Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

Βίκυ Ιακώβου - Ουτοπία και χειραφέτηση. Αμπενσούρ, Ρικέρ, Μπλοχ, Μπένγιαμιν*




Νομίζετε ότι ο ορίζοντας είναι τα όρια του κόσμου.

 - Πιερ Λερού


Στη συμβολή του στην ιστορία της έννοιας της χειραφέτησης, ο ιστορικός των εννοιών Ράινχαρτ Κοζέλλεκ (Reinhart Koselleck) υπογραμμίζει πως οι απαρχές της βρίσκονται στο ρωμαϊκό δίκαιο, όπου σήμαινε «τη νομική πράξη διά της οποίας ένας paterfamilias μπορούσε να ελευθερώσει τον υιό του από την πατρική εξουσία».[i] Το αρχικό αυτό νόημα συνόδευσε την έννοια, παρά τις αλλαγές που υπέστη, τουλάχιστον μέχρι τον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Κοζέλλεκ, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant), στη σύντομη όσο και περιεκτική «Απάντηση στο ερώτημα: “Τι είναι Διαφωτισμός;”», αποφεύγει τη χρήση του όρου, καθώς έχει επίγνωση της νομικής του προέλευσης όπως και του γεγονότος ότι υπονοεί μια άνωθεν κίνηση την οποία ο ίδιος θέλει να αποκλείσει από την εννόηση του Διαφωτισμού. Παρά τις προειδοποιήσεις που φαίνεται να προκύπτουν από αυτή την ιστορία, θα ξεκινήσω με μια σύντομη αναφορά στο καντιανό δοκίμιο, όχι μόνο επειδή θεωρείται εμβληματικό της νεωτερικής προβληματικής της χειραφέτησης (κάτι που και ο Κοζέλλεκ το αναγνωρίζει), αλλά και για ορισμένους επιπλέον λόγους, που ελπίζω ότι θα καταστούν αμέσως φανεροί.


Ο Καντ ορίζει τον Διαφωτισμό ως την «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία φταίει ο ίδιος».[ii] Παρουσιάζει ως συνθήκη δυνατότητας για αυτή την έξοδο την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας, όπου οι άνθρωποι έχουν και ασκούν την ελευθερία να συζητούν και να κρίνουν πολιτικά και άλλα ζητήματα της εποχής τους. Αυτή η «δημόσια χρήση της έλλογης δύναμης»,[iii] την οποία ο Καντ αντιδιαστέλλει από την ιδιωτική χρήση αντιστρέφοντας την κυρίαρχη στην εποχή του, νομική κυρίως, νοηματοδότηση των αντίστοιχων επιθετικών προσδιορισμών,[iv] είναι ο μόνος τρόπος για να διαρραγεί η παγιωμένη ως «σχεδόν δεύτερη φύση»[v] κατάσταση κηδεμονίας – στην οποία, βεβαίως, ο φιλόσοφος αναγνωρίζει ότι συμβάλλουν και οι ίδιοι οι κηδεμόνες.

Δύο αιώνες αργότερα, το 1984, ο Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault), που δεν ήταν γνωστός ως υπέρμαχος του Διαφωτισμού, αλλά μάλλον θεωρούνταν αντίπαλός του (ή, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπιζόταν ως κριτικός του), πρόσφερε, σε δύο συναφείς μεταξύ τους δημοσιεύσεις,[vi] μια ερμηνεία του καντιανού δοκιμίου. Η ερμηνεία αυτή αποτελεί επίσης μια αυτοερμηνεία, μια έκθεση του τρόπου με τον οποίο ο Γάλλος φιλόσοφος –ή ιστορικός των συστημάτων σκέψης, σύμφωνα με τον τίτλο της θέσης του στο Κολέγιο της Γαλλίας– κατανοεί το δικό του θεωρητικό εγχείρημα, όπως και του τρόπου με τον οποίο θα ήθελε να το κατανοούν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριές του. Ο Φουκώ υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο Καντ εστιάζει την προσοχή του μάλλον στην κίνηση εξόδου από τη συνθήκη εξάρτησης παρά στην κατάσταση στην οποία η εν λόγω κίνηση θα μπορούσε ή θα έπρεπε να οδηγήσει. Έπειτα, και αφού έχει προτείνει την «υπόθεση […] ότι το μικρό αυτό κείμενο [του Καντ] βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο στο σταυροδρόμι του κριτικού στοχασμού και του στοχασμού πάνω στην ιστορία»,[vii] ο Φουκώ ακολουθεί αυτή την υπόθεση για να επικαιροποιήσει το καντιανό σχέδιο μεταφράζοντάς τη διαφωτιστική, κριτική στάση σε αυτό που αποκαλεί «κριτική» ή «ιστορική οντολογία του εαυτού μας».[viii] Παρουσιάζοντας σε τι αυτή συνίσταται, διευκρινίζει πως «πρέπει να απομακρυνθεί απ’ όλα τα σχέδια που ισχυρίζονται ότι είναι καθολικά ή ριζοσπαστικά». Και προσθέτει: «Πράγματι, γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι η προσπάθεια να ξεφύγουμε από το σύστημα της σύγχρονης πραγματικότητας έτσι ώστε να παραγάγουμε ολικά προγράμματα μιας άλλης κοινωνίας, ενός άλλου τρόπου σκέπτεσθαι, μιας άλλης κουλτούρας, μιας άλλης θέασης του κόσμου, έχει οδηγήσει μόνον στην επαναφορά των πλέον επικίνδυνων παραδόσεων».[ix] Η λέξη «ουτοπία» απουσιάζει από τις γραμμές αυτές. Είναι εντούτοις παρούσα ανάμεσά τους: η επανάληψη του «μιας άλλης» όπως και η αναφορά στα σχέδια που αφορούν όλες τις όψεις του βίου μπορούν να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν σε αυτήν. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Φουκώ νοεί τον Διαφωτισμό, συνεπώς τη χειραφέτηση ή, τουλάχιστον, τη χειραφετική κριτική, ως το άλλο της ουτοπίας. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως για εκείνον η κριτική δεν μπορεί να είναι χειραφετική παρά μόνο υπό τον όρο ότι έχει αποδεσμευτεί από την ουτοπία, στο μέτρο που η τελευταία υποσκάπτει την ίδια τη διαδικασία της πρώτης.[x]

Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Φουκώ, οι Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) και Φελίξ Γκουατταρί (Félix Guattari), στο πλαίσιο μια διαφορετικής ερωτηματοθεσίας, από την οποία ωστόσο δεν απουσιάζουν στοιχεία σύγκλισης με τη φουκωική, υποστηρίζουν ότι η ουτοπία, που ετυμολογικά δηλώνει την «απόλυτη απεδαφικοποίηση»,[xi] είναι εκείνη που κάνει τη φιλοσοφία να συνδεθεί κριτικά με την εποχή της και την καθιστά πολιτική φιλοσοφία. Επιπλέον, αφού απορρίπτουν ως άνευ ουσίας τη μαρξιστική διάκριση μεταξύ ουτοπικού και επιστημονικού σοσιαλισμού, υποστηρίζουν πως μακράν πιο ενδιαφέρον και εύστοχο είναι να αναρωτηθεί κανείς για τους διαφορετικούς τύπους ουτοπίας, για παράδειγμα, εάν μια ουτοπία αναφέρεται σε μια υπερβατικότητα και τείνει προς τον αυταρχισμό ή εάν παραμένει στο πεδίο της εμμένειας και είναι ελευθεριακή. Κι όμως, παρά αυτή τη σχεδόν απερίφραστη αποδοχή και οικειοποίηση του όρου, οι Ντελέζ και Γκουατταρί κλείνουν τη σχετική παράγραφο ανοίγοντας μια παρένθεση: «(ίσως μολαταύτα η ουτοπία να μην είναι η καλύτερη λέξη, λόγω του ακρωτηριασμένου νοήματος που της έχει αποδώσει η [κοινή] γνώμη)».[xii] Αν και εντός παρενθέσεων, η υπαναχώρηση ως προς την αρχική οικειοποίηση του όρου είναι φανερή. Ασαφή, καθότι αδιευκρίνιστα, παραμένουν τα περί κολοβού νοήματος και (κοινής) γνώμης. Μπορεί να υποτεθεί πως οι συγγραφείς υπονοούν μια σειρά από διαφορετικά στοιχεία, που όμως συμβάλλουν στην περιστολή του νοήματος της λέξης: την απόδοση στην ουτοπία του χαρακτήρα του χιμαιρικού, του δίχως σχέση με την πραγματικότητα ή, από την άλλη, τη σύνδεσή της με τον σταλινικό ολοκληρωτισμό και τα γκουλάγκ –μάλλον διαδεδομένη την εποχή εκείνη στη Γαλλία– ή, τέλος, την απόρριψή της στην προϊστορία της μαρξιστικής επιστήμης.

Η υπαναχώρηση των Ντελέζ και Γκουατταρί, που μοιάζει να οφείλεται σε κάτι πολύ πέραν της σφαίρας επιρροής τους –πώς να αλλάξουν ένας φιλόσοφος και ένας ψυχαναλυτής ένα κυρίαρχο νόημα και μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα;–, κρατά ένα στοιχείο επιφύλαξης για την ορθότητά της, χάρη στο «ίσως» με το οποίο την εισάγουν. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ζακ Ντερριντά (Jacques Derrida) δεν είναι καθόλου διστακτικός. Κάθε άλλο. Απαντώντας σε ερμηνείες και κριτικές που δέχτηκε για το βιβλίο του Φαντάσματα του Μαρξ, συγκεκριμένα στην εκ μέρους του Φρέντρικ Τζέιμσον (Fredric Jameson) χρήση των όρων «ουτοπία» και «ουτοπισμός» για να χαρακτηρίσει το εγχείρημά του στο βιβλίο αυτό, διακρίνει εμφατικά –τόσο ώστε να επαναλαμβάνει και να υπογραμμίζει τις διατυπώσεις του– την ουτοπία και το πνεύμα της από τη μεσσιανικότητα άνευ μεσσιανισμού, την οποία ο ίδιος, ως αναγνώστης, ερμηνευτής και αποδομιστής κληρονόμος του Μαρξ, προασπίζεται. […] Ο Ντερριντά φαίνεται να θεωρεί την ουτοπία ως κάτι που αφήνει τα πράγματα να συνεχίσουν να κυλούν ως έχουν, διότι δεν σχετίζεται με την πράξη, αλλά μάλλον ωθεί στην απόδραση από το παρόν, για παράδειγμα μέσω της αναμονής ενός μέλλοντος το οποίο θεωρείται σίγουρο πως θα έρθει. Και, όπως στην περίπτωση των Ντελέζ και Γκουατταρί, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα και ένα κυρίαρχο νόημα, τόσο κυρίαρχο που δεν χρειάζεται καν να διευκρινιστεί, φαίνεται πως διαδραματίζουν κάποιον ρόλο σε τούτη την επιμονή ή, ορθότερα, εμμονή του Ντερριντά να διακρίνει την ουτοπία από την κίνηση χειραφέτησης – διότι για τη μεσσιανικότητα άνευ μεσσιανισμού διεκδικεί και μια τέτοια κίνηση.

Οι προαναφερθέντες φιλόσοφοι δεν είναι οι μόνοι που διαχώρισαν τα εγχειρήματά τους από την ουτοπία. Ένας τέτοιος διαχωρισμός, συνοδευόμενος από πολύ πιο σαφείς και ανεπτυγμένες επιχειρηματολογίες, είχε προηγηθεί από άλλες πλευρές, στο πλαίσιο διαφορετικών φιλοσοφικών παραδόσεων και πολιτικών προσανατολισμών. Ήδη από τη δεκαετία του 1940, ένας άλλος κριτικός κληρονόμος του Καντ, ο Καρλ Πόππερ (Karl Popper), υποστήριζε πως η ουτοπία, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα και φτάνοντας μέχρι τον Καρλ Μαρξ (Karl Marx), φέρει τα σπέρματα μιας κλειστής, ακόμη και ολοκληρωτικής κοινωνίας. Καθότι στον ουτοπισμό ενέχεται η ιδέα ότι η κοινωνία είναι ένα είδος καμβά που πρέπει να καθαριστεί εντελώς για να ζωγραφίσει κανείς εκ νέου πάνω του, οδηγεί αναπόφευκτα στη βία.[xiii] Με άλλα λόγια, το ουτοπικό εγχείρημα δίνει προτεραιότητα στην πραγμάτωση ενός εκ των προτέρων καθορισμένου κοινωνικοπολιτικού μοντέλου που νοείται ως σκοπός της ιστορίας, κάτι που συνεπάγεται πως για τον τρόπο αυτόν σκέψης ο «ανθρώπινος παράγοντας»[xiv] δεν αποτελεί παρά υλικό προς διάπλαση και πλήρη (ανα)διαμόρφωση έτσι ώστε να πραγματωθεί το μοντέλο. Γι’ αυτό και το πρόβλημα της ουτοπίας, της οποίας η «ελκυστικότητα προκύπτει από την αποτυχία μας να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να φτιάξουμε τον παράδεισο επί γης»,[xv] συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα «μιας υγιούς στάσης απέναντι στην ίδια μας την ύπαρξη και στους περιορισμούς της».[xvi] […]

Συναφείς με του Πόππερ απορρίψεις της ουτοπίας απαντούν και στο έργο άλλων, περισσότερο ή λιγότερο γνωστών, στοχαστών. Ο Αϊζάια Μπερλίν (Isaiah Berlin), παρά την κάπως διαφορετική του προσέγγιση, που λαμβάνει πιο πολύ υπόψη τα ουτοπικά σχεδιάσματα, υποστηρίζει ότι «οι ουτοπίες έχουν την αξία τους –τίποτε δεν διευρύνει τους φαντασιακούς ορίζοντες των ανθρώπινων δυνατοτήτων–, αλλά ως οδηγοί συμπεριφοράς ενδέχεται να αποδειχτούν μοιραίες», για να προσθέσει ότι η ιδέα της οριστικής λύσης του ζητήματος της ανθρώπινης συμβίωσης δεν είναι μόνο λογικά ανυπόστατη, αλλά και πρακτικά επικίνδυνη, διότι επιφέρει βία, στον βαθμό που συναρτάται κατ’ ανάγκη με τη στάση εκείνη για την οποία «κανένα τίμημα δεν είναι αρκετά υψηλό προκειμένου να επιτευχθεί» η εν λόγω λύση.[xvii] […] Για έναν άλλον επικριτή, τον ιστορικό Γιάκομπ Λ. Τάλμον (Jacob L. Talmon), […] ο «ουτοπισμός θέτει έναν οριστικό σκοπό ή προκαθορισμένο φινάλε στην ιστορία, για την επίτευξη του οποίου χρειάζεται να αναπλαστούν και να αναμορφωθούν όλες οι όψεις της ζωής και της κοινωνίας σύμφωνα με κάποια ρητή και σαφή αρχή. […]».[xviii] Σύμφωνα με τον Τάλμον, οι απαρχές του νεωτερικού ουτοπισμού, που διακρίνεται από τα προγενέστερα ουτοπικά σχεδιάσματα κατά το ότι συνδέεται με την πρακτική πολιτική, ανευρίσκονται στον Διαφωτισμό και συναρτώνται άμεσα με την υποχώρηση της «πίστης στη θεωρία του προπατορικού αμαρτήματος».[xix] Ο Τζωρτζ Κέιτεμπ (George Kateb), μολονότι προτείνει μια θεώρηση της ουτοπίας αναμφίβολα πιο θετική και με περισσότερες αποχρώσεις, προσθέτει συνάμα στις παραπάνω μομφές μια γλαφυρή πινελιά: «ο ουτοπικός στοχασμός κυριαρχείται από μια “λύσσα για τάξη”. Μια ισχυρή ουτοπική ώθηση είναι να λυτρωθεί όσο το δυνατόν ο κόσμος από τη σύγχυση και την αταξία του. Η ουτοπία είναι όνειρο για τάξη, για ησυχία και γαλήνη».[xx]

Αν ο Κέιτεμπ υπαινίσσεται πως η ουτοπία ενδέχεται να αποβλέπει σε μια συνθήκη παρόμοια με του νεκροταφείου, ένας έτερος θεωρητικός, του δικαίου αυτή τη φορά και του οποίου ο στοχασμός δεν προσανατολίζεται ούτε στη χειραφέτηση ούτε στην ελευθερία αλλά εντούτοις αξίζει να αναφερθεί εδώ, επίσης εντοπίζει μια συνάφεια της ουτοπίας με τον θάνατο, την ίδια στιγμή που υποστηρίζει πως η ουτοπία και η τάξη αλληλοαποκλείονται. Πρόκειται για τον Καρλ Σμιτ (Carl Schmitt), που συνδέει εσωτερικά τον νεωτερικό ουτοπικό στοχασμό με τον μηδενισμό, καθότι ανιχνεύει στον πυρήνα του, και από τις απαρχές του, μια κίνηση εκτόπισης (Entortung).[xxi] […]

Όπως ενδεχομένως φάνηκε από τη σύντομη παράθεση της προσέγγισης του Πόππερ, θεωρεί τον Μαρξ κατεξοχήν παράδειγμα νεωτερικού ουτοπικού στοχαστή.[xxii] Η κριτική στην ουτοπία με το επιχείρημα ότι είναι ολοκληρωτική ή ότι οδηγεί (σχεδόν) αναπόδραστα στον ολοκληρωτισμό ταυτίζει την ουτοπία με τον μαρξισμό, υποστηρίζοντας συνάμα ότι ο σταλινικός ολοκληρωτισμός είναι γνήσιο τέκνο της θεωρίας του Μαρξ. Παρόμοιο σκεπτικό ακολουθούν και άλλοι από τους προαναφερθέντες, όχι μόνο ο Τάλμον αλλά και ο Σμιτ, για τον οποίο τόσο η μαρξική σκέψη όσο και ο μαρξισμός μετέχουν της μηδενιστικής ουτοπικής λογικής.[xxiii] Ανακύπτει έτσι ένα παράδοξο: χαρακτηρίζεται ουτοπιστής εκείνος στον οποίο η παράδοση που τον επικαλείται, δηλαδή η μαρξιστική, αποδίδει τα εύσημα για το ότι ξεπέρασε την ουτοπία και θεμελίωσε επιστημονικά την αναγκαιότητα της έλευσης μιας κοινωνίας χωρίς σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. […]

Φαίνεται, λοιπόν, πως η εναντίωση στην ουτοπία τέμνει τις φιλοσοφικές και πολιτικές διαχωριστικές γραμμές. Είναι σαν η ουτοπία να αποτελεί εκείνο το πράγμα του οποίου η απώθηση διαμορφώνει το έδαφος όπου συναντιούνται –ενίοτε μάλιστα με επιχειρήματα (παρ)όμοια ή τουλάχιστον όχι τόσο διαφορετικά ώστε να αλληλοαποκλείονται– ο φιλελεύθερος, ο υπερσυντηρητικός υπέρμαχος του ναζιστικού καθεστώτος, ο μαρξιστής, ο καντιανός, ο εισηγητής της αποδόμησης, ο γενεαλόγος της εξουσίας, καθώς και πολλοί άλλοι. Η λέξη εξοβελίζεται όχι μόνο από το φιλοσοφικό αλλά και από το κοινωνικοπολιτικό λεξιλόγιο, εκτός κι αν χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το προς αποφυγή –σε εκφράσεις όπως η «παράξενη ουτοπία των Ταλιμπάν», για παράδειγμα–[xxiv] ή το ανεπίδεκτο πραγμάτωσης, που μπορεί μεν να επιτρέπεται να το σκεφτόμαστε ή να το επιθυμούμε, αλλά ωστόσο με μέτρο και, το κυριότερο, έχοντας επίγνωση ότι πρέπει να παραμένει κρυμμένο στην αχλή της ιδιωτικής σφαίρας.

[…]

Παρά την κυριαρχία τους, προσεγγίσεις όπως οι προαναφερθείσες δεν ήταν οι μοναδικές κατά τον 20ό αιώνα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι στοχαστές, κάποιοι με σημαντικό ρόλο στην πορεία της ηπειρωτικής σκέψης, ωστόσο οι περισσότεροι μάλλον περιθωριακοί, οι οποίοι θεματοποίησαν την ουτοπία με τρόπο θετικό, αντί να τοποθετηθούν στο κοινό έδαφος της απώθησής της ή να συμβάλουν στη διαμόρφωσή του: ο Γκούσταβ Λαντάουερ (Gustav Landauer), ο Ερνστ Μπλοχ (Ernst Bloch), ο Καρλ Μανχάιμ (Carl Mannheim), ο Μάρτιν Μπούμπερ (Martin Buber), ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin), ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse), ο Ανρί Λεφέβρ (Henri Lefebvre), ο Μιγκέλ Αμπενσούρ (Miguel Abensour), ο Πωλ Ρικέρ (Paul Ricœur)  είναι κάποιοι από αυτούς.[xxv] Όπως κάθε επιλογή, αυτή των Αμπενσούρ, Ρικέρ, Μπλοχ και Μπένγιαμιν, στο ανά χείρας βιβλίο, έχει έναν βαθμό αυθαιρεσίας, στο μέτρο που εξαρτάται από τυχαιότητες της βιογραφίας της γράφουσας, από πρώιμες καθοριστικές συναντήσεις με κείμενα που είτε απέκλεισαν είτε καθυστέρησαν τη συνάντηση με άλλα, από ενδιαφέροντα, ερευνητικά και πολιτικά, των οποίων ο τρόπος διαμόρφωσης δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως.

Ο Αμπενσούρ, ο Ρικέρ, ο Μπλοχ και ο Μπένγιαμιν προσεγγίζουν την ουτοπία ως ιδιαίτερη μορφή σκέψης για τον κόσμο, την κοινωνία, την ιστορία και την πολιτική, αλλά και ως ένα ευρύτερο φαινόμενο, συνυφασμένο με το ότι οι άνθρωποι, έγχρονα όντα, είναι επίσης όντα που φαντάζονται και επιθυμούν κάτι άλλο, καλύτερο από αυτό που ήδη είναι, κάτι που σημαίνει πως τείνουν να εξέρχονται από την εκάστοτε δεδομένη συνθήκη στην οποία βρίσκονται. Η έξοδος αυτή δεν ερμηνεύεται αποκλειστικά ή κυρίως ως απόδραση από το πραγματικό, αλλά ως η κίνηση εκείνη που το καθιστά ανοίκειο, αναδεικνύει τους περιορισμούς του, και μπορεί έτσι να συμβάλει στην αλλαγή του διά της πράξης. Στις προσεγγίσεις τους αυτές, οι Αμπενσούρ, Ρικέρ, Μπλοχ και Μπένγιαμιν δεν υιοθετούν τα εγκαθιδρυμένα πρίσματα, είτε πρόκειται για εκείνο υπό το οποίο η ουτοπία συνυφαίνεται καταστατικά με την άρνηση της ελευθερίας, της ιστορίας, της πράξης και, εντέλει, της ίδιας της ανθρωπινότητας είτε πρόκειται για εκείνο υπό το οποίο υστερεί σε επιστημονικότητα και, για τον λόγο αυτόν, ανήκει στην παιδική ηλικία της νεωτερικής χειραφετικής παράδοσης. Με άλλα λόγια, οι στοχαστές αυτοί διαβάζουν και προτρέπουν τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες να διαβάσουν τις ουτοπίες αλλιώς. Πρώτα απ’ όλα, τις διαβάζουν, στην κυριολεξία, αντίθετα με την πλειονότητα των συγκαιρινών τους, που δεν τις διάβαζαν ή, αν τις διάβαζαν, θεωρούσαν ότι ήδη ήξεραν τι θα βρουν σε αυτές, εφοδιασμένοι καθώς νόμιζαν πως ήταν με τη γνώση που τους προσφέρει κάποιο από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά πλαίσια. Τις διαβάζουν, επίσης, με τη δεύτερη σημασία του ρήματος, δηλαδή τις ερμηνεύουν. Και τις ερμηνεύουν όχι ως ιστορικά αντικείμενα ή, τουλάχιστον, όχι μόνο ως ιστορικά αντικείμενα, που ανήκουν δηλαδή οριστικά στο παρελθόν. Επιπλέον, καθώς πρόκειται για αναλύσεις που στρέφονται και προς τα περιεχόμενα των ουτοπικών έργων είτε προτείνουν ρητά είτε μπορούν να θεωρηθούν ότι προσφέρουν κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ των ουτοπιών. 

Περαιτέρω, οι τέσσερις αυτοί στοχαστές συνάπτουν μια ιδιαίτερη σχέση με τον Μαρξ. Για να το πω συνοπτικά, δεν τον αντιμετωπίζουν σαν «ψόφιο σκυλί», όπως αντιμετώπιζαν ορισμένοι συγκαιρινοί του Μαρξ τον Γκέοργκ Χέγκελ (Georg W. F. Hegel), ούτε όμως ακολουθούν τις παραδεδομένες ερμηνείες του σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την ουτοπία. […]

[…] Το κείμενο που ακολουθεί δεν επιδιώκει να προσφέρει μια συνθετική ή οριστική απάντηση στο ερώτημα για το πώς σχετίζεται η ουτοπία με τη χειραφέτηση. Εκείνο που προτείνει είναι μια εξερεύνηση σε διαφορετικούς αλλά όχι αλληλοαποκλειόμενους δρόμους της σκέψης που εκκινούν από την ιδέα ότι έχει νόημα να σκεφτόμαστε την ουτοπία μαζί με τη χειραφέτηση και όχι ενάντιά της.


---------------------------------------------

[i] Reinhart Koselleck, The Practice of Conceptual History. Timing History, Spacing Concepts, μτφρ. Todd Samuel Presner κ.ά., Stanford University Press, Στάνφορντ 2002, σ. 250.

[ii] Immanuel Kant, «Απάντηση στο ερώτημα: “Τι είναι Διαφωτισμός;”», στο Mendelssohn, Kant, Hamann κ.ά., Τι είναι Διαφωτισμός, μτφρ. Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος, Κριτική, Αθήνα 1989, σ. 19.

[iii] Στο ίδιο, σ. 21.

[iv] Βλ. John Christian Laursen, «The Subversive Kant: The Vocabulary of “Public” and “Publicity”», Political Theory, 14(4), 1986, σ. 584-603.

[v] Kant, «Απάντηση στο ερώτημα: “Τι είναι Διαφωτισμός;”», ό.π., σ. 20.

[vi] Βλ. Michel Foucault, «Qu’est-ce que les Lumières? (What is Enlightenment?)» και «Qu’est-ce que les Lumières?», στου ιδίου, Dits et écrits IΙ. 1976-1988, επιμ. Daniel Defert, François Ewald, Gallimard (Quarto), Παρίσι 2001, σ. 1381-1397 και 1498-1507 αντιστοίχως. Το δεύτερο κείμενο αποτελεί μερική μεταγραφή του πρώτου μέρους του εναρκτήριου μαθήματος του Φουκώ στο Κολέγιο της Γαλλίας για το ακαδημαϊκό έτος 1982-1983 (5.1.1983). Σε διάλεξη του 1978, που όμως δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του, ο Φουκώ επίσης συζητά το καντιανό δοκίμιο, βλ. Michel Foucault, «Qu’est-ce que la critique? [Critique et Aufklärung]», Bulletin de la société française de philosophie, 84, 1990, σ. 35-63.

[vii] Michel Foucault, Τι είναι Διαφωτισμός;, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα 1988, σ. 14 (πρόκειται για τη μετάφραση του πρώτου από τα κείμενα που αναφέρονται στην προηγούμενη υποσημείωση).

[viii] Στο ίδιο, σ. 25 και 26 (για την έκφραση «κριτική οντολογία του εαυτού μας»).

[ix] Στο ίδιο, σ. 25.

[x] Ρητή καθίσταται η στάση αυτή στο Amy Allen, «Emancipation without Utopia», Hypatia, 30(3), 2015, σ. 513-529. Σύμφωνα με την Άλλεν, «ο Φουκώ διατηρεί την προλαμβάνουσα-ουτοπική στιγμή της κριτικής δίχως να πέφτει στην παγίδα να γίνει υπέρ το δέον ή όχι επαρκώς ουτοπικός», σ. 525. Ως γνωστόν, σε μια διάλεξη του 1967, που δημοσιεύτηκε μόλις το 1984, ο Φουκώ αντιπαραθέτει τις ουτοπίες στις ετεροτοπίες· βλ. Michel Foucault, «Des espaces autres», στου ιδίου, Dits et écrits IΙ, ό.π., σ. 1571-1581 (ελλ. εκδ.: Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2012).

[xi] Gilles Deleuze, Félix Guattari, Qu’est–ce que la philosophie?, Minuit, Παρίσι 1991, σ. 95-96 (ελλ. έκδ.: Τι είναι φιλοσοφία;, μτφρ. Σταματίνα Μανδηλαρά, επιμ. Πάρις Μπουρλάκης, Καλέντης, Αθήνα 2004).

[xii] Στο ίδιο, σ. 96· βλ. και σ. 106. Δεδομένου ότι στην ίδια παράγραφο (σ. 95) οι συγγραφείς αναφέρονται στη Σχολή της Φρανκφούρτης και στον Τέοντορ Β. Αντόρνο (Theodor W. Adorno), η έκφραση «ακρωτηριασμένο νόημα» (sens mutilé) είναι πιθανότατα υπαινιγμός, θετικός υπαινιγμός, προς τα Minima Moralia. Στοχασμοί μέσα από τη φθαρμένη ζωή, των οποίων ο γαλλικός τίτλος είναι Minima Moralia. Réflexions sur la vie mutilée. Σαν να αφήνουν να εννοηθεί πως το ακρωτηριασμένο αυτό νόημα είναι μία όψη της κατά Αντόρνο φθαρμένης ζωής.

[xiii] Βλ. Karl Popper, Η ανοιχτή κοινωνία και ο εχθροί της, εισ.-μτφρ. Ειρήνη Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα-Ιωάννινα 1980, τ. Ι, σ. 258-274.

[xiv] Κarl Popper, The Poverty of Historicism, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2005, σ. 64.

[xv] Karl Popper, «Utopia and Violence», στου ιδίου, Conjectures and Refutations. The Growth of Scientific Knowledge, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 51989, σ. 362.

[xvi] Στο ίδιο, σ. 363.

[xvii] Isaiah Berlin, Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας, μτφρ. Γιώργος Μερτίκας, Κριτική, Αθήνα 2004, σ. 34.

[xviii] Jacob L. Talmon, «Utopianism and Politics», στο George Kateb (επιμ.), Utopia, Atherton Press, Νέα Υόρκη 1971, σ. 92.

[xix] Στο ίδιο, σ. 96. Παρεμφερής συνάρτηση της ουτοπίας με την άρνηση της ιδέας του προπατορικού αμαρτήματος απαντά και στο Cioran, Histoire et utopie, Gallimard (Folio), Παρίσι 1960, σ. 134 κ.ε.

[xx] George Kateb, «Introduction», στο Kateb (επιμ.), Utopia, ό.π., σ.8.

[xxi] Αντλώ εδώ από την αναλυτική και εξαιρετικά διαφωτιστική ανασυγκρότηση της σμιτιανής πραγμάτευσης της ουτοπίας που προτείνει ο Τζόσουα Σμέλτζερ, βασιζόμενος στα δημοσιευμένα σημειωματάρια του Σμιτ (Glossarium. Aufzeichnungen aus den Jahren 1947 bis 1958) τα οποία συσχετίζει με μεταπολεμικά του έργα, όπως το Der Nomos der Erde (Ο Νόμος της γης) και το Land und Meer (Στεριά και θάλασσα)· βλ. Joshua Smeltzer, «Technology, Law, and Annihilation: Carl Schmitt’s Critique of Utopianism», Journal of the History of Ideas, 81(1), 2020, σ. 107-129. Για την απόδοση του «Entortung» ακολουθώ το Γρηγόρης Ανανιάδης, Ιδέα, απόφαση, πολιτική. Τρία δοκίμια για τον Carl Schmitt, Νήσος, Αθήνα 2006, σ. 51-122, όπου αναλύονται διεξοδικά τα προαναφερθέντα μεταπολεμικά κείμενα.

[xxii] Για την αναλυτική κριτική στον Μαρξ, βλ. Karl Popper, Η ανοιχτή κοινωνία και ο εχθροί της, εισ.-μτφρ. Ειρήνη Παπαδάκη, Δωδώνη, Αθήνα-Ιωάννινα 1982, τ. ΙΙ.

[xxiii] Βλ. Smeltzer, «Technology, Law, and Annihilation», ό.π., σ. 114-118.

[xxiv] «Kandahar Cheers Death Knell of Taliban’s Bizarre Utopia», The Guardian, 8.12.2001, σ. 8· παρατίθεται στο Ruth Levitas, «Looking for the Blue: The Necessity of Utopia», Journal of Political Ideologies, 12(3), 2007, σ. 299.

[xxv] Βλ. Gustav Landauer, Revolution and Other Writings. A Political Reader, μτφρ.-επιμ. Gabriel Kuhn, πρόλογος Richard J.F. Day, PM Press, Όουκλαντ 2010· Martin Buber, Μονοπάτια στην ουτοπία, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Σκόπελος 2000· Herbert Marcuse, Έρως και πολιτισμός, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, Κάλβος, Αθήνα 1981· Γιάννης Φλυτζάνης, Ριζοσπαστική δημοκρατία και πολιτική δικαιωμάτων. Κριτική κοινωνική θεωρία για την πολιτική και το δίκαιο στον Ανρί Λεφέβρ, Νήσος, Αθήνα 2022, σ. 116-131. Για μια συζήτηση με αναφορά στους Μπούμπερ, Λαντάουερ, Μπλοχ, Μπένγιαμιν και άλλους, βλ. Michael Löwy, Λύτρωση και ουτοπία, μτφρ. Θανάσης Παπαδόπουλος, πρόλογος Στέφανος Ροζάνης, Ψυχογιός, Αθήνα 2002.


* Προδημοσίευση: Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου της Βίκυς Ιακώβου, Ουτοπία και χειραφέτηση. Αμπενσούρ, Ρικέρ, Μπλοχ, Μπένγιαμιν (Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές, 2025).

Πηγή Η Εποχή