Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Υπάρχει Λακανική Αριστερά;

Αναδημοσίευση από: www.rednotebook.gr

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Γιάννη Σταυρακάκη, «Η λακανική αριστερά», που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Σαββάλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή (1η έκδοση: «The Lacanian Left: Psychoanalysis, Theory, Politics», Εδιμβούργο/Albany: Edinburgh University Press/State University of New York Press). Ευχαριστούμε θερμά το συγγραφέα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου

Του Γιάννη Σταυρακάκη

Ο πολιτικός Λακάν

Τα τελευταία χρόνια, η ψυχανάλυση, και ιδιαίτερα η λακανική θεωρία, έχει αναδυθεί ως μία από τις σημαντικότερες πηγές έμπνευσης για τον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας και της κριτικής ανάλυσης. Αυτό αναγνωρίζεται πλέον ακόμη και από την ορθόδοξη πολιτική επιστήμη. Για παράδειγμα, σε μια κριτική που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Βritish Journal of Politics and International Relations –ένα από τα περιοδικά της Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών [Political Studies Association] της Μεγάλης Βρετανίας–, και η οποία φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο “The Politics of Lack”, διαβάζουμε ότι «μια προσέγγιση στην πολιτική που πηγάζει από τη λακανική ψυχανάλυση γίνεται τελευταία όλο και πιο δημοφιλής στους θεωρητικούς [...]. Πράγματι, αυτή η προσέγγιση στη θεωρητικοποίηση της πολιτικής υπολείπεται σε επιρροή μόνο του αναλυτικού φιλελευθερισμού» (Robinson, 2004: 259). Το γεγονός αυτό καθαυτό προκαλεί βέβαια έκπληξη• ποιoς θα μπορούσε να το προβλέψει δέκα χρόνια πριν; Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι ότι το έργο του Ζακ Λακάν χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο από μείζονες πολιτικούς θεωρητικούς και φιλοσόφους που συνδέονται με την αριστερά.

Γιατί είναι τόσο εντυπωσιακό αυτό; Μα ακριβώς επειδή ο Λακάν ήταν πάνω απ’ όλα ένας ενεργός ψυχαναλυτής χωρίς φανερούς δεσμούς με την αριστερά, χωρίς καν δεδηλωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική ζωή. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι ήταν και απολιτικός. Μπορεί κανείς σίγουρα να ανιχνεύσει έναν (αντιουτοπικό) ριζοσπαστισμό στον Λακάν, αν και οι πολιτικές του προεκτάσεις δεν διατυπώνονται συνήθως ρητά. Στο θεωρητικό επίπεδο, για παράδειγμα, η κριτική του στην αμερικανική «Ψυχολογία του Εγώ» εκφράζεται ενίοτε με οιονεί πολιτικούς όρους, που απορρίπτουν μια «κοινωνία στην οποία οι αξίες αποκρυσταλλώνονται με βάση μια κλίμακα φορολογίας εισοδήματος» (Lacan, 1990: 110) και τον «αμερικανικό τρόπο ζωής» (Lacan, 1982: 164). Στον διάσημο λόγο της Ρώμης (1953), το πρώτο του ψυχαναλυτικό μανιφέστο, ο Λακάν ασκεί ρητά κριτική στον αμερικανικό καπιταλισμό και στην κοινωνία της αφθονίας (Λακάν, 2005), ενώ αργότερα θα συνδέσει τον ορισμό που δίνει στην «υπεραπόλαυση» (plus de jouir/surplus enjoyment) με την εννοιολόγηση της «υπεραξίας» από τον Μαρξ, φανερώνοντας έτσι τις λειτουργίες της απόλαυσης (jouissance) στα θεμέλια της καπιταλιστικής τάξης (Lacan, 1991: 19). Αλλά, όπως και ο Φρόιντ, δεν έπαψε να αντιμετωπίζει με έντονο σκεπτικισμό την επαναστατική πολιτική. Ο Πωλ Ρόμπινσον έχει χαρακτηρίσει τον Φρόιντ «ριζοσπαστικό αντιουτοπιστή», με την έννοια ότι η πρακτική και η θεωρία του, παρά τον διακριτό ιστορικό πεσιμισμό της, αρνείται να προσαρμοστεί στην καθεστηκυία πολιτική τάξη (Robinson, 1969: 3). Η θέση του Λακάν δεν απέχει και πολύ: Η ψυχανάλυση υποσκάπτει τις καθιερωμένες ορθοδοξίες αλλά ταυτόχρονα δυσπιστεί απέναντι στις ουτοπικές φαντασιώσεις, και αυτή η δυσπιστία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της αληθινά ανατρεπτικής της αιχμής.

Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Λακάν είχε αρκετές προσωπικές εμπειρίες από την κουλτούρα της διαμαρτυρίας στην εποχή του. Για παράδειγμα, σε ένα γράμμα που απευθύνει στον Ντόναλντ Γουίνικοτ, γραμμένο τον Αύγουστο του 1960, αναφέρεται στην κόρη της συζύγου του, Λοράνς, σχολιάζοντας ότι «μας ταλαιπώρησε πολύ (αλλά μας έκανε και περήφανους) αυτόν το χρόνο, καθώς συνελήφθη για τις πολιτικές τις σχέσεις» και προσθέτει: «Έχουμε επίσης έναν ανιψιό, που ζούσε στο σπίτι μου την περίοδο των σπουδών του σαν να ήταν γιος μας, ο οποίος καταδικάστηκε πρόσφατα σε ποινή κάθειρξης δύο ετών για την αντίστασή του στον Πόλεμο της Αλγερίας» (Lacan, 1990: 77). Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του 1968, ο Λακάν συμμετέχει στην απεργία των διδασκόντων και αναστέλλει το σεμινάριό του• συναντιέται μάλιστα και με τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, έναν από τους ηγέτες των φοιτητών (Roudinesco, 2007: 569-570). Το όνομά του συνδέεται με τα γεγονότα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν θα πρέπει να μας παραξενέψει λοιπόν το γεγονός ότι, όταν απαγορεύθηκε το σεμινάριό του στην École Normale (1969), το κλίμα του Μάη του 1968 ξαναζωντάνεψε: το γραφείο του διευθυντή της École κατελήφθη από διαδηλωτές τους οποίους απομάκρυναν τελικά ένοπλοι αστυνομικοί.

Ωστόσο, η σχέση είναι δύσκολη και περίπλοκη. Το 1969, για παράδειγμα, ο Λακάν προσκαλείται να μιλήσει στη Βενσέν, αλλά είναι προφανές ότι αυτός και οι φοιτητές κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος. Η συζήτηση τελειώνει ως εξής:

[Η] επιδίωξη της επανάστασης έχει μόνο μία δυνατή κατάληξη, πάντοτε, το λόγο του κυρίου. Αυτό έχει δείξει η εμπειρία. Εκείνο που επιδιώκετε ως επαναστάτες είναι ένας Κύριος. Θα τον έχετε ...γιατί παίζετε το ρόλο των ειλώτων αυτού του καθεστώτος. Δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Το καθεστώς σάς βγάζει στο κλαρί• λέει: «Δείτε τους να γαμιούνται...». (Lacan, 1990: 126)

Μια παρόμοια εμπειρία σημάδεψε τη διάλεξή του στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν στις 13 Οκτωβρίου 1973, όταν τον διέκοψε και τελικά του επιτέθηκε ένας φοιτητής που άδραξε την ευκαιρία για να μεταδώσει το (καταστασιακό) επαναστατικό του μήνυμα. Το επεισόδιο, το οποίο έχει κινηματογραφήσει η Φρανσουάζ Βολφ, κλείνει με τον Λακάν να προβαίνει στο ακόλουθο σχόλιο:

Όπως μόλις είπε, θα πρέπει όλοι να συμμετέχουμε σε αυτό... θα πρέπει να συστρατευθούμε για να πετύχουμε... αλήθεια, τι ακριβώς; Τι σημαίνει οργάνωση αν όχι μια νέα τάξη [ordre]; Μια νέα τάξη είναι η επιστροφή ενός στοιχείου που –αν θυμάστε την αρχή από την οποία ξεκίνησα– είναι η τάξη του λόγου του κυρίου.... Αυτή είναι η λέξη που δεν αναφέρθηκε, αλλά είναι η λέξη ακριβώς στην οποία παραπέμπει λογικά η κάθε οργάνωση.

Όπως κι αν έχει, οι σημερινές προσπάθειες να διερευνηθεί η σημασία του έργου του για την κριτική πολιτική θεωρία δεν θεμελιώνονται στη βιογραφία του Λακάν ούτε την προϋποθέτουν, παρ’ ότι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, θα πρέπει να πάρουν πολύ σοβαρά υπόψη τον αντιουτοπικό ριζοσπαστισμό του. Επιχειρούν μια συνάρθρωση ανάμεσα στην κριτική πολιτική ανάλυση και τη λακανική θεωρία που δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων και η οποία, όπως θα δούμε, μπορεί να επιτευχθεί με ποικίλους τρόπους. Έτσι, για να μνημονεύσω λίγα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ έχει επεξεργαστεί «έναν εκρηκτικό συνδυασμό της λακανικής ψυχανάλυσης με τη μαρξιστική παράδοση», όπως τον χαρακτηρίζει, για να «αμφισβητήσει τις ίδιες τις προϋποθέσεις του κυκλώματος του κεφαλαίου»• O Αλέν Μπαντιού έχει επανιδιοποιηθεί τον Λακάν στον ορίζοντα της «ριζοσπαστικής ηθικής του συμβάντος» που έχει διατυπώσει• επισημαίνοντας ότι «η λακανική θεωρία συνεισφέρει κρίσιμα εργαλεία για τη διατύπωση μιας θεωρίας της ηγεμονίας», ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ συμπεριέλαβαν την ψυχανάλυση στη λίστα των σύγχρονων θεωρητικών ρευμάτων που αναγνωρίζουν ως «όρους για την κατανόηση της διεύρυνσης των κοινωνικών αγώνων η οποία χαρακτηρίζει το σημερινό στάδιο της δημοκρατικής πολιτικής, και για τη διατύπωση ενός νέου οράματος για την αριστερά με όρους ριζοσπαστικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας» (Laclau & Mouffe, 2001: xi).

Προφανώς, η λακανική θεωρία δεν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από όλους αυτούς τους συγγραφείς. Στο έργο του Ζίζεκ, για παράδειγμα, ο Λακάν αποτελεί σταθερή και πρωταρχική αναφορά, ενώ για τον Λακλάου και τη Moυφ το έργο του είναι απλώς μία αναφορά μεταξύ άλλων, αν και αποκτά όλο και πιο προνομιακή θέση. Ούτε και η αριστερά νοείται με ταυτόσημο τρόπο από όλους τους παραπάνω θεωρητικούς. Για παράδειγμα, για τον Λακλάου και τη Moυφ η δημοκρατική επανάσταση εξακολουθεί να λειτουργεί ως το τελικό πλαίσιο για κάθε πολιτική της αριστεράς, ενώ για τον Zίζεκ η δημοκρατία φαίνεται ότι αποτελεί ένα σημαίνον που έχει χάσει κάθε πολιτική σημασία και επικαιρότητα για την προοδευτική πολιτική ατζέντα – ιδιαίτερα λόγω της σύνδεσής της με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό και την εργαλειακή της χρήση στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ωστόσο, η δυνατότητα και μόνο της διατύπωσης αυτών των διαφορετικών θέσεων προϋποθέτει σαφώς την αργή ανάδυση ενός νέου θεωρητικο-πολιτικού ορίζοντα: αυτόν τον ευρύ ορίζοντα ονομάζω «λακανική αριστερά». Η συγκεκριμένη έκφραση δεν προτείνεται ως μια αποκλειστική ή περιοριστική κατηγοριοποίηση αλλά ως ένα σημαίνον που μπορεί να επιστήσει την προσοχή μας στην ανάδυση ενός διακριτού πεδίου θεωρητικών και πολιτικών παρεμβάσεων, οι οποίες διερευνούν με σοβαρότητα τη σημασία του έργου του Λακάν για την κριτική των σύγχρονων ηγεμονικών καθεστώτων. Στο επίκεντρο αυτού του αναδυόμενου πεδίου θα τοποθετούσε κανείς την ενθουσιώδη προώθηση του Λακάν από τον Ζίζεκ• δίπλα της –σε μια υγιέστερη απόσταση, θα έλεγαν μερικοί– τις εμπνευσμένες από τον Λακάν επεξεργασίες του Λακλάου και της Moυφ• στην περιφέρεια θα πρέπει να τοποθετήσουμε την κριτική θεώρηση του Λακάν από στοχαστές όπως ο Καστοριάδης και η Τζούντιθ Μπάτλερ, που λειτουργούν συχνά ως οι εσωτερικοί, οικείοι «άλλοι» ή αντίπαλοί του, και ακροβατούν ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό του εν λόγω πεδίου.

Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα πεδίο ετερογενές. Ο όρος «λακανική αριστερά» δεν αναφέρεται σε ένα είδος προϋπάρχουσας ενότητας ή ουσίας που συνδέει όλα αυτά τα ποικιλόμορφα θεωρητικοπολιτικά εγχειρήματα. Με αληθινά λακανικό πνεύμα, θα μπορούσε κανείς να διακηρύξει ότι η λακανική αριστερά «δεν υπάρχει!», πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιβάλλεται στη θεωρητικοπολιτική σφαίρα ως μια ομοιογενής, πλήρης θετικότητα. Στην πραγματικότητα, παραδόξως, η ίδια της η διαίρεση αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της ανάδυσής της, καθώς –όπως όλοι γνωρίζουν– υπάρχει μόνο ένα τεστ που μπορεί να φανερώσει –πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως λένε– αν υπάρχει πράγματι ή όχι ένα τέτοιο πεδίο. Όπου υπάρχει αριστερά αναπτύσσεται αναπόφευκτα μια διαίρεση ανάμεσα σε μια υποτιθέμενη «γνήσια» αριστερά και μια «ψευδεπίγραφη» αριστερά, ανάμεσα σε επαναστάτες και ρεφορμιστές. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λακανική μας αριστερά. Στο επιχείρημα του Άντριου Ρόμπινσον, για παράδειγμα, συναντά κανείς τον διαχωρισμό ανάμεσα σε μια «ρεφορμιστική» (Λακλάου, Moυφ και σία) και μια υποτιθέμενη «επαναστατική» (Zίζεκ) λακανική θεωρία (Robinson, 2004: 265). Εύλογα λοιπόν η «λακανική αριστερά» είναι ένα σημαίνον που ξεγλιστρά διαρκώς από τα πιθανά της σημαινόμενα. Με αυτή την έννοια, όταν μιλά κανείς για τη «λακανική αριστερά», ως ένα βαθμό την κατασκευάζει. Εξάλλου, όπως γνωρίζουμε, η ανάδυση ενός πράγματος –οποιουδήποτε αντικειμένου του λόγου– δεν μπορεί να αποσυνδεθεί οντολογικά από την επιτελεστική διαδικασία της κατονομασίας του.

Συνεπώς το κρίσιμο ερώτημα είναι: Πώς θα πρέπει να προσανατολιστεί αυτή η κατασκευή; Οπωσδήποτε, ο στόχος δεν είναι να επιδοθούμε σε ένα είδος ολοποιητικού εγχειρήματος που θα καθοδηγείται από τη φαντασίωση ότι κτίζει τη νέα θεμελίωση της θεωρίας, της ανάλυσης και της πολιτικής πράξης. Εκτός του ότι είναι αλαζονική και πολιτικά αφελής, μια τέτοια επιδίωξη θα ερχόταν σε αντίφαση με καθετί χρήσιμο έχει να προσφέρει στις θεωρητικοπολιτικές μας αναζητήσεις το ιδιαίτερο, λακανικό είδος θεωρητικού λόγου. Με την έννοια αυτή, η «λακανική αριστερά» δεν μπορεί παρά να είναι το σημαίνον της ίδιας της διαίρεσής της, μιας διαίρεσης που δεν θα πρέπει να απωθείται ή να γίνεται αντικείμενο απάρνησης αλλά, αντιθέτως, να υπογραμμίζεται και να καθίσταται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ξανά και ξανά ως κάτι άκρως παραγωγικό, ως το πεδίο όπου συναντούμε –μέσα στον ίδιο τον θεωρητικό λόγο– το καταστατικό χάσμα ανάμεσα στο συμβολικό και το πραγματικό, στη γνώση και την αλήθεια, στο κοινωνικό και το πολιτικό.

[...] Μέχρι τώρα, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ενδελεχής χαρτογράφηση της αναδυόμενης λακανικής Αριστεράς, δεν έχει επιχειρηθεί καμία λεπτομερής εξέταση των συγκλίσεων και των αποκλίσεων ανάμεσα στα διακριτά ερευνητικά προγράμματα που δραστηριοποιούνται σε αυτό το θεωρητικό πεδίο, δεν έχει γίνει καμία καταγραφή της ακριβούς θέσης τους σε αυτό, ούτε έχει πραγματοποιηθεί καμία συστηματική αξιολόγηση της σημασίας των βασικών επιχειρημάτων που διακινούνται στο εν λόγω πεδίο σε σχέση με την ανάλυση συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων. Το ανά χείρας βιβλίο επιδιώκει να αναμετρηθεί με αυτό το κενό.

Αυτό θα επιχειρηθεί πρώτα απ’ όλα μέσα από μια σειρά κριτικών αναγνώσεων της πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας. Οι εν λόγω αναγνώσεις θα καταλάβουν το πρώτο μέρος του βιβλίου. Στην περίπτωση του Λακλάου και του Zίζεκ, τα σχετικά κεφάλαια θα μου δώσουν επίσης την ευκαιρία να συνοψίσω και να συνεχίσω ένα διάλογο που βρίσκεται εν εξελίξει και αφορά κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την ανάδυση και την περαιτέρω ανάπτυξη της λακανικής αριστεράς. Το διακύβευμα ωστόσο δεν αφορά μόνο τη χαρτογράφηση αυτού του ανισομερούς πεδίου αλλά, πέρα από αυτό το πρώτο βήμα, και τη συστηματική εξέταση της σημασίας που έχει η λακανική επιχειρηματολογία per se για την πολιτική θεωρία και για κάθε δημοκρατική πολιτική που στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Από την άποψη αυτή, το κείμενο δίνει επίσης την ευκαιρία να εισαχθεί ο αμύητος αναγνώστης, αργά αλλά συστηματικά, σε μερικές από τις πλέον κεντρικές διαστάσεις της λακανικής θεωρίας και να εξεταστούν οι πολιτικές τους προεκτάσεις. [...]

[Ωστόσο] η Λακανική αριστερά δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, εισαγωγικό εγχειρίδιο, αλλά μια συλλογή κειμένων που ενδιατρίβει –στο πρώτο μέρος της– σε επιμέρους σημεία του έργου του Καστοριάδη (τις αμφισημίες της ριζικής δημιουργικότητας και φαντασίας), του Λακλάου (τα συναισθηματικά όρια του λόγου), του Ζίζεκ (το νόημα της πράξης στην ψυχανάλυση και την πολιτική) και του Μπαντιού (τις ηθικές και πολιτικές συνέπειες του συμβάντος), τα οποία έχουν κεφαλαιώδη σημασία για έναν κριτικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής θεωρίας και της πολιτικής ανάλυσης που εμπνέεται από τον Λακάν. Μερικά από τα σημαντικότερα ερωτήματα που κατευθύνουν την επιχειρηματολογία μου στα διάφορα κεφάλαια αυτού του μέρους του βιβλίου θα είναι τα εξής: Κατά πόσο η λακανική αριστερά που αναδύεται σήμερα παράγει διακριτά αποτελέσματα στα σημεία εκείνα όπου η θεωρία διασταυρώνεται με την πολιτική; Ποιες είναι οι μεθοδολογικές, εννοιολογικές, θεωρητικές και αναλυτικές μορφές που προσλαμβάνουν αυτά τα αποτελέσματα στα ποικίλα εγχειρήματα που εξετάζονται και πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε τη σημερινή τους λειτουργία και τις μελλοντικές τους προοπτικές; Εννοείται ότι σκοπός μιας τέτοιας αξιολόγησης δεν είναι να περιστείλει την παραγωγική ετερογένεια της λακανικής αριστεράς, αλλά να διερευνήσει το πώς ορισμένα θέματα παραμένουν κεντρικά στις διάφορες ενσαρκώσεις της μαζί με το πώς θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω: η κριτική αιχμή απέναντι στις ηγεμονικές τάξεις [orders] και τις παγιωμένες σχέσεις εξουσίας• η ανάγκη να σκεφτούμε θεωρητικά πέρα από τις όποιες φαντασιώσεις, όχι για να εγγυηθούμε, φυσικά, αλλά για να προσανατολίσουμε τη σκέψη και τη δράση σε πολιτικά ρηξικέλευθες κατευθύνσεις που ανοίγουν νέες δυνατότητες• η επιθυμία διαύγασης της σχέσης ανάμεσα στην αναπαράσταση και το συναίσθημα, στο σημαίνον και την απόλαυση, στην πολιτική ταύτιση και την κοινωνική αλλαγή• η σημασία της χάραξης ενός δρόμου ανάμεσα στην αρνητικότητα και τη θετικότητα, ανάμεσα στα όρια και την προσδοκία της πολιτικής δράσης, ένα δρόμο που θα έχει συνείδηση της απερίσταλτης διαλεκτικής τους.

Στο δεύτερο μέρος το επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου θα μετατοπιστεί και θα στραφεί σε μια δέσμη συγκεκριμένων πολιτικών ζητημάτων που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στις αρχές του 21ου αιώνα. Πώς μπορεί να ερμηνεύσει η λακανική θεωρία ένα ποικίλο φάσμα ανησυχητικών φαινομένων –«αντικειμένων ανησυχίας» στο λεξιλόγιο του Μπρούνο Λατούρ– που επιμένουν να παρεμποδίζουν την ικανότητά μας για κατανόηση και παρέμβαση; Τι έχει να πει για τα ζητήματα του εθνικισμού, των διεθνικών ταυτοτήτων, του καταναλωτισμού; Πώς απαντά στις τάσεις αποδημοκρατικοποίησης ή «μεταδημοκρατίας» στις παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες; Μπορεί να συνδυάσει μια ηθική στάση που αναζωογονεί τη σύγχρονη δημοκρατία με ένα πραγματικό πάθος για μετασχηματισμό, το οποίο θα μπορούσε να διεγείρει το πολιτικό σώμα χωρίς να ανακαταλάβει τη θέση του παρωχημένου ουτοπισμού της παραδοσιακής αριστεράς; Η κεντρική μου υπόθεση εδώ είναι ότι η λακανική θεωρία, πέρα από τις σημαντικές επιστημολογικές της συμβολές, έχει πολλά να προσφέρει σε όλα αυτά τα μέτωπα. [...]



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Lacan, Jacques [1969-70] (1991) Le séminaire. Livre XVII, L΄envers de la psychanalyse, 1969-70, επιμ. Jacques-Alain Miller, Παρίσι: Seuil.
Lacan, Jacques [1973] (1990) Television, A Challenge to the Psychoanalytic Establishment, συλλογή κειμένων, επιμ. J. Copjec, μτφρ. D. Hollier, R. Krauss, A. Michelson και J. Mehlman, Νέα Υόρκη: Norton.
Λακάν, Ζακ [1952] (2005) Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, εισαγωγή Ζ.-Α. Μιλέρ, μτφρ. Ν. Λινάρδου-Μπλανσέ, Ρ. Μπλανσέ, Αθήνα: Εκκρεμές.
Λακάν, Ζακ [1964] (1982) Σεμινάριο ΧΙ. Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης 1964, μτφρ. Α. Σκαρπαλέζου, τελική ανάγνωση Γ. Χειμωνάς, Αθήνα: Κέδρος.
Laclau, Ernesto και Chantal Mouffe (2001) “Preface to the second edition”, Hegemony and Socialist Strategy, 2η έκδοση, Λονδίνο: Verso, σσ. vii-xix.
Robinson, Andrew (2004) “The politics of lack”, British Journal of Politics and International Relations, 6, σσ. 259-69.
Robinson, Paul (1969) The Freudian Left, Nέα Υόρκη: Harper and Row.
Roudinesco, Elisabeth (2007) Ζακ Λακάν: Σχεδίασμα μιας ζωής, ιστορία ενός συστήματος σκέψης, μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Ίνδικτος.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Βαρουφάκης: Μαρξ και συντηρητικοί μαρξιστές

[Αναδημοσίευση από youpayyourcrisis.blogspot.com - Έχει απαλειφθεί ο πρόλογος και ο επίλογος]

Η συνεισφορά του Μαρξ

Πριν καλά-καλά αναδυθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο Μαρξ είχε διαισθανθεί το μεγαλείο αλλά και τις αντιφάσεις του. To 1848 έγραφε ότι η αστική τάξη «έχει επιτύχει θαύματα πολύ σημαντικότερα από τις Αιγυπτιακές Πυραμίδες, τα Ρωμαϊκά Υδραγωγεία, τις Γοτθικές Μητροπόλεις.» «Δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο γιγάντιες, πιο κολοσσιαίες από εκείνες που είχαν δημιουργήσει όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί.» Ο καπιταλισμός «δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να γεννά συνεχείς τεχνολογικές επαναστάσεις ανατρέποντας όχι μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις.» Φανταστείτε τι διθύραμβους θα έγραφε σήμερα για το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, και τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά καταστρέφουν το παλιό και φέρνουν το νέο.

Όταν ο Μαρξ έγραφε την φράση «όλες οι κατεστημένες εθνικές βιομηχανίες έχουν καταρρεύσει, ή καταρρέουν καθημερινά», δεν θρηνούσε για αυτές: χαιρέτιζε την κατάρρευσή τους! Όταν προσέθετε την συναφή φράση πως «στην θέση των παλαιών επιθυμιών, που ικανοποιεί η εγχώρια παραγωγή μιας χώρας, δημιουργούνται νέες επιθυμίες για τα προϊόντα χωρών μακρινών και κλιμάτων εξωτικών», όχι μόνο προέβλεπε πως στο Λονδίνο σήμερα ο μέσος Άγγλος θα καταναλώνει ελαιόλαδο και θα αγοράζει μάνγκο, αλλά και επικροτούσε την παγκοσμιοποίηση αυτή.

Το γεγονός ότι διέκρινε ότι αυτό το θαύμα του καπιταλισμού ερχόταν «πακέτο» με μια σκοτεινή πλευρά, σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον θαυμασμό του Μαρξ για τα επιτεύγματά του. Αντίθετα, ο Μαρξ θέλει διακαώς να κρατήσει τα «καλά» του καπιταλισμού, να τον προστατέψει από τους καταστροφείς του (είτε αυτοί είναι αριστοκράτες-ραντιέρηδες που μισούν την επιχειρηματικότητα είτε ρακένδυτοι Λουδίτες που φοβούνται το καινούργιο), αλλά βεβαίως και να ανατρέψει τις αντιφάσεις του.

Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε την αγωνία του Μαρξ, είναι να θυμηθούμε την νουβέλα της Mary Shelley που σκαρφίστηκε τον θρύλο του Dr Frankenstein. Ο ήρωας της Shelley, καλός κ’ αγαθός επιστήμονας, απλά ήθελε να νικήσει τον θάνατο. Όπως ο Προμηθέας μας δώρησε την φωτιά, έτσι κι εκείνος ήθελε, μέσα από την επιστημονική δίοδο, να μας δώσει την Αθανασία, να μας βοηθήσει να μην χρειαστεί ξανά να χάσουμε τους αγαπημένους μας. Όμως, η τεχνολογία τον πρόδωσε. Δημιούργησε ένα τέρας που, τελικά, τον σκότωσε. Αυτός είναι ο φόβος του Μαρξ για τον καπιταλισμό: δημιουργεί καταπληκτικές τεχνολογίες, οικοδομεί αφάνταστες παραγωγικές δυνατότητες, που υπόσχονται να μας απελευθερώσουν από τον ανόητο μόχθο (καθιστώντας μας όλους εν δυνάμει φιλόσοφους σε κάποια Αγορά, όπως της Αρχαίας Αθήνας των ονείρων του), αλλά, εν τέλει, αυτά τα ίδια τα μηχανήματα καταλήγουμε να τα υπηρετούμε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Καπιταλιστές και προλετάριοι γινόμαστε σκλάβοι των μηχανών που έπρεπε να μας απελευθερώνουν. Του χρήματος που τα λαδώνει. Κι όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι τους, αλλά σκλάβοι που, περιοδικά, δεν έχουν καν το δικαίωμα να... δουλεύουν.

Αυτό είναι το δράμα του καπιταλισμού στα μάτια του Μαρξ. Ότι δημιουργεί ταυτόχρονα συγκλονιστικές δυνατότητες παραγωγής και απελευθέρωσης αλλά, παράλληλα, δημιουργεί και μορφές δυστυχίας που η ανθρωπότητα δεν έχει ξαναζήσει. Αυτά τα δύο, τον ανείπωτο πλούτο και την αβάσταχτη φτώχεια, τα δημιουργεί η ίδια ακριβώς διαδικασία. Το ερώτημα, λοιπόν, που έθεσε ο Μαρξ στον εαυτό του, και το οποίο προσπαθούσε να απαντήσει μέχρι την τελευταία του στιγμή, ήταν: Πώς μπορούμε να κρατήσουμε την δημιουργική δυναμική του καπιταλισμού, απεμπολώντας τις καταστροφικές (και μάλιστα αυτο-καταστροφικές) τάσεις του;

Ας δούμε όμως τώρα από που προκύπτει η πεποίθηση του Μαρξ για αυτή την τεράστια αντίφαση που θεωρεί ότι χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Ο Μαρξ ξεκινά την ανάλυσή του με την εξής υπόθεση: Μόνο η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία. Οι μηχανές, η γη, το πετρέλαιο, είναι απλώς πρώτες ύλες. Χωρίς τον ανθρώπινο μόχθο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στοίβα «υλικών». Άρα, η αξία του κάθε εμπορεύματος, π.χ. του κάθε κινητού, αντανακλά τον ανθρώπινο μόχθο που «σπαταλήθηκε» για την κατασκευή του. Για αυτό, μετά από λίγο καιρό, όταν η παραγωγή αυτοματοποιηθεί, οι ηλεκτρονικές συσκευές φτηναίνουν: επειδή αυξάνεται το ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή τους των άψυχων μηχανών και, παράλληλα, μειώνεται το ανάλογο ποσοστό συμμετοχής της ανθρώπινης εργασίας. Και η αξία της ανθρώπινης εργασίας από τι καθορίζεται;

Εδώ έγκειται η σημαντική αναλυτική συνεισφορά του Μαρξ: το ότι ξεκαθαρίζει την διπλή φύση της εργασίας. Η πρώτη «φύση» της εργασίας είναι εκείνη που αγοράζει ο εργοδότης καταβάλλοντας ένα μισθό – η εργασία-εμπόρευμα, με άλλα λόγια. Η αξία της εργασίας-εμπόρευμα μεταφράζεται, σε όρους χρήματος, στον μισθό. Υπάρχει όμως κι η δεύτερη φύση της εργασίας: η εργασία-δραστηριότητα, ή ο μόχθος, η σκέψη, η δημιουργικότητα, το ταλέντο του εργαζόμενου την ώρα που εργάζεται. Αυτή η δεύτερη μορφή εργασίας δεν είναι εμπόρευμα, δεν αγοράζεται. Είναι όμως «δημιουργική ενέργεια» που εμφυσά αξία στα προϊόντα της επιχείρησης.

Περιληπτικά, οι εργαζόμενοι ζουν πουλώντας την εργασία-εμπόρευμα τους με αντάλλαγμα τον μισθό που αντανακλά την πραγματική αξία αυτού του εμπορεύματος. Όμως, την ώρα της δουλειάς, οι εργαζόμενοι προσφέρουν στην επιχείρηση την εργασία-δραστηριότητα τους, η οποία προσδιορίζει την αξία των παραγόμενων από αυτούς προϊόντων. Για να είναι βιώσιμο το καπιταλιστικό σύστημα, λέει ο Μαρξ, η συνολική αξία της εργασίας-δραστηριότητας (δηλαδή των προϊόντων) πρέπει να υπερβαίνει την συνολική αξία της εργασίας-εμπόρευμα (δηλαδή των μισθών). Αυτή η διαφορά ονομάζεται υπεραξία και παρακρατάται από τον εργοδότη. Με αυτά τα χρήματα, ο εργοδότης αποπληρώνει τα δάνεια του στην τράπεζα και πληρώνει νοίκι στον ιδιοκτήτη του ακίνητου. Τα υπόλοιπα αποτελούν τα κέρδη του επιχειρηματία. Στον βαθμό όμως που ο επιχειρηματίας αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό, αναγκάζεται να τα επενδύσει σε νέα τεχνολογία για να μην μείνει πίσω σε σχέση με τον ανταγωνισμό, για να μην φαλιρίσει στο μέλλον (στην περίπτωση που οι ανταγωνιστές καταφέρουν, με νέες τεχνολογίες, να ρίξουν το κόστος τους κάτω από το δικό του). Έτσι, σύμφωνα με τον Μαρξ, τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες ζουν δύσκολα κάτω από το βάρος του ανταγωνισμού: οι εργαζόμενοι φυτοζωούν, εισπράττοντας την πενιχρή αξία της εργασίας-εμπορεύματός τους, ενώ κι οι εργοδότες αναγκάζονται να επενδύουν τα κέρδη τους σε νέα τεχνολογία, υπό τον φόβο ότι θα καταλήξουν κι αυτοί υπάλληλοι άλλων εργοδοτών (σε περίπτωση που οι ανταγωνιστές τους τους ξεπεράσουν σε παραγωγικότητα).

Και πού είναι το πρόβλημα; Το πρόβλημα σύμφωνα με τον Μαρξ έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η κοινωνική οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας παραγάγει, με μαθηματική ακρίβεια, Κρίσεις. Για του λόγου το αληθές, να τι έγραφε επί λέξει: «Κρίσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα θέτουν υπό αίρεση, κάθε φορά και πιο απειλητικά, την ύπαρξη ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην διάρκεια αυτών των κρίσεων, ανά καιρούς καταστρέφεται όχι μόνο ένα μέρος των παραχθέντων προϊόντων, αλλά και των παραγωγικών δυνάμεων που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν.» Πόσο πιο συγκεκριμένα μπορούσε να το πει ο άνθρωπος;

Το ερώτημα βέβαια τίθεται: Σε τι οφείλεται αυτή η περιοδική καταστροφή η οποία θυσιάζει στον Καιάδα της Ιστορίας ολόκληρες γενιές, όπως η σημερινή στην χώρα μας; Η απάντηση του Μαρξ ήταν η εξής:

Ας υποθέσουμε ότι ξεκινάμε με μία περίοδο «παχιών αγελάδων». Η οικονομία μεγεθύνεται, οι επενδύσεις καλά κρατούν, και οι εργοδότες επανεπενδύουν πρόθυμα τα κέρδη τους σε περισσότερα και καλύτερα μηχανήματα. Είναι η κατάσταση αυτή διατηρήσιμη; Ο Μαρξ κοίταξε αυτή τη ρόδινη εικόνα μιας μεγεθυνόμενης καπιταλιστικής οικονομίας και διέκρινε την αρχή μιας επικείμενης οικονομικής κρίσης. Καθώς η παραγωγή αυτοματοποιείται, κάθε μονάδα προϊόντος ενσωματώνει όλο και λιγότερη ανθρώπινη εργασία. Και καθώς η τελευταία είναι εκείνη που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων, η μείωση των αξιών, η πτώση των τιμών και η κατάρρευση των κερδών είναι απλά ζήτημα χρόνου. Κάποιες επιχειρήσεις, οι περισσότερο ευάλωτες, θα χρεοκοπήσουν προκαλώντας μία αρνητική αλυσιδωτή αντίδραση: οι πρώτοι εργάτες που θα μείνουν άνεργοι θα περικόψουν την κατανάλωσή τους και έτσι θα μειώσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη κάποιων άλλων επιχειρήσεων οι οποίες θα αναγκαστούν τότε να απολύσουν περισσότερους εργαζόμενους κ.ο.κ. μέχρι η οικονομία να περιέλθει σε στασιμότητα οπότε τεράστιες ουρές ανέργων θα μαζεύονται έξω από τις πύλες εργοστασίων που υπολειτουργούν (ή, ακόμα χειρότερα, που έχουν κλείσει), ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά.

Σε κάποιο σημείο, η Ύφεση θα έχει βαθύνει τόσο πολύ, που όσες επιχειρήσεις έχουν επιβιώσει θα αρχίσουν να πηγαίνουν καλύτερα. Αυτό θα συμβεί διότι, με πολλούς από τους ανταγωνιστές τους να έχουν τεθεί εκτός αγοράς, θα απολαμβάνουν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Παρά το ότι η πίτα θα έχει συρρικνωθεί, θα υπάρχουν πολύ λιγότερες επιχειρήσεις που θα ανταγωνίζονται για κάποιο κομμάτι, με αποτέλεσμα όσοι έχουν μείνει στο παιχνίδι να είναι σε θέση να αρπάξουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την (εντούτοις συρρικνωμένη) πίτα. Επιπρόσθετα, μέσω της δημιουργίας τεράστιων ποσοτήτων ανενεργού κεφαλαίου και εργασίας, οι τιμές των οποίων θα πέσουν κάτω από τις αξίες τους, η Ύφεση θα μειώσει τα κόστη των επιχειρήσεων. Με απλά λόγια, κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, οι επιχειρήσεις που θα έχουν επιβιώσει θα είναι σε θέση να αγοράσουν πρώτες ύλες, ηλεκτρονικό εξοπλισμό και μηχανήματα, για ένα κομμάτι ψωμί. Όσον αφορά στους εργάτες, απεγνωσμένοι καθώς θα είναι για δουλειά, θα εργαστούν για χαμηλότερους μισθούς και – ακόμα και αν ο μισθός τους δεν μειωθεί – θα εργαστούν πολύ πιο σκληρά φοβούμενοι ότι μπορεί, με κάθε καπρίτσιο του εργοδότη, να πεταχτούν στον ανθρώπινο σωρό που περιμένει με αξιολύπητο τρόπο έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι οικονομικές κρίσεις είναι για τον καπιταλισμό ό,τι και η κόλαση για τον Χριστιανισμό: απολύτως αναγκαίες.

Σε αντίθεση όμως με την κόλαση, μία οικονομική κρίση δεν είναι μόνιμη. Προσπαθώντας να επαυξήσουν την κυριαρχία τους στην αγορά, οι επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει αρχίζουν να επεκτείνονται μέσα στην ύφεση. Καθώς επεκτείνονται (π.χ. προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες), ξεκινούν μία άλλη αλυσιδωτή αντίδραση, αυτή τη φορά θετική, η οποία αυξάνει το προϊόν, την απασχόληση και τελικά τη συσσώρευση κεφαλαίου. Η οικονομία βγαίνει από την ύφεση και εισέρχεται σε μία περίοδο μεγέθυνσης. Και πάλι όμως, η άνοδος εμπεριέχει τον σπόρο της επόμενης ύφεσης. Και ούτω καθ’ εξής.

Προσέξατε ότι ο οικονομικός κύκλος που μόλις περιέγραψα «παράχθηκε» χωρίς την παραμικρή μνεία στο χρήμα και τον χρηματοπιστωτικό, ή τραπεζικό, τομέα; Όταν στο μείγμα προστίθεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ο κύκλος γίνεται πιο ασταθής και ένας νέος, πρωτοφανής συστημικός κίνδυνος εμφανίζεται στον ορίζοντα: ο κίνδυνος μιας καταστροφικής πτώσης (τύπου 1929 ή 2008) σε αντίθεση με μια βαθμιαία και παροδική ύφεση.

Τέλος, τι πρέπει να γίνει για να κρατήσουμε τα «καλά» του καπιταλισμού και να απεμπολήσουμε τα αρνητικά του; Η απάντηση του Μαρξ, απλή: να ξεριζωθεί η ρίζα του «κακού» χωρίς να αγγιχτεί η τεχνολογία που μας χάρισε ο καπιταλισμός. Και πως μπορεί να γίνει αυτό; Να καταργηθεί ο διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που εργάζονται χωρίς να είναι ιδιοκτήτες της επιχείρησης και των άλλων που δεν εργάζονται αλλά είναι οι μεγαλομέτοχοί της. Μόνο έτσι, υποστήριζε ο Μαρξ, θα διατηρήσουμε την βιομηχανική επανάσταση χωρίς τον ανορθολογισμό των Κρίσεων που γεννά, αναπόφευκτα, η μονοπώληση, από τους λίγους, των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί του προϊόντος που παράγουν οι πολλοί.


Τι δεν είδε ο Μαρξ

Όσο διορατικός και να ήταν, ο Μαρξ δεν ήταν δυνατόν να έχει προβλέψει τα πάντα. Αρκεί ότι προ-είδε το μεγαλείο της παγκοσμιοποίησης, αλλά και την άκρα δυστυχία που αυτή παρήγαγε. Την τάση του καπιταλισμού να παραγάγει πρωτόγνωρο πλούτο, και συνάμα πρωτόγνωρη φτώχεια. Την τάση της ανθρωπότητας να κατασκευάζει μηχανήματα με την δύναμη να παράγουν εκ μέρους μας τα πάντα αλλά, την ίδια στιγμή, και την έφεσή μας να μετατρεπόμαστε όλοι μας, εργαζόμενοι και εργοδότες, σε αλλοτριωμένους σκλάβους των τεχνολογικών δημιουργημάτων μας.

Αυτό που δεν είδε ο Μαρξ ήταν το φαινόμενο μιας Microsoft ή μιας Apple. Εξηγούνται άραγε τα κέρδη αυτών των δύο κολοσσών με την θεωρία του Μαρξ; Μεταφράζονται εύκολα στην υπεραξία των εργαζόμενων αυτών των δύο επιχειρήσεων; Σε καμία περίπτωση. Ο Μαρξ υπέθετε ότι όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν σε απόλυτα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Ότι οι καινοτομίες τους αντιγράφονται άμεσα και δεν δύνανται να πουλάνε τα προϊόντα τους πιο ακριβά από τους ανταγωνιστές τους. Με άλλα λόγια, ο Μάρξ έστρεφε την κριτική του σε μια ιδεατή, πλήρως, ανταγωνιστική έκφανση του καπιταλισμού. Δεν ασχολήθηκε με την περίπτωση μια πιθανής Microsoft ή μιας Apple επειδή πίστεψε ότι ο ανταγωνισμός θα έριχνε όλα τα τείχη του προστατευτισμού. Σφάλμα ολκής. Το αντίθετο συνέβη. Εταιρείες όπως η Microsoft και η Apple όχι μόνο κατάφεραν να υψώσουν νέα τείχη προστατευτισμού, αλλά και να ιδιωτικοποιήσουν αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «γενική διανόηση», την συλλογικά δηλαδή παραχθείσα γνώση μιας παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Το κάθε iPhone, το κάθε πρόγραμμα Windows, εμπεριέχει γνώση παραχθείσα από εκατομμύρια άτομα τα περισσότερα από τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την Microsoft ή την Apple. Οι καλές αυτές εταιρείες, όπως περίπου η British East India Company πριν αιώνες μονοπώλησε το εμπόριο της Ευρώπης με την Άπω Ανατολή, μονοπωλούν την γνώση που έχουν παράξει μάζες επιστημόνων και μη.

Αυτή την ιδιωτικοποίηση δεν την είχε φανταστεί ποτέ ο Μαρξ (πως θα μπορούσε άλλωστε;). Κι όμως, αυτή η ιδιωτικοποίηση βρίσκεται σήμερα στο κέντρο της διανομής του παγκόσμιου εισοδήματος. Ένα iPhone παράγεται στην Κίνα από την Ταϊβανέζικη Foxconn, στα εργοστάσια της οποίας εργάζονται χιλιάδες κινέζοι υπό οικτρές συνθήκες. Η Foxconn χρεώνει την Apple περί τα 80 δολάρια για κάθε συσκευή, την οποία μετά πουλάει η Apple για 700 δολάρια. Να το πω απλά: Ο ίδιος ο Μαρξ θα κατέληγε ότι η ανάλυσή του δεν αρκεί για να εξηγήσει τι γίνεται.
Ο καπιταλισμός που μελετούσε ο Μαρξ είχε ως κύριο πρωταγωνιστή έναν επιχειρηματία-ιδιοκτήτη που επένδυε δανεικά χρήματα στο εργοστάσιο και παρακρατούσε ό,τ κέρδη ένιωθε ότι μπορούσε να αφαιρέσει από τις επενδύσεις της επόμενης χρονιάς. Σήμερα, ο επιχειρηματίας είναι ένας απλός manager που «τρέχει» την επιχείρηση ουσιαστικά για λογαριασμό τραπεζών οι οποίες με την σειρά τους διοικούνται από managers (στους οποίους δεν ανήκουν οι τράπεζες). Σε αυτή την νέα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, η βασική πηγή πλούτου δεν είναι απλώς η υπεραξία που παράγουν οι προλετάριοι, αλλά οι υπερμισθοί των managers. Μισθοί ασύλληπτα υπεράνω του όποιου μεγέθους θα αντανακλούσε την «παραγωγικότητά» τους. Υπερμισθοί που διαχέονται προς τα κάτω, στα χαμηλότερα κλιμάκια του λεγόμενου middle management, έτσι ώστε να επιβάλλεται ένα καθεστώς «συνενοχής» μεταξύ κατεργαραίων διαφορετικού βεληνεκούς.
Αν ζούσε ο Κάρολος σήμερα, αυτή την διαδικασία θα μελετούσε. Το πως η υπεραξία παράγεται όλο και πιο πολύ στην Κίνα, στην Αφρική, στην Ινδία, ενώ στην Δύση όλοι, όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό, εισπράττουν υπερμισθούς – δηλαδή μισθούς που, στην γλώσσα του Μαρξ, ξεπερνούν κατά πολύ την αξία της εργασίας-δραστηριότητάς τους.

Οι εγχώριοι Μαρξιστές

Όταν γύρισα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 2000, η πρώτη μου απογοήτευση ήρθε από τους αυτο-προσδιοριζόμενους ως μαρξιστές φοιτητές μου. Θυμάμαι ατέλειωτες συζητήσεις, που με γέμιζαν απόγνωση, για τα λεγόμενα «εργασιακά δικαιώματα» που, εκείνοι έλεγαν ότι, πρέπει να τους «εξασφαλίζουν» τα πτυχία τους. Τους έλεγα: «Βρε παιδιά, μαρξιστές άνθρωποι είσαστε. Πως είναι δυνατόν να πιστεύετε ότι το Πανεπιστήμιο μπορεί ΚΑΙ να προσφέρει μαζική και δωρεάν παιδεία ΚΑΙ να σας εξασφαλίσει «εργασιακά δικαιώματα». Αν μπορούσε, αυτό δεν θα σήμαινε ότι ο Μαρξ έλεγε ανοησίες όταν ισχυριζόταν πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του, να εκπολιτιστεί, χωρίς να καταργηθεί το μονοπώλιο των λίγων επί των μέσων παραγωγής;» Μόνος μου τα έλεγα, μόνος μου τα άκουγα.

Η τραγωδία της πλειοψηφίας των συμπατριωτών μας που δηλώνουν μαρξιστές είναι διττή: Από την μία, απέχουν πολύ από την ποιότητα, το ύφος και το ήθος της σκέψης του Μαρξ. Από την άλλη, απέχουν ακόμα περισσότερο από τα ζητήματα που θα απασχολούσαν τον Μαρξ σήμερα, και τα συμπεράσματα που θα έβγαζε.
Ως προς το πρώτο, τον τρόπο με τον οποίο παρερμηνεύουν τον Μαρξ του 19ου αιώνα, είναι ξεκάθαρο ότι οι έλληνες μαρξιστές δεν μοιράζονται με τον «γκουρού» τους το δέος που εκείνος ένιωθε μπροστά στα επιτεύγματα του καπιταλισμού. Επικεντρώνονται στα αρνητικά, μεμψιμοιρώντας, και στρεφόμενοι εναντίον εκείνων που ο Μαρξ θα θεωρούσε θείον δώρον: την παγκοσμιοποίηση, το Διαδίκτυο, τις νέες τεχνολογίες, την τάση του καπιταλισμού να καταστρέφει τις σεμνοτυφίες, την συντήρηση, το παλιό, την υποκρισία. Παράλληλα, αποτυγχάνουν να συλλάβουν την πραγματική κακοήθεια του καπιταλισμού που δεν έχει τίποτα να κάνει με την «αδικία» και την «ανισότητα» αλλά που, σύμφωνα με τον Μαρξ, προκύπτει από τον ανορθολογισμό που γεννά η ιδιωτική εκμετάλλευση συλλογικά παραχθέντων αγαθών (κεφαλαιουχικών και καταναλωτικών).

Ως προς το δεύτερο, τώρα, την αδυναμία τους να σκεφτούν αυτά που θα σκεφτόταν ο Μαρξ σήμερα (εν όψει των νέων δεδομένων), εδώ η κατάσταση φέρνει δάκρυα στα μάτια. Έχετε ακούσει κάποιο από τα κόμματα της Αριστεράς να νοιάζεται για τον τρόπο με τον οποίο η Δύση, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, καρπούται την υπεραξία που παράγει ο ‘Νότος’, μετατρέποντάς την σε υπερμισθούς; Ακούσατε ποτέ να εκφέρεται, από την Αριστερά, μια ανάλυση της μετά το 2008 ελληνικής κατάστασης όπου να τίθεται επί τάπητος η ανικανότητα της χώρας τόσο να παράγει (παραδοσιακή κατά Μαρξ) υπεραξία όσο και να καρπούται υπερμισθούς; Όχι, δεν ακούσατε.

Αυτό που ακούσατε, ουσιαστικά, είναι η απαίτηση οι έλληνες εργαζόμενοι να εισπράττουν κι αυτοί υπερμισθούς - μιας και η βιομηχανία μας δεν παράγει αρκετή υπεραξία από την οποία να διεκδικήσουν ένα μέρος. Αυτό που ακούσατε είναι καταγγελίες περί της αδικίας των Μνημονίων και περί της όλο και μεγαλύτερης απόσπασης υπεραξίας των εργαζόμενων (όταν αυτή δεν υφίσταται πλέον). Όσο δε για το τι πρέπει να γίνει, μεγάλο μέρος της Αριστεράς απαντά: Επιστροφή στην αυτάρκεια. Έξοδο από το ευρώ. Έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος στην παγκοσμιοποίηση. Τείχη γύρω από την χώρα που να εμποδίζουν τις εισαγωγές.

Ερωτώ λοιπόν: Με πόσες στροφές νομίζετε ότι περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του ο Μαρξ στον τάφο του στο Highgate όταν «ακούει» τους έλληνες μαρξιστές να λένε τέτοια πράγματα; Η δική μου εκτίμηση είναι: με περίπου 12000rpm!

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Max Stirner: Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του

Αναδημοσίευση από: hegel-platon.blogspot.com/


Όλα είναι δημιουργήματα του Εγώ

1. Ποιος είναι ο Μαξ Στίρνερ; Είναι γερμανός φιλόσοφος, ακριβέστερα διανοητής, που αναδείχθηκε μέσα από την εγελιανή παράδοση, βασικά μέσα από την εγελιανή αριστερά και επιχείρησε να προχωρήσει πέρα απ’ αυτή. Προς ποια κατεύθυνση; Προς τη μοναδικότητα του Εγώ (του). Στο κύριο έργο του με τίτλο Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του (der Einzige und sein Eigentum), δημοσιευμένο το 1844, μας καλεί να εισχωρήσουμε στον εαυτό του Εγώ μας, να τον κατανοήσουμε ως δική μας υπόθεση ο καθένας και έτσι να φτάσουμε στο σημείο να αντικρίζουμε την υπόθεση της ανθρωπότητας, του θεού, της ελευθερίας, κάθε δηλαδή ξένη προς το Εγώ μας υπόθεση και αλλοτριωτική γι’ αυτό, ως δική μας υπόθεση. Ως δική μας υπόθεση όχι με το τρέχον νόημα ότι πρέπει να ταυτιζόμαστε με αυτή: να δίνουμε όλο μας το Είναι, να εμπνεόμαστε, να ενθουσιαζόμαστε, να θυσιαζόμαστε για μια δήθεν κοινή υπόθεση, αλλά με το νόημα ότι η κάθε τέτοια υπόθεση είναι μια εγωιστική υπόθεση, υπηρετεί δηλαδή το δικό της Εγώ, ακόμη κι αν επικαλείται το γενικό καλό, και έτσι εμείς πρέπει να αποσπόμαστε από τον εγωισμό αυτών των υποθέσεων, έχοντας επίγνωση ότι πρόκειται για κάτι ξένο, και να επιστρέφουμε στον δικό μας εγωισμό, στην υπεράσπιση και ανάδειξη ως κεντρομόλου δύναμής μας του δικού μας Εγώ.

2. Πού έγκειται η πρωτοτυπία της σκέψης του; Στο ότι ξαναδίνει στο Εγώ τη χαμένη του τιμή και το υψώνει σε ύπατη δύναμη δημιουργίας των πάντων. Όλες εκείνες οι δυνάμεις, όπως ο θεός, το πνεύμα, ο ανθρώπινος κόσμος, η πολιτική εξουσία κ.λπ., που υποτίθεται ότι απεργάζονται την αποδυνάμωση του Εγώ και πρεσβεύουν κάτι ανώτερο από τον εγωισμό, στην ουσία προκύπτουν απ’ αυτό το Εγώ και υπηρετούν έναν δικό τους ιδιοτελή εγωισμό. Πρέπει συνεπώς να μαθαίνουμε πως πίσω από την κήρυξη πολέμου ενάντια στο Εγώ γενικά κρύβεται η εξουσία ενός ξένου προς εμάς εγωισμού, που θέλει να κατασπαράξει το δικό μας Εγώ, ό,τι δηλαδή είναι χρήσιμο και ωφέλιμο σε μας, προς ίδιον όφελος. Ας αποτιμάμε λοιπόν τον ρόλο των ως άνω δυνάμεων στο πλαίσιο του γεγονότος ότι είναι δημιουργήματα του Εγώ. Ο θεός, για παράδειγμα, είναι το παν του παντός για τον εαυτό του και ως τέτοιος προβάλλει ως ο υπέρτατος εγωιστής: όπως λέει ο Στίρνερ, ο θεός σκέφτεται μόνο τον εαυτό του, αυτόν μόνο έχει μπροστά στα μάτια του· τα πάντα πρέπει να είναι της αρεσκείας του. Πράγματι, η έννοια της θεότητας, ας πούμε υπό τη μορφή του χριστιανισμού, είναι παρούσα στον άνθρωπο ως μια αδιαφιλονίκητη εξουσία του Εγώ και υπ’ αυτή την εξουσία θέλει να υποτάξει τους ανθρώπους, κηρύσσοντας προκλητικά και παραπλανητικά τη μελλοντική τους συνεύρεση με τον θεό. Όποιος αμφισβητεί αυτή τη θρησκευτική εξουσία ενός ξένου Εγώ πάνω του, κατονομάζεται άθρησκος, άθεος, απόβλητος … και ως τέτοιος αξίζει να χαθεί.

3. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την πολιτική εξουσία. Μας λέγει ότι με ανιδιοτέλεια και περισσή αγάπη θυσιάζεται για τον λαό∙ ότι αντλεί το νόημα της ύπαρξής της από τον αγώνα για το κοινό καλό. Στην πράξη όμως αγωνίζεται για το δικό της καλό, για τα δικά της εγωιστικά συμφέροντα και ζητεί την υποταγή του δικού σου Εγώ στην επικράτηση του δικού της φίλαυτου Εγώ. Άμα αρνηθείς να υπηρετείς ανιδιοτελώς τον εγωισμό της, άμα αμφισβητείς τη μοναδικότητά της και προσπαθήσεις να αποσπάσεις το Εγώ σου απ’ αυτή, ρίχνεσαι στα μπουντρούμια. Κάθε δύναμη –πολιτική, πνευματική, θρησκευτική, επιστημονική κ.λπ.– που αντιστρατεύεται το δικό μου/σου Εγώ και κηρύσσει την άρνηση του εαυτού, ποτέ δεν το αντιστρατεύεται ρητά, ποτέ δεν ζητεί φανερά την άρνησή του, εκτός εάν πρόκειται για στιγμιαία όξυνση ή αντιπαράθεση· πάντοτε διοχετεύει την απάρνηση του Εγώ σου μέσα από την ενθάρρυνση της ανιδιοτέλειας. Σου λένε: να είσαι ανιδιοτελής, να εργάζεσαι για το κοινό συμφέρον κ.α. Με αυτό τον τρόπο σου λένε παραιτήσου από το δικό σου Εγώ, δηλαδή πάψε να είσαι ιδιοκτήτης του δικού σου σκοπού που είναι ωφέλιμος για σένα, εάν θέλεις να σώσεις τον εαυτό σου. Στην πράξη όμως σε κατακρημνίζουν στο βάραθρο της παραλυσίας. Σου αφαιρούν κάθε δυνατότητα να ελέγχεις τον εαυτό σου, να τον διαθέτεις όπως εσύ θέλεις, να αυτοποροσδιορίζεσαι κατά το δικό σου Geschmack (=γούστο).

4. Την ίδια στιγμή που οι ως άνω δυνάμεις αφαιρούν από τον άνθρωπο την εγκυρότητα του εαυτού του, τον φυλακίζουν μέσα σε έναν κόσμο της ηθικότητας που ανάγει την πλήρη του έκφραση στο κράτος. Η ηθικότητα, κατά τον Στίρνερ, είναι πλήρως ασυμβίβαστη με το Εγώ και τον εγωισμό. Γιατί; Επειδή δίνει εγκυρότητα όχι στο Εγώ, όχι σε μένα, αλλά στον άλλο άνθρωπο που αυτή μεταφέρει μέσα σε μένα. Εδώ έγκειται και η μακροζωία του κράτους: απαιτεί από το κάθε «εμένα» να συμπεριφέρεται ως ηθικό ον και όχι ως εγωιστής, έτσι όπως τον εννοεί ο Στίρνερ. Τούτο σημαίνει ότι αποδέχομαι το κράτος ως το ύψιστο ιερό, μπροστά στο οποίο το Εγώ μου πρέπει να επιδεικνύει χρηστομάθεια, να δίνει καθημερινά εξετάσεις σεβασμού και συγχρόνως το ίδιο να αποδυναμώνεται θανάσιμα. Στη συνάφεια τούτη τα δικαιώματα που μου εκχωρεί το κράτος είναι τόσα και τέτοια που ισχυροποιούν το ίδιο και εξασθενίζουν εμένα. Παρόμοια και ο δικαστής είναι ο μηχανικός που εφαρμόζει τη βούληση του κράτους. Ο μόνος εξολοθρευτής του κράτους μπορεί να είναι η μοναδική, η ιδιαίτερη βούληση του Εγώ. Προκειμένου λοιπόν να διαιωνίσει τη δεσποτεία του –είτε η τελευταία έχει τη μορφή του Ενός, της Απόλυτης Μοναρχίας, είτε των Πολλών, της Δημοκρατίας– το κράτος δυσφημεί την ατομική βούληση του Εγώ ως κακή, ανορθολογική κ.λπ. Με ποιο τρόπο; Με τα έργα και τις ημέρες του κομματικού εγωισμού. Το κράτος δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τα κόμματα. Αυτά ποδηγετούν τον λαό και έχουν ως κύριο στόχο τον καταθρυμματισμό της ιδίας βούλησης του Εγώ. Γι’ αυτό και το κράτος αντιτάσσει στον αυθεντικό εγωισμό του Μοναδικού τον επικίνδυνο εγωισμό του κόμματος.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Ευρώπη ή... Επανάσταση

Του Χρήστου Λάσκου


Ο τίτλος του κειμένου αυτού είναι προϊόν υποκλοπής. Αντιγράφει τον αντίστοιχο του editorial του Βήματος της Κυριακής, δια χειρός Σταύρου Ψυχάρη. Εκεί, όπου ο μεγαλοεκδότης της αστικής επικοινωνιακής ναυαρχίδος διευκρινίζει με σαφήνεια στα όρια της απλοϊκότητας, όπως συνηθίζει, άλλωστε, το διακύβευμα –τι λέξη κι αυτή, αλήθεια;- της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Γράφει, λοιπόν: «Οι ψηφοφόροι όμως δεν τρώνε κουτόχορτο. Η ψήφος στις προσεχείς εκλογές είναι συνάρτηση της επιλογής: με την Ευρώπη και το ευρώ ή με την πτώχευση που θα φέρει κοινωνική αναταραχή και την… επανάσταση;».

Εξαίρετη, πράγματι, αστική σαφήνεια! Που εξελίσσει, αναβαθμίζοντας το εναγώνιο αίτημα του παιδιού με το τσεκούρι για σύμπηξη ενός μετώπου του αστικού κόσμου –τρομάρα του– απέναντι στο διαμορφούμενο «λαϊκό μέτωπο» των αριστερών μηδενιστών και το κυρίως θέμα της επικοινωνιακής στρατηγικής των συντρόφων –μεταξύ τους- Σαμαρά και Βενιζέλου, κατά τους οποίους το δίλημμα είναι ή με την Ευρώπη και την καλή χαρά ή με την δραχμή και την… εθνική ταπείνωση. Το γεγονός, βέβαια, πως κανένα σχήμα της μαζικής και απολύτως πλειοψηφικής Αριστεράς στην Ελλάδα δεν τάσσεται με το δεύτερο σκέλος της διάζευξης, κυρίως δε με την εθνική ταπείνωση, είναι αδιάφορο. Όπως αδιάφορο είναι το γεγονός πως η κυρίαρχη πολιτική της κοινωνικής εξόντωσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη δραχμή σε ορίζοντα, ίσως, μόλις μερικών μηνών -όπως οδήγησε στην αναδιάρθρωση που αποτάσσονταν, την πτώχευση που θα απέφευγε και στον πλήρη αποκλεισμό από τις «αγορές», στις οποίες κατά τις έγκυρες προβλέψεις θα είχε επιστρέψει από το τέλος του 2011.

Γιατί, όμως, χρειάζονται αναβάθμιση τα αστικά αιτούμενα και διλήμματα; Νομίζω πως ο κύριος λόγος είναι πως αν η διαχείριση του φόβου, μέσω της διαρκούς αύξησης της δοσολογίας, είναι απελπιστικά αναγκαία για την ελλαδική άρχουσα τάξη, δεν είναι, ωστόσο, αρκετή. Κι αυτό γιατί από τη μία τα φτωχότερα στρώματα δεν αντιλαμβάνονται καν τα συγκεκριμένα διλήμματα ως τέτοια στο μέτρο που δεν έχουν πια τίποτε σχεδόν να χάσουν, ενώ τα μεσαία μπορεί να σκέφτονται και να αγωνιούν για την τύχη των εναπομεινασών καταθέσεών τους στην περίπτωση που «βγούμε από το ευρώ», αλλά, δεν φτάνει αυτό για να επιτελέσουν τον πάγιο ρόλο τους ως τάξεων στηριγμάτων του αστικού συνασπισμού εξουσίας.

Ως προς αυτό, λοιπόν, η επανάσταση είναι συμπληρωματικό –και καλύτερο– επιχείρημα από τη δραχμή. Εδώ, πλέον, δεν είναι παίξε γέλασε. Εδώ είναι που πρέπει στα σοβαρά να τοποθετηθούν οι νοικοκυραίοι, δηλαδή οι ιδιοκτήτες, μικροί, μεγάλοι και μεσαίοι, απέναντι στους ξεβράκωτους, τους άθλιους κι ανάξιους πληβείους, τους κατεξοχήν τεμπέληδες. Φυσικά, δεν λέγεται έτσι. Και πάλι φυσικά, αυτό ακριβώς υπονοείται. Όταν δεν έχεις να προσφέρεις την παραμικρή προοπτική όχι βελτίωσης, αλλά ούτε καν υποφερτής επιδείνωσης, για την πλειοψηφία του πληθυσμού δεν έχεις παρά να μηχανεύεσαι μεγάλες ιστορικές… διακυβεύσεις. Κι αφού σε λίγο καιρό τα ως τώρα κυρίαρχα διλήμματα θα έχουν ήδη καεί ετοιμάζονται τα άλλα, τα μεγάλα.

Περί αυτού πρόκειται. Γι’ αυτό κιόλας, μαζί με τα διλήμματα, το «συγκρότημα» φροντίζει και για την «ανάλυση». Αρχίζει, δηλαδή, να «λέει την αλήθεια», για να προειδοποιήσει τους πραγματικούς αποδέκτες. Διαβάστε: «Καμιά φορά οι αριθμοί φωτογραφίζουν με απόλυτη ευκρίνεια την πολιτική συγκυρία. Ξένος που εδρεύει στην Αθήνα υπέδειξε σε έλληνα συνομιλητή του την αριθμητική που ακολουθεί. Προσέξτε: στην Ολλανδία, το 80% του ΑΕΠ αναλογεί σε μισθωτούς και εργαζόμενους γενικά. Μόνο το 20% πάει σε αφεντικά, κεφαλαιούχους και ραντιέρηδες… Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ξένου, η αναλογία είναι διαφορετική. Μόνο το 34% του ΑΕΠ αναλογεί τους εργαζόμενους. Το υπόλοιπο 66% είναι συγκεντρωμένο σε ολίγους…». Ποιος τα γράφει αυτά; Ένα από τα καλύτερα παιδιά του «συγκροτήματος», ο Δ. Μητρόπουλος (Νέα, 16 Μαρτίου 2012).

Και πού τον οδηγούν αυτά τα δεδομένα; Όχι, βέβαια, στην απόρριψη των μνημονίων. Ούτε στην αποδοχή των προτάσεων του, έξαλλου κι ανεύθυνου, άλλωστε, ΣΥΡΙΖΑ για ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Στην πραγματικότητα, πουθενά δεν τον οδηγούν παρά μόνο σε μια διαπίστωση: «Το φθινόπωρο θα έχουμε την κοινωνική έκρηξη που όλοι (;, ΧΛ) φοβούνται εδώ και δύο χρόνια. Αυτή θα έχει πραγματικές αιτίες και η καταστολή δεν θα είναι επαρκής λύση…». Προσέξτε το τελευταίο: η καταστολή δεν απορρίπτεται, κρίνεται απλώς ως μη επαρκής λύση!
Την επόμενη μέρα ήταν που το μεγάλο αφεντικό αναβάθμισε το δίλημμα «απειλώντας» τους νοικοκυραίους με την επερχόμενη επανάσταση και καλώντας τους να επιλέξουν, ταγμένοι και αποφασιστικοί, το μονόδρομο που τους «ταιριάζει».

Και η Αριστερά; Αν αυτοί προετοιμάζονται για την αντεπανάσταση, εμείς δεν πρέπει να σκεφτούμε λίγο περισσότερο; Αν, διαφορετικά, αυτοί φοβούνται την «επανάσταση», εμείς δεν θα πρέπει να την αγκαλιάσουμε πείθοντας το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων πως αυτό που αυτοί φοβούνται είναι ακριβώς η λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μεγάλη πλειοψηφία; Πως η λύση, δηλαδή, βρίσκεται στη μαχητική κινητοποίηση, τη συμμετοχή, τη μεγάλη δημοκρατική ανατροπή, που ανοίγει το δρόμο σε ευρύτερες επικράτειες, όπου οι άνθρωποι με τα κοινά προβλήματα μπορούν να διεκδικήσουν τις κοινές λύσεις; Μετατρέποντας, δηλαδή, το δίλημμα «Ευρώπη ή Επανάσταση» στην ταυτότητα «Ευρώπη, δηλαδή Επανάσταση»;

Πηγή: alterthess

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Μισέλ Φουκώ: Προς μια θεωρία της εξουσίας

Αναδημοσίευση από hegel-platon.blogspot.com (Δημήτρης Τζωρτζόπουλος)


Περί της ουσίας της εξ-ουσίας

1. Όταν ο Φουκώ συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του σε μια πολιτική ανάγνωση της κοινωνίας, αναγνώριζε ρητά την ανάγκη ουσιαστικής πολιτικοποίησης της γνώσης. Πώς κατανοεί αυτή την ανάγνωση και αυτή την πολιτικοποίηση; Προφανώς όχι υπό τη μορφή μυωπικών αντιπαραθέσεων, παραδοσιακής υφής, ανάμεσα σε «συντηρητισμό» και «προοδευτισμό» ή ασφυκτικού εναγκαλισμού της θεωρίας από έναν ακίνδυνο πρακτικισμό και ακτιβισμό, αλλά υπό την προοπτική της προβολής μιας σκέψης που τελεί πάντοτε σε κίνηση, δηλαδή αναπροσανατολίζεται μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενων καταστάσεων και επιζητεί να εισχωρεί στο πεδίο κατανόησης αυτών των καταστάσεων και γενικότερα της κάθε ύποπτης ή ανύποπτης συγκυρίας. Αυτός ο τρόπος σκέψης του επιτρέπει να μην αναλώνεται σε υιοθετήσεις αφηρημένων προτύπων ζωής και να μην αναλαμβάνει να ομιλεί για λογαριασμό άλλων. Κατ’ αυτό το πνεύμα χωρεί πέρα από την καθεστηκυία πρακτική της εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης και προσηλώνει το στοχαστικό του βλέμμα στην ενικότητα του παρόντος, στη μοναδικότητά του. Έτσι ξαναδιαβάζει το καθολικό, π.χ. την κοινωνία, την πολιτική κ.λπ. όχι ως ένα αφηρημένο όλο, αλλά ως εκείνο που μέσα του περιέχει το ενικό· ως την κοινωνία, ας πούμε, που περιέχει συγκεκριμένους χώρους εγκλεισμού, καθορισμένες δομές πειθαρχίας κ.α.

2. Με βάση μια τέτοια γραμμή σκέψης, ο Φουκώ απομυθοποιεί τον ρόλο των διανοουμένων και τον ρόλο της θεωρίας σε σχέση με την ανάγκη διαφώτισης και δράσης των μαζών. Γνώση, αλήθεια και λόγος αποτελούν μορφές εξουσίας, στις οποίες θα χρειαζόταν να αντιστέκεται ο διανοούμενος. Η ως τώρα καθιερωμένη θεωρητική πρακτική του τελευταίου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια δυστυχισμένη πρακτική, κατά το πρότυπο της δυστυχισμένης συνείδησης στον Χέγκελ. Τούτο σημαίνει, πέραν των άλλων, ότι η σκέψη του Φουκώ δεν εγκλείεται στην παραγωγή ολοποιητικών μορφωμάτων γνώσης, ενταγμένων στην εξελικτική εκδίπλωση μιας καθολικής ιστορίας, μονοσήμαντα προσανατολισμένης, αλλά διανοίγεται στην ανάδειξη του συμβάντος, φιλοσοφεί επ’ αυτού: εκτυλίσσεται ως σκέψη του ενικού· του ενικού που απηχεί μια καθορισμένη εκάστοτε κατάσταση, π.χ. την κατάσταση στις επιχειρήσεις, στο σχολείο, στην εκπαίδευση, στη φυλακή κ.α., και το οποίο δεν ανάγεται σε κάποια διαμεσολάβηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναδεικνύει τον ενδεχόμενο, τον δυνάμενο να ισχύει, χαρακτήρα των συστημάτων γνώσης και εξουσίας και κινείται στα όρια των δομήσεων και αποδομήσεών τους. Η κίνηση τούτη της σκέψης (του) μεταμορφώνεται έτσι σε κίνηση απελευθέρωσης, σε πράξη ελευθερίας, γιατί επιχειρεί να καταδείξει χώρους ελευθερίας ανάμεσα σ’ αυτά τα συστήματα, ανάμεσα στις συνάφειές τους, τις δομήσεις και αποδομήσεις τους.

3. Οι εν λόγω χώροι ελευθερίας καθιδρύουν μια άλλη λογική θεώρησης εκ μέρους του ανθρώπινου υποκειμένου, αλλά και άλλη λογική θεώρησης των δομών και σχέσεων εξουσίας. Ως προς το πρώτο ζητούμενο καθιδρύουν μια πρακτική του υποκειμένου ως εαυτού. Πώς συμβαίνει αυτό; Ό,τι απηχεί τη λογική του συστήματος παραπέμπει σε ένα συμβάν, που θέτει σε κίνηση τη γνώση και τη δράση του εαυτού. Εάν, για παράδειγμα, το σύστημα εξουσίας αποτελεί μια ολότητα και σχετίζεται με ιεραρχικές ολοποιήσεις, η λογική του εκφράζεται στο ένα ή άλλο σημείο ή πεδίο αυτής της εξουσίας, ας πούμε στο πεδίο της εκπαίδευσης, του εργοστασίου κ.λπ. Η δράση, ήτοι η αντί-δραση του εαυτού απέναντι σε ένα τέτοιο πεδίο ανάγει το ερέθισμά της στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο πεδίο στην εκάστοτε λειτουργία του ή εφαρμογή του λαμβάνει χώρα για το υποκείμενο ως συμβάν που προκαλεί την ενεργοποίηση, την κινητοποίηση του εαυτού ως διαμαρτυρία, ως απεργία κ.λπ. Αυτή η ενεργοποίηση και κινητοποίηση αποτελεί μια έκρηξη των ίδιων των εμπλεκομένων και όχι κάποιων άλλων. Γενικότερα, σε επίπεδο μαζών, αυτή η θεώρηση του Φουκώ εγγράφει στη δράση τους το συμβάν ως πρακτική ελευθερίας, με το νόημα ότι ενεργοποιούνται αγωνιστικά ενάντια σε αυτό που τις βρίσκει, που τις συντυχαίνει και τις αλλάζει. Κάθε στάση βέβαια σε σχέση με το συμβάν της εξουσίας, για παράδειγμα, δεν είναι ή δεν γίνεται αυτόματα αγωνιστική, αλλά αρχίζει να στέκεται αγωνιστικά, όταν ο εαυτός –το άτομο, η μάζα κ.λπ.– επιλέγει τις κατάλληλες μορφές αγώνα κάθε φορά. Πώς μπορεί να επιλέγει τις κατάλληλες μορφές; Όταν γνωρίζει τι σημαίνει εξουσία; Έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο ζητούμενο: στην άλλη λογική θεώρησης των δομών και σχέσεων εξουσίας.

4. Πώς προσπαθεί να σκεφτεί την εξουσία ο Φουκώ; Χωρίς να παραγνωρίζει την παραδοσιακή θεωρία και πρακτική του κράτους, διαπιστώνει ότι το πεδίο άσκησης και λειτουργίας της εξουσίας είναι πολύ ευρύτερο από τις ως τώρα σχετικές εννοήσεις και κατανοήσεις. Η εξουσία με τις δομές, τους μηχανισμούς της, τις διευθυντικές ή πειθαρχικές και καταπιεστικές της δομές και όλες τις παρόμοιες ιδιότητες δεν στοιχειοθετεί απλώς μια κατάσταση συντήρησης, με την κυριολεκτική και μεταφορική σημασία, αλλά και μια διαρκώς μετασχηματιζόμενη κατάσταση. Επομένως κάθε αντίσταση ξεκινά από το δικό της πεδίο δράσης για να ενσωματωθεί σε ευρύτερες στρατηγικές. Όπως τονίζει ο φιλόσοφος, «κάθε αγώνας ξεδιπλώνεται γύρω από μια ιδιαίτερη εστία εξουσίας». Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να καταγγέλλονται αυτές οι εστίες, να καταδεικνύονται, να εντοπίζονται. Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική γύρω από την ουσία της εξουσίας σχετίζεται με την εν τη πράξει κατανόηση πολυσύνθετων στρατηγικών καταστάσεων σε μια δεδομένη κοινωνία και όχι μόνο με μια γενική κατονομασία ενός θεσμού ως εξουσίας. Απ’ αυτή την άποψη, η εξουσία δεν έρχεται μόνο από τα πάνω, αλλά και από τα κάτω. Παντού παρατηρούμε «πολλαπλές σχέσεις δύναμης που διαμορφώνονται και λειτουργούν στους μηχανισμούς της παραγωγής, στις οικογένειες, τις περιορισμένες ομάδες, στους θεσμούς». Στη συνάφεια τούτη, η σύλληψη της εξουσίας που προτείνει ο Φουκώ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικροεξουσίες που μας περικυκλώνουν και μας καθορίζουν καθημερινά: μικροεξουσίες πάνω στα σώματά μας, για να καθίστανται πιο παραγωγικά, πειθαρχημένα, εργασιομανή κ.λπ., και κατ’ επέκταση πάνω σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Από τον Μπακούνιν στο Λακάν

Αναδημοσίευση από: Στο ντιβάνι με το Λακάν (Kraftwerk) - stodivanimetolacan.blogspot.com



Ο μετα-αναρχισμός του Saul Newman

Το κείμενο αυτό αποτελεί μια εκτεταμένη περίληψη του βιβλίου του Newman, From Bakunin to Lacan: Anti-authoritarianism and the dislocation of power (2001). Αποτελεί κυρίως μια καταγραφή σημειώσεων και όχι ένα πλήρως συγκροτημένο άρθρο. Αντικατοπτρίζει μια υποκειμενική πρόσληψη. Η αναφορά σε κάθε κεφάλαιο δεν είναι εξαντλητική και πολλές φορές η έκταση που αφιερώνεται σε ένα θέμα δεν είναι αντίστοιχη με εκείνη που αφιερώνει ο συγγραφέας.

Ο Saul Newman υποστηρίζει ένα είδος ατομικιστικού αναρχισμού τον οποίο συνδέει με τον αναρχισμό του Μαξ Στίρνερ και με τον μεταστρουκτουραλισμό. Η κύρια αναφορά του Newman στον μεταστρουκτουραλισμό αφορά την λακανική ψυχανάλυση αλλά ταυτόχρονα διαπραγματεύεται έννοιες του Ντελέζ, του Ντεριντά, του Φουκώ και άλλων. Ο Μετα-αναρχισμός που θεμελιώνει ο Newman βασίζεται σε μια κριτική του αναρχισμού βασισμένος στις λακανικές έννοιες του Πραγματικού και της έλλειψης. Ο κλασικός αναρχισμός βασίζεται σε μια κριτική της χομπσιανής πολιτικής θεωρίας. Σύμφωνα με τον Χομπς η φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι αυτή της διαρκούς σύγκρουσης, ενός πολέμου δίχως τέλους με στόχο της επιβολή της βούλησης του καθενός. Ο άνθρωπος έχει φύση εγωιστική και κακή, ενδιαφέρεται μόνο για να επιβληθεί στους άλλους και να αυξήσει την δύναμή του. Έτσι σύμφωνα με τον Χομπς η δημιουργία της οργανωμένης κοινωνίας βασίζεται στο πέρασμα από αυτή τη φυσική κατάσταση όπου ο κάθε άνθρωπος αποτελεί λύκο για τον άλλο σε μια κατάσταση ειρηνικής συμβίωσης. Αυτό είναι δυνατό μέσα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των ανθρώπων σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι παραχωρούν μέρος της εξουσίας τους στο κράτος με την προϋπόθεση ότι όλοι θα συναινέσουν σε αυτή την παραχώρηση. Διαφορετικά το σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου σημαίνει επιστροφή στην κατάσταση όλοι εναντίων όλων. Το κράτος είναι απαραίτητο για να διασφαλίζει την αρμονική και ειρηνική διαβίωση και παρεμβαίνει όταν αυτή τίθεται σε κίνδυνο. Σε αυτή την χομπσιανή αντίληψη της ανθρώπινης φύσης και του ρόλου του κράτους αντιτίθεται πλήρως ο αναρχισμός. Ο αναρχισμός απηχεί μια αισιόδοξη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, η οποία θεωρείται εγγενώς καλή. Η ανθρώπινη φύση οδηγεί σε μια κοινωνία συγκροτημένη με βάση τις αρχές της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης κτλ. Το κράτος είναι αυτό που μέσα από την αναπαραγωγή της εξουσίας διαστρέφει αυτή την εγγενώς θετική ανθρώπινη φύση και για αυτό πρέπει να καταλυθεί. Η ανθρωπολογική θέση του αναρχισμού σχετικά με την ανθρώπινη φύση αποτελεί μια ακριβής αντιστροφή της χομπσιανής θέσης. Σύμφωνα με τον Newman ο κλασικός αναρχισμός αναπαράγει την χριστιανική έννοια του ανθρώπου, του καλού, του λόγου κτλ και βασίζεται σε μια έννοια που πηγάζει από τον διαφωτισμό. Ο διαφωτιστικός ανθρωπισμός αναγνωρίζει σε κάθε άνθρωπο μια κοινή ουσία, προσεγγίζει τον άνθρωπο υπό την οπτική του καθολικού. Ο Newman θεωρεί ότι ο ανθρωπισμός δημιουργεί και αναπαράγει έννοιες κυριαρχίας και αυθεντίας εφόσον αποκλείει την ιδιαιτερότητα και την διαφορετικότητα. Ο ανθρωπισμός του αναρχισμού βασίζεται στην αναγνώριση κάποιας βαθύτερης ουσίας του ανθρώπου δηλαδή σε μια ουσιοκρατία την οποία ο Neuman θεωρεί επικίνδυνη και αντιτιθέμενη στο πρόταγμα του αναρχισμού.


Στίρνερ

Ο Στίρνερ αποτελεί την μία βασική συνιστώσα της σκέψης του Newman. Ο Στίρνερ εκκινεί με μια κριτική στον Φόυερμπαχ σύμφωνα με τον οποίο ο θεός αποτελεί μια αντανάκλαση, ένα καθρέφτισμα του ανθρώπου. Για τον Στίρνερ ο Φόυερμπαχ η ταύτιση του ανθρώπου με τον θεό απηχεί συγκεκριμένες απόψεις για την ανθρώπινη ουσία, αναπαράγει δηλαδή έναν χριστιανικό ανθρωπισμό. Η θρησκεία είναι μια αλλοτρίωση του ανθρώπου αλλά σύμφωνα με τον Στίρνερ η νέα θρησκεία, ο ανθρωπισμός δεν αποτελεί παρά μια νέα μεταμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας. Ο Στίρνερ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ουσιακή ανθρώπινη φύση αλλά ο άνθρωπος κατασκευάζει την φύση του. Ο άνθρωπος για τον Στίρνερ είναι μια θρησκευτική ιδέα, μια ιδεολογική κατασκευή που περιορίζει την ατομικότητα, είναι μια έννοια που κατασκευάζει το Εγώ. Η έννοια του ανθρώπου για τον Στίρνερ πρέπει να αντικατασταθεί από την έννοια του μη ανθρώπου. Ο μη άνθρωπος αποτελεί την αντίσταση στην διαφωτιστική έννοια του ανθρώπου και την υποκειμενοποιητική του δύναμη. Ο μη άνθρωπος αντιστοιχεί σε μια ρευστή και βραχύβια ταυτότητα. Η ταυτότητα για τον Στίρνερ όπως και για τον μεταστρουκτουραλισμό αποτελεί μια εγγενώς μη σταθεροποιήσιμη έννοια. Ο αναρχισμός αποτελεί για τον Στίρνερ την πιο ριζοσπαστική μορφή του ανθρωπισμού και η επίθεση του σε αυτόν είναι για αποκαλυφθεί η ουσιοκρατική του θεμελίωση. Ο Στίρνερ περιγράφει μια διαδικασία υποκειμενοποίησης στην οποία η εξουσία δεν καταπιέζει τον άνθρωπο αλλά τον δομεί ως πολιτικό υποκείμενο και άρχει μέσω αυτού. Αυτό ακριβώς είναι η αμφισβήτηση του της ανθρωπιστικής οντολογίας του Διαφωτισμού. Η ανθρώπινη ουσία δεν είναι ένας υπερβατικός τόπος που δημιουργείται από τους φυσικούς νόμους και στην συνέχεια η εξουσία έρχεται να καταπιέσει αλλά αποτελεί έναν λόγο που στοχεύει στην διατήρηση της εξουσίας. Ο Στίρνερ σύμφωνα με τον Newman στοχεύει στο να δείξει ότι η μανιχαϊστική πολιτική του αναρχισμού η οποία θεωρεί ότι υπάρχει ένας τόπος αντίστασης έξω από την εξουσία αποτυγχάνει να αντιληφθεί μια λειτουργία της εξουσίας: την κυριαρχία μέσω της υποκειμενοποίησης και όχι μέσω της καταπίεσης. Η κοινωνία για τον Στίρνερ αποτελεί μια ιδεολογική κατασκευή που στόχο έχει όπως και το κράτος να εγκλωβίσει το άτομο μέσα σε μια καταπιεστική συλλογικότητα. Δεν υπάρχει κοινωνική ουσία, η κοινωνία έχει αντικατασταθεί στον Στίρνερ από ένα μοντέλο πολέμου. Η κοινωνία αποτελεί πεδίο αγώνων και τυχαιότητας.


Φουκώ

Ο Newman πέρα από τον Στίρνερ χρησιμοποιεί και την φουκωική κριτική της εξουσίας. Ο Φουκώ συμφωνεί με τον αναρχισμό στο ότι ο μαρξισμός αποτελεί απλά μια επιβεβαίωση του τόπου της εξουσίας. Επίσης ασκεί κριτική στον οικονομικό αναγωγισμό του. Επίσης υποστηρίζει ότι μια επανάσταση μπορεί να αφήσει τον τόπο της εξουσίας ανέπαφο. Ωστόσο στη συνέχεια επικρίνει τον αναρχισμό στο ότι έχει την ίδια αντίληψη με τον μαρξισμό για την εξουσία και ότι αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Έτσι ο Φουκώ προχωρά σε μια κριτική της εξουσίας βασισμένη στην εξουσία όχι ως κάτι που κατέχεται ή όχι αλλά ως κάτι που διαπερνά όλα τα κοινωνικά δίκτυα , διαχέεται. Η εξουσία είναι παντού γιατί προέρχεται από παντού. Η εξουσία επιμερίζεται σε στρατηγικές και τακτικές που βρίσκονται διαρκώς υπό διαμόρφωση. Το κράτος δεν είναι αυτό από το οποίο προέρχεται η εξουσία αλλά απορρέει από την εξουσία όπως όλοι οι θεσμοί. Ενώ οι αναρχικοί βλέπουν την εξουσία να πηγάζει από τους θεσμούς ο Φουκώ υποστηρίζει ότι οι θεσμοί απορρέουν από την εξουσία. Ο Φουκώ συνεχίζει το πολεμικό μοντέλο του Χομπς και Στίρνερ για την κοινωνία και υποστηρίζει ότι είναι το μοναδικό μοντέλο που ξεπερνά τον κίνδυνο της ουσιοκρατίας. Ο Φουκώ αντιστρέφει τη ρύση του Κλαούσεβιτς ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική είναι πόλεμος που συνεχίζεται με άλλα μέσα. Αυτός ο πόλεμος είναι διαρκής και δεν καταλήγει όπως στον αναρχισμό σε μια τελική κατάσταση ειρήνης. Η γενεαλογική μέθοδος του Φουκώ στοχεύει στο να αποκαλύπτει συνέχεια την απόκρυψη του διαρκούς ανταγωνισμού, ενός μη τόπου. Η εξουσία για τον Φουκώ δεν βρίσκεται ούτε στο κράτος, ούτε στην μπουρζουαζία, ούτε στον νόμο. Η εξουσία αποτελεί έναν μη τόπο, εξαιτίας της μεταβλητότητάς της, της επανεγγραφής και επανερμηνείας της. Η κριτική του Φουκώ απορρίπτει την εξουσία ως καταπίεση και αντιτείνει μια άλλη προσέγγισή της, της εξουσία ως παραγωγική. Η εξουσία παράγει το υποκείμενο. Για τον Φουκώ όπως και τον Στίρνερ η ανθρώπινη ουσία δεν αποτελεί απλά αποτέλεσμα της κυριαρχίας αλλά είναι και μέσο για την άσκησή της. Η αντίσταση για τον Φουκώ αποτελεί μαζί με την εξουσία μια σχέση αγωνισμού. Ωστόσο το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατή η αντίσταση σύμφωνα με τον Φουκώ φαίνεται να μην απαντάται πλήρως και με συνέπεια σύμφωνα με τον Newman. O Φουκώ προτείνει ότι μέσω της άσκησης μπορεί κάποιος να αυξήσει την δύναμη που ασκεί στον αυτό του. Αυτό αποτελεί και τον θεμελιώδη όρο για την ελευθερία.


Ντελέζ και Γκουατταρί

Η αναφορά του Φουκώ σε παραδείγματα αντίστασης (όπως για παράδειγμα στα σώματα και τις απολαύσεις) πέφτουν σε αυτό που ήθελε να αποφύγει, την ουσιοκρατία και τον θεμελιωτισμό. Οι Ντελέζ και Γκουατταρί αναλαμβάνουν να συνεχίσουν την συζήτηση από εκεί που την άφησε ο Φουκώ. Ωστόσο με την έμφασή τους στην επιθυμία ως πρότυπο αντίστασης εκλαμβάνουν την επιθυμία ως εξωτερική της εξουσίας. Έτσι επιβεβαιώνουν την ουσιοκρατία που ήθελαν να καταρρίψουν. Σύμφωνα με τους Ντελέζ και Γκουατταρί το κράτος θεωρείται μια αφηρημένη μορφή, μια αφηρημένη μηχανή η οποία οργανώνει τις οικονομικές ροές σε έναν τρόπο παραγωγής. Έτσι θεωρούν ότι το κράτος είναι αυτό που οργανώνει τον τρόπο παραγωγής και όχι το αντίθετο όπως υποστηρίζουν οι μαρξιστές. Η επιθυμία δεν καταπιέζεται πάντα από το κράτος αλλά πολλές φορές χρησιμοποιείται από αυτό. Οι άνθρωποι μπορούν να επιθυμούν την καταδυνάστευσή τους ή μπορούν να επιθυμούν την ελευθερία τους. Το να επιθυμεί κάποιος την καταδυνάστευση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πέφτει θύμα κάποιας ιδεολογικής παγίδας ή ότι υποφέρει από ψευδή συνείδηση. Η υποδούλωση και η καταπίεση είναι μέρος της επιθυμίας μας. Έτσι η πολιτική πράξη εναντίον του κράτους σημαίνει να ξεφορτωθούμε την επιθυμία μας για υποδούλωση και καταπίεση, διαφορετικά η αντίσταση θα έχει ως αποτέλεσμα να επανα-επιβεβαιώνει τον τόπο της εξουσίας.

Για τους Ντελέζ και Γκουατταρί η επιθυμία καναλιζάρεται προς το κράτος μέσα από την αυτόβουλη καθυπόταξη στην οιδιπόδεια αναπαράσταση και την ψυχανάλυση. Ο Οιδίποδας έχει μετατραπεί στην καινούργια αφηρημένη μηχανή του κράτους. Η ψυχανάλυση θεωρείται ως η νέα εκκλησία στην οποία πρέπει να θυσιάσουμε τους εαυτούς μας όχι πια στον θεό αλλά στον Οιδίποδα. Οι ψυχαναλυτές είναι οι τελευταίοι παπάδες και η ψυχανάλυση δηλητηριάζει την μοντέρνα συνείδηση, καθορίζοντας την επιθυμία μέσα από τον λόγο του Οιδίποδα. Η οιδιπόδεια αναπαράσταση δεν καταπιέζει την επιθυμία αλλά την δομεί με τέτοιον τρόπο ώστε αυτή να θεωρείται καταπιεσμένη, ή προϊόν κάποιας αρνητικότητας, ενοχής ή έλλειψης. Για τους Ντελέζ και Γκουατταρί η επιθυμία δεν έχει να κάνει με την έλλειψη όπως στον Λακάν αλλά είναι παραγωγική και θετική. Η έλλειψη είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας και όχι η αιτία της. Η επιθυμία πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια της παραγωγής, αυτό που ονομάζουν παραγωγή της επιθυμίας. Η επιθυμία παράγει το κοινωνικό. Η ψυχανάλυση είναι αντιπαραγωγική, επιδιώκει τον έλεγχο της παραγωγής κάτω από το κράτος. Η επιθυμία θεωρείται επαναστατική επειδή απαιτεί συνεχώς νέες συνδέσεις και συναρμογές με άλλες επιθυμίες, με το κοινωνικό. Ο Οιδίποδας κόβει όλες τις πιθανές διασυνδέσεις εγκλωβίζοντας το υποκείμενο. Η υποκειμενικότητα για τους Ντελέζ και Γκουατταρί δεν είναι τόπος αλλά διαδικασία, το να γίνεις. Το να γίνεις είναι μια διαδικασία μεταξύ δύο οντοτήτων, μια διαδικασία συναρμογής και σύνδεσης. Η αντίσταση στο κράτος σημαίνει να αρνηθούμε το ποιοι είμαστε και να γίνουμε άλλοι. Η έννοια του υποκειμένου ως το να γίνεις είναι παρόμοια με την έννοια του εγώ του Στίρνερ. Για τον Στίρνερ το εγώ είναι ένα ριζικό κενό που βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία αλλαγής. Δεν αποτελεί μια αναγνωρίσιμη ενότητα ή τόπο αλλά είναι μη τόπος, πολλαπλότητα ή διαδικασία. Αυτό ο Ντελέζ το ονομάζει σώμα χωρίς όργανα. Αυτή η ανάλυση της υποκειμενικότητας αντιτίθεται στην ιδέα της αντίστασης ως τόπου. Δεν μπορεί να υπάρξει τόπος αντίστασης όπως πίστευαν οι αναρχικοί επειδή είναι θεμελιωδώς ασταθής και επειδή μπορεί να δημιουργήσει σχέσεις κυριαρχίας εκτός από αντίστασης. Έτσι δεν υπάρχει η μανιχαϊκή, αναρχική διάκριση μεταξύ αντίστασης και κράτους. Το ρίζωμα αποτελεί ένα είδος μοντέλου που αναφέρεται στην πολλαπλότητα των συνδέσεων, αποκεντρωμένο και πλουραλιστικό. Χαρακτηρίζεται από μια ριζική ανοιχτότητα, σε ένα έξω. Έχει 4 χαρακτηριστικά: σύνδεση, πολλαπλότητα, ετερογένεια και τομή.

Το ρίζωμα είναι ένα μοντέλο που απορρίπτει δυαδικούς διαχωρισμούς και ιεραρχίες. Η μηχανή πολέμου αποτελεί για τον Ντελέζ μια απόλυτη εξωτερικότητα χωρίς όμως να οδηγεί στην ουσιοκρατία. Η μηχανή πολέμου είναι μια εικόνα της σκέψης, μια ιδέα χωρίς αντικείμενο. Αποτελεί έναν μη τόπο που δημιουργείται από την έλλειψη ουσίας και για αυτό διαφεύγει του κράτους. Το κράτος λειτουργεί μέσα από δυαδικές μηχανές ενώ η πολεμική μηχανή είναι μια έννοια που είναι εξωτερική του κράτους. Το κράτος και η πολεμική μηχανή αντιτίθενται αλλά όχι διαλεκτικά. Η πολεμική μηχανή αποτελεί το εξωτερικό του κράτους δηλαδή αυτό που διαφεύγει της σύλληψης του κράτους. Ο Ντελέζ γράφει "όπως ο Χομπς είδε καθαρά ότι το κράτος είναι εναντίον του πολέμου, έτσι και ο πόλεμος είναι εναντίον του κράτους και το καθιστά αδύνατο". Η αντίσταση πλέον γίνεται κατανοητή με όρους πολέμου: πεδίο πολλαπλών αγώνων, στρατηγικών, τοπικών τακτικών, ένας διαρκής ανταγωνισμός χωρίς την υπόσχεση της τελικής νίκης. Ωστόσο η πολεμική μηχανή των Ντελέζ- Γκουατταρί έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της επιθυμίας. Ενώ η πολεμική μηχανή απορρίπτει την ουσία, η επιθυμία φαίνεται να έχει ουσιοκρατική ή μεταφυσική σημασία. Η επιθυμία είναι επαναστατική και καταπιέζεται από το κράτος. Έτσι όμως καταλήγουν σε μια μανιχαϊστική αντίληψη παρόμοια με αυτή του αναρχισμού. Η έννοια της επιθυμίας είναι μεταφυσική επειδή αυτή θεωρείται εγγενώς επαναστατική, ότι έχει μια θεμελιώδη φύση, ουσία ή προθετικότητα. Η επιθυμία παρουσιάζεται ως παραγωγική και δημιουργική και όχι καταπιεσμένη και χειραγωγημένη. Αυτό που αναζητείται είναι μια μη ουσιοκρατική προσέγγιση της αντίστασης. Στους Στίρνερ, Φουκώ, Ντελέζ και Γκουατταρί η ουσιοκρατία εισβάλει ως το Εξωτερικό στην θεωρία τους


Ντερριντά

Ο Ντερριντά επιτίθεται στον λογοκεντρισμό για τον οποίο θεωρεί ότι βασίζεται στη μεταφυσική και αποτελεί θεμέλιο της εξουσίας. Καταπιάνεται με τη σχέση ομιλίας και γραφής. Η ομιλία εξαρτάται από την γραφή που αποκλείει. Η γραφή είναι ένα συναναπλήρωμα της ομιλίας, είναι αποκλεισμένη από την παρουσία αλλά αναγκαία για τον σχηματισμό της ταυτότητάς της. Η έκθεση αυτής της λογικής της συναναπλήρωσης είναι μια από τις αποδομητικές στρατηγικές του Ντερριντά προεκειμένου να αντισταθεί στο λογοκεντρισμό. Η ομιλία εμφανίζεται ως αυθεντική ως προς τον εαυτό της και ως παρούσα στον εαυτό της, ενώ η γραφή φθίνει αυτή την παρουσία. Ο Ντερριντά επιχειρεί να δείξει ότι η αυθεντικότητα και η καθαρή ταυτότητα είναι πάντα υπό αμφισβήτηση, πάντα μολύνεται από αυτή που προσπαθεί να αποκλείσει. Σύμφωνα με αυτή τη λογική καμία ταυτότητα δεν είναι πλήρης ή καθαρή. Συγκροτείται από αυτό που την απειλεί. Ο Ντερριντά δεν αρνείται την ταυτότητα ή την παρουσία αλλά θέλει να τονίσει ότι η παρουσία ποτέ δεν είναι τόσο καθαρή όσο φαίνεται. Είναι πάντα ανοιχτή στον άλλο και πάντα μολύνεται από αυτόν. Ο Newman βασισμένος σε αυτή τη λογική θέτει το ερώτημα αν η εξουσία είναι το συναναπλήρωμα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας όπως η γραφή είναι το συναναπλήρωμα της ομιλίας. Ίσως η εξουσία είναι κάτι που συγχρόνως απειλεί αλλά και είναι αναγκαία για την συγκρότηση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.

Ο Ντερριντά επιτίθεται στην ουσιοκρατία. Η εξουσία για αυτόν είναι μη σταθερή και τυχαία. Ο λογοκεντρισμός επιβάλλει ιεραρχικές δυαδικές σχέσεις όπου ο ένας όρος θεωρείται κατώτερος από τον άλλο. Ωστόσο ο Ντερριντά δεν θέλει απλά την αναστροφή αυτών των όρων, για παράδειγμα η γραφή να καταλάβει τη θέση της ομιλίας. Η αναστροφή των δυαδικών όρων αφήνει τον ιεραρχικό τους διαχωρισμό ανέπαφο. Η επανάσταση ή αναστροφή δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επιβεβαιώνει τον τόπο της εξουσίας στην προσπάθειά της να απαλλαγεί από αυτή. Έτσι οι μαρξιστές επιδιώκουν να αντικαταστήσουν το αστικό κράτος με το εργατικό κράτος ή οι αναρχικοί επιτιθέμενοι στο κράτος επιδιώκουν να υποκαταστήσουν την εξουσία του κράτους με μια νέα λογική της εξουσίας βασισμένη στην ανθρώπινη ουσία. Η αναστροφή της ιεραρχίας είναι μια επανεγγραφή της εξουσίας με διαφορετική αμφίεση, στην περίπτωση του αναρχισμού συναντάμε μια ανθρωπιστική αμφίεση. Ο Ντερριντά προτείνει τον μετασχηματισμό της δυαδικής ιεραρχίας και όχι την απλή αναστροφή της, με την μετατόπιση των όρων της. Ο Φουκώ με την αναφορά στα σώματα και τις απολαύσεις αλλά και οι Ντελέζ – Γκουατταρί με την έμφαση στην επιθυμία πέφτουν στην παγίδα της ουσιοκρατίας, ενώ ο Ντερριντά όχι. Ο Ντερριντά επιλέγει ένα πολεμικό μοντέλο για να διακρίνει την ετερογένεια, τους ανταγωνισμούς και τις απουσίες πίσω από το προσωπείο της ολότητας. Αυτή η στρατηγική ονομάζεται από τον Ντερριντά διαφωρά, για να διακριθεί από την απόλυτη διαφορά της ουσιοκρατίας. Είναι μια διαφορά ή μια κίνηση διαφορών που η ταυτότητά τους είναι πάντα ασταθής και ποτέ απόλυτη. Η διαφωρά αναφέρεται ως μια δομή ή υποδομή. Έτσι βασίζεται σε μια ενότητα βασισμένη στη δικιά της μη ενότητα, συγκροτείται από τα ίδια τα όριά της. Η δομή αυτή κυβερνάται από την αρχή του αναποφάνσιμου, δεν επιβεβαιώνει ούτε αρνείται την ταυτότητα αλλά παραμένει στην κατάσταση του αναποφάνσιμου μεταξύ των δυο. Το αναποφάνσιμο της δομής δεν έχει στόχο να επιβεβαιώσει την απουσία ή την παρουσία, τη διαφορά ή την ταυτότητα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα πέφταμε στην παγίδα του τόπου. Η αντιστροφή της τάξης θα σήμαινε απλά την θεμελίωση μιας άλλης τάξης. Το αναποφάνσιμο του πολεμικού μοντέλου του Ντερριντά δεν επιβεβαιώνει κανέναν από τους δυαδικούς όρους.

Ο Ντερριντά υποστηρίζει ότι η αποδόμηση δεν θεμελιώνεται ούτε στον τόπο του λογοκεντρισμού αλλά ούτε και στον τόπο της αντίστασης. Η αποδόμηση λειτουργεί ως ένα μονοπάτι μεταξύ των δύο τόπων. Η αποδόμηση όπως υποστηρίζει ο Caputo είναι μια στρατηγική υπευθυνότητας προς τον αποκλεισμένο άλλο. Αντίθετα με την ερμηνευτική, η οποία προσπαθεί να αφομοιώσει τη διαφορά στην τάξη του ίδιου, του Είναι, η αποδόμηση επιδιώκει να ανοίξει έναν χώρο για τη διαφορά. Η αποδόμηση δεν είναι η απόρριψη της ηθικής αλλά η επαναξιολόγησή της. Οι ηθικές αρχές δεν μπορούν ποτέ να είναι απόλυτες ή καθαρές, πάντα μολύνονται από αυτό που αποκλείουν. Το καλό επιμολύνεται από το κακό, η λογική από το άλογο.

Ο Ντερριντά υποστηρίζει ότι η αυθεντία του νόμου είναι αμφισβητήσιμη και κατά ένα μέρος παράνομη. Αυτό συμβαίνει επειδή η αυθεντία του νόμου που θεμελιώνει τον νόμο, νομιμοποιείται αφού ο νόμος θεμελιωθεί. Έτσι η αυθεντία πάνω στην οποία βασίζεται ο νόμος είναι εκτός νόμου, αφού προϋποτίθεται του νόμου. Έτσι η θεμελίωση του νόμου είναι πράξη άνομη και βίαιη. Ο Ντερριντά σε αντίθεση με τους αναρχικούς δεν δέχεται την αντίθεση μεταξύ του τεχνητού νόμου και του φυσικού νόμου. Για τον Ντερριντά ο φυσικός νόμος δεν είναι καθαρός αλλά είναι επιμολυσμένος από τον τεχνητό. Έτσι υποστηρίζει ο Newman ο τεχνητός νόμος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναναπλήρωμα του φυσικού νόμου. Η αποδόμηση επερωτά την αυθεντία του νόμου, αποκαλύπτει τη βίαιη θεμελίωσή του. Για να αποφύγει ωστόσο κανείς να επαναθεμελιώσει τον νόμο πρέπει να διακρίνει τον νόμο (δίκαιο) από τη δικαιοσύνη. Το δίκαιο για τον Ντερριντά είναι η γενική εφαρμογή ενός κανόνα ενώ η δικαιοσύνη είναι το άνοιγμα του δίκαιου στον άλλο. Η δικαιοσύνη υπάρχει σε μια σχέση ετερότητας με το δίκαιο, ανοίγει τον λόγο του δίκαιου στο έξωθεν. Για τον Ντερριντά η δικαιοσύνη σε αντίθεση με το δίκαιο δεν είναι αποδομήσιμη. Ωστόσο κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί, εφόσον η δικαιοσύνη δεν είναι αποδομήσιμη, μήπως κρύβεται κάποια ουσία από πίσω, η οποία αντιτίθεται στην αντι-ουσιοκρατική προσέγγιση της αποδόμησης. Στον Ντερριντά απουσιάζει μια πλήρης εννοιολόγηση αυτού του έξωθεν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να υποπέσει στην παγίδα της ουσιοκρατίας. Για τον Ντερριντά η δικαιοσύνη εκτελεί μια μετατόπιση του δικαίου. Η δικαιοσύνη έχει μια ηθική διάσταση εφόσον υπονοεί ελευθερία και υπευθυνότητα για τις πράξεις μας. Η δικαιοσύνη είναι η εμπειρία του αδύνατου επειδή υπάρχει σε μια κατάσταση αναβολής και μη απόφασης. Είναι πάντα μη μετρήσιμη, είναι υπόσχεση αυτού που θα έρθει και που δεν πρέπει να επιτευχθεί, γιατί τότε θα σταματούσε να είναι δικαιοσύνη και θα γινόταν δίκαιο.


Λακάν

Για το Λακάν το Πραγματικό είναι αυτό που καθιστά αδύνατη μια πλήρη ταυτότητα, είναι ένας τραυματικός πυρήνας της ταυτότητας. Ωστόσο η έλλειψη του Πραγματικού δεν συνιστά ουσία, είναι ένα ριζικό κενό, ένας μη τόπος. Για το Λακάν το υποκείμενο είναι διχασμένο, δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τους νόμους κτλ αλλά θεμελιώνεται και από αυτό που μένει αποκλεισμένο από το πεδίο της αναπαράστασης. Έτσι όπως υποστηρίζει ο Ζίζεκ, ο Λακάν προχωρά πέρα από την αποδόμηση της υποκειμενικότητας, υποστηρίζει την αναδόμηση του υποκειμένου βασισμένη στα όρια της αδυνατότητας του. Ο Στίρνερ θεμελιώνει ένα μη ουσιακό Εγώ, ένα Εγώ που συνιστά ριζική κενότητα, έναν μη τόπο. Εφόσον αυτή η κενότητα γίνει αποδεκτή τότε το υποκείμενο μη περιοριζόμενο από κάποια ουσία θα μπορεί να αναδομήσει τον εαυτό του και να εξερευνήσει νέες ταυτότητες. Έτσι ο Στίρνερ όπως ο Λακάν δεν απορρίπτει την υποκειμενικότητα αλλά θεωρεί ότι θεμελιώνεται σε ένα κενό και για αυτό είναι αποσπασματική και ελλιπής. Εντοπίζουμε και άλλα σημεία σύγκλισης. Ο μη άνθρωπος του Στίρνερ είναι αυτός που διαφεύγει της αναπαράστασης, μπορεί να συγκριθεί με το Πραγματικό του Λακάν. Επίσης το Εγώ του Στίρνερ μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε την έλλειψη ως θετική και παραγωγική όπως γίνεται με ευθύτερο τρόπο στον Ντελέζ. Εφόσον η επιθυμία βασίζεται στην έλλειψη τότε η ταυτότητα μένει ανοιχτή σε άλλες δυνατότητες. Πώς όμως μπορεί να γίνει κατανοητό το έξωθεν χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της ουσιοκρατίας; Το Πραγματικό δεν είναι έξωθεν αλλά εσωτερικά αποκλεισμένο. Δεν βρίσκεται ακριβώς έξω από τη δομή αλλά είναι απόν. Η έννοια του εσωτερικά αποκλεισμένου ή της εσωτερικής εξωτερικότητας (εκσωτερικότητα) μπορεί να μας επιτρέψει να επανακαθορίσουμε το έξωθεν. Η έλλειψη όπως το συναναπλήρωμα του Ντερριντά είναι αναγκαία για την συγκρότηση της ταυτότητας και ταυτόχρονα την αποσταθεροποιεί και επιτρέπει την αντίσταση σε αυτή.

Η λακανική σύλληψη της εξουσίας βρίσκεται σε αντίθεση με τη φουκωική. Η εξουσία δεν βρίσκεται παντού. Για να υπάρχει εξουσία πρέπει να υπάρχει ένα είδος κενού που την περιορίζει. Η λακανική ερμηνεία της εξουσίας βασίζεται στην ανάλυση για τον Νόμο. Ο Νόμος για το Λακάν λειτουργεί μέσα από την αποτυχία λειτουργίας του. Στο κείμενο ο Καντ με τον Σαντ ο Λακάν τονίζει οτι η άρνηση της απόλαυσης που επιβάλλει ο Νόμος στην κατηγορική προσταγή, παράγει την διαστροφική απόλαυση. Ο Καντ απέτυχε να αναγνωρίσει την άλλη πλευρά του Νόμου, την αισχρή απόλαυση του Νόμου. Ο Σαντ παρουσιάζει την αισχρή απόλαυση αντιστρέφοντας το παράδειγμα. Μετατρέπει την αισχρή απόλαυση σε μια καντιανή καθολική αρχή. Ο Σαντ φανερώνει αυτή την αισχρή απόλαυση που διαποτίζει το Νόμο και βασίζεται στην αποκήρυξη αυτού του Νόμου. Αυτό το καταφέρνει μετατρέποντας την απόλαυση που αρνείται ο Νόμος στον ίδιο το Νόμο. Για το Λακάν η λειτουργία του νόμου είναι η δυσλειτουργία του, η παραγωγή ενός πλεονάσματος που αντιστέκεται σε αυτόν. Έτσι και η ταυτότητα συγκροτείται μόνον μέσα από την αδυναμία της να συγκροτηθεί ως όλο. Για το Λακάν η εξουσία δεν λειτουργεί σωστά, επιτρέποντας την υπέρβαση της, αλλά λειτουργεί εξαιτίας αυτής της αποτυχίας του. Υπάρχει μια συγκροτητική έλλειψη της εξουσίας η οποία επιτρέπει την δυνατότητα ύπαρξης ενός έξωθεν αντίστασης. Ωστόσο η αντίσταση θα είναι πάντα μη αποφασίσιμη, ενώ απειλεί την εξουσία ταυτόχρονα επιτρέπει στην εξουσία να επιτύχει μια ταυτότητα. Το Πραγματικό της εξουσίας θέτει υπό διαρκή αμφιβολία την δυνατότητα αντίστασης και της μετατροπής της σε μορφή κυριαρχίας. Έτσι, ενώ από τη μια υπάρχει ένα έξωθεν της εξουσίας που την επερωτά, ταυτόχρονα υπάρχει και ένα έξωθεν της αντίστασης, αυτό της εξουσίας που την επερωτά.

Η κοινωνία συγκροτείται από έναν ριζικό ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός είναι το Πραγματικό, αυτό που δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί. Ο ανταγωνισμός αποτρέπει την κοινωνία να συγκροτηθεί ως πλήρης ταυτότητα, είναι το ριζικό έξωθεν, το όριο της κοινωνίας. Το Πραγματικό λειτουργεί όπως το ντερρινταϊκό συναναπλήρωμα. Από τη μια απειλεί την ταυτότητα της κοινωνίας και από την άλλη της επιτρέπει την συγκρότηση μιας ταυτότητας η οποία είναι μη πλήρης. Ο ανταγωνισμός δεν συνιστά την ουσία της κοινωνίας αλλά αυτό που αρνείται την ουσία. Η ιδέα της κοινωνίας ως πεδίου διαφορών που θεμελιώνονται από έναν ριζικό ανταγωνισμό έρχεται σε αντίθεση με την αναρχική θέση της κοινωνίας ως ουσιακής ταυτότητας που κυβερνιέται από φυσικούς νόμους. Ο λακανικός ανταγωνισμός έχει ομοιότητες με τη μηχανή πολέμου του Ντελέζ, ωστόσο δεν αποκλείει την συγκρότηση της κοινωνίας όπως η μηχανή η οποία οδηγεί στην διάλυσή της σε καθαρή διαφορά και πολλαπλότητα. Κάτι τέτοιο θα επανέφερε την ουσιοκρατία, αποδίδοντας στην κοινωνία μια σταθερή ουσία, τη διαφορά. Η λακανική έννοια του κενού μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ένα έξωθεν που δεν οδηγεί στην ουσιοκρατία. Το υποκείμενο θεωρείται ως αποτυχία της συμβολοποίησης. Έτσι επιτρέπει την αντίσταση σε μια σταθερή ταυτότητα του εαυτού. Η πολιτική της αντίστασης είναι πάντα ανοιχτή σε επανερμηνείες.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Νιλ Γκέιμαν, Σπουδή σε πράσινο (σμαραγδί)

Ι. Ο καινούριος φίλος

Είναι το αχανές, πιστεύω. Η απεραντοσύνη των πραγμάτων από κάτω. Η σκοτεινότητα των ονείρων.

Αλλά ονειροπολώ. Συγχωρήστε με. Δεν είμαι λόγιος άνθρωπος.

Χρειαζόμουν σπίτι να μείνω. Έτσι τον γνώρισα. Ήθελα κάποιον να μοιραστεί το κόστος των δωματίων μαζί μου. Συστηθήκαμε μέσω ενός κοινού γνωστού, στα χημικά εργαστήρια του Σαιντ Μπαρτ. “Ήσασταν στο Αφγανιστάν, βλέπω”, αυτό ήταν που μου είπε, και το στόμα μου έμεινε ανοιχτό και τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα.

“Εκπληκτικό”, είπα.

“Όχι ιδιαίτερα”, είπε ο άγνωστος με το λευκό παλτό εργαστηρίου, ο οποίος έμελλε να γίνει φίλος μου. “Από τον τρόπο που κρατάτε το χέρι σας, βλέπω ότι έχετε τραυματιστεί, και με συγκεκριμένο τρόπο. Έχετε ένα βαθύ μαύρισμα. Έχετε επίσης στρατιωτική περιβολή, και υπάρχουν λίγα μέρη στην Αυτοκρατορία όπου ένας στρατιωτικός μπορεί να μαυρίσει και συνάμα, δεδομένης της φύσης του τραυματισμού στον ώμο σας και των παραδόσεων των αφγανών σπηλαιανθρώπων, να βασανιστεί”.

Τιθέμενο κατ' αυτόν τον τρόπο, φυσικά, ήταν παράλογα απλό. Αλλά πάλι, πάντα ήταν. Είχα σκουρύνει στο καφέ του καρυδιού. Και είχα πράγματι, όπως είχε παρατηρήσει, βασανιστεί.

Οι θεοί και οι άνθρωποι του Αφγανιστάν ήταν άγριοι, απρόθυμοι να κυβερνώνται από το Γουάιτχωλ ή από το Βερολίνο ή ακόμα από τη Μόσχα, και απροετοίμαστοι να δουν τη λογική. Είχα σταλθεί σε εκείνους τους λόφους, υπαγόμενος στο τάδε Σύνταγμα. Όσο η μάχη παρέμενε στους λόφους και τα βουνά, μαχόμασταν επί ίσοις όροις. Όταν οι αψιμαχίες κατέβηκαν στις σπηλιές και το σκοτάδι τότε βρεθήκαμε, σαν να λέμε, έξω απ' τα νερά μας.

Δε θα ξεχάσω την καθρεφτισμένη επιφάνεια της υπόγειας λίμνης, ούτε το πράγμα που αναδύθηκε από τη λίμνη, τα μάτια του να ανοιγοκλείνουν, και τους τραγουδιστούς ψιθύρους που το συνόδευαν καθώς σηκωνόταν, περιβάλλοντας το σαν το βούισμα μεγαλύτερων από κόσμους μυγών.

Το ότι επιβίωσα ήταν θαύμα, αλλά επιβίωσα, και επέστρεψα στην Αγγλία με τα νεύρα κουρελιασμένα. Το μέρος όπου το σαν βδέλλας στόμα με είχε αγγίξει είχε σημαδευτεί για πάντα, άσπρο σαν του βατράχου, στο δέρμα του τώρα μαραμένου ώμου μου. Είχα υπάρξει κάποτε ικανός σκοπευτής. Τώρα δεν είχα τίποτα, εκτός από ένα φόβο για τον κόσμο-κάτω-από-τον-κόσμο συγγενή προς τον πανικό, πράγμα που σήμαινε ότι θα πλήρωνα ευχαρίστως έξι πέννες από τη στρατιωτική μου σύνταξη για ένα κάρο, παρά μια πέννα για να ταξιδέψω υπόγεια.

Έστω κι έτσι, οι ομίχλες και τα σκοτάδια του Λονδίνου με ανακούφισαν, με δέχτηκαν. Είχα χάσει την πρώτη κατοικία μου γιατί ούρλιαζα τα βράδια. Είχα βρεθεί στο Αφγανιστάν· δεν ήμουν πια εκεί.

“Ουρλιάζω τη νύχτα”, του είπα.

“Μου έχουν πει ότι ροχαλίζω”, είπε. “Επίσης έχω ασυνήθιστο ωράριο και συχνά χρησιμοποιώ την κορνίζα τζακιού για εξάσκηση στόχου. Θα χρειάζομαι το καθιστικό για να συναντώ πελάτες. Είμαι εγωιστής, μονήρης και βαριέμαι εύκολα. Θα είναι πρόβλημα αυτό;”

Χαμογέλασα, και κούνησα το κεφάλι μου, και έτεινα το χέρι μου. Δώσαμε χειραψία.

Τα δωμάτια που είχε βρει για μας, στη Μπέικερ Στρητ, ήταν παραπάνω από επαρκή για δυο εργένηδες. Είχα κατά νου όλα όσα ο φίλος μου είχε πει περί της επιθυμίας του για ησυχία, και παραιτήθηκα απ' το να τον ρωτήσω τι ήταν εκείνο που έκανε για να βγάζει τα προς το ζην. Έστω κι έτσι, έμεναν πολλά που διέγειραν την περιέργεια μου. Επισκέπτες θα κατέφταναν όλη την ώρα, και όταν το έκαναν εγώ θα αποχωριζόμουν το καθιστικό και θα επέστρεφα στην κρεββατοκάμαρα μου, αναρωτιόμενος τι κοινό μπορούσαν να έχουν με τον φίλο μου: η ωχρή γυναίκα με ένα μάτι στο λευκό του οστού, ο μικροκαμωμένος άντρας που έδειχνε σαν πλανώδιος πωλητής, ο εύσωμος δανδής στη βελούδινη ζακέτα του, και οι υπόλοιποι. Κάποιοι ήταν συχνοί επισκέπτες, πολλοί άλλοι ήρθαν μόνο μια φορά, του μίλησαν, και έφυγαν, δείχνοντας προβληματισμένοι ή δείχνοντας ικανοποιημένοι.

Ήταν ένα μυστήριο για μένα.

Απολαμβάναμε ένα από τα εξαιρετικά γεύματα της σπιτονοικοκυράς μας ένα πρωινό, όταν ο φίλος μου χτύπησε το κουδούνι για να καλέσει την καλή κυρία. “Θα μας συνοδεύσει ένας κύριος, σε περίπου τέσσερα λεπτά”, είπε. “Θα χρειαστούμε μια θέση ακόμη στο τραπέζι”.
“Πολύ καλά”, είπε εκείνη, “θα βάλω μερικά λουκάνικα ακόμη στην ψησταριά”.

Ο φίλος μου επέστρεψε στην ανάγνωση της πρωινής εφημερίδας του. Περίμενα για μιαν εξήγηση με αυξανόμενη ανυπομονησία. Τελικά, δε μπορούσα να αντέξω άλλο. “Δεν καταλαβαίνω. Πως θα μπορούσες να ξέρεις ότι σε τέσσερα λεπτά θα δεχόμασταν έναν επισκέπτη; Δεν υπήρξε τηλεγράφημα, ούτε μήνυμα οποιουδήποτε είδους”.

Χαμογέλασε, ελαφρώς. “Δεν άκουσες το ποδοβολητό μιας άμαξας πριν μερικά λεπτά; Ελάττωσε ταχύτητα καθώς μας προσπερνούσε – προφανώς καθώς ο οδηγός αναγνώρισε την πόρτα μας, μετά επιτάχυνε και προχώρησε, μέχρι τη Μαίρυλμποουν Ρόουντ. Υπάρχει ένας συνωστισμός από άμαξες και αγοραία κάρα που αφήνουν επιβάτες στο σιδηροδρομικό σταθμό και στην έκθεση κέρινων ομοιομάτων, και είναι σε εκείνο το συνωστισμό που οποιοσδήποτε θα επιθυμούσε να αφιππεύσει δίχως να γίνει αντιληπτός θα πάει. Ο περίπατος από εκεί μέχρι εδώ είναι μέχρι τέσσερα λεπτά”.

Κοίταξε το ρολόι τσέπης του και καθώς το έκανε άκουσα θόρυβο στις σκάλες.
“Πέρασε μέσα, Λεστράντ”, φώναξε. “Η πόρτα είναι ανοιχτή και τα λουκάνικα σου βγαίνουν μόλις από την ψησταριά”.

Ένας άντρας που εξέλαβα για τον Λεστράντ άνοιξε την πόρτα, έπειτα την έκλεισε προσεκτικά πίσω του. “Δε θα έπρεπε”, είπε, “Αλλά για να πω την αλήθεια, δεν είχα την ευκαιρία να φάω τίποτα αυτό το πρωί. Και σίγουρα θα μπορούσα να βολέψω αρκετά από αυτά τα λουκάνικα”. Ήταν ο μικροκαμωμένος άντρας που είχα παρατηρήσει σε αρκετές περιστάσεις προηγουμένως, του οποίου η συμπεριφορά ήταν εκείνη ενός περιπλανώμενου πωλητή λαστιχένιων καινοτομιών ή κατοχυρωμένων γιατροσοφιών.

Ο φίλος μου περίμενε μέχρι να φύγει η σπιτονοικοκυρά από το δωμάτιο, μέχρι να πει, “Προφανώς, το εκλαμβάνω ως ζήτημα εθνικής σημασίας”.

“Μα τα άστρα μου”, είπε ο Λεστράντ και χλώμιασε. “Σίγουρα ο κόσμος δεν μπορεί να αναφέρεται ήδη σ' αυτό. Πες μου ότι δεν το κάνει”. Άρχισε να γεμίζει το πιάτο του μέχρι πάνω με λουκάνικα, φιλέτα καπνιστής ρέγγας, κίτζερι και τοστ, αλλά τα χέρια του έτρεμαν, λίγο.

“Όχι φυσικά”, είπε ο φίλος μου. “Ξέρω το τρίξιμο των τροχών της αμάξης σου, όμως, μετά απ' όλον αυτόν τον καιρό: ένα δονούμενο σολ δίεση πάνω από ένα ψηλό ντο. Και αν ο Επιθεωρητής Λεστράντ της Σκότλαντ Γιαρντ δε μπορεί να ιδωθεί δημόσια να εισέρχεται στο χώρο του μοναδικού συμβουλευτικού ντετέκτιβ του Λονδίνου, αλλά έρχεται έτσι κι αλλιώς, και δίχως να έχει πάρει το πρωινό του γεύμα, τότε ξέρω ότι αυτή δεν είναι μια υπόθεση ρουτίνας. Άρα, εμπλέκει εκείνους που βρίσκονται πάνω από μας και είναι ζήτημα εθνικής σημασίας”.

Ο Λεστράντ επάλειψε κρόκο αυγού στο σαγόνι του με την πετσέτα του. Τον κοίταξα. Δεν έμοιαζε με την ιδέα που είχα για έναν επιθεωρητή της αστυνομίας, αλλά πάλι, ο φίλος μου λίγο έμοιαζε με την ιδέα που είχα για ένα συμβουλευτικό ντετέκτιβ – οτιδήποτε κι αν μπορούσε να είναι αυτό.

“Ίσως θα έπρεπε να συζητήσουμε το θέμα κατ' ιδίαν”, είπε ο Λεστράντ, ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος μου.

Ο φίλος μου άρχισε να χαμογελά, χαιρέκακα, και το κεφάλι του κινήθηκε πάνω στους ώμους του όπως έκανε όταν απολάμβανε κάποιο προσωπικό αστείο. “Ανοησίες”, είπε. “Δυο μυαλά είναι καλύτερα από ένα. Και ό, τι λέγεται στον ένα από μας λέγεται και στους δύο”.

“Αν ενοχλώ -” είπα, τραχιά, αλλά μου έκανε κίνηση να σωπάσω.

Ο Λεστράντ ύψωσε τους ώμους. “Το ίδιο είναι για μένα”, είπε, μετά από μια στιγμή. “Αν λύσετε την υπόθεση τότε έχω τη δουλειά μου. Αν δεν το κάνετε, τότε δεν έχω δουλειά. Χρησιμοποιήστε τις μεθόδους σας, αυτό είναι που λέω. Δε μπορεί να κάνει τα πράγματα χειρότερα”.

“Αν υπάρχει ένα πράγμα που η σπουδή της ιστορίας μας έχει διδάξει, είναι ότι τα πράγματα μπορούν πάντα να πάνε χειρότερα”, είπε ο φίλος μου. “Πότε πάμε στο Σόρντιτς;”

Ο Λεστράντ άφησε το πηρούνι του να πέσει. “Αυτό παραείναι κακό!” αναφώνησε. “Ορίστε, μου κάνεις πλάκα, ενώ γνωρίζεις τα πάντα για το θέμα! Θα έπρεπε να ντρέπεσαι -”

“Κανείς δε μου είπε το παραμικρό για το θέμα. Όταν ένας επιθεωρητής της αστυνομίας περπατά στο δωμάτιο μου με φρέσκιες πιτσιλιές λάσπης εκείνης της ιδιόμορφης μουσταρδί απόχρωσης πάνω στις μπότες και τα πόδια του παντελονιού του, μπορώ σίγουρα να συγχωρεθώ για την υπόθεση ότι περπάτησε πρόσφατα πέραν των ανασκαφών [ορυχείων] στο Χομπς Λέιν, στο Σόρντιτς, το οποίο είναι το μοναδικό μέρος στο Λονδίνο που φαίνεται να βρίσκεται η συγκεκριμένη μουσταρδί λάσπη”.

Ο επιθεωρητής Λεστράντ έδειχνε αμήχανος. “Τώρα που το θέτεις μ' αυτό τον τρόπο”, είπε, “Δείχνει τόσο προφανές”.

Ο φίλος μου έσπρωξε το πιάτο του μακριά απ' αυτόν. “Φυσικά και δείχνει”, είπε, ελαφρώς απότομα.

Πήγαμε στο Ηστ Εντ με άμαξα. Ο επιθεωρητής Λεστράντ είχε περπατήσει ως τη Μαίρυλμποουν Ρόουντ για να βρει την άμαξα του, και μας άφησε μόνους.

“Ώστε είσαι αλήθεια ένας συμβουλευτικός ντετέκτιβ;” είπα.

“Ο μοναδικός στο Λονδίνο, ή ενδεχομένως, στον κόσμο”, είπε ο φίλος μου. “Δεν αναλαμβάνω υποθέσεις. Τουναντίον, συμβουλεύω. Άλλοι μου φέρνουν τα άλυτα προβλήματα τους, τα περιγράφουν, και, κάποιες φορές, τα λύνω”.

“Τότε εκείνοι οι άνθρωποι που έρχονται σε σένα...”

“Είναι, κυρίως, αστυφύλακες, ή είναι ντετέκτιβς οι ίδιοι, ναι”.

Ήταν ένα έξοχο πρωινό, αλλά τώρα εμείς τρανταζόμασταν γύρω από τις παρυφές της κορακοφωλιάς του Σαιντ Τζάιλς, εκείνης της φωλιάς κλεφτών και μαχαιροβγαλτών που επικάθεται στο Λονδίνο σαν καρκίνωμα στο πρόσωπο μιας όμορφης πωλήτριας λουλουδιών, και το μοναδικό φως για να εισέλθει στην άμαξα ήταν αμυδρό και θαμπό.

“Είσαι σίγουρος ότι με θες μαζί σου;”

Σε απάντηση ο φίλος μου με κοίταξε επίμονα χωρίς να βλεφαρίσει. “Έχω ένα προαίσθημα”, μου είπε. “Έχω ένα προαίσθημα ότι ήταν γραφτό να είμαστε μαζί. Ότι έχουμε δώσει την καλή μάχη, δίπλα-δίπλα, στο παρελθόν ή το μέλλον, δεν ξέρω. Είμαι ορθολογιστής, αλλά έχω μάθει την αξία ενός καλού συντρόφου, και από τη στιγμή που σε είδα πρώτη φορά, ήξερα ότι σε εμπιστευόμουν όσο και τον εαυτό μου. Ναι. Σε θέλω μαζί μου”.

Κοκκίνισα, ή είπα κάτι ασήμαντο. Για πρώτη φορά από τον καιρό του Αφγανιστάν, ένιωθα ότι είχα αξία στον κόσμο.

----------------------
* Neil Gaiman, A Study in Emerald (2003)
Πρόκειται για μια ιστορία που φέρνει κοντά τον Σέρλοκ Χολμς -και τον Γουότσον- στο σύμπαν του Λάβκραφτ. Νομίζω ότι δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2003 και δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Τιμήθηκε με βραβείο Hugo καλύτερης σύντομης ιστορίας την επόμενη χρονιά και Locus τη μεθεπόμενη. Αυτό είναι το πρώτο μέρος. Πρόχειρη μετάφραση: W. K.