Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Θεαματικές προσομοιώσεις νοήματος



 της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη*


Εξήντα χρόνια μετά την α΄ γαλλική έκδοσή της (1969), κυκλοφόρησε η Λογική του νοήματος του Ζιλ Ντελέζ, με εξαιρετικά προσεγμένη μετάφραση στα ελληνικά του Κων. Μπουντά, με δική του Εισαγωγή και Επίμετρο.** Η έκδοση περιλαμβάνει παράρτημα με άρθρα του Ζ. Ντ., μεταξύ των οποίων, το «Lucrèce et le naturalisme» (1961) και το «Renverser le platonisme» (1967) που προηγήθηκαν της «Λογικής του νοήματος», και τα οποία ο Ελληνας αναγνώστης ενδείκνυται να διαβάσει με τη χρονολογική σειρά της δημοσίευσής τους, πριν προχωρήσει στην ανάγνωση του κειμένου. Θα έχει, έτσι, εικόνα της προεργασίας που απαίτησε η συγγραφή αυτού του μεγαλεπήβολου έργου όσον αφορά τον προβληματισμό του και τον τρόπο με τον οποίο εκτίθεται ώστε να αποδώσει τη δυναμική της επικείμενης, τότε ακόμη, μεταμοντέρνας κατάστασης, με διάμεσο την οποία, μισόν αιώνα μετά τον θάνατο του Ζ. Ντ., οδηγηθήκαμε στο μη νόημα του σημερινού χαόκοσμου.

Προσδίδοντας στον στατικό δομισμό γενετικό χαρακτήρα μέσω ποικίλων μορφών ελεγχόμενου ή άμετρου γίγνεσθαι, ο Ζ. Ντ. εισέρχεται στη χορεία φιλοσόφων της προτίμησής του, που κατορθώνουν να αρθούν, μέσω των ιδεών της, πέραν της Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Εχοντας στη σκευή του, εκτός από τις σημαντικές φιλοσοφικές του μελέτες, θησαυρούς της λογοτεχνίας, το 1968, σε ένα σημείο-καμπή στη φιλοσοφική του σταδιοδρομία, φιλοσοφεί με οδηγό μυθιστορήματα που μπόρεσαν να καθρεφτίσουν τη λαβυρινθώδη πολυπλοκότητα μιας πραγματικότητας που γεννούν, αναπαράγουν ή μεταλλάσσουν συμπλοκές δυνάμεων της Φύσης και της Ιστορίας.

Στις τριάντα τέσσερις ενότητες/σειρές του έργου, ο συγγραφέας καταγράφει τη λογική θεαματικών ομοιωμάτων νοήματος που αναπτύσσει ο σύγχρονος κόσμος, με την παρέμβαση του νοείν στη σχέση της γλώσσας με τα πράγματα. Τα ομοιώματα νοήματος καταχωρούνται σε κινούμενες, συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες σειρές σημείων που αποδίδουν την κινητικότητα σωμάτων και ασωμάτων της συγκεκριμένης πραγματικότητας, ως αποτέλεσμα των διαφορικών σχέσεών τους, μέσα στην Ιστορία.

Αυτές οι σειρές ομοιωμάτων νοήματος με τη ζεύξη ή διάζευξή τους εξηγούν τον διαφορικό, γενετικό και μεταπλαστικό χαρακτήρα ιστορικο-κοινωνικών, ψυχικών και πολιτικών δομών.

Η σύγκλιση ή απόκλιση των σειρών διαδραματίζεται σε συμβάντα που ρίχνουν φως στις παραδοξότητες, στην α-νοησία ή στο παράλογο που παράγουν άκαιρες ή άστοχες απόπειρες του νοείν να προσδώσει νόημα στην αναφορά, στην εκδήλωση και στη σημασιοδότηση του πραγματικού που αναλαμβάνει η γλώσσα.

Αντιδρώντας στη γλωσσική στροφή των αναλυτικών φιλοσόφων που απέβαλε το νοείν από την επικράτεια της γλώσσας, με αποτέλεσμα η τάξη του λόγου, διά της γραφής, να ηγεμονεύει στα πράγματα, ο Ζιλ Ντελέζ, με μιαν αποφασιστική αιφνίδια κίνηση, που τη χρωστά στα θησαυρίσματα από τις γόνιμες έρευνές του της Ιστορίας της Φιλοσοφίας, ξαναβάζει το νοείν στις συμπλοκές γλώσσας και πραγματικότητας.

Με εξαίρεση την πολυσέλιδη αναφορά στον Λακάν, τα δυο άρθρα για τον Λουκρήτιο και τον Πλάτωνα προϊδεάζουν για το οντο-γνωσιο-λογικό υπόβαθρο του εγχειρήματός του να φωτίσει τη λογική διαδικασιών νοηματοδότησης της σχέσης του λέγειν με το είναι. Με τη διαφορά ότι μετά τον Μάη του ’68, θέλοντας να καλύψει το κενό μιας κοσμικής ηθικής που άφησε απλήρωτο η χριστιανική ηθική, ο Ζ. Ντ. ζητά να αλλάξει τη νοηματοδότηση της φύσης, του λόγου και της ηθικής της Επικούρειας όσο και της Πλατωνικής Σχολής, καταφεύγοντας σε μια τρίτη λύση πέραν του δίπολου που σχημάτισαν νοησιαρχία και νατουραλισμός, στη διαχρονική τους εξέλιξη σε ιδεαλισμό και υλισμό.

Ακολουθώντας τη χεγκελιανή σύνδεση της ηθικής με το δυνατόν και όχι με το δέον είναι, ο Ζ. Ντ. συνάγει τη διαφορικότητα του νοήματος κατ’ αναλογίαν με τη διαφορικότητα της φύσης. Το νόημα διαφοροποιείται αναλόγως του είδους της σκέψης που τό παράγει και, με τη σειρά του, διαφοροποιεί τις πολλαπλές σειρές ζεύξης ή διάζευξης του λέγειν με καταστάσεις και πράγματα, καθώς παρεμβαίνει σαν σφήνα ή σαν έκλαμψη στο ακρότατο σύνορό τους. Από την οριακή αυτή θέση, το νοείν, μέσω της σχέσης του με τα πράγματα, συμπληρώνει την αναφορικότητα, την εκδήλωση και τη σημασιοδότηση του πραγματικού που επιτελεί η γλώσσα, με τη νοηματοδότηση που δίνει λόγο και κατεύθυνση (ού ένεκεν και προς τί) στην τρέχουσα πραγματικότητα.

Ο όρος «νόημα» αποδίδει εύστοχα το γαλλικό sense και την άλλη σημασία του της κατεύθυνσης, με την οποία τό χρησιμοποιεί ο Ζ. Ντ., βάσει της ρήσης της σοφής γάτας του Λ. Κάρολ: «Αν δεν ξέρεις πού θέλεις να πας, δεν έχει σημασία ποιον δρόμο θα επιλέξεις».

Αντικαθιστώντας τη χεγκελιανή αρχή της αντίθεσης (μέγιστης διαφοράς) με την ετερότητα, ο Ζ. Ντ. αποσυνδέει τα συμβάντα της προσομοίωσης νοημάτων από την ορθή κρίση της αναστοχαστικής σκέψης, ακυρώνοντας, έτσι, την άρνηση με την οποία η διαλεκτική μέθοδος υπερβαίνει τις αντιθέσεις. Στρέφεται, έτσι, στον επικούρειο Λουκρήτιο, για τον οποίο, το νόημα/κατεύθυνση δεν είναι νομοτελειακά καθορισμένο ή απροσδιόριστο ούτε τυχαίο. Απλώς συνυφαίνεται με την εμμενή ετερογένεια των αισθητών και, κατ’ αναλογία, και των νοητών που κρύβουν πίσω τους.

Ενα άλλο στοιχείο χάριν του οποίου ο Ζ. Ντ. αντέτασσε στη χεγκελιανή μεθερμηνεία του πλατωνισμού, κατά πώς ήθελαν οι καιροί, τον επικούρειο νατουραλισμό, ήταν το κλινάμενον. Σε αντίθεση με τον γαλλικό υλισμό του 18ου αι. που υπόκειτο στην καρτεσιανή αρχή της ομοιογένειας, η επικούρεια κίνηση των ατόμων ήταν συνυφασμένη με το κλινάμενον: την αιφνίδια αλλαγή κατεύθυνσης που προκαλεί η σύγκρουση ατόμων ή σωμάτων. Αυτή η παρέγκλιση ‒εμμενής ιδιομορφία της ύλης‒ είναι γέννημα της διαφορικότητας μιας απειρίας ατόμων κινούμενων σε ένα εξίσου άπειρο κενό.

Με το κλινάμενον που διασφαλίζει τη δημιουργία καινοφανών μορφών και με οδηγό την κοσμική ηθική του ζην ηδέως, ο Ζ. Ντ,. με ένα άλμα από τη νευτωνική φυσική στη μικροφυσική των κβάντα, αναλύει το συντεταγμένο ή άμετρο γίγνεσθαι που δεν είναι αποτέλεσμα μιας θείας ζαριάς. Καθώς, όμως, το «ζην ηδέως» χρειάζεται θεωρητικο-πρακτικά στηρίγματα που αναδεικνύουν τη συνθετότητα του προτάγματος, συνυφαίνει την ηδονή με την οδύνη και το άλγος ψυχής που, εμποδίζοντας την εκπλήρωση της επιθυμίας, με ψευδαισθήσεις, χίμαιρες, φαντάσματα, φόβο θανάτου, τήν εντείνουν. Οι αντικατοπτρισμοί ή προσομοιώσεις τους στην επιφάνεια μιας εικονικής, δυνάμει δήθεν πραγματικότητας υπό τον λουκρήτειο όρο «ομοιώματα», καταργούν τα ύψη και βάθη που μάς αποκάλυπταν εικόνες/αντίγραφα ενός αρμονικού ή ενός καλύτερου [κόσμου] που θεολογία και δογματική μεταφυσική απέδιδαν στον θεό, ενώ οι κοσμικές μεθερμηνείες του πλατωνισμού στον ανθρώπινο νου και στην πάλη του ανθρώπου με τα εμπόδια.

Κι ενώ φαίνεται ότι ο Ζ. Ντ. ανατρέπει τον πλατωνισμό, αντιπαραθέτοντάς του έναν υπερβατολογικό εμπειρισμό, στην πραγματικότητα, μετακινούμενος από τον Λουκρήτιο στον Νίτσε, ακολουθεί τη διαδρομή του τελευταίου, όταν στην ύστερη περίοδο του έργου του αναζήτησε έναν κόσμο πέραν του καλού και του κακού, στα ίχνη των ώριμων πλατωνικών διαλόγων που νοηματοδοτούν το πραγματικό, με αντίγραφα ενός αληθινού κόσμου νοητών και αισθητών, ίδιου και άλλου, ταυτότητας και διαφοράς.

Καθώς έδειξε ότι τα ομοιώματα/εφέ νοήματος είναι θεαματικά αντίγραφα του κενού, μάς θυμίζει ότι το νόημα συνδέεται με μιαν άλλη κατεύθυνση θεωρίας/πράξης, διαφορετική από αυτήν που ακολούθησε ο σημερινός χαόκοσμος στο μη νόημά του.

---------------------------------------------

* Ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας, συγγραφέας.

** Gilles Deleuze, Λογική του νοήματος, εισαγωγή: Philippe Mengue, εισαγωγή - μετάφραση - επίμετρο: Κωνσταντίνος Β. Μπουντάς (Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές, 2021).


Πηγή Εφημερίδα των Συντακτών