Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

«Οι καπιταλιστές εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις ευκαιρίες της κρίσης»


Συνέντευξη του Ρ. Γουλφ στον Χ. Πολυχρονίου


Ο Richard Wolff, ομότιμος καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Αμχερστ και νυν επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Διεθνών Σχέσεων στο New School στη Νέα Υόρκη (διδάσκει επίσης στο Μπρεχτ Φόρουμ του Μανχάταν), είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης ριζοσπαστικής πολιτικής οικονομίας και από τους πιο δημοφιλείς μαρξιστές αναλυτές. Εχει δημοσιεύσει μια μεγάλη σειρά από βιβλία και άρθρα που αναλύουν τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (ή τον κομμουνισμό) από μια εναλλακτική μαρξιστική προσέγγιση. Είναι επίσης τακτικός αρθρογράφος στο «Truthout» και διαθέτει τη δική του εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή στην πόλη της Νέας Υόρκης. Σπούδασε οικονομικά και ιστορία στα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ (πτυχίο ιστορίας), του Στάνφορντ (μεταπτυχιακό στα οικονομικά) και του Γέιλ (μεταπτυχιακό στην ιστορία και διδακτορικό στα οικονομικά).


* Σε μια επιστημονική εργασία μαζί με τον Stephen Resnick πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια για ένα βιβλίο για τον καπιταλισμό και το μαρξισμό που επιμελήθηκα, επισημάνατε ότι υπήρχε μια εποχή που θεωρείτο πως οι κοινωνίες μπορεί να ακολουθήσουν «μία από δύο αλληλοαποκλειόμενες μορφές [κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης]. Η πρώτη μορφή, ο καπιταλισμός, ορίζεται συνήθως με βάση τρία βασικά στοιχεία: τις αγορές (που καθορίζουν τις τιμές και τους μισθούς), την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης) και, ως εκ τούτου, τη μισθωτή εργασία. Ο δεύτερος, ο κομμουνισμός (ή ο σοσιαλισμός), ορίζεται γενικά ως η απουσία των ίδιων τριών στοιχείων». Από τότε, παραμένετε ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας ότι δεν είναι αυτές οι μεταβλητές που ξεχωρίζουν τον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

- Στην ανάλυσή μου, οι επιθετικοί προσδιορισμοί «καπιταλιστική» και «σοσιαλιστική» αναφέρονται σε ταξικές διαδικασίες. Οι ταξικές διαδικασίες είναι διαφορετικές από τις διαδικασίες που περιλαμβάνουν την κατοχή ιδιοκτησίας, αλλά και από τις διαδικασίες των αγοραίων ανταλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής μεταξύ μισθών και εργασιακής δύναμης. Οι ταξικές διαδικασίες ορίζονται επακριβώς ως η παραγωγή, η λήψη και η διανομή της πλεονάζουσας εργασίας. Αυτές είναι οι διαδικασίες που συγκροτούν μια ταξική δομή.

Ετσι, η προσέγγισή μου διαφέρει από τις παραδοσιακές συζητήσεις για τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, εστιάζοντας την προσοχή σε μια διαφορετική μεταβλητή όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Στην προσέγγισή μου, ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός αναφέρονται στο ζήτημα της ταξικής δομής, τη συγκεκριμένη μορφή των διαδικασιών παραγωγής, λήψης και διανομής της πλεονάζουσας εργασίας. Κάτω από το συγκεκριμένο ορισμό, οι ταξικές διαδικασίες είναι διαδραστικές και αλληλοεξαρτώμενες, αλλά και τελείως διαφορετικές από μη ταξικές διαδικασίες όπως η ιδιοκτησία (ιδιωτική, συλλογική ή κρατική), η διανομή (αγορές, κεντρικά κατευθυνόμενη διανομή, εθιμικές πρακτικές διανομής) και η ισχύς (κατανομή της εξουσίας μεταξύ ατόμων, επίπεδα διακυβέρνησης, κ.ο.κ.).

Καπιταλισμός

* Εάν δεν είναι η μισθωτή εργασία, οι αγορές και η ιδιωτική ιδιοκτησία που καθορίζουν τις καπιταλιστικές ταξικές διαδικασίες, τι ακριβώς είναι ο καπιταλισμός;

- Κρίσιμο για την επιχειρηματολογία μου σχετικά με τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα είναι ότι δεν υπάρχει αναγκαία ή μηχανική σύνδεση μεταξύ οποιουδήποτε από αυτούς τους παράγοντες και της παρουσίας μιας συγκεκριμένης μορφής ταξικής διαδικασίας. Δεν είναι η μισθωτή εργασία, οι αγορές, η ιδιωτική ιδιοκτησία, η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η διαθεσιμότητα φυσικών πόρων ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας ή υποσύνολο παραγόντων που αποτελούν τους καθοριστικούς παράγοντες των καπιταλιστικών, ας πούμε, ταξικών διαδικασιών. Αντιθέτως, είναι το σύνολο των συνθηκών, το σύνολο όλων των παραγόντων που αλληλεπιδρούν και, ως εκ τούτου, δημιουργούν την ιδιαίτερη μορφή των ταξικών διαδικασιών.

Επομένως, ο καπιταλισμός είναι η συγκεκριμένη ταξική διαδικασία, δηλαδή η οργάνωση του πλεονάσματος, στην οποία αυτοί που παράγουν το πλεόνασμα είναι διαφορετικοί άνθρωποι από εκείνους που ιδιοποιούνται και στη συνέχεια διανέμουν κοινωνικά αυτό το πλεόνασμα, με στόχο την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών ταξικών διαδικασιών. Με τον τρόπο αυτό, ο καπιταλισμός είναι όπως ο φεουδαλισμός και η δουλεία. Αυτό που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το φεουδαλισμό και τη δουλεία είναι η σχέση μεταξύ των παραγωγών του πλεονάσματος και των σφετεριστών.

Στον καπιταλισμό, υπάρχει συμβατική σχέση (σε αντίθεση με την ιδιοκτησία, όπως στη δουλεία, ή την προσωπική σχέση της δουλοπαροικίας, όπως στον φεουδαλισμό) μεταξύ του παραγωγού του πλεονάσματος και του σφετεριστή μέσω του συστήματος των μισθών. Αλλά για να ωθήσω το επιχείρημα σε μια ακραία λογική, εάν οι καπιταλιστικές ταξικές διαδικασίες μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια κοινωνία χωρίς μισθωτή εργασία, χωρίς αγορές και χωρίς ατομική ιδιοκτησία, θα μπορούσε αυτή η κοινωνία να εξακολουθεί να ονομάζεται καπιταλιστική;

Η απάντηση που προκύπτει με βάση τον ορισμό που θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει τη μαρξιστική ταξική προσέγγιση είναι «ναι», αν μπορούμε να αποδείξουμε ότι όλοι οι άλλοι κοινωνικοί παράγοντες (εκτός από τη μισθωτή εργασία, τις αγορές και την ιδιωτική ιδιοκτησία) που επηρεάζουν την ιδιαίτερη οργάνωση της παραγωγής, της λήψης και της διανομής της πλεονάζουσας εργασίας έχουν μια υπερπροσδιορισμένη καπιταλιστική μορφή.

* Αυτό συνεπάγεται, επομένως, ότι το ποιος κυριαρχεί στο κράτος, την οικονομία και την κοινωνία, που ήταν η θέση διαφόρων σοσιαλιστών και κομμουνιστών, από τον Λένιν έως τον Οσκαρ Λάνγκε και τον Πολ Σουίζι, δεν είναι αυτό που διαφοροποιεί τον καπιταλισμό από το σοσιαλισμό.

- Ακριβώς. Αυτό που διαφοροποιεί ένα σύστημα είναι, όπως έδειξε ο Μαρξ, ο τρόπος που «αντλείται το πλεόνασμα από τους παραγωγούς». Αν συλλογικά οι ίδιοι οι παραγωγοί του πλεονάσματος (i) καθορίζουν το μέγεθος του πλεονάσματος που παράγουν (ii) το ιδιοποιούνται και (iii) το διανέμουν κοινωνικά, τότε έχετε σοσιαλισμό ή κομμουνισμό. Κάτω από τον καπιταλισμό, οι παραγωγοί του πλεονάσματος αποκλείονται από τον καθορισμό της ιδιοποίησης ή της κατανομής της υπεραξίας.

Σοβιετικό σύστημα

* Από τη σκοπιά της μαρξιστικής ταξικής ανάλυσης ποια ήταν η φύση της σοβιετικής οικονομίας και κοινωνίας;

- Νομίζω είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι το σύστημα στην ΕΣΣΔ δεν ήταν δομημένο έτσι ώστε να μπορούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να ιδιοποιούνται και να διανέμουν τα πλεονάσματά τους. Ως εκ τούτου, το σοβιετικό σύστημα δεν αποτελείωσε τον καπιταλισμό· άλλαξε τη μορφή του. Αντί του ιδιωτικού καπιταλισμού (σφετεριστές επιλεγμένοι από μετόχους και χωρίς κρατικές θέσεις), θεσμοποίησαν τον κρατικό καπιταλισμό (κρατικοί αξιωματούχοι που λειτουργούσαν ως σφετεριστές του πλεονάσματος). Ο Λένιν το αναγνώρισε αυτό το γεγονός, ελπίζοντας ότι ο κρατικός καπιταλισμός θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα βήμα στο δρόμο προς το σοσιαλισμό. Εκτός από ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις αγροτικές κολεκτίβες τη δεκαετία του 1930 και του 1940, η σοσιαλιστική ή κομμουνιστική ταξική δομή δεν ήταν διαδεδομένη στην ιστορία της ΕΣΣΔ.

* Πώς το εξηγείτε;

- Υπάρχει ένα σημαντικό θέμα στο έργο του Μαρξ που χρησιμοποιεί ένα προσεκτικό προσδιορισμό αυτού που αποκαλεί αναγκαία και πλεονάζουσα εργασία για τη διαφοροποίηση μεταξύ των οικονομικών συστημάτων.

Εν συντομία, το θέμα αυτό υποστηρίζει ότι σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ορισμένα μέλη εργάζονται για να μετατρέψουν τη φύση σε αντικείμενα των ανθρώπινων αναγκών και της επιθυμίας. Τα μέλη αυτά εκτελούν αναγκαία εργασία, την ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για να εξασφαλιστεί το βιοτικό επίπεδο που επιθυμούν. Ομως συνεισφέρουν επιπλέον δουλειά πέρα από αυτό. Αυτή η πρόσθετη ποσότητα της εργασίας είναι αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί η πλεονάζουσα εργασιακή δύναμή τους.

Με τον ορισμό του Μαρξ για την πλεονάζουσα εργασιακή δύναμη, η εκμετάλλευση (που ορίζεται ως οποιαδήποτε κατάσταση κατά την οποία οι παραγωγοί του πλεονάσματος είναι διαφορετικοί άνθρωποι από τους σφετεριστές του) δεν λαμβάνει χώρα μόνο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Μπορεί να εμφανιστεί σε άλλα συστήματα, όπως η δουλεία και ο φεουδαλισμός, τα οποία εν συντομία ανέφερε ο Μαρξ. Αλλά εμφανίστηκε και στη Σοβιετική Ενωση για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν σε σχέση με την ιδιοποίηση και τη διανομή της πλεονάζουσας εργασίας. Το επιχείρημα αυτό αναπτύσσεται πλήρως στο βιβλίο Stephen Resnick και Richard Wolff, «Ταξική θεωρία και ιστορία: Ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ» (New York, Routledge, 2002).

* Ο σοσιαλισμός και η άμεση συμμετοχική δημοκρατία φαίνεται να είναι αλληλένδετα στοιχεία στις αναλύσεις σας για το μέλλον της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων. Κάποιοι επικριτές θα μπορούσαν να επισημάνουν ότι αυτή η άποψη ενέχει τον υπαινιγμό ότι οι άνθρωποι είναι απόλυτα ικανοί να παραμερίσουν την εγωιστική τους φύση, που είναι σαν να λέμε ότι το μέλλον του σοσιαλισμού εξαρτάται από ένα «νέο άνθρωπο».

- Η συντομότερη απάντηση είναι ότι η «φύση» των ανθρώπων είναι κοινωνικά προσδιορισμένη, μια εξελισσόμενη ποιότητα. Ο καπιταλισμός εγκλωβίζει τους ανθρώπους σε διάφορες μορφές συμπεριφοράς (στην πραγματικότητα, τους κάνει ηλίθιους), οι οποίες μορφοποιούνται και καθορίζονται από τις απαιτήσεις που τους θέτουν τα βασικά στοιχεία ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Η εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης στην παρούσα φάση είναι αυτό που παράγει αυξανόμενες απαιτήσεις για κοινωνική αλλαγή πέρα από τον καπιταλισμό. Η αλλαγή προς το σοσιαλισμό θα συμβάλει περαιτέρω στην ανάπτυξη του ανθρώπου και της «φύσης» του.

Η κρίση

* Πολλοί στην Αριστερά διατείνονται ότι η κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο αναπτυγμένος καπιταλισμός είναι απειλητική για τη ζωή του συστήματος. Ωστόσο, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, των τραπεζών και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ενώ το βιοτικό επίπεδο για τους περισσότερους μέσους εργαζομένους συρρικνώνεται και κυριαρχεί η μάστιγα της μακροχρόνιας ανεργίας. Τι είδους καπιταλιστική κρίση είναι αυτή;

- Ο καπιταλισμός πάντα προσπαθεί να μετατρέψει τις εσωτερικές αντιφάσεις του και τις περιοδικές κρίσεις προς όφελός του. Να μετατρέψει, όπως έλεγε ο Μάο, τα κακά πράγματα σε καλά πράγματα. Η τρέχουσα κρίση (2007-σήμερα) έχει προσφέρει στους καπιταλιστές ευκαιρίες που τις εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι χρηματοοικονομικές και άλλες μεγάλες εταιρείες έσπευσαν να κινητοποιήσουν την κυβέρνηση, προκειμένου να τους προσφερθεί κρατική χρηματική βοήθεια για να αποφύγουν την κατάρρευση.

Είναι σαφές σε όλους ότι η προσφυγή των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων σε κρατική στήριξη διακωμωδεί την όλη επιχειρηματολογία της προηγούμενης εποχής περί αποτελεσματικού ιδιωτικού τομέα και άχρηστου δημόσιου τομέα. Κανένα πολιτικό αδιέξοδο (που πάντα εμφανίζεται όταν αφορά κοινωνικά προγράμματα και βοήθεια προς τους φτωχούς και την εργατική τάξη) δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να αντιδράσει ταχύτατα και σχεδόν ομόφωνα στη διοχέτευση τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε δάνεια, εγγυήσεις, επενδύσεις, και άλλες μορφές τονωτικών δαπανών προς τις μεγάλες χρηματοοικονομικές/χρηματοπιστωτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις.

Εν τω μεταξύ, το σύστημα έχει σταματήσει να εκπληρώνει τις υποσχέσεις του. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι καταδικασμένοι από την επανειλημμένη καταστροφή των θέσεων εργασίας, των εργασιακών προνομίων και στην ασφάλεια της εργασίας. Πολλοί επίσης βρίσκονται αντιμέτωποι με την κατάσχεση των σπιτιών τους και ζοφερές προοπτικές απασχόλησης για τα ίδια τα παιδιά τους.

Το προσωπικό, οικογενειακό και οικονομικό κόστος της αποτυχίας στην αντιμετώπιση των καπιταλιστικών κρίσεων είναι συγκλονιστικό. Το καπιταλιστικό σύστημα μας στερεί το σύνολο της παραγωγής και του πλούτου που θα μπορούσε να παραχθεί αν οι άνθρωποι που στερούνται θέσεις εργασίας συνδυάζονταν με τα μέσα παραγωγής που είναι αδρανή και αναξιοποίητα.

* * * *

«Τα κοινωνικά κινήματα δεν έχουν εξελιχθεί ακόμη σε πολιτικές οργανώσεις»

Το όλο εγχείρημα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα εναλλακτικά μοντέλα

* Και όμως, τι κάνει η Αριστερά;

- Αν και η καπιταλιστική κρίση προσφέρει επίσης, με διαλεκτικό τρόπο, ευκαιρίες στους αντικαπιταλιστές, εν τούτοις εκείνοι μόλις έχουν αρχίσει να τις εκμεταλλεύονται. Πολλοί από τους σημερινούς ριζοσπάστες έχουν αποφύγει σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα, τις έννοιες και την εικόνα που σχετίζονται με τις προηγούμενες μορφές αντικαπιταλισμού: τον παραδοσιακό σοσιαλισμό, την ΕΣΣΔ, την Κίνα και τις περιθωριοποιημένες, συχνά σεκταριστικές ομάδες που εξακολουθούν να ταυτίζονται με τις εν λόγω μορφές. Διάφορα είδη αναρχισμού και ανορθόδοξου μαρξισμού (παλαιά και νέα) έχουν έρθει στην επιφάνεια και έχουν βρει συνοδοιπόρους στην Αριστερά. Αυτά τα ποικίλα κοινωνικά κινήματα έχουν διαμορφώσει κριτικές αναλύσεις για την κρίση που βρίσκεται στις ρίζες του καπιταλισμού, αλλά δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί ή συγχωνευθεί σε πολιτικές, μόνιμες και αυτοσυνειδητοποιούμενες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις.

* Ενδεικτικά παραδείγματα από το σημερινό κόσμο που θα λέγατε ότι δείχνουν το μέλλον του σοσιαλισμού;

- Σε πάρα πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, αναπτύσσονται γρήγορα αντικαπιταλιστικές κοινωνικές συνειδήσεις και αντικαπιταλιστικές συνιστώσες κοινωνικής διαμαρτυρίας. Αυτή η απόκτηση συνείδησης είναι πολύ σημαντική ασχέτως του γεγονότος ότι σε πολλές χώρες δεν συνοδεύεται ακόμη από πιο αναπτυγμένες μορφές οργάνωσης. Βλέπεις ότι ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο καπιταλισμός ήταν γενικά αποδεκτός χωρίς κριτική, το επίπεδο της αντικαπιταλιστικής κριτικής είναι μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη φορά από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης του ΄30.

Κινήματα που στοχεύουν στο να αντικαταστήσουν την καπιταλιστική οργάνωση του πλεονάσματος με συλλογικές (σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές) μορφές του πλεονάσματος αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο. Εως τώρα, αυτά τα κινήματα παραμένουν σκόρπια και μικρά (με εξαίρεση το Μοντραγκόν στην Ισπανία), αλλά η ανάπτυξή τους και η αυξανόμενη έμφαση που δίνουν στους εργατικούς συνεταιρισμούς αποτελούν άλλη μία έκφραση της αυξανόμενης αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Οσον αφορά το Μοντραγκόν, είναι το μεγαλύτερο και ίσως το πιο επιτυχημένο παράδειγμα αυτοδιοικούμενων επιχειρήσεων στον κόσμο.

Η Συνεταιριστική Επιχείρηση του Μοντραγκόν ξεκίνησε το 1956 με έξι εργάτες, που οργανώθηκαν γύρω από ένα συνεταιρισμό εμπνευσμένοι από τις ιδέες και την πρωτοβουλία ενός Ισπανού ιερέα, και σήμερα απασχολεί πάνω από 100.000 εργαζομένους. Είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση στο βασκικό τμήμα της Ισπανίας και η δέκατη μεγαλύτερη επιχείρηση σε όλη την Ισπανία. Διαθέτει εκτεταμένα εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης, δημιουργώντας νέους τρόπους για την παραγωγή νέων προϊόντων, και έχει το δικό της πανεπιστήμιο για να εκπαιδεύει τους εργαζομένους της και όσους άλλους ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση και τη λειτουργία δημοκρατικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Το όλο εγχείρημα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα εναλλακτικά μοντέλα στα οικονομικά και την πολιτική του καπιταλισμού. 

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Red NoteBook

Κομμουνισμός. Γιατί όχι; Ή τι άλλο;


του Χρήστου Λάσκου


«Το να κρίνουμε τον σοσιαλισμό βάσει των αποτελεσμάτων του εντός των ορίων μιας απελπιστικά απομονωμένης χώρας ισοδυναμεί με το να βγάζουμε συμπεράσματα για την ανθρώπινη φυλή βάσει κάποιας μελέτης επάνω σε ψυχοπαθείς στο Καλαμαζού».
T. Eagleton


Κινούμαστε, πλέον, στον 7ο χρόνο από το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Κι όσο κι αν το σύστημα απέτρεψε την κατάρρευση επιλέγοντας να προβεί στη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην ιστορία του καπιταλισμού, φροντίζοντας να ρίξει δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια για την προστασία του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα θεμελιώδη προβλήματα παραμένουν ανεπίλυτα.

Η απομόχλευση προχωράει με ρυθμούς χελώνας, το ιδιωτικό χρέος παραμένει πρωτοφανές ιστορικά, το δημόσιο, με όλη τη δολοφονική λιτότητα, ελάχιστα συμπιέζεται.

Η κάμψη της παραγωγής έχει αγγίξει έντονα και τα αναδυόμενα «θαύματα», η μεγέθυνση αγκομαχάει. Η συσσώρευση υστερεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε οποιαδήποτε ανάκαμψη βασισμένη σε επενδύσεις να αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός.

Πράγματα λογικά κι αναμενόμενα, βέβαια, στο μέτρο που τα ποσοστά κέρδους δεν ανακάμπτουν στο δέοντα, για τους κατόχους κεφαλαίου, βαθμό, παρόλο που οι ασκούμενες πολιτικές έχουν επιτύχει μια εκτίναξη της μάζας του κέρδους οφειλόμενη σε μια απίστευτη αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου σε βάρος του κόσμου της εργασίας.

Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα συνεχίσει να κινείται σε μια παρόμοια τροχιά έως ότου αναληφθεί η καταστροφή του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου στην έκταση που απαιτείται.

Γι΄ αυτό και όλο και περισσότερο συνειδητοποιείται -ακόμη και από τα συστημικά θινκ τανκς- πως ένα νέο επεισόδιο, μεγαλύτερο κι απ’ αυτό του 2008, είναι αναπόφευκτο τα επόμενα χρόνια. Ομολογείται, δηλαδή, πως δεν υπάρχει «ομαλή» λύση επαναφοράς στη προηγούμενη της κρίσης συνθήκη και αρχίζει να λέγεται πως, όπως και με την κρίση του μεσοπολέμου, «τίποτε δεν αποκλείεται». Δεν είναι τυχαίο, έτσι, πως ο Βάλτερ Μίνχαου των Financial Times προϋπαντεί το 2014 βρίσκοντάς του ισχυρές αναλογίες με το 1914 του Μεγάλου Πολέμου.

Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο ανανήψας θατσερικός Τζον Γκρέυ: «Οι μεσαίες τάξεις ανακαλύπτουν εκ νέου τις συνθήκες υπό τις οποίες υπέφερε το προλεταριάτο του δέκατου ένατου αιώνα, δηλαδή την οικονομική ανασφάλεια χωρίς περιουσιακά στοιχεία». Ορθή διαπίστωση, που σημαίνει πως, ακόμη και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού προλεταριοποιείται με ρυθμούς ραγδαίους, ενώ, την ίδια στιγμή, αποστερείται όλα εκείνα τα δημόσια αγαθά, που, ως επιστέγασμα μεγάλων, αιματηρών και μακροχρόνιων αγώνων, άλλαξαν τόσο τη ζωή των ανθρώπων μετά το 1945.

Να, λοιπόν, που, μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκεί που προσπαθούσαν να μας πείσουν επί δεκαετίες πως ο μαρξισμός «έχει ξεπεραστεί», ξεπερασμένος, από την άποψη των άμεσων συμφερόντων και αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού, φαίνεται να είναι ο καπιταλισμός. Αλλά και με γνώμονα τα δικά του μέτρα, η αδυναμία του να συνεχίσει τη συσσώρευση χωρίς την πρόκληση τεράστιων καταστροφών δείχνει ότι η μαρξική διατύπωση πως όριο του κεφαλαίου είναι το ίδιο το κεφάλαιο βρίσκει σήμερα τη πιο ηχηρή της επιβεβαίωση. Σε συνδυασμό με την οικολογική διακινδύνευση, που αδυνατεί να διαχειριστεί με στοιχειωδώς ασφαλή τρόπο και την τρομερή εξαθλίωση, που προκαλεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αλλά και μέσα ακόμη στους «θύλακες ευημερίας», νομίζω πως το ζήτημα της ευθανασίας του επανατίθεται από τα πράγματα.

Που σημαίνει πως η επικαιρότητα του επαναστατικού προτάγματος επανέρχεται δριμέως. Που σημαίνει, δηλαδή, πως η επαναφορά του Μαρξ, ως αποδεκτού οικονομολόγου ακόμη κι από τον Εκόνομιστ δεν είναι παρά μια προσπάθεια να ξεχαστεί πως ο Μαρξ δεν ήταν οικονομολόγος, ούτε επιστήμων (sic) γενικώς. Να τινάξει το καπιταλιστικό σύμπαν στον αέρα ήταν ο στόχος του. Άρα, αν ο μαρξισμός ξαναγίνεται επίκαιρος, τότε η «ανατίναξη» είναι ακόμη πιο επίκαιρη.

Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να μιλήσουμε ξανά για τον κομμουνισμό. Να ξαναθέσουμε το αίτημα της αταξικής κοινωνίας ως γέννημα της πραγματικής τωρινής κίνησης, που αντιστέκεται, καταργεί και δημιουργεί. Να αντικρύσουμε εκ νέου το φάντασμα να «πλανιέται πάνω από την Ευρώπη», πάνω από τον κόσμο.

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο εκκινούσε με το φάντασμα ανταποκρινόμενο πολιτισμικά στη γκόθικ ατμόσφαιρα της εποχής του, αλλά και γιατί κάτι πραγματικά στοίχειωνε τον ύπνο των αφεντικών. Οι επικίνδυνες τάξεις στριφογύριζαν, βρίσκονταν σε κίνηση ακόμη κι όταν δεν το έβλεπε κανείς. Ενώ τα χτυπήματα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στα εθιμικά δικαιώματα των φτωχών ήταν διαρκή και εξαιρετικά αποτελεσματικά, ισοπεδώνοντας όρους ζωής, που κρατούσαν αιώνες στην Ευρώπη, φτιάχνοντας τους απόλυτα αποστερημένους άμεσους παραγωγούς χωρίς τους οποίους το κεφάλαιο το ίδιο δεν υπάρχει, ταυτόχρονα δημιουργούσαν το κίνημα που άλλαζε τον κόσμο διαρκώς.

Σήμερα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις, υλικές, γνωστικές και επικοινωνιακές, ώστε μια ποιοτικά πλούσια εξισωτική κοινωνία να είναι δυνατή. Μια κοινωνία, με διανεμητική αρχή «ο καθένας ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», είναι σε σημαντικό βαθμό εφικτή.

Και το γεγονός πως ο κομμουνισμός είναι μια λέξη που μαγαρίστηκε ιστορικά δεν αποτελεί λόγο αποσιώπησης. Το ίδιο συνέβη με όλες τις ευγενικές εκφράσεις των ανθρώπινων συλλογικών ονείρων. Δεν πρόκειται για μοίρα που του ανήκει αποκλειστικά ή κατεξοχήν.

Επιπλέον, τώρα ξέρουμε ξανά –και από εμπειρία αυτή τη φορά– τι είναι και τι δεν είναι.

Δεν είναι μια κοινωνική θέσμιση στρατοπεδικής εξίσωσης προς τα κάτω, αλλά εκείνη η κοινωνία, όπου «η απελευθέρωση του καθενός είναι όρος για την απελευθέρωση όλων». Προσοχή: πρώτα ο καθένας μετά οι όλοι.

Το γεγονός δε πως η απελευθέρωση δεν μπορεί ποτέ να επιτελεστεί ως κατά μόνας ηδονή δεν σημαίνει πως προσβλέπει πρωταρχικά στο κράτος.

Ο κομμουνισμός δεν είναι γενικευμένος κρατισμός, αλλά καθολική συνεργασία των ανθρώπων, η κοινωνία των «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών». Γι’ αυτό και ο Μαρξ αν, έξαλλος, αποκήρυξε μετά βδελυγμίας κάτι στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, αυτό είναι η ακραία κρατιστική απόκλιση αυτού του πρώτου σοσιαλιστικού προγράμματος.

Αυτής της θέσμισης είναι η ώρα σήμερα περισσότερο από ποτέ. Ας αρχίσουμε να το λέμε περισσότερο. Γιατί για τρέχουσα πολιτική πρόκειται, για άμεση απάντηση πριν η αμαξοστοιχία εκτροχιαστεί. Γιατί, επιπλέον, από σήμερα χτίζεται δεν παραπέμπεται στο μακρινό μέλλον. Ή αλλάζει από τώρα τον κόσμο ή δεν θα τον αλλάξει ποτέ.

* * *

Η επανάκαμψη του Μαρξ αυτή την επιτακτική επικαιρότητα του κομμουνισμού υποσημειώνει. Και, μαζί, αντανακλά την ένοχη συνείδηση του κεφαλαίου.

Του κεφαλαίου, που, όπως έγραψε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ ενώ «δεν ήταν παρά ένας αρχάριος κακοποιός την εποχή που ο Μαρξ σχεδίαζε το πορτρέτο του, σήμερα έχει γίνει ένας δολοφόνος κατά συρροή που ρημάζει ολόκληρο τον πλανήτη».

Οι μέρες οι καλές, η «χρυσή μεταπολεμική εποχή» δεν θα ξανάρθει. Δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική εκτός από τον αντικαπιταλισμό, ακόμη κι αν έχουμε πολύ μετριοπαθείς προσδοκίες για την ανθρώπινη ζωή. Γι’ αυτό, λοιπόν, κομμουνισμός.

Πηγή alterthess και δυο σχόλια από Red Notebook

Σχόλιο από: Leftrip

Ο αρθρογράφος παρουσιάζει ορθά την διαδικασία προλεταριοποίησης της μεσαίας τάξης στις Δυτικές κοινωνίες μέσω των προγραμμάτων λιτότητας και της μείωσης του κοινωνικού κράτους. Παρόλαυτα, δεν περιλαμβάνει στην ανάλυση τις αντίστροφες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, πολλές από αυτές είναι ιδιαίτερα πολυπληθής και με σημαντικό γεωστρατηγικό ρόλο. Ο Δυτικός καπιταλισμός προ 50 ετών εκπροσωπούσε το 1/6 της γης πλυθησμιακά, ενώ σήμερα μιλάμε για τα 4/6, τουλάχιστον. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μία τεράστια συμπίεση στο σύστημα, και ειδικά στις μεσαίες τάξεις των παραδοσιακών χωρών. Αν προσθέσει κανείς και την δύναμη των πολυεθνικών, παράλληλα με την υποχώρηση της πολιτικής έναντι του κεφαλαίου, το μείγμα παρουσιάζεται εκρηκτικό. Θέλουν και άλλοι να γευτούν την ευημερία που ζήσαμε, και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν.

Σχόλιο από: aftercrisis

Η μηχανή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, φαίνεται να έχει σήμερα σοβαρότατα προβλήματα «απόδοσης» στην παλιά Δύση (ΗΠΑ + Ευρώπη). Αντίθετα, στην Κίνα (και σε άλλα BRICS) ο δυναμισμός της, προς το παρόν, εμφανίζει ασταμάτητη ανοδική τάση. 

Ωστόσο, για τη μεσο-μακροπρόθεσμη διάρκεια (σε κλίμακα 30 - 50 ετών), οι παρατηρήσεις του I. Wallerstein - και άλλων - για το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα φαίνονται εύλογες. Η πτώση της συσσωρευτικής ζήτησης και η τάση του ποσοστού του κερδους στη Δύση λόγω υπερσυγκέντρωσης του πλούτου, η σχετική σπάνη στις πρώτες ύλες, η κλιματική αλλαγή, είναι οι 3 ισχυροι αντίρροποι άνεμοι.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Αστικό κράτος και "κυβέρνηση της αριστεράς": δύο κείμενα από το Red NoteBook


2014: Χρόνος της Αριστεράς 

του Χρήστου Λάσκου


Είναι περισσότερο από πιθανό πως το 2014 θα σημάνει την αναμενόμενη πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς τους επόμενους μήνες συνιστά μια πολύ αληθοφανή δυνατότητα.

Μετά από τέσσερα χρόνια άγριων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες στην πραγματική τους στόχευση, που δεν ήταν άλλη από το φόρτωμα της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους και τους φτωχούς, η ελληνική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν, φαίνεται πως θα αναλάβει να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων και από κυβερνητικές θέσεις.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή η πολιτική αλλαγή θα επέλθει δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Η συντελεσμένη οικονομική και κοινωνική καταστροφή κάνει τα πράγματα ασφυκτικά. Ο διεθνής συσχετισμός, από την άλλη, οφθαλμοφανώς ευνοεί τον αντίπαλο. Δεδομένου, μάλιστα, αυτού που διακυβεύεται η αντίδραση θα είναι λυσσαλέα.

Με άλλα λόγια, η προβλεπόμενη πορεία δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Πράγμα που σημαίνει πως αυτό στο οποίο καλούμε τον κόσμο να εμπλακεί πολύ απέχει από την λίγο ως πολύ ομαλή πορεία εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου (;) προγράμματος.

Πρέπει να το λέμε, συνεχώς. Κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Χωρίς μεγάλα περιθώρια τόσο στις επιλογές όσο και στους ρυθμούς.

Το καλό νέο είναι πως η σύγκρουση συνιστά μονόδρομο –να μια χρήση της λέξης, που έχει πραγματική σημασία. Θέλω να πω, αν δεν υπάρξει σύντομα ανάσχεση και αναστροφή της μνημονιακής πορείας δεν είναι απίθανη ακόμη και η ολοσχερής κατάρρευση. Πράγμα που είμαστε υποχρεωμένοι να εμποδίσουμε. Η ολοσχερής κατάρρευση, όνειρο μόνο μηδενιστών σε παράκρουση, προδιαγράφει ένα μέλλον αναντίστρεπτης, μάλλον, βαρβαρότητας.

Με όρους Μπένγιαμιν, η πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα είναι αναγκαία ακριβώς για να βάλει φρένο στην καταστροφή. Να δώσει τη δυνατότητα στους «μικρούς ανθρώπους» να ανασάνουν μετά από πολύ καιρό, να πιστέψουν πως μια ζωή με αξιοπρέπεια είναι διεκδικήσιμη ξανά. Κι έτσι να δημιουργήσει τους όρους ενός αληθινά ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.


Όπως ήδη ειπώθηκε, οι συνθήκες είναι εξαιρετικά προβληματικές. Με μια οικονομία στο χείλος της διάλυσης και με τα αφεντικά έτοιμα να μας πνίξουν. Με τον κόσμο της εργασίας σε μια κατάσταση βουβής αναμονής και την κοινωνική κινητοποίηση σε, προσωρινή έστω, αναστολή. Και, κυρίως, με το αντικειμενικό δεδομένο πως οι συνθήκες ακραίας βιοτικής ανασφάλειας εκτρέφουν πρωταρχικά φόβο, ατομικισμό, κτητικότητα και θανάσιμο ανταγωνισμό σε έναν πληθυσμό που ιδεολογικά ακόμη είναι, από πολλές απόψεις, στην «άλλη πλευρά».


Τι απαιτείται για να τα καταφέρουμε; Αποφασιστικότητα, ανυποχώρητο φρόνημα πως το δίκιο είναι μαζί μας και ξεκάθαρες στοχεύσεις. Όχι πολλά, αλλά σαφή πράγματα.

Στην πραγματικότητα, αυτά που ήδη λέμε. Άμεσο σταμάτημα της δολοφονικής λιτότητας, επαναφορά του εργατικού δικαίου και των εργασιακών σχέσεων στη προμνημονιακή κατάσταση, διασφάλιση της καθολικής και χωρίς όρους πρόσβασης όλων στα δημόσια αγαθά του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, της υγείας, εξασφάλιση ενός βασικού εισοδήματος για όλον τον πληθυσμό. Και, μαζί, εκκίνηση μιας διαδικασίας ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων και κατηγοριών και μιας προσπάθειας παραγωγικού μετασχηματισμού με δημόσιες επενδύσεις και μεγάλη ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας -και πρώτη μέριμνα τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ασφάλειας και μια διάθεση, επομένως, μεγαλύτερης εμπλοκής του κρίσιμου αριθμού ανθρώπων στους αγώνες. Αντί να θέτουμε τα ζήτημα της ανάγκης για αντιμετώπιση της «ανάθεσης» με διακηρυκτικούς όρους έκκλησης θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η διαλεκτική ανάθεσης και συμμετοχής, προσμονής και εγρήγορσης είναι εξαιρετικά σύνθετη και αστάθμητη. Αν κάτι, όμως, είναι βέβαιο αυτό είναι πως η σαφήνεια και η εμφανής μεροληπτικότητα των πολιτικών πρωτοβουλιών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.

* * *

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Που σημαίνει πως η Αριστερά εμφανίζεται ως λύση όταν τα προβλήματα γίνονται εξαιρετικά δύσκολα.

Εδώ βρισκόμαστε. Τίποτε δεν θα είναι εύκολο. Και τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο –ας λέει ό,τι θέλει το ΚΚΕ. Ο φόβος που επέδειξε το διεθνές σύστημα στην περίοδο των εκλογών του 2012 είναι ένας δείκτης αυτού του απροσδιόριστου, με την θετική έννοια, χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Η μακροχρόνια υποχώρηση της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια βαθειά απογοήτευση σχετικά με τη δυνατότητα αλλαγής του συστήματος, σε μια αποπνικτική, καταθλιπτική, αίσθηση πολιτικής ανικανότητας. Η ανάκαμψή της, έτσι ώστε να αναλάβει το μεγάλο έργο του απαραίτητου και απολύτως επίκαιρου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, θα κριθεί κατεξοχήν από την επιτυχία της να ανταποκριθεί στα πρώτα βήματα, μερικά από τα οποία επισήμανα παραπάνω.

Γιατί ο περίφημος συσχετισμός δυνάμεων, εγχώριος και διεθνής, δεν υπάρχει στατικά και αναλλοίωτα, αλλά παράγεται συνεχώς. Από αυτά που κάνουμε και από αυτά που δεν κάνουμε. Από αυτά που λέμε και από το πώς τα λέμε, από την αίσθηση που αποπνέουμε.


Ασυνέχεια και αριστερή αντιπολίτευση στο κράτος:
για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της Αριστεράς

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ “θα κάνει τελικά αυτά που λέει” δεν εξαρτάται μόνο ή πρωτίστως από την αποφασιστικότητα και την ηθική ακεραιότητα των στελεχών του. Αν και οι ποιότητες αυτές θα παίξουν φυσικά ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, η δραστικότητά τους θα κρίνεται κάθε φορά σε συνθήκες πολυπλοκότερες. Όπως και να το διατυπώσουμε, λοιπόν, το ερώτημα περί “συνέπειας” του ΣΥΡΙΖΑ ρωτά, στην πραγματικότητα, αν μια μη αστική κυβέρνηση μπορεί να “επιβιώσει” πολιτικά στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους. Αυτό θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς: μία μη αστική κυβέρνηση εντός ενός καπιταλιστικού κράτους, καθώς το τελευταίο δεν ταυτίζεται φυσικά με την κυβέρνηση – εξ ου και δεν αλλάζει με κάθε πολιτική μεταβολή. Απο εκεί, νομίζω, ξεκινά μια (απαιτητική) συζήτηση για το τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Στο βαθμό που μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι “σαν τις άλλες”, δεν μπορεί εξ ορισμού να στηριχτεί στα θεμέλια των προηγούμενων: στο δόγμα “έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάμε”. Από αυτή τη σκοπια, λοιπόν, το να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ “αυτά που λέει” σημαίνει υποχρεωτικά μια ασυνέχεια μέσα στο κράτος, όψεις της οποίας περιγράφει με σαφήνεια η πολιτική απόφαση του Ιδρυτικού του Συνεδρίου [1]. Ασυνέχεια στο κράτος: ανατροπές του νομικού και θεσμικού πλαισίου που μέχρι τώρα θεωρούνταν δεδομένο (στην οικονομική πολιτική, τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τις διεθνείς σχέσεις κ.ά), τουλάχιστον στις βασικές γραμμές, σε ό,τι αφορά δηλαδή το κυρίαρχο μοντέλο συσσώρευσης διά της αφαίρεσης πλούτου, τη διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσης και την επιβολή μιας σειράς κοινωνικών ιεραρχιών (εθνικών, έμφυλων κ.ο.κ).

Το εύρος αυτής της ασυνέχειας δεν θα κριθεί από τις αγαθές προθέσεις του προσωπικού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Θα εξαρτηθεί από την έκβαση συγκρούσεων με “μηχανισμούς και κατεστημένες νοοτροπίες”, που θά΄ λεγαν και οι νεοφιλελεύθεροι, καθώς και με το σημερινό προσωπικό του κράτους, που αν και δεν θεωρεί ότι επιτελεί πολιτικό ρόλο, επιτελεί πολιτικότατο. Ας ακούσουμε τι λέει ο Αλτουσέρ για την περίπτωση της Γαλλίας:

“Η τεράστια πλειοψηφία των υψηλόβαθμων δημόσιων υπαλλήλων, πολιτικών, στρατιωτικών ή αστυνομικών, είναι μεγαλοαστοί καταγωγής ή καριέρας. Και καθώς προχωράμε στην ιεραρχία και στην υπευθυνότητα, [τ]ο κράτος γίνεται πια τόσο πολύπλοκο που καθώς φτάνουμε μπροστά σ’ ένα γκισέ του PTT, του SNCF ή της Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουμε χάσει εδώ και καιρό την ταξική πολιτική που από απόσταση αλλά επίμονα κυβερνά όλους τους διοικητικούς μηχανισμούς, και μπορούμε να έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε, σύνθετες ασφαλώς, «τυπικότητες», οι οποίες θα μπορούσαν να απλοποιηθούν και είναι «φυσικές». Τι πιο φυσικό από το να αγοράσουμε ένα καρνέ εισιτηρίων για το λεωφορείο ή μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών; Ακριβώς όμως, στη Γαλλία σχετικά με την κάρτα απεριορίστων διαδρομών, υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας, που αμφισβητεί το καλώς-θεμελιωμένο της αύξησης της τιμής της. Από τη στιγμή δε που πρόκειται για χρήματα, δεν έχουμε καθόλου πλέον την ίδια εντύπωση αυτής της «φυσικής τυπικότητας» όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ταμείο της εφορίας, ούτε ακόμα όταν καταπίνουμε τους τρομερούς έμμεσους φόρους που υφαρπάζουν υπεραξία από το λαϊκό πορτοφόλι” [2].

Με πιο θεωρητικούς όρους, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι

το καπιταλιστικό κράτος, μέσα από μια σειρά “τελετουργιών, μορφών λόγου και δομικών τρόπων θεματοποίησης και πραγμάτευσης των προβλημάτων”, μονοπωλεί τη γνώση και αποκλείει με αυτόν τον τρόπο τις μάζες από οποιαδήποτε αποτελεσματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία [3].

Μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, λοιπόν, η έκβαση των οποίων είναι φυσικά άγνωστη εκ των προτέρων, θα δοκιμάζεται διαρκώς η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς να λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που περιγράφουν οι προαναφερθέντες: η δυνατότητά της, τελικά, να ασκεί αριστερή “αντιπολίτευση” στο κράτος. Και είναι γι΄ αυτό που, μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, θα δοκιμάζεται η ισορροπία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν κάθε κόμμα: η πρώτη αφορά το κόμμα ως οργανωτή κοινωνικών συμμαχιών, σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης· η δεύτερη έχει να κάνει με το κόμμα ως παραγωγό κρατικής πολιτικής [4].

Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι τα κόμματα της Αριστεράς που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα μέχρι σήμερα, σε άλλες δεκαετίες μάλιστα με προγράμματα πιο συγκρουσιακά από το δικό του, υπέκυψαν στην “πεπατημένη”: στη συνέχεια του κράτους. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που παράτησαν τις ταξικές και κοινωνικές τους αναφορές, υιοθετώντας πιο εθνικά ιδιώματα - λες και κάτι τέτοιο θα ήταν χωρίς συνέπειες. 

Προκρίνοντας λοιπόν την αποτελεσματικότητα ως προς τη δεύτερη λειτουργία, αυτήν της κρατικής πολιτικής, σε βάρος της πρώτης, τα κόμματα αυτά αφέθηκαν να μετατραπούν από “μεσίτες” της κοινωνίας προς το κράτος, σε “μεσίτες”-διαμεσολαβητές του κράτους προς την κοινωνία, απογοητεύοντας τα βασικά κοινωνικά τους στηρίγματα. Δεν συνέβη γιατί το πολιτικό τους προσωπικό υπήρξε ανέντιμο και “πρόδωσε” ή “βολεύτηκε”: ασφαλώς υπήρξαν και τέτοιες διαστάσεις. Συνέβη, αντίθετα, γιατί τα κόμματα αυτά έχασαν (αν υποτεθεί ότι την έδωσαν στα σοβαρά) μία πολιτική μάχη, υποτιμώντας ή αποτυγχάνοντας στο κοινωνικό πεδίο: σ΄ αυτό που, κάπως αφηρημένα και παραδοσιακά, λέμε ακόμα “οργάνωση του λαού” -σε κομματικές οργανώσεις, σωματεία, πολιτιστικά κέντρα, συνεταιρισμούς, συλλόγους φοιτητών, γυναικείες οργανώσεις και κινήματα- και στα ιδεολογικά-“ταυτοτικά περιεχόμενα” αυτής της οργανωτικής λειτουργίας.

Όσο κι αν οι επικείμενες εκλογικές μάχες έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, νομίζω ότι είναι κρίσιμο ο ΣΥΡΙΖΑ να τις δώσει (και) υπ΄ αυτό το πρίσμα. Εξίσου κρίσιμο, από άλλη σκοπιά, είναι να κατοχυρώσει τις προϋποθέσεις μιας κομματικής λειτουργίας στην κατεύθυνση αυτή, με συγκεκριμένες επεξεργασίες και με “πρακτικά” παραδείγματα. Έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να το αποπειραθεί, και ακόμα περισσότερους να το πετύχει. Κατά τα άλλα, το κράτος, όπως ξέρουμε και από άλλες περιπτώσεις, δεν είναι καθόλου ανίκητο.

______________________

Σημειώσεις

[1] Πολιτική Απόφαση, κεφάλαιο στ΄, 13-13.29 [http://goo.gl/DlWqGV]

[2] Λουί Αλτουσέρ, “Γιατί το κράτος είναι μία μηχανή” (μετάφραση: Μιχάλης Σκομβούλης), Θέσεις τχ. 113 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) [http://goo.gl/y2B2uD]

[3] Θέμης Ανδριόπουλος, “Νίκος Πουλαντζάς - Μισέλ Φουκώ: ΄Μονομάχοι" ή "Συνδαιτυμόνες΄, Ουτοπία τχ. 72 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006) [http://goo.gl/zdfqKC]

[4] Μεταξύ άλλων: Σπουρδαλάκης, Μ. (1998) (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα– Κράτος– Κοινωνία, Πατάκης· Βερναρδάκης, Χ. (2004), Η ίδρυση και η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ: Από το«κόμμα μαζών» στο «κόμμα του κράτους» [http://www.vernardakis.gr/uplmed/8_evolution%20pasok.pdf]

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Τα ανοιχτά ερωτήματα της Σοσιαλδημοκρατίας


 του Νικόλα Σεβαστάκη


Στους κλονισμούς που έφερε η κρίση στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, ειπώθηκε συχνά ότι η Κεντροαριστερά δεν έχει πλέον νόημα. Οταν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και τα προγράμματα αναμορφωτικής λιτότητας σφραγίζονται από μια πειθαρχική νεοφιλελεύθερη λογική, η πραγματικότητα γίνεται, «αντικειμενικά», διχοτομική. Ετσι άλλωστε και η καταβύθιση του ΠαΣοΚ ερμηνεύθηκε ως απόδειξη της καθολικής (αν όχι οριστικής) χρεοκοπίας κάθε εκδοχής Σοσιαλδημοκρατίας.

Σήμερα - λέει το ίδιο επιχείρημα - υπάρχει μια κοινωνική πόλωση η οποία μεταφράζεται, αναπόδραστα, σε πολιτικό ανταγωνισμό για την εξουσία. Ολες λοιπόν οι αξιώσεις για διαφορετική ερμηνεία της κατάστασης και των προοπτικών της συνιστούν είτε μετέωρη ηθικολογία είτε μεταμφιεσμένη ιδιοτέλεια όσων γυρεύουν να διασωθούν από την πολιτική κατακρήμνιση. Και κάπως έτσι, με μια τέτοια εξήγηση, κλείνει και η όλη συζήτηση.

Νομίζω ότι η παραπάνω προσέγγιση στο ζήτημα της Σοσιαλδημοκρατίας είναι λανθασμένη. Εχει με το μέρος της αληθινά ερωτήματα και βάσιμες υποψίες αλλά κατασκευάζει μια υπερβολικά μονοσήμαντη εικόνα για την πραγματικότητα.

Στις τελευταίες δεκαετίες η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε ή δεν επιδίωξε να αποτελέσει πολιτικό αντίβαρο στα κύματα των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Τις περισσότερες φορές υιοθέτησε μια πολιτισμικά διακριτή αλλά σε κρίσιμα σημεία παρόμοια ατζέντα με αυτήν των κεντροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή κυριάρχησε η πεποίθηση ότι οι όποιες λαϊκές και κοινωνικές αναφορές των προοδευτικών κομμάτων ανήκουν στο παρελθόν, στην εποχή των αρχαϊσμών και της ταξικής πάλης. Γι’ αυτό και επιλέχθηκαν με εκλογικό πανικό νέα κοινά-στόχοι, οι μεσαίες τάξεις της γνώσης και της πληροφορίας ή οι λεγόμενοι θύλακες καινοτομίας στην κοινωνία. Η ιδέα ότι έχουμε περάσει από τις κοινωνίες των αντιθέσεων στις κοινωνίες των soft αποχρώσεων βρήκε εν τέλει απροετοίμαστη την Κεντροαριστερά απέναντι στο νέο κοινωνικό ζήτημα και στις οικονομικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων. Ετσι άλλωστε «ανδρώθηκαν» τα διάφορα Εθνικά Μέτωπα όσο οι σοσιαλδημοκρατίες μετατρέπονταν σε κόμματα προυχόντων και ειδικών παραγόντων.

Η ελληνική περίπτωση έχει βέβαια και άλλα στοιχεία. Η αναφορά στον εκσυγχρονισμό και ο αφορισμός του λαϊκισμού λειτούργησαν για κάποια χρόνια ως μια μίνιμουμ ταυτότητα ενός χώρου που δεν απαντούσε σε σημαντικά ερωτήματα: πώς φτιάχτηκε το ελληνικό μοντέλο ευημερίας, ποιες αξίες και οικονομικές πρακτικές ενθαρρύνθηκαν από τις ελίτ της ύστερης Μεταπολίτευσης, ποια πολιτική μπορεί να υπερασπιστεί τα δημόσια αγαθά και την κοινωνική πρόοδο; Παρόμοια ερωτήματα είτε δεν αντιμετωπίστηκαν καθόλου είτε παράπεσαν ως υποσημειώσεις μέσα σε μια εκσυγχρονιστική ρητορεία που συνδυαζόταν με την ικανοποίηση που πρόσφερε το να ανήκει κανείς στο κόμμα του κράτους.

Τα χρόνια προ της κρίσης δεν μπόρεσε να σταθεί επίσης ένα πραγματικό ρεύμα ηθικής και διανοητικής μεταρρύθμισης στην ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα της σύγχρονης συλλογικής μας ταυτότητας στριμώχτηκε ανάμεσα σε έναν ξινό ορθολογισμό με μορφή κατήχησης και σε διάφορους απίθανους εθνικισμούς της «αντίστασης στη δυτική αλλοτρίωση».

Τι γίνεται όμως σήμερα ύστερα από τρία και περισσότερα χρόνια βύθισης; Εχουν έλθει βίαια στην επιφάνεια όλα τα πολιτικά και πνευματικά κενά των προηγούμενων δεκαετιών. Και είναι προφανές ότι η απάντηση σε αυτά τα κενά και ιδίως η διαμόρφωση ρυθμιστικών ιδεών για την υπέρβαση της κρίσης χρειάζεται ένα πνεύμα διαλόγου. Οχι το ύφος του επιθετικού τελεσιγράφου ούτε όμως και μια, εκτός τόπου και χρόνου, αντίληψη για εθνικές συναινέσεις σε μονόδρομους. Με άλλα λόγια, η κριτική, και η κριτική σε εγχειρήματα όπως αυτό των «58», δεν μπορεί να είναι μια παραλλαγή της γνωστής αγανάκτησης «κατά των ενόχων».

Η βασική αυταπάτη που καλλιεργείται στους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η ιδέα μιας Ελλάδας που εξαιτίας της κρίσης έγινε ή γίνεται Λατινική Αμερική. Στη βάση αυτή προβάλλει η βεβαιότητα ότι κάθε εκδοχή Σοσιαλδημοκρατίας είναι νεκρή ή απλώς ένα υποσύστημα των νεοφιλελεύθερων ελίτ. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει ένα σημαντικό γεγονός: ότι υπάρχει ένας δημοκρατικός κόσμος που θέλει την πρόοδο και τρομάζει με τις ανισότητες αλλά δεν αναγνωρίζεται στον θορυβώδη αντισυστημισμό και στη διαρκή κινηματική φαντασίωση. Και ότι παρά τον κλυδωνισμό ταυτοτήτων και δεσμών μέσα στην κρίση, η χώρα αποτελεί πάντοτε τμήμα ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και πολιτισμικού χώρου.

Από την άλλη, ωστόσο, είναι ορατή μια άλλη αυταπάτη: ότι στην Ελλάδα με τα μαγκάλια, τη μαζική ανεργία και τους κατακουρασμένους πολίτες μπορεί να δοκιμαστεί ένα είδος απογειωμένου «μπλερισμού». Την ίδια στιγμή που ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται στην πράξη εκτός κοινωνικού συμβολαίου και ανοίγονται νέα επικίνδυνα, οικονομικά και πολιτισμικά, χάσματα.
Τόσο η λυρική επίκληση ενός ελληνικού «τσαβισμού» όσο και μια Σοσιαλδημοκρατία που θα στόχευε να προβάλει το 2014 την κεντρώα μεταπολιτική είναι αδύναμα σενάρια. Ζούμε σε μια άλλη συνθήκη που επιβάλλει να ξαναδούμε τα περιεχόμενα κάθε πολιτικής υπόσχεσης δίχως καθήλωση σε ετοιμοπαράδοτες ταυτότητες, εξωτικές ή όχι. Το τι είναι ριζοσπαστικό και τι όχι, το ποιος είναι ο ελιτίστικος και ποιος ο λαϊκός ευρωπαϊσμός, το τι εννοούμε δίκαιη λιτότητα και κοινωνική ανασυγκρότηση, όλα αυτά αποτελούν καλά ερωτήματα. Και στα ερωτήματα δεν ταιριάζει περιφρόνηση, ακόμα και αν πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε τις ίδιες απαντήσεις.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Πηγή Βήμα, ecoleft

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Christmas Eve. Ο Ήγκλετον για τον Χριστό - Ο Χριστός στη Μανωλάδα




του Χρήστου Λάσκου


Σκέφτηκα για σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων του 2013, αντί επιφυλλίδας να παραθέσω μια σειρά από σκέψεις του γνωστού και μη εξαιρετέου Ιρλανδού μαρξιστή Τέρυ Ήγκλετον.  Ο ίδιος τις επεξεργάστηκε στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει έναν ορυμαγδό «αθεϊστικών» γραπτών της πρόσφατης αγγλοαμερικανικής βιβλιοπαραγωγής, μεταξύ των οποίων αυτά του Ρίτσαρντ Ντόκινς, του Κρίστοφερ Χίτσενς και του Ντάνιελ Ντένετ.  Τα βιβλία των οποίων, κατά τη γνώμη του, βρήκαν απήχηση αντιστρόφως ανάλογη προς την αξία τους.  

Στην πραγματικότητα, αυτό για το οποίο εγκαλεί τους συγκεκριμένους φιλελεύθερους είναι πως πλασάρουν έναν τζάμπα αθεϊσμό, δογματικό όσο και ο ισλαμισμός των ταλιμπάν. Και, ακόμη χειρότερα, πως, αν αυτό στο οποίο επιτίθενται είναι η θρησκεία, τότε δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, στο μέτρο που ελάχιστα γνωρίζουν γι’ αυτήν. Πράγμα που, μάλλον, εξηγεί καλύτερα από ο,τιδήποτε άλλο και το ύφος χιλίων καρδιναλίων (!), με το οποίο εκτοξεύουν τις επιθέσεις τους.

Αυτό που κάνει ο Ήγκλετον, εν τέλει, είναι να επισημάνει με όλη του την κριτική δύναμη πόσο άνευ κόστους είναι μια επίθεση στον χριστιανισμό, όταν δεν δείχνει πρωταρχικά την «κοιλάδα των δακρύων», στην οποία η θρησκεία δεν αποτελεί παρά τον «αναστεναγμό του καταπιεσμένου πλάσματος». Μιλήστε για τον καπιταλισμό ή σταματήστε να θορυβείτε, είναι η προτροπή που απευθύνει στους φιλελεύθερους –που πολύ εύκολα, όπως έχει δείξει, άλλωστε η πρόσφατη ιστορία, αναβαθμίζονται πρακτικά σε νεοφιλελεύθερους. 

***

Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να νομιστεί πως ο ίδιος ο Ήγκλετον είναι θρησκόφιλος (!). Κάθε άλλο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει, «[δ]ύσκολα κανείς αποφεύγει την αίσθηση ότι ένας Θεός τόσο λαμπρός, επινοητικός και ευφάνταστος, όπως αυτός που ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρχει, θα ήταν ικανός να κατεβάσει κάποια καλύτερη ιδέα από την θρησκεία για να σώσει τον κόσμο». 

Και, επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία πως, παρόλο που δεν γίνεται να μην ελεγχθούν με τον αυστηρότερο τρόπο οι φιλελεύθεροι αθεϊστές για ασύγγνωστη προχειρότητα,  «[π]ρωταίτιος της διανοητικής ατημελησίας των επικριτών του είναι βεβαιότατα ο ίδιος ο χριστιανισμός. Με εξαίρεση την ιδιάζουσα περίπτωση του σταλινισμού, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ιστορικό κίνημα που να έχει προδώσει με ποταπότερο τρόπο τις επαναστατικές του καταβολές. Ο χριστιανισμός έχει προ πολλού αλλάξει στρατόπεδο […] [Έ]χει ως επί το πλείστον μετατραπεί σε θρήσκευμα των ευκατάστατων προαστίων αντί να εκπροσωπεί την συγκλονιστική υπόσχεση που προσφέρθηκε στους ανυπόληπτους της κοινωνίας και στους μυστικούς αντιαποικιοκράτες μαχητές με τους οποίους έκανε παρέα ο Ιησούς. Η διάθεση των ευκατάστατων προαστίων απέναντι στους […] «ανεπρόκοπους» […] είναι βασικά να τους ξεπλύνουν από τους δρόμους σα λεκέδες. Η εν λόγω συνωμοταξία ευσέβειας τρομοκρατείται στη θέα ενός γυναικείου στήθους, αλλά θορυβείται απείρως λιγότερο από τις αισχρές ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Θρηνεί τον θάνατο ενός εμβρύου, αλλά δεν φαίνεται να συγκινείται με τα παιδιά που γίνονται παρανάλωμα του πυρός στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σε γενικές γραμμές, λατρεύει έναν Θεό βλάσφημα πλασμένο κατ’ εικόνα της –έναν καλοξυρισμένο, κοντοκουρεμένο, οπλοφορούντα, σεξουαλικό ψυχαναγκαστικό Θεό, με ιδιαίτερη αδυναμία στο οντολογικά προνομιούχο κομμάτι ακριβώς νοτίως του Καναδά και βορείως του Μεξικού […]».

Κι αυτό παρ’ όλο που ο Ιησούς είναι ό,τι περισσότερο απομακρυσμένο και εχθρικό απέναντι στους νερντς των προαστίων, απέναντι στους ωφελιμιστές και παρανοϊκά ατομικιστές προτεστάντες –και όχι μόνο– των μοντέρνων καιρών. Στο λόγο του είμαστε πλάσματα του Θεού στο μέτρο –και μόνο τότε– που υπάρχουμε καθαρά χάριν ευχαρίστησης. Ούτε για τη δουλειά, ούτε για την περιουσία και την  «προκοπή». Μόνο για την ευχαρίστηση. 

Με τα λόγια του Ήγκλετον και πάλι, «[τ]ο ερώτημα που έθεσε ο ριζοσπαστικός ρομαντισμός, ο οποίος υπό αυτό το πρίσμα συμπεριλαμβάνει τον Καρλ Μαρξ, είναι το ποιοι πολιτικοί μετασχηματισμοί θα ήταν απαραίτητοι για να γίνει κάτι τέτοιο πραγματικά εφικτό. Ο Ιησούς, σε αντιδιαστολή με την πλειονότητα των υπεύθυνων Αμερικανών πολιτών, εμφανίζεται να μην κάνει καμιά δουλειά, ενώ κατηγορείται ως κοιλιόδουλος και μεθύστακας. Παρουσιάζεται ως άστεγος, χωρίς υπάρχοντα, ταγμένος εργένης, πλανόδιος οδοιπόρος, κοινωνικά περιθωριακός, περιφρονητής των συγγενικών δεσμών, ανεπάγγελτος, φίλος των απόβλητων και των παριών, αποστρεφόμενος τα υλικά αποκτήματα, χωρίς φόβο για την ασφάλειά του, αμελής όσον αφορά τους κανόνες αγνότητας, επικριτής της παραδοσιακής αυθεντίας, αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου και μάστιγα για τους πλούσιους και τους ισχυρούς […] Βρίσκεται μεταξύ χίπη και πολεμιστή. Σέβεται το εβραϊκό Σάββατο όχι επειδή το τελευταίο σημαίνει εκκλησιασμό, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει μια προσωρινή απόδραση από το βάρος της εργασίας. Το Σάββατο έχει να κάνει με την ξεκούραση, όχι με την θρησκεία. Ένας από τους καλύτερους λόγους για να είσαι χριστιανός, όπως και σοσιαλιστής, είναι το ό,τι δεν σου αρέσει να δουλεύεις και απορρίπτεις την έμφοβη ειδωλολατρία που κάτι τέτοιο εμπεριέχει –ειδωλολατρία τόσο διαδεδομένη σε χώρες σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αληθινά πολιτισμένες κοινωνίες δεν οργανώνουν έξτρα-δυναμωτικά πρωινά μέσα στα άγρια χαράματα».   

Που πάει να πει πως ο Ιησούς, όπως κι αν το δεις, φέρνει πολύ σε αναρχοκομμουνιστικό φρικιό, μίασμα για κάθε ορθώς σκεπτόμενο άτομο της «εποχής» μας. Σίγουρα, πάντως, «δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο. Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στο ναό της Ιερουσαλήμ». Είναι με τους «ανεπρόκοπους», τους «αποτυχημένους», τα αποβράσματα και τα σκουπίδια της κοινωνίας. Απεχθάνεται τους πλούσιους και δεν συναγελάζεται μαζί τους. 

Γι’ αυτό και «[ο]ποιοδήποτε κήρυγμα του Ευαγγελίου αποτυγχάνει να αποτελέσει σκάνδαλο και ύβρι για το καθεστώς είναι [από τη σκοπιά που διαμόρφωσε ο Ιησούς, με το λόγο, αλλά και το βλέμμα του] άχρηστο». Τελική συναγωγή: «Αν δεν αγαπάς είσαι νεκρός, κι αν αγαπάς θα σε σκοτώσουν»

***

Θεώρησα καλό, μέρα που είναι να μεταφέρω τις παραπάνω σκέψεις. Η συνολική οπτική του Ήγκλετον καταγράφεται με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Λογική, Πίστη και Επανάσταση (μτφ. Πέτρος Γεωργίου, Πατάκη, 2011), από το οποίο πήρα τα παραθέματα προκειμένου να τσιγκλίσω για την ανάγνωση του, μια και το θεωρώ ένα από τα καλύτερα δοκιμιακά έργα εδώ και χρόνια. Κάποιες δικές μου σχετικές σκέψεις περιλαμβάνονται στα άρθρα Τα Χριστούγεννα και η Αριστερά και Η Αριστερά και το Ευαγγέλιο

Καλά Χριστούγεννα.

Red NoteBook


Προσθήκη: 18 Απριλίου 2014

Ο Χριστός στη Μανωλάδα. 

του Χρήστου Λάσκου


20  Και αυτός σηκώσας τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού έλεγε∙ Μακάριοι σεις οι πτωχοί, διότι υμετέρα η βασιλεία του Θεού […] 24 Πλην ουαί εις εσάς τους πλουσίους, διότι απηλαύσατε την παρηγορία σας.
-Κατά Λουκάν στ΄, 20-24


Είναι γνωστό πως για τον Ιησού, μια από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες στην ανθρώπινη ιστορία, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε πηγές έξω από αυτές που συνδέονται με τον πιο άμεσο τρόπο με τη χριστιανική ομολογία. Κάτι μισόλογα στο Φλάβιο Ιώσηπο, γραμμένα, μάλιστα, πολλές δεκαετίες μετά από τη Σταύρωση, είναι όλα όσα, νομίζω, διαθέτουμε σχετικά.

Πράγμα που σημαίνει πως τα Ευαγγέλια, εκτός από τα καλά νέα, για όσους αποδέχονται τον θεόπνευστο χαρακτήρα τους, προσφέρουν, κατ’ αποκλειστικότητα, και όλες τις πληροφορίες προκειμένου να προσεγγιστούν, από ιστορική άποψη,  τα ιδρυτικά γεγονότα ενός μαζικού συμβάντος, που έμελλε να προσδιορίσει καίρια τα 2000 χρόνια, που ακολούθησαν.

Μόνο τα Ευαγγέλια, λοιπόν, μιλούν για τον Χριστό. Η δική τους παρουσίαση είναι ό,τι διαθέτουμε. Ο Χριστός είναι ο Χριστός των Ευαγγελίων ή δεν είναι τίποτε.

Και σίγουρα δεν βοηθάει να επιχειρούμε να βγάλουμε συμπεράσματα γι’ αυτόν και τους πρωτοχριστιανούς βάσει των μετέπειτα πρακτικών πολλών «δικών του», περιβόητων σφαγέων, από τον Κωνσταντίνο και τον Θεοδόσιο –«Μεγάλοι» και οι δύο- έως τον Τορκουεμάδα και ων ουκ έστιν αριθμός έκτοτε.

Όπως δεν προσφέρει πολλά η προσπάθεια να ταυτίσουμε τον Ιησού με κάποιο ιστορικό πρόσωπο, για το οποίο έχουμε περισσότερες ανεξάρτητες πληροφορίες. Ο σύγχρονός του επαναστάτης από τα Γάμαλα ή ο Ναζαρηνός «Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης» των Εσσαίων, είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτοποιηθούν επαρκώς, ώστε η αναφορά να έχει οποιοδήποτε νόημα.

Ό,τι έχουμε είναι ο Χριστός των Ευαγγελίων.

Ο οποίος, μ’ όλο που τα Ευαγγέλια μεταξύ τους παρουσιάζουν διαφορές και μεγάλες, κάποιες φορές, αποκλίσεις,  δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία πως αντιστοιχεί σε μια κατεξοχήν επαναστατική φυσιογνωμία.

Στην παρέμβασή μου (1), στο σπουδαίο Συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που έγινε στην Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2013, υποστήριξα πως ευαγγελικές διατυπώσεις, όπως αυτή του εισαγωγικού παραθέματος, ή η άλλη που ισχυρίζεται πως ««ευκολότερο είναι να περάσει καραβόσκοινο από το μάτι της βελόνας, παρά να εισέλθει πλούσιος στο Βασίλειο του Θεού» είναι εξίσου ριζοσπαστικές με το επαναστατικό απόφθεγμα πως «δεν αρκεί να είσαι με τους φτωχούς, πρέπει να είσαι και εναντίον των πλουσίων».

Αντιγράφω: «Η βίαιη επίθεση του Ιησού εναντίον των εμπόρων του Ναού, μαζί και η διαχρονική αντιμετώπιση του χρήματος ως μιαρού και του τόκου ως αμαρτίας, τουλάχιστον από τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς, εικονοποιεί με πολύ σαφή τρόπο αυτήν την πρακτική στάση.

Ο Χριστός είναι με τους αναγουήμ αδιάλλακτα, είναι στην πλευρά των ενδεών και των απόκληρων. Εκπροσωπεί την συγκλονιστική υπόσχεση που προσφέρθηκε στους ανυπόληπτους της κοινωνίας και στους μυστικούς αντιαποικιοκράτες μαχητές, με τους οποίους έκανε ο ίδιος παρέα.

Τον Χριστό των Ευαγγελίων, όπως γράφει ο Τέρυ Ήγκλετον (Λογική, Πίστη και Επανάσταση, Πατάκη, 2011), «[θ]α τον γνωρίσεις αληθινά όταν δεις το πεινασμένο πλάσμα να χορταίνει με όλα τα καλά και τους πλούσιους να αποδιώχνονται, μένοντας με άδεια χρόνια»».

Ή, όπως το θέτει ο Γκουστάβο Γκουτιέρες, στη Θεολογία της Απελευθέρωσης, «Αγάπη δεν σημαίνει ότι οι καταπιεστές δεν είναι πια εχθροί, ούτε εξαλείφει τη ριζοσπαστικότητα της πάλης εναντίον τους. Η αγάπη για τους εχθρούς, δεν αμβλύνει τις εντάσεις, αλλά μάλλον προκαλεί το όλο σύστημα και γίνεται ανατρεπτική συνταγή» (2)

* * *

Νομίζω πως το κεντρικό μήνυμα των Ευαγγελίων, εξαιρετικά  επίκαιρο σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είναι πως «η τραυματική αλήθεια της ανθρώπινης ιστορίας είναι ένα βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα», που είναι προορισμένο  να αναστηθεί.

Αν είναι, όμως, έτσι δεν μπορώ παρά να μένω εντελώς άφωνος μπροστά στη παταγώδη αδιαφορία της Εκκλησίας για τα τρομερά παθήματα των σημερινών αναγουήμ, αυτών της Μανωλάδας π.χ. ή των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών.  Αδιαφορία που κανένα φιλανθρωπικό έργο -το οποίο καθόλου δεν υποτιμώ στις σημερινές μέρες της φοβερής κρίσης- δεν μπορεί να εξαγνίσει, στο μέτρο που του λείπει η αναγκαία για τη χριστιανική πράξη μαχητικότητα.

Πολλοί θεωρούν πως δεν θα έπρεπε να μένω άφωνος. Πως, βάσει της ίδιας της της ιστορίας, αυτό είναι το απολύτως αναμενόμενο. Ακόμη κι αν έχουν δίκιο, ωστόσο, οι τελευταίοι, δεν μπορεί να μην εγκαλείται ο θεσμός, που εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν κληρονόμος των «εντολών» του Χριστού, τον οποίο, μάλιστα, αντιλαμβάνεται ως Θεό.

Δεν μπορεί να μην εγκαλείται η Εκκλησία, όταν ανέχεται παθητικά, αν δεν αναγνωρίζει ως ευσεβή τέκνα της, αυτούς μπροστά στους οποίους ο κυρ Παντελής του Τζαβέλα είναι ηθικός αδάμας. Και, νομίζω, με την εμπειρία μου του περσινού Συνεδρίου, πως είναι πλειοψηφικός ο ενεργός κόσμος στους κόλπους της που δεν βολεύεται καθόλου με αυτήν της τη στάση.

Καλό Πάσχα.

Πηγή alterthess

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Θέσεις για την αντικειμενική οντολογία: η αντικειμενοστραφής οντολογία είναι ένας κατά το ήμισυ μεταδομισμός


του Terence Blake


1) Η συγχρονική οντολογία θέτει εκ των προτέρων τα πραγματικά στοιχεία του κόσμου και τη φύση των σχέσεών τους.

2) Η υφαιρετική οντολογία του Αλαίν Μπαντιού και η αφαιρετική οντολογία ("αντικειμενοστραφής οντολογία" ή "OOO") του Γκρέιαμ Χάρμαν συνιστούν παραδείγματα συγχρονικής οντολογίας. 

3) Η αντικειμενική [objectuelle] οντολογία θέτει εκ των προτέρων ότι τα πραγματικά στοιχεία είναι αντικείμενα, και ότι τα αντικείμενα αυτά αποσύρονται από κάθε σχέση.

4) Μια άλλου τύπου οντολογία υπάρχει η οποία δεν αποφασίζει πριν από κάθε δυνατή εμπειρία [expérience empirique] περί του πεδίου του πραγματικού: μια οντολογία διαχρονική και μη-φιλοσοφική.

5) Βρίσκουμε σχεδιάσματα διαχρονικής οντολογίας στα έργα των Ζιλ Ντελέζ, Φρανσουά Λαρουέλ, Μπερνάρ Στιλιέρ και Μπρούνο Λατούρ.

6) Η σύγχρονη φιλοσοφική διακύβευση είναι η επιλογή ανάμεσα σε μια συγχρονική και μια διαχρονική οντολογία. Ανάμεσα στη νοσταλγία της δομής και την επιδίωξη της αποδόμησης. Ανάμεσα στους Μπαντιού/Χάρμαν και στους Ντελέζ/Λαρουέλ/Στιλιέρ/Λατούρ.

7) Η αντικειμενοστραφής οντολογία θέλει να είναι ο διάδοχος της αποδόμησης και του μεταδομισμού, αλλά είναι η παρωδία τους, μια νοσταλγική παλινδρόμηση.

8) Η διακηρυγμένη από την αντικειμενοστραφή οντολογία "επιστροφή στα πράγματα" είναι περισσότερο μια επιστροφή στις υπερβατικές αφαιρέσεις, μια επιστροφή στον πλατωνισμό.

9) Μακριά από το να είναι μια δημοκρατική σκέψη του συγκεκριμένου, η αντικειμενοστραφής οντολογία είναι ένας κενός και ελιτίστικος φορμαλισμός. 

10) Η αντικειμενοστραφής οντολογία είναι κολλημένη ανάμεσα στον δομισμό και τον μεταδομισμό, είναι ένας κατά το ήμισυ μεταδομισμός.

Πηγή agent swarm


Πρόχειρη μετάφραση από τα γαλλικά: Weltschmerz K.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

A Christmas Carol (1984)



του Keunermann


Η νουβέλα «Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Charles Dickens δημοσιεύθηκε λίγο πριν τις γιορτές του 1843, και έκτοτε αποτέλεσε αντικείμενο αμέτρητων μεταφορών στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, την όπερα και όπου αλλού μπορεί να φανταστεί κανείς.

Ακόμη και η Ντίσνεϋ έβγαλε το 1983 μια ταινία κινουμένων σχεδίων, όπου τους ρόλους καταλαμβάνουν οι αγαπημένοι μας χαρακτήρες - μεταξύ άλλων οι Γκούφυ, Μίκυ και -σωστά μαντέψατε- ο Σκρουτζ στον ρόλο του... Σκρουτζ. Παρεκκλίνοντας από το συνηθισμένο μας πρόγραμμα, λοιπόν, όντας υπό την επήρεια του πνεύματος των ημερών, παρουσιάζουμε σήμερα μια από τις πλέον αγαπητές μεταφορές της ιστορίας, αυτήν του 1984 με πρωταγωνιστή τον George C. Scott (“Dr. Strangelove”), εγγλέζικης παραγωγής, σε σκηνοθεσία του Clive Donner (οι δυο τους συμμετείχαν και σε μια μεταφορά του “Oliver Twist”, δύο χρόνια πριν), η οποία προοριζόταν για την τηλεόραση. Οι άλλες δυο χριστουγεννιάτικες επιλογές μας ήταν η ταινία “The Gathering” του 1977, που είναι όμως δυσκολότερο να βρεθεί, επίσης για την τηλεόραση, και βέβαια το “Love actually” του 2003, που είναι αρκετά πρόσφατη και γνωστή, και επίσης πολύ ρομαντική. Εν τέλει καταλήξαμε στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», απευθυνόμενοι στους μικρούς και μεγάλους φίλους της στήλης. Πλεονέκτημα της συγκεκριμένης πρότασης συνιστά η έξοχη ερμηνεία του πρωταγωνιστή, για την οποία άλλωστε ήταν υποψήφιος για Emmy, καθώς και το ότι αποτελεί πιστή -στο πνεύμα και το γράμμα- μεταφορά του βιβλίου.

Ποιον μπορεί αλήθεια να ενδιαφέρει η ιστορία ενός αδίστακτου εργοδότη, που απεχθάνεται τη συντροφιά των ανθρώπων, ενός πικρόχολου, σπαγκοραμμένου γερο-τσιφούτη, ο οποίος μεταβάλλεται σε κάποιον που νοιάζεται για τους άλλους; «Αν περνούσε το δικό μου», μας λέει στην αρχή της ταινίας ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, «κάθε ηλίθιος που λέει “καλά Χριστούγεννα!” θα έπρεπε να βράζει στην ίδια του την πουτίγκα και να θαφτεί μ' ένα παλούκι από πουρνάρι στην καρδιά του»! «Σαχλαμάρες!» είναι η αγαπημένη του, περιφρονητική έκφραση προς ό,τι αντιβαίνει στον στυγνό υπολογισμό των κερδών. Το παράδοξο είναι, πως αυτή η στέρηση δυνατοτήτων πλήττει πρωτίστως τον ίδιο, αφού δεν επιτρέπει ούτε στον εαυτό του να ζήσει άνετα. Αποκομμένος από ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών εμπειριών, δίχως φίλους και με συγγενείς που δεν αγαπάει, ο Σκρουτζ ζει ασκητικά, προκειμένου να περιορίζει τα έξοδα του στα ελάχιστα δυνατά, συσσωρεύοντας πλούτο χωρίς αντίκρισμα. Παρακολουθούμε σταδιακά την πορεία αυτού του ανθρώπου προς την εξιλέωση, καθώς -κυριολεκτικά εν μία νυκτί- μεταλλάσσεται σταδιακά σε κάποιον που τρέφει αισθήματα συμπόνιας, ευθύνης κι ενεργού αλληλεγγύης απέναντι στους απόκληρους και καταφρονεμένους. Όλα αυτά έπειτα από την επίσκεψη τεσσάρων φαντασμάτων: αυτό του πρώην συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϋ, και εκείνα των τριών Χριστουγέννων, του παρελθόντος, του παρόντος και, ασφαλώς, του μέλλοντος.


Πέρα από το ηθικό μήνυμα και την αίσθηση λύτρωσης κι ευτυχούς λύσης του δράματος, ζοφερές εικόνες μένουν, ως παρακαταθήκη της θεμελιώδους αμφισημίας της ανθρώπινης συνθήκης, της οποίας εκφραστής είναι εδώ ο Σκρουτζ. Η σκηνή όπου αποκαλύπτονται τα πρόσωπα δυο σκελετωμένων παιδιών, για παράδειγμα, και το παροντικό φάντασμα του λέει: «Είναι τα τέκνα σου. Είναι τα παιδιά όλων όσων περπατούν αόρατοι στη γη. Τα ονόματά τους είναι Άγνοια και Στέρηση. Να τα φοβάσαι. Επειδή πάνω στο μέτωπό τους είναι γραμμένη η λέξη “όλεθρος”. Δηλώνουν την καταστροφή τη δική σου και όλων όσων αγνοούν την ύπαρξή τους.» Ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του και το μέλλον που θα μπορούσε να έχει, με το ενεργώς και το δυνητικά εκτυλισσόμενο νήμα της ύπαρξης του ιδίου και των υπολοίπων που επηρεάζει, με τη θλίψη και την απουσία προορισμού, την νοσταλγία για την απολεσθείσα νιότη και τη βαρβαρότητα μιας εποχής μακρινής, σε σχέση με τη δική μας. Και πόθεν έρχεται το καθαρτικό συμβάν; Από το μέλλον, όπως φαίνεται και από την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι, λοιπόν, η θέα της άδειας καρέκλας του μικρούλη Τιμ, γιου του φτωχού υπαλλήλου του, η σκέψη ακριβώς ενός παιδιού που το εναποθέτουν στο χώμα -μην κλαις, μανούλα, κάποια μέρα θα βγω από ‘κει-, η οποία πυροδοτεί με τη σειρά της μια αλληλουχία ρήξεων, μετασχηματιστική των υφισταμένων δράσεων και νοοτροπιών του ενεργούντος υποκειμένου. Στο τέλος της νύχτας, ο Σκρουτζ δεν είναι πια ο ίδιος. Εφεξής, ενσαρκώνει το πνεύμα των εορτών μέχρι τέλους, τα Χριστούγεννα γίνονται εκ νέου χορός και τραγούδι, και κάθε μέρα είναι Χριστούγεννα και τα παιδάκια είναι το άλας της γης: αυτή είναι η κατάληξη που τον περιμένει.

Ο Ντίκενς δεν είναι κριτικός της πολιτικής οικονομίας, όπως, κατά την περίοδο συγγραφής της ιστορίας, επιχειρούσαν να είναι κάποιοι άλλοι. Δεν διαθέτει την εννοιολογική σκευή, το αναλυτικό πρίσμα ή την μεθοδολογία για να προσεγγίσει τη δυναμική της παραγωγής βιομηχανικής κλίμακας υπό τη σκέπη της γενικευμένης εμπορευματικής κυκλοφορίας. Με την πένα του παρέχει μαρτυρία, σε αυτό και σε άλλα γνωστά έργα του, για τη φτώχεια και την ανισότητα, την εξαφάνιση πλήθους παλαιών επαγγελμάτων και τη συνακόλουθη εξαθλίωση όσων τα ασκούσαν, για την παιδική εργασία και τις κραυγές των καταπιεσμένων, που φτάνουν ως τον ουρανό. Στη χώρα των πολλών μεγάλων, μεσαίων, μα και μικρών «Σκρουτζ» -όπου ο λόγος των κερδών προς τους μισθούς για τις εταιρίες είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, και όπου, ήδη πριν το 2008, μια στις δυο υπερωρίες έμεναν απλήρωτες στον ιδιωτικό τομέα-, δεν μπορεί να προσθέσει κανείς πολλά. Θα μπορούσα να σας πω, μαζί με τον μικρούλη Τιμ: «καλά Χριστούγεννα και ο Θεός να σας έχει καλά!».

Αντ' αυτού, θα πω: «σαχλαμάρες».

Πηγή artcore magazine