Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Αριστερές προσεγγίσεις της αποανάπτυξης

 

Στις σημερινές Ιδέες φιλοξενούμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο “Degrowth from the Left”, το οποίο έγραψε ο Βρετανός δημοσιογράφος Όλιβερ Ίγκλετον, αναπληρωτής εκδότης του περιοδικού New Left Review, και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Ideas Letter, στις 16 Μαϊου 2024. Ο συγγραφέας περιγράφει συνοπτικά αλλά με ακρίβεια και αμεροληψία τις δύο οικοσοσιαλιστικές σχολές: της αποανάπτυξης[1] και του οικομοντερνισμού. Ταυτόχρονα, βασιζόμενος στο έργο του Αμερικανού φιλοσόφου και μαρξιστή πολιτικού επιστήμονα, Φρέντρικ Τζέιμσον, αναδεικνύει τη σημασία του ουτοπισμού τους για το πρόταγμα του κοινωνικο-πολιτικού μετασχηματισμού.

Χ.Γο.



Αριστερές προσεγγίσεις της αποανάπτυξης


του Όλιβερ Ίγκλετον


Ως γνωστόν, οι ενδομαρξιστικές αντιπαραθέσεις είναι εριστικές, ακόμα και όταν το διακύβευμά τους δεν είναι τόσο σημαντικό. Τα τελευταία χρόνια η μαρξιστική διανοητική παράδοση έχει αναζωογονηθεί λόγω της εστίασής της στο σοβαρό πρόβλημα της κλιματικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα έχει κατακερματιστεί ακόμα περισσότερο. Τα χαρακτηριστικά μιας μελλοντικής εξισωτικής κοινωνίας και ο αποτελεσματικότερος τρόπος επίτευξής της αποτελούν αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα αριστερών περιβαλλοντολόγων: στους υποστηρικτές της αποανάπτυξης ή «αποαναπτυξιακούς» και στους «οικομοντερνιστές». Το πρώτο στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η αιτία της πλανητικής κατάρρευσης είναι η τάση του καπιταλισμού για διαρκή μεγέθυνση, και προτείνει ως εναλλακτική λύση τη μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Το δεύτερο στρατόπεδο θεωρεί ότι η τάση μεγέθυνσης ήταν αυτή που δημιούργησε τις τεχνολογικές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη κοινωνία, τις οποίες η εργατική τάξη οφείλει να ολοκληρώσει σήμερα, αντί να στοχεύει σε μια συνολική οικονομική συρρίκνωση. Μένει να φανεί αν αυτές οι δύο διαφορετικές θέσεις μπορούν να συγκεραστούν. Πάντως, σε γενικές γραμμές, είναι σαφές ότι πρόκειται για συγκρουόμενες εκφράσεις του ίδιου φαινομένου: την επανεμφάνιση μιας ουτοπικής ευαισθησίας στην Αριστερά - μιας ευαισθησίας αποφασισμένης να χαράξει την πορεία της ιστορίας, μετά την πρόωρη εξαγγελία του τέλους της.

 

Οι δύο σχολές

Η σχολή της αποανάπτυξης, η οποία υποστηρίζει εδώ και καιρό ότι οι υλικές συνέπειες της ανθρώπινης δράσης υπερβαίνουν τη βιοφυσική ικανότητα του πλανήτη, έχει πρόσφατα αυξήσει την επιρροή της με διάφορα οικοσοσιαλιστικά πονήματα. Ο Κοχέι Σάιτο στο βιβλίο του Το κεφάλαιο στην ανθρωπόκαινο (2020) που πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα στην Ιαπωνία και μεταφράστηκε στα αγγλικά ως Slow Down [Μειώστε ταχύτητα] (2024), υποστηρίζει ότι υπάρχει μια εμφανής μεταστροφή στην ύστερη σκέψη του Μαρξ, από την αφελή πίστη στις απεριόριστες δυνατότητες της τεχνολογίας σε μια νηφάλια αναγνώριση των οικολογικών ορίων. Το σύγχρονο περιβαλλοντικό κίνημα, γράφει ο Σάιτο, οφείλει να λάβει υπόψη του αυτή την απόρριψη του προμηθεϊσμού και να εγκαταλείψει την υποστήριξη της ανάπτυξης των «παραγωγικών δυνάμεων». Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να προβάλει την ανάγκη μείωσης της χρήσης πόρων στον Παγκόσμιο Βορρά, με την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου δημοκρατικού σχεδιασμού που θα αποφασίζει τι χρειάζεται και τι όχι.

Ένα παρόμοιο οραματικό σχέδιο διατυπώνεται στο βιβλίο των Ματίας Σμέλτσμερ, Aαρόν Βένσιντζιαν και Αντρέα Φέτερ The Future is Degrowth [Το μέλλον είναι η αποανάπτυξη], στο οποίο χαρακτηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη ως την «ιδεολογική, κοινωνική και βιοφυσική πραγμάτωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης». Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι το ΑΕΠ, αν και ανεπαρκής δείκτης από πολλές απόψεις, εκφράζει πολύ εύστοχα το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του σημερινού συστήματος: την επιδίωξη επίτευξης ενός συνεχώς αυξανόμενου πλεονάσματος, ανεξάρτητα από τις αρνητικές επιπτώσεις του. Η ανάπτυξη δεν είναι μόνο η γενεσιουργός αιτία της ραγδαίας αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα∙ είναι επίσης ένας βασικός καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής αλλοτρίωσης, της πολιτικής καταπίεσης και των ιεραρχιών της φυλής και του φύλου, που θα μπορούσαν να αμβλυνθούν με έναν πιο ήπιο κοινωνικό μεταβολισμό. Για την υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος μείωσης συρρίκνωσης απαιτούνται τρεις αλληλένδετες μορφές ταξικής πάλης: η δημιουργία ‘nowtopias’ [«εδώ και τώρα ουτοπιών»], ή χώρων που αντιστέκονται στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, η επιδίωξη «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» που επιταχύνουν την επαναστατική ρήξη με τους σημερινούς θεσμούς και η «οικοδόμηση μιας αντι-ηγεμονίας» ενάντια σ’ αυτούς του τόπους εξουσίας.

Το πιθανό περίγραμμα ενός μετα-αναπτυξιακού κόσμου, εφόσον οι προαναφερθείσες δυνάμεις καταφέρουν να τον δημιουργήσουν, σκιαγραφείται στο βιβλίο των Τρόι Βετέζε και Ντρου Πέντεργκρας Half Earth Socialism [Σοσιαλισμός της μισής γης] (2022), στο οποίο παρουσιάζεται ένα οραματικό σχέδιο που προβλέπει την αναδάσωση τεράστιων εκτάσεων γης να ή την εγκατάσταση σ’ αυτές πράσινων υποδομών, τη σταδιακή κατάργηση της κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων και τη δραστική μείωση της χρήσης ενέργειας, σε τιμές που θα κυμαίνονται από 750 έως 2.000 watt ανά άτομο.

Για τον οικομοντερνιστή Μάθιου Χούμπερ, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι πρακτικώς εφικτά, αλλά ούτε και πολιτικώς επιθυμητά. Στο βιβλίο του Climate as Class War [Η κλιματική αλλαγή ως ταξικός πόλεμος] (2022) η αποανάπτυξη παρουσιάζεται ως μια μόδα της μεσαίας τάξης που προτάσσει την κατανάλωση έναντι της παραγωγής. Αντίθετα, αυτός κάνει έκκληση για την έναρξη μιας εκστρατείας απανθρακοποίησης με πρωταγωνιστές τους συνδικαλισμένους εργαζόμενους του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας. Ο τελικός στόχος, ισχυρίζεται, πρέπει να είναι η αποεμπορευματοποίηση της ενέργειας και η μετάβαση σε ένα σύγχρονο καθεστώς οικολογικού σχεδιασμού. Σε μια καυστική κριτική του Σάιτο, την οποία συνέγραψε μαζί με τον Λι Φίλιπς, και δημοσιεύτηκε στο Jacobin στις 3/9/ 2024, θεωρεί ότι ο λόγος (discourse) περί «βιοφυσικών ορίων» είναι μια μορφή νεομαλθουσιανισμού, και υποστηρίζει ότι οιμ προτεινόμενοι περιορισμοί δεν θα είναι αναγκαίοι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία υψηλής τεχνολογίας. Κατά τους Χούμπερτ και Φίλιπς, ο Σάιτο οραματίζεται έναν κομμουνισμό «που θα αρχίσει από το μηδέν», στον οποίο οι καπιταλιστικές τεχνολογίες, αντί να αναπτυχθούν και να αξιοποιηθούν θα πεταχτούν στα σκουπίδια. Τη θέση τους θα πάρει ένας κατάλογος όχι πολλά υποσχόμενων μικροεναλλακτικών λύσεων: κοινοτικοί κήποι, δίκτυα αλληλοβοήθειας, αυτόνομες ζώνες κλπ.

Με το ίδιο σκεπτικό ο Χούμπερ απορρίπτει τη μεταβιομηχανική προοπτική του The Future is Degrowth και τα εξωφρενικά σχέδια του Half Earth Socialism - που αν εφαρμόζονταν θα υπονόμευαν, όπως ισχυρίζεται, την υλική βάση του οικοσοσιαλισμού. Αυτό που χρειάζεται προκειμένου να σωθεί ο πλανήτης μας από την υπερθέρμανση είναι «λύσεις όπως η πυρηνική σχάση, το πράσινο υδρογόνο, η κλιμακωτή γεωθερμία και η απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα». Επειδή ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει επαρκείς επενδύσεις στους συγκεκριμένους τομείς, είναι αναγκαία η κινητοποίηση του διευρυμένου προλεταριάτου -η πλειοψηφία των κατοίκων των πόλεων που δεν έχουν ιδιαίτερες οικολογικές ευαισθησίες- προκειμένου να τον ανατρέψει, με τον καταλληλότερο τρόπο επίτευξης αυτού του σκοπού να είναι η επιστροφή στις βασικές λενινιστικές αρχές. Κατά τον Χούμπερ, ο στόχος πρέπει να είναι η απελευθέρωση των δραστήριων δυνάμεων παραγωγής από τους περιορισμούς του ταξικού συστήματος (ή των «σχέσεων παραγωγής»). Δεν πρέπει να πετάξουμε το μωρό μαζί με το νερό.


Ποιος είναι ο ουτοπιστής;

Ένα από τα παράξενα στοιχεία αυτής της αντιπαράθεσης είναι η αμοιβαία κατηγορία του ουτοπισμού. Ο Σάιτο χαρακτηρίζει τους αντιπάλους του «ουτοπικούς σοσιαλιστές», παρόμοιους με τους Σαιν Σιμόν και Όουεν, οι οποίοι ονειρεύονται την κοινοτική αφθονία αλλά αγνοούν τις πραγματικές της προϋποθέσεις. Κατ’ αυτόν, ο αντιεπιστημονικός πυρήνας του οικομοντερνισμού έγκειται στην ανεπιφύλακτη πίστη του στην επιστήμη: στην τάση του να παρουσιάζει την τεχνολογική πρόοδο ως αυτοτελές αγαθό, σαν ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό να είναι στρωμένος με πυρηνικούς αντιδραστήρες και πράσινα εργοστάσια υδρογόνου. Το κίνημα της αποανάπτυξης υποστηρίζει ότι οι εν λόγω «επαναστατικές καινοτομίες» μπορεί, στην πραγματικότητα, να έχουν τα ίδια ελαττώματα με το σύστημα που τις παράγει: αδιαφορούν για τις ανθρώπινες ανάγκες και προσανατολίζονται στις σχέσεις ανταλλαγής. Συνεπώς, μια δίκαιη κοινωνία μπορεί να εξαλείψει αυτές τις καινοτομίες, αντί να ενεργοποιήσει το μέγιστο δυναμικό τους. «Οι καπιταλιστικές τεχνολογικές εξελίξεις μπορεί να μην είναι προς το απώτερο συμφέρον των παραγωγικών τάξεων του κόσμου» γράφει ο Κάι Χέρoν, απαντώντας στον Χούμπερ. «Ιστορικά, έχουν συχνά συγκρουστεί με πιο πράσινες μορφές παραγωγής», συμπεριλαμβανομένων της λαϊκής αρχιτεκτονικής και των αγροτο-οικολογικών συστημάτων καλλιέργειας, της λαϊκής αρχιτεκτονικής και των αγροτο-οικολογικών συστημάτων καλλιέργειας, που ο οικολογικός σοσιαλισμός μπορεί κάλλιστα να θέλει αποκαταστήσει.

Ο Χούμπερ προβάλλει το αντίθετο επιχείρημα. Υποστηρίζει ότι, επειδή οι αποαναπτυξιακοί αρνούνται ότι οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλια του σοσιαλισμού, δεν μπορούν να διατυπώσουν ένα ρεαλιστικό σοσιαλιστικό όραμα. Αυτό τους καθιστά επιρρεπείς σε ουτοπικές εικασίες - εξ ου και το σχέδιο των Βετέζε και Πέντεργκρας για μαζική αναδάσωση και υποχρεωτικό βιγκανισμό. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, η πρόταση της «μισής γης» ότι οι άνθρωποι πρέπει να εγκαταλείψουν ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και να τον αφήσουν να αναγεννηθεί, αντανακλά μια βαθύτερη ανεπάρκεια της σχολής της αποανάπτυξης. Πρόκειται για «μια αντιεπιστημονική πίστη στη φυσική ισορροπία την οποία διαταράσσει ο καπιταλισμός». Η επιμονή στα υποτιθέμενα απαράβατα όρια του πλανήτη συνεπάγεται μια εξιδανίκευση του φυσικού κόσμου. Αποπνέει μια απατηλή αισιοδοξία για τις προοπτικές του περιβάλλοντος εφόσον οι άνθρωποι δεν «παρεμβαίνουν» σ’ αυτό, και το αφήνουν να αποκατασταθεί από μόνο του. Όμως, σήμερα, που πολλαπλασιάζονται οι πυρκαγιές και ξεχειλίζουν τα ποτάμια, η παρέμβαση είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

 

Η χρησιμότητα της ουτοπικής σκέψης

Οι δύο πλευρές αλληλοκατηγορούνται για «ουτοπισμό», χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο υποτιμητικά. Η αποανάπτυξη καταγγέλλει την ουτοπική άποψη του οικομοντερνισμού για την τεχνολογία- ο οικομοντερνισμός καταδικάζει την ουτοπική άποψη της αποανάπτυξης για τη φύση. Τι θα γινόταν όμως αν απείχαμε από αυτήν τη διαμάχη και υιοθετούσαμε μια πιο θετική άποψη για τον συγκεκριμένο όρο; Οι ουτοπίες, όπως παρατηρεί ο Φρέντρικ Τζέιμσον, συνήθως αναδύονται σε περιόδους πολιτικής ύφεσης, όταν «δεν υπάρχει στον ορίζοντα κάποιος φορέας που να προσφέρει την παραμικρή πιθανότητα ή ελπίδα αλλαγής του status quo, και παρόλα αυτά στο μυαλό κάποιων ανθρώπων -ή ίσως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο- όλα τα είδη θεσμικών παραλλαγών και ανασχεδιασμών φαίνονται εφικτά». Σ’ αυτές τις συνθήκες, οι ουτοπίες εκφράζουν μια ανατρεπτική επιθυμία υπέρβασης του παρόντος, όχι με πρακτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά με τη διάρρηξη του ιδεολογικού ιστού της κοινωνίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στη σημερινή εποχή. Ενώ ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να εξαλείψει την ιστορική συνείδηση αναγορεύοντας τον καπιταλισμό ως το τελικό στάδιο της εξέλιξης της ανθρωπότητας, απέναντι στο οποίο δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση, ο ουτοπισμός ανατρέπει αυτή τη λογική εκ των έσω, περιγράφοντας έναν «μη-τόπο», έξω από την ιστορία, του οποίου η ριζοσπαστική ετερότητα εγκαλεί το κυρίαρχο σύστημα - και ωθεί τη φαντασία πέρα από αυτό. Υπ’ αυτήν την έννοια, το να είσαι ουτοπιστής σημαίνει να αρνείσαι την περιχαράκωση του μέλλοντος σε δήθεν «ρεαλιστικές» λύσεις.

Ο Τζέιμσον σημειώνει ότι «…μια από τις πιο ανθεκτικές αντιθέσεις στο ουτοπικό σχέδιο ... ήταν αυτή μεταξύ της υπαίθρου και της πόλης» : ένα δίπολο που επαναλαμβάνεται στην ιδεοληπτική φιλοσοφία και μυθοπλασία από τον Χάιντεγκερ έως τη Λε Γκεν[2]. «Ίσως η πιο σύγχρονη μορφή ουτοπίας αφορά τη σχέση με την τεχνολογία και την αντιστοίχως φθίνουσα νοσταλγία για τη φύση- ή, από την άλλη πλευρά, μια παθιασμένη οικολογική εμμονή με την προϊστορία της γης και μια όλο και πιο φθίνουσα καυχησιολογία για τον προμηθεϊκό θρίαμβο επί του μη ανθρώπινου».

Οι ουτοπίες συνήθως εξιδανικεύουν είτε την κοινωνία είτε τη φύση, προτάσσοντας τη μία και υποβαθμίζοντας την άλλη. Η μία ποντάρει στις θαυματουργές δυνάμεις των τεχνολογιών που δεν υπάρχουν σήμερα. Η άλλη παρακάμπτει την υλική ή τεχνολογική υποδομή που πρέπει να αξιοποιηθεί για την επίτευξη μιας «σταθερής κατάστασης» (“steady state”). Οι οικομοντερνιστές θεωρούν ότι οι παραγωγικές δυνάμεις μπορούν να απαλλαγούν από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα και να χρησιμοποιηθούν για συλλογικούς σκοπούς. Αντιθέτως, κάποιοι αποαναπτυξιακοί πιστεύουν ότι η προϋπάρχουσα «ισορροπία» στη φύση μπορεί να αποκατασταθεί μόνο όταν ο καπιταλισμός πάψει να υπάρχει. Και οι δύο θέσεις προϋποθέτουν ένα μεγάλο άλμα βασισμένο σε κάποια πίστη, και εκφράζουν μια άποψη που δεν μπορεί να επαληθευτεί εμπειρικά, δηλαδή ότι η μία πλευρά της αντίθεσης χώρας/πόλης μπορεί να σε λυτρώσει από την άλλη. Οι αντίστοιχοι φορείς της αλλαγής τους αντανακλούν αυτή τη διχοτόμηση: οι οικομοντερνιστές εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο προλεταριάτο των πόλεων, ιδίως στον Παγκόσμιο Βορρά, ενώ οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης έχουν την τάση να δίνουν έμφαση στα κινήματα των αγροτών και των αυτόχθονων που βρίσκονται εκτός του πυρήνα της αυτοκρατορίας.

Όμως, κατά τον Τζέιμσον το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι οι ουτοπίες δεν έχουν ως στόχο τη χάραξη ενός θετικού σχεδίου ή τη δημιουργία ενός τέλειου πολιτικού σχήματος. «Παρά τη χλιδή των λεπτομερειών τους», γράφει ο Πέρι Άντερσον, διατηρούν «μια πεισματική αρνητικότητα, ένα εμβληματικό σύμβολο εκείνου που, εν τούτοις, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ή να φανταστούμε». Τούτο οφείλεται εν μέρει στο καθεστώς των επαναστατικών μεταβάσεων και των κοινωνιών που αυτές δημιουργούν, οι οποίες σηματοδοτούν αναγκαστικά μια ρήξη στην ιστορία, έτσι ώστε το ακριβές περιεχόμενό τους -οι θεσμοί που φέρνουν στη ζωή, οι υποκειμενικότητες που γεννούν- να μην μπορούν να προβλεφθούν. Αντί να προσπαθεί να προβλέψει το μέλλον, ο ουτοπισμός θέτει ως στόχο την κατεδάφιση των ψυχολογικών φραγμών που εμποδίζουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Οι ουτοπιστές, μάς λέει ο Τζέιμσον, «δεν πρέπει να επικεντρώνονται σε οράματα μελλοντικής ευτυχίας, αλλά αντίθετα στη θεραπεία εκείνης της πεισματικής αντίστασης που συνήθως αντιτάσσουμε σ’ αυτήν και σε όλες τις άλλες προτάσεις που έχουν στόχο μια θετική αλλαγή της σημερινής παγκόσμιας κοινωνίας. Η ουτοπική σκέψη οφείλει πρωτίστως να εμπεριέχει τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση της δυστοπίας».

Θα μπορούσαν ο οικομοντερνισμός και η αποανάπτυξη να εκληφθούν, ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα, ως δύο διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της δυστοπίας; Δηλαδή, ως λόγοι (discourses) ριζοσπαστικής άρνησης, που πρωταρχικός σκοπός τους δεν είναι να προβλέψουν τον μελλοντικό κόσμο αλλά να σπάσουν τα ιδεολογικά δεσμά που μας παγιδεύουν στον τωρινό; Ένας άλλος τρόπος να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα είναι να υπενθυμίσουμε ότι κάθε μια από τις εν λόγω ουτοπίες συνιστά απλώς μια φαντασίωση και έχει ακριβώς την αξία μιας φαντασίωσης - δηλαδή πρόκειται για κάτι που δεν έχει πραγματοποιηθεί και στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμο στα συγκεκριμένη μερική μορφή του.

Σε αυτήν τη στιγμή της αμφίδρομης διαλεκτικής άρνησης, η αλήθεια της πόλης αποκαλύπτεται μόνο με την καταγγελία της υπαίθρου και αντιστρόφως. Κάθε ουτοπία είναι μια «φαντασίωση», οι συγκεκριμένες προτάσεις της οποίας δεν πρέπει απαραίτητα να λαμβάνονται τοις μετρητοίς. Η πραγματική τους αξία έγκειται στην ικανότητά τους να ξεσκεπάζουν τους μύθους που διαμορφώνουν την πραγματικότητά μας.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι δεν χρειάζεται η υιοθέτηση πολιτικών όπως η μαζική αποκατάσταση της άγριας ζωής και ο καθολικός βιγκανισμός, προκειμένου να γίνει αντιληπτό το βασικό πλεονέκτημα της αποανάπτυξης ως ουτοπικό σχήμα. Η κριτική που ασκείται στην «πόλη» ως τεχνολογία δεν είναι παρά η αποκήρυξη της πίστης στην πολιτιστική πρόοδο η οποία συχνά έχει οδηγήσει στον εγκλωβισμό της Αριστεράς. Ακριβώς όπως ο καπιταλισμός στηρίζεται στην πίστη στην αέναη μεγέθυνση, ο σοσιαλισμός, στο μεγαλύτερο μέρος του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, θεωρούσε ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν προς όφελός του. Ήταν θέμα χρόνου αυτές να έρθουν σε σύγκρουση με την ταξική κοινωνία, καθώς η ανάπτυξη της βιομηχανίας δημιούργησε ένα συλλογικό υποκείμενο στην πόλη ικανό να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία.

Αυτή ήταν μια βεβαιότητα που φάνηκε να διαψεύδει ο νεοφιλελευθερισμός, ατομικοποιώντας τους εν δυνάμει νεκροθάφτες του, αντί να τους ενοποιήσει σε μια ακαταμάχητη αγωνιστική δύναμη. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η επίθεση του κεφαλαίου διέψευσε την ελπίδα ότι, πίσω από το εφήμερο της τρέχουσας πολιτικής, εκτυλίσσονταν δομικές διαδικασίες προς όφελος της Αριστεράς. Μαζί με την επιτάχυνση της κλιματικής κρίσης, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο την «πρόοδο», αλλά και τις γενικότερες προοπτικές επιβίωσης, αυτή η αλλαγή ανάγκασε τους αποαναπτυξιακούς να επανεκτιμήσουν τη μακρά πορεία της παγκόσμιας ιστορίας. Ποιος είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος μας, αν όχι απλώς να την οδηγήσουμε προς τα εμπρός; Αν η κορύφωση του καπιταλισμού δεν είναι απλώς η δική του κατάρρευση, αλλά και εκείνη του πλανητικού οικοσυστήματος, μήπως ο σοσιαλισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμα σημείο στο ίδιο χρονικό συνεχές που βρίσκεται απλώς λίγο πιο μακριά; Ή μήπως πρέπει να στραφούμε σε ένα ριζικά διαφορετικό ορίζοντα - συρρικνώνοντας τη σημερινή παραγωγική υποδομή για να ανοίξουμε τον δρόμο σε εναλλακτικές λύσεις;

Με την ίδια λογική, μπορεί να μην χρειάζεται να πάρουμε τοις μετρητοί το οικομοντερνιστικό όραμα για την πυρηνική σχάση ή τη γεωμηχανική. Ίσως αυτό που στην πραγματικότητα απασχολεί τις συγκεκριμένες τεχνο-ουτοπικές φαντασιώσεις είναι η δέουσα σχέση μεταξύ της Αριστεράς και του φυσικού περιβάλλοντος. Ενώ υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος να παραπλανηθούμε θεωρώντας ότι η απάντηση στην κλιματική καταστροφή είναι μια αφηρημένη και αποπολιτικοποιημένη «τεχνολογία, ένα παρόμοιο πρόβλημα προκύπτει αν αναθέσουμε αυτό το ρόλο στη «φύση». Ο Σλαβόι Ζίζεκ απορρίπτει τη «βαθιά συντηρητική» αντίληψη «ότι υπάρχει κάποια “φύση”, την οποία εμείς οι άνθρωποι αλλοιώνουμε, με την υπεροψία μας, με τη βούλησή μας να κυριαρχήσουμε». «Η πρώτη προϋπόθεση μιας πραγματικά ριζοσπαστικής οικολογίας«, γράφει, «θα έπρεπε να βασίζεται στην άποψη ότι “η φύση δεν υπάρχει”... Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια οικολογία χωρίς φύση, μια οικολογία που αποδέχεται αυτόν τον ανοιχτό, ασύμμετρο, απενοχοποιημένο, αν θέλετε, χαρακτήρα της ίδιας της φύσης». Ενώ είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να αυταπατώμαστε θεωρώντας ότι η απάντηση στην κλιματική καταστροφή είναι μια αφηρημένη και αποπολιτικοποιημένη «τεχνολογία», το ίδιο ισχύει με την ανάθεσης αυτού του ρόλου στη «φύση». Όπως συμβαίνει και σε διάφορα ρεύματα της φιλοσοφίας του Νέου Υλισμού, η προσπάθεια να αφαιρέσουμε από το ανθρώπινο υποκείμενο την «κεντρική του θέση» προς όφελος του εξωτερικού κόσμου κινδυνεύει να το αποδυναμώσει εντελώς: μας επιβάλλει να υποταχθούμε στην υπάρχουσα πραγματικότητα αντί να την αναδιαμορφώσουμε. Με δεδομένες τις άνισες επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης, είναι εύκολο να κατανοήσουμε γιατί αυτή η αποποίηση ευθύνης μπορεί να είναι ελκυστική για τους πλουσιότερους πολίτες του Παγκόσμιου Βορρά, οι οποίοι μπορούν να επιδείξουν τον «σεβασμό τους για τη φύση», παραιτούμενοι από την πολιτική δράση. Ο οικομοντερνισμός στοχεύει σε αυτή την κατευναστική αντίληψη της οικολογίας.

Με βάση τα παραπάνω, η διαλεκτική «διπλή άρνηση» του Τζέιμσον φαίνεται να καλεί στη δημιουργία μιας Αριστεράς που δεν ενστερνίζεται ούτε τις παραγωγικές δυνάμεις, ούτε το φετίχ της φύσης - και οι δύο είναι ιδεολογικά παυσίπονα που δεν επιτρέπουν την πραγματική χειραφέτηση. Το πρώτο δημιουργεί μια παρηγορητική αίσθηση γραμμικής προόδου μέσω της πόλης, ενώ το δεύτερο μειώνει τα περιθώρια της ανθρώπινης δράσης μέσω της υπαίθρου. Από τη σύγκρουση μεταξύ των ουτοπικών λόγων (discourses) της αποανάπτυξης και του οικομοντερνισμού προκύπτει ότι και οι δύο πλευρές αυτής της διχοτομίας είναι εντελώς ενδεχομενικές. Η τεχνολογία δεν είναι κάποιος deus ex machina που θα αναζωογονήσει τη σοσιαλιστική παράδοση∙ είναι ένα πεδίο πάλης όπου η «πρόοδος» δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη, και στον οποίο η Αριστερά πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς για τη δημιουργία εξισωτικών δομών. Ούτε η φύση είναι ένα άβατο πεδίο που οι άνθρωποι πρέπει να αφήσουν ελεύθερο∙ είναι, όλο και περισσότερο, ένα ρευστό πεδίο που απαιτεί προσεκτική εποπτεία και διαχείριση. Ούτε η τεχνολογία, ούτε η φύση έχουν κάποιο προδιαγεγραμμένο ρόλο στο απελευθερωτικό εγχείρημα. Και οι δύο διαμορφώνονται πάντοτε από την πολιτική παρέμβαση.


Μετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης

--------------------------------------------------

[1] ΣτΕ: Η ορθή μετάφραση στα ελληνικά του αγγλικού όρου “growth” είναι «μεγέθυνση» (με το ΑΕΠ να είναι ο βασικός, αν όχι ο αποκλειστικός, δείκτης της), όχι «ανάπτυξη», της οποίας ο αντίστοιχος όρος είναι “development”. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «αποανάπτυξη», που έχει επικρατήσει στα ελληνικά, ως μετάφραση του “degrowth”. Για την αποφυγή σύγχυσης στο κείμενο μεταφράζουμε και το “growth” ως ανάπτυξη.

[2] ΣτΕ: Η Ούρσουλα Λε Γκεν [Ursula Le Guin] (1929-2018) ήταν μια πολυγραφότατη, αναρχική και φεμινίστρια συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, με τα βιβλία της σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος να πρωτοεμφανίζονται στη δεκαετία του 1960. Ένα μεγάλο μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορεί στις εκδόσης PARCE, ΑΙΟΛΟΣ και ΣΜΙΛΗ.


Πηγή Εποχή

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Η ελληνικότητα του Χρήστου Γιανναρά - Κάποιες σκέψεις με αφορμή τον θάνατό του

 

του Νικόλα Σεβαστάκη


Είμαστε, ίσως, αναρμόδιοι να μιλήσουμε για έναν άνθρωπο στον οποίο η χριστιανική μαρτυρία ήταν αδιαχώριστη από τη σκέψη για την πολιτεία και την κοινωνία. Εννοώ εδώ όσοι και όσες δεν μετέχουμε σε αυτό που ο Γιανναράς ονόμαζε «ευχαριστιακή κοινότητα» και λογοδοτούμε σε πολύ διαφορετικές πηγές νοήματος και πολιτιστικά κοιτάσματα. 

Αν αναλογιστούμε όμως πως ο εκλιπών υπήρξε πολυσχιδής, τότε όχι μόνο επιτρέπονται αλλά κατά κάποιον τρόπο επιβάλλονται οι δημόσιες, κριτικές αποτιμήσεις. Αυτές οι δημόσιες αποτιμήσεις λογικά διαφέρουν από το εξειδικευμένο θεολογικό και φιλοσοφικό σχόλιο, καλό είναι όμως να μην ταυτίζονται και με μια ρηχή πολιτικολογούσα προσέγγιση. Πολλά ήδη ειπώθηκαν και γράφηκαν εν θερμώ, τόσο από ανθρώπους που τον είχαν περίπου ως μέντορα όσο και από τη σκοπιά της αμφισβήτησης και της κατάκρισης. Θέματα όπως η συμβολή του στις θεολογικές σπουδές ή ο τρόπος που διάβασε την ελληνική παράδοση είναι φυσικά σύνθετα και δεν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα κείμενο χιλίων λέξεων.

1. Για μένα λοιπόν η σκέψη του Γιανναρά –και πάνω από όλα το πώς «εφάρμοσε» τις θεολογικές ή φιλοσοφικές του αναφορές σε μια ολική πολιτισμική και κοινωνική κριτική– αντιπροσωπεύει μια εθνορομαντική κριτική της νεωτερικότητας. Είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ενσαρκώσεις ενός ρεύματος που επιδιώκει να δει την ελληνικότητα ως έναν πολιτισμό της πράξης, ικανό να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Οι πνευματικές πηγές αυτής της κριτικής είναι τόσο ελληνορθόδοξες όσο και αμιγώς δυτικοευρωπαϊκές, αφού ξέρουμε ότι κυρίως εντός Δύσης έχει αναδυθεί και ξετυλιχτεί η πιο ριζική κριτική της Δύσης. Για παράδειγμα, το μαστίγωμα του καρτεσιανού ατομικισμού, της ωφελιμιστικής ηθικής και του ορθολογιστικού πνεύματος είναι τόσο παλαιές υποθέσεις όσο ο γερμανικός ρομαντισμός του 1800, οι νιτσεϊκές γραφές αλλά και η πλούσια γραμματεία που βρίσκουμε σε συγγραφείς με καθολικές αναφορές. Στο φόντο υπάρχει επίσης μια δυτική φιλοσοφία του προσώπου (ο περσοναλισμός) που στη διάρκεια του Μεσοπολέμου έκανε διμέτωπο αγώνα κατά του «υλιστικού φιλελευθερισμού» και του «μαρξιστικού οικονομισμού» χάριν των ζωντανών προσώπων. Όλα τούτα και φυσικά τα υπαρξιακά και ερμηνευτικά ρεύματα της φιλοσοφίας (που κατατείνουν στην αποδόμηση της ιδέας ενός αυτάρκους ατόμου-μοναχικής συνείδησης) είναι πολιτισμικά προϊόντα της «Δύσης» και συνυπάρχουν μέσα στα γιανναρικά κείμενα, μαζί με τις γνωστές ρωσικές και πατρώες αναφορές του.

Κάτι προσωπικό: πρωτοδιάβασα τον Γιανναρά όταν το 1989 αποφάσιζα ως θέμα της διδακτορικής μου διατριβής την κριτική της τεχνολογίας και της νεωτερικότητας στον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Υπήρξε μάλιστα και μια παρεξήγηση γιατί στο κείμενο που παρέδωσα δεν είχα συζητήσει το βιβλίο του για τη σχέση μεταξύ Χάιντεγκερ και Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Από τότε είχα την αίσθηση πως πολλά από όσα συναντούσα στους Γάλλους χαϊντεγκεριανούς στοχαστές αλλά και σε άλλα φιλοσοφικά πνεύματα με θεολογική παιδεία είχαν συγγένεια τόνων και πνεύματος με τους συλλογισμούς του Γιανναρά. Και επειδή δεν διάβαζα μόνο νεομαρξιστές φιλόσοφους (αν και αριστερός), δυσκολευόμουν τότε να δω ως «σκάνδαλο» το να διδάσκει φιλοσοφία ένας άνθρωπος με θεολογικές αναφορές και συμμετοχή στο «εκκλησιαστικό γεγονός» (άλλη γνωστή του έκφραση). Φυσικά, ο κύκλος μέσα στον οποίο κινούμασταν τότε, με τη σημαντική μορφή του Κοσμά Ψυχοπαίδη, ήταν στην αιχμή αυτής της εναντίωσης στον Γιανναρά, στη βάση της θέσης ότι ένας θεολόγος δεν μπορεί να διδάσκει φιλοσοφία γιατί η φιλοσοφία, και ειδικά η νεωτερική, περιέχει πάντα μια ριζική κριτική της θρησκείας.

Από την άλλη, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα υπήρξε ένα κλίμα ριζοσπαστικής κριτικής στη (δυτική) φιλοσοφία του υποκειμένου και στη μεταφυσική της βεβαιότητας. Αυτή η κριτική –διάσπαρτη σε πανεπιστήμια και χώρους της Ευρώπης και των ΗΠΑ– είχε πολλά παρακλάδια, γλωσσικές οικογένειες και διακριτές ευαισθησίες. Με κάποιον τρόπο, ο Γιανναράς προσπάθησε να συνομιλήσει με όλα αυτά τα ρεύματα κριτικής στον δυτικό ανθρωπισμό και ατομικισμό, μέσα όμως από πηγές του λεγόμενου ελληνικού βιώματος ή αυτού που ονόμαζε «ελληνικό τρόπο».

2. Από εδώ πιστεύω αρχίζουν τα σοβαρότερα προβλήματα και μια πορεία με πολλά αρνητικά (κατά τη γνώμη μου) γνωρίσματα. Πολιτικά, αυτό το οδοιπορικό είχε εξαρχής μια παραδοξότητα. Για παράδειγμα, ο Γιανναράς ισχυριζόταν πάντα ότι η σκέψη του είναι κοινωνιοκεντρική και με κάποιον τρόπο έθετε σε αμφισβήτηση την επικυριαρχία του αγοραίου οικονομισμού – την αφηρημένη κατασκευή μιας πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, οι πρακτικές του κρίσεις ήταν σχεδόν πάντα (με κάποιες εξαιρέσεις) πολύ εχθρικές προς την αριστερά, τόσο την αριστερά των δικαιωμάτων όσο και αυτή των ταξικών-υλικών διεκδικήσεων. Για τον Γιανναρά η αριστερά ήταν απλώς μια ακραία έκφανση του ίδιου του δυτικού ατομικισμού, μια μηδενιστική παρόξυνση του ίδιου του Homo occidentalis. Και ως προς αυτό, θύμιζε κριτικές σαν αυτές του Γάλλου Ζαν-Κλοντ Μισεά ή του Κρίστοφερ Λας, μοτίβα που είναι παρόντα στη Δύση εδώ και δεκαετίες. Τελικά, η μετάφραση της γιανναρικής σκέψης θα γείρει σε μια δυσφορική, αφοριστική κατεύθυνση, εκφρασμένη με μια γλώσσα ποιητικής ευφορίας. Για μένα ωστόσο το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τον δημόσιο στοχασμό του Γιανναρά δεν ήταν η απαισιόδοξη ανθρωπολογία του για τον σύγχρονο πολιτισμό και τις κλίσεις του. Στο κάτω-κάτω, ποικίλες εκδοχές κριτικής απαισιοδοξίας κυριαρχούν σε στοχαστές και δημόσιους διανοούμενους που δεν έχουν καμιά σχέση με ορθοδοξίες και κοινοτισμούς. Και από μια άποψη, μια σκεπτικιστική και κριτική στάση είναι προτιμότερη από την αφελή και ιδιοτελή ενίοτε αισιοδοξία των συναινετικών διανοούμενων.

Υπήρξε όμως, ιδίως μετά τη δεκαετία του '80, ένα διαιρετικό σχήμα που έκανε τη σκέψη του Γιανναρά πολύ ευάλωτη στον συντηρητικό δογματισμό. Η φιλοσοφία της αγαπητικής ελπίδας (ο ερωτικο-οντολογικός ορίζοντας της σκέψης του) διαπότιζε μια ερεβώδη πολιτισμική απαξίωση της νεοελληνικής κοινωνίας και του κράτους, από όπου δεν σωζόταν τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Η περιβόητη περιφρόνηση για το «ελλαδικό κρατίδιο» έγινε γρήγορα μέθοδος κακοχαρακτηρισμού των πάντων, από τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα μέχρι συνολικά τη λεγόμενη «φραγκολεβαντίνικη» συνείδηση, ως διεστραμμένα εγωιστική σχέση με τον κόσμο.

Σε αυτήν τη μάχη του με το φάντασμα μιας ενιαίας, αρνητικής και πνευματικά ιμπεριαλιστικής Δύσης ο Γιανναράς θα θυσιάσει τους χυμούς της πρώιμης σκέψης του. Το σταθερό υπόστρωμα κάθε ρομαντικού συντηρητισμού στην Ευρώπη, τόσο στη Δύση όσο και στην ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, είναι η αποθέωση της παλλόμενης λαϊκής κοινότητας και η δαιμονοποίηση όλων των «τεχνητών» πολιτικών κατασκευών (του μοντέρνου κράτους, των αντιπροσωπευτικών θεσμών). Το πλαίσιο αυτό πλακώνει διαρκώς τον λόγο του Γιανναρά με τρόπο που σταδιακά γίνεται πιο ασφυκτικός στην απολυτότητά του. Και ενώ η μια πτυχή του εγχειρήματος επιδίωκε να αποδομήσει τη δογματική και περίκλειστη ηθικολογία, η άλλη πλευρά του Γιανναρά θα γλιστρήσει σε μια πολεμική που δεν αφήνει και πολλά ανοιχτά παράθυρα.

3. Φυσικά κάποιοι (νεο)φιλελεύθεροι σχολιαστές που γράφουν τώρα αρνητικά για τον Γιανναρά φαίνεται να λησμονούν τα κοινά μεταξύ τους σημεία. Αν και ο εκλιπών απεχθανόταν φιλοσοφικά τη λογική των δικαιωμάτων, επί χρόνια έγραφε τα χειρότερα για τη δημοσιοϋπαλληλία και τον κρατισμό. Εκθείαζε, επίσης, την αριστεία, έβρισκε πάντα αντικοινωνικές τις απεργίες και μηδενιστική την όποια διαμαρτυρία ενδιαφερόταν για οικονομικά-μισθολογικά αιτήματα. Όπως και κάποιοι συντηρητικοφιλελεύθεροι δημοσιολόγοι και σχολιαστές, πίστευε πως ο «ιστορικός υλισμός» είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και το πνεύμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, μιας Ελλάδας που για τον Γιανναρά ήταν πλέον τελειωμένη υπόθεση, εκτός αν την έσωζε το ήθος και η αρχοντιά «λίγων γενναίων». 

Η κοινωνική-πολιτισμική κριτική του Γιανναρά επέστρεφε διαρκώς στην εξιδανικευμένη ιδέα μιας μαγιάς «εύψυχων Ελλήνων» που σώζουν τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα και το έθνος από την κατάρρευση του ίδιου του κράτους. Έχω συζητήσει αλλού (στο δοκίμιό μου «Κοινότοπη χώρα») τη στάση αυτή που βλέπει το «λίγο» της χώρας ως κρυμμένο πλούτο, τη φτώχεια ως αρχοντιά και την περιφερειακή θέση ως προνόμιο μιας αγαθής ελληνότροπης οικουμενικότητας απέναντι στην εγκληματική παγκοσμιότητα της Δύσης. Είναι, πράγματι, μια κριτική που δεν ενδιαφέρεται για θέματα ισότητας ή κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά περισσότερο για την αρετή της αυθεντικότητας και ένα είδος πολιτικής της ψυχής. Παρ' όλα αυτά, ο Γιανναράς των πρώτων δεκαετιών υπερασπίστηκε έναν χριστιανισμό της σάρκας και μια φιλοσοφία του προσώπου που θα μπορούσε να μην προχωρήσει σε ισοπεδωτικά μονοπάτια. Θα μπορούσε να είναι ένας κριτικός συντηρητικός λόγος που θα απέφευγε τον στόμφο της αντιμοντέρνας ρητορείας. Έχω, δε, την εντύπωση (κάνω μια υπόθεση) ότι του στοίχισε πολύ η επίθεση που δέχτηκε –και ιδίως η αμφισβήτηση της επάρκειάς του ως δασκάλου φιλοσοφίας– από επιφανή πρόσωπα και φορείς της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια της εποχής. Η ίδια η δεκαετία του '80 βιώθηκε ευρύτερα από πολλούς εθνορομαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες ως πολιτισμικό τραύμα, με πηγή προέλευσης τόσο τον πασοκικό μαζικοδημοκρατικό «λαϊκισμό» όσο και μια νεοδιαφωτιστική αριστερά που θα τη θεωρήσουν εθνομηδενιστική δύναμη. Ο Γιανναράς είχε υποστεί στη νεότητά του το σοκ και τη συμβολική βία των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων και αργότερα θεώρησε πως έγινε στόχος ενός άλλου φανατισμού (από φιλελεύθερους, αριστερούς και «δυτικόφρονες» εκσυγχρονιστές).

Από εκεί και πέρα, ο δημόσιος διανοούμενος που κατακτά μια ορισμένη δημοφιλία και μιλάει στο κοινό του θα επαναλαμβάνει μονότονα τον βασικό καμβά της σκέψης του με όλο και πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς και θυμό. Φυσικά, κάθε κοινωνικός κριτικός λόγος έχει ένα μερίδιο εμπάθειας, γιατί δεν υπάρχει αμερόληπτη, ψύχραιμη και πάντοτε πολιτισμένη γραφή, ιδίως σε μια εποχή αλλεπάλληλων κρίσεων και μεγάλων ρηγμάτων. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε πως ο τρόπος με τον οποίο ο Γιανναράς θα καταγγείλει διάφορα δεινά οδηγεί σε μια εθνορομαντική ουτοπία με αιχμή μια ανεύρετη, φασματική ελληνικότητα. Ακόμα και η κριτική του στον πολιτικό εθνικισμό και στη στενόμυαλη πατριδοκαπηλία της θεσμικής Εκκλησίας εντάσσεται σε μια αντίληψη περί ελληνικής οικουμενικότητας που παρουσιάζεται πάντα ως ο αυθεντικός τρόπος του βίου μας απέναντι σε μια παρακμιακή Δύση και μια δεσποτική Ασία. Η ιδέα μιας εναλλακτικής καθ’ ημάς Ανατολής που υποτίθεται ότι θα μας δωρίσει και πολιτική διέξοδο έγινε ένας αψύς δογματισμός, κατακεραυνώνοντας σχεδόν τους πάντες ως ολίγιστους και κρετίνους. Εδώ το πένθος για τη χαμένη ελληνικότητα έγινε ένα μελαγχολικό άγχος με το οποίο αδικείται οτιδήποτε έρχεται μετά τον Σεφέρη, τον Πικιώνη, τους «δασκάλους του γένους», τη λαϊκή αρχιτεκτονική κ.λπ.

Ο λόγος του Γιανναρά έγινε ένα τέχνασμα σύγκρισης μεταξύ μιας συνθήκης πνευματικού μεγαλείου και λαϊκής άνθισης (πριν από το ελληνικό κράτος και τους επείσακτους θεσμούς του) και μιας κατάστασης εκπεσμού και βαρβαρότητας. Οι αποχρώσεις μειώνονταν, οι τελεσίδικες αποφάνσεις πολλαπλασιάστηκαν και στο τέλος ακόμα και ο Δαρβίνος ταυτίστηκε με μια πιθηκόμορφη, παρακμιακή ανθρωπότητα.

4. O θάνατος του Χρήστου Γιανναρά δεν μπορεί πάντως να είναι μια αφορμή λεκτικών κατεδαφίσεων ή εγκωμιαστικών παιάνων. Χρειαζόμαστε περισσότερες κριτικές αποτιμήσεις και λιγότερες μονότονες καταδίκες ή κολακευτικά παχιά λόγια. Για τη δική μου αίσθηση των πραγμάτων, ο στοχασμός του Γιανναρά είχε πάρει έντονη κλίση προς μια αριστοκρατική και αντιδημοκρατική πολιτική φιλοσοφία, στηριγμένη, παραδόξως, σε μια ποιητική ενόραση του έρωτα και της σχέσης. Το ένα σκέλος δυνάμωσε υπερβολικά, ενώ το άλλο έμεινε στάσιμο, σαν ένα καλλιεπές σχόλιο πάνω στον καμβά της γενιάς του '30 περί ελληνικότητας. Ένας ιδιαίτερος ρομαντικός συντηρητισμός με αιχμηρούς τόνους και πνεύμα πολεμικής θα γεννήσει περισσότερες παρεξηγήσεις με τον καιρό.

Για ένα πράγμα δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Γιανναρά: πως του έλειπε το πάθος. Από αυτή την άποψη, πράγματι, δεν ήταν ο τύπος του ακαδημαϊκού φιλοσόφου, του καθηγητή πανεπιστημίου που διδάσκει φιλοσοφία. Στάθηκε ανυποχώρητα πολεμικός παρά διπλωμάτης. Και η πραότητα (την οποία τονίζουν κάποιοι) ήταν ένας τόνος της φωνής και όχι η αντιμετώπιση των αντιπάλων και των εχθρών, που για τον Γιανναρά κόμιζαν όλα τα δεινά του κόσμου. Και αυτό το στοιχείο προσφέρει πολλές ευκαιρίες εκφραστικής δεινότητας, αλλά είναι και παγίδα στην οποία κάποιος επενδύει τον ναρκισσισμό του (ιδίως αν είναι συγγραφέας και ομιλητής χαρισματικός).

Απομένει εν τέλει στους θεολόγους ή στους φιλοσόφους της θρησκείας να κάνουν τις δικές τους αποτιμήσεις ενός έργου. Το βέβαιο είναι πως η σκέψη του Γιανναρά (αδιαχώριστη από το πρόσωπο και τη δημόσια παρουσία του) ανήκει στο πεδίο της ελληνικής ιδεολογίας και των μεταμορφώσεών της. Μια κριτική της ελληνικής ιδεολογίας θα είναι όμως πάντα κάτι διαφορετικό από το ξήλωμα της όποιας πνευματικής φυσιογνωμίας ή τους οπαδικούς διθυράμβους των social media. 


Πηγή LiFO


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική - Μια πολύτροπη σχέση

 

του Στέφανου Δημητρίου*


Νικόλας Σεβαστάκης, Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Πόλις, σελ. 184


Η σχέση πολιτικής χειραφέτησης και κοινωνικής κριτικής εγγράφεται στον πυρήνα του νεωτερικού αιτήματος. Είναι πολύτροπη υπό την έννοια ότι μετασχηματίζεται ανάλογα με το αν φορέας του αιτήματος είναι ο φιλελευθερισμός, ο ρεπουμπλικανισμός ή ο σοσιαλισμός. Η ίδια, όμως, είναι και μετασχηματιστική ιδέα αυτών των φορέων. Η ρεπουμπλικανική ιδέα, που έχει τις καταβολές της στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, τη ρωμαϊκή παράδοση, τον Μακιαβέλλι και, βεβαίως, τον Ρουσσώ, είναι η ιδέα που συνέχει την ατομική ελευθερία, καθώς και τα συναφή δικαιώματα, με την πολιτική ελευθερία, τη δημόσια πολιτική αρετή, αλλά και το γενικό καλό, ή γενικό συμφέρον (με όλο το βάρος της σημασιολογικής αοριστίας του όρου), με τον νόμο ως συνθήκη διασφάλισης και προοπτικής της ίσης ελευθερίας όλων.

Αυτή την ιδέα παρακολουθεί ο Νικόλας Σεβαστάκης, ιχνηλατώντας την πορεία της μέσα από το έργο στοχαστών που κάποιοι είναι λίγο – ή και ελάχιστα – γνωστοί. Ως εκ τούτου, η μελέτη του ενδιαφέρει και επειδή μας συστήνει αυτούς τους στοχαστές. Ο συγγραφέας, εδραζόμενος στον κύριο άξονα του ρεπουμπλικανικού πολιτικού στοχασμού, δηλαδή στον νομιμοποιητικό και παιδαγωγικό ρόλο των πολιτικών θεσμών, ξετυλίγει το νήμα από τον Μαρξ και το πώς αυτός συνέλαβε και επεξεργάστηκε τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και την πολιτική κοινωνία, ως αστική κοινωνία ιδιωτών. Τι είναι, όμως, το κράτος εντός αυτής της σχέσης, σύμφωνα με τον Μαρξ; Ο Νικόλας Σεβαστάκης απαντά ως εξής: «Καμιά οντότητα, λέει ο Μαρξ, δεν είναι πρόθυμη να αυτοκτονήσει. Το κράτος, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να «αντικρίσει» την ίδια του την ουσία, που είναι ο διαχωρισμός του από την ιδιωτική και κοινωνική σφαίρα. Αν ένα κράτος αμφισβητούσε αυτόν τον διαχωρισμό από την ιδιωτική και κοινωνική σφαίρα, θα έπρεπε να αμφισβητήσει την ίδια του την αρχή, τον δικό του λόγο ύπαρξης, που εδράζεται σε αυτήν ακριβώς τη διαίρεση. Η πολιτική διάνοια, το πολιτικό πνεύμα, όχι μόνο προϋποθέτει τον διαχωρισμό κράτους και κοινωνίας των ιδιωτών αλλά λειτουργεί και σαν πρόσθετος μηχανισμός τύφλωσης: όσο πιο «πολιτικό» είναι ένα έθνος, τόσο περισσότερο δυσκολεύεται να εντοπίσει την αληθινή αιτία των κοινωνικών δεινών» (σ.22).

Ο Μαρξ, στο «Εβραϊκό Ζήτημα» (1844), περιγράφει και αναλύει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, δηλαδή διάκριση ανάμεσα στην αστική κοινωνία και το κράτος, ως διάκριση η οποία συγκροτεί την ίδια τη νεωτερική κοινωνία. Η συγκροτητική λειτουργία της εν λόγω διακρίσεως έγκειται στο να εντάξει τη σχέση ιδιώτη και πολίτη εντός ενός πεδίου, το οποίο το ορίζει η σχέση ανάμεσα σε μη πολιτική κοινωνία και σε πολιτικό κράτος. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική είναι κάτι απροσδιόριστο. Ένας τρόπος, ώστε να αποσαφηνιστεί κάπως το απροσδιόριστο περιεχόμενο της πολιτικής, είναι το να ξανασκεφτούμε τη διάκριση αστού ιδιώτη και πολίτη υπό το πρίσμα της σχέσης ανάμεσα στον ατομικό άνθρωπο και τον πολίτη. Με τα λόγια του Μαρξ, στο ανωτέρω κείμενο, αυτό διατυπώνεται ως εξής: «Μόνο όταν ο πραγματικός ατομικός άνθρωπος προσλάβει ξανά τον αφηρημένο πολίτη μέσα του και γίνει στον εμπειρικό βίο του, στην ατομική εργασία του, στις ατομικές σχέσεις του ον γένους, μόνο όταν ο άνθρωπος αναγνωρίσει και οργανώσει τις «force prorpes» του ως κοινωνικές δυνάμεις, και συνεπώς όταν δεν θα χωρίζει από τον εαυτό του την κοινωνική δύναμη με τη μορφή της πολιτικής δύναμης, μόνο τότε θα έχει ολοκληρωθεί η ανθρώπινη χειραφέτηση».[1]  Ο Νικόλας Σεβαστάκης μάς δείχνει  ότι, στο έργο του Μαρξ, η θεσμική υπόσταση, καθώς και η ίδια η ιδέα της ρεπουμπλικανικής πολιτείας, απειλούνται από την πλήρη αυτονόμηση των ιδιωτικών συμφερόντων και των συναφών επιλογών, με αποτέλεσμα να εξασθενεί διαρκώς το καθήκον ως προς την εκπλήρωση των δημόσιων, πολιτικών δεσμεύσεων. Αυτό το τελευταίο νομίζω πως είναι σημαντικό, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τη συνεκτική επιχειρηματολογία και την ανάλυση που κάνει ο συγγραφέας, διότι η εστίασή του στη σχέση ατομικού δικαιώματος και δημόσιας υποχρέωσης, ως ισότιμης σχέσης, η οποία συνέχει την πολιτεία, τον οδηγεί και στην κριτική θεώρηση του πολιτικού στοχασμού του Τοκβίλ, καθώς και της διαρκούς του ανησυχίας για την ανάδυση νέων μορφών πολιτικής δεσποτείας, μέσω της εξασθένησης του ρόλου των πολιτικών θεσμών, αλλά και της επακόλουθης (ή και προηγηθείσης ενίοτε) υποχώρησης του ενδιαφέροντος των πολιτών για την προστασία αυτών των θεσμών, άρα και για την προστασία της ίδιας της πολιτικής ιδιότητας, που τους επιτρέπει να ονομάζονται και να λογίζονται «πολίτες». Το να είναι πολίτες σημαίνει, για τον Τοκβίλ, όπως και για τον Μιλ, ότι η κατάφαση στην ατομικότητα δεν ταυτίζεται με την ατομικιστική επιδίωξη της ευζωίας, ως κύριας –ή και αποκλειστικής– επιδίωξης σε βάρος του κοινού καλού. Για τον Τοκβίλ η διασφάλιση της πολιτικής ελευθερίας είναι ζήτημα πολιτικής παιδείας. Η τελευταία συνδέεται αρραγώς με τους δημοκρατικούς θεσμούς και τον δικό τους παιδευτικό ρόλο ως προς την ικανότητα των πολιτών να σταθμίζουν τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική υποχρέωση και τη δυνατότητα της ατομικής διαφοροποίησης, χωρίς η πρώτη να καταπίπτει στην περιστολή και τη δυνάστευση, αλλά και χωρίς η δεύτερη να συνιστά αυτονόμηση των ιδιωτικών συμφερόντων.

Έχει σημασία το να σταθούμε στο ότι ο Νικόλας Σεβαστάκης συνδέει την κύρια προβληματική του με την ανάδειξη του έργου ορισμένων όχι τόσο γνωστών στοχαστών. Θα αναδείξει λοιπόν τον Πιερ Λερού και τον Ζιλ Μπαρνύ και τη συμβολή τους, σε σχέση με τα παραπάνω, ως προς τη δυνατότητα να υπάρξει επαφή ανάμεσα σε μία κοινωνία ατόμων και την πρόκριση κοινών αγαθών και συναφούς, προς τη διεκδίκηση και την υπεράσπισή τους, συλλογικής δράσης. Αναδεικνύεται έτσι, ιδίως μέσω του Πιερ Λερού, η συχνά υποτιμώμενη ηθική διάσταση της δημοκρατίας, η τόσο συναφής προς την αξία και το περιεχόμενο του δημοκρατικού ανθρωπισμού, ο οποίος αποτελεί –κατά τη γνώμη μου – και σύγχρονο διακύβευμα. Αυτό οδηγεί στην πολυδοκιμασμένη σχέση ηθικής και πολιτικής, η οποία αποτελεί κεντρικό σημείο στη ρεπουμπλικανική προβληματική του Ζιλ Μπαρνί.

Όλα αυτά εκβάλλουν στο σήμερα. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό το να τονίσουμε την εύστοχη, όπως την επιτυγχάνει ο συγγραφέας, συναρμογή τους με τον σύγχρονο ρεπουμπλικανό πολιτικό φιλόσοφο, τον Φίλιπ Πέτιτ και τη θέση του για την ελευθερία ως μη κυριαρχία∙ μία θέση, η πρωταρχική συγκρότηση της οποίας είναι στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Η ελευθερία ως μη κυριαρχία είναι και μία συνθήκη περιορισμού –ακόμη και αποτροπής– κάθε εξουσιαστικής αυθαιρεσίας, άρα είναι και θέση διεύρυνσης της ισότιμης, άρα και εξίσου περιορισμένης, έννομης ελευθερίας όλων. Από αυτό το σημείο, νομίζω ότι μπορούμε ομαλώς να μεταβούμε στην κρίσιμη σημασία –θα έλεγα και σπουδαιότητα– αυτής της μελέτης: Ο Νικόλας Σεβαστάκης θέτει τον αναγνώστη στον κόμβο όπου συναντώνται όλα τα μείζονα προβλήματα που αφορούν τις εκδοχές της ελευθερίας (ατομική, πολιτική, κοινωνική) και βεβαίως των συναφών δικαιωμάτων, αλλά και των αντίστοιχων μορφών της δικαιοσύνης, εφόσον η πρώτη θα είναι πάντα μισερή χωρίς τη δεύτερη. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις πολύτροπες εκδηλώσεις της ρεπουμπλικανικής ιδέας, από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, ώστε να μας οδηγεί και προς την επίκαιρη, τωρινή συνθήκη διακινδύνευσης της φιλελεύθερης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά και της αναγκαίας υπεράσπισής της διά της ανανεώσεώς της.

Το σημαντικό βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη είναι μία άσκηση «αναστοχαστικής ισορροπίας» (για να παραφράσω κάπως τον Ρωλς») της συζυγίας των όρων που συστήνουν την πολύτροπη και δύσκολη, συχνά, σχέση πολιτικής χειραφέτησης και κοινωνικής κριτικής, η οποία εύστοχα τιτλοφορεί και την πλούσια προβληματική αυτού του βιβλίου. Μια τέτοια ισορροπία, όμως, δοκιμάζεται και ως προς την αβεβαιότητα και ως προς την ευστάθειά της (όπως, άλλωστε, συμβαίνει με κάθε ισορροπία, αλλά και κάθε πτώση) σε συνθήκες ισηγορικού διαλόγου, όπως μάς τον δίδαξαν οι ελληνορωμαϊκές ρίζες του αναθεματιζόμενου πλέον ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτός ο διάλογος είναι που λείπει, από τη δημόσια πολιτική σφαίρα. Το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη, από την άλλη, συνιστά ένα ισχυρό διαλογικό και ερευνητικό υπόδειγμα, που έχει κέντρο του την κριτική, διανοητική χειραφέτηση, ώστε να σκεφτούμε –ή ακόμη και να επινοήσουμε– τον πολιτικό εαυτό μας αλλιώτικα. Το πώς ακριβώς είναι πάντα το κρίσιμο ζητούμενο του διαλόγου.


-----------------------
* Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

 

[1.] Καρλ Μαρξ, «Για το Εβραϊκό Ζήτημα», στο: επιλογή-μετάφραση: Θανάσης Γκιούρας - Θωμάς Νουτσόπουλος (επιμ), 1840, Karl Marx. Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Μια ανθολογία, επιλογή-μετάφραση-επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, σ. 182, εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2014.


Πηγή Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Η θεωρησιακή μεταφυσική του Alain Badiou*

 

Ο Alain Badiou είναι κατά πάσα πιθανότητα ο γνωστότερος εν ζωή Γάλλος φιλόσοφος, αρκετά αγαπητός και στη χώρα μας λόγω των πολιτικών παρεμβάσεων, των συχνών επισκέψεών του και των ουκ ολίγων μεταφρασμένων έργων του. Μάλλον όμως είναι λιγότερο γνωστό το αρχιτεκτονημένο σύστημα που υποβαστάζει τις επιμέρους επεξεργασίες των μικρότερης έκτασης έργων. Πρόκειται για την τριλογία τού Είναι και συμβάν, η οποία αποτελεί το κυρίως αντικείμενο πραγμάτευσης της διατριβής μας.

Στο πρώτο κεφάλαιο προβαίνουμε σε μια επισκόπηση των πρώιμων γραπτών τού φιλοσόφου, ούτως ώστε να προλειανθεί το έδαφος για την κριτική προσέγγιση του συστήματος. Από τα εν λόγω κείμενα δεν απουσιάζουν οι συνάφειες με τους κατοπινούς προβληματισμούς ή ακόμη η προεικόνισή τους, εντούτοις η αξιωματική τής σκέψης τού φιλοσόφου παραμένει εμφανώς προσδεδεμένη σʼ έναν κατά περίσταση αλτουσεριανό, μαοϊκό ή λακανικό προσανατολισμό. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για «τον Badiou πριν από τον Badiou». Έτσι, σκιαγραφείται η εξέλιξη του στοχασμού του από τα πρώιμα κείμενά του μέχρι τη δημοσίευση του πρώτου μείζονος έργου, της Θεωρίας του υποκειμένου. Διαφαίνεται η μέριμνα του Badiou να προσδιορίσει τη λογική τής εννοιολογικής καινοτομίας, εκκινώντας από το εσωτερικό τής γαλλικής επιστημολογικής παράδοσης. Πρόκειται για κείμενα που καταλαμβάνουν ένα δεκαπενταετές χρονικό διάστημα και μαρτυρούν τη μετάβαση του φιλοσόφου από μια ευρύτερη αλτουσεριανή ορθοδοξία προς μια πρώτη απόπειρα σύλληψης της διαλεκτικής μεταξύ της υφιστάμενης διάρθρωσης ενός πεδίου και της δυνατότητας μιας μετασχηματιστικής παρέμβασης για τη σκοποθετούμενη μεταβολή τής εσωτερικής λογικής που διέπει την οργάνωσή του. Ήδη με το πέρας της νεανικής φάσης, διακρίνονται ανάγλυφα οι δύο πόλοι ή άξονες, πέριξ των οποίων αρθρώνεται το σύστημα: Αφενός, αυτός της απρόσωπης επινοητικότητας και εμμενούς ορθολογικότητας των μαθηματικών, και αφετέρου εκείνος των προδιαγραφών μιας ακτιβιστικής, «μεταμεταφυσικής» σύλληψης της υποκειμενικής παρέμβασης. Τούτων λεχθέντων, εξακολουθεί να ισχύει ότι στα υπό εξέταση έργα τής περιόδου ίσαμε το 1980 δεσπόζουν οι –ενίοτε ευρισκόμενες σε στενή συνύφανση– επιστημολογικές και πολιτικές μέριμνες, με τη φιλοσοφική προβληματοθεσία να υφίσταται ένα είδος συρραφής σ’ αυτές.  

Στο δεύτερο κεφάλαιο, εξετάζεται η «ώριμη» φάση τού Badiou, η οποία εγκαινιάζεται με τη δημοσίευση του πρώτου, ομότιτλου τόμου τής τριλογίας τού Είναι και συμβάν. Στεκόμαστε ειδικότερα στην κομβική θέση περί της ανάληψης του ρόλου τής οντολογίας από τα μαθηματικά, και συγκεκριμένα από την αξιωματική θεωρία συνόλων, τις προϋποθέσεις και τις προεκτάσεις της, τους λόγους για τους οποίους ο φιλόσοφος οδηγήθηκε σ’ αυτήν, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο, υπό την οπτική τού ενστερνισμού της, αναμορφώνεται ο στοχασμός για πλήθος παραδοσιακών μεταφυσικών ζητημάτων, όπως είναι εκείνα του ενός και των πολλών, του όλου και των μερών, του διακριτού και του συνεχούς, του πεπερασμένου και του απείρου, καθώς και η σύστοιχη σύλληψη της φύσεως, του είναι και του γίγνεσθαι, της ταυτότητας και της διαφοράς, κτλ. Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Badiou προτείνει την εν λόγω εξίσωση χάρη στα ενδοφιλοσοφικά αποτελέσματα, τα οποία φαίνεται να εγγυάται ή να υπόσχεται, σε σχέση με τον στοχασμό τού πολλαπλού ως αμιγούς, δίχως έννοια –σε ρήξη επομένως με την ιδέα τού Ενός– και ως απείρου –σε ρήξη επομένως με την ιδέα ενός περιεκτικού Όλου–, τον οποίο εκτιμά πως απαιτούν οι καιροί. Άλλως ειπείν, η ZFC αποτελεί το ιστορικά βέλτιστο, προσφορότερο οντολογικό μοντέλο με τις ελάχιστες δυνατές προϋποθέσεις.  

Συνεχίζοντας την εξέταση των επεξεργασιών τής «ώριμης περιόδου» και συγκεκριμένα της αρχικής φάσης της, η οποία καλύπτει το χρονικό διάστημα μέχρι τα μέσα τής δεκαετίας τού ʼ90, στο τρίτο κεφάλαιο στρέψαμε την προσοχή μας προς ό,τι δεν μπορεί να αφομοιωθεί δίχως εντάσεις σε/από την αξιωματική τής οντολογικής επικράτειας, ήτοι στο εννοιακό τρίπτυχο του συμβάντος, της αλήθειας και του υποκειμένου. Η εν λόγω εξέταση ανέδειξε τόσο την οφειλή τού Badiou και τη συγγένειά του προς τις εκδοχές τής στρατευμένης θεωρίας της απόφασης (δηλ. εκείνες που είναι βουλησιαρχικού, ντεσιζιονιστικού ή/και υπαρξιστικού τύπου), όσο και τη συνάφεια των αναλύσεών του με προβλήματα που αφορούν τα εμμενή όρια και τις απορίες των συνολοθεωρητικών επεξεργασιών. Η θέση τού Badiou δεν είναι ότι οι μαθηματικές επεξεργασίες εγγυώνται κατά κάποιον τρόπο την ύπαρξη συμβάντων, αλλά ότι, άπαξ και τούτη η συμβαντική ρήτρα γίνει αποδεκτή, έχουμε στη διάθεσή μας ορθολογικά πρωτόκολλα για τον στοχασμό τής μορφολογίας και των συνεπειών της. Τα μαθηματικά διά της αρνητικής οδού υποδεικνύουν ότι όλοι οι διευθετημένοι κόσμοι είναι ενδεχομενικοί ως προς την οργάνωσή τους και έχουν όρια ως προς το τι μπορεί να νοηθεί εντός τους, και ότι, συνεπώς, ουδείς δύναται ν’ αποκλείσει την ανάβρυση συμβάντων, ακόμη και αν είναι εντελώς θεμιτό να ενστερνιστεί αυτή την απορριπτική στάση. Τα μαθηματικά στον Badiou δεν παρέχουν άλλοθι για την αντικατάσταση ή παράλειψη των καθαυτό φιλοσοφικών επιχειρημάτων, αλλά έμπνευση, προσανατολισμό και περιορισμούς ως προς τη διατύπωση των θεμιτών φιλοσοφικών θέσεων. Ούτως, το κυρίως έδαφος έχει διαμορφωθεί και η συστηματική αρχιτεκτονική τού μπαντιουϊκού εγχειρήματος αρθρώνεται ευδιάκριτα γύρω από το πρόβλημα της μετασχηματιστικής διέλευσης του καινοφανούς εντός μιας προϋπάρχουσας κατάστασης διαμέσου της ανάληψης επινοητικής δράσης.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, διερευνήσαμε πώς, κατά τα έτη που ακολούθησαν, οι κριτικές που στράφηκαν προς τις «μεταοντολογικές» αναπτύξεις τού πρώτου τόμου, ώθησαν τον φιλόσοφο στη συστηματική εκ νέου πραγμάτευση των ίδιων θεμάτων υπό το φως τού προβλήματος της πληθυντικής ύπαρξης των κόσμων. Άλλως ειπείν, εάν η αφηρημένη ή μάλλον αφαιρετική προσέγγιση του Είναι και συμβάν αρκούσε για να παράσχει ένα γενικό και λίαν επεξεργασμένο σχήμα, έμενε εντούτοις μετέωρο το βήμα προς την εφαρμογή ή ενεργοποίηση του σχήματος αυτού αναφορικά με τις διαφορετικές υπαρκτές καταστάσεις, η πολυμορφία, ο πλούτος και η απαραμείωτη πολυπλοκότητα (του «οντικού», «εμπειρικού» ή «φαινομενολογικά πυκνού» χαρακτήρα) των οποίων απαιτούσαν τη μετάβαση σ’ ένα άλλο επίπεδο πραγμάτευσης. Ως εκ τούτου, στον δεύτερο τόμο, ο οποίος φέρει τον τίτλο Λογικές των κόσμων (2006), ο Badiou επεξεργάστηκε μια συστηματική λογική τού φαίνεσθαι ή του υπάρχειν σʼ έναν κόσμο. Στηριζόμενος στους πόρους τής θεωρίας κατηγοριών, θα προτείνει μία αντικειμενότροπη φαινομενολογία η οποία λαμβάνει υπόψη της τον απαράκαμπτο χαρακτήρα των σχέσεων και τις πληθυντικές λογικές που ρυθμίζουν τη συνεκτικότητα των διαφόρων πεδίων. Η τελεσφόρα συναρμογή τής εν λόγω φαινομενολογίας με το οντολογικό υπόβαθρο των πολλαπλοτήτων αποτελεί το στρατηγικά κρισιμότερο σημείο τού δεύτερου τόμου – και πιθανότατα το πλέον στριφνό: λαμβάνει τον χαρακτήρα ενός υλιστικού αιτήματος για την αναδρομική έδραση του φαίνεσθαι στο είναι (ένα είδος υπερβατολογικού ρεαλισμού).

Αν το πρόβλημα της οικουμενικότητας των αληθειών και εκείνο της ενικότητάς τους αντίστοιχα ήταν αυτά που είχαν καθοδηγήσει τις αναλύσεις των δύο πρώτων τόμων, τότε ήταν το πρόβλημα της εμμενούς απολυτότητας των αληθειών εκείνο πέριξ του οποίου αρθρώθηκε η προβληματική τού τρίτου τόμου, ο οποίος αποτέλεσε προϊόν επεξεργασίας την επόμενη δωδεκαετία. Έτι περαιτέρω απ’ όσο στα προγενέστερα έργα του, βλέπουμε σ’ αυτό το κείμενο τον Badiou να εστιάζει στη διαλεκτική τού πεπερασμένου και του απείρου, προκειμένου να αναδείξει την κρίσιμη διαφοροποίηση μεταξύ του δυνάμενου να κατασκευαστεί από τον περατοκρατικό αλγόριθμο αρχείου και του επιτυχώς ανθιστάμενου σε μια τέτοιου τύπου υπαγωγή έργου. Η διερεύνηση της τυπολογίας τού απείρου οδηγεί στη σταδιακή και συνάμα ανέφικτη (άνευ διαμεσολάβησης) προσέγγιση του απολύτου, τη φιλοσοφική επικαιρότητα του οποίου εμφανώς υποστηρίζει ο Badiou. Δίχως αμφιβολία, η Εμμένεια των αληθειών περατώνει την αρχιτεκτονική διάταξη του μπαντιουϊκού συστήματος και αποτυπώνει περισσότερο ανάγλυφα τις στοχεύσεις και τη διακύβευσή του, επανεγγράφοντάς τες μάλιστα σ’ ένα λεξιλόγιο εμπνευσμένο όχι μόνο από την παράδοση του Πλάτωνα, αλλά και από εκείνη του Baruch Spinoza. Οδηγητικός μίτος τού εγχειρήματός του παραμένει η επένδυση στο αναφομοίωτο των δυνατοτήτων έναντι κάθε απόπειρας πλήρους και οριστικής (ακόμη και εκ των υστέρων) καθίζησης και περιστολής τους στο επίπεδο των θετικά αρθρωμένων γνώσεων (των κωδικοποιήσιμων από την εγκυκλοπαίδεια τεμαχίων πληροφορίας και των κανόνων σύνδεσής τους με εμπειρικά ανάφορα). Στο έργο τού φιλοσόφου, τον τελευταίο λόγο έχει η εμμενής απολυτότητα των αληθειών ως –διαρκής, καίτοι σπάνια– δυνατότητα αποτύπωσης ενός ίχνους αιωνιότητας στην παροντική αυτοαναφορικότητα του «ανθρώπινου ζώου». Η (προφανώς φιλοσοφική) δικαιολόγηση της ύπαρξης του άτυπου «δεύτερου μέρους» τής διατριβής αφορά το γεγονός ότι κάθε συγκεκριμένη φιλοσοφική πραγμάτευση, οσοδήποτε συστηματική ή σύγχρονη και αν φιλοδοξεί να είναι, διαμεσολαβείται εκ των πραγμάτων από την εννοιακή κοίτη μιας ευρύτερης παράδοσης, ήτοι τις κληρονομημένες έννοιες, δομές σκέψης και προβληματοθεσίες, οι οποίες λειτουργούν ως οπλοστάσιο, εργαλειοθήκη και συνάμα «δέρμα» τού επίδοξου στοχαστή (το οποίο εκείνος δεν θα ήταν επομένως σε θέση ν’ απεκδυθεί εντελώς, ανεξαρτήτως τού πόσο σφοδρά θα το επιθυμούσε).

Έχοντας λοιπόν διατρέξει προηγουμένως την οργανική εκδίπλωση του συστήματος του Badiou, στο δεύτερο μέρος τής μελέτης μας επωμιζόμαστε την προσπάθεια ιστορικοφιλοσοφικής του πλαισίωσης, αρχής γενομένης, στο έκτο κεφάλαιο, από το πώς συλλαμβάνει ο ίδιος τη φιλοσοφία εν γένει και την ιδιαίτερη συμβολή του εντός τού πεδίου τής σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας. Αναμενόμενα, στο κεφάλαιο αυτό αναδείχτηκαν η αναγκαία έδραση του φιλοσοφικού εγχειρήματος στο εκτός του ή στο μη φιλοσοφικό, όσο και οι περίπλοκες σχέσεις ανάκτησης, οικείωσης και μετάπλασης προγενέστερων φιλοσοφημάτων εν είδει μιας διαρκώς ανανεούμενης διελκυστίνδας μεταξύ της πιστότητας και της προδοσίας. Κατά την περιδιάβαση αυτή, η πολεμική συνέπεια αναδεικνύεται ως σημαντικός παράγοντας διάλληλου ετεροπροσδιορισμού (κατά τη σύστοιχη συγκρότηση υποκειμενικής ταυτότητας και κοσμοεικόνας), επομένως η «επιλογή» τού εκάστοτε αντιπάλου (όπως λχ. οι γαλλικές απολήξεις τού χαϊντεγγεριανισμού ή ο ανανήψας νεοκαντιανισμός, η αυξανόμενη διείσδυση της αναλυτικής φιλοσοφίας και η διαπιστούμενη «θεολογική στροφή» τής φαινομενολογίας) επηρεάζει αναπόδραστα τον τρόπο απόκρισης και την αυτοκατανόηση του μπαντιουϊκού εγχειρήματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, σημαντικές είναι επίσης η αντίληψη του Badiou για την ιστορία τής φιλοσοφίας και δη η αποτίμηση των συγκαιρινών του φιλοσοφικών προγραμμάτων, η εκ μέρους του διάκριση του φιλοσοφείν από τα εννοιακά προσωπεία τού σοφιστή και του αντιφιλοσόφου, όπως και οι συναφείς μεταφιλοσοφικές αντιλήψεις και παραδοχές του.

Εφόσον η διάσταση των πολεμικών συμφραζομένων μιας φιλοσοφικής τοποθέτησης –και δη κάποιας που εγείρει συστηματικές βλέψεις– έχει αναδειχθεί στα προηγούμενα, αφιερώνουμε το έβδομο κεφάλαιο στις κριτικές που έχουν ασκηθεί στο έργο τού Badiou (και δευτερευόντως στις αποκλίνουσες αναγνώσεις του, δεδομένου ότι τούτες δεσμεύονται και ελέγχονται σε κάποιον βαθμό από την αυστηρότητα των διατυπώσεών του). Οι ενστάσεις που εγείρονται εν πολλοίς αφορούν τον πρώτο τόμο τού Είναι και συμβάν, οδηγώντας στις μεταγενέστερες επεξεργασίες των Λογικών των κόσμων, δεν απουσιάζουν ωστόσο και ορισμένες επικρίσεις, οι οποίες άπτονται του σύνολου εγχειρήματος και φαίνονται επομένως να διατηρούν ακέραια την επικαιρότητά τους. Πέραν αυτών, επιμένουμε ακόμη σε ζητήματα που χρήζουν διασάφησης, καθώς και σε ιδιάζουσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις επιμέρους θεμάτων, αναδεικνύοντας συνοπτικά τόσο τα όρια όσο και την εμβέλεια της οπτικής τού φιλοσόφου (στο θέμα τής δύναμης και του προσίδιου άσκεπτου της οποίας επανερχόμαστε στα συμπεράσματα της διατριβής). Ούτως, επιχειρείται η συσχέτιση της συμβολής τού Badiou με μια ευρύτερη τάση για την επεξεργασία «θεωρησιακών οντολογιών», η οποία παρατηρείται κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά– στον αγγλόφωνο κόσμο ήδη από τη δεκαετία τού ’90 και ακόμη περισσότερο την επόμενη, λαμβάνουσα χώρα εν πολλοίς ενάντια στον ηθικισμό και το πρωτείο τής γνωσιολογίας, όπως και στον γλωσσοποιημένο ιδεαλισμό ενός εύκολου «κοινωνικού κονστρουξιονισμού», αλλά ενίοτε και στον διακηρυκτικό ανθρωποκεντρισμό που θεωρείται ότι τα υποβαστάζει. Επιμείναμε ιδιαίτερα στον καταρχήν θεμιτό χαρακτήρα ορισμένων ριζικών ενστάσεων και αντιρρήσεων που έχουν διατυπωθεί έναντι του μπαντιουϊκού συστήματος, απορρίπτοντάς το συλλήβδην ως κάποια μορφή φιλοσοφικής αγυρτείας ή αυταρχικής ιδεολογικής κατήχησης.

Στο καταληκτήριο –και μάλλον παρεκβατικό– όγδοο κεφάλαιο, επιχειρείται να «μετρηθεί» η εμβέλεια των βλέψεων και των φιλοδοξιών τού έργου τού Badiou απέναντι σ’ ένα διαφορετικό και από ορισμένες τουλάχιστον απόψεις συμμετρικά αντίθετο «παράδειγμα σκέψης», το οποίο μετέχει ωστόσο στην ίδια «φιλοσοφική στιγμή». Ακολουθώντας εν πολλοίς τις σχετικές υποδείξεις τού ίδιου του Badiou, αντιπαραβάλουμε το έργο του προς εκείνο τού διαπρεπέστερου σύγχρονου εκπροσώπου και συνεχιστή τής Φυσιοφιλοσοφίας, εκλαμβάνοντας αμφότερα ως σύγχρονες παραδειγματικές ενσαρκώσεις των δύο κύριων πνευματικών παραδόσεων, οι οποίες κατά τον Badiou διατρέχουν σύμπασα τη γαλλική φιλοσοφία τού 20ού αι. Σε συμφωνία με την αντίστοιχη διάκριση του Canguilhem, πρόκειται αφενός για έναν «εννοιακό φορμαλισμό» (ή «ιδεαλισμό τού γραμματολογικού μαθήματος των επιστημών») και αφετέρου για έναν «υπαρξιακό βιταλισμό», οπότε η υποβόσκουσα διχαλοδρόμηση προσφέρεται να κωδικοποιηθεί σχηματικά και ολίγον παραπλανητικά στο δίπολο «Έννοια – Ζωή». Η διακριτική και αναμφίβολα συχνή παρουσία τού Deleuze στα κείμενα του Badiou συνιστά επαρκή ένδειξη του γεγονότος ότι είναι ο σύγχρονος συγγραφέας με τον οποίο διαλέγεται περισσότερο, αποτελώντας για τον ίδιο ένα είδος «φιλοσοφικής νέμεσης». Έτσι, αφορμώμενοι από το πλήθος κειμένων που ο δεύτερος έχει αφιερώσει στο έργο τού πρώτου, ήδη από το 1976 και με επίκεντρο τη μονογραφία τού 1997, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε και ει δυνατόν να ανασυγκροτήσουμε με επάρκεια τις εντάσεις και το επίδικο που χαρακτηρίζουν τις διακριτές πολικότητες μιας φιλοσοφικής στιγμής, φωτίζοντας καλύτερα την ιδιοφυσιογνωμία και τις διακυβεύσεις τής καθεμιάς, καθώς και το ευρύτερο κοινό τους υπέδαφος. Σκοπός τής σκηνοθεσίας τής εν λόγω αντιπαράθεσης δεν είναι η μεροληπτική πρόκριση της μίας εκ των δύο θέσεων ως καταλληλότερης ή ελκυστικότερης, αλλά, διαμέσου της υπαγορευόμενης από μια «παιδαγωγική τού θαυμασμού» απότισης φόρου τιμής, η κατάφαση ενός ορισμένου ύφους εκδραμάτισης του φιλοσοφείν (και κατ’ επέκταση της φιλοσοφίας αυτής τούτης).


--------------------------

* Σύνοψη της ομότιτλης διατριβής (Ιωάννινα, 2023), 667-671. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την αποστολή του κειμένου, καίτοι επαφίεται στην αναγνώστρια η τελική κρίση όσον αφορά τα περιεχόμενά του.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ο φιλόσοφος της εξεγερμένης επιθυμίας

 

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Ο Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι που πέθανε στα 90 του δεν ήταν ένας ακαδημαϊκός φιλόσοφος, ο ειδικός στη σκέψη τού Μπαρούχ Σπινόζα ή του Μαρξ. Μάλλον έγινε μια πολιτισμική αναφορά τής παγκόσμιας ριζοσπαστικής σκηνής αφού πρώτα έζησε στη σάρκα του την περιπέτεια της ανατρεπτικής δράσης. Νέος που βγήκε και αυτός από το φυτώριο του κοινωνικού καθολικισμού τής δεκαετίας τού ΄50, μέλος τού Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος συνδέθηκε γρήγορα με μια ιδιαίτερη εκδοχή ιταλικού μαρξισμού: τον «εργατισμό» (operaismo). Οι εργατιστές κοινωνιολόγοι επιχείρησαν να ερευνήσουν τους μετασχηματισμούς τής μισθωτής εργασίας και τις νέες πραγματικότητες του «καπιταλιστικού εργοστασίου» σε μια εποχή εμπέδωσης της νέας καταναλωτικής κοινωνίας. Οι άλλες μεγάλες φυσιογνωμίες τού εργατισμού, ο Μάριο Τρόντι και ο Αλμπέρτο Αζορ Ρόζα κατέληξαν πάλι στην αγκαλιά τού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αποκρούοντας την άγρια δυναμική τής νέας ιταλικής άκρας αριστεράς που διαμορφώθηκε σε χίλιες δυο συγκρούσεις και διασπάσεις τού τέλους τής δεκαετίας τού ‘60. Ο Νέγκρι, αντιθέτως, άντλησε από τον εργατισμό ιδέες που βάθυναν τη συναισθηματική και ιδεολογική του ρήξη με τις βασικές επιλογές τής ιταλικής Αριστεράς και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Βρέθηκε στην αντίπερα όχθη από τη λεγόμενη «ευρωκομμουνιστική» πορεία και ήταν εξαρχής και έως τέλους ξένος προς τον δημοκρατικό δρόμο για το σοσιαλισμό, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την προτεραιότητα της κοινοβουλευτικής και πολιτικής δράσης.

Οι αρχές της δεκαετίας τού ΄70 στάθηκαν γι’ αυτόν ένα εργαστήριο ιδεών και συναισθημάτων που ιχνηλατούσαν μια εμπειρία διαχωρισμού: τον διαχωρισμό από την αστική πολιτική κοινότητα και τη διαλεκτική μεταξύ της αστικής και της κοινωνικής-εργατικής δημοκρατίας. Η ιδέα της εργατικής αυτονομίας, προτού γίνει τίτλος ενός ολόκληρου κινηματικού γαλαξία, βρισκόταν στην αιχμή τής επίθεσης του Νέγκρι στην βασική παράδοση του ιταλικού κομμουνισμού. Ο Νέγκρι θα αρνηθεί να δει το εργατικό κίνημα ως κέντρο μιας εθνικής δημοκρατικής αναγέννησης, ως υποκείμενο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων που θα γεννούσαν μια πιο προοδευτική Ιταλία. Αυτή η γλώσσα και οι στόχοι της τού έφερναν αηδία και θα αποκαλούσε το ΚΚ του Μπερλινγκουέρ «άθλια σοσιαλδημοκρατία». Όσο το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έριχνε το βάρος του στους θεσμούς και προσανατολιζόταν σε μια κουλτούρα κόμματος διακυβέρνησης (αφήνοντας πίσω τη λενινιστική αντίληψη για την κατάληψη της εξουσίας), τόσο εντονότερα ο Νέγκρι και ο χώρος του αναζητούσαν μια εμπειρία «προλεταριακής χαράς» πέρα και εναντίον των θεσμών και του κράτους των κομμάτων. Η κριτική στα εργατικά συνδικάτα και στο Κομμουνιστικό Κόμμα γινόταν όλο και οξύτερη. Κατηγορούνταν πως επιδίωκαν τον έλεγχο των μαζών και τον εγκλωβισμό τους σε μια ηθική τής παραγωγικής εργασίας και της συνδιαλλαγής με τον εχθρό. Και με τη σειρά τους, οι άνθρωποι του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος αναφέρονταν με πολύ σκληρά λόγια στον «εξτρεμισμό» τού Νέγκρι και στην Αυτονομία στην οποία έφτασαν να βλέπουν το ύφος των αποσπασμάτων δρόμου τού πρώιμου φασισμού. Ήταν πια η στιγμή τής μεγάλης αντιπαράθεσης όπου στις διαδηλώσεις αλλά και στις παράνομες δράσεις τής Αυτονομίας υπήρχαν πια στοιχεία ένοπλου αγώνα, ακόμα και αν ο Νέγκρι θα κόψει ταχύτητα.

Τον Απρίλιο του 1979, στην ατμόσφαιρα ανελέητης πολιτικής και αστυνομικής σύγκρουσης μετά την απαγωγή και τη δολοφονία τού μετριοπαθούς χριστιανοδημοκράτη Άλντο Μόρο, ο εισαγγελέας Πιέτρο Καλότζερο, δικαστικός με δεσμούς στην Αριστερά, θα κατηγορήσει ευθέως τον Νέγκρι ως στρατηγικό εγκέφαλο όλου του ακροαριστερού ένοπλου χώρου. Ο Καλότζερο και πολλοί άλλοι ήταν πεπεισμένοι ότι ο «καθηγητής Νέγκρι» δεν ήταν απλώς ένας θεωρητικός τού εξεγερσιακού κομμουνισμού αλλά ένας παίκτης στην καρδιά τής ένοπλης αριστερής βίας. Η ιστορία στη συνέχεια αποδείχτηκε πιο περίπλοκη και οι μαρτυρίες, τα αρχεία και οι έρευνες συνεχίζονται ακόμα. Έχει αποδειχτεί σε μεγάλο βαθμό ότι ο Νέγκρι διατηρούσε επαφές με στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών μέχρι το 1976, είναι πάντως φανερό πως από ένα σημείο και μετά η οπτική του οδηγήθηκε αλλού: θα διαφωνήσει έτσι με αυτό που ονομάζουμε ιταλική τρομοκρατία όχι τόσο γιατί είχε ενστάσεις για την επιθετική και βίαιη δράση όσο γιατί αντιλαμβάνεται ως ξεπερασμένη την ανάλυση των Ερυθρών Ταξιαρχιών για τον χαρακτήρα του ιταλικού καπιταλισμού, το παγκόσμιο σύστημα και τον ρόλο τής πολιτικής πρωτοπορίας. Ο Νέγκρι θα δώσει έμφαση στη σφαίρα των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, στους επισφαλείς και άνεργους των μητροπόλεων, στις δυνάμεις μιας νέας, «άγριας» νεολαίας που ζητούν να ζήσουν πέρα από τη θλίψη τής μισθωτής εργασίας και την καταστολή των επιθυμιών τους. Σε επικοινωνία με το πνεύμα φιλοσόφων ενός αριστερού νιτσεϊσμού όπως ο Ζιλ Ντελέζ και ο Μισέλ Φουκώ, ο Νέγκρι δίνει μεγάλη σημασία στην επιθυμία και στις εμπειρίες κατάφασης σε έναν «διονυσιακό» κομμουνισμό. Βρίσκει έτσι στον μαρξισμό-λενινισμό των τρομοκρατών μια συντηρητική και ακατάλληλη μορφή σκέψης για την έκφραση των επιθυμιών αυτών των νέων τύπου προλετάριων που θα ονομαστούν «κοινωνικοί εργάτες».

Ο Νέγκρι επιλέγει επίσης, με τον δικό του τρόπο, την οδό τής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς αν και η σκέψη του έχει ως αιχμή την ακαταπόνητη επιθυμία για υπέρβαση της μορφής τού κράτους, της εργασιακής δομής και της ιεραρχικής συνθήκης. Η πυκνότερη ενασχόλησή του με τη φιλοσοφική και θεωρητική εργασία, οι δεσμοί του με Γάλλους και Αμερικανούς στοχαστές (ακόμα και η καμπάνια τού φιλελεύθερου και αντικομμουνιστή Μπερνάρ Ανρί Λεβί υπέρ του παίζει τον ρόλο της) θα μετατρέψουν τον Νέγκρι σε φιλόσοφο τής νέας διεθνούς ριζοσπαστικής σκηνής. Η μελέτη του για τον Σπινόζα αναγνωρίζεται ως εξαιρετικά σημαντική και οι αναλύσεις του για τις νέες μορφές κυριαρχίας και γνώσης στον «παγκόσμιο ενοποιημένο καπιταλισμό» θα γεννήσουν διάλογο σε ευρύτερη βάση. Είναι ένας radical leftist philosopher που αποκτά καινούρια ακροατήρια, πέρα από αυτά που είχε ως πολιτικός ηγέτης και στρατευμένος διανοούμενος.

Φυσικά οι δικαστικές και ποινικές εκκρεμότητες θα τον ακολουθούν, θα εκτίσει τέσσερα χρόνια φυλάκισης και ύστερα πάλι (όταν επιστρέψει στην Ιταλία το 1997) θα συναντήσει κάποιους έγκλειστους-φαντάσματα των παλαιών οργανώσεων - εκείνος όμως έχει πια ένα άλλο status. Η ποιότητα των φιλοσοφικών του εργασιών είναι αναμφισβήτητη. Όπως είπε ο Μάσιμο Κατσιάρι, παλαιός σύντροφος του Νέγκρι που πήρε πολύ διαφορετικό δρόμο, δεν μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει τον στοχαστή Νέγκρι ακόμα και αν είναι αντίπαλός του.

Τώρα βέβαια οι νέοι υπερδεξιοί υπουργοί και παράγοντες της Μελόνι αναφέρονται στον θάνατο του Νέγκρι επαναλαμβάνοντας την έκφραση «κακός δάσκαλος» (cattivo maestro). H έκφραση είχε τις δόξες της στα χρόνια τής τρομοκρατίας όταν στον Τύπο ή στα κόμματα έψαχναν τις σκοτεινές μορφές κάποιων διανοουμένων και καθηγητών πίσω από τους σχεδιασμούς των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ο Νέγκρι δεν υπήρξε φυσικά περιστερά ή συνηθισμένος ριζοσπάστης δάσκαλος σαν αυτούς που συναντούμε πλέον παντού, από το Harvard μέχρι το Πάντειο. Μερικά από τα κείμενά του πετούσαν σπίθες. Ύμνησε άλλωστε την κουκούλα και την αίσθηση της θερμής, συγκρουσιακής κοινότητας. Είδε τον αγώνα ως μια σχεδόν σωματική, πυρετική και υπαρξιακή εμπειρία που δεν είχε πρόβλημα με κάποιες παραβατικές πρακτικές: την απαλλοτρίωση αγαθών ή διάφορες εκδοχές αστικού «σαμποτάζ». Αυτό το γράφω γιατί υπάρχει ο πειρασμός να παρουσιαστεί ο Νέγκρι σαν να είναι άλλος ένας διανοούμενος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που, απλώς, υπήρξε θύμα κάποιας σκευωρίας.

Η φιλοσοφική αποτίμηση των έργων του είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Η κρίση όμως για τις μεγάλες πολιτικές και ηθικές του επιλογές είναι κάτι διαφορετικό. Το βέβαιο είναι πως ο Αντόνιο Νέγκρι που όλοι τον φώναζαν Τόνι υπήρξε μια από τις σύνθετες, εν μέρει σαγηνευτικές και από άλλες πλευρές απαράδεκτες, προσωπικότητες μιας άλλης σκηνής, μιας αντισυμβατικής –θερμής– εμπειρίας. Το ίχνος του ήταν ένας ιδιόμορφος μαρξισμός που μιλούσε μια αναρχική, νιτσεϊκή και σχεδόν εκστατική γλώσσα. Από την άλλη, έγραψε κοπιώδη, λεπτά και ενημερωμένα κείμενα φιλοσοφίας τού δικαίου και κοινωνικής θεωρίας. Κυρίως όμως προϋπάντησε τη δύναμη του πλήθους απέναντι στην Αυτοκρατορία. Υπονόμευσε πολλά από τα είδωλα του παλιού σοσιαλισμού για να γιορτάσει την πολλαπλότητα των επιθυμιών και των σχεδίων ενός κόσμου που ήθελε και ίσως θέλει να «ζήσει τον κομμουνισμό» στο τώρα.

Κάποιοι από τους συντρόφους του τής παλιάς εποχής δεν τού συγχώρησαν που έγινε διάσημος και αποκήρυξε ορισμένα πρόσωπα και ιδέες. Άλλοι, μάλλον περισσότεροι, δεν μπόρεσαν ποτέ να τον αποδεχτούν γιατί συνέχισε να διεκδικεί ανατρεπτικές ιδέες κλείνοντας πάντα το μάτι στις αποκοτιές τού παρελθόντος του (είχε παραδεχτεί τη συμμετοχή του σε ένοπλες ληστείες που ήταν μια από τις πρακτικές τής Αυτονομίας, ιδίως στην αρχική της φάση).

Με μια έννοια, ο Νέγκρι, καθηγητής στην Πάντοβα, ηγετική φυσιογνωμία  επαναστατικών οργανώσεων και στοχαστής των μεταφυσικών θεμελίων τής κυριαρχίας και της ζωής μπόρεσε να συνυφάνει πολλές διαστάσεις τής εποχής του: να πειραματιστεί πολιτικά με τα όρια, να διδάξει και να γράψει, να δημιουργήσει κύματα συμπαράστασης αλλά και μεγάλη εχθρότητα και αντιπάθειες σε φίλους και αντιπάλους.

Υπήρξε, εντέλει, ένα μεγάλο μέγεθος. Και εγγράφεται ασφαλώς στην ιστορία τού ανατρεπτικού στοχασμού ως μια ιδιαίτερη περίπτωση επιμονής και επινοητικότητας, μέσα στις έννοιες της φιλοσοφίας και στις πρακτικές των αγώνων όπως αυτός τους εννοούσε.

 

Πηγή LiFO

 

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Η ανάκτηση της φυσιοφιλοσοφικής και βιοφιλοσοφικής παράδοσης στο έργο του Renaud Barbaras*

 

 

Σε μια σειρά πονημάτων, εκτεινόμενων σε βάθος εικοσαετίας, ο Renaud Barbaras επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην προϊούσα ριζοσπαστικοποίηση της φαινομενολογικής διερώτησης, η οποία, εφόσον ακολουθηθεί με συνέπεια, οδηγεί στη φιλοσοφία τής φύσης. Το παραδοξολογικό χίασμα που φέρνει στο φως η φαινομενολογική αναγωγή ήτοι το πρωταρχικό δεδομένο μιας υπερβατολογικής συστοιχίας μεταξύ συνείδησης και φαινομένου, με το υποκείμενο να συγκροτεί το αντικείμενο και συνάμα να ανήκει στον κόσμο τον οποίο κατόπιν συγκροτείγεννά το ερώτημα για τη γένεση των ίδιων των όρων τής φαινομενολογικής δωρεάς, ήτοι για το «a priori τού a priori» τής εν λόγω υπερβατολογικής συστοιχίας. Δεδομένου ότι εντός μιας φαινομενολογικής οπτικής η ανάδυση της συνείδησης από μια ύλη ή ζωή στερούμενη συνείδησης παραμένει ένα στερούμενο νοήματος ερώτημα, ο Barbaras θα προχωρήσει διαπιστώνοντας το ομοεκτατό τής συνείδησης ως φαινομενοποιούσας δραστηριότητας και της ζωής ως κίνησης. Το πρόβλημα τότε αφορά τον τρόπο με τον οποίο μια συνεχής, αυτοφανερούμενη Ζωή διασπάται ή χωρίζεται προκειμένου να εκδηλωθεί σε και ως πεπερασμένες ενικές οντότητες, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους θα μπορούσε να γίνει λόγος για τούτο το «πρωταρχικό συμβάν» με φιλοσοφικά μεστό τρόπο. Όμως καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω αρχιζωή δεν έχει αφεαυτής τίποτα το προσωπικό ή το ατομικευμένο, ούτε μάλιστα το καθαυτό ανθρώπινο. Ανήκει στον κόσμο ή μάλλον είναι ο κόσμος ως απερίσταλτη και ακατάπαυστη διεργασία κοσμοποίησης. Η ατομική συνείδηση αποτελεί απότοκο του αρχισυμβάντος τής περατότητας, μιας αναίτιας και αθεμελίωτης ρήξης τής ζωής με τον εαυτό της, μιας αενάως συντελούμενης αυτοπεριστολής, η οποία συνιστά μια πραγματική οντολογική εξορία, έναν αναντίστρεπτο χωρισμό από το απόλυτο. Σημειωτέον ότι ο Barbaras δεν εγκαταλείπει το λίκνο τής φαινομενολογίας ούτε απαρνείται την πλούσια παρακαταθήκη της. Μάλλον επιχειρεί να τανύσει την εμβέλεια της εν λόγω παράδοσης ενίοτε κινούμενος στο όριο, δεδομένου ότι η επίμονη επάνοδος στα αφετηριακά ερωτήματά της απολήγει αβίαστα στην κοσμολογία και τη μεταφυσική. Ούτως, με το φιλοσοφικό του εγχείρημα επαναλαμβάνει με εντυπωσιακή πιστότητα ορισμένα μοτίβα συναντώντας, ανυπερθέτως, και τις ενδεχόμενες απορίεςτής μετακαντιανής φυσιοφιλοσοφικής παράδοσης, αναδιατυπώνοντάς την προβληματική της σʼ ένα ιδιόρρυθμο φαινομενολογικό ιδίωμα.

 ----------------------

* Περίληψη εισήγησης στο συνέδριο «Η φαινομενολογική έρευνα στην Ελλάδα σήμερα» που διοργανώθηκε από το Τμήμα Φιλοσοφίας τού ΕΚΠΑ στις 23-25 Νοεμβρίου τού 2023. Μολονότι το περιεχόμενό της μας είναι ελάχιστα κατανοητό, ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την αποστολή της.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Η ηθική μιας εξέγερσης


 

του Νικόλα Σεβαστάκη 

 

Μισός αιώνας πέρασε από τον Νοέμβριο του 1973 και ακόμα διεξάγονται μάχες μέσα στις λέξεις και στα συναισθήματά μας. Πολλοί είναι πια εκείνοι που σπεύδουν στην ξινή απομυθοποίηση έως τον βαθμό της απαξίωσης. Αντλούν από την εκ των υστέρων γνώση διαφόρων εξελίξεων (όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου) για να αποφανθούν είτε για το μάταιο είτε και για το λάθος εκείνης της συλλογικής έγερσης με επίκεντρο τους φοιτητές αλλά και έναν αφανή λαό: μαθητές, εργάτες, μεγαλύτερους και νεότερους που βρέθηκαν στις συγκρούσεις έξω από το κτίριο του Μετσοβίου (το τελευταίο βιβλίο του ακαταπόνητου ερευνητή Λεωνίδα Καλλιβρετάκη για τους αφανείς εκείνων των ημερών επιβεβαιώνει τη σημασία αυτού του πλήθους¹).

Δεν είναι, φυσικά, ασυνήθιστο να κρίνει κανείς μια ιστορική στιγμή (ούτε την ίδια του τη νεότητα) αναλογιζόμενος τις συνέπειες ή με μια εκ των υστέρων πολιτική καχυποψία. Δεν κρίνεται όμως έτσι η Ιστορία και οι πράξεις των ανθρώπων. Δοκιμάζοντας να κρίνει κανείς την εξέγερση του Πολυτεχνείου με κριτήριο ατομικές περιπτώσεις ή το πώς έγινε πιο σκληρή η δικτατορία μετά την εξέγερση δεν έχει νόημα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί κανείς να εξάγει (από την εξέγερση εκείνη) όλες τις χρήσεις και τις καταχρήσεις δεκαετιών που πιστώθηκαν σε ιδέες και συνθήματα. Το ιδεώδες της εξέγερσης είναι η καρδιά κάθε μαχητικού ιδεαλισμού και ριζοσπαστικής φαντασίας. Μιλώντας όμως για το 1973 και τα παιδιά του Νοέμβρη μιλούμε επί συγκεκριμένου. Ήταν μια μοναδική εξεγερσιακή στιγμή, μια αφύπνιση συνειδήσεων και σωμάτων σε καθορισμένο τόπο και χρόνο.

 Όταν, λοιπόν, εξακολουθούμε να συγκινούμαστε από αυτήν τη στιγμή, έχουμε κατά νου κάτι άλλο από «γνωστά πρόσωπα», επαναλαμβανόμενα συνθήματα ή χιλιοπαιγμένες εικόνες. Κάτι άλλο από επεισόδια, τηλεοπτική αναμονή επεισοδίων ή ρητορικές κορόνες. Κακά τα ψέματα, το Πολυτεχνείο υπήρξε η ηθική νοημοσύνη όσων το έπραξαν και το βίωσαν. Ήταν μια υπογραφή, μια συλλογική επιστολή κάποιων ανθρώπων που βρέθηκαν μέσα σε μια ασυνήθιστη πτύχωση της Ιστορίας. Όλα όσα σωρεύτηκαν ως γνώση εκ των υστέρων για τον ανταγωνισμό πολιτικών γραμμών στο φοιτητικό κίνημα, τις οργανωμένες ή αυθόρμητες πράξεις, τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες ηρωισμού κ.λπ. έχουν φυσικά τη σημασία τους. Δεν μας δίνουν όμως πρόσβαση στην αλήθεια εκείνης της στιγμής που ήταν μια εμπειρία συλλογικής ελευθερίας.

Το '73, εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες άνθρωποι, μέσα και έξω, αναμετρήθηκαν με τον φόβο και την οργανωμένη, φονική βία μιας παρακμιακής δικτατορίας. Αποφάσισαν, αθετώντας εν μέρει γραμμές και συχνά παρακούοντας υποδείξεις, να μη γίνουν μέρος μιας πολιτικής διαπραγμάτευσης που θα «εξημέρωνε» τάχα την εικόνα της χούντας και θα διαιώνιζε μια συνθήκη αυταρχικού κράτους με φιλελεύθερες πινελιές κανονικότητας.  

Οι άνθρωποι που συνέπραξαν στο Πολυτεχνείο, με τον έναν ή άλλο βαθμό συμμετοχής και κινδύνου, είχαν μια ορμή για επινόηση νέων κοινοτήτων αγώνα, ερωτικής και πολιτικής δημιουργίας. Και σκέφτομαι πως ίσως είναι αυτό που δεν τους συγχωρείται από κάποιους μεταγενέστερους. Εμείς, λόγου χάρη, της γενιάς του ’80, νιώθαμε πάντα ως βάρος ενοχλητικό την ιστορία του Πολυτεχνείου. Έτσι προέκυψε είτε η μιμητική χορογραφία είτε μια δύσθυμη άρνηση και ωμή δεξιά υποτίμηση. Η νοεμβριανή εξέγερση έγινε ένα αυτοαναφορικό ξέσπασμα για κάποιους που πάντα εξιδανικεύουν τη σύγκρουση και την κατάληψη, εκτός τόπου και χρόνου. Θεωρήθηκε όμως και κάτι αφόρητο και αντιπαθές από εκείνους που γλίστρησαν σταδιακά στη μνησίκακη ενατένιση του παρελθόντος. Οι μεν θέλουν να ζήσουν διαρκώς μια νεότητα της ρήξης. Οι δε απωθούν και αντιστρατεύονται όλο τον παλαιό εαυτό τους, αποξενωμένοι όμως και από αιτήματα και προσδοκίες που έχουν ακόμα νόημα. Έπειτα ήρθε η εύκολη απομυθοποίηση που τρεφόταν από μια μονότονη προοδευτική ηρωολατρεία. Πολλοί είναι πρόθυμοι να μουρμουρίσουν ένα «σιγά το Πολυτεχνείο» ή «αμάν πια με το Πολυτεχνείο». Ωστόσο, αυτή η διάθεση σχετικοποίησης και σμίκρυνσης είναι απλώς αχαριστία. Αχαριστία όχι απέναντι στον έναν ή άλλον επώνυμο/-η εκείνης της γενιάς παρά στην ίδια την ηθική εκείνης της εξέγερσης που πήρε πάνω της την ευθύνη να μιλήσει για έναν λαό (όπου οι απόντες ήταν πάντοτε η μεγάλη πλειονότητα).

Ας το παραδεχτούμε: τον Νοέμβριο του ’73 συνέβη ένα θαύμα συλλογικότητας. Το υλικό της ήταν συναισθήματα και ιδέες, αλλά κυρίως η αποκοτιά και το θάρρος μιας νεότητας. Γι’ αυτό και η κατοπινή θεσμική και επαγγελματική ζωή, τα συμβόλαια ενηλικίωσης και οι στρατηγικές επιβίωσης των ανθρώπων τις δεκαετίες που ακολούθησαν δεν λένε κάτι για την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Όλα αυτά όπως και οι καριέρες και οι χαρακτήρες του τάδε ή του δείνα, όλο αυτό το σχόλιο πάνω στο τι αποδείχτηκε κάποιος ή κάποια στα πενήντα του/της, είναι απλώς η ζωή μετά. Το Πολυτεχνείο υπήρξε όμως μια τομή και ένα ρήγμα απ’ όπου ένας κόσμος μπόρεσε να αισθανθεί θετικά ελεύθερος, ικανός να προσδιορίσει το μέλλον με τις δικές του δυνάμεις. Εφήμερη επινόηση μιας νέας ελευθερίας, αξεδιάλυτα ατομικής και κοινωνικής. Μισό αιώνα αργότερα μπορούμε να ξανασκεφτούμε αυτήν τη στιγμή δίχως αχαριστία και χωρίς τα κουρασμένα λόγια που διανθίζουν τα κομματικά μας διαγγέλματα.

 

[1] Βλ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο - Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973, Θεμέλιο, 2023.

 

Πηγή LiFO