Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Karl Marx: Χειρόγραφα 1844. Από την καθαρή θεωρία στη θετική κριτική


του Στέφανου Ροζάνη


Όσο μικρότερος ο θόρυβός τους, τόσο πιο σίγουρη, βαθιά, διαδεδομένη και διαρκής είναι η επίδραση των έργων του Feuerbach, των μόνων έργων μετά τη Φαινομενολογία και τη Λογική του Hegel, που αποτελούν αληθινή θεωρητική επανάσταση". [1] Πράγματι, στα Χειρόγραφα το ενδιαφέρον του Marx μετατοπίζεται από το πεδίο της καθαρής θεωρίας στο πεδίο της θετικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, μετατόπιση η οποία θα καθορίσει τη μαρξική προοπτική, και μέσω της προβληματικής του ουμανιστικού φυσιοκρατισμού του Feuerbach, ο Marx θα επιχειρήσει να ολοκληρώσει την Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου (1843), η οποία παρέμεινε γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ημιτελής. Ήδη, ωστόσο, μέσα στο μαρξικό χειρόγραφο της Κριτικής η επιρροή του Feuerbach είναι πλήρως εμφανής, όπως εμφανής άλλωστε είναι και η προετοιμασία του Marx να στρέψει το ενδιαφέρον του προς την θετική κριτική του ίδιου του εγελιανισμού με όρους της φυσιοκρατίας του Feuerbach. Δηλωτική ασφαλώς της μαρξικής προθετικότητας είναι η απόφανση του Marx, στην αρχή κιόλας του χειρογράφου της Κριτικής: "...η κριτική της θρησκείας είναι η προϋπόθεση για κάθε κριτική...

Ο άνθρωπος που δεν θα έχει βρει στη φαντασμαγορική πραγματικότητα του ουρανού, όπου αναζητούσε έναν υπεράνθρωπο, παρά την αντανάκλαση του εαυτού του, δεν θα είναι πια διατεθειμένος να βρίσκει απλώς την ομοίωσή του, τον μη-άνθρωπο, εκεί όπου αναζητά, και υποχρεωτικά πρέπει να αναζητά, την αυθεντική του πραγματικότητα. Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο".[2]

Η ομολογία του Marx για την προθετικότητά του που καθιστά αναγκαία την μετατόπιση του ενδιαφέροντός του στην αλληλεξάρτηση της πολιτικής οικονομίας και του κράτους, της νομολογίας και της ηθικής μέσω μιας "απόλυτα εμπειρικής ανάλυσης" είναι ρητή: "Κατά την προετοιμασία της έκδοσης αυτής [της Κριτικής] αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλη η ανάμιξη της κριτικής που κατευθυνόταν μόνο εναντίον της καθαρής θεωρίας με την κριτική των επί μέρους θεμάτων, διότι παρεμπόδιζε την ανάπτυξη των επιχειρημάτων και καθιστούσε δύσκολη την κατανόηση. Επιπλέον, ο πλούτος και η ποικιλία των θεμάτων με τα οποία επρόκειτο να καταπιαστεί, θα μπορούσε να συμπιεστεί μέσα στα πλαίσια ενός έργου, μόνο με τη χρησιμοποίηση απόλυτα αφοριστικού στυλ∙ μια τέτοια όμως αφοριστική παρουσίαση θα έδινε την εντύπωση αυθαίρετης συστηματοποίησης". [3]

Ο Marx αναγνωρίζει ότι στη μετατόπιση του ενδιαφέροντός του από την καθαρή θεωρία (Hegel) στη θετική κριτική (Feuerbach), τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε το άρθρο τού Engels Σκιαγράφημα μιας Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, που υπήρξε το πρώτο κείμενο σχετικά με την οικονομία από το οποίο ο Marx κράτησε σημειώσεις [4], και στο οποίο ο Engels υπερασπίζεται τον ουμανισμό του Feuerbach, καθώς και τη θετική κριτική την οποία ασκεί. Ο Marx γράφει στα Χειρόγραφα: "Εκτός από την υποχρέωση προς εκείνους τους συγγραφείς που συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην πολιτική οικονομία, η θετική κριτική ως σύνολο -επομένως και η γερμανική θετική κριτική της πολιτικής οικονομίας- οφείλει την πραγματική της θεμελίωση στις ανακαλύψεις του Feuerbach∙ ο μικροπρεπής φθόνος μερικών και η αληθινή οργή των άλλων φαίνεται πως οργάνωσαν εναντίον του έργου του Philosophie der Zukunft, που δημοσιεύθηκε στο Anekdota, και του άρθρου του "Thesen zur Reform der Philosophie" -και παρά τη σιωπηρή χρήση που τους έγινε- μιαν εκτεταμένη συνωμοσία σιωπής". [5] Εντυπωσιασμένος ο Marx από τον φοϋερμπαχικό ουμανισμό που κατηύθυνε το κείμενο του Engels πάνω στην προβληματική της πολιτικής οικονομίας (ο Marx αποκαλούσε το κείμενο του Engels "σκιαγράφημα μιας ιδιοφυΐας"), αφοσιώθηκε στην έρευνα των οικονομικών και κοινωνικών δομών, και όταν συνάντησε τον Engels στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1844, έγραψε ότι "και οι δυο μας καταλάβαμε ότι οι απόψεις μας βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία σε όλα τα θεωρητικά πεδία, και απ΄ αυτή την εποχή χρονολογείται η συνεργασία μας". [6]

Το θεμελιώδες πεδίο το οποίο επεξεργάζεται ο Marx στα Χειρόγραφα είναι κατεξοχήν το πεδίο της αλλοτρίωσης. Εξάλλου, η κριτική της θρησκείας, και άρα του δικαίου, του κράτους και της νομολογίας, είχε αναδείξει την αλλοτρίωση ως κεντρικό αναφορικό άξονα της θετικής κριτικής του Feuerbach, όπως υποδεικνύει ο Marx στις θέσεις του για τον Feuerbach: "Ο Feuerbach ξεκινά από το δεδομένο της θρησκευτικής αλλοτρίωσης, του αναδιπλασιασμού του κόσμου σε έναν θρησκευτικό και έναν εγκόσμιο". [7] Όμως, το πεδίο της αλλοτρίωσης, κατά τον Marx, διευρύνεται καθ΄ ολοκληρίαν, καθώς πέραν της καταγωγικής περιοχής του, διαχέεται και συμπεριλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και συμπεριφορών, συγχρόνως με τις δομές και τις λειτουργίες που συνέχουν και κατευθύνουν αυτές τις δραστηριότητες και συμπεριφορές. Τα επιμέρους πεδία στα οποία ο Marx θα επιχειρήσει να αναδείξει την κεντρική θέση της αλλοτρίωσης είναι η εργασία, οι σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας, οι μισθοί, η ιδιοκτησία, και τέλος ο καταμερισμός της εργασίας και η οικονομία του χρήματος.

Χωρίς να λησμονεί το αρχικό αντικείμενο της κριτικής του, η κριτική της πολιτικής οικονομίας θα συνδέσει τον Marx με την κριτική της εγελιανής του καταγωγής πληρέστερα, καθώς στα Χειρόγραφα επιστρέφει τελικά στην κριτική της εγελιανής Φαινομενολογίας με κεντρικό άξονα αναφοράς τη διαδικασία της αλλοτρίωσης. Γράφει ο Marx: "Ο φιλόσοφος (που είναι αφηρημένη μορφή αποξενωμένου ανθρώπου) ορίζει τον εαυτό του ως το μέτρο του αποξενωμένου κόσμου. Όλη η ιστορία της διαδικασίας της αλλοτρίωσης και όλη η διαδικασία της αναίρεσης της αλλοτρίωσης δεν είναι λοιπόν παρά η ιστορία της παραγωγής αφηρημένης (δηλαδή, απόλυτης) σκέψης - λογικής, θεωρητικής σκέψης. Η αποξένωση, που αποτελεί λοιπόν το κεντρικό ενδιαφέρον αυτής της αλλοτρίωσης και της υπέρβασής της, είναι η αντίθεση του καθ΄ εαυτό και του δι΄ εαυτό, της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης, του αντικειμένου και του υποκειμένου - δηλαδή, είναι η αντίθεση, μέσα στην ίδια τη σκέψη, ανάμεσα στην αφηρημένη σκέψη και στην αισθητή πραγματικότητα ή την πραγματική αισθαντικότητα". [8]

Κατ΄ ουσίαν, ο Marx διερευνά τον εξαντικειμενισμό του νεωτερικού υποκειμένου, ο οποίος επιτελείται μέσω της ιδιοποίησης των ουσιωδών ανθρωπίνων δυνάμεων και δυνατοτήτων, κατά τρόπον ώστε η αλλοτρίωση του υποκειμένου να σημασιοδοτεί την απώλεια της αυτοσυνειδησίας του. "Οι διάφορες μορφές αποξένωσης", γράφει, "που εμφανίζονται είναι, λοιπόν, μόνο διάφορες μορφές συνείδησης και αυτοσυνείδησης". [9]  Ο Marx επιστρέφει στον Hegel και στη Φαινομενολογία του, αναγνωρίζοντάς του την αξίωση της "διαλεκτικής τής αρνητικότητας", στην οποία ο Marx θα παραμείνει πιστός σε όλο το έργο του. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα Χειρόγραφα ο Marx, μέσω της θετικής κριτικής και της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, επιχειρεί και, με τον τρόπο του, επιτυγχάνει να γεφυρώσει τις ιδέες του Hegel με εκείνες του Feuerbach, τις ιδέες της χεγκελιανής Φαινομενολογίας του Πνεύματος με εκείνες της φοϋερμπαχικής θρησκευτικής αλλοτρίωσης. Τελικά, η αξίωση του Feuerbach ότι η εγκόσμια βάση "πρέπει να επαναστατικοποιηθεί εν εαυτή∙ τόσο μέσω της κατανόησης της αντιφατικότητάς της όσο και στην πράξη" [10], εμπνέει τα Χειρόγραφα και τους προσδίδει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους ως ερμηνείας των μετέπειτα μαρξικών εναισθήσεων.

Θα πρέπει, ωστόσο, να διευκρινισθεί ένα πρόβλημα το οποίο θεωρώ κεντρικό για την κριτική κατανόηση του μαρξικού έργου. Κατά τον R.N. Berki αίφνης, κάτω από την επίδραση του Feuerbach, ο Marx "γυρίζει την πλάτη του στη φιλοσοφία γενικότερα∙ στα Χειρόγραφα αναγνωρίζει στον Feuerbach την ιδέα ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη θρησκεία με μια εκκοσμικευμένη μεταμφίεση, οπότε και οι δύο είναι ά-λογες και οφείλουν να εκτοπισθούν, ενώ στη Γερμανική Ιδεολογία μάλλον άκομψα θεωρεί τη φιλοσοφία ως μια μορφή αυτοϊκανοποίησης". [11] Η διατύπωση αυτή, η οποία ποικιλοτρόπως έχει εκφρασθεί και από άλλους μελετητές, παραποιεί, μάλλον χονδροειδώς, τόσο την επίδραση που ο Feuerbach άσκησε στον Marx, όσο και την ίδια τη μαρξική μετατόπιση από την καθαρή θεωρία στη θετική κριτική, που ουσιωδώς εκφράζει όχι μόνο τη σύνθεση των Χειρογράφων αλλά και γενικότερα το μαρξικό σχέδιο και προοπτική. 

Ο Marx ούτε στα Χειρόγραφα ούτε στις μεταγενέστερες εναισθήσεις του γύρισε την πλάτη του στη φιλοσοφία. Εκείνο το οποίο αναζήτησε ήταν η δημιουργία ενός συστήματος φιλοσοφίας, το οποίο με κεντρικό άξονα την ερμηνεία της εγελιανής αλλοτρίωσης θα μπορούσε να συγκεράσει τη φιλοσοφία με την κριτική αντίληψη του κράτους, του νόμου, της ηθικής, ή γενικότερα των φιλοσοφικών αρχών του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού Διαφωτισμού, καθώς και της εγελιανής Φαινομενολογίας και Λογικής, έτσι ώστε από τον συγκερασμό αυτόν να προκύψει η ανάγκη η φιλοσοφία να υπηρετήσει πράγματι την ανθρώπινη χειραφέτηση μέσα στις συνθήκες του κλασικού καπιταλισμού. Σε κάθε περίπτωση, η φιλοσοφία έμεινε για τον Marx το σταθερό πεδίο της μετατόπισης της φιλοσοφίας μέσα στη φιλοσοφία. Της μετατόπισης, με άλλα λόγια, της διαλεκτικής στον χώρο της διαλεκτικής του πεπερασμένου, για να χρησιμοποιήσω καντιανή γλώσσα. Αυτό άλλωστε επισημαίνεται από τον ίδιο τον Marx, με όρους του κοινωνικού, στη διάσημη 11η θέση του για τον Feuerbach: "Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει, με διάφορους τρόπους, μόνο την ερμηνεία του κόσμου - η πραγματική πρόκληση είναι η μεταβολή του". Η θετική κριτική, και άρα η κριτική της ίδιας της φιλοσοφίας, έχει λοιπόν ως κύρια προοπτική της όχι βέβαια την ακύρωση της φιλοσοφίας, αλλά τη μετατόπιση από την ερμηνεία στη μεταβολή, δηλαδή στη σκοπιά τού "νέου [υλισμού] που είναι η ανθρώπινη κοινωνία ή η κοινωνική ανθρωπότητα". [12]



1 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, μτφρ. Νίκου Μπαλή, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1974, σ. 9.

2 Karx Marx: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ. 17.

3 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 7.

4 David McLellan: Marx Before Marxism, Macmillan Press, Λονδίνο 1980, σ. 163.

5 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 9.

6 David McLellan, ό.π., σ. 164.

7 Karl Marx: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Εκδ. Ερατώ, Αθήνα 2004, σ. 63.

8 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 194.

9 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 196.

10 Karl Marx: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ό.π., σ. 63.

11 R.N. Berki: Insight and Vision, J.M. Dent, Λονδίνο 1983, σ. 42.

12 Karl Marx: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ό.π., σ. 75.

Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σού΄ χω μαζεμένα...


του Χρήστου Λάσκου


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1919 στα «μεθεόρτια» μιας ακόμη από τις προλεταριακές ήττες, που τόσο εγκωμίασε η ίδια ως θεμελιώδη σκαλιά της κλίμακας που οδηγεί στην ανθρώπινη χειραφέτηση. Επρόκειτο για προαναγγελθείσα ήττα, όπως η ίδια είχε προβλέψει. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο μόλις είχε ιδρυθεί με κέντρο την Ένωση Σπάρτακος, θεωρούσε ρητά πως ο συσχετισμός δυνάμεων δεν ευνοούσε το επαναστατικό εγχείρημα. 

Με το που ξεκίνησε, όμως, η εξέγερση δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη. Οι κομμουνιστές, με πρώτη τη Ρόζα, συστρατεύτηκαν με τους επαναστατημένους εργάτες του Βερολίνου –δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσουν μόνους στην αποκοτιά τους.  Και σφαγιάστηκαν, μαζί κι αυτή. 

Υπάρχει μια έντονη ειρωνεία εδώ: η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε στο τέλος ενός κοινωνικού ξεσηκωμού, τον οποίο θεωρούσε άκαιρο και εξαρχής αντικειμενικά υπονομευμένο κι έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει. Στάθηκε δίπλα στους συντρόφους της, έκανε το καλύτερο δυνατό προκειμένου να επιδιωχθούν οι ελάχιστες πιθανότητες, που υπάρχουν και στις πιο αντίξοες συνθήκες. 

Και δεν το έκανε ακολουθώντας μια ηθική «κατηγορική προσταγή». Ούτε γιατί εμπνέονταν από επαναστατικό ρομαντισμό. Το αντίθετο ακριβώς. 

Δεν είναι η μόνη ειρωνεία. Στην περίπτωση της Λούξεμπουργκ είναι πολλοί όσοι, χωρίς να έχουν διαβάσει σελίδα της συνήθως, «ξέρουν» πως σε πολλά είχε άδικο.  Όπως, επίσης, «ξέρουν» πως ο ρομαντισμός έπαιξε ρόλο σ’ αυτά τα σφάλματα – προφανώς και η συναφής, με το ρομαντισμό, γυναικεία φύση της. 

Και πάνω απ’ όλα «ξέρουν» πως εκεί που το άδικό της φτιάχνει βουνό είναι στην άποψή της σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Η ομοθυμία αναφορικά με αυτό είναι πραγματικά εντυπωσιακή. 

Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως η απόρριψη του «δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση» συνιστά προφανή παραλογισμό; Κάτι πολύ λάθος υπήρχε στην αντίληψη της Ρόζας, δεν είναι προφανές;

Ε, λοιπόν, δεν είναι προφανές! Γιατί, όσοι της προσάπτουν αδιαφορία για τα ζητήματα της εθνικής καταπίεσης, θα πρέπει οι ίδιοι να εξηγήσουν πώς η εκκίνηση της  σχετικής τοποθέτησής της έχει ως εξής: «Είναι ένα από τα αλφαβητικά στοιχεία της σοσιαλιστικής πολιτικής ότι, όπως αυτή είναι εναντίον κάθε είδους καταπίεσης, είναι και εναντίον της καταπίεσης ενός έθνους από άλλο» [1]. 

Η Ρόζα, λοιπόν, κάτι καταλάβαινε από εθνική καταπίεση. Βάλτε και το γεγονός πως ήταν Εβραία, και επιπλέον Πολωνή, και έχετε ανάγλυφα το βιωματικό πλαίσιο μιας βαθιάς κατανόησης. Πράγμα που σημαίνει πως η θέση της θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρότερα από ό,τι συνήθως γίνεται. Έστω κι αν ο Λένιν την «κατατρόπωσε». 

Ή μήπως όχι; Γιατί, δεν είναι ακριβές πως ο Λένιν ήταν υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση τελεία και παύλα. Η θέση του ήταν: «Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι το εξής: στη μεν Ρωσία να τονίζουμε το δικαίωμα των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση και στην Πολωνία το δικαίωμά τους να παραμείνουν ενωμένα» [2].

Σα να είναι, λοιπόν, λίγο συνθετότερα τα πράγματα. Και αν θέλουμε να τα δούμε σοβαρότερα, για να σκεφτούμε τα σημερινά μας θέματα σχετικά με τον «πατριωτισμό» και την αριστερή πολιτική, θα άξιζε να ξαναδιαβάσουμε την σχετική κριτική της Λούξεμπουργκ στη Ρωσική Επανάστασή της. Θα δούμε τότε πως, αντίθετα από την άποψη που κυριαρχεί, η τοποθέτησή της είναι απολύτως πολιτική και καθόλου «επί των επαναστατικών αρχών». Η έγνοια της είναι η νίκη της επανάστασης. Μόνο αυτό. 

Παρόλη την εικόνα, που έχει καλλιεργηθεί για τη Ρόζα, ως τζάνκι του διεθνισμού, η πολιτική είναι πάντοτε στο προσκήνιο για την ίδια. Ο διεθνισμός είναι αναγκαίο στοιχείο της εργατικής πολιτικής γιατί αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για τη νίκη. 

Δεν είναι τυχαίο πως το Μανιφέστο βάζει το κομμουνιστικό φάντασμα να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Όχι τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία ή την όποια «πατρίδα»: την Ευρώπη ολόκληρη. 

Αυτή την παράδοση ακολουθεί η Λούξεμπουργκ. Την παράδοση του Μαρξ, που ήδη από το 1845 αρνήθηκε την πρωσική υπηκοότητα, για να είναι άπατρις. Tην παράδοση των Μαρξ και Ένγκελς, που ένα χρόνο μετά ίδρυαν μια κομμουνιστική επιτροπή αλληλογραφίας μεταξύ Γερμανών, Γάλλων και Βρετανών σοσιαλιστών: «Πρόκειται για ένα βήμα που θα έχει κάνει το κίνημα στη φιλολογική του έκφραση, ώστε να απαλλαγεί από την εθνικότητα». Και όλα αυτά συνδέονται στενά με την στρατηγική, την πολιτική επιδίωξη. 

Η Ρωσική Επανάσταση καταλήγει ως εξής: «[Η] σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον σε διεθνή κλίμακα […] Στη Ρωσία το πρόβλημα μπορούσε μόνο να τεθεί, δεν μπορούσε να λυθεί. Και είναι μ’ αυτήν την έννοια που το μέλλον ανήκει παντού στον «μπολσεβικισμό»».

* * *

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε όταν κυβερνούσαν οι σοσιαλπατριώτες, αυτοί που οδήγησαν, μαζί με τους ομοίους τους των «άλλων εθνών», στη μεγαλύτερη αλληλοσφαγή των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων. Έκτοτε πλείστοι όσοι «προοδευτικοί εθνικισμοί» κατέληξαν σε θηριώδεις γενοκτονίες. Πράγμα που δεν προέκυψε ποτέ ως αποτέλεσμα υπερβολικής δόσης διεθνισμού. 

Ας κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Είναι εξίσου επίκαιρη και σήμερα όσο και τότε. 

__________

[1]  Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ρωσική Επανάσταση, εκδ. Ύψιλον, σελ. 48
[2]  Τόνι Κλιφ, Λένιν, εκδ. Εργατική Δημοκρατία, σελ. 78


Σχόλιο από: aftercrisis
Η αντίθεση της Ρόζας και του Λένιν ως προς το εθνικό ζήτημα και την αυτοδιάθεση έχει μυθοποιηθεί εκ των υστέρων. Στην πραγματικότητα η άποψη του Λένιν για το θέμα αυτό είναι παραλλαγή των θέσεων που είχε διατυπώσει παλιότερα ο Καρλ Κάουτσκυ, ενώ η άποψη της Λούξεμπουργκ προέρχεται απο τις θέσεις των λεγόμενων Αυστρομαρξιστών και κυρίως του Όττο Μπάουερ. Η αντιπαράθεση Κάουτσκυ - Μπάουερ είναι ο πυρήνας αυτής της συζήτησης (εθνικό κράτος και γενικευμένη αυτοδιάθεση ή πολυεθνική ομοσπονδία με πολιτισμική και εκπαιδευτική αυτονομία των εθνών και εθνοτήτων). Ενδιαφέρουσες είναι οι σχετικές μελέτες του Γαλλορουμάνου ιστορικού Georges Haupt, π.χ. Les Marxistes et la question nationale, 1848-1914, LHarmattan, 1997, καθώς και του Hans Mommsen, Arbeiterbewegung und nationale Frage, Vandenhoeck u. Ruprecht, 1979.

Παραφράζοντας τον ΄Αλφρεντ Νόρθ Ουάϊτχεντ, μπορεί κανείς να πεί ότι ολη η μεταγενέστερη συζήτηση για το εθνικό ζήτημα, για τον Ευρωπαϊκό φεντεραλισμό κτλ, ακόμη και σήμερα (και όχι μόνον μεταξύ των συζητητών με μαρξιστικές καταβολές), είναι υποσημειώσεις σ εκείνη την αντιπαράθεση μεταξύ Όττο Μπάουερ και Κάρλ Κάουτσκυ.

Πηγή Red Notebook

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Ξαφνικά, μία ωραία πρωΐα, κυβέρνηση Αριστεράς;



του Χρήστου Λάσκου


Έχω κάτι σαν προαίσθηση ότι το κόμμα μας, λόγω της μαλθακότητας και της αναποφασιστικότητας των άλλων κομμάτων, μπορεί να βρεθεί ξαφνικά, μια ωραία πρωία,  στην κυβέρνηση για να εφαρμόσει μέτρα που δεν θα είναι άμεσα προς το συμφέρον μας, αλλά θα ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της επανάστασης γενικώς και ειδικά στα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης… Σε αυτά τα ζητήματα χάνει κανείς τα λογικά του… και παράγεται μια αντίδραση, και, ώσπου ο κόσμος να είναι σε θέση να εκφέρει ιστορική κρίση σχετικά με τα γεγονότα, μας βλέπουν όχι μόνο σαν άγρια θηρία, αλλά επιπλέον σαν ηλίθιους, πράγμα που είναι χειρότερο.
Ένγκελς, 12 Απριλίου 1853


Έχει γίνει κοινή συνείδηση πιστεύω πως το 2014 είναι μια χρονιά, η οποία είναι πολύ πιθανό πως θα αποτελέσει πολιτική καμπή για την Ελλάδα. Η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς γίνεται πλέον πολύ αληθοφανής δυνατότητα. Δεν είναι καθόλου απίθανο, μάλιστα, στους επόμενους μήνες η δυναμική που οδηγεί σε αυτήν την έκβαση να αποκτήσει ραγδαία χαρακτηριστικά.

Είναι προφανές πως, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η εξέλιξη διαμορφώνεται λόγω της πρωτοφανούς κοινωνικής καταστροφής που σήμανε η καπιταλιστική κρίση και, ακόμη περισσότερο, η διαχείρισή της από τις καθεστωτικές δυνάμεις. Με αυτήν την έννοια, η ενίσχυση της Αριστεράς έρχεται και ως απελπισμένη κίνηση πολλών και ετερόκλητων κοινωνικών τάξεων, μερίδων τάξεων και στρωμάτων, τα οποία, εγκαταλείποντας τους διαχρονικούς πολιτικούς εκπροσώπους τους και διαρρηγνύοντας τις κοινωνικές συμμαχίες, στις οποίες ήταν μεταπολιτευτικά προσδεμένα, ψάχνουν την θέση τους στο νέο, χαοτικό εν πολλοίς, πλαίσιο.

Σε αυτές τις συνθήκες,  η πολιτική προτίμηση δεν σημαίνει ιδεολογική προσχώρηση. Θέλω να πω, στους δυνητικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ αθροίζονται από πεπεισμένους αντικαπιταλιστές μέχρι και υποστηρικτές ενός «μη κλεπτοκρατικού» -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- καπιταλισμού. Και, μαζί, όλες οι ενδιάμεσες παραλλαγές.

Η συνάρθρωση τόσο διαφορετικών προσδοκιών και αιτημάτων είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που, κάποιες φορές αντικειμενικά, αποκτά τον χαρακτήρα πραγματικού γρίφου. Ας σκεφτούμε λίγο την απόσταση ανάμεσα στον ακραία εκμεταλλευόμενο μισθωτό π.χ. του εμπορικού τομέα και τον μικρό ή μεσαίο εργοδότη του έμπορο, ο οποίος πλήττεται από την έλλειψη ζήτησης και ρευστού και θα έχουμε μια πολύ σαφή εικόνα.  Βεβαίως, η πάγια και ταξικά μεροληπτική θέση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει το μίτο που απαιτείται, για να συνθέσει τις εργατικές επιδιώξεις με αιτήματα «μικρομεσαίων», στο μέτρο που οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται την κοινωνική απαίτηση να είναι συνεπείς στις φορολογικές και εργασιακές τους υποχρεώσεις. Δεν είναι, ωστόσο, το ίδιο βέβαιο πως αυτό γίνεται αντιληπτό από όλους τους αποδέκτες αυτής της στάσης.  

Νομίζω, λοιπόν, πως μ’ όλο που τα πράγματα έχουν έτσι ακριβώς, μ’ όλο, δηλαδή, που αποτελεί κρισιμότατο ζήτημα η διαμόρφωση της συνάρθρωσης μεταξύ ποικίλων συμφερόντων και προσδοκιών, ακόμη κρισιμότερο είναι το να οριστεί η συστατική αρχή αυτής της συνάρθρωσης. Κι εδώ τα πράγματα είναι ακόμη σαφέστερα: το στοίχημα είναι τα κατώτερα στρώματα, η εργατική τάξη, οι άνεργοι και οι επισφαλείς να νιώσουν σε συντριπτικά ποσοστά αυτήν την υπόθεση ως δική τους. Αυτό θα αποτελέσει το αρχικό πλειοψηφικό γεγονός, που θα μεταβάλλει τους συσχετισμούς και με πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο. Αν κινηθούν οι μεγάλοι αριθμοί των κατώτερων τάξεων και μερίδων, οι υπόλοιποι θα «συναρθρωθούν» γύρω τους.  Ή δεν θα «συναρθρωθούν» και θα επιλέξουν μια στάση ουδετερότητας μπροστά στη μεγάλη σύγκρουση.

Αυτό που θα αποδειχθεί καθοριστικό, ωστόσο, είναι η αρχή, με την έννοια που περιγράφτηκε προηγούμενα.

Ας το δούμε και από μια διαφορετική οπτική γωνία. Είναι αλήθεια πως στις έρευνες γνώμης ένα μεγάλο ποσοστό απαντάει με τρόπους που δείχνουν πόσο η καπιταλιστική ιδεολογία παραμένει δραστικότατη, άρχουσα με την πλήρη σημασία του όρου. Πόσο, δηλαδή, ο ατομικισμός και το ιδιωτικό κυριαρχούν επί του συλλογικού, του κοινού και του αλληλέγγυου. Από την άλλη, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή βρίσκεται στο γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος των περισσότερο πληττόμενων, αυτών, επομένως, που αποτελούν τη κύρια έγνοια της Αριστεράς, έχουν επιλέξει (;) να είναι αόρατοι. Δεν θέλουν να ξέρουν, δεν απαντούν, δεν ψηφίζουν.

Η ακτινογραφία της εκλογικής αποχής το δείχνει καθαρά. Και το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηριστικά, στη Γερμανία στις υποβαθμισμένες συνοικίες του Βερολίνου, του Ντόρτμουντ ή της Κολωνίας η συμμετοχή στις εκλογές φθάνει στο 30%, όταν στις «καλές» υπερβαίνει το 70%.

Οι πληβείοι αποστρατεύονται, εγκαταλείπουν όλες τους τις ελπίδες, συνεπώς και τις πολιτικές τους ελπίδες. Όλες οι έρευνες το κραυγάζουν.

Γι’ αυτό ισχυρίζομαι πως όλα, σε ό,τι αφορά την αναγκαία ανατροπή, θα κριθούν πρωταρχικά –να γιατί χρησιμοποιώ τον όρο «η αρχή της συνάρθρωσης»- από τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να φέρει πίσω στην πολιτική όλον αυτόν τον κόσμο, που βιώνοντας με ακραίο τρόπο την ανεργία, την εκμετάλλευση και την ανημπόρια απελπίζεται, αποσύρεται, εξαχνώνεται πολιτικά και περνάει στην επικράτεια του αόρατου. Γιατί, παρόλο που υπάρχουν πολλοί απελπισμένοι, δεν είναι όλοι με τον ίδιο τρόπο απελπισμένοι. Γιατί, επιπλέον, έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορέσει η ριζοσπαστική Αριστερά να απαντήσει σε αυτές τις ποικίλες μορφές της απελπισίας, ιεραρχώντας και προσανατολίζοντας.

Η ηγεμονία δεν αποτελεί έκβαση αθροίσεων, αλλά πράξεων πολύ συνθετότερων. Πράγμα που δεν φαίνεται να είναι πάντοτε αντιληπτό, όταν κάνουμε τους πολιτικούς σχεδιασμούς μας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να «απαντήσουμε» σε όλα. Δεν γίνεται να μην βρούμε λύσεις στην κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, του να έχουν όλοι οι άνθρωποι εισόδημα, πρόσβαση σε τροφή, στέγη, νερό και ρεύμα,  θέρμανση και ιατρική φροντίδα, να αποκτήσουν βάσιμη προσδοκία πως θα αποκτήσουν, για πρώτη φορά ή ξανά, αξιοπρεπή εργασία, να νιώσουν πως δεν τους απειλεί ο εργοδοτικός δεσποτισμός με τον θανάσιμο τρόπο που συμβαίνει στη μνημονιακή Ελλάδα, πως έχουν ξανά δικαιώματα ως εργαζόμενοι, ως πολίτες, ως άνθρωποι –πως δεν είναι «γυμνές ζωές».

Αν πείσουμε πως αυτά γίνονται τότε η δυναμική, για την οποία μίλησα στην αρχή, μπορεί να εξελιχτεί σε πλημμυρίδα. Έτσι, πρακτικά, μπορεί να κερδηθεί η ιδεολογική ηγεμονία, έτσι, σε τέτοιο ασφαλές έδαφος, μπορεί να διαμορφωθούν οι ηγεμονικές συναρθρώσεις. 

Κι έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί ο αρνητικός σήμερα διεθνής συσχετισμός για ένα εγχείρημα πολιτικής ανατροπής.  Ή και να μεταβληθεί προς όφελος μιας συνολικής στροφής. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν μια πρόθεση ψήφου προς τη ριζοσπαστική Αριστερά της τάξης του 17%, όταν στις εκλογές του 2009 το ποσοστό της ήταν μόλις 5%. Ένα ελληνικό κυβερνητικό παράδειγμα, που θα τα καταφέρει «στα βασικά», μπορεί να ωθήσει σε μεγάλη μεταβολή των συσχετισμών.

* * *

Έχω ξανασημειώσει πρόσφατα  πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών εγχειρημάτων είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες.

Οι κλασικοί του μαρξισμού έχουν ασχοληθεί με αυτό το δεδομένο.

Σε ένα γράμμα του της 19ης Αυγούστου 1852, ο Μαρξ, σχολιάζοντας τη δυνατότητα κατάληψης της εξουσίας, σημείωνε πως «[τ]ίποτε δεν είναι χειρότερο για τους επαναστάτες από το να υποχρεωθούν να ασχοληθούν με την προμήθεια ψωμιού».

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η απάντηση στα άμεσα προβλήματα  των κατώτερων στρωμάτων, η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αποτελεί την στρατηγική προϋπόθεση προκειμένου να εμπλακούν ενεργητικά όλοι εκείνοι, χωρίς τους οποίους τα υπόλοιπα είναι απλώς λόγια. Και, από αυτήν την άποψη, η υλοποίηση του «ελάχιστου προγράμματος» θα αποτελέσει πραγματικά επαναστατική κίνηση.

Πηγή alterthess, Red NoteBook

ΝΝ: ο Νίτσε του Νεχαμά





του Αριστείδη Μπαλτά


Ο ΝΝ θέτει –πρώτος και μόνος αυτός– το ερώτημα του πώς ο καθένας γίνεται αυτό που ο ίδιος είναι. Και απαντά δείχνοντας τον εαυτό του και εκθέτοντας το πώς έγινε αυτός αυτό που πάντοτε ήταν. Και εγώ στηρίζομαι με συνέπεια στον ΝΝ, παίρνω ερώτηση και απάντηση γι’ αυτό που οι ίδιες θέλουν να είναι –απλό παράδειγμα που μισεί τη μίμηση και γελοιοποιεί τις απομιμήσεις, πρότυπο για κανέναν– και διαβάζω για δικό μου λογαριασμό: Πώς μπορώ να παρέμβω εγώ στη δική μου προσωπική στάση για να γίνω αυτό που η στάση αυτή με κάνει να είμαι, πώς μπορώ να προσδώσω στην αξιοπρέπεια αυτής της στάσης το δικό της πολιτικό περιεχόμενο;

Ποιος, λοιπόν, είμαι; Ο ΝΝ με πείθει πως δεν είμαι παρά το σύνολο των αποτελεσμάτων που έχω, δηλαδή αυτών που επιφέρουν η σκέψη και η δράση μου, οι πράξεις μου και η συμπεριφορά μου. Η ενότητά μου δεν είναι δεδομένη. Γίνομαι αυτός που είμαι μόνον όσο αναλαμβάνω την ευθύνη των αποτελεσμάτων που έχω, μόνον όσο τα αποτελέσματα αυτά –δηλαδή αυτός που είμαι– είναι και γίνονται όψεις μια ενιαίας σκέψης και μιας ενιαίας δράσης, οι εκφάνσεις ενός ενιαίου τρόπου ζωής, του τρόπου ζωής που φτιάχνω από τον εαυτό μου, με τον εαυτό μου, για τον εαυτό μου. Γίνομαι αυτός που είμαι μόνον όσο είμαι και γίνομαι το ενιαίο αποτέλεσμα μιας ενειαίας θέλησης, της θέλησης που απορρέει από αυτό ακριβώς που είμαι. 

Ο ΝΝ ξεκαθαρίζει ακόμα κάτι που ήδη υποπτευόμουν. Όχι μόνο εγώ αλλά το κάθε πράγμα στον κόσμο αυτόν είναι το σύνολο των αποτελεσμάτων που αυτό επιφέρει στα άλλα πράγματα. Ο κόσμος δεν είναι μια στατική παράθεση ανεξάρτητων πραγμάτων αλλά μια αέναα μεταβαλλόμενη συνάρθρωση αποτελεσμάτων. Και αυτό σημαίνει ότι εγώ δεν είμαι ποτέ απομονωμένος από τα άλλα πράγματα του κόσμου τούτου –το σύνολο των αποτελεσμάτων που έχω- δεν αφορά ποτέ μόνον εμένα. Έτσι, για να γίνω αυτός που είμαι, πρέπει ο κόσμος όλος να γίνει αντάξιός μου, πρέπει όλα τα πράγματα του κόσμου τούτου –το σύνολο των αμοιβαίων αποτελεσμάτων τους– να αποκτήσουν τη συνοχή αυτού που εγώ είμαι. Η θέλησή μου να γίνω αυτός που είμαι είναι θέληση να αλλάξει ολόκληρος ο κόσμος για να γίνει ικανός να με δεχτεί.

Η περιστολή, λοιπόν, της παράταξής μας στην αξιοπρέπεια της προσωπικής μας στάσης κατά κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται το αποτράβηγμα μας στη θαλπωρή του δήθεν αυτόνομου εσωτερικού κόσμου του καθενός μας. Ιδιωτικός κόσμος άσπιλος, αμόλυντος και αγνός δεν υπάρχει, γιατί ακόμη κι αυτός που φαίνεται έτσι απλώς κρύβει το γεγονός του, δηλαδή ότι είναι ο ίδιος αποτέλεσμα των όσων έχουν συμβεί και όσων συμβαίνουν έξω από αυτόν. Η ιδιώτευση, δηλαδή ο ασκητισμός που προσπαθεί να αποφύγει κάθε δοσοληψία με την περιρρέουσα αθλιότητα, δεν είναι παρά στάση ηθικολόγα, τυφλά υπεροπτική και απόλυτα στείρα, η οποία υποτάσσεται πλήρως σε ό,τι η ίδια υποκρίνεται ότι αρνείται. Τέτοιες στάσεις και τέτοιες εγωπάθειες δεν έχουν τίποτα να κάνουνε με μας, δεν έχουν τίποτε να κάνουνε μ’ εμένα.

Η δική μας προσωπική στάση –η δική μου– δεν είναι εγκλεισμός μέσα στον ανύπαρκτο εσωτερικό μου κόσμο –είναι οξείδωση μέσα στη νοτιά των ανθρώπων. Δεν είναι άρνηση συμμετοχής –είναι προσπάθεια προσανατολισμένης δράσης στο κέντρο των πραγμάτων. Δεν είναι περιστολή στα όσα πεζά λίγα φαίνονται πως φτιάχνουν την καθημερινότητα μου –είναι άνοιγμα στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον του κόσμου ολόκληρου.

Η ανυπόφορη οίηση την οποία με περισσή ευκολία θα μου προσάψουν εδώ κόλακες εχθροί και άσπονδοι φίλοι με αφήνει αδιάφορα. Τους χαρίζω τις μετρημένες ωλέψεις τους, τα ασήμαντα ονειρά τους, τη δειλία της αυταρέσκειάς τους, το ρεαλισμό της πολιτικής τους. Τους χαρίζω ακόμη τη φτηνή ειρωνεία –σήμερα που είμαι αδύναμος, γιατί αύριο δε θα διστάσουν να επιστρατεύσουν εντελώς άλλα μέσα– με την οποία θα σπεύσουν να κρύψουν τον τρόμο που τους προκαλεί μια θέληση που δηλώνει καθαρά πως δεν μετριέται με τα μέτρα τους. Οι μόνοι αντίπαλοι που με ενδιαφέρουν είναι οι αντάξιοί μου, αυτοί που θα μπορέσουν να με υποχρεώσουν να κάνω λάθη και να διδαχθώ από αυτά, αυτοί που θα με καταστήσουν έτσι ισχυρότερο και πιο αποτελεσματικό απέναντί τους. Και για συμμαχητές και φίλους αναγνωρίζω μόνον αυτούς που παρεμβαίνουν στη δική τους προσωπική στάση και αναλαμβάνουν, ενάντια σε κάθε εκμαυλισμό, την ευθύνη της δικής τους αξιοπρέπειας, ώστε να γίνουν αυτοί που οι ίδιοι είναι. Αναγνωρίζω αυτούς για συμμαχητές και φίλους –και ξέρω πως και αυτοί με αναγνωρίζουν– έστω και αν δεν ανήκουν τυπικά σε ό,τι ονόμασα παράταξή μας. Και αυτό γιατί η παράταξή μας ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει αυτή που η ίδια είναι αν δεν συγκροτηθεί ακριβώς από ολους αυτούς που σήμερα στέκονται έτσι.

Με αυτόν τον τρόπο ο ΝΝ μου παρέχει το πραγματικό περιεχόμενο του αντι-δογματισμού μου, αλλά και με κάνει να συλλάβω καλύτερα το χαρακτήρα της δημοκρατίας που διεκδικώ. Για να γίνω αυτός που είμαι πρέπει ολόκληρος ο κόσμος να αλλάξει για να γίνει ικανός να με δεχτεί. Όμως δεν απαιτώ από κανέναν να αποδεχτεί αμαχητί τον κόσμο αυτόν και να γονατίσει μπροστά στην αλήθεια που εγώ φέρω. Για να γίνω αυτός που είμαι, μάχομαι ενάντια σ’ όλους τους ανέμους, αλλά χρησιμοποιώ μόνον τα μέσα που δεν με κάνουν άλλον από αυτόν που ο ίδιος είμαι. Γι’ αυτό μισώ τους οπαδούς, γι’ αυτό αρνούμαι να κολακέψω για να πείσω, γι’ αυτό η δουλική υποταγή ή έστω ο θαυμασμός των άλλων εμένα με προσβάλλει καίρια. Ο κόσμος που χωράει υποτελείς δεν είναι δικός μου. 

Εγώ ανοίγω μόνος τον δικό μου δρόμο, σφυραλατώ τον κόσμο μου και σμιλεύω τον εαυτό μου καλώντας στη γιορτή, όπου μόνος εγώ τιμώ τον εαυτό μου, μόνον όσους αντέχουν και θέλουν να δουν για πού ακριβώς τραβάω. Από τους άλλους ζητώ μόνο να μου δείξουν τον δικό τους δρόμο. Και ζητώντας το αυτό αναζητώ συμμαχητές και αντιπάλους αντάξιούς μου, τέτοιους που ο καθένας τους να θέλει να γίνει αυτός που ο ίδιος είναι, για να αναμετρήσει τη θέλησή τους και τον κόσμο του με την δική μου θέληση και τον δικό μου κόσμο. Και ούτε εδώ ούτε πουθενά δεν υπακούω σε υπερβατικά ηθικά προστάγματα. Περιφρονώ την Ηθική που με πλήττει αφόρητα, γιατί η δική μου μεγαλοφροσύνη είναι μόνο έκφανση της απόλυτης, της κυριολεκτικής ιδιοτέλειάς μου.

Ζητάω συμμαχητές και αντιπάλους αντάξιούς μου, γιατί μόνον αυτοί μπορούν να με διδάξουν, μόνον αυτοί μπορούν να κάνουν τα όπλα μου αιχμηρότερα, μόνον αυτοί μπορούν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά μου. Η δημοκρατία που διεκδικώ είναι το καθεστώς εκείνο όπου όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι θα είναι αντάξιοί μου. Είναι το καθεστώς όπου η κατάσταση του είναι έχει αποδοθεί στο γίγνεσθαι, δηλαδή το καθεστώς εκείνο όπου ο καθένας είναι και παραμένει αυτός που ο ίδιος γίνεται. Η δημοκρατία που διεκδικώ είναι η δημοκρατία αυτών που ο ΝΝ ονομάζει ελεύθερα πνεύματα. Είναι η δημοκρατία αυτών που εγώ ονομάζω κομμουνιστές.

Αυτή η δημοκρατία, ο κόσμος που εγώ απαιτώ, για να γίνω αυτός που ο ίδιος είμαι, κι ο μόνος κόσμος που είναι ικανός να με δεχτεί δεν είναι άλλος από τον κόσμο που διεκδίκησε ατελέσφορα η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου, όπως δεν είναι άλλος από τον κόσμο που θα κερδίσει η ύστατη, πριν από την έλευσή του, εξέγερση των κομμουνιστών. Ο κόσμος αυτός είναι ο μόνος που θα δικαιώσει όχι μόνον αυτή την πρώτη ευχή και αυτήν την ύστατη εξέγερση, αλλά και όλα όσα έγιναν στο μεταξύ, είναι ο μοναδικός κόσμος όπου όλα τα όνειρα θα λάβουν επιτέλους εκδίκηση. Κι αυτό σημαίνει ότι δεν μοπρώ να κατακτήσω αυτό τον κόσμο, αν δεν μετρήσω το τι είναι για μένα δικαίωση, αν δεν αναμετρηθώ με το ίδιο το δικό μου παρελθόν. Ο ΝΝ διδάσκει πως το μέλλον καθ’ εαυτό είναι ένα παθητικό και άμορφο κενό που δεν αφορά τίποτε και κανέναν. Το μέλλον ενδιαφέρει μόνον, γιατί αυτό μπορεί να αλλάξει το παρελθόν. Και αυτό είναι το τελευταίο και κορυφαίο του μάθημα. 

Αν πραγματικά ο κόσμος είναι συνάρθρωση αποτελεσμάτων, αν η συνάρθρωση είναι τέτοια που τίποτε δεν μπορεί να πειραχτεί χωρίς αυτός ν’ αλλάξει ολότελα, τότε το κάθε πράγμα έγινε αυτό που είναι, μόνον επειδή ολόκληρος ο κόσμος ακολούθησε ακριβώς εκείνη την πορεία που ακολούθησε και καμία άλλη, τότε και εγώ έγινα αυτός που είμαι, μόνον επειδή ολόκληρος ο κόσμος δούλεψε επί γενεές γενεών, για να φτάσει στο αποτέλεσμα που εγώ συνιστώ. Οπότε, για να γίνω εγώ αυτός που είμαι και για να κερδίσω εγώ τον κόσμο που διεκδικώ, είμαι υποχρεωμένος να πλάσω εγώ ακόμη και το δικό μου παρελθόν. Για να γίνω αυτός που είμαι, είμαι υποχρεωμένος να φτιάξω εκείνη την ενότητα με τον εαυτό μου όπου οι πράξεις που εξετέλεσα, οι σκέψεις που εξέφρασα, η δράση που ανέπτυξα, η συμπεριφορά που εξεδήλωσα να αποκτήσουν τη συνοχή του ενιαίου τρόπου ζωής που με κάνει αυτόν που είμαι, να αποτελέσουν τις αμοιβαία συνεπείς εκφάνεις της ενιαίας θέλησής μου. Για να γίνω αυτός που είμαι, έχω να εντάξω αυτό που ήμουνα σ’ αυτό που γίνομαι γιατί είμαι. Για να κερδίσω το μέλλον μου πρέπει να κατακτήσω το παρελθόν μου. 

Και για να κρίνω αν έγινα πραγματικά αυτός που είμαι και αν ο κόσμος που κατέκτησα είναι αυτός που μπορεί πραγματικά να με δεχτεί, ο ΝΝ με τοποθετεί, ριγώντας και ο ίδιος από δέος, μπροστά στο ακρότατο όριο της εσχάτης ευθύνης και μου απευθύνει το φρικτό και μεγαλειώδες εκείνο ερώτημα, που αποτελεί το απόλυτο κριτήριο της υπέρτατης δικαίωσης: Δέχομαι να περάσω ξανά μέσα από ανεξαιρέτως όλα όσα πέρασα, να ζήσω ξανά τα ίδια ακριβώς που έζησα, κι αυτό όχι μονάχα μία φορά, αλλά πάλι και πάλι και πάλι ώς το άπειρο, προκειμένου να φτάσω ξανά, αλλά και να φτάνω πάλι και πάλι και πάλι για πάντα, εκεί ακριβώς που έφτασα; Όχι μόνο αυτός που εγώ έγινα, αλλά και η αναπνοή του κόσμου ολόκληρου, κρέμεται από την απάντησή μου, γιατί εγώ και το εκεί που εγώ έφτασα είναι αποτελέσμα της πορείας του κόσμου. Και αν η πορεία αυτή διέφερε ακόμη και στο ελάχιστο, άλλος θα ήμουν εγώ και αλλού θα είχα φτάσει. Δεχόμενος το ερώτημα κάνω αυτό που εγώ έγινα μέτρο του κόσμου, και μόνος εγώ αποφασίζω και αποφαίνομαι αν, με μόνο μέτρο αυτό, όλα όσα έγιναν και όσα μέλλουν ακόμη να συμβούν άξιζε να γίνουν. Ο ΝΝ με ρωτάει: Προκειμένου να γίνω εγώ αυτός που είμαι και να είμαι πια αυτός που γίνομαι, δέχομαι να γυρίσει ξανά ολόκληρος ο κόσμος, για να διαβεί και πάλι τον ίδιο ακριβώς δρόμο, να επιστρέψουν όλα για να γίνουν ξανά ακριβώς όπως έγιναν; Και αυτό όχι μονάχα μια φορά, αλλά πάλι και πάλι και πάλι ώς το άπειρο;

Δέχομαι εγώ να διεξαχθούν ξανά όλοι οι πόλεμοι, να ενσκήψουν ξανά όλοι οι λιμοί, να καταπνιγούν ξανά όλες οι εξεγέρσεις, να διαπραχθούν ξανά όλα τα εγκλήματα, να τσαλαπατηθούν ξανά όλες οι ευαισθησίες; Κι αυτό πάλι και πάλι και ξανά και ξανά, φορές άπειρες; Και αν το θλιβερό σαρκίο μου δε λυγίσει μπροστά στο βάρος της απροσμέτρητης ευθύνης, και αν απαντήσω αδίστακτα πως, δέχομαι, γιατί άξιον εστί το τίμημα, τότε ο ήλιος θα γυρίσει, για να φωτίσει με το νόημά τους όλα όσα έγιναν και όσα μέλλουν ακόμη να συμβούν, τότε το πρελθόν του κόσμου θα αλλάξει, γιατί θα έχει δικαιωθεί, τότε η νίκη των κομμουνιστών θα φτιάξει την αλήθεια του κόσμου. 

Ως εκεί και σε τίποτε λιγότερο καλώ τη δική μου παρέμβαση πάνω στην ίδια την προσωπική μου στάση να φτάσει, έτσι ζητώ να συγκροτήσω το πολιτικό περιεχόμενο της αξιοπρέπειας αυτής της στάσης. Ξέρω πως έτσι σηκώνω μόνος τις τύχες του κόσμου ολόκληρου, ξέρω πως έτσι αναλαμβάνω μόνος εγώ, με μόνο μέτρο αυτό που ο ίδιος είμαι, να δικαιώσω και την πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου και την ύστατη εξέγερση των κομμουνιστών και όλα όσα έγιναν στο μεταξύ. Αυτό είναι το τίμημα για να γίνω εγώ αυτός που είμαι, αυτό είναι το τίμημα που καλείται ο καθένας από μας να πληρώσει για να γεφυρώσει την άβυσσο που χωρίζει σήμερα την πολιτική ανυπαρξία της παράταξής μας από αυτό το οποίο η παράταξη αυτή είναι, και είναι γιατί μπορεί, και μπορεί γιατί ο καθένας θέλει, να γίνει. Και αν ο καθένας μας αναλάβει, με τον απαράγραπτο δικό του προσωπικό τρόπο, την ευθύνη της δικής του αξιοπρέπειας, τότε δεν υπάρχει εμπόδιο που μπορεί να σταθεί μπροστά μας. Η θεωρία και η πρακτική μας, οι προτάσεις και η δράση μας θα γίνουν αντάξιές μας, θα γίνουν τα ανίκητά μας όπλα. Γινόμενοι αυτό που είμαστε δεν έχουμε να χάσουμε παρά τις αλυσίδες που μας κάνουν άλλους. Κερδίζουμε ολόκληρο έναν κόσμο: Τον ίδιο τον εαυτό μας μέσα σ’ έναν κόσμο που είναι ο μόνος αντάξιός μας, ο μόνος ικανός να μας δεχτεί.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Αριστείδη Μπαλτά Αντικείμενα και Όψεις του εαυτού (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2001) [κεφ. «Κομμουνισμός ή Κουραφέξαλα;», 1987]

Πηγή Red NoteBook

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

«Οι καπιταλιστές εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις ευκαιρίες της κρίσης»


Συνέντευξη του Ρ. Γουλφ στον Χ. Πολυχρονίου


Ο Richard Wolff, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Αμχερστ και νυν επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Διεθνών Σχέσεων στο New School στη Νέα Υόρκη (διδάσκει επίσης στο Μπρεχτ Φόρουμ του Μανχάταν), είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης ριζοσπαστικής πολιτικής οικονομίας και από τους πιο δημοφιλείς μαρξιστές αναλυτές. Εχει δημοσιεύσει μια μεγάλη σειρά από βιβλία και άρθρα που αναλύουν τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (ή τον κομμουνισμό) από μια εναλλακτική μαρξιστική προσέγγιση. Είναι επίσης τακτικός αρθρογράφος στο «Truthout» και διαθέτει τη δική του εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή στην πόλη της Νέας Υόρκης. Σπούδασε οικονομικά και ιστορία στα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ (πτυχίο ιστορίας), του Στάνφορντ (μεταπτυχιακό στα οικονομικά) και του Γέιλ (μεταπτυχιακό στην ιστορία και διδακτορικό στα οικονομικά).


* Σε μια επιστημονική εργασία μαζί με τον Stephen Resnick πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια για ένα βιβλίο για τον καπιταλισμό και το μαρξισμό που επιμελήθηκα, επισημάνατε ότι υπήρχε μια εποχή που θεωρείτο πως οι κοινωνίες μπορεί να ακολουθήσουν «μία από δύο αλληλοαποκλειόμενες μορφές [κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης]. Η πρώτη μορφή, ο καπιταλισμός, ορίζεται συνήθως με βάση τρία βασικά στοιχεία: τις αγορές (που καθορίζουν τις τιμές και τους μισθούς), την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης) και, ως εκ τούτου, τη μισθωτή εργασία. Ο δεύτερος, ο κομμουνισμός (ή ο σοσιαλισμός), ορίζεται γενικά ως η απουσία των ίδιων τριών στοιχείων». Από τότε, παραμένετε ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας ότι δεν είναι αυτές οι μεταβλητές που ξεχωρίζουν τον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

- Στην ανάλυσή μου, οι επιθετικοί προσδιορισμοί «καπιταλιστική» και «σοσιαλιστική» αναφέρονται σε ταξικές διαδικασίες. Οι ταξικές διαδικασίες είναι διαφορετικές από τις διαδικασίες που περιλαμβάνουν την κατοχή ιδιοκτησίας, αλλά και από τις διαδικασίες των αγοραίων ανταλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής μεταξύ μισθών και εργασιακής δύναμης. Οι ταξικές διαδικασίες ορίζονται επακριβώς ως η παραγωγή, η λήψη και η διανομή της πλεονάζουσας εργασίας. Αυτές είναι οι διαδικασίες που συγκροτούν μια ταξική δομή.

Ετσι, η προσέγγισή μου διαφέρει από τις παραδοσιακές συζητήσεις για τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, εστιάζοντας την προσοχή σε μια διαφορετική μεταβλητή όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Στην προσέγγισή μου, ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός αναφέρονται στο ζήτημα της ταξικής δομής, τη συγκεκριμένη μορφή των διαδικασιών παραγωγής, λήψης και διανομής της πλεονάζουσας εργασίας. Κάτω από το συγκεκριμένο ορισμό, οι ταξικές διαδικασίες είναι διαδραστικές και αλληλοεξαρτώμενες, αλλά και τελείως διαφορετικές από μη ταξικές διαδικασίες όπως η ιδιοκτησία (ιδιωτική, συλλογική ή κρατική), η διανομή (αγορές, κεντρικά κατευθυνόμενη διανομή, εθιμικές πρακτικές διανομής) και η ισχύς (κατανομή της εξουσίας μεταξύ ατόμων, επίπεδα διακυβέρνησης, κ.ο.κ.).

Καπιταλισμός

* Εάν δεν είναι η μισθωτή εργασία, οι αγορές και η ιδιωτική ιδιοκτησία που καθορίζουν τις καπιταλιστικές ταξικές διαδικασίες, τι ακριβώς είναι ο καπιταλισμός;

- Κρίσιμο για την επιχειρηματολογία μου σχετικά με τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα είναι ότι δεν υπάρχει αναγκαία ή μηχανική σύνδεση μεταξύ οποιουδήποτε από αυτούς τους παράγοντες και της παρουσίας μιας συγκεκριμένης μορφής ταξικής διαδικασίας. Δεν είναι η μισθωτή εργασία, οι αγορές, η ιδιωτική ιδιοκτησία, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η διαθεσιμότητα φυσικών πόρων ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας ή υποσύνολο παραγόντων που αποτελούν τους καθοριστικούς παράγοντες των καπιταλιστικών, ας πούμε, ταξικών διαδικασιών. Αντιθέτως, είναι το σύνολο των συνθηκών, το σύνολο όλων των παραγόντων που αλληλεπιδρούν και, ως εκ τούτου, δημιουργούν την ιδιαίτερη μορφή των ταξικών διαδικασιών.

Επομένως, ο καπιταλισμός είναι η συγκεκριμένη ταξική διαδικασία, δηλαδή η οργάνωση του πλεονάσματος, στην οποία αυτοί που παράγουν το πλεόνασμα είναι διαφορετικοί άνθρωποι από εκείνους που ιδιοποιούνται και στη συνέχεια διανέμουν κοινωνικά αυτό το πλεόνασμα, με στόχο την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών ταξικών διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό, ο καπιταλισμός είναι όπως ο φεουδαλισμός και η δουλεία. Αυτό που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το φεουδαλισμό και τη δουλεία είναι η σχέση μεταξύ των παραγωγών του πλεονάσματος και των σφετεριστών.

Στον καπιταλισμό, υπάρχει συμβατική σχέση (σε αντίθεση με την ιδιοκτησία, όπως στη δουλεία, ή την προσωπική σχέση της δουλοπαροικίας, όπως στον φεουδαλισμό) μεταξύ του παραγωγού του πλεονάσματος και του σφετεριστή μέσω του συστήματος των μισθών. Αλλά για να ωθήσω το επιχείρημα σε μια ακραία λογική, εάν οι καπιταλιστικές ταξικές διαδικασίες μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια κοινωνία χωρίς μισθωτή εργασία, χωρίς αγορές και χωρίς ατομική ιδιοκτησία, θα μπορούσε αυτή η κοινωνία να εξακολουθεί να ονομάζεται καπιταλιστική;

Η απάντηση που προκύπτει με βάση τον ορισμό που θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει τη μαρξιστική ταξική προσέγγιση είναι «ναι», αν μπορούμε να αποδείξουμε ότι όλοι οι άλλοι κοινωνικοί παράγοντες (εκτός από τη μισθωτή εργασία, τις αγορές και την ιδιωτική ιδιοκτησία) που επηρεάζουν την ιδιαίτερη οργάνωση της παραγωγής, της λήψης και της διανομής της πλεονάζουσας εργασίας έχουν μια υπερπροσδιορισμένη καπιταλιστική μορφή.

* Αυτό συνεπάγεται, επομένως, ότι το ποιος κυριαρχεί στο κράτος, την οικονομία και την κοινωνία, που ήταν η θέση διαφόρων σοσιαλιστών και κομμουνιστών, από τον Λένιν έως τον Οσκαρ Λάνγκε και τον Πολ Σουίζι, δεν είναι αυτό που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό.

- Ακριβώς. Αυτό που διαφοροποιεί ένα σύστημα είναι, όπως έδειξε ο Μαρξ, ο τρόπος που «αντλείται το πλεόνασμα από τους παραγωγούς». Αν συλλογικά οι ίδιοι οι παραγωγοί του πλεονάσματος (i) καθορίζουν το μέγεθος του πλεονάσματος που παράγουν (ii) το ιδιοποιούνται και (iii) το διανέμουν κοινωνικά, τότε έχετε σοσιαλισμό ή κομμουνισμό. Κάτω από τον καπιταλισμό, οι παραγωγοί του πλεονάσματος αποκλείονται από τον καθορισμό της ιδιοποίησης ή της κατανομής της υπεραξίας.

Σοβιετικό σύστημα

* Από τη σκοπιά της μαρξιστικής ταξικής ανάλυσης ποια ήταν η φύση της σοβιετικής οικονομίας και κοινωνίας;

- Νομίζω είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι το σύστημα στην ΕΣΣΔ δεν ήταν δομημένο έτσι ώστε να μπορούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να ιδιοποιούνται και να διανέμουν τα πλεονάσματά τους. Ως εκ τούτου, το σοβιετικό σύστημα δεν αποτελείωσε τον καπιταλισμό· άλλαξε τη μορφή του. Αντί του ιδιωτικού καπιταλισμού (σφετεριστές επιλεγμένοι από μετόχους και χωρίς κρατικές θέσεις), θεσμοποίησαν τον κρατικό καπιταλισμό (κρατικοί αξιωματούχοι που λειτουργούσαν ως σφετεριστές του πλεονάσματος). Ο Λένιν το αναγνώρισε αυτό το γεγονός, ελπίζοντας ότι ο κρατικός καπιταλισμός θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα βήμα στο δρόμο προς το σοσιαλισμό. Εκτός από ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις αγροτικές κολεκτίβες τη δεκαετία του 1930 και του 1940, η σοσιαλιστική ή κομμουνιστική ταξική δομή δεν ήταν διαδεδομένη στην ιστορία της ΕΣΣΔ.

* Πώς το εξηγείτε;

- Υπάρχει ένα σημαντικό θέμα στο έργο του Μαρξ που χρησιμοποιεί ένα προσεκτικό προσδιορισμό αυτού που αποκαλεί αναγκαία και πλεονάζουσα εργασία για τη διαφοροποίηση μεταξύ των οικονομικών συστημάτων.

Εν συντομία, το θέμα αυτό υποστηρίζει ότι σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ορισμένα μέλη εργάζονται για να μετατρέψουν τη φύση σε αντικείμενα των ανθρώπινων αναγκών και της επιθυμίας. Τα μέλη αυτά εκτελούν αναγκαία εργασία, την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για να εξασφαλιστεί το βιοτικό επίπεδο που επιθυμούν. Ομως συνεισφέρουν επιπλέον δουλειά πέρα από αυτό. Αυτή η πρόσθετη ποσότητα της εργασίας είναι αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί η πλεονάζουσα εργασιακή δύναμή τους.

Με τον ορισμό του Μαρξ για την πλεονάζουσα εργασιακή δύναμη, η εκμετάλλευση (που ορίζεται ως οποιαδήποτε κατάσταση κατά την οποία οι παραγωγοί του πλεονάσματος είναι διαφορετικοί άνθρωποι από τους σφετεριστές του) δεν λαμβάνει χώρα μόνο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Μπορεί να εμφανιστεί σε άλλα συστήματα, όπως η δουλεία και ο φεουδαλισμός, τα οποία εν συντομία ανέφερε ο Μαρξ. Αλλά εμφανίστηκε και στη Σοβιετική Ενωση για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν σε σχέση με την ιδιοποίηση και τη διανομή της πλεονάζουσας εργασίας. Το επιχείρημα αυτό αναπτύσσεται πλήρως στο βιβλίο Stephen Resnick και Richard Wolff, «Ταξική θεωρία και ιστορία: Ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ» (New York, Routledge, 2002).

* Ο σοσιαλισμός και η άμεση συμμετοχική δημοκρατία φαίνεται να είναι αλληλένδετα στοιχεία στις αναλύσεις σας για το μέλλον της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων. Κάποιοι επικριτές θα μπορούσαν να επισημάνουν ότι αυτή η άποψη ενέχει τον υπαινιγμό ότι οι άνθρωποι είναι απόλυτα ικανοί να παραμερίσουν την εγωιστική τους φύση, που είναι σαν να λέμε ότι το μέλλον του σοσιαλισμού εξαρτάται από ένα «νέο άνθρωπο».

- Η συντομότερη απάντηση είναι ότι η «φύση» των ανθρώπων είναι κοινωνικά προσδιορισμένη, μια εξελισσόμενη ποιότητα. Ο καπιταλισμός εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε διάφορες μορφές συμπεριφοράς (στην πραγματικότητα, τους κάνει ηλίθιους), οι οποίες μορφοποιούνται και καθορίζονται από τις απαιτήσεις που τους θέτουν τα βασικά στοιχεία ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Η εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης στην παρούσα φάση είναι αυτό που παράγει αυξανόμενες απαιτήσεις για κοινωνική αλλαγή πέρα από τον καπιταλισμό. Η αλλαγή προς το σοσιαλισμό θα συμβάλει περαιτέρω στην ανάπτυξη του ανθρώπου και της «φύσης» του.

Η κρίση

* Πολλοί στην Αριστερά διατείνονται ότι η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο αναπτυγμένος καπιταλισμός είναι απειλητική για τη ζωή του συστήματος. Ωστόσο, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ενώ το βιοτικό επίπεδο για τους περισσότερους μέσους εργαζομένους συρρικνώνεται και κυριαρχεί η μάστιγα της μακροχρόνιας ανεργίας. Τι είδους καπιταλιστική κρίση είναι αυτή;

- Ο καπιταλισμός πάντα προσπαθεί να μετατρέψει τις εσωτερικές αντιφάσεις του και τις περιοδικές κρίσεις προς όφελός του. Να μετατρέψει, όπως έλεγε ο Μάο, τα κακά πράγματα σε καλά πράγματα. Η τρέχουσα κρίση (2007-σήμερα) έχει προσφέρει στους καπιταλιστές ευκαιρίες που τις εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι χρηματοοικονομικές και άλλες μεγάλες εταιρείες έσπευσαν να κινητοποιήσουν την κυβέρνηση, προκειμένου να τους προσφερθεί κρατική χρηματική βοήθεια για να αποφύγουν την κατάρρευση.

Είναι σαφές σε όλους ότι η προσφυγή των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων σε κρατική στήριξη διακωμωδεί την όλη επιχειρηματολογία της προηγούμενης εποχής περί αποτελεσματικού ιδιωτικού τομέα και άχρηστου δημόσιου τομέα. Κανένα πολιτικό αδιέξοδο (που πάντα εμφανίζεται όταν αφορά κοινωνικά προγράμματα και βοήθεια προς τους φτωχούς και την εργατική τάξη) δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να αντιδράσει ταχύτατα και σχεδόν ομόφωνα στη διοχέτευση τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε δάνεια, εγγυήσεις, επενδύσεις, και άλλες μορφές τονωτικών δαπανών προς τις μεγάλες χρηματοοικονομικές/χρηματοπιστωτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις.

Εν τω μεταξύ, το σύστημα έχει σταματήσει να εκπληρώνει τις υποσχέσεις του. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι καταδικασμένοι από την επανειλημμένη καταστροφή των θέσεων εργασίας, των εργασιακών προνομίων και στην ασφάλεια της εργασίας. Πολλοί επίσης βρίσκονται αντιμέτωποι με την κατάσχεση των σπιτιών τους και ζοφερές προοπτικές απασχόλησης για τα ίδια τα παιδιά τους.

Το προσωπικό, οικογενειακό και οικονομικό κόστος της αποτυχίας στην αντιμετώπιση των καπιταλιστικών κρίσεων είναι συγκλονιστικό. Το καπιταλιστικό σύστημα μας στερεί το σύνολο της παραγωγής και του πλούτου που θα μπορούσε να παραχθεί αν οι άνθρωποι που στερούνται θέσεις εργασίας συνδυάζονταν με τα μέσα παραγωγής που είναι αδρανή και αναξιοποίητα.

* * * *

«Τα κοινωνικά κινήματα δεν έχουν εξελιχθεί ακόμη σε πολιτικές οργανώσεις»

Το όλο εγχείρημα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα εναλλακτικά μοντέλα

* Και όμως, τι κάνει η Αριστερά;

- Αν και η καπιταλιστική κρίση προσφέρει επίσης, με διαλεκτικό τρόπο, ευκαιρίες στους αντικαπιταλιστές, εν τούτοις εκείνοι μόλις έχουν αρχίσει να τις εκμεταλλεύονται. Πολλοί από τους σημερινούς ριζοσπάστες έχουν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα, τις έννοιες και την εικόνα που σχετίζονται με τις προηγούμενες μορφές αντικαπιταλισμού: τον παραδοσιακό σοσιαλισμό, την ΕΣΣΔ, την Κίνα και τις περιθωριοποιημένες, συχνά σεκταριστικές ομάδες που εξακολουθούν να ταυτίζονται με τις εν λόγω μορφές. Διάφορα είδη αναρχισμού και ανορθόδοξου μαρξισμού (παλαιά και νέα) έχουν έρθει στην επιφάνεια και έχουν βρει συνοδοιπόρους στην Αριστερά. Αυτά τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα έχουν διαμορφώσει κριτικές αναλύσεις για την κρίση που βρίσκεται στις ρίζες του καπιταλισμού, αλλά δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί ή συγχωνευθεί σε πολιτικές, μόνιμες και αυτοσυνειδητοποιούμενες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις.

* Ενδεικτικά παραδείγματα από το σημερινό κόσμο που θα λέγατε ότι δείχνουν το μέλλον του σοσιαλισμού;

- Σε πάρα πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, αναπτύσσονται γρήγορα αντικαπιταλιστικές κοινωνικές συνειδήσεις και αντικαπιταλιστικές συνιστώσες κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αυτή η απόκτηση συνείδησης είναι πολύ σημαντική ασχέτως του γεγονότος ότι σε πολλές χώρες δεν συνοδεύεται ακόμη από πιο αναπτυγμένες μορφές οργάνωσης. Βλέπεις ότι ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο καπιταλισμός ήταν γενικά αποδεκτός χωρίς κριτική, το επίπεδο της αντικαπιταλιστικής κριτικής είναι μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη φορά από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης του ΄30.

Κινήματα που στοχεύουν στο να αντικαταστήσουν την καπιταλιστική οργάνωση του πλεονάσματος με συλλογικές (σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές) μορφές του πλεονάσματος αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο. Εως τώρα, αυτά τα κινήματα παραμένουν σκόρπια και μικρά (με εξαίρεση το Μοντραγκόν στην Ισπανία), αλλά η ανάπτυξή τους και η αυξανόμενη έμφαση που δίνουν στους εργατικούς συνεταιρισμούς αποτελούν άλλη μία έκφραση της αυξανόμενης αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Οσον αφορά το Μοντραγκόν, είναι το μεγαλύτερο και ίσως το πιο επιτυχημένο παράδειγμα αυτοδιοικούμενων επιχειρήσεων στον κόσμο.

Η Συνεταιριστική Επιχείρηση του Μοντραγκόν ξεκίνησε το 1956 με έξι εργάτες, που οργανώθηκαν γύρω από ένα συνεταιρισμό εμπνευσμένοι από τις ιδέες και την πρωτοβουλία ενός Ισπανού ιερέα, και σήμερα απασχολεί πάνω από 100.000 εργαζομένους. Είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση στο βασκικό τμήμα της Ισπανίας και η δέκατη μεγαλύτερη επιχείρηση σε όλη την Ισπανία. Διαθέτει εκτεταμένα εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης, δημιουργώντας νέους τρόπους για την παραγωγή νέων προϊόντων, και έχει το δικό της πανεπιστήμιο για να εκπαιδεύει τους εργαζομένους της και όσους άλλους ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση και τη λειτουργία δημοκρατικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Το όλο εγχείρημα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα εναλλακτικά μοντέλα στα οικονομικά και την πολιτική του καπιταλισμού. 

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Red NoteBook

Κομμουνισμός. Γιατί όχι; Ή τι άλλο;


του Χρήστου Λάσκου


«Το να κρίνουμε τον σοσιαλισμό βάσει των αποτελεσμάτων του εντός των ορίων μιας απελπιστικά απομονωμένης χώρας ισοδυναμεί με το να βγάζουμε συμπεράσματα για την ανθρώπινη φυλή βάσει κάποιας μελέτης επάνω σε ψυχοπαθείς στο Καλαμαζού».
T. Eagleton


Κινούμαστε, πλέον, στον 7ο χρόνο από το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Κι όσο κι αν το σύστημα απέτρεψε την κατάρρευση επιλέγοντας να προβεί στη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην ιστορία του καπιταλισμού, φροντίζοντας να ρίξει δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια για την προστασία του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα θεμελιώδη προβλήματα παραμένουν ανεπίλυτα.

Η απομόχλευση προχωράει με ρυθμούς χελώνας, το ιδιωτικό χρέος παραμένει πρωτοφανές ιστορικά, το δημόσιο, με όλη τη δολοφονική λιτότητα, ελάχιστα συμπιέζεται.

Η κάμψη της παραγωγής έχει αγγίξει έντονα και τα αναδυόμενα «θαύματα», η μεγέθυνση αγκομαχάει. Η συσσώρευση υστερεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε οποιαδήποτε ανάκαμψη βασισμένη σε επενδύσεις να αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.

Πράγματα λογικά κι αναμενόμενα, βέβαια, στο μέτρο που τα ποσοστά κέρδους δεν ανακάμπτουν στο δέοντα, για τους κατόχους κεφαλαίου, βαθμό, παρόλο που οι ασκούμενες πολιτικές έχουν επιτύχει μια εκτίναξη της μάζας του κέρδους οφειλόμενη σε μια απίστευτη αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος του κόσμου της εργασίας.

Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα συνεχίσει να κινείται σε μια παρόμοια τροχιά έως ότου αναληφθεί η καταστροφή του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου στην έκταση που απαιτείται.

Γι΄ αυτό και όλο και περισσότερο συνειδητοποιείται -ακόμη και από τα συστημικά θινκ τανκς- πως ένα νέο επεισόδιο, μεγαλύτερο κι απ’ αυτό του 2008, είναι αναπόφευκτο τα επόμενα χρόνια. Ομολογείται, δηλαδή, πως δεν υπάρχει «ομαλή» λύση επαναφοράς στη προηγούμενη της κρίσης συνθήκη και αρχίζει να λέγεται πως, όπως και με την κρίση του μεσοπολέμου, «τίποτε δεν αποκλείεται». Δεν είναι τυχαίο, έτσι, πως ο Βάλτερ Μίνχαου των Financial Times προϋπαντεί το 2014 βρίσκοντάς του ισχυρές αναλογίες με το 1914 του Μεγάλου Πολέμου.

Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο ανανήψας θατσερικός Τζον Γκρέυ: «Οι μεσαίες τάξεις ανακαλύπτουν εκ νέου τις συνθήκες υπό τις οποίες υπέφερε το προλεταριάτο του δέκατου ένατου αιώνα, δηλαδή την οικονομική ανασφάλεια χωρίς περιουσιακά στοιχεία». Ορθή διαπίστωση, που σημαίνει πως, ακόμη και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού προλεταριοποιείται με ρυθμούς ραγδαίους, ενώ, την ίδια στιγμή, αποστερείται όλα εκείνα τα δημόσια αγαθά, που, ως επιστέγασμα μεγάλων, αιματηρών και μακροχρόνιων αγώνων, άλλαξαν τόσο τη ζωή των ανθρώπων μετά το 1945.

Να, λοιπόν, που, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκεί που προσπαθούσαν να μας πείσουν επί δεκαετίες πως ο μαρξισμός «έχει ξεπεραστεί», ξεπερασμένος, από την άποψη των άμεσων συμφερόντων και αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού, φαίνεται να είναι ο καπιταλισμός. Αλλά και με γνώμονα τα δικά του μέτρα, η αδυναμία του να συνεχίσει τη συσσώρευση χωρίς την πρόκληση τεράστιων καταστροφών δείχνει ότι η μαρξική διατύπωση πως όριο του κεφαλαίου είναι το ίδιο το κεφάλαιο βρίσκει σήμερα τη πιο ηχηρή της επιβεβαίωση. Σε συνδυασμό με την οικολογική διακινδύνευση, που αδυνατεί να διαχειριστεί με στοιχειωδώς ασφαλή τρόπο και την τρομερή εξαθλίωση, που προκαλεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αλλά και μέσα ακόμη στους «θύλακες ευημερίας», νομίζω πως το ζήτημα της ευθανασίας του επανατίθεται από τα πράγματα.

Που σημαίνει πως η επικαιρότητα του επαναστατικού προτάγματος επανέρχεται δριμέως. Που σημαίνει, δηλαδή, πως η επαναφορά του Μαρξ, ως αποδεκτού οικονομολόγου ακόμη κι από τον Εκόνομιστ δεν είναι παρά μια προσπάθεια να ξεχαστεί πως ο Μαρξ δεν ήταν οικονομολόγος, ούτε επιστήμων (sic) γενικώς. Να τινάξει το καπιταλιστικό σύμπαν στον αέρα ήταν ο στόχος του. Άρα, αν ο μαρξισμός ξαναγίνεται επίκαιρος, τότε η «ανατίναξη» είναι ακόμη πιο επίκαιρη.

Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να μιλήσουμε ξανά για τον κομμουνισμό. Να ξαναθέσουμε το αίτημα της αταξικής κοινωνίας ως γέννημα της πραγματικής τωρινής κίνησης, που αντιστέκεται, καταργεί και δημιουργεί. Να αντικρύσουμε εκ νέου το φάντασμα να «πλανιέται πάνω από την Ευρώπη», πάνω από τον κόσμο.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο εκκινούσε με το φάντασμα ανταποκρινόμενο πολιτισμικά στη γκόθικ ατμόσφαιρα της εποχής του, αλλά και γιατί κάτι πραγματικά στοίχειωνε τον ύπνο των αφεντικών. Οι επικίνδυνες τάξεις στριφογύριζαν, βρίσκονταν σε κίνηση ακόμη κι όταν δεν το έβλεπε κανείς. Ενώ τα χτυπήματα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στα εθιμικά δικαιώματα των φτωχών ήταν διαρκή και εξαιρετικά αποτελεσματικά, ισοπεδώνοντας όρους ζωής, που κρατούσαν αιώνες στην Ευρώπη, φτιάχνοντας τους απόλυτα αποστερημένους άμεσους παραγωγούς χωρίς τους οποίους το κεφάλαιο το ίδιο δεν υπάρχει, ταυτόχρονα δημιουργούσαν το κίνημα που άλλαζε τον κόσμο διαρκώς.

Σήμερα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις, υλικές, γνωστικές και επικοινωνιακές, ώστε μια ποιοτικά πλούσια εξισωτική κοινωνία να είναι δυνατή. Μια κοινωνία, με διανεμητική αρχή «ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», είναι σε σημαντικό βαθμό εφικτή.

Και το γεγονός πως ο κομμουνισμός είναι μια λέξη που μαγαρίστηκε ιστορικά δεν αποτελεί λόγο αποσιώπησης. Το ίδιο συνέβη με όλες τις ευγενικές εκφράσεις των ανθρώπινων συλλογικών ονείρων. Δεν πρόκειται για μοίρα που του ανήκει αποκλειστικά ή κατεξοχήν.

Επιπλέον, τώρα ξέρουμε ξανά –και από εμπειρία αυτή τη φορά– τι είναι και τι δεν είναι.

Δεν είναι μια κοινωνική θέσμιση στρατοπεδικής εξίσωσης προς τα κάτω, αλλά εκείνη η κοινωνία, όπου «η απελευθέρωση του καθενός είναι όρος για την απελευθέρωση όλων». Προσοχή: πρώτα ο καθένας μετά οι όλοι.

Το γεγονός δε πως η απελευθέρωση δεν μπορεί ποτέ να επιτελεστεί ως κατά μόνας ηδονή δεν σημαίνει πως προσβλέπει πρωταρχικά στο κράτος.

Ο κομμουνισμός δεν είναι γενικευμένος κρατισμός, αλλά καθολική συνεργασία των ανθρώπων, η κοινωνία των «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών». Γι’ αυτό και ο Μαρξ αν, έξαλλος, αποκήρυξε μετά βδελυγμίας κάτι στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, αυτό είναι η ακραία κρατιστική απόκλιση αυτού του πρώτου σοσιαλιστικού προγράμματος.

Αυτής της θέσμισης είναι η ώρα σήμερα περισσότερο από ποτέ. Ας αρχίσουμε να το λέμε περισσότερο. Γιατί για τρέχουσα πολιτική πρόκειται, για άμεση απάντηση πριν η αμαξοστοιχία εκτροχιαστεί. Γιατί, επιπλέον, από σήμερα χτίζεται δεν παραπέμπεται στο μακρινό μέλλον. Ή αλλάζει από τώρα τον κόσμο ή δεν θα τον αλλάξει ποτέ.

* * *

Η επανάκαμψη του Μαρξ αυτή την επιτακτική επικαιρότητα του κομμουνισμού υποσημειώνει. Και, μαζί, αντανακλά την ένοχη συνείδηση του κεφαλαίου.

Του κεφαλαίου, που, όπως έγραψε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ ενώ «δεν ήταν παρά ένας αρχάριος κακοποιός την εποχή που ο Μαρξ σχεδίαζε το πορτρέτο του, σήμερα έχει γίνει ένας δολοφόνος κατά συρροή που ρημάζει ολόκληρο τον πλανήτη».

Οι μέρες οι καλές, η «χρυσή μεταπολεμική εποχή» δεν θα ξανάρθει. Δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική εκτός από τον αντικαπιταλισμό, ακόμη κι αν έχουμε πολύ μετριοπαθείς προσδοκίες για την ανθρώπινη ζωή. Γι’ αυτό, λοιπόν, κομμουνισμός.

Πηγή alterthess και δυο σχόλια από Red Notebook

Σχόλιο από: Leftrip

Ο αρθρογράφος παρουσιάζει ορθά την διαδικασία προλεταριοποίησης της μεσαίας τάξης στις Δυτικές κοινωνίες μέσω των προγραμμάτων λιτότητας και της μείωσης του κοινωνικού κράτους. Παρόλαυτα, δεν περιλαμβάνει στην ανάλυση τις αντίστροφες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, πολλές από αυτές είναι ιδιαίτερα πολυπληθής και με σημαντικό γεωστρατηγικό ρόλο. Ο Δυτικός καπιταλισμός προ 50 ετών εκπροσωπούσε το 1/6 της γης πλυθησμιακά, ενώ σήμερα μιλάμε για τα 4/6, τουλάχιστον. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μία τεράστια συμπίεση στο σύστημα, και ειδικά στις μεσαίες τάξεις των παραδοσιακών χωρών. Αν προσθέσει κανείς και την δύναμη των πολυεθνικών, παράλληλα με την υποχώρηση της πολιτικής έναντι του κεφαλαίου, το μείγμα παρουσιάζεται εκρηκτικό. Θέλουν και άλλοι να γευτούν την ευημερία που ζήσαμε, και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν.

Σχόλιο από: aftercrisis

Η μηχανή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, φαίνεται να έχει σήμερα σοβαρότατα προβλήματα «απόδοσης» στην παλιά Δύση (ΗΠΑ + Ευρώπη). Αντίθετα, στην Κίνα (και σε άλλα BRICS) ο δυναμισμός της, προς το παρόν, εμφανίζει ασταμάτητη ανοδική τάση. 

Ωστόσο, για τη μεσο-μακροπρόθεσμη διάρκεια (σε κλίμακα 30 - 50 ετών), οι παρατηρήσεις του I. Wallerstein - και άλλων - για το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα φαίνονται εύλογες. Η πτώση της συσσωρευτικής ζήτησης και η τάση του ποσοστού του κερδους στη Δύση λόγω υπερσυγκέντρωσης του πλούτου, η σχετική σπάνη στις πρώτες ύλες, η κλιματική αλλαγή, είναι οι 3 ισχυροι αντίρροποι άνεμοι.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Αστικό κράτος και "κυβέρνηση της αριστεράς": δύο κείμενα από το Red NoteBook


2014: Χρόνος της Αριστεράς 

του Χρήστου Λάσκου


Είναι περισσότερο από πιθανό πως το 2014 θα σημάνει την αναμενόμενη πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς τους επόμενους μήνες συνιστά μια πολύ αληθοφανή δυνατότητα.

Μετά από τέσσερα χρόνια άγριων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες στην πραγματική τους στόχευση, που δεν ήταν άλλη από το φόρτωμα της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους και τους φτωχούς, η ελληνική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν, φαίνεται πως θα αναλάβει να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων και από κυβερνητικές θέσεις.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή η πολιτική αλλαγή θα επέλθει δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Η συντελεσμένη οικονομική και κοινωνική καταστροφή κάνει τα πράγματα ασφυκτικά. Ο διεθνής συσχετισμός, από την άλλη, οφθαλμοφανώς ευνοεί τον αντίπαλο. Δεδομένου, μάλιστα, αυτού που διακυβεύεται η αντίδραση θα είναι λυσσαλέα.

Με άλλα λόγια, η προβλεπόμενη πορεία δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Πράγμα που σημαίνει πως αυτό στο οποίο καλούμε τον κόσμο να εμπλακεί πολύ απέχει από την λίγο ως πολύ ομαλή πορεία εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου (;) προγράμματος.

Πρέπει να το λέμε, συνεχώς. Κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Χωρίς μεγάλα περιθώρια τόσο στις επιλογές όσο και στους ρυθμούς.

Το καλό νέο είναι πως η σύγκρουση συνιστά μονόδρομο –να μια χρήση της λέξης, που έχει πραγματική σημασία. Θέλω να πω, αν δεν υπάρξει σύντομα ανάσχεση και αναστροφή της μνημονιακής πορείας δεν είναι απίθανη ακόμη και η ολοσχερής κατάρρευση. Πράγμα που είμαστε υποχρεωμένοι να εμποδίσουμε. Η ολοσχερής κατάρρευση, όνειρο μόνο μηδενιστών σε παράκρουση, προδιαγράφει ένα μέλλον αναντίστρεπτης, μάλλον, βαρβαρότητας.

Με όρους Μπένγιαμιν, η πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα είναι αναγκαία ακριβώς για να βάλει φρένο στην καταστροφή. Να δώσει τη δυνατότητα στους «μικρούς ανθρώπους» να ανασάνουν μετά από πολύ καιρό, να πιστέψουν πως μια ζωή με αξιοπρέπεια είναι διεκδικήσιμη ξανά. Κι έτσι να δημιουργήσει τους όρους ενός αληθινά ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.


Όπως ήδη ειπώθηκε, οι συνθήκες είναι εξαιρετικά προβληματικές. Με μια οικονομία στο χείλος της διάλυσης και με τα αφεντικά έτοιμα να μας πνίξουν. Με τον κόσμο της εργασίας σε μια κατάσταση βουβής αναμονής και την κοινωνική κινητοποίηση σε, προσωρινή έστω, αναστολή. Και, κυρίως, με το αντικειμενικό δεδομένο πως οι συνθήκες ακραίας βιοτικής ανασφάλειας εκτρέφουν πρωταρχικά φόβο, ατομικισμό, κτητικότητα και θανάσιμο ανταγωνισμό σε έναν πληθυσμό που ιδεολογικά ακόμη είναι, από πολλές απόψεις, στην «άλλη πλευρά».


Τι απαιτείται για να τα καταφέρουμε; Αποφασιστικότητα, ανυποχώρητο φρόνημα πως το δίκιο είναι μαζί μας και ξεκάθαρες στοχεύσεις. Όχι πολλά, αλλά σαφή πράγματα.

Στην πραγματικότητα, αυτά που ήδη λέμε. Άμεσο σταμάτημα της δολοφονικής λιτότητας, επαναφορά του εργατικού δικαίου και των εργασιακών σχέσεων στη προμνημονιακή κατάσταση, διασφάλιση της καθολικής και χωρίς όρους πρόσβασης όλων στα δημόσια αγαθά του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, της υγείας, εξασφάλιση ενός βασικού εισοδήματος για όλον τον πληθυσμό. Και, μαζί, εκκίνηση μιας διαδικασίας ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων και κατηγοριών και μιας προσπάθειας παραγωγικού μετασχηματισμού με δημόσιες επενδύσεις και μεγάλη ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας -και πρώτη μέριμνα τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ασφάλειας και μια διάθεση, επομένως, μεγαλύτερης εμπλοκής του κρίσιμου αριθμού ανθρώπων στους αγώνες. Αντί να θέτουμε τα ζήτημα της ανάγκης για αντιμετώπιση της «ανάθεσης» με διακηρυκτικούς όρους έκκλησης θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η διαλεκτική ανάθεσης και συμμετοχής, προσμονής και εγρήγορσης είναι εξαιρετικά σύνθετη και αστάθμητη. Αν κάτι, όμως, είναι βέβαιο αυτό είναι πως η σαφήνεια και η εμφανής μεροληπτικότητα των πολιτικών πρωτοβουλιών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.

* * *

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Που σημαίνει πως η Αριστερά εμφανίζεται ως λύση όταν τα προβλήματα γίνονται εξαιρετικά δύσκολα.

Εδώ βρισκόμαστε. Τίποτε δεν θα είναι εύκολο. Και τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο –ας λέει ό,τι θέλει το ΚΚΕ. Ο φόβος που επέδειξε το διεθνές σύστημα στην περίοδο των εκλογών του 2012 είναι ένας δείκτης αυτού του απροσδιόριστου, με την θετική έννοια, χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Η μακροχρόνια υποχώρηση της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια βαθειά απογοήτευση σχετικά με τη δυνατότητα αλλαγής του συστήματος, σε μια αποπνικτική, καταθλιπτική, αίσθηση πολιτικής ανικανότητας. Η ανάκαμψή της, έτσι ώστε να αναλάβει το μεγάλο έργο του απαραίτητου και απολύτως επίκαιρου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, θα κριθεί κατεξοχήν από την επιτυχία της να ανταποκριθεί στα πρώτα βήματα, μερικά από τα οποία επισήμανα παραπάνω.

Γιατί ο περίφημος συσχετισμός δυνάμεων, εγχώριος και διεθνής, δεν υπάρχει στατικά και αναλλοίωτα, αλλά παράγεται συνεχώς. Από αυτά που κάνουμε και από αυτά που δεν κάνουμε. Από αυτά που λέμε και από το πώς τα λέμε, από την αίσθηση που αποπνέουμε.


Ασυνέχεια και αριστερή αντιπολίτευση στο κράτος:
για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της Αριστεράς

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ “θα κάνει τελικά αυτά που λέει” δεν εξαρτάται μόνο ή πρωτίστως από την αποφασιστικότητα και την ηθική ακεραιότητα των στελεχών του. Αν και οι ποιότητες αυτές θα παίξουν φυσικά ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, η δραστικότητά τους θα κρίνεται κάθε φορά σε συνθήκες πολυπλοκότερες. Όπως και να το διατυπώσουμε, λοιπόν, το ερώτημα περί “συνέπειας” του ΣΥΡΙΖΑ ρωτά, στην πραγματικότητα, αν μια μη αστική κυβέρνηση μπορεί να “επιβιώσει” πολιτικά στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους. Αυτό θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς: μία μη αστική κυβέρνηση εντός ενός καπιταλιστικού κράτους, καθώς το τελευταίο δεν ταυτίζεται φυσικά με την κυβέρνηση – εξ ου και δεν αλλάζει με κάθε πολιτική μεταβολή. Απο εκεί, νομίζω, ξεκινά μια (απαιτητική) συζήτηση για το τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Στο βαθμό που μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι “σαν τις άλλες”, δεν μπορεί εξ ορισμού να στηριχτεί στα θεμέλια των προηγούμενων: στο δόγμα “έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάμε”. Από αυτή τη σκοπια, λοιπόν, το να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ “αυτά που λέει” σημαίνει υποχρεωτικά μια ασυνέχεια μέσα στο κράτος, όψεις της οποίας περιγράφει με σαφήνεια η πολιτική απόφαση του Ιδρυτικού του Συνεδρίου [1]. Ασυνέχεια στο κράτος: ανατροπές του νομικού και θεσμικού πλαισίου που μέχρι τώρα θεωρούνταν δεδομένο (στην οικονομική πολιτική, τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τις διεθνείς σχέσεις κ.ά), τουλάχιστον στις βασικές γραμμές, σε ό,τι αφορά δηλαδή το κυρίαρχο μοντέλο συσσώρευσης διά της αφαίρεσης πλούτου, τη διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσης και την επιβολή μιας σειράς κοινωνικών ιεραρχιών (εθνικών, έμφυλων κ.ο.κ).

Το εύρος αυτής της ασυνέχειας δεν θα κριθεί από τις αγαθές προθέσεις του προσωπικού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Θα εξαρτηθεί από την έκβαση συγκρούσεων με “μηχανισμούς και κατεστημένες νοοτροπίες”, που θά΄ λεγαν και οι νεοφιλελεύθεροι, καθώς και με το σημερινό προσωπικό του κράτους, που αν και δεν θεωρεί ότι επιτελεί πολιτικό ρόλο, επιτελεί πολιτικότατο. Ας ακούσουμε τι λέει ο Αλτουσέρ για την περίπτωση της Γαλλίας:

“Η τεράστια πλειοψηφία των υψηλόβαθμων δημόσιων υπαλλήλων, πολιτικών, στρατιωτικών ή αστυνομικών, είναι μεγαλοαστοί καταγωγής ή καριέρας. Και καθώς προχωράμε στην ιεραρχία και στην υπευθυνότητα, [τ]ο κράτος γίνεται πια τόσο πολύπλοκο που καθώς φτάνουμε μπροστά σ’ ένα γκισέ του PTT, του SNCF ή της Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουμε χάσει εδώ και καιρό την ταξική πολιτική που από απόσταση αλλά επίμονα κυβερνά όλους τους διοικητικούς μηχανισμούς, και μπορούμε να έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε, σύνθετες ασφαλώς, «τυπικότητες», οι οποίες θα μπορούσαν να απλοποιηθούν και είναι «φυσικές». Τι πιο φυσικό από το να αγοράσουμε ένα καρνέ εισιτηρίων για το λεωφορείο ή μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών; Ακριβώς όμως, στη Γαλλία σχετικά με την κάρτα απεριορίστων διαδρομών, υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας, που αμφισβητεί το καλώς-θεμελιωμένο της αύξησης της τιμής της. Από τη στιγμή δε που πρόκειται για χρήματα, δεν έχουμε καθόλου πλέον την ίδια εντύπωση αυτής της «φυσικής τυπικότητας» όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ταμείο της εφορίας, ούτε ακόμα όταν καταπίνουμε τους τρομερούς έμμεσους φόρους που υφαρπάζουν υπεραξία από το λαϊκό πορτοφόλι” [2].

Με πιο θεωρητικούς όρους, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι

το καπιταλιστικό κράτος, μέσα από μια σειρά “τελετουργιών, μορφών λόγου και δομικών τρόπων θεματοποίησης και πραγμάτευσης των προβλημάτων”, μονοπωλεί τη γνώση και αποκλείει με αυτόν τον τρόπο τις μάζες από οποιαδήποτε αποτελεσματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία [3].

Μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, λοιπόν, η έκβαση των οποίων είναι φυσικά άγνωστη εκ των προτέρων, θα δοκιμάζεται διαρκώς η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς να λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που περιγράφουν οι προαναφερθέντες: η δυνατότητά της, τελικά, να ασκεί αριστερή “αντιπολίτευση” στο κράτος. Και είναι γι΄ αυτό που, μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, θα δοκιμάζεται η ισορροπία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν κάθε κόμμα: η πρώτη αφορά το κόμμα ως οργανωτή κοινωνικών συμμαχιών, σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης· η δεύτερη έχει να κάνει με το κόμμα ως παραγωγό κρατικής πολιτικής [4].

Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι τα κόμματα της Αριστεράς που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα μέχρι σήμερα, σε άλλες δεκαετίες μάλιστα με προγράμματα πιο συγκρουσιακά από το δικό του, υπέκυψαν στην “πεπατημένη”: στη συνέχεια του κράτους. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που παράτησαν τις ταξικές και κοινωνικές τους αναφορές, υιοθετώντας πιο εθνικά ιδιώματα - λες και κάτι τέτοιο θα ήταν χωρίς συνέπειες. 

Προκρίνοντας λοιπόν την αποτελεσματικότητα ως προς τη δεύτερη λειτουργία, αυτήν της κρατικής πολιτικής, σε βάρος της πρώτης, τα κόμματα αυτά αφέθηκαν να μετατραπούν από “μεσίτες” της κοινωνίας προς το κράτος, σε “μεσίτες”-διαμεσολαβητές του κράτους προς την κοινωνία, απογοητεύοντας τα βασικά κοινωνικά τους στηρίγματα. Δεν συνέβη γιατί το πολιτικό τους προσωπικό υπήρξε ανέντιμο και “πρόδωσε” ή “βολεύτηκε”: ασφαλώς υπήρξαν και τέτοιες διαστάσεις. Συνέβη, αντίθετα, γιατί τα κόμματα αυτά έχασαν (αν υποτεθεί ότι την έδωσαν στα σοβαρά) μία πολιτική μάχη, υποτιμώντας ή αποτυγχάνοντας στο κοινωνικό πεδίο: σ΄ αυτό που, κάπως αφηρημένα και παραδοσιακά, λέμε ακόμα “οργάνωση του λαού” -σε κομματικές οργανώσεις, σωματεία, πολιτιστικά κέντρα, συνεταιρισμούς, συλλόγους φοιτητών, γυναικείες οργανώσεις και κινήματα- και στα ιδεολογικά-“ταυτοτικά περιεχόμενα” αυτής της οργανωτικής λειτουργίας.

Όσο κι αν οι επικείμενες εκλογικές μάχες έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, νομίζω ότι είναι κρίσιμο ο ΣΥΡΙΖΑ να τις δώσει (και) υπ΄ αυτό το πρίσμα. Εξίσου κρίσιμο, από άλλη σκοπιά, είναι να κατοχυρώσει τις προϋποθέσεις μιας κομματικής λειτουργίας στην κατεύθυνση αυτή, με συγκεκριμένες επεξεργασίες και με “πρακτικά” παραδείγματα. Έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να το αποπειραθεί, και ακόμα περισσότερους να το πετύχει. Κατά τα άλλα, το κράτος, όπως ξέρουμε και από άλλες περιπτώσεις, δεν είναι καθόλου ανίκητο.

______________________

Σημειώσεις

[1] Πολιτική Απόφαση, κεφάλαιο στ΄, 13-13.29 [http://goo.gl/DlWqGV]

[2] Λουί Αλτουσέρ, “Γιατί το κράτος είναι μία μηχανή” (μετάφραση: Μιχάλης Σκομβούλης), Θέσεις τχ. 113 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) [http://goo.gl/y2B2uD]

[3] Θέμης Ανδριόπουλος, “Νίκος Πουλαντζάς - Μισέλ Φουκώ: ΄Μονομάχοι" ή "Συνδαιτυμόνες΄, Ουτοπία τχ. 72 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006) [http://goo.gl/zdfqKC]

[4] Μεταξύ άλλων: Σπουρδαλάκης, Μ. (1998) (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα– Κράτος– Κοινωνία, Πατάκης· Βερναρδάκης, Χ. (2004), Η ίδρυση και η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ: Από το«κόμμα μαζών» στο «κόμμα του κράτους» [http://www.vernardakis.gr/uplmed/8_evolution%20pasok.pdf]