Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Αστικό κράτος και "κυβέρνηση της αριστεράς": δύο κείμενα από το Red NoteBook


2014: Χρόνος της Αριστεράς 

του Χρήστου Λάσκου


Είναι περισσότερο από πιθανό πως το 2014 θα σημάνει την αναμενόμενη πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς τους επόμενους μήνες συνιστά μια πολύ αληθοφανή δυνατότητα.

Μετά από τέσσερα χρόνια άγριων μνημονιακών πολιτικών, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες στην πραγματική τους στόχευση, που δεν ήταν άλλη από το φόρτωμα της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους και τους φτωχούς, η ελληνική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν, φαίνεται πως θα αναλάβει να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων και από κυβερνητικές θέσεις.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή η πολιτική αλλαγή θα επέλθει δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Η συντελεσμένη οικονομική και κοινωνική καταστροφή κάνει τα πράγματα ασφυκτικά. Ο διεθνής συσχετισμός, από την άλλη, οφθαλμοφανώς ευνοεί τον αντίπαλο. Δεδομένου, μάλιστα, αυτού που διακυβεύεται η αντίδραση θα είναι λυσσαλέα.

Με άλλα λόγια, η προβλεπόμενη πορεία δεν μπορεί παρά να σηματοδοτεί μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Πράγμα που σημαίνει πως αυτό στο οποίο καλούμε τον κόσμο να εμπλακεί πολύ απέχει από την λίγο ως πολύ ομαλή πορεία εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου (;) προγράμματος.

Πρέπει να το λέμε, συνεχώς. Κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Χωρίς μεγάλα περιθώρια τόσο στις επιλογές όσο και στους ρυθμούς.

Το καλό νέο είναι πως η σύγκρουση συνιστά μονόδρομο –να μια χρήση της λέξης, που έχει πραγματική σημασία. Θέλω να πω, αν δεν υπάρξει σύντομα ανάσχεση και αναστροφή της μνημονιακής πορείας δεν είναι απίθανη ακόμη και η ολοσχερής κατάρρευση. Πράγμα που είμαστε υποχρεωμένοι να εμποδίσουμε. Η ολοσχερής κατάρρευση, όνειρο μόνο μηδενιστών σε παράκρουση, προδιαγράφει ένα μέλλον αναντίστρεπτης, μάλλον, βαρβαρότητας.

Με όρους Μπένγιαμιν, η πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα είναι αναγκαία ακριβώς για να βάλει φρένο στην καταστροφή. Να δώσει τη δυνατότητα στους «μικρούς ανθρώπους» να ανασάνουν μετά από πολύ καιρό, να πιστέψουν πως μια ζωή με αξιοπρέπεια είναι διεκδικήσιμη ξανά. Κι έτσι να δημιουργήσει τους όρους ενός αληθινά ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.


Όπως ήδη ειπώθηκε, οι συνθήκες είναι εξαιρετικά προβληματικές. Με μια οικονομία στο χείλος της διάλυσης και με τα αφεντικά έτοιμα να μας πνίξουν. Με τον κόσμο της εργασίας σε μια κατάσταση βουβής αναμονής και την κοινωνική κινητοποίηση σε, προσωρινή έστω, αναστολή. Και, κυρίως, με το αντικειμενικό δεδομένο πως οι συνθήκες ακραίας βιοτικής ανασφάλειας εκτρέφουν πρωταρχικά φόβο, ατομικισμό, κτητικότητα και θανάσιμο ανταγωνισμό σε έναν πληθυσμό που ιδεολογικά ακόμη είναι, από πολλές απόψεις, στην «άλλη πλευρά».


Τι απαιτείται για να τα καταφέρουμε; Αποφασιστικότητα, ανυποχώρητο φρόνημα πως το δίκιο είναι μαζί μας και ξεκάθαρες στοχεύσεις. Όχι πολλά, αλλά σαφή πράγματα.

Στην πραγματικότητα, αυτά που ήδη λέμε. Άμεσο σταμάτημα της δολοφονικής λιτότητας, επαναφορά του εργατικού δικαίου και των εργασιακών σχέσεων στη προμνημονιακή κατάσταση, διασφάλιση της καθολικής και χωρίς όρους πρόσβασης όλων στα δημόσια αγαθά του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος, της υγείας, εξασφάλιση ενός βασικού εισοδήματος για όλον τον πληθυσμό. Και, μαζί, εκκίνηση μιας διαδικασίας ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων και κατηγοριών και μιας προσπάθειας παραγωγικού μετασχηματισμού με δημόσιες επενδύσεις και μεγάλη ενίσχυση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας -και πρώτη μέριμνα τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Αυτά μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ασφάλειας και μια διάθεση, επομένως, μεγαλύτερης εμπλοκής του κρίσιμου αριθμού ανθρώπων στους αγώνες. Αντί να θέτουμε τα ζήτημα της ανάγκης για αντιμετώπιση της «ανάθεσης» με διακηρυκτικούς όρους έκκλησης θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η διαλεκτική ανάθεσης και συμμετοχής, προσμονής και εγρήγορσης είναι εξαιρετικά σύνθετη και αστάθμητη. Αν κάτι, όμως, είναι βέβαιο αυτό είναι πως η σαφήνεια και η εμφανής μεροληπτικότητα των πολιτικών πρωτοβουλιών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.

* * *

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ριζοσπαστικών πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών είναι, όπως συχνά έχει δείξει η ιστορία, πως έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσουν μέσα στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Που σημαίνει πως η Αριστερά εμφανίζεται ως λύση όταν τα προβλήματα γίνονται εξαιρετικά δύσκολα.

Εδώ βρισκόμαστε. Τίποτε δεν θα είναι εύκολο. Και τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο –ας λέει ό,τι θέλει το ΚΚΕ. Ο φόβος που επέδειξε το διεθνές σύστημα στην περίοδο των εκλογών του 2012 είναι ένας δείκτης αυτού του απροσδιόριστου, με την θετική έννοια, χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Η μακροχρόνια υποχώρηση της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, σε μια βαθειά απογοήτευση σχετικά με τη δυνατότητα αλλαγής του συστήματος, σε μια αποπνικτική, καταθλιπτική, αίσθηση πολιτικής ανικανότητας. Η ανάκαμψή της, έτσι ώστε να αναλάβει το μεγάλο έργο του απαραίτητου και απολύτως επίκαιρου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, θα κριθεί κατεξοχήν από την επιτυχία της να ανταποκριθεί στα πρώτα βήματα, μερικά από τα οποία επισήμανα παραπάνω.

Γιατί ο περίφημος συσχετισμός δυνάμεων, εγχώριος και διεθνής, δεν υπάρχει στατικά και αναλλοίωτα, αλλά παράγεται συνεχώς. Από αυτά που κάνουμε και από αυτά που δεν κάνουμε. Από αυτά που λέμε και από το πώς τα λέμε, από την αίσθηση που αποπνέουμε.


Ασυνέχεια και αριστερή αντιπολίτευση στο κράτος:
για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της Αριστεράς

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ “θα κάνει τελικά αυτά που λέει” δεν εξαρτάται μόνο ή πρωτίστως από την αποφασιστικότητα και την ηθική ακεραιότητα των στελεχών του. Αν και οι ποιότητες αυτές θα παίξουν φυσικά ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, η δραστικότητά τους θα κρίνεται κάθε φορά σε συνθήκες πολυπλοκότερες. Όπως και να το διατυπώσουμε, λοιπόν, το ερώτημα περί “συνέπειας” του ΣΥΡΙΖΑ ρωτά, στην πραγματικότητα, αν μια μη αστική κυβέρνηση μπορεί να “επιβιώσει” πολιτικά στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους. Αυτό θα είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς: μία μη αστική κυβέρνηση εντός ενός καπιταλιστικού κράτους, καθώς το τελευταίο δεν ταυτίζεται φυσικά με την κυβέρνηση – εξ ου και δεν αλλάζει με κάθε πολιτική μεταβολή. Απο εκεί, νομίζω, ξεκινά μια (απαιτητική) συζήτηση για το τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Στο βαθμό που μια τέτοια κυβέρνηση δεν είναι “σαν τις άλλες”, δεν μπορεί εξ ορισμού να στηριχτεί στα θεμέλια των προηγούμενων: στο δόγμα “έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάμε”. Από αυτή τη σκοπια, λοιπόν, το να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ “αυτά που λέει” σημαίνει υποχρεωτικά μια ασυνέχεια μέσα στο κράτος, όψεις της οποίας περιγράφει με σαφήνεια η πολιτική απόφαση του Ιδρυτικού του Συνεδρίου [1]. Ασυνέχεια στο κράτος: ανατροπές του νομικού και θεσμικού πλαισίου που μέχρι τώρα θεωρούνταν δεδομένο (στην οικονομική πολιτική, τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τις διεθνείς σχέσεις κ.ά), τουλάχιστον στις βασικές γραμμές, σε ό,τι αφορά δηλαδή το κυρίαρχο μοντέλο συσσώρευσης διά της αφαίρεσης πλούτου, τη διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσης και την επιβολή μιας σειράς κοινωνικών ιεραρχιών (εθνικών, έμφυλων κ.ο.κ).

Το εύρος αυτής της ασυνέχειας δεν θα κριθεί από τις αγαθές προθέσεις του προσωπικού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Θα εξαρτηθεί από την έκβαση συγκρούσεων με “μηχανισμούς και κατεστημένες νοοτροπίες”, που θά΄ λεγαν και οι νεοφιλελεύθεροι, καθώς και με το σημερινό προσωπικό του κράτους, που αν και δεν θεωρεί ότι επιτελεί πολιτικό ρόλο, επιτελεί πολιτικότατο. Ας ακούσουμε τι λέει ο Αλτουσέρ για την περίπτωση της Γαλλίας:

“Η τεράστια πλειοψηφία των υψηλόβαθμων δημόσιων υπαλλήλων, πολιτικών, στρατιωτικών ή αστυνομικών, είναι μεγαλοαστοί καταγωγής ή καριέρας. Και καθώς προχωράμε στην ιεραρχία και στην υπευθυνότητα, [τ]ο κράτος γίνεται πια τόσο πολύπλοκο που καθώς φτάνουμε μπροστά σ’ ένα γκισέ του PTT, του SNCF ή της Κοινωνικής Ασφάλισης, έχουμε χάσει εδώ και καιρό την ταξική πολιτική που από απόσταση αλλά επίμονα κυβερνά όλους τους διοικητικούς μηχανισμούς, και μπορούμε να έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε, σύνθετες ασφαλώς, «τυπικότητες», οι οποίες θα μπορούσαν να απλοποιηθούν και είναι «φυσικές». Τι πιο φυσικό από το να αγοράσουμε ένα καρνέ εισιτηρίων για το λεωφορείο ή μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών; Ακριβώς όμως, στη Γαλλία σχετικά με την κάρτα απεριορίστων διαδρομών, υπάρχει ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας, που αμφισβητεί το καλώς-θεμελιωμένο της αύξησης της τιμής της. Από τη στιγμή δε που πρόκειται για χρήματα, δεν έχουμε καθόλου πλέον την ίδια εντύπωση αυτής της «φυσικής τυπικότητας» όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ταμείο της εφορίας, ούτε ακόμα όταν καταπίνουμε τους τρομερούς έμμεσους φόρους που υφαρπάζουν υπεραξία από το λαϊκό πορτοφόλι” [2].

Με πιο θεωρητικούς όρους, ο Πουλαντζάς εξηγεί ότι

το καπιταλιστικό κράτος, μέσα από μια σειρά “τελετουργιών, μορφών λόγου και δομικών τρόπων θεματοποίησης και πραγμάτευσης των προβλημάτων”, μονοπωλεί τη γνώση και αποκλείει με αυτόν τον τρόπο τις μάζες από οποιαδήποτε αποτελεσματική συμμετοχή στην πολιτική εξουσία [3].

Μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, λοιπόν, η έκβαση των οποίων είναι φυσικά άγνωστη εκ των προτέρων, θα δοκιμάζεται διαρκώς η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς να λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που περιγράφουν οι προαναφερθέντες: η δυνατότητά της, τελικά, να ασκεί αριστερή “αντιπολίτευση” στο κράτος. Και είναι γι΄ αυτό που, μπροστά στις συγκρούσεις αυτές, θα δοκιμάζεται η ισορροπία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν κάθε κόμμα: η πρώτη αφορά το κόμμα ως οργανωτή κοινωνικών συμμαχιών, σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης· η δεύτερη έχει να κάνει με το κόμμα ως παραγωγό κρατικής πολιτικής [4].

Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι τα κόμματα της Αριστεράς που άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα μέχρι σήμερα, σε άλλες δεκαετίες μάλιστα με προγράμματα πιο συγκρουσιακά από το δικό του, υπέκυψαν στην “πεπατημένη”: στη συνέχεια του κράτους. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από τους λόγους που παράτησαν τις ταξικές και κοινωνικές τους αναφορές, υιοθετώντας πιο εθνικά ιδιώματα - λες και κάτι τέτοιο θα ήταν χωρίς συνέπειες. 

Προκρίνοντας λοιπόν την αποτελεσματικότητα ως προς τη δεύτερη λειτουργία, αυτήν της κρατικής πολιτικής, σε βάρος της πρώτης, τα κόμματα αυτά αφέθηκαν να μετατραπούν από “μεσίτες” της κοινωνίας προς το κράτος, σε “μεσίτες”-διαμεσολαβητές του κράτους προς την κοινωνία, απογοητεύοντας τα βασικά κοινωνικά τους στηρίγματα. Δεν συνέβη γιατί το πολιτικό τους προσωπικό υπήρξε ανέντιμο και “πρόδωσε” ή “βολεύτηκε”: ασφαλώς υπήρξαν και τέτοιες διαστάσεις. Συνέβη, αντίθετα, γιατί τα κόμματα αυτά έχασαν (αν υποτεθεί ότι την έδωσαν στα σοβαρά) μία πολιτική μάχη, υποτιμώντας ή αποτυγχάνοντας στο κοινωνικό πεδίο: σ΄ αυτό που, κάπως αφηρημένα και παραδοσιακά, λέμε ακόμα “οργάνωση του λαού” -σε κομματικές οργανώσεις, σωματεία, πολιτιστικά κέντρα, συνεταιρισμούς, συλλόγους φοιτητών, γυναικείες οργανώσεις και κινήματα- και στα ιδεολογικά-“ταυτοτικά περιεχόμενα” αυτής της οργανωτικής λειτουργίας.

Όσο κι αν οι επικείμενες εκλογικές μάχες έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, νομίζω ότι είναι κρίσιμο ο ΣΥΡΙΖΑ να τις δώσει (και) υπ΄ αυτό το πρίσμα. Εξίσου κρίσιμο, από άλλη σκοπιά, είναι να κατοχυρώσει τις προϋποθέσεις μιας κομματικής λειτουργίας στην κατεύθυνση αυτή, με συγκεκριμένες επεξεργασίες και με “πρακτικά” παραδείγματα. Έχει πολύ σοβαρούς λόγους για να το αποπειραθεί, και ακόμα περισσότερους να το πετύχει. Κατά τα άλλα, το κράτος, όπως ξέρουμε και από άλλες περιπτώσεις, δεν είναι καθόλου ανίκητο.

______________________

Σημειώσεις

[1] Πολιτική Απόφαση, κεφάλαιο στ΄, 13-13.29 [http://goo.gl/DlWqGV]

[2] Λουί Αλτουσέρ, “Γιατί το κράτος είναι μία μηχανή” (μετάφραση: Μιχάλης Σκομβούλης), Θέσεις τχ. 113 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) [http://goo.gl/y2B2uD]

[3] Θέμης Ανδριόπουλος, “Νίκος Πουλαντζάς - Μισέλ Φουκώ: ΄Μονομάχοι" ή "Συνδαιτυμόνες΄, Ουτοπία τχ. 72 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006) [http://goo.gl/zdfqKC]

[4] Μεταξύ άλλων: Σπουρδαλάκης, Μ. (1998) (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα– Κράτος– Κοινωνία, Πατάκης· Βερναρδάκης, Χ. (2004), Η ίδρυση και η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ: Από το«κόμμα μαζών» στο «κόμμα του κράτους» [http://www.vernardakis.gr/uplmed/8_evolution%20pasok.pdf]

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Τα ανοιχτά ερωτήματα της Σοσιαλδημοκρατίας


 του Νικόλα Σεβαστάκη


Στους κλονισμούς που έφερε η κρίση στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, ειπώθηκε συχνά ότι η Κεντροαριστερά δεν έχει πλέον νόημα. Οταν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και τα προγράμματα αναμορφωτικής λιτότητας σφραγίζονται από μια πειθαρχική νεοφιλελεύθερη λογική, η πραγματικότητα γίνεται, «αντικειμενικά», διχοτομική. Ετσι άλλωστε και η καταβύθιση του ΠαΣοΚ ερμηνεύθηκε ως απόδειξη της καθολικής (αν όχι οριστικής) χρεοκοπίας κάθε εκδοχής Σοσιαλδημοκρατίας.

Σήμερα - λέει το ίδιο επιχείρημα - υπάρχει μια κοινωνική πόλωση η οποία μεταφράζεται, αναπόδραστα, σε πολιτικό ανταγωνισμό για την εξουσία. Ολες λοιπόν οι αξιώσεις για διαφορετική ερμηνεία της κατάστασης και των προοπτικών της συνιστούν είτε μετέωρη ηθικολογία είτε μεταμφιεσμένη ιδιοτέλεια όσων γυρεύουν να διασωθούν από την πολιτική κατακρήμνιση. Και κάπως έτσι, με μια τέτοια εξήγηση, κλείνει και η όλη συζήτηση.

Νομίζω ότι η παραπάνω προσέγγιση στο ζήτημα της Σοσιαλδημοκρατίας είναι λανθασμένη. Εχει με το μέρος της αληθινά ερωτήματα και βάσιμες υποψίες αλλά κατασκευάζει μια υπερβολικά μονοσήμαντη εικόνα για την πραγματικότητα.

Στις τελευταίες δεκαετίες η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε ή δεν επιδίωξε να αποτελέσει πολιτικό αντίβαρο στα κύματα των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Τις περισσότερες φορές υιοθέτησε μια πολιτισμικά διακριτή αλλά σε κρίσιμα σημεία παρόμοια ατζέντα με αυτήν των κεντροδεξιών και συντηρητικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή κυριάρχησε η πεποίθηση ότι οι όποιες λαϊκές και κοινωνικές αναφορές των προοδευτικών κομμάτων ανήκουν στο παρελθόν, στην εποχή των αρχαϊσμών και της ταξικής πάλης. Γι’ αυτό και επιλέχθηκαν με εκλογικό πανικό νέα κοινά-στόχοι, οι μεσαίες τάξεις της γνώσης και της πληροφορίας ή οι λεγόμενοι θύλακες καινοτομίας στην κοινωνία. Η ιδέα ότι έχουμε περάσει από τις κοινωνίες των αντιθέσεων στις κοινωνίες των soft αποχρώσεων βρήκε εν τέλει απροετοίμαστη την Κεντροαριστερά απέναντι στο νέο κοινωνικό ζήτημα και στις οικονομικές καταστροφές των τελευταίων χρόνων. Ετσι άλλωστε «ανδρώθηκαν» τα διάφορα Εθνικά Μέτωπα όσο οι σοσιαλδημοκρατίες μετατρέπονταν σε κόμματα προυχόντων και ειδικών παραγόντων.

Η ελληνική περίπτωση έχει βέβαια και άλλα στοιχεία. Η αναφορά στον εκσυγχρονισμό και ο αφορισμός του λαϊκισμού λειτούργησαν για κάποια χρόνια ως μια μίνιμουμ ταυτότητα ενός χώρου που δεν απαντούσε σε σημαντικά ερωτήματα: πώς φτιάχτηκε το ελληνικό μοντέλο ευημερίας, ποιες αξίες και οικονομικές πρακτικές ενθαρρύνθηκαν από τις ελίτ της ύστερης Μεταπολίτευσης, ποια πολιτική μπορεί να υπερασπιστεί τα δημόσια αγαθά και την κοινωνική πρόοδο; Παρόμοια ερωτήματα είτε δεν αντιμετωπίστηκαν καθόλου είτε παράπεσαν ως υποσημειώσεις μέσα σε μια εκσυγχρονιστική ρητορεία που συνδυαζόταν με την ικανοποίηση που πρόσφερε το να ανήκει κανείς στο κόμμα του κράτους.

Τα χρόνια προ της κρίσης δεν μπόρεσε να σταθεί επίσης ένα πραγματικό ρεύμα ηθικής και διανοητικής μεταρρύθμισης στην ελληνική κοινωνία. Το πρόβλημα της σύγχρονης συλλογικής μας ταυτότητας στριμώχτηκε ανάμεσα σε έναν ξινό ορθολογισμό με μορφή κατήχησης και σε διάφορους απίθανους εθνικισμούς της «αντίστασης στη δυτική αλλοτρίωση».

Τι γίνεται όμως σήμερα ύστερα από τρία και περισσότερα χρόνια βύθισης; Εχουν έλθει βίαια στην επιφάνεια όλα τα πολιτικά και πνευματικά κενά των προηγούμενων δεκαετιών. Και είναι προφανές ότι η απάντηση σε αυτά τα κενά και ιδίως η διαμόρφωση ρυθμιστικών ιδεών για την υπέρβαση της κρίσης χρειάζεται ένα πνεύμα διαλόγου. Οχι το ύφος του επιθετικού τελεσιγράφου ούτε όμως και μια, εκτός τόπου και χρόνου, αντίληψη για εθνικές συναινέσεις σε μονόδρομους. Με άλλα λόγια, η κριτική, και η κριτική σε εγχειρήματα όπως αυτό των «58», δεν μπορεί να είναι μια παραλλαγή της γνωστής αγανάκτησης «κατά των ενόχων».

Η βασική αυταπάτη που καλλιεργείται στους χώρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η ιδέα μιας Ελλάδας που εξαιτίας της κρίσης έγινε ή γίνεται Λατινική Αμερική. Στη βάση αυτή προβάλλει η βεβαιότητα ότι κάθε εκδοχή Σοσιαλδημοκρατίας είναι νεκρή ή απλώς ένα υποσύστημα των νεοφιλελεύθερων ελίτ. Αυτή η αντίληψη παραβλέπει ένα σημαντικό γεγονός: ότι υπάρχει ένας δημοκρατικός κόσμος που θέλει την πρόοδο και τρομάζει με τις ανισότητες αλλά δεν αναγνωρίζεται στον θορυβώδη αντισυστημισμό και στη διαρκή κινηματική φαντασίωση. Και ότι παρά τον κλυδωνισμό ταυτοτήτων και δεσμών μέσα στην κρίση, η χώρα αποτελεί πάντοτε τμήμα ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και πολιτισμικού χώρου.

Από την άλλη, ωστόσο, είναι ορατή μια άλλη αυταπάτη: ότι στην Ελλάδα με τα μαγκάλια, τη μαζική ανεργία και τους κατακουρασμένους πολίτες μπορεί να δοκιμαστεί ένα είδος απογειωμένου «μπλερισμού». Την ίδια στιγμή που ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας βρίσκεται στην πράξη εκτός κοινωνικού συμβολαίου και ανοίγονται νέα επικίνδυνα, οικονομικά και πολιτισμικά, χάσματα.
Τόσο η λυρική επίκληση ενός ελληνικού «τσαβισμού» όσο και μια Σοσιαλδημοκρατία που θα στόχευε να προβάλει το 2014 την κεντρώα μεταπολιτική είναι αδύναμα σενάρια. Ζούμε σε μια άλλη συνθήκη που επιβάλλει να ξαναδούμε τα περιεχόμενα κάθε πολιτικής υπόσχεσης δίχως καθήλωση σε ετοιμοπαράδοτες ταυτότητες, εξωτικές ή όχι. Το τι είναι ριζοσπαστικό και τι όχι, το ποιος είναι ο ελιτίστικος και ποιος ο λαϊκός ευρωπαϊσμός, το τι εννοούμε δίκαιη λιτότητα και κοινωνική ανασυγκρότηση, όλα αυτά αποτελούν καλά ερωτήματα. Και στα ερωτήματα δεν ταιριάζει περιφρόνηση, ακόμα και αν πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να δώσουμε τις ίδιες απαντήσεις.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Πηγή Βήμα, ecoleft

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Christmas Eve. Ο Ήγκλετον για τον Χριστό - Ο Χριστός στη Μανωλάδα




του Χρήστου Λάσκου


Σκέφτηκα για σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων του 2013, αντί επιφυλλίδας να παραθέσω μια σειρά από σκέψεις του γνωστού και μη εξαιρετέου Ιρλανδού μαρξιστή Τέρυ Ήγκλετον.  Ο ίδιος τις επεξεργάστηκε στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει έναν ορυμαγδό «αθεϊστικών» γραπτών της πρόσφατης αγγλοαμερικανικής βιβλιοπαραγωγής, μεταξύ των οποίων αυτά του Ρίτσαρντ Ντόκινς, του Κρίστοφερ Χίτσενς και του Ντάνιελ Ντένετ.  Τα βιβλία των οποίων, κατά τη γνώμη του, βρήκαν απήχηση αντιστρόφως ανάλογη προς την αξία τους.  

Στην πραγματικότητα, αυτό για το οποίο εγκαλεί τους συγκεκριμένους φιλελεύθερους είναι πως πλασάρουν έναν τζάμπα αθεϊσμό, δογματικό όσο και ο ισλαμισμός των ταλιμπάν. Και, ακόμη χειρότερα, πως, αν αυτό στο οποίο επιτίθενται είναι η θρησκεία, τότε δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, στο μέτρο που ελάχιστα γνωρίζουν γι’ αυτήν. Πράγμα που, μάλλον, εξηγεί καλύτερα από ο,τιδήποτε άλλο και το ύφος χιλίων καρδιναλίων (!), με το οποίο εκτοξεύουν τις επιθέσεις τους.

Αυτό που κάνει ο Ήγκλετον, εν τέλει, είναι να επισημάνει με όλη του την κριτική δύναμη πόσο άνευ κόστους είναι μια επίθεση στον χριστιανισμό, όταν δεν δείχνει πρωταρχικά την «κοιλάδα των δακρύων», στην οποία η θρησκεία δεν αποτελεί παρά τον «αναστεναγμό του καταπιεσμένου πλάσματος». Μιλήστε για τον καπιταλισμό ή σταματήστε να θορυβείτε, είναι η προτροπή που απευθύνει στους φιλελεύθερους –που πολύ εύκολα, όπως έχει δείξει, άλλωστε η πρόσφατη ιστορία, αναβαθμίζονται πρακτικά σε νεοφιλελεύθερους. 

***

Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να νομιστεί πως ο ίδιος ο Ήγκλετον είναι θρησκόφιλος (!). Κάθε άλλο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει, «[δ]ύσκολα κανείς αποφεύγει την αίσθηση ότι ένας Θεός τόσο λαμπρός, επινοητικός και ευφάνταστος, όπως αυτός που ενδεχομένως θα μπορούσε να υπάρχει, θα ήταν ικανός να κατεβάσει κάποια καλύτερη ιδέα από την θρησκεία για να σώσει τον κόσμο». 

Και, επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία πως, παρόλο που δεν γίνεται να μην ελεγχθούν με τον αυστηρότερο τρόπο οι φιλελεύθεροι αθεϊστές για ασύγγνωστη προχειρότητα,  «[π]ρωταίτιος της διανοητικής ατημελησίας των επικριτών του είναι βεβαιότατα ο ίδιος ο χριστιανισμός. Με εξαίρεση την ιδιάζουσα περίπτωση του σταλινισμού, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ιστορικό κίνημα που να έχει προδώσει με ποταπότερο τρόπο τις επαναστατικές του καταβολές. Ο χριστιανισμός έχει προ πολλού αλλάξει στρατόπεδο […] [Έ]χει ως επί το πλείστον μετατραπεί σε θρήσκευμα των ευκατάστατων προαστίων αντί να εκπροσωπεί την συγκλονιστική υπόσχεση που προσφέρθηκε στους ανυπόληπτους της κοινωνίας και στους μυστικούς αντιαποικιοκράτες μαχητές με τους οποίους έκανε παρέα ο Ιησούς. Η διάθεση των ευκατάστατων προαστίων απέναντι στους […] «ανεπρόκοπους» […] είναι βασικά να τους ξεπλύνουν από τους δρόμους σα λεκέδες. Η εν λόγω συνωμοταξία ευσέβειας τρομοκρατείται στη θέα ενός γυναικείου στήθους, αλλά θορυβείται απείρως λιγότερο από τις αισχρές ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Θρηνεί τον θάνατο ενός εμβρύου, αλλά δεν φαίνεται να συγκινείται με τα παιδιά που γίνονται παρανάλωμα του πυρός στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σε γενικές γραμμές, λατρεύει έναν Θεό βλάσφημα πλασμένο κατ’ εικόνα της –έναν καλοξυρισμένο, κοντοκουρεμένο, οπλοφορούντα, σεξουαλικό ψυχαναγκαστικό Θεό, με ιδιαίτερη αδυναμία στο οντολογικά προνομιούχο κομμάτι ακριβώς νοτίως του Καναδά και βορείως του Μεξικού […]».

Κι αυτό παρ’ όλο που ο Ιησούς είναι ό,τι περισσότερο απομακρυσμένο και εχθρικό απέναντι στους νερντς των προαστίων, απέναντι στους ωφελιμιστές και παρανοϊκά ατομικιστές προτεστάντες –και όχι μόνο– των μοντέρνων καιρών. Στο λόγο του είμαστε πλάσματα του Θεού στο μέτρο –και μόνο τότε– που υπάρχουμε καθαρά χάριν ευχαρίστησης. Ούτε για τη δουλειά, ούτε για την περιουσία και την  «προκοπή». Μόνο για την ευχαρίστηση. 

Με τα λόγια του Ήγκλετον και πάλι, «[τ]ο ερώτημα που έθεσε ο ριζοσπαστικός ρομαντισμός, ο οποίος υπό αυτό το πρίσμα συμπεριλαμβάνει τον Καρλ Μαρξ, είναι το ποιοι πολιτικοί μετασχηματισμοί θα ήταν απαραίτητοι για να γίνει κάτι τέτοιο πραγματικά εφικτό. Ο Ιησούς, σε αντιδιαστολή με την πλειονότητα των υπεύθυνων Αμερικανών πολιτών, εμφανίζεται να μην κάνει καμιά δουλειά, ενώ κατηγορείται ως κοιλιόδουλος και μεθύστακας. Παρουσιάζεται ως άστεγος, χωρίς υπάρχοντα, ταγμένος εργένης, πλανόδιος οδοιπόρος, κοινωνικά περιθωριακός, περιφρονητής των συγγενικών δεσμών, ανεπάγγελτος, φίλος των απόβλητων και των παριών, αποστρεφόμενος τα υλικά αποκτήματα, χωρίς φόβο για την ασφάλειά του, αμελής όσον αφορά τους κανόνες αγνότητας, επικριτής της παραδοσιακής αυθεντίας, αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου και μάστιγα για τους πλούσιους και τους ισχυρούς […] Βρίσκεται μεταξύ χίπη και πολεμιστή. Σέβεται το εβραϊκό Σάββατο όχι επειδή το τελευταίο σημαίνει εκκλησιασμό, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει μια προσωρινή απόδραση από το βάρος της εργασίας. Το Σάββατο έχει να κάνει με την ξεκούραση, όχι με την θρησκεία. Ένας από τους καλύτερους λόγους για να είσαι χριστιανός, όπως και σοσιαλιστής, είναι το ό,τι δεν σου αρέσει να δουλεύεις και απορρίπτεις την έμφοβη ειδωλολατρία που κάτι τέτοιο εμπεριέχει –ειδωλολατρία τόσο διαδεδομένη σε χώρες σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αληθινά πολιτισμένες κοινωνίες δεν οργανώνουν έξτρα-δυναμωτικά πρωινά μέσα στα άγρια χαράματα».   

Που πάει να πει πως ο Ιησούς, όπως κι αν το δεις, φέρνει πολύ σε αναρχοκομμουνιστικό φρικιό, μίασμα για κάθε ορθώς σκεπτόμενο άτομο της «εποχής» μας. Σίγουρα, πάντως, «δεν φέρνει ούτε κατά διάνοια σε φιλελεύθερο. Δεν θα γινόταν καλό μέλος επιτροπής. Ούτε θα τα πήγαινε καλά στη Γουόλ Στριτ, όπως δεν τα πήγε καλά με τα γραφεία συναλλάγματος στο ναό της Ιερουσαλήμ». Είναι με τους «ανεπρόκοπους», τους «αποτυχημένους», τα αποβράσματα και τα σκουπίδια της κοινωνίας. Απεχθάνεται τους πλούσιους και δεν συναγελάζεται μαζί τους. 

Γι’ αυτό και «[ο]ποιοδήποτε κήρυγμα του Ευαγγελίου αποτυγχάνει να αποτελέσει σκάνδαλο και ύβρι για το καθεστώς είναι [από τη σκοπιά που διαμόρφωσε ο Ιησούς, με το λόγο, αλλά και το βλέμμα του] άχρηστο». Τελική συναγωγή: «Αν δεν αγαπάς είσαι νεκρός, κι αν αγαπάς θα σε σκοτώσουν»

***

Θεώρησα καλό, μέρα που είναι να μεταφέρω τις παραπάνω σκέψεις. Η συνολική οπτική του Ήγκλετον καταγράφεται με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Λογική, Πίστη και Επανάσταση (μτφ. Πέτρος Γεωργίου, Πατάκη, 2011), από το οποίο πήρα τα παραθέματα προκειμένου να τσιγκλίσω για την ανάγνωση του, μια και το θεωρώ ένα από τα καλύτερα δοκιμιακά έργα εδώ και χρόνια. Κάποιες δικές μου σχετικές σκέψεις περιλαμβάνονται στα άρθρα Τα Χριστούγεννα και η Αριστερά και Η Αριστερά και το Ευαγγέλιο

Καλά Χριστούγεννα.

Red NoteBook


Προσθήκη: 18 Απριλίου 2014

Ο Χριστός στη Μανωλάδα. 

του Χρήστου Λάσκου


20  Και αυτός σηκώσας τους οφθαλμούς αυτού εις τους μαθητάς αυτού έλεγε∙ Μακάριοι σεις οι πτωχοί, διότι υμετέρα η βασιλεία του Θεού […] 24 Πλην ουαί εις εσάς τους πλουσίους, διότι απηλαύσατε την παρηγορία σας.
-Κατά Λουκάν στ΄, 20-24


Είναι γνωστό πως για τον Ιησού, μια από τις επιδραστικότερες προσωπικότητες στην ανθρώπινη ιστορία, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε πηγές έξω από αυτές που συνδέονται με τον πιο άμεσο τρόπο με τη χριστιανική ομολογία. Κάτι μισόλογα στο Φλάβιο Ιώσηπο, γραμμένα, μάλιστα, πολλές δεκαετίες μετά από τη Σταύρωση, είναι όλα όσα, νομίζω, διαθέτουμε σχετικά.

Πράγμα που σημαίνει πως τα Ευαγγέλια, εκτός από τα καλά νέα, για όσους αποδέχονται τον θεόπνευστο χαρακτήρα τους, προσφέρουν, κατ’ αποκλειστικότητα, και όλες τις πληροφορίες προκειμένου να προσεγγιστούν, από ιστορική άποψη,  τα ιδρυτικά γεγονότα ενός μαζικού συμβάντος, που έμελλε να προσδιορίσει καίρια τα 2000 χρόνια, που ακολούθησαν.

Μόνο τα Ευαγγέλια, λοιπόν, μιλούν για τον Χριστό. Η δική τους παρουσίαση είναι ό,τι διαθέτουμε. Ο Χριστός είναι ο Χριστός των Ευαγγελίων ή δεν είναι τίποτε.

Και σίγουρα δεν βοηθάει να επιχειρούμε να βγάλουμε συμπεράσματα γι’ αυτόν και τους πρωτοχριστιανούς βάσει των μετέπειτα πρακτικών πολλών «δικών του», περιβόητων σφαγέων, από τον Κωνσταντίνο και τον Θεοδόσιο –«Μεγάλοι» και οι δύο- έως τον Τορκουεμάδα και ων ουκ έστιν αριθμός έκτοτε.

Όπως δεν προσφέρει πολλά η προσπάθεια να ταυτίσουμε τον Ιησού με κάποιο ιστορικό πρόσωπο, για το οποίο έχουμε περισσότερες ανεξάρτητες πληροφορίες. Ο σύγχρονός του επαναστάτης από τα Γάμαλα ή ο Ναζαρηνός «Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης» των Εσσαίων, είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτοποιηθούν επαρκώς, ώστε η αναφορά να έχει οποιοδήποτε νόημα.

Ό,τι έχουμε είναι ο Χριστός των Ευαγγελίων.

Ο οποίος, μ’ όλο που τα Ευαγγέλια μεταξύ τους παρουσιάζουν διαφορές και μεγάλες, κάποιες φορές, αποκλίσεις,  δεν υπάρχει νομίζω αμφιβολία πως αντιστοιχεί σε μια κατεξοχήν επαναστατική φυσιογνωμία.

Στην παρέμβασή μου (1), στο σπουδαίο Συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που έγινε στην Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2013, υποστήριξα πως ευαγγελικές διατυπώσεις, όπως αυτή του εισαγωγικού παραθέματος, ή η άλλη που ισχυρίζεται πως ««ευκολότερο είναι να περάσει καραβόσκοινο από το μάτι της βελόνας, παρά να εισέλθει πλούσιος στο Βασίλειο του Θεού» είναι εξίσου ριζοσπαστικές με το επαναστατικό απόφθεγμα πως «δεν αρκεί να είσαι με τους φτωχούς, πρέπει να είσαι και εναντίον των πλουσίων».

Αντιγράφω: «Η βίαιη επίθεση του Ιησού εναντίον των εμπόρων του Ναού, μαζί και η διαχρονική αντιμετώπιση του χρήματος ως μιαρού και του τόκου ως αμαρτίας, τουλάχιστον από τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς, εικονοποιεί με πολύ σαφή τρόπο αυτήν την πρακτική στάση.

Ο Χριστός είναι με τους αναγουήμ αδιάλλακτα, είναι στην πλευρά των ενδεών και των απόκληρων. Εκπροσωπεί την συγκλονιστική υπόσχεση που προσφέρθηκε στους ανυπόληπτους της κοινωνίας και στους μυστικούς αντιαποικιοκράτες μαχητές, με τους οποίους έκανε ο ίδιος παρέα.

Τον Χριστό των Ευαγγελίων, όπως γράφει ο Τέρυ Ήγκλετον (Λογική, Πίστη και Επανάσταση, Πατάκη, 2011), «[θ]α τον γνωρίσεις αληθινά όταν δεις το πεινασμένο πλάσμα να χορταίνει με όλα τα καλά και τους πλούσιους να αποδιώχνονται, μένοντας με άδεια χρόνια»».

Ή, όπως το θέτει ο Γκουστάβο Γκουτιέρες, στη Θεολογία της Απελευθέρωσης, «Αγάπη δεν σημαίνει ότι οι καταπιεστές δεν είναι πια εχθροί, ούτε εξαλείφει τη ριζοσπαστικότητα της πάλης εναντίον τους. Η αγάπη για τους εχθρούς, δεν αμβλύνει τις εντάσεις, αλλά μάλλον προκαλεί το όλο σύστημα και γίνεται ανατρεπτική συνταγή» (2)

* * *

Νομίζω πως το κεντρικό μήνυμα των Ευαγγελίων, εξαιρετικά  επίκαιρο σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είναι πως «η τραυματική αλήθεια της ανθρώπινης ιστορίας είναι ένα βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα», που είναι προορισμένο  να αναστηθεί.

Αν είναι, όμως, έτσι δεν μπορώ παρά να μένω εντελώς άφωνος μπροστά στη παταγώδη αδιαφορία της Εκκλησίας για τα τρομερά παθήματα των σημερινών αναγουήμ, αυτών της Μανωλάδας π.χ. ή των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών.  Αδιαφορία που κανένα φιλανθρωπικό έργο -το οποίο καθόλου δεν υποτιμώ στις σημερινές μέρες της φοβερής κρίσης- δεν μπορεί να εξαγνίσει, στο μέτρο που του λείπει η αναγκαία για τη χριστιανική πράξη μαχητικότητα.

Πολλοί θεωρούν πως δεν θα έπρεπε να μένω άφωνος. Πως, βάσει της ίδιας της της ιστορίας, αυτό είναι το απολύτως αναμενόμενο. Ακόμη κι αν έχουν δίκιο, ωστόσο, οι τελευταίοι, δεν μπορεί να μην εγκαλείται ο θεσμός, που εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν κληρονόμος των «εντολών» του Χριστού, τον οποίο, μάλιστα, αντιλαμβάνεται ως Θεό.

Δεν μπορεί να μην εγκαλείται η Εκκλησία, όταν ανέχεται παθητικά, αν δεν αναγνωρίζει ως ευσεβή τέκνα της, αυτούς μπροστά στους οποίους ο κυρ Παντελής του Τζαβέλα είναι ηθικός αδάμας. Και, νομίζω, με την εμπειρία μου του περσινού Συνεδρίου, πως είναι πλειοψηφικός ο ενεργός κόσμος στους κόλπους της που δεν βολεύεται καθόλου με αυτήν της τη στάση.

Καλό Πάσχα.

Πηγή alterthess

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Θέσεις για την αντικειμενική οντολογία: η αντικειμενοστραφής οντολογία είναι ένας κατά το ήμισυ μεταδομισμός


του Terence Blake


1) Η συγχρονική οντολογία θέτει εκ των προτέρων τα πραγματικά στοιχεία του κόσμου και τη φύση των σχέσεών τους.

2) Η υφαιρετική οντολογία του Αλαίν Μπαντιού και η αφαιρετική οντολογία ("αντικειμενοστραφής οντολογία" ή "OOO") του Γκρέιαμ Χάρμαν συνιστούν παραδείγματα συγχρονικής οντολογίας. 

3) Η αντικειμενική [objectuelle] οντολογία θέτει εκ των προτέρων ότι τα πραγματικά στοιχεία είναι αντικείμενα, και ότι τα αντικείμενα αυτά αποσύρονται από κάθε σχέση.

4) Μια άλλου τύπου οντολογία υπάρχει η οποία δεν αποφασίζει πριν από κάθε δυνατή εμπειρία [expérience empirique] περί του πεδίου του πραγματικού: μια οντολογία διαχρονική και μη-φιλοσοφική.

5) Βρίσκουμε σχεδιάσματα διαχρονικής οντολογίας στα έργα των Ζιλ Ντελέζ, Φρανσουά Λαρουέλ, Μπερνάρ Στιλιέρ και Μπρούνο Λατούρ.

6) Η σύγχρονη φιλοσοφική διακύβευση είναι η επιλογή ανάμεσα σε μια συγχρονική και μια διαχρονική οντολογία. Ανάμεσα στη νοσταλγία της δομής και την επιδίωξη της αποδόμησης. Ανάμεσα στους Μπαντιού/Χάρμαν και στους Ντελέζ/Λαρουέλ/Στιλιέρ/Λατούρ.

7) Η αντικειμενοστραφής οντολογία θέλει να είναι ο διάδοχος της αποδόμησης και του μεταδομισμού, αλλά είναι η παρωδία τους, μια νοσταλγική παλινδρόμηση.

8) Η διακηρυγμένη από την αντικειμενοστραφή οντολογία "επιστροφή στα πράγματα" είναι περισσότερο μια επιστροφή στις υπερβατικές αφαιρέσεις, μια επιστροφή στον πλατωνισμό.

9) Μακριά από το να είναι μια δημοκρατική σκέψη του συγκεκριμένου, η αντικειμενοστραφής οντολογία είναι ένας κενός και ελιτίστικος φορμαλισμός. 

10) Η αντικειμενοστραφής οντολογία είναι κολλημένη ανάμεσα στον δομισμό και τον μεταδομισμό, είναι ένας κατά το ήμισυ μεταδομισμός.

Πηγή agent swarm


Πρόχειρη μετάφραση από τα γαλλικά: Weltschmerz K.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

A Christmas Carol (1984)



του Keunermann


Η νουβέλα «Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Charles Dickens δημοσιεύθηκε λίγο πριν τις γιορτές του 1843, και έκτοτε αποτέλεσε αντικείμενο αμέτρητων μεταφορών στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, την όπερα και όπου αλλού μπορεί να φανταστεί κανείς.

Ακόμη και η Ντίσνεϋ έβγαλε το 1983 μια ταινία κινουμένων σχεδίων, όπου τους ρόλους καταλαμβάνουν οι αγαπημένοι μας χαρακτήρες - μεταξύ άλλων οι Γκούφυ, Μίκυ και -σωστά μαντέψατε- ο Σκρουτζ στον ρόλο του... Σκρουτζ. Παρεκκλίνοντας από το συνηθισμένο μας πρόγραμμα, λοιπόν, όντας υπό την επήρεια του πνεύματος των ημερών, παρουσιάζουμε σήμερα μια από τις πλέον αγαπητές μεταφορές της ιστορίας, αυτήν του 1984 με πρωταγωνιστή τον George C. Scott (“Dr. Strangelove”), εγγλέζικης παραγωγής, σε σκηνοθεσία του Clive Donner (οι δυο τους συμμετείχαν και σε μια μεταφορά του “Oliver Twist”, δύο χρόνια πριν), η οποία προοριζόταν για την τηλεόραση. Οι άλλες δυο χριστουγεννιάτικες επιλογές μας ήταν η ταινία “The Gathering” του 1977, που είναι όμως δυσκολότερο να βρεθεί, επίσης για την τηλεόραση, και βέβαια το “Love actually” του 2003, που είναι αρκετά πρόσφατη και γνωστή, και επίσης πολύ ρομαντική. Εν τέλει καταλήξαμε στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», απευθυνόμενοι στους μικρούς και μεγάλους φίλους της στήλης. Πλεονέκτημα της συγκεκριμένης πρότασης συνιστά η έξοχη ερμηνεία του πρωταγωνιστή, για την οποία άλλωστε ήταν υποψήφιος για Emmy, καθώς και το ότι αποτελεί πιστή -στο πνεύμα και το γράμμα- μεταφορά του βιβλίου.

Ποιον μπορεί αλήθεια να ενδιαφέρει η ιστορία ενός αδίστακτου εργοδότη, που απεχθάνεται τη συντροφιά των ανθρώπων, ενός πικρόχολου, σπαγκοραμμένου γερο-τσιφούτη, ο οποίος μεταβάλλεται σε κάποιον που νοιάζεται για τους άλλους; «Αν περνούσε το δικό μου», μας λέει στην αρχή της ταινίας ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, «κάθε ηλίθιος που λέει “καλά Χριστούγεννα!” θα έπρεπε να βράζει στην ίδια του την πουτίγκα και να θαφτεί μ' ένα παλούκι από πουρνάρι στην καρδιά του»! «Σαχλαμάρες!» είναι η αγαπημένη του, περιφρονητική έκφραση προς ό,τι αντιβαίνει στον στυγνό υπολογισμό των κερδών. Το παράδοξο είναι, πως αυτή η στέρηση δυνατοτήτων πλήττει πρωτίστως τον ίδιο, αφού δεν επιτρέπει ούτε στον εαυτό του να ζήσει άνετα. Αποκομμένος από ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών εμπειριών, δίχως φίλους και με συγγενείς που δεν αγαπάει, ο Σκρουτζ ζει ασκητικά, προκειμένου να περιορίζει τα έξοδα του στα ελάχιστα δυνατά, συσσωρεύοντας πλούτο χωρίς αντίκρισμα. Παρακολουθούμε σταδιακά την πορεία αυτού του ανθρώπου προς την εξιλέωση, καθώς -κυριολεκτικά εν μία νυκτί- μεταλλάσσεται σταδιακά σε κάποιον που τρέφει αισθήματα συμπόνιας, ευθύνης κι ενεργού αλληλεγγύης απέναντι στους απόκληρους και καταφρονεμένους. Όλα αυτά έπειτα από την επίσκεψη τεσσάρων φαντασμάτων: αυτό του πρώην συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϋ, και εκείνα των τριών Χριστουγέννων, του παρελθόντος, του παρόντος και, ασφαλώς, του μέλλοντος.


Πέρα από το ηθικό μήνυμα και την αίσθηση λύτρωσης κι ευτυχούς λύσης του δράματος, ζοφερές εικόνες μένουν, ως παρακαταθήκη της θεμελιώδους αμφισημίας της ανθρώπινης συνθήκης, της οποίας εκφραστής είναι εδώ ο Σκρουτζ. Η σκηνή όπου αποκαλύπτονται τα πρόσωπα δυο σκελετωμένων παιδιών, για παράδειγμα, και το παροντικό φάντασμα του λέει: «Είναι τα τέκνα σου. Είναι τα παιδιά όλων όσων περπατούν αόρατοι στη γη. Τα ονόματά τους είναι Άγνοια και Στέρηση. Να τα φοβάσαι. Επειδή πάνω στο μέτωπό τους είναι γραμμένη η λέξη “όλεθρος”. Δηλώνουν την καταστροφή τη δική σου και όλων όσων αγνοούν την ύπαρξή τους.» Ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του και το μέλλον που θα μπορούσε να έχει, με το ενεργώς και το δυνητικά εκτυλισσόμενο νήμα της ύπαρξης του ιδίου και των υπολοίπων που επηρεάζει, με τη θλίψη και την απουσία προορισμού, την νοσταλγία για την απολεσθείσα νιότη και τη βαρβαρότητα μιας εποχής μακρινής, σε σχέση με τη δική μας. Και πόθεν έρχεται το καθαρτικό συμβάν; Από το μέλλον, όπως φαίνεται και από την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι, λοιπόν, η θέα της άδειας καρέκλας του μικρούλη Τιμ, γιου του φτωχού υπαλλήλου του, η σκέψη ακριβώς ενός παιδιού που το εναποθέτουν στο χώμα -μην κλαις, μανούλα, κάποια μέρα θα βγω από ‘κει-, η οποία πυροδοτεί με τη σειρά της μια αλληλουχία ρήξεων, μετασχηματιστική των υφισταμένων δράσεων και νοοτροπιών του ενεργούντος υποκειμένου. Στο τέλος της νύχτας, ο Σκρουτζ δεν είναι πια ο ίδιος. Εφεξής, ενσαρκώνει το πνεύμα των εορτών μέχρι τέλους, τα Χριστούγεννα γίνονται εκ νέου χορός και τραγούδι, και κάθε μέρα είναι Χριστούγεννα και τα παιδάκια είναι το άλας της γης: αυτή είναι η κατάληξη που τον περιμένει.

Ο Ντίκενς δεν είναι κριτικός της πολιτικής οικονομίας, όπως, κατά την περίοδο συγγραφής της ιστορίας, επιχειρούσαν να είναι κάποιοι άλλοι. Δεν διαθέτει την εννοιολογική σκευή, το αναλυτικό πρίσμα ή την μεθοδολογία για να προσεγγίσει τη δυναμική της παραγωγής βιομηχανικής κλίμακας υπό τη σκέπη της γενικευμένης εμπορευματικής κυκλοφορίας. Με την πένα του παρέχει μαρτυρία, σε αυτό και σε άλλα γνωστά έργα του, για τη φτώχεια και την ανισότητα, την εξαφάνιση πλήθους παλαιών επαγγελμάτων και τη συνακόλουθη εξαθλίωση όσων τα ασκούσαν, για την παιδική εργασία και τις κραυγές των καταπιεσμένων, που φτάνουν ως τον ουρανό. Στη χώρα των πολλών μεγάλων, μεσαίων, μα και μικρών «Σκρουτζ» -όπου ο λόγος των κερδών προς τους μισθούς για τις εταιρίες είναι υπερδιπλάσιος σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, και όπου, ήδη πριν το 2008, μια στις δυο υπερωρίες έμεναν απλήρωτες στον ιδιωτικό τομέα-, δεν μπορεί να προσθέσει κανείς πολλά. Θα μπορούσα να σας πω, μαζί με τον μικρούλη Τιμ: «καλά Χριστούγεννα και ο Θεός να σας έχει καλά!».

Αντ' αυτού, θα πω: «σαχλαμάρες».

Πηγή artcore magazine

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Η πολιτική τρέχει να φτάσει την κοινωνία


του Νίκου Ξυδάκη


Το πολιτικό στερέωμα μετασχηματίζεται με εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, σε σχέση με το παρελθόν. Τα πολιτικά γεγονότα είναι πολλά και πυκνά, δείχνουν ώσμωση μεταξύ χώρων, κινητικότητα προσώπων, κερματισμό και ανασύνθεση. Ολα έχουν τη σημασία τους: η πανηγυρική ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα από την Ευρωπαϊκή Αριστερά σε υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν, η κίνηση των 58 για αναδιάταξη της κεντροαριστεράς, η μεγάλη πλειοψηφία που έλαβε ο Φώτης Κουβέλης επανεκλεγόμενος πρόεδρος μια διχασμένης ΔΗΜΑΡ.

Η σταδιακή αποσάθρωση του ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας του μνημονίου, άφησε κενό χώρο, δηλαδή αδέσποτους εκλογείς και ορφανά κοινωνικά στρώματα. Αυτό τον πληγωμένο και σαστισμένο μικρομεσαίο κόσμο, την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, διεκδικούν ο ΣΥΡΙΖΑ, με όρους μιας νέας ηγεμονίας, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, η οποία επανέφερε τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» στη ρητορική της για να διαφοριστεί από την υπό διαμόρφωση Ελιά· και πιο πρόσφατα η Ελιά των 58, με περισσότερα πασοκογενή στοιχεία αυτή, πιο μεταπολιτική και ασαφής ως προς τα κοινωνικά της μηνύματα.

Παρότι όμως οι πολιτικές διεργασίες επιταχύνονται, υστερούν ως προς τις κοινωνικές διεργασίες. Οι πολιτικοί σχηματισμοί κινούνται με εντυπωσιακή βραδύτητα, σε σύγκριση με τις τεκτονικές μετατοπίσεις μέσα στο κοινωνικό σώμα. Δεν καταφέρνουν να στοιχηθούν ευκρινώς με τα νεοπαγή κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που ανέδειξε η κρίση, κυρίως με την οδυνηρά μετασχηματιζόμενη μεσαία τάξη. Ακόμη και ο παλαιότερος και συμπαγέστερος των προειρηθέντων σχηματισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητεί ακόμη τον προγραμματικό λόγο που θα καταφέρει να συσπειρώσει την εκλογική κρίσιμη μάζα.

Πέρα από τα εκλογικά ποσοστά: το σημαντικότερο σε αυτή την ιστορική μετάβαση είναι πώς θα εκφραστούν πολιτικά οι ανάγκες και οι προσδοκίες των πληγέντων από την κρίση. Πώς θα συγκροτηθεί μια συνολική επίγνωση: αφενός μια συνείδηση για τα εγχώρια και διεθνή αίτια, αφετέρου, το κρισιμότερο, μια συνείδηση των αναγκαίων δράσεων για να αναταχθεί η χώρα με όρους συνοχής και δικαιοσύνης.

Υπό αυτή την έννοια, οι αλλαγές ρητορικής, ιδεών, συμμαχιών, οι μετατοπίσεις και οι ανασυνθέσεις, προοικονομούν μια βαθύτερη αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, πολύ βαθύτερη από όσο καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και από όσο φαίνεται στις δημοσκοπήσεις. Στο σημείο ζέσεως η πολιτική καλείται να ακολουθήσει την κοινωνία, λαχανιασμένα, σχεδόν πανικόβλητα. Η κοινωνία, με τη σειρά της, είναι πολυδιαιρεμένη, υλικά και βουλητικά· οι γονατισμένοι δεν ελπίζουν τίποτε, είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το πολιτικό, ακόμη και τις υποσχέσεις στήριξης από την Αριστερά, ακόμη και την αντισυστημική βαναυσότητα της Χρυσής Αυγής. Αλλοι, όχι τόσο απελπισμένοι, θέλουν να εκφραστούν, αλλά ταλαντεύονται άθυμα ανάμεσα σε ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς και τυχοδιωκτικές φωνές· κι εδώ όμως ζυγίζει βαριά η δυσπιστία προς την πολιτική, παρότι δεν εγκαταλείπεται το πολιτικό. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, πάνω σε κοινωνικά ερείπια, η πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω, με παραδοσιακούς τρόπους επιρροής ή χειραγώγησης.

Πηγή βλέμμα

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Derek Wall: Οικονοµίες των κοινών: εναλλακτική απέναντι στις αγορές και τις κρατικοποιήσεις


http://oikotrives.wordpress.com

Ο Derek Wall είναι πρώην κύριος οµιλητής του Κόµµατος των Πρασίνων της Αγγλίας και της Ουαλίας. Είναι ιδρυτικό µέλος της Πράσινης Αριστεράς και της Οικοσοσιαλιστικής Διεθνούς.
Στα βιβλία του συµπεριλαµβάνεται και το “No Nosense Guide to Green Politics”.
Πηγή: Πηγή: http://stirtoaction.com/commons-alternatives-to-market-and-state/

Ο καπιταλισµός έχει αποτύχει. Αφήνοντας τη φροντίδα της κοινωνίας στις αγορές οδηγηθήκαµε σε τεράστιες ανισότητες, κλιµατικό χάος και οικονοµική κρίση. Πρόκειται για ένα νεκροζώντανο σύστηµα, το δόγµα είναι νεκρό αλλά το κτήνος ακόµα περπατά ανάµεσα µας. Μου θυµίζει τα καρτούν όπου ο Μπαγκς Μπάνι τρέχει πέρα από το χείλος του γκρεµού χωρίς να το αντιληφθεί και συνεχίζει να βαδίζει στον αέρα ώσπου συνειδητοποιεί την πραγµατικότητα και αρχίζει η πτώση.

Ωστόσο όσο ο καπιταλισµός βρίσκεται σε κρίση, οι εναλλακτικές δεν είναι προφανείς σε όλους. Το δίληµµα ως τώρα ήταν αγορά εναντίον κράτους. Όσο περισσότερη αγορά τόσο λιγότερο κράτος και αντίστροφα. Η κρατική παροχή αγαθών και υπηρεσιών φαίνεται εγγενώς προβληµατική. Ο κεντρικός σχεδιασµός µειώνει τις επιλογές, αποτυγχάνει να προωθήσει τη δηµιουργικότητα και µπορεί να αποδειχθεί τροµερά αναποτελεσµατικός. Όταν οι αγορές αποτυγχάνουν, οι νεοφιλελεύθεροι υπενθυµίζουν τις αποτυχίες της σοβιετικού τύπου οικονοµίας για να δικαιολογήσουν τη συνέχιση του συστήµατος προσφοράς και ζήτησης.

Στο δίληµµα αυτό υπάρχουν αρκετές ενστάσεις. Σύµφωνα µε τον Friedrich Hayek, οι σχεδιαστές δεν έχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για αποτελεσµατικό σχεδιασµό. Ωστόσο και οι αγορές εκπέµπουν αντιφατικά µηνύµατα και διαδίδουν λανθασµένες πληροφορίες. Σκεφτείτε τον τρόπο µε τον οποίο η απελευθέρωση των αγορών οδήγησε σε εµπορευµατοποίηση υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση και η στέγαση. Οι αγορές οδηγούν στην κερδοσκοπία και η κερδοσκοπία στην καταστροφή. Ο κεντρικός σχεδιασµός είναι προβληµατικός και ελλιπής αλλά η απελευθέρωση των αγορών σταδιακά µολύνει µια οικονοµία µε χάος.

Ο κεντρικός σχεδιασµός µπορεί να είναι δηµοκρατικός µε µέτρα όπως ο συµµετοχικός προϋπολογισµός. Η εθνική υπηρεσία υγείας είναι ένα εξαιρετικό παράδειγµα κρατικά σχεδιασµένης οικονοµικής δραστηριότητας που δουλεύει παρόλο που για να δουλέψει καλύτερα πρέπει να αντιµετωπιστούν οι φαρµακευτικές εταιρίες που πράγουν τόσο ακριβά φάρµακα και οι εταιρίες που ξοδεύουν εκατοµµύρια για να διαφηµίζουν junk food.

Όµως αναπτύσσεται ταχύτατα και η εναλλακτική µιας οικονοµίας βασισµένης στα κοινά αγαθά (commons). Οµότιµη παραγωγή, κοινωνική κατανοµή (social share), συνεργατική κατανάλωση, οικονοµική δηµοκρατία είναι όροι που καλύπτουν την οικονοµική δραστηριότητα που πάει πέρα από την αγορά και το κράτος, βασισµένη στη συνεργασία και την αξιοποίηση της ανθρώπινης δηµιουργικότητας.

Η οικονοµία της κατανοµής (economics of sharing) είναι αναγκαία για να αντιµετωπίσουµε την κλιµατική αλλαγή και άλλα περιβαλλοντικά δεινά. Αν µπορούµε να µοιραστούµε αγαθά, µπορούµε να µειώσουµε την επίδρασή µας στο περιβάλλον ενώ αποκτάµε πρόσβαση σε πράγµατα που χρειαζόµαστε. Το car pooling µπορεί να είναι ένα καλό παράδειγµα και υπάρχει χώρος για παροχή από το κράτος κοινών πόρων – ένα παράδειγµα είναι οι ποιοτικές δηµόσιες συγκοινωνίες. Μια εφαρµογή αποτελεί ο δανεισµός δηµοτικών ποδηλάτων στην πόλη του Λονδίνου.

H οικονοµία των κοινών αγαθών µας πάει πέρα από την εµπορευµατοποίηση. Τα αγαθά παράγονται επειδή είναι χρήσιµα και/ή ωραία και όχι απλά για να παράγουν χρήµα. Η ελεύθερη οικονοµία µπορεί να εξελιχθεί, ο καπιταλισµός δηµιουργεί τεχνητές ελλείψεις, κρατώντας µας επισφαλείς για να µας κάνει να δουλεύουµε και να καταναλώνουµε.

Οι οικονοµίες των κοινών βασίζονται στην αρχή της επικαρπίας. Σύµφωνα µε αυτό το πλαίσιο, µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε κάτι για όσο διάστηµα θέλουµε αρκεί να το αφήσουµε σε καλή ή βελτιωµένη κατάσταση για τους υπόλοιπους χρήστες. Είναι για µένα η βασική αρχή για µια αποτελεσµατική πράσινη και σοσιαλιστική πολιτική. Πράγµατι, ο Μαρξ παρατήρησε στον 3ο τόµο του “Κεφαλαίου”: «Ακόµη και µια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος ή όλες ταυτόχρονα οι υπάρχουσες κοινωνίες στο σύνολό τους, δεν είναι οι ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλά οι κάτοχοί της, οι δικαιούχοι της, και πρέπει να την κληροδοτήσουν σε µια βελτιωµένη κατάσταση στις επόµενες γενιές, όπως “τα καλά κεφάλια του νοικοκυριού”.»

Δεν νοµίζω ότι ουτοπίες ή σχεδιαγράµµατα είναι χρήσιµα και δεν πρέπει να απαντάµε σε κάθε ερώτηση σχετικά µε τα πρακτικά ζητήµατα. Πρέπει να αναγνωρίσουµε ότι ο καπιταλισµός έχει αποτύχει και να αγωνιστούµε πρακτικά και πνευµατικά για µια εναλλακτική πρόταση. Δεν είναι θέµα επιβολής µιας κοινωνικής ανταλλακτικής οικονοµίας, αλλά καταπολέµησης της εµπορευµατοποίησης. Ο εταιρικός κόσµος είναι πρόθυµος να περιφράξει τα κοινά στον κυβερνοχώρο, η αντίσταση στη νοµοθεσία, όπως το ACTA και το SOPA είναι απαραίτητη. Η µάχη για να επανανοµιµοποίηση των καταλήψεων είναι ένα άλλο παράδειγµα. Η στέγαση στο Ηνωµένο Βασίλειο είναι αισχρά εµπορευµατοποιηµένη, στις ΗΠΑ υπάρχουν περισσότερες κενές κατοικίες από τους άστεγους. To να αφήνεις κτίρια άδεια όπως κάνουν οι όµιλοι επενδύσεων θα έπρεπε να είναι ένα έγκληµα, οι άστεγοι άνθρωποι που εκφράζουν τη δηµιουργικότητα µέσω της χρήσης του χώρου θα πρέπει να ενθαρρύνονται.

Για µένα η κρίσιµη στιγµή της ταξικής πάλης είναι ο αγώνας για τα δικαιώµατα ιδιοκτησίας. Όσοι θέλουν µια οικονοµία που λειτουργεί θα πρέπει να επικεντρωθούν στα δικαιώµατα ιδιοκτησίας. Η κατάρρευση των τραπεζών έχει οδηγήσει στο χρέος και αυτό µε τη σειρά του στη λιτότητα. Η ηµερήσια διάταξη είναι να χρησιµοποιήσει το χρέος ώστε να ιδιωτικοποιήσει περαιτέρω την οικονοµία, έτσι ώστε η εκπαίδευση, η υγειονοµική περίθαλψη, η παροχή νερού να ανήκουν σε µακρινούς ιδιοκτήτες και να αξιοποιούνται για την δηµιουργία κέρδους. Μια οικονοµία των κοινών που περνάει αυτούς αλλά και άλλους πόρους στα χέρια των κατοίκων της περιοχής µε στόχο να τους διαχειριστούν όχι για τη βραχυπρόθεσµη απληστία τους µε βάση και τις ιδιοτροπίες των αγορών οµολόγων, αλλά για τις µακροχρόνιες ανάγκες τους Η πολιτική είναι απαραίτητη για τα δικαιώµατα ιδιοκτησίας και οι συχνά αόρατες µάχες πρέπει να γίνουν ορατές και να τις κερδίσουµε.

Υπάρχει µια πνευµατική εργασία , ίσως ονοµαστεί κοµµουνισµός, ή δηµοκρατική συµµετοχή της κοινωνίας µέσω των κοινοτήτων, για να αποδειχθεί ότι η δηµοκρατία των κοινών λειτουργεί. Οι δύο εξέχουσες φυσιογνωµίες εδώ είναι ο Μαρξ και η Elinor Ostrom. Από πολλές απόψεις είναι διαµετρικά αντίθετοι. Η αείµνηστη Elinor Ostrom κέρδισε ένα βραβείο Νόµπελ για το έργο της που δείχνει πως η κοινή ιδιοκτησία µέσω συνεταιρισµών ήταν ένας αποτελεσµατικός τρόπος για τη διαχείριση των φυσικών πόρων. Προέρχεται από φιλελεύθερο υπόβαθρο και το έργο της είναι σχετικό µε τα µικροοικονοµικά. Η δουλειά της βασίζεται σε λεπτοµερείς µελέτες που δείχνουν πώς µια οικονοµία που βασίζεται στη συνεργασία µπορεί να δηµιουργηθεί. Θα πρότεινα τα βιβλία της “Governing the Commons” και το τελευταίο της βιβλίο που δουλέυει µαζί µε τους Amy Potteete και Marco Janssen “Working Together”.

Ο Μαρξ ήταν –λοιπόν- απλά ο Μαρξ! Σε ένα από τα πρώτα έργα του ασχολήθηκε µε την κατάργηση των δικαιωµάτων στα κοινά των γερµανών αγροτών – έγινε παράνοµο για αυτούς να µαζεύουν πεσµένα ξύλα από τα δάση. Στο κεφάλαιο 27 του πρώτου τόµου του “Κεφαλαίου” έδειξε πως τα αγγλικά κοινά κλάπηκαν και περιφράχθηκαν από τις ελίτ. Τα εθνογραφικά σηµειωµατάριά του, όπου ασχολήθηκε µε τα κοινά των αυτοχθόνων, ήταν εκπληκτικά. Για τον Μαρξ η ορθολογική δηµιουργική κοινωνία είναι αυτό-ιδιόκτητη και βασίζεται στο δηµοκρατικό έλεγχο, όπως στην αναπαραγωγή των κοινών. Η εργατική τάξη µπορεί µέσα από την επαναστατική δράση να ξεπεράσει τον καπιταλισµό και να δηµιουργήσει µια κοµµουνιστική κοινωνία. Ο Μαρξ κινείται γύρω από τα κοινά και όχι τη γραφειοκρατία που εγκαθιδρύεται από τα πάνω.

Τόσο ο Μαρξ όσο και η Ostrom ήταν πραγµατικοί πολιτικοί οικολόγοι, πρόθυµοι να δείξουν πώς το λάθος είδος των ανθρώπινων θεσµών και πρακτικών κατέστρεψαν το περιβάλλον. Το έργο της Ostrom είναι προσεκτικό, πλουραλιστικό και απορρίπτει τις συνταγές, και παρ’ότι αναδεικνύει τη σηµασία της οικονοµίας των κοινών, δεν απορρίπτει την αγορά σε άλλες µορφές κρατικής δράσης. Ωστόσο, το έργο της έχει διερευνήσει τα µικρο-θεµέλια µιας µη νοµισµατικής οικονοµίας, κάτι που οι περισσότεροι οικονοµολόγοι θα θεωρήσουν αδιανόητο! Παρ’ ότι απέχει από τις εύκολες αναγνώσεις, το έργο της «Working Together», έχει εκπληκτικές επιπτώσεις. Πέρασε δεκαετίες οικοδοµώντας έναν περισσότερο διαφοροποιηµένο και δηµιουργικό τρόπο σκέψης σχετικά µε την ανθρώπινη οικονοµική συµπεριφορά, µε πραγµατικά καινοτόµο τρόπο.

Ο αγώνας πρακτικά και πνευµατικά πρέπει να αφορά την ανάσχεση της εµπορευµατοποίησης και την επαναθεµελίωση µίας ανταλλακτικής οικονοµίας. Οι οικονοµίες των κοινών δεν καταργούν αυτόµατα την αδικία ούτε εγγυώνται τη βιωσιµότητα, αλλά από την άλλη δε µπορούµε να µείνουµε δεµένοι στο άρµα των αγορών. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, το έργο των οικοσοσιαλιστών, τα πειράµατα εργατικού ελέγχου και των οικονοµιών αλληλεγγύης στη Λατινική Αµερική ή χίλιες άλλες εναλλακτικές λύσεις συγκροτούν αντιπαραδείγµατα ενάντια σε ένα κόσµο αγοραπωλησιών.

µετάφραση-επιµέλεια: 
Πέτρος Μαρκόπουλος,
Παναγιώτης Δήµας

Πηγή ecoleft

Δικό μας σχόλιο: έλεος με την αναφορά στο καρτούν!