Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

The Boy - Όλοι μιλάνε για τη Σιμόν*




Πέφτει από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου και σκάει στη γυάλινη πέργκολα. Η Σίντι τρομάζει. Κρύβεται στο συρτάρι με τα βρακιά και γουργουρίζει έτσι: «Γγγγρρρρρρ!!!» «Γγγγρρρρρ!!!!!»

Μια φορά, ενώ τρώγαμε ομελέτα με σπαράγγια, η Σιμόν έκλεισε τα μάτια και μου είπε: «Κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια μας, γεννάμε μυστικά».

Σκέφτηκα τη γάτα της. Γύρισα αλαφιασμένη και είπα: «Υπάρχει κάποιος που να ταΐζει τη Σίντι; Τρώει μόνο ξηρά τροφή για στειρωμένες γάτες μέχρι εφτά ετών».

Με ρώτησαν αν ήξερα για το οικογενειακό της περιβάλλον· αν οι γονείς της τής τηλεφωνούσαν συχνά, αν τη χαρτζιλικώνανε στις δυσκολίες, αν την αγαπούσαν…

Θυμάμαι, κοίταξα το ρολόι πάνω από τις βιντεοκασέτες και έδειχνε 08.45. Έπρεπε να πάει να συναντήσει τους γονείς της κι είχαν ιδρώσει οι παλάμες της. Μ’ έπιασε απ’ το σβέρκο και με πίεσε ελαφρά. Εγώ δεν είχα φάει τίποτα απ’ το πρωί και λιποθύμησα.

Μου είπε: «Λες να με σκοτώσουν αν μάθουν ότι είμαι λυπημένη;» Της είπα: «Μην αγχώνεσαι: θα περάσει κι αυτό».

Όσο ήμουν αναίσθητη, μου έγλειφε τα χείλη. Το κατάλαβα γιατί, όταν ξύπνησα, είχε ξεβάψει το κραγιόν μου. 

Το ημερολόγιό της: Ζωγραφιές με βυζιά. Τα ψώνια της εβδομάδας. Τελευταίες αναρτήσεις: «26 Αυγούστου. Τις Κυριακές δεν τις προσπαθώ καν. Πλέκομαι γύρω απ’ τα πόδια σου. 29 Αυγούστου: Κάποιος μου είπε ότι είμαι διάφανη».

«Εκεί που γνωριστήκαμε... Το τριάρι που συζήσαμε για έναν χρόνο... Τις βόλτες μας... Εκείνο το βράδυ που χάσαμε μεθυσμένες τον δρόμο… Εκεί που σε κέρασα βάφλες με παγωτό βανίλια…»

Ήταν όλη καλυμμένη με γάζες, εκτός από τα μάτια και το στόμα. Τα δόντια της είχαν σπάσει. Το στόμα της ήταν άδειο, ήταν σκοτεινό.

Στην κηδεία: Γιατί δεν ακούγονται το εκκλησιά της [sic?] απ’ τα ηχεία; Το σώμα της είναι σαν να το έχουν αντικαταστήσει μ’ ένα κέρινο ομοίωμα.

Θα σου πω κάτι: Τα μάτια πίσω από τις γάζες δεν νομίζω πως ήταν τα δικά της.

Την είχαν σκεπάσει μ’ ένα σεντόνι. Είδα όμως τα πόδια της με τα ξεβαμμένα κόκκινα all-star να πηγαίνουν πέρα δώθε. Δεν είδα το πρόσωπό της. Μπορεί να μην ήταν η Σιμόν.

Το δωμάτιο ήταν γεμάτο με ραβασάκια. Η αστυνομία νόμιζε ότι ήταν γράμματα αυτοκτονίας. 
Ένα έγραφε: «Γεμίζω τη μπανιέρα ζεστό φόβο και μπαίνω μέσα».

Θέλω να σου πω το μυστικό της Σιμόν. Το μυστικό τη σκότωσε γι’ αυτό [γιατί το;] κράτησε μέσα της, και τώρα θέλει να σκοτώσει και μένα. Θα σ’ το πω για να βγει από μέσα μου, αλλά μη φοβάσαι… Θα πω τις λέξεις ανακατεμμένες κι έτσι δεν θα καταλάβεις τίποτα:

ήμουν 
είδα 
μου 
με 
πρόσωπο 
τρομαγμένος 
είχε 
έσταζε 
και 
μπράτσο 
μάτια 
όταν πια 
μέσα μου 
θάνατο 
μικρή 
πατέρα 
τον 
κοιτάει 
κόκκινο 
από 
έκλεισε. 

Τέλη Σεπτέμβρη, κάπου στους Αμπελόκηπους. Έχουν αφήσει τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή για να κάνει ρεύμα. Η Σίντι πηδάει στην απέναντι βελανιδιά και κατεβαίνει στον δρόμο. Περνάει το Ζάππειο και μπαίνει στη λεωφόρο Συγγρού. Τα αυτοκίνητα στριγγλίζουν. «Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, Σίντι!» ακούει τη φωνή της Σιμόν στο μυαλό της. Φτάνει στη θάλασσα. Είναι η πρώτη φορά που τη βλέπει. Κάθεται για ώρες στην άμμο, κοιτώντας βαθιά το μπλε.

--------------------------------
* Εις μνήμην Simone Choule