Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Δυο ιστορίες των ελληνικών γραμμάτων

1. Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Μανώλη Μπουζάκη, ιδρυτή των εκδόσεων «γνώση»:


Άνοιξη του 1983. Ήταν ο Βασίλης Κρεμμυδάς εκείνος ο οποίος, ύστερα από σχετική συνεννόηση, ήρθε ένα πρωί στο γραφείο μου με τον Παναγιώτη Κονδύλη. Μου είχε πει πολλά γι’ αυτόν ο Κρεμμυδάς. Τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Την εποχή εκείνη ο Κονδύλης ήταν ήδη ένας επιτυχημένος συγγραφέας και ιδιαίτερα δημοφιλής φιλόσοφος-στοχαστής στη Γερμανία. Είχαμε ακριβώς την ίδια ηλικία. Συζητήσαμε για κάμποση ώρα. Ήταν καλός συζητητής, είχε χιούμορ, η κουβέντα μαζί του ήταν ευχάριστη και όπως θα ανακάλυπτα και στο μέλλον είχε πάντα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Προσπάθησα να του παρουσιάσω τις εκδοτικές μου φιλοδοξίες. Σ΄ αυτή την πρώτη μας συνάντηση μου πρότεινε την έκδοση μιας σειράς κλασσικών βιβλίων πολιτικής, στοχασμού και φιλοσοφίας την οποία ήταν διατεθειμένος να επιμελείται και να διευθύνει. Μου εξήγησε πως ο ίδιος θα συμμετείχε στη μετάφραση κάποιων από τα βιβλία αυτά και κάποια ενδεχομένως να τα σχολίαζε. Δεν χρειάστηκε να επιχειρηματολογήσει περισσότερο. Τον ρώτησα πώς θα ονομάζαμε τη σειρά αυτή. Ήταν προετοιμασμένος και μου απάντησε αμέσως: «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη»! Δεν ήμουν σε θέση, είχα τη «γνώση», δεν είχα όμως τότε τη γνώση και την οξυδέρκεια να εκτιμήσω το μέγεθος και τη σημασία της πρότασης του Κονδύλη. Σήμερα, αποστασιοποιημένος και βλέποντας τα πράγματα σαν ένας μακρινός, εξωτερικός παρατηρητής, με περισσή βεβαιότητα, δηλώνω πως μόνη η σειρά αυτή θα αρκούσε απολύτως για να αφήσει το ανεξίτηλο, θετικό εκδοτικό της αποτύπωμα, σε οποιονδήποτε εκδοτικό οίκο και βέβαια στη «γνώση». Συμφωνήσαμε από την αρχή σε όλα όσα μου ζήτησε.


Ο Κονδύλης ήταν ένας χαλκέντερος μελετητής, αλλά και ένας καθ’ όλα καθημερινός άνθρωπος. Μελετούσε και έγραφε ακατάπαυστα. Πού και πού έπαιζε τάβλι και έβλεπε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Του άρεσε το καλό φαγητό και το κόκκινο κρασί. Παρέα με τον Κρεμμυδά και με τον Κωστή Παπαγιώργη επισκεφτήκαμε δυο-τρεις φορές μερικά μεταμεσονύκτια «σκυλάδικα» της Αθήνας. Ο Παπαγιώργης, παλιός τρόφιμος των οίκων αυτών, ήταν ο οδηγός μας. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαμε. Νομίζω πως ο Κονδύλης, ακόμη και σε τέτοιους χώρους, μελετούσε.


Πολύ σύντομα συνέταξε και μου παρουσίασε το πρώτο τριετές σχέδιο για τη φιλοσοφική μας βιβλιοθήκη. Περιείχε σημαντικά, κλασσικά έργα της ανθρώπινης σκέψης και της ιστορίας των ιδεών. Δεν έχει νόημα να αναφέρω τον πλήρη κατάλογο της Φιλοσοφικής μας Βιβλιοθήκης. Δειγματοληπτικά μόνο αναφέρω εδώ μερικούς τίτλους: ΛΕΟ ΣΤΡΑΟΥΣ, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, ΟΛΟΦ ΖΙΓΚΟΝ, Βασικά Προβλήματα Φιλοσοφίας, ΜΑΡΣΕΛ ΓΚΡΑΝΕ, Η κινέζικη σκέψη, ΧΕΛΜΟΥΤ φον ΓΚΛΑΖΕΝΑΠ, Η φιλοσοφία των Ινδών, ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ, Θεωρία Σημειωτικής, ΛΕΒ ΒΥΓΚΟΤΣΚΙ, Σκέψη και γλώσσα, ΧΑΝΝΑ ΑΡΕΝΤ, Η ανθρώπινη κατάσταση, ΓΙΟΧΑΝ ΧΟΥΙΖΙΝΓΚΑ, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, ΤΟΜΑΣ ΧΟΜΠΣ, Λεβιάθαν, ΡΑΥΜΟΝ ΑΡΟΝ, Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ, Οι λέξεις και τα πράγματα, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1873 ως το 1974, Ν. Π. ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η αρχαία σοφιστική: Τα σωζόμενα αποσπάσματα, κ.ά. κ.ά. κ.ά. Σύνολο εξήντα τόσοι τίτλοι. Ένας πραγματικός θησαυρός. Στο διαδίκτυο μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να εντοπίσουν κάθε σχετική πληροφορία.


Επέλεξε τους συνεργάτες του ο Κονδύλης, συναδέλφους του της φιλοσοφίας και των ανθρωπιστικών επιστημών γενικά, μεταφραστές, επιμελητές. Όλοι άξιοι και με απόλυτη προσήλωση στις οδηγίες του Κονδύλη. Του είχαν όλοι τους τυφλή εμπιστοσύνη. Το φθινόπωρο του 1983 έκανε την εμφάνισή του το πρώτο βιβλίο της σειράς και αμέσως μετά, το ίδιο έτος, το δεύτερο. Ήταν η διδακτορική διατριβή του Καρλ Μαρξ «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας», σε μετάφραση του ίδιου του Παναγιώτη Κονδύλη και ακολούθησε το δικό του έργο που είχε ήδη κυκλοφορήσει στη Γερμανία όπου το είχαν υποδεχτεί με εξαιρετικές κριτικές, «Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη». Είναι προφανές πως θέλησε από την αρχή να δώσει το δικό του στίγμα στην καινούργια σειρά.


1985-1990. Η «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη» της «γνώσης» έχει ήδη καθιερωθεί στην Ελλάδα ως μια σημαντική εκδοτική πρωτοβουλία. Τα περισσότερα από τα Πανεπιστημονικά μας Ιδρύματα χρησιμοποιούν κάμποσα από τα βιβλία μας ως εκπαιδευτικά βοηθήματα. Ένας μεγάλος αριθμός «φιλοσόφων», «συγγραφέων», «καθηγητών» αλλά και καθηγητών, μελετητών, στοχαστών, επισκέπτονται καθημερινά τη «γνώση» και ζητούν να δει ο «κύριος Κονδύλης» τα έργα τους προκειμένου να ενταχθούν στη Φιλοσοφική μας Σειρά. Ο Κονδύλης την εποχή εκείνη ζούσε και εργαζόταν στη Χαϊδελβέργη τέσσερις έως έξι μήνες κάθε χρόνο. Τον υπόλοιπο χρόνο ήταν στην Αθήνα. Ένα πρωί δέχομαι ένα τηλεφώνημα από περιώνυμο Πρύτανη της Φιλοσοφικής Σχολής μεγάλου μας Πανεπιστημίου. Συμφωνήσαμε ραντεβού το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Ήρθε στην ώρα του ο κύριος Καθηγητής συνοδευόμενος από δύο βοηθούς του. Κάθισαν στις καρέκλες που τους πρόσφερα, δεν ήθελαν καφέ ούτε τσάι. Ο κύριος Καθηγητής σοβαρός, ψυχρός, αμίλητος ζητά με νόημα από τους βοηθούς του να ξεκινήσουν. Ανέλαβαν εκείνοι να μου παρουσιάσουν το έργο του κυρίου Καθηγητή το οποίο επιθυμούσε ο Συγγραφέας του να περιληφθεί στα υπό έκδοσιν βιβλία της Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης. Ο Κονδύλης την εποχή εκείνη ήταν στην Αθήνα. Τους είπα ότι θα μελετήσει την εργασία ο Διευθυντής της Σειράς μας και θα τους ενημερώσουμε σε ένα περίπου μήνα. Μου απάντησαν οι βοηθοί ότι θα προτιμούσαν μια απάντηση σε δεκαπέντε το πολύ ημέρες. Δεν έχουν μου λένε περιθώριο για μεγαλύτερη αναμονή. Είπα, «καλά, θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν.» Μου παρέδωσαν το έργο τους και απήλθαν. Την επομένη έδωσα το δακτυλόγραφο στον Κονδύλη. Σε μία εβδομάδα μου το επέστρεψε. Το ξεφύλλισα. Θυμήθηκα τις διορθωμένες με κόκκινο στυλό κακές εκθέσεις του φιλολόγου μου στο γυμνάσιο. Παραθέτω μια παρατήρηση του καθηγητή μας σε κακή έκθεση συμμαθητή. «Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι δεν είχες πρόλογο και επίλογο και ότι ήσουν εκτός θέματος, προσέτι η έκθεσίς σου βρίθει γραμματικών και συντακτικών λαθών. Ένα (1)» (Βαθμολογία στα είκοσι).


Μερικές από τις παρατηρήσεις του Κονδύλη που θυμάμαι για το έργο του κυρίου καθηγητή. «Αδόκιμη έκφρασις, βλ. έργο… συγγραφέα… εκδόσεις…», «πολλαπλή επανάληψις», «λαθεμένη παράθεσις, βλ. έργο… συγγραφέα… εκδόσεις…», «δεν νομίζω ότι ο συγγραφέας της συγκεκριμένης προσέγγισης θα συμφωνούσε με την παρούσα καταχώρηση άνευ της έγγραφης αδείας του…», «αυθαίρετη εικασία» κ.ά. κ.ά. κ.ά… Το δακτυλόγραφο ολόκληρο κατακόκκινο. Στην πρώτη σελίδα με κόκκινα κεφαλαία γράμματα: «ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΝ!» Μου εξήγησε ότι δεν είναι επιτρεπτό τέτοια έργα να αποτελούν πανεπιστημιακά συγγράμματα. Το μισό έργο κλεμμένο από διάφορες ελληνικές και ξένες εκδόσεις, απαράδεκτες παραδοχές και πλήθος αμπελοφιλοσοφιών. Είπα στον Κονδύλη ότι θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε πως το έργο δεν μπορεί να ενταχθεί στη Φιλοσοφική μας Σειρά χωρίς καμιά περαιτέρω εξήγηση και δικαιολογία. Μου απάντησε κοφτά: «ο κύριος Καθηγητής πρέπει να ξέρει πως εμείς ξέρουμε!»


Πηγή: περιοδικό Νέον Πλανόδιον


2. Ενθύμηση του Σταύρου Ζουμπουλάκη, τότε διευθυντή του περιοδικού Νέα Εστία:


Το 1999, τον Νοέμβριο, κάνω το πρώτο αφιέρωμα στον Κονδύλη. Έκανα κατόπιν αρκετά ακόμη στον ίδιο, αλλά αυτό ήταν το πρώτο. Ζητάω από διάφορους να γράψουν, μεταξύ των οποίων και τον Κοσμά Ψυχοπαίδη. Όπως ξέρεις, μέγιστη έχθρα υπήρχε ανάμεσα στους δύο άνδρες, καθώς διεκδικούσαν και οι δύο την πρωτοκαθεδρία στο φιλοσοφικό πεδίο. […] Ο μακαρίτης ο Κοσμάς –μακαρίτες και οι δύο τώρα– κάνει την εξής απρέπεια: παραθέτει αποσπάσματα από τα έργα του Κονδύλη σε μετάφραση δική του από τη γερμανική έκδοση του Κονδύλη χωρίς παραπομπή μάλιστα σε σελίδες. […] Όχι μόνο είχαν βγει [τα έργα αυτά] στα ελληνικά, αλλά τα είχε μεταφράσει ο ίδιος ο Κονδύλης. Και έπρεπε βεβαίως να μπει το ελληνικό κείμενο του Κονδύλη, και όχι το ελληνικό κείμενο του Ψυχοπαίδη. Κάναμε αμέτρητο κόπο για να βρούμε τα παραθέματα στο γερμανικό πρωτότυπο και κατόπιν την αντίστοιχη σελίδα του ελληνικού, και να τα βάλουμε στα ελληνικά. Βγαίνει το τεύχος. Μου τηλεφωνεί ο Κοσμάς: «Θέλω να τα πούμε». «Μετά χαράς, να τα πούμε». Συναντιόμαστε και μου λέει: «Το αφιέρωμα αυτό είναι ντροπή: ντροπή για τη Νέα Εστία, ντροπή για όλους όσοι γράψαμε σ’ αυτό, και εγώ εάν το ήξερα δεν θα συμμετείχα». «Γιατί, Κοσμά, είναι ντροπή;» Γιατί στο ίδιο αφιέρωμα υπήρχε ένα κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη με τίτλο «Ένας κλασικός». Και σε μία υποσημείωση ο Κουτσουρέλης ανέφερε ως πηγή και πρόδρομο του Κονδύλη τον Μαξ Βέμπερ. Ο Κοσμάς δεν είχε διαβάσει τίποτε από το αφιέρωμα, απολύτως τίποτε, είχε δει μόνο τον τίτλο «Ένας κλασικός» και το όνομα Μαξ Βέμπερ στην υποσημείωση. Και μου λέει: «Τι είναι αυτά, αναφέρετε τον Κονδύλη ως ισάξιο του Βέμπερ;» Του απαντώ: «Όλα τα κείμενα του αφιερώματος είναι κριτικά απέναντι στο έργο του Κονδύλη. Του Κουτσουρέλη είναι επαινετικό, αλλά δεν τον θεωρεί ισάξιο του Βέμπερ, πουθενά δεν γράφει κάτι τέτοιο». «Εν πάση περιπτώσει», του λέω, «να ξέρεις ότι το ποιος γράφει και ποιος δεν γράφει στο περιοδικό το αποφασίζω εγώ και κανείς δεν ρωτάει ποιοι θα είναι οι άλλοι. Εάν εκτιμάει το περιοδικό γράφει, εάν δεν το εκτιμάει δεν γράφει. Αυτός είναι ο κανόνας» . Και ο Κοσμάς, όπως θα τον ξέρεις, προχωρούσε μέχρι εκεί που τον άφηνες, μετά σταμάτησε τη συζήτηση και άρχισε αυτά τα διονυσιακά, ότι εμείς είμαστε αδέρφια… 

- Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις. Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο (Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις, 2020), 309-312.