορά υβριδικών και μεταμορφικών ιδεολογημάτων, όσο και εναλλακτικών υποκουλτούρων και φαινομένων, από χιπστεράδες και προγκρέσσορες πρόθυμους να καταργήσουν τον «νεοφιλελευθερισμό» με διατάγματα ή να ξορκίσουν τελετουργικά την πατριαρχία και τον συστημικό ή δομικό ρατσισμό, μέχρι απόκληρα (θυμωμένα και φοβισμένα συνάμα) σαδμπόιζ της λευκής αρρενωπότητας που εξαγριώνονται από τους προαναφερθέντες χιπστεράδες και προγκρέσσορες ενώ τρέμουν τις αμαζόνες, τους οικολόγους και τη Greta Thunberg, και για κάποιο λόγο φαντάζονται ότι το «προλεταριάτο του 21ου αι.» συνίσταται στην κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων incels, κτλ. 

δ) Δεδομένων των ανωτέρω, η πραγμάτευση του Murphy προδίδει πάντως μια εξοικείωση με το έργο του Deleuze και ένα γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτό. Ο συγγραφέας ξεκίνησε άλλωστε από μια «ντελεζιανή αριστερά», ενώ ακόμη και τώρα δεν λείπουν αμφιθυμίες παρά την εγκατάσταση σ’ ένα ύφος «ντελεζιανής δεξιάς» εμπνευσμένο από τον Land (πρόκειται για τον κατά Benjamin Noys «ντελεζιανό θατσερισμό»),[5] έστω και κατά τα φαινόμενα ηπιότερο. Έτσι φερειπείν η κριτική αναφορά στη θεωρία περί «ανθρώπινης βιοποικιλότητας» συνάδει με τη ρητή εκ μέρους του αποκήρυξη κάθε είδους βιολογικής ή πολιτισμικής ιεράρχησης των ανθρώπων επί τη βάσει κάποιας υποστασιοποιημένης έννοιας της «φυλής». Η εμμονή του Murphy όπως και πολλών άλλων νεοαντιδραστικών είναι με την απρόσκοπτη ανάπτυξη και τη βέλτιστη αξιοποίηση της «νοημοσύνης» πέραν των καθηλωτικών επιταγών και των ασφυκτικών περιορισμών μιας κατά τη γνώμη τους ομοιόμορφης και τυπολατρικής προσήλωσης στην ισότητα. 

ε) Στα καλύτερά του, όταν δηλ. το βιβλίο δεν εκφράζει απλώς τις υποκειμενικές πεποιθήσεις του συγγραφέα ή δεν επιχειρεί σαθρές συνδέσεις με το «γράμμα» των ντελεζικών κειμένων, γίνεται ενδιαφέρον ως μια κατ’ αρχήν θεμιτή, έστω και εξόχως αμφιλεγόμενη, υπόθεση για την εκ νέου ανάγνωσή τους. Όταν δεν καταθέτει απλώς τις «γνώμες» του συγγραφέα, το κείμενο χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και διαλογικό πνεύμα (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει ενίοτε με ορισμένες από τις πλέον εμπεριστατωμένες ακαδημαϊκές ενδιατρίψεις στο έργο του Deleuze). 

στ) Εν κατακλείδι, το άνοιγμα του Murphy στην προοπτική αντιλόγου (εξαιρετικά αμφίβολης πάντως ως προς την ευόδωσή της, αν λάβουμε υπόψη το κοινό στο οποίο μοιάζει πρωτίστως ν’ απευθύνεται, όσο και την επένδυση σε χρόνο και προφανώς σε διάθεση που θ’ απαιτούνταν από κάποιον διαφωνούντα ώστε η απόπειρα ανασκευής εντέλει «ν’ αξίζει τον κόπο»), η αμεσότητα της πραγμάτευσης και ο σκόπιμα σκανδαλιστικός-προβοκατόρικος και αντιδιαισθητικός χαρακτήρας της ερμηνευτικής του υπόθεσης το καθιστούν (σε διαφορετική εκάστοτε δοσολογία) ένα εκνευριστικό, μονότονο και διασκεδαστικό ανάγνωσμα συναρτήσει των δεσμεύσεων και των ευαισθησιών του αναγνώστη.    

Επί της ουσίας τώρα, μολονότι η υπόθεσή του δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική (αν δηλ. εξεταστεί ως κάτι περισσότερο από μια αξίωση ή πρόταση δημιουργικής οικειοποίησης, απευθυνόμενη σ’ ένα νεανικό κοινό που ειδάλλως δεν θα γνώριζε ή και θα σνόμπαρε ακόμα τη θεωρητική παραγωγή του Deleuze, εκλαμβάνοντάς την ως σύμπτωμα της «γαλλικής θολοκουλτούρας» και του επάρατου –και ipso facto αριστερόστροφου– «μεταμοντερνισμού»), η βάση που επιτρέπει αυτή την ελευθερία έγκειται στο απλό γεγονός ότι ο Deleuze δεν γεννήθηκε εξαρχής «άνθρωπος της Αριστεράς», και, στον βαθμό που έγινε, χρειάστηκε να βρει τον «δικό του» τρόπο και δρόμο δίχως τη συνήθη καταβολή κομίστρων στον ηθικισμό. Στα χειρότερά του, το βιβλίο αποτελεί μια άχαρη και αμήχανη ερμηνεία της σκέψης του Deleuze. Στις λιγότερο άστοχες στιγμές του, θα μπορούσε ενδεχομένως ν’ αποτελεί πρόπλασμα μιας εξπρεσιονιστικής ανάκτησης (κατά το πρότυπο των υποδειγματικών ιστορικοφιλοσοφικών μελετών του αυθέντη) μέσω της διαμόρφωσης μιας «γκρίζας» ζώνης μη-διακρισιμότητας, όπου ο Murphy-Deleuze θα κατόρθωνε να βρει τη δική του ζωή. Όμως αυτό θα απαιτούσε την καταβολή περισσότερου μόχθου και συστηματικότερης ενασχόλησης με τα κείμενα, περιλαμβανομένων κάποιων ορόσημων της –κατά κοινή ομολογία χαώδους, διαφοροποιημένης και εξαιρετικά διαθεματικής– δευτερεύουσας βιβλιογραφίας (σ’ ένα ελάχιστο τμήμα της οποίας ο Murphy αναφέρεται ονομαστικά, όπως στις μελέτες των Peter Hallward και Todd May ή το άρθρο των John Protevi και Daniel W. Smith στη SEP). Προσώρας όμως, οι καλοπροαίρετοι αναγνώστες του εν λόγω πονήματος –όσοι εν πάση περιπτώσει είναι διατεθειμένοι να το φυλλομετρήσουν από περιέργεια, δίχως να συγκαταλέγονται εξαρχής στο κοινό του οποίου ο Murphy φιλοδοξεί να καταστεί «πόστερ μπόι»– κατά πάσα πιθανότητα θα αρκεστούν στην εντύπωση ενός σε γενικές γραμμές άνισου, πρόχειρου και ενίοτε ερεθιστικού αναγνώσματος.


---------------------------------------------------

[1]. Ενώ λοιπόν ο όρος έχει τη θετική σημασία της «ειλικρίνειας προς εαυτόν» και της απαλλαγής από τη «δηθενιά», δεν θα ήταν ίσως απρόσφορο να σχετιστεί με τις συμπαραδηλώσεις του «basic». Ομολογούμε ότι μάς έφερε κατά νου –και το μεταφέρουμε όπως το ακούσαμε, δίχως να συμμεριζόμαστε την εκφερόμενη κρίση– την πρώτη φορά που υπέπεσε στην αντίληψή μας η χρησιμοποίηση (με μια μάλλον υποτιμητική χροιά) της συναφούς λέξης στα ελληνικά: «Καλέ, πού πάει η ξανθιά μπουζουκόβια με το μωβ κραγιόν στο γκοθάδικο; Μιλάμε για εντελώς βασικιά!»)

[2]. Για μια φιλοσοφικά εκλεπτυσμένη και επ’ ουδενί «αντιδραστική» ανάπτυξη της συγκεκριμένης παρατήρησης, βλ. τις θαυμάσιες και πολυσυζητημένες μονογραφίες του Alain Badiou και του Peter Hallward, τις οποίες έχουμε εν εκτάσει πραγματευθεί σε άλλη συνάφεια.

[3]. Ίσως είναι χρήσιμη η ακόλουθη παρατήρηση του Σεβαστάκη: «Η νέα αντίδραση γίνεται η ορμή κάποιου να δείξει την αηδία του με το κατεστημένο και τους κώδικές του. Είναι διάθεση για αντιλογία και σκανδαλισμό μέσα από την επιπόλαιη και άνετη χρήση ακραίων ιδεών. Ο πειρασμός που νιώθουν πολλοί να συνταχτούν με τον “κακό”, όποιος και αν είναι ο κακός της συγκυρίας. […] Θα μπορούσε όλο αυτό να είναι απλώς παλινδρόμηση σε έναν παιδισμό της άρνησης. Ένα, κατά βάση, ανδρικό κοινό που απελευθερώνεται από τις “προοδευτικές-ανθρωπιστικές” νόρμες της εποχής. Το να γίνεσαι αντιδραστικός, το να γίνεσαι δηλαδή ανορθόδοξα σούπερ δεξιός σε έναν κόσμο όπου επικρατεί πάντα μια τυπικά προοδευτική και ουμανιστική γλώσσα, γίνεται η νέα ανατρεπτικότητα: ένας αντικομφορμισμός, έστω και αν τα στοιχεία του είναι εθνικιστικά, αντιφεμινιστικά, αντιφιλελεύθερα. Είναι πια τέτοια η κρίση των μετριοπαθών αστικών λόγων, που το ακραίο στρατολογεί αθρόα και από κάθε δυνατό κοινό […] Και αν το 1820 η αντίδραση ήταν η απόρριψη των μεταβολών και η νοσταλγία για τα παλαιά καθεστώτα, τώρα είναι η ανενδοίαστη υποστήριξη όλων των “ανατροπών”. Ας φοβηθούν οι εχθροί και ό,τι ήθελε προκύψει». Βλ. Νικόλας Σεβαστάκης, «Η μαγεία τού να είσαι αντιδραστικός», Lifo, 25.01.2017.

[4]. Δεδομένου ότι, κατά την έμμεση γνωριμία μας με το έργο του Καναδού κλινικού ψυχολόγου, είχαμε επισημάνει τούτη την εκ πρώτης όψεως παρατηρούμενη σύγκλιση στον Μιχάλη Βραζιτούλη, η όποια απόπειρα περαιτέρω θεωρητικοποίησης θα όφειλε να οικοδομήσει όντως τις γέφυρες, όχι να συγχέει την ύπαρξή τους με τα κιάλια που η ίδια χρησιμοποιεί. Ο Murphy αναφέρεται εγκωμιαστικά στη ντελεζική ρήση περί «επερχόμενου κοινού», θεωρώντας ότι παράγει «μειονοτική σκέψη» που προς το παρόν δεν βρίσκει ευήκοα ώτα. Μένει να διαπιστωθεί τι είδους κοινό αξίζει.

[5]. Στον Noys ανήκει και η έμπνευση του διαβόητου όρου «επιταχυντισμός». Πάντως το ερώτημα περί του πόσο ακριβώς «δεξιός» έχει γίνει ο Land μετά το πέρασμά του στην Νεοαντίδραση (αρχικά τουλάχιστον μέσω της σαγήνης και της αποθέωσης της αυτοεπιτεινόμενης καπιταλιστικής δυναμικής, και εν τέλει μέσω της απογοήτευσης επειδή δεν γίνεται κάτι ενδιαφέρον) ουδόλως μάς απασχολεί – ας επιληφθούν επί του θέματος οι καθ’ ύλην αρμόδιοι. Είχαμε αποπειραθεί να εντρυφήσουμε ωστόσο –από μια αδιαπραγμάτευτα φιλοσοφική σκοπιά, η οποία ομολογουμένως δεν είναι για όλα τα γούστα– στα περισσότερο πειραματικά –και οπωσδήποτε περισσότερο ενδιαφέροντα– κείμενά του από τη δεκαετία του ’90, εκεί όπου η εν λόγω μετάβαση κυοφορείται επί μακρόν (επωαζόμενη μάλιστα με αμφίρροπες τάσεις εντός ενός ευρύτερου υπεδάφους κυβερνητικών αναγνώσεων του κοινού έργου των Deleuze και Guattari, οι οποίες δέσποζαν εκείνη την εποχή στο Πανεπιστήμιο του Warwick).