Κυριακή 12 Αυγούστου 2012
Immanuel Wallerstein, Προς τα πού πηγαίνουμε;
Αναδημοσίευση από aristeroblog, Τάξεις και Ηθική
Προς τα πού πηγαίνουμε;
του Immanuel Wallerstein* (1)
Έχω γράψει πολλές φορές για τη διαρθρωτική κρίση στο παγκόσμιο σύστημα, πιο πρόσφατα στο New Left Review το 2010 (2) . Εδώ λοιπόν, θα συνοψίσω τη θέση μου απλά, χωρίς να την υποστηρίξω με κάθε λεπτομέρεια. Θα υποστηρίξω τη θέση μου ως ένα σύνολο υποθέσεων. Δεν συμφωνούν όλοι με αυτές τις υποθέσεις, οι οποίες αποτελούν την δική μου εικόνα για το ‘’πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή;’’. Με βάση αυτή την εικόνα, προτείνω να συζητήσουμε για το ερώτημα ‘’πού πηγαίνουμε;’’
Υπόθεση Νο 1: Όλα τα συστήματα, από το αστρονομικό σύμπαν έως τα απλούστερα φυσικά φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των ιστορικών κοινωνικών συστημάτων, έχουν ζωή. Εμφανίζονται σε κάποια χρονική στιγμή και αυτό πρέπει να εξηγηθεί πως συμβαίνει. Έχουν "κανονική" ζωή, οι κανόνες της οποίας πρέπει επίσης να εξηγούνται. Η λειτουργία της ‘’κανονικής’’ ζωής τους, τείνει, με την πάροδο του χρόνου, να τα οδηγεί μακριά από την ισορροπία και από το σημείο αυτό εισέρχονται σε μια δομική κρίση και στον απαιτούμενο χρόνο, παύουν να υπάρχουν. Η λειτουργία της ‘’κανονικής’’ ζωής τους πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα των κυκλικών διακυμάνσεων τους (cyclical rhythms), καθώς και των πάγιων τάσεων (secular trends) τους. Οι κυκλικές διακυμάνσεις αποτελούν ενότητες συστηματικών διακυμάνσεων (φάσεις ανάπτυξης και ύφεσης), μετά τις οποίες το σύστημα επιστρέφει (κανονικά) σε ισορροπία. Ωστόσο, πρόκειται για μια μεταβαλλόμενη ισορροπία, δεδομένου ότι, στο τέλος μιας ύφεσης, ποτέ το σύστημα δεν επιστρέφει ακριβώς εκεί που ήταν στην αρχή της ανάπτυξης. Αυτό συμβαίνει επειδή οι πάγιες τάσεις (αργές, μακροπρόθεσμες άνοδοι σε ορισμένα συστημικά χαρακτηριστικά), ωθούν αργά την καμπύλη προς τα πάνω, όπως αυτό μπορεί να μετρηθεί με κάποιο ποσοστό του εν λόγω χαρακτηριστικού του συστήματος.
Τελικά, οι πάγιες τάσεις μετακινούν το σύστημα πολύ κοντά στις ασύμπτωτες του, και έτσι αυτό δεν είναι σε θέση να συνεχίσει την φυσιολογική, κανονική, αργή τάση ανόδου. Στη συνέχεια, το σύστημα αρχίζει να διακυμαίνεται έντονα και επαναλαμβανόμενα, γεγονός που οδηγεί σε ένα σταυροδρόμι, που σημαίνει, μια χαοτική κατάσταση στην οποία η σταθερή ισορροπία δεν μπορεί να διατηρηθεί. Σε μια τέτοια χαοτική κατάσταση, υπάρχουν δύο έντονα αποκλίνουσες πιθανότητες: επαναδημιουργίας τάξης μέσα από το χάος, ή ενός νέου σταθερού συστήματος. Την περίοδο αυτή μπορούμε να ονομάσουμε δομική κρίση του συστήματος και υπάρχει μια συστημικών διαστάσεων μάχη – για τα ιστορικά κοινωνικά συστήματα, μια πολιτική μάχη- πάνω στην οποία μπορεί συλλογικά να ‘’επιλεγούν’’ δύο πιθανές εναλλακτικές διέξοδοι.
Υπόθεση Νο 2: είναι η περιγραφή των πιο σημαντικών χαρακτηριστικών σχετικά με το πώς η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία έχει λειτουργήσει ως ένα ιστορικό κοινωνικό σύστημα. Ο κινητήριος βασικός στόχος των καπιταλιστών σε ένα καπιταλιστικό σύστημα είναι η ατελείωτη συσσώρευση του κεφαλαίου, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε τρόπο αυτή η συσσώρευση μπορεί να επιτευχθεί. Δεδομένου ότι η συσσώρευση αυτή απαιτεί απαλλοτρίωση της υπεραξίας, αυτή η κατεύθυνση είναι που επισπεύδει την εξέλιξη της ταξικής πάλης.
Σοβαρή συσσώρευση κεφαλαίου είναι δυνατή μόνο όταν μία επιχείρηση ή μια μικρή ομάδα επιχειρήσεων, έχει μια σχετικά μονοπωλιακή θέση στην παγκόσμια παραγωγή. Η κατάχτηση μιας τέτοιας σχετικά μονοπωλιακής θέσης εξαρτάται από την ενεργό υποστήριξη ενός ή περισσοτέρων κρατών. (Επιχειρήσεις με μονοπωλιακή θέση χαρακτηρίζονται ως ηγετικές βιομηχανίες που ενθαρρύνουν την προώθηση σημαντικών οριζόντιων και κάθετων διασυνδέσεων.) Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, όλες αυτές οι μονοπωλιακές επιχειρήσεις βρίσκονται υπό την απειλή υποβάθμισης και αυτοδιάλυσης, δεδομένου ότι οι νέοι παραγωγοί (που προσελκύονται από το πολύ υψηλό επίπεδο του κέρδους) είναι σε θέση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να εισέλθουν στην αγορά και να μειώσουν το βαθμό μονοπώλησης της. Ο αυξημένος ανταγωνισμός μειώνει τις τιμές πώλησης, αλλά επίσης μειώνει το επίπεδο του κέρδους και ως εκ τούτου τη δυνατότητα σημαντικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Μπορούμε να ονομάσουμε τη σχέση μονοπωλιακών και ανταγωνιστικών παραγωγικών δραστηριοτήτων ως σχέση κέντρου-περιφέρειας.
Η ύπαρξη ενός μονοπωλίου επιτρέπει την επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας με όρους ανάπτυξης και επιτρέπει την διάχυση οφέλους προς τα κάτω για μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η εξάντληση της μονοπωλιακής θέσης οδηγεί σε συστημική στασιμότητα που μειώνει το ενδιαφέρον των καπιταλιστών για συσσώρευση μέσω παραγωγικών δραστηριοτήτων. Βιομηχανίες με πάλαι ποτέ ηγετική θέση στρέφονται σε άλλες περιοχές με χαμηλότερο κόστος παραγωγής, προτιμώντας αυξημένο κόστος συναλλαγών (μεταφορών), με στόχο μειωμένο κόστος παραγωγής (κυρίως κόστος εργασίας). Οι χώρες στις οποίες μετατοπίζονται οι βιομηχανίες θεωρούν ότι αυτή την μετεγκατάσταση συνιστά "ανάπτυξη", αλλά ουσιαστικά είναι αποδέκτες ξεσκαρταρίσματος πάλαι ποτέ κυρίαρχων βασικών λειτουργιών σε χώρες του κέντρου. Εν τω μεταξύ, η ανεργία αυξάνεται στις ζώνες στις οποίες οι βιομηχανίες έχουν μεταφερθεί και η διάχυση πλεονεκτημάτων προς τα κάτω αντιστρέφεται, ή αντιστρέφεται εν μέρει.
Αυτή η κυκλική διαδικασία, συχνά αποδίδεται με τον όρο μακρά κύματα Κοντράτιεφ, τα οποία στο παρελθόν είχαν την τάση να διαρκούν κατά μέσο όρο πενήντα με εξήντα χρόνια για το σύνολο του κύκλου (3) . Τέτοια κύματα έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία πεντακόσια χρόνια. Μια συστημική συνέπεια είναι μια σταθερή επιβράδυνση στις πιο ευνοημένες οικονομικά ζώνες, χωρίς όμως να αλλάζει η αναλογία των ευνοημένων ζωνών
Μια δεύτερη σημαντική κυκλική διακύμανση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, αφορά την εμπλοκή των διακρατικών σχέσεων. Όλα τα κράτη μέσα στο παγκόσμιο σύστημα είναι θεωρητικά κυρίαρχα, αλλά στην πραγματικότητα, (πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιορισμοί που θέτουν τα συστήματα διακρατικών σχέσεων.) εξαιρετικά περιορισμένα από τις διαδικασίες του διακρατικού συστήματος. Ορισμένες χώρες, είναι ισχυρότερες από άλλες, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στην εσωτερική κατάτμηση και απέναντι στην εξωτερική διείσδυση. Παρ’ όλα αυτά, κανένα κράτος δεν είναι απολύτως κυρίαρχο.
Σε ένα σύστημα πολλών κρατών, υπάρχουν αρκετά μακροί κύκλοι κατά τους οποίους ένα κράτος καταφέρνει να γίνει, για ένα σχετικά σύντομο διάστημα, ηγεμονική δύναμη. Για να είναι ηγεμονική δύναμη, απαιτείται η κατάχτηση μιας μονοπωλιακής γεωπολιτικής θέσης, μέσω της οποίας το εν λόγω κράτος είναι σε θέση να επιβάλει τους κανόνες του στο σύστημα στο σύνολό του, με τρόπο που να ευνοεί τη μεγιστοποίηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες εντός των συνόρων του.
Η κατάχτηση μιας ηγεμονικής θέσης δεν είναι εύκολη και έχει επιτευχθεί πραγματικά μόνον τρεις φορές στο 500 χρόνια της ιστορίας του σύγχρονου κόσμου: με τις Ηνωμένες Επαρχίες (Ολλανδία) στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, το Ηνωμένο Βασίλειο (Βρετανία) στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα του εικοστού αιώνα.(4)
Η αληθινή ηγεμονία δεν διήρκεσε κατά μέσο όρο περισσότερο από είκοσι πέντε χρόνια. Όπως η μονοπωλιακή θέση των βιομηχανιών, έτσι και η μονοπωλιακή γεωπολιτικής θέση ενός κράτους, είναι διαρκώς σε αμφισβήτηση και υπό την απειλή υποβάθμισης και ανατροπής. Άλλα κράτη βελτιώνουν τη οικονομική και στη συνέχεια την πολιτική και πολιτιστική τους θέση και γίνονται λιγότερο πρόθυμα να δεχτούν την πρωτοκαθεδρία της πρώην ηγεμονικής δύναμης.
Υπόθεση Νο 3: είναι μια ανάγνωση του τι συνέβη στον σύγχρονο κόσμο-σύστημα από το 1945 έως το 2010. Θα χωρίσω αυτό το διάστημα σε δύο περιόδους: από το 1945 έως το 1970 περίπου και από το 1945 έως το 2010. Για άλλη μια φορά, θα συνοψίσω αυτά που έχω υποστηρίξει στο παρελθόν λεπτομερειακά. Η περίοδος 1945-1970 περίπου, ήταν περίοδος μίας μεγάλης οικονομικής επέκτασης στην παγκόσμια οικονομία και μάλιστα με διαφορά η πιο επεκτατική περίοδος κατά το σχήμα Κοντράτιεφ (Kontratieff A -period) στην ιστορία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Όταν η μονοπωλιακή θέση καταργήθηκε, το κοσμοσύστημα εισήλθε σε μια περίοδο καθόδου κατά το σχήμα Κοντράτιεφ (Kontratieff Β- period), στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι καπιταλιστές, από το 1970 έχουν μετατοπίσει το ενδιαφέρον τους από το χώρο παραγωγής στην χρηματοπιστωτική σφαίρα. Το παγκόσμιο σύστημα εισήλθε έκτοτε στην πιο εκτεταμένη και συνεχόμενη σειρά κερδοσκοπικών φουσκών στην ιστορία του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, με το μεγαλύτερο επίπεδο πολλαπλής χρέωσης.
Η περίοδος 1945 έως το 1970 περίπου, ήταν επίσης η περίοδος πλήρους ηγεμονίας των ΗΠΑ στον κοσμοσύστημα. Από την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κάνει μια συμφωνία με το άλλοτε μοναδικό στρατιωτικά ισχυρό κράτος, τη Σοβιετική Ένωση, (μια συμφωνία που ονομάστηκε ‘’συμφωνία της Γιάλτας"), η ηγεμονία των ΗΠΑ ήταν ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο. Αλλά, στη συνέχεια, αυτή η γεωπολιτική ηγεμονία καταργήθηκε και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εισέλθει σε μια περίοδο παρακμής της ηγεμονίας τους, η οποία κλιμακώθηκε από αργή πτώση σε μια διαρκώς επιταχυνόμενη καθίζηση κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζορτζ Μπους (5) Η ηγεμονία των ΗΠΑ ήταν πολύ πιο εκτεταμένη και συνολική από εκείνες των προηγούμενων ηγεμονικών δυνάμεων, για αυτό και η κατάρρευση της αναμένεται να είναι η ταχύτερη και πιο ολοκληρωτική από ποτέ.
Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να μπει στην εικόνα: η παγκόσμια επανάσταση του 1968, που σημειώθηκε κυρίως μεταξύ 1966 και 1970, και έλαβε χώρα και στις τρεις μεγάλες γεωπολιτικές ζώνες του κοσμοσυστήματος της εποχής: Στον πανευρωπαϊκό κόσμο («Δύση»), στο σοσιαλιστικό μπλοκ ("Ανατολή"), και τον τρίτο κόσμο («Νότος»)(6) .
Υπάρχουν δύο κοινά στοιχεία σε αυτές τις τοπικές πολιτικές εξεγέρσεις. Η πρώτη ήταν η καταδίκη όχι μόνο της αμερικανικής ηγεμονίας, αλλά και της Σοβιετικής "συμπαιγνίας" με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το δεύτερο ήταν η απόρριψη όχι μόνο το κυρίαρχου «κεντρώου φιλελευθερισμού», αλλά και της πραγματικότητας ότι τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα ("Παλιά Αριστερά») είχαν ουσιαστικά γίνει αντανακλάσεις του κεντρώου φιλελευθερισμού (όπως είχαν γίνει και τα κυρίαρχα συντηρητικά ρεύματα) (7).
Αν και οι πραγματικές εξεγέρσεις του 1968 δεν διήρκησαν πάρα πολύ, υπήρχαν δύο κύριες συνέπειες στην πολιτική-ιδεολογική σφαίρα. Το πρώτο ήταν ότι ο κεντρώος φιλελευθερισμός έκλεισε τη μακρά βασιλεία του (1848-1968) ως το μόνο νόμιμο ιδεολογική σύστημα και τόσο η ριζοσπαστική αριστερά όσο και η συντηρητική Δεξιά ανέλαβαν τους ρόλους τους ως αυτόνομοι ιδεολογικοί αντίπαλοι στο κοσμοσύστημα.
Η δεύτερη συνέπεια, για την αριστερά, ήταν το τέλος της νομιμοποίησης της απαίτησης της Παλιάς Αριστεράς να είναι ο κύριος εθνικός πολιτικός παράγοντας για λογαριασμό της αριστεράς, στον οποίο όλα τα άλλα κινήματα έπρεπε να υποταχτούν. Οι λεγόμενοι λησμονημένοι λαοί (γυναίκες, εθνοτικές / φυλετικές / θρησκευτικές "μειονότητες", "αυτόχθονα" έθνη, άνθρωποι μη – ετερόφυλου σεξουαλικού προσανατολισμού), καθώς και αυτοί που ασχολούνταν με οικολογικά θέματα ή την ειρήνη, υποστήριξαν το δικαίωμά τους να θεωρούνται βασικοί παράγοντες, στο ίδιο επίπεδο με τα ιστορικά υποκείμενα των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων. Απέρριψαν οριστικά την αξίωση των παραδοσιακών κινημάτων να ελέγχουν τις πολιτικές τους δραστηριότητες και ανέδειξαν με επιτυχία το νέο αίτημά τους για αυτονομία. Μετά το 1968, τα παλιά αριστερά κινήματα προσχώρησαν στην πολιτική απαίτηση αυτών των ρευμάτων για άμεση ισότιμη τοποθέτηση αυτών των αιτημάτων, αντί αυτά να αναβάλλονται σε ένα μετα-επαναστατικό μέλλον.
Πολιτικά, αυτό που συνέβη στα είκοσι πέντε χρόνια που ακολούθησαν από το 1968, είναι ότι η αναγεννημένη παγκόσμια δεξιά ύψωσε το ανάστημα της πιο αποτελεσματικά από ό, τι η περισσότερο κατακερματισμένη αριστερά. Η παγκόσμια δεξιά, με επικεφαλής τους Ρεπουμπλικάνους του Ρέιγκαν και τους Συντηρητικούς της Θάτσερ, μετασχημάτισε τον παγκόσμιο διάλογο καθώς και τις πολιτικές προτεραιότητες.
Το τσιτάτο "παγκοσμιοποίηση" αντικατέστησε τον προηγούμενο τσιτάτο "ανάπτυξη". Η λεγόμενη ‘’συναίνεση της Ουάσιγκτον’’ υποστήριξε την ιδιωτικοποίηση των κρατικών παραγωγικών επιχειρήσεων, τη μείωση των κρατικών δαπανών, το άνοιγμα των συνόρων για την ανεξέλεγκτη είσοδο εμπορευμάτων και κεφαλαίων, καθώς και τον προσανατολισμός της παραγωγής στις εξαγωγές. Οι πρωταρχικοί στόχοι ήταν να ανατραπούν όλα τα κέρδη των λαϊκών στρωμάτων κατά τη διάρκεια της περιόδου ανόδου κατά το σχήμα Κοντράτιεφ (Kontratieff A -period). Η παγκόσμια δεξιά προσπάθησε να μειώσει όλα τα βασικά κόστη της παραγωγής, να καταστρέψει το κράτος πρόνοιας σε όλες τις εκδοχές του και να επιβραδύνει την πτώση της ισχύος των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα.
Η Θάτσερ επινόησε το σύνθημα "Δεν υπάρχει εναλλακτική» ή ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Για να εξασφαλιστεί πραγματικά ότι δεν θα υπήρχε εναλλακτική λύση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που υποστηρίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, έθετε ως προϋπόθεση για κάθε οικονομική βοήθεια σε χώρες με δημοσιονομικές κρίσεις, την απόλυτη συμμόρφωση με τις αυστηρές απαιτήσεις του νεοφιλελευθερισμού.
Οι δρακόντειες αυτές τακτικές, εφαρμόστηκαν για περίπου είκοσι χρόνια, φέρνοντας την κατάρρευση των καθεστώτων της παλιάς Αριστεράς ή τη μετατροπή των κομμάτων της παλιάς Αριστεράς σε υπερασπιστές του δόγματος της υπεροχής της αγοράς. Αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αναδύθηκε σε σημαντικό βαθμό μια λαϊκή αντίσταση κατά της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, της οποίας τρεις κύριες στιγμές ήταν η εξέγερση των Ζαπατίστας στην Τσιάπας στις 1η Ιανουαρίου του 1994, οι διαδηλώσεις κατά τη σύνοδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Σιάτλ, που διέλυσαν την προσπάθεια θέσπισης παγκόσμιων περιορισμών στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και η ίδρυση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε το 2001
Η ασιατική κρίση χρέους του 1997 και η κατάρρευση της φούσκας της αγοράς κατοικίας των ΗΠΑ το 2008 μας έφεραν στην σημερινή δημόσια συζήτηση για τη λεγόμενη χρηματοπιστωτική κρίση στο κοσμοσύστημα, η οποία, στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προ-τελευταία φούσκα στη διαδοχική σειρά κρίσεων χρέους από το 1970.
Υπόθεση Νο 4 είναι η περιγραφή του ότι η δομική κρίση, στην οποία το παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται αυτή τη στιγμή, εξελίσσεται διαρκώς από το 1970 και θα συνεχίσει να υφίσταται, πιθανά μέχρι το 2050 περίπου. Το κύριο χαρακτηριστικό της δομικής κρίσης είναι το χάος. Το χάος δεν είναι μια κατάσταση ολοκληρωτικά τυχαίων γεγονότων. Πρόκειται για μια κατάσταση ταχύτατων και συνεχών διακυμάνσεων σε όλες τις παραμέτρους του ιστορικού συστήματος. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο την παγκόσμια οικονομία, το σύστημα διακρατικών σχέσεων και τα πολιτιστικά-ιδεολογικά ρεύματα, αλλά και τη διαθεσιμότητα των πόρων ζωής, τις κλιματικές συνθήκες και τις πανδημίες.
Οι συνεχείς και σχετικά γρήγορες μετατοπίσεις στις άμεσες συνθήκες, καθιστούν ακόμη και τους βραχυπρόθεσμους υπολογισμούς, εξαιρετικά προβληματικούς, για τα κράτη, τις επιχειρήσεις, τις κοινωνικές ομάδες και τα νοικοκυριά. Η αβεβαιότητα κάνει τους παραγωγούς πολύ επιφυλακτικούς όσον αφορά την παραγωγή, δεδομένου ότι είναι περισσότερο από αβέβαιο το αν θα υπάρχουν πελάτες για τα προϊόντα τους. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, καθώς η μειωμένη παραγωγή σημαίνει μείωση της απασχόλησης, που σημαίνει λιγότεροι πελάτες για τους παραγωγούς. Η αβεβαιότητα αυτή επιδεινώνεται από τις ραγδαίες μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Η κερδοσκοπία της αγοράς είναι η καλύτερη εναλλακτική λύση για όσους διαθέτουν πόρους. Αλλά ακόμη και η κερδοσκοπία απαιτεί ένα επίπεδο βραχυπρόθεσμης διασφάλισης που μειώνει τον κίνδυνο σε ελεγχόμενα επίπεδα. Καθώς ο βαθμός κινδύνου αυξάνει, η κερδοσκοπία γίνεται σχεδόν ένα παιχνίδι καθαρής τύχης, στο οποίο υπάρχουν περιστασιακοί μεγάλοι νικητές και κυρίως μεγάλοι χαμένοι.
Σε επίπεδο νοικοκυριού, ο βαθμός της αβεβαιότητας ωθεί την κοινή γνώμη τόσο στο να υποβάλλονται αιτήματα για προστασία και προστατευτισμό όσο και στο να αναζητούνται εξιλαστήρια θύματα, καθώς και οι πραγματικοί κερδοσκόποι. Η λαϊκή ανησυχία καθορίζει τη συμπεριφορά των πολιτικών φορέων, ωθώντας τους σε λεγόμενες εξτρεμιστικές θέσεις. Η άνοδος του εξτρεμισμού («Το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει") ωθεί τόσο σε εθνικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο σε πολιτικές καταστάσεις αδιεξόδου.
Μπορεί να υπάρχουν στιγμές ανάπαυλας για συγκεκριμένα κράτη ή για το παγκόσμιο σύστημα στο σύνολό του, αλλά αυτές οι στιγμές μπορούν επίσης γρήγορα να αναιρεθούν. Ένα από τα στοιχεία που αναιρεί αυτές τις στιγμές ανάπαυλας, είναι οι απότομες αυξήσεις στο κόστος όλων των βασικών εισροών τόσο για την παραγωγή όσο και για την καθημερινή ζωή, δηλαδή οι αυξήσεις στο κόστος για ενέργεια, τρόφιμα, νερό, καθαρό αέρα. Επιπλέον, τα κεφάλαια για την πρόληψη ή τουλάχιστον για τη μείωση των ζημιών της κλιματικής αλλαγής καθώς και για τις πανδημίες, είναι ανεπαρκή.
Τέλος, η σημαντική αύξηση του βιοτικού επιπέδου τμημάτων των πληθυσμών των λεγόμενων χωρών BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και κάποιων άλλων), επιτείνει στην πραγματικότητα τα προβλήματα της συσσώρευσης κεφαλαίου για τους καπιταλιστές, διαχέοντας την υπεραξία και μειώνοντας έτσι τα ποσά που είναι διαθέσιμα για το λεπτό στρώμα των ανώτερων στρωμάτων. Η ανάπτυξη των λεγόμενων αναδυόμενων οικονομιών, στην πραγματικότητα αυξάνει την πίεση στους υπάρχοντες φυσικούς πόρους και ως εκ τούτου περιπλέκει, επίσης, το πρόβλημα της ενεργού ζήτησης για τις χώρες αυτές, απειλώντας την ικανότητά τους να διατηρήσουν την οικονομική τους ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας ή των δύο δεκαετιών.
Νταβός έναντι Πόρτο Αλέγκρε
Σε τελική ανάλυση, (τα παραπάνω), δεν αποτελούν μια όμορφη εικόνα και αναδεικνύουν το πολιτικό ερώτημα: ‘’Τι μπορούμε να κάνουμε σε αυτή την κατάσταση;’’
Αλλά πρώτα, ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές στην πολιτική μάχη;
Σε μια δομική κρίση, η μόνη βεβαιότητα είναι ότι το υπάρχον σύστημα, η καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία, δε μπορεί να επιβιώσει. Αυτό που είναι αδύνατο να γνωρίζουμε είναι το ποιός θα είναι ο διάδοχος αυτού του συστήματος.
Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τη μάχη ως ένα αγώνα ανάμεσα σε δύο ομάδες που έχω ονομάσει ενδεικτικά "το πνεύμα του Νταβός» και «το πνεύμα του Πόρτο Αλέγκρε."
Οι στόχοι των δύο ομάδων είναι εντελώς αντίθετοι.
Οι υπέρμαχοι του "πνεύματος του Νταβός", θέλουν ένα διαφορετικό σύστημα, κάποιο που ενώ θα είναι "μη-καπιταλιστικό", θα εξακολουθεί να διατηρεί τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του ισχύοντος συστήματος: ιεραρχία, εκμετάλλευση, και (κοινωνική) πόλωση.
Οι υπέρμαχοι του "πνεύματος του Πόρτο Αλέγκρε", θέλουν ένα είδος συστήματος που ποτέ δεν υπήρξε μέχρι τώρα, κάποιο που να είναι σχετικά δημοκρατικό και εξισωτικό.
Ονομάζω αυτές τις δύο θέσεις "πνεύματα", επειδή δεν υπάρχουν κεντρικές οργανώσεις και στις δύο πλευρές αυτού του αγώνα, και μάλιστα, οι υποστηρικτές στο εσωτερικό κάθε ρεύματος, είναι βαθιά διχασμένοι ως προς τη στρατηγική τους.
Οι υποστηρικτές του ‘’πνεύματος του Νταβός’’, διίστανται μεταξύ εκείνων που προτείνουν σιδερένια γροθιά στην επιδίωξη συντριβής των αντιπάλων σε όλα τα επίπεδα και σε όσους επιθυμούν να προσεταιριστούν υποστηρικτές του μετασχηματισμού, χρησιμοποιώντας πλαστά σημάδια προόδου (όπως "πράσινος καπιταλισμός" ή "μείωση της φτώχειας’’).
Διαίρεση υπάρχει και μεταξύ των υποστηρικτών του ‘’πνεύματος του Πόρτο Αλέγκρε’’. Υπάρχουν εκείνοι που θέλουν μια στρατηγική και ένα αναδημιουργημένο κόσμο με οριζόντια και αποκεντρωμένη οργάνωση και επιμένουν για τα δικαιώματα των ομάδων καθώς και των ατόμων ως μόνιμο χαρακτηριστικό ενός μελλοντικού παγκόσμιου συστήματος. Και υπάρχουν εκείνοι που αναζητούν και πάλι να δημιουργήσουν μια νέα διεθνή, κάθετη στη δομή της, με ομογενοποίηση των μακροπρόθεσμων στόχων της.
Τα παραπάνω αποτελούν μια πολύ μπερδεμένη πολιτική εικόνα, επιτεινόμενη από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των πολιτικών κατεστημένων και των αντανακλάσεων τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αυθεντίες και ακαδημαϊκοί, εξακολουθούν να επιμένουν να αναφέρονται σε μια περαστική, στιγμιαία δυσκολία σε ένα ουσιαστικά ισόρροπο καπιταλιστικό σύστημα Αυτό δημιουργεί μια ομίχλη μέσα στην οποία είναι δύσκολο να συζητήσουμε τα πραγματικά προβλήματα. Ωστόσο, πρέπει.
Νομίζω ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ της βραχυπρόθεσμης πολιτικής δράσης (βραχύς ορίζοντας είναι τα επόμενα τρία έως πέντε έτη) και ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου δράσης, με στόχο να καταστήσουμε ικανό το ‘’πνεύμα του Πόρτο Αλέγκρε’’ να επικρατήσει στη μάχη για μια νέα «τάξη εξόδου από το χάος" που συλλογικά θα "επιλεγεί."
Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ένας συλλογισμός υπερισχύει όλων των άλλων: να ελαχιστοποιήσουμε το πόνο. Οι χαοτικές διακυμάνσεις προκαλούν τεράστιο πόνο σε αδύναμα κράτη, ασθενέστερες ομάδες ή νοικοκυριά, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, όλο και περισσότερο χρεωμένες, όλο και περισσότερο στερούμενες οικονομικών πόρων, κάνουν συνεχώς επιλογές όλων των ειδών. Ο αγώνας για να διασφαλιστεί ότι οι περικοπές στα έσοδα θα πέσουν κατά το δυνατό λιγότερο στην πλάτη των ασθενέστερων και κατά το δυνατόν περισσότερο στους ισχυρότερους, είναι μια συνεχής μάχη. Είναι μια μάχη η οποία, βραχυπρόθεσμα, απαιτεί οι αριστερές δυνάμεις να επιλέγουν πάντοτε το λεγόμενο μικρότερο κακό, όσο και αν αυτό είναι δυσάρεστο. Φυσικά, μπορεί κάποιος πάντα να συζητήσει πιο είναι το μικρότερο κακό σε μια δεδομένη κατάσταση, αλλά δεν υπάρχει ποτέ εναλλακτική στο να επιλέξεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Διαφορετικά, κάποιος μεγιστοποιεί αντί να ελαχιστοποιεί τον πόνο.
Η μεσοπρόθεσμη επιλογή είναι το ακριβώς αντίθετο. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο πνεύμα του Νταβός και το πνεύμα του Πόρτο Αλέγκρε. Δεν υπάρχουν συμβιβασμοί. Είτε θα έχουμε ένα πολύ καλύτερο κοσμοσύστημα (σχετικά δημοκρατικό και εξισωτικό) ή θα έχουμε κάποιο που θα είναι τουλάχιστον εξίσου κακό και, πολύ πιθανόν, πολύ χειρότερο. Η στρατηγική για αυτήν την επιλογή είναι να κινητοποιηθούμε για την υποστήριξη της, παντού, κάθε στιγμή, με κάθε τρόπο.
Βλέπω μια πανσπερμία τακτικών που μπορεί να μας κινήσει προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η πρώτη τακτική είναι να δίνουμε μεγάλη έμφαση στην σοβαρή επιστημονική ανάλυση, όχι σε μια συζήτηση που θα διεξάγεται μόνο από τους διανοούμενους, αλλά από το σύνολο των πληθυσμών του κόσμου. Πρέπει να είναι μια συζήτηση που να διαπνέεται από ανοιχτό πνεύμα ανάμεσα σε όλους όσους εμπνέονται από το ‘’πνεύμα του Πόρτο Αλέγκρε’’, όπως και να το ορίζουν. Αυτό φαίνεται ανώδυνο όταν το προτείνεις. Αλλά είναι γεγονός, ότι ποτέ δεν είχαμε κάτι τέτοιο πραγματικά στο παρελθόν και χωρίς αυτό δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα προχωρήσουμε, πολύ λιγότερο να επικρατήσουμε.
Μια δεύτερη τακτική είναι να απορρίψουμε κατηγορηματικά το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και να την αντικαταστήσουμε με το στόχο της μέγιστης απο-εμπορευματοποίησης –αυτό που τα κινήματα των ιθαγενών λαών της Αμερικής καλούν Buen Vivir (δικαίωμα στην καλή ζωή). Αυτό σημαίνει, όχι μόνο να αντιστεκόμαστε στην αυξημένη τάση εμπορευματοποίησης των τελευταίων τριάντα ετών, της εκπαίδευσης, των δομών υγείας, του σώματος, του νερού και του αέρα, αλλά και την απο-εμπορευματοποίηση της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής. Το πώς γίνεται αυτό δεν είναι άμεσα εμφανές, θα γνωρίζουμε τι συνεπάγεται μόνο με τον ευρύτατο πειραματισμό σε αυτή την κατεύθυνση.
Μια τρίτη προσέγγιση είναι μια προσπάθεια για τη δημιουργία τοπικών και περιφερειακών ζωνών αυτο-επάρκειας, ιδιαίτερα στα βασικά στοιχεία της ζωής όπως η τροφή και η στέγη. Η παγκοσμιοποίηση που θέλουμε δεν είναι ένας ενιαίος καθολικός καταμερισμός της εργασίας, αλλά μια ‘’εναλλακτική παγκοσμιοποίηση’’ πολλαπλών αυτονομιών που διασυνδέονται αναζητώντας τους να δημιουργήσουν μια «οικουμενική οικουμενικότητα» (universal universalism), που θα αποτελείται από τις πολλαπλές οικουμενικότητες που υπάρχουν. Πρέπει να υπονομεύσουμε τις απαιτήσεις περιφερειακών οικουμενικοτήτων να επιβληθούν στις υπόλοιπες.(8)
Μία τέταρτη προσέγγιση προέρχεται άμεσα από τη σημασία των αυτονομιών. Πρέπει να αγωνιστούμε αμέσως για τον τερματισμό της ύπαρξης ξένων στρατιωτικών βάσεων, από οποιονδήποτε, οπουδήποτε, για οποιοδήποτε λόγο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη μεγαλύτερη συλλογή στρατιωτικών βάσεων, αλλά δεν είναι το μόνο κράτος που έχει τέτοιες βάσεις. Φυσικά, η μείωση των βάσεων θα μας επιτρέψει επίσης να μειώσουμε το ποσό των πόρων του κόσμου που ξοδεύονται για στρατιωτικά μηχανήματα, εξοπλισμό και προσωπικό και να επιτραπεί έτσι η διάθεση των πόρων αυτών για καλύτερη χρήση.
Μία πέμπτη τακτική που πηγαίνει μαζί με τις τοπικές αυτονομίες, είναι η επιθετική επιδίωξη τερματισμού των θεμελιωδών κοινωνικών ανισοτήτων λόγω φύλου, φυλής, εθνότητας, θρησκείας, σεξουαλικότητας - και υπάρχουν και άλλες. Αυτό είναι τώρα ένας ευσεβής πόθος για την παγκόσμια αριστερά, αλλά αποτελεί μια πραγματική προτεραιότητα για όλους μας; Δεν το νομίζω.
Και, φυσικά, δεν μπορούμε να περιμένουμε έναν καλύτερο κοσμοσύστημα γύρω στο 2050 εάν, εν τω μεταξύ, προκύψει κάποια από τις τρεις εν αναμονή υπερ-καταστροφές: αμετάκλητη κλιματική αλλαγή, μεγάλες πανδημίες και πυρηνικός πόλεμος.
Μήπως έχω δημιουργήσει ένα αφελή κατάλογο μη πραγματοποιήσιμων τακτικών από την παγκόσμια αριστερά και τους υποστηρικτές του ‘’πνεύματος του Πόρτο Αλέγκρε’’, για τα επόμενα 30-50 χρόνια; Δε νομίζω.
Το μόνο ενθαρρυντικό χαρακτηριστικό μιας συστημικής κρίσης είναι ο βαθμός στον οποίο αυξάνει τη βιωσιμότητα του οργανισμού, αυτού που αποκαλούμε "ελεύθερη βούληση". Σε μια κανονική λειτουργία ενός ιστορικού συστήματος, ακόμη και μια μεγάλη κοινωνική προσπάθεια, περιορίζεται ως προς τα αποτελέσματά της, λόγω της αποτελεσματικότητας των πιέσεων για επιστροφή στην κατάσταση ισορροπίας. Αλλά όταν το σύστημα είναι μακριά από την ισορροπία, κάθε μικρή δράση έχει μεγάλη επίδραση, καθώς και το σύνολο των δράσεων μας- που γίνονται σε κάθε νανοδευτερόλεπτο, σε κάθε νανοδιάστημα- δύναται να ( δύναται, δεν είναι βέβαιο ότι θα ) προσθέσει ότι απαιτείται για να γείρει η πλάστιγγα της συλλογικής "επιλογής’’ στο σταυροδρόμι που βρισκόμαστε.
Notes
↩ This essay is based on a talk given at the conference, “Global Crisis: Rethinking Economy and Society,” University of Chicago, December 3-5, 2010, Session on “Understanding the Crisis Historically.”
↩ Immanuel Wallerstein, “Structural Crises,” New Left Review, no. 62 (March-April 2010): 133-42. An earlier, more extensive discussion of this topic is to be found in Utopistics, or, Historical Choices of the Twenty-first Century (New York: The New Press, 1998), esp. chapter 2.
↩ For a broader explanation of how Kondratieff cycles work, see the Prologue to the new edition of Volume III of The Modern World-System (Berkeley, CA: University of California Press, 2011).
↩ For a broader explication of how the hegemonic cycle works, see the Prologue to the new edition of Volume II of The Modern World-System (Berkeley, CA: University of California Press, 2011).
↩ See my “Precipitate Decline: The Advent of Multipolarity,” Harvard International Review (Spring 2007): 54-59.
↩ See my “1968, Revolution in the World-System: Theses and Queries,” Theory and Society, XVIII (July 4, 1989): 431-49; also with Giovanni Arrighi and Terence K. Hopkins, “1989, the Continuation of 1968,” Review, XV, no. 2 (Spring 1992): 221-42.
↩ On the explanation of the ways in which radicals and conservatives became avatars of centrist liberalism, see “Centrist Liberalism as Ideology,” chapter 1, The Modern World-System, IV: The Triumph of Centrist Liberalism, 1789-1914 (Berkeley, CA: University of California Press, 2011).
↩ I have argued the case for this in European Universalism: The Rhetoric of Power (New York: The New Press, 2006).
(O Immanuel Wallerstein είναι Senior Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Yale.
Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012
Φουκώ-Μαρξ: Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της βιοεξουσίας
Αναδημοσίευση από: Εποχή, Red Notebook
Ανανεώνοντας σε βάθος την αναλυτική της εξουσίας o Φουκώ συνάρθρωνε μια τυπολογία των κοινωνικών αγώνων, διακρίνοντας τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες. Η πρώτη αντιστοιχεί στους αγώνες που στρέφονται εναντίον των μορφών εξουσιαστικής επιβολής – κοινωνικής, θρησκευτικής, εθνικής. Η δεύτερη περιλαμβάνει τους αγώνες που αποτελούν μαχητική έκφραση της αντίστασης κατά των σχέσεων εκμετάλλευσης που υπεξαιρούν από τον εργαζόμενο το αντικείμενο του παραγωγικού μόχθου του. Η τρίτη, πιο άμεσα κεντροθετημένη στην μικροφυσική της εξουσίας, συστεγάζει την πολλαπλότητα των αντιστάσεων απέναντι σε σχήματα καθυπόταξης του ατόμου σε καταναγκαστικούς και εσωτερικευμένους κανόνες. Φρονούσε δε ότι αυτό που διακρίνει την εποχή μας έγκειται στην πρωτοκαθεδρία των αγώνων που αντιμάχονται την υποταγή της υποκειμενικότητας σε κανονιστικά πρότυπα ετεροκαθορισμού. Αυτοί οι αγώνες τέμνουν εγκάρσια την πολυμορφία των πολιτικών καθεστώτων και των εθνικών χώρων, αναπτύσσονται γύρω από τοπικές μικροεστίες εξουσίας – πατριαρχική οικογένεια, ανδροκρατικά προνόμια, εμπορευματοποιημένη ιατρική αυθεντία, θεσμική αυθαιρεσία κρατικών μηχανισμών κλπ.- και τέλος επικεντρώνονται στον άμεσο αντίπαλο χωρίς να κατευθύνονται και να συγκλίνουν σ’ έναν κύριο εχθρό.
Αναμφίβολα η τυπολογία του Φουκώ απεικονίζει ιδανικά την ετερογενή κατανομή των πολύμορφων κινημάτων χειραφέτησης που αναπτύχθηκαν ραγδαία από τις αρχές του ΄60 και μετά. Όλοι οι πολιτικο-κοινωνικοί δείκτες συνηγορούν πλέον με τη διαπίστωση ότι έχουμε εισέλθει σε μια φάση αλλαγής εποχής όπου οι πολυεστικά αναδυόμενοι αγώνες διέπονται από ομόρροπες τάσεις σύγκλισης και συμπύκνωσης σε επιλογές αντίστασης απέναντι σε ανανεωμένες μορφές εκμετάλλευσης, πλανητικά εξαπλούμενες με την προέλαση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που κατοχυρώνει παντού, με την καταστρεπτική του δύναμη, τον τίτλο του κύριου εχθρού. Απ’ αυτή την άποψη είμαστε οι προνομιακοί μάρτυρες μιας «αφύπνισης της ιστορίας» σύμφωνα με την ευτυχή έκφραση του Μπαντιού. Η θεαματική επιστροφή αυτής της κατηγορίας αγώνων συμπίπτει με τις βίαιες επιλογές του κλυδωνιζόμενου νεοφιλευθερισμού που συσπάται για να απορροφήσει το ωστικό κύμα της πρόσφατης ιστορικής κρίσης. Συθέμελα κλονισμένος και σε κατάσταση πανικού για κάποιο διάστημα φιλοδοξεί πλέον να ανακάμψει με ένα πέρασμα στο όριο (passage à lalimite), και δη παροξυστικά επιταχυνόμενο. Συγκεκριμένα επιλέγει την ριζοσπαστικοποίηση των μορφών εκμετάλλευσης και την φρενήρη επέκτασή τους στο σύνολο της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των μεσαίων, σχετικά εύπορων κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούσαν οργανική συνιστώσα του καπιταλιστικού κοινωνικού συμβολαίου.
Η κηδεμονευόμενη Ελλάδα κομίζει την δραματική απόδειξη αυτής της υπόθεσης. Η μνημονιακή στρατηγική φιλοδοξεί να διαγράψει από τον κοινωνικό χάρτη τα ενδιάμεσα στρώματα συμπαρασύροντας το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας στο καθοδικό σπιράλ της πτωχοποίησης και της ένδειας. Με τεχνικούς όρους το φιλόδοξο ζητούμενο είναι η εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή η βίαιη και εξοντωτική πτώση του επιπέδου ζωής ως εναλλακτική στρατηγική στην αδύνατη νομισματική υποτίμηση ελλείψει εθνικού νομίσματος. Η στρατηγική του οδοστρωτήρα υποκρύπτει ωστόσο ένα αθέατο ζητούμενο, μη αναγώγιμο στη λογιστική της δημοσιονομικής ισορροπίας και προωθούμενο από την δυναμική του περάσματος στο όριο. Πρόκειται για την ενορχηστρωμένη παλινδρόμηση σε αναβαθμισμένες μορφές υπερεκμετάλλευσης, ομογάλακτες με αυτές που εξέθρεψε η άγρια επέκταση της εξουσίας του καπιταλισμού τον 19ο αιώνα και ομοούσιες με αυτές που διαδίδονται καρκινικά στον ασιατικό χώρο και εγείρουν μια εκφοβιστική πρόκληση ανταγωνιστικότητας απέναντι στην καλοταϊσμένη ηγεμονία της Δύσης. Κατά κάποιο τρόπο, η φρανκενσταϊνική φιλοδοξία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού είναι να δημιουργήσει ένα νέο είδος: τον λευκό κινέζο– έλληνα, βούλγαρο, ισπανό, λετονό… Τα τελευταία χρόνια, ήδη πριν την κρίση, στρατηγικοί αναλυτές και αυτόκλητοι προασπιστές του πεπρωμένου της διακηρύττουν εν χορώ ότι η Δύση δεν θα μπορέσει να σηκώσει το γάντι της ασιατικής πρόκλησης εάν δεν ισοπεδώσει δύο εσωτερικά εμπόδια.
Πρώτον, θα πρέπει αν αποσυνδέσει τις πολιτικές αποφάσεις από το ενδεχομενικά αστάθμητο παιχνίδι των κατ’επίφασιν δημοκρατικών διαδικασιών που διαπλέκονται με την κοινοβουλευτική νομιμότητα – πρόκειται για αυτό που ο Μπαλιμπάρ έχει αποκαλέσει «εξουδετέρωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης». Και δεύτερον, θα πρέπει να πετσοκόψει με κατεπείγοντα ζήλο τις δαπάνες υγείας, τουτέστιν να δώσει άμεσα την χαριστική βολή στο κράτος Πρόνοιας. Αποκαλυπτική από αυτή την άποψη είναι μια πρόσφατη επιθετική και άκρως δυσοίωνη μελέτη που εκπόνησε ο σιδηρούς ιδεολογικός βραχίονας του νεοφιλελευθερισμού ιματισμένος ως οίκος αξιολόγησης, οι StandardandPoor’s, και την οποία κοινοποίησε στις διευθυντικές ελίτ του G 20 εν είδει προειδοποιητικής βολής. Προεξοφλεί με απειλητικούς τόνους την επικείμενη υποβάθμιση όλων των χωρών του G 20, εάν δεν υιοθετηθούν άμεσα μέτρα κατεδάφισης των συστημάτων υγείας. Σε αντίθετη περίπτωση απολύτως καμία χώρα από τον ανθό του καπιταλισμού δεν θα είναι σε θέση να επιδείξει το πολυπόθητο και γελοίο τριπλό Α. Ο δημογραφικός μαρασμός της Δύσης και η επιταχυνόμενη γήρανση των πληθυσμών της, που επέρχεται με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό νέων δαπανηρών ιατρικών τεχνολογιών και την ενσωμάτωσή τους σε θεραπευτικά πρωτόκολλα ανοιχτά σε όλο και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, οδηγούν αμείλικτα στην επιδείνωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων υπό το βάρος των διογκούμενων δαπανών υγείας. Οργανωτική μήτρα της κοινωνικής κατίσχυσης του καπιταλισμού, η βιοεξουσία μεταλλάσσεται πλέον σε μαύρη τρύπα της οικονομίας του. Αντίθετα, αποφαίνεται η μελέτη των StandardandPoor’s, «το γεγονός ότι οι περισσότερες ασιατικές χώρες δεν έχουν ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης όπως αυτό που ισχύει στη Δύση σημαίνει ότι η βραδυφλεγής δημογραφική βόμβα δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις». Τουτέστιν, ο θάνατος υποδεικνύεται ως ο ιδανικός εγγυητής της καπιταλιστικής κερδοφορίας! Η φυσική εξόντωση των ανεπιθύμητων πληθυσμών αποθεώνεται ως η κατ’ εξοχήν στρατηγική για να αντιστραφεί η πτωτική τάση του κέρδους. Αυτή η μακάβρια συνταγή που εμπνέει αθόρυβες βίο-πολιτικές θανάτου εφαρμόζεται πλέον πειραματικά στην μνημονιακή Ελλάδα όπου ήδη καταγράφεται η αποκαλυψιακή καταστροφή του συστήματος υγείας. Δεν θα επεκταθώ εδώ στην καταιγιστική λήψη μέτρων διάλυσης που την υλοποιούν. Προς εξυγίανση των κοινωνικών δαπανών, το νέοφιλελεύθερο κράτος σπεύδει να συνάψει στρατηγική συμμαχία με τον θάνατο. Ωστόσο η απλή καταγγελία της λογιστικής διαχείρισης της υγείας αφήνει στο σκοτάδι την ιστορική μετάλλαξη των κοινωνιών που κυοφορούνται στις νεοφιλελεύθερες θερμοκοιτίδες της Δύσης.
Θα υποστηρίξω λοιπόν την θέση ότι μια πραγματική μετάλλαξη εξαπλώνεται στον τρόπο λειτουργίας της βιοεξουσίας, η οποία ως γνωστόν έπαιξε ένα στρατηγικό ρόλο στη μορφοποίηση της εξουσίας στη Δύση και στην επέκτασής της σ’ όλες τις όψεις της ζωής. Η βιοεξουσία συγκροτήθηκε γύρω από δύο άξονες. Ο πρώτος ιστορικός άξονας διαμόρφωσε μια ανατομο-πολιτική που παρήγαγε πειθαρχημένα σώματα, υποταγμένα σε τεχνικές ντρεσαρίσματος και επαύξησης της αποδοτικότητάς τους. Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός ξανασχεδιάζει αυτό τον άξονα με ανατριχιαστική ωμότητα. Μαθαίνουμε για παράδειγμα ότι οι κινέζοι εργάζονται στα εργαστήρια της Apple 80 με 90 ώρες την εβδομάδα!
Ο δεύτερος άξονας συγκροτήθηκε ως μια βίο-πολιτική του είδους, αντικείμενο της οποίας ήταν ο πληθυσμός και στόχος η ομαλοποιητική διαχείρισή του. Εκ πρώτης όψεως αυτή η διαχείριση επιστρατεύει μορφές ορθολογικότητας στηριζόμενες στον λόγο της επιστήμης, οι οποίες προάγουν στρατηγικές βελτίωσης της ζωής και αποτροπής του θανάτου. Η εξουσία του ηγεμόνα υπαγόρευε τον θάνατο και επέτρεπε τη ζωή. Η βιοεξουσία υπαγορεύει τη ζωή και επιτρέπει τον θάνατο, όπως σημειώνει ο Φουκώ. Ενσωματώνοντας ωστόσο στους μηχανισμούς της όλες τις παραμέτρους που καθορίζουν τις εκφάνσεις της ζωής, η βιοεξουσία αποδείχτηκε ικανή όχι μόνο να διαχειριστεί τη ζωή αλλά επίσης να προγραμματίσει το Ολοκαύτωμα, σύμφωνα με την ιστορική διατύπωση του Φουκώ. Ο ευγονισμός, ο ρατσισμός και φυσικά ο ναζισμός έφεραν θεαματικά στο φως την εγγενώς διφορούμενη συγκρότηση της βιοεξουσίας. Σήμερα με την κίνηση περάσματος στο όριο, με αυτό το εγκληματικό ‘πέρασμα στην πράξη’, ο μαινόμενος νεοφιλελευθερισμός αποδεικνύεται φορέας μιας βούλησης ριζικού επανασχεδιασμού των Δυτικών κοινωνιών και σε αυτή την προοπτική ανασυγκροτεί το σύστημα της βιοεξουσίας γύρω από τον θανατηφόρο πόλο της. Η βιοεξουσία αποβάλλει τον διπολικό χαρακτήρα της και μεταλλάσσεται σε μήτρα θανατηφόρων βίο-πολιτικών. Εδώ αποκαλύπτεται το άδηλο διακύβευμα : αυτό που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη δεν είναι εξομοιώσιμο με έναν απλό εξορθολογισμό των δαπανών υγείας ή με το επιλεκτικό ξήλωμα των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Το ζητούμενο για τον ‘οριακό’ νεοφιλελευθερισμό είναι να προγραμματίσει τον αργό, διακριτικό και πολιτικά ορθό θάνατο των περιττών πληθυσμών, των οποίων η ύπαρξη δυναστεύει τις κοινωνικές δαπάνες και εμποδίζει τις δυτικές οικονομίες να απογειώσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Ενδεικτικό και μακάβριο σύμπτωμα : η εξώθηση των ‘περιττών’ ανθρώπων στην αυτοκτονία.
Για την νεοφιλελεύθερη πολιτική βούληση, συνταξιούχοι, μη ανακυκλώσιμοι άνεργοι, ανεκπαίδευτοι, χρόνια ψυχικά πάσχοντες, κατατρεγμένοι μετανάστες, άτομα με ειδικές ανάγκες καθώς και τμήματα τη νεολαίας δεν αποτελούν πλέον ενσωματώσιμους πληθυσμούς και νόμιμες κοινωνικές ομάδες αλλά παράνομες υπάρξεις και αντιμετωπίζονται ως η σκαρταδούρα της ανθρωπότητας. Αποτελούν πλέον υπονομευτικές ετερογένειες η ύπαρξη των οποίων αντιβαίνει στο ιδεώδες πλαίσιο αναπαραγωγής του κεφαλαίου και μεγιστοποίησης του κέρδους. Στην ‘οριακή’ καμπή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού η βίο-πολιτική μεταλλάσσεται μονοσήμαντα σε βίο-πολιτική θανάτου.
Δημήτρις Βεργέτης, ψυχαναλυτής, διευθυντής του περιοδικού αληthεια
Σάββατο 14 Ιουλίου 2012
Κριτική στο κείμενο της Ελένης Πορτάλιου του ΣΥΡΙΖΑ, ''Για ένα μαζικό, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα''
Εναλλακτικος τίτλος: Έντεκα θέσεις για την Πορτάλιου! Πρόκειται για κείμενο που ασκεί κριτική από μαρξιστική σκοπιά σε εκείνο που αναδημοσιεύσαμε προ ημερών. Εκτός των πολεμικών σχολίων ("μαρξιστές-απατεώνες του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ"), συναντούμε σ' αυτό μια σειρά από θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις κοινωνικών τάξεων, πολιτικών σχηματισμών και κρατικού μηχανισμού. Δυστυχώς, λόγω μεγέθους, παρέλειψα τα συγκεκριμένα χωρία του αρχικού κειμένου που σχολιάζονται εδώ, τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει στην προηγούμενη ανάρτηση, ή επισκεπτόμενος απλώς το μπλογκ Τάξεις και Ηθική. W. K.
Αναδημοσίευση από Τάξεις και Ηθική
Το κείμενο της Ελένης Πορτάλιου ''για ένα μαζικό, δημοκρατικό κόμμα'', θεωρώ πως είναι χαρακτηριστικό δείγμα της θεωρητικής και πολιτικής κατάστασης που ταλανίζει ένα χώρο όπως ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος, βγαίνοντας πια από τα αριστερά και ''εναλλακτικά'' κινήματα-νεφελώματα τα οποία είχε μέχρι πρότινος την πολυτέλεια να στηρίζει χωρίς να φθείρεται, καλείται πια να ενσωματωθεί πλήρως στους κανόνες του αστικού παιχνιδιού, τους οποίους από πολύ παλιά, ακόμη και αν δεν είχαν επίγνωση αυτού πολλά μέλη του, καταστατικά υπηρετούσε. Δεν θα προχωρούσα σε αυτή την κριτική, αν το κείμενο δεν είχε αξιώσεις θεωρητικής ''θεμελίωσης'' ή γαρνιρίσματος των προβαλλόμενων θέσεων, σε μια περίοδο τόσο κρίσιμη για το εργατο-λαικό κίνημα Δεν θα αναφερόμουν, επίσης, συγκεκριμένα σε αυτό το κείμενο, αν δεν το έβλεπα σαν μια πολύ ικανοποιητική συμπύκνωση της εντελώς αστήρικτης και επικίνδυνης, με το τρόπο που γίνεται, ''ανανέωσης'' του ''μαρξισμού'', όπως εκφράζεται και από το περιοδικό ''Θέσεις''.
1. Θα μπορούσε κανείς, αρχικά, να αντιπαρατάξει το κείμενο του Λ.Αλτουσέρ, ''Γιατί το Κράτος είναι μια μηχανή'', που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ''Θέσεις''. Εκεί ο Λ.Αλτουσέρ επιχειρηματολογεί υπέρ ακριβώς αυτής της ''εξωτερικότητας'' των κυριαρχούμενων τάξεων σε σχέση με το Κράτος. Αυτό που υποστηρίζει είναι πως το Κράτος είναι μια μηχανή μέσα από την οποία εισρέει και μετασχηματίζεται μόνο το πλεόνασμα ισχύος της αστικής τάξης στη σχέση της με την εργατική τάξη. Το Κράτος πρέπει σε ένα βαθμό να αυτονομείται από την ταξική πάλη, για να επιδρά σε αυτήν σαν ''όργανο της αστικής τάξης''. Αυτή είναι και η θέση των Μάρξ-Λένιν. Φυσικά, υπάρχουν κείμενα του Μάρξ που φαίνεται πολύ περισσότερο το Κράτος ως κοινωνική σχέση, ιδιαίτερα στα ιστορικά του κείμενα. Πάνω σε τέτοια αποσπάσματα επιχειρηματολογούσε πάντα ο Πουλαντζάς. Το επιχείρημα κεφάλαιο=κοινωνική σχέση, κράτος=κοινωνική σχέση έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς θεωρητικούς του κράτους, όπως ο Bob Jessop (γνωστός για το έργο του πάνω στον Πουλαντζά), στο ''Κρατική εξουσία: μια στρατηγική-σχεσιακή προσέγγιση''.
Εδώ όμως κρύβεται μια πονηρή παγίδα. Πράγματι, το να θεωρούμε το κράτος κοινωνική σχέση, που αποτελεί ''υλική συμπύκνωση της ταξικής πάλης'', ανοίγει διάφορες προοπτικές σε σχέση με την ανάλυση που σταματά στην απλή διαπίστωση ότι το Κράτος είναι ''όργανο της ταξικής πάλης''. Ωστόσο, αν δούμε την κοινωνική σχέση ''Κεφάλαιο'', που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα και σε παραλληλισμό με το Κράτος, αυτή δεν συμπυκνώνει απλά ένα συσχετισμό δυνάμεων. Γιατί αυτή η ''συμπύκνωση'', έχει το εξής όριο: το ότι οι τάξεις που εμπλέκονται σε αυτή την κοινωνική σχέση (σχέση-Κεφάλαιο), παραμένουν δύο, ριζικά διαχωρισμένες και ριζικά ανταγωνιστικές μεταξύ τους, στη βάση της απόλυτης εξωτερικότητας των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη. Η απόλυτη αυτή εξωτερικότητα εμφανίζεται στο ''Κεφάλαιο'' του Μάρξ με τη ταξική βία της πρωταρχικής συσσώρευσης που άσκησε η αστική τάξη πάνω στους αγρότες, τους μικροιδιοκτήτες, τους μικροτεχνίτες κλπ.
Διαφορετικά ειπωμένο: Έστω ότι έχουμε μια διαλεκτική ''ενότητα αντιθέτων'', ενότητα των αντιμαχόμενων τάξεων. Το Κράτος αποτελεί ''υλική συμπύκνωση'' του modus vivendi, της εκάστοτε ιστορικής ισορροπίας δυνάμεων. Δηλαδή το Κράτος αποτελεί υλική έκφραση αυτού του modus vivendi, ή καλύτερα ''συμπύκνωμα'' και αποκρυστάλλωμα. Η θέση αυτή, αν παραμείνει με αυτή τη διατύπωση, οδηγεί στο συμπέρασμα πως ένας άλλος συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των τάξεων θα συμπυκνωθεί υλικά σε ένα διαφορετικό Κράτος. Αν λοιπόν έχουμε ένα συσχετισμό ''υπέρ της εργατικής τάξης'', τότε θα έχουμε και ένα ''εργατικό Κράτος''.
Το Κράτος όμως, επειδή σήμερα είναι ''αστικό κράτος'', δεν συμπυκνώνει απλά ''τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των τάξεων''. Έχει εγγεγραμμένη την ριζική εξωτερικότητα των δύο τάξεων. Η διαλεκτική ''ενότητα αντιθέτων'', ενότητα των δύο τάξεων, είναι πάντα ενότητα αντιθέτων, και όσο ενότητα και να είναι, πρέπει οι δύο όροι της αντίθεσης, οι δύο τάξεις, να μένουν πάντα ριζικά διαχωρισμένες. Η θέση ότι το Κράτος αποτελεί ''υλική συμπύκνωση του συσχετισμού δυνάμεων'', δηλώνει πως ο συσχετισμός συμπυκνώνεται ως ενότητα, ως ενιαία κατάσταση συσχετισμού δυνάμεων. Αυτή όμως η συμπύκνωση, δεν πρέπει να συμπυκνώνει τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων μόνο ως ενότητα και ως ενιαία κατάσταση, αλλά πρέπει να συμπυκνώνει και το ''υπόλειμμα'' ριζικής εξωτερικότητας, ριζικής κυριαρχίας και απόλυτης διαφοράς της άρχουσας τάξης πάνω στην εργατική. Με την έννοια που ο αρεστός στην Κουμουνδούρου Ζ.Λακάν, λέει πως τα δύο φύλα ''έχουν μια μη-σχέση'' (που διαφέρει από το ότι δεν έχουν καμία σχέση). Μέσα σε μια διαλεκτική ενότητα, υπάρχει μια απόλυτη διαφορά, σαν ''κενό'' και αγεφύρωτο χάσμα εγγεγραμμένο στο εσωτερικό της. Αυτό το χάσμα, δεν μπορεί να γεφυρωθεί μέσα από την ίδια την διακύμανση της ταξικής σχέσης. Γιατί όσο υπάρχει ταξική σχέση και ενότητα των αντιθέτων με κυρίαρχο και κυριαρχούμενο, όταν τείνει ο κυριαρχούμενος πόλος (εργατική) να απειλήσει την άρχουσα τάξη, θα αναδύεται πάντα στην επιφάνεια της σχέσης η απόλυτη διαφορά των τάξεων, δηλαδή μια ωμή βία, μια δικαστική απόφαση ενάντια στην απεργία της Χαλυβουργίας. Άλλωστε, όσον αφορά την απεργία, η στάση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και του εκπροσώπου του Μητρόπουλου, μας έδειξε πόσο υποτιμά την ''πρωτόγονη'', τάχα, εξωτερικότητα των τάξεων ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, ενσωματωμένος καθώς είναι στο Κράτος-Σχέση.
Το Κεφάλαιο, αγαπητοί προπαγανδιστές, δεν είναι απλώς σχέση. Είναι σχέση εγκαθιδρυμένη σε μια ταξική κυριαρχία και μια κάθετη, ταξική βία. Πολύ ωραία δείχνει ο Αλτουσέρ πως ο στρατός και ο υπόλοιπος σκληρός πυρήνας του κρατικού μηχανισμού δεν έχει συνδικάτα και δεν ''διαπερνάται'' από την ταξική πάλη ούτε ''συμπυκνώνει'' υλικά και ουδέτερα, σαν αρραγή ενότητα, έναν ''συσχετισμό δυνάμεων''. Θα επανέλθω με μεγαλύτερη σαφήνεια πιο κάτω.
Τί άλλο λέει το συγκεκριμένο απόσπασμα? Ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι δεν υπάρχει το ''εκτός'' Κράτος για ένα επαναστατικό κίνημα. Όλα είναι ''εντός''. Άρα, να αφεθούμε στο εντός του Κράτους. Καμία ''ανεξαρτησία'' (όου, πρωτογονισμός!) από το αστικό Κράτος δεν μπορεί να έχει το εργατικό επαναστατικό κίνημα. Πολύ ριζοσπαστικά όλα αυτά. Ας το κρατήσουμε αυτό ενόψει των παρακάτω.
2. Ορίστε εδώ εφαρμογή δεξιού γκραμσιανισμού (ηγεμονία, μπλοκ εξουσίας κλπ). Ας δούμε εδώ μια φράση, σε επίπεδο σχήματος λόγου: H ''παρουσία των λαϊκών τάξεων...ιδιαίτερα στους τομείς του κοινωνικού κράτους...δεν σημαίνει ότι οι λαϊκές τάξεις μπορούν να κατακτήσουν μέσα στο κράτος εξουσία χωρίς τον ριζικό μετασχηματισμό του''. Μάλιστα, δεν σημαίνει αυτό. Κάπως ντροπαλός τρόπος για να πει κανείς ότι μπορεί το κράτος να είναι κοινωνική σχέση, αλλά από ένα σημείο και μετά η ''υλική συμπύκνωση'' του συσχετισμού δυνάμεων στο Κράτος δεν αρκεί, και αυτό το πράγμα που συμπυκνώνει υλικά των συσχετισμό δυνάμεων, το Κράτος-καθρέφτης, πρέπει να υποστεί ένα ριζικό μετασχηματισμό, πρέπει δηλαδή να αλλάξει ριζικά ο καθρέφτης που συμπυκνώνει τον ταξικό συσχετισμό υλικά. Αυτό σημαίνει πως ο καθρέφτης, καταστατικά, είναι ταξικός, από το ίδιο το τζάμι με το οποίο είναι φτιαγμένος, το ίδιο το ''μέταλλο'' της καπιταλιστικής μηχανής είναι τέτοιο, όπως λέει ο Αλτουσέρ (πολύ αλτουσεριανός μου βγήκα...). Τί σημαίνει αυτό; Ότι το Κράτος που ''συμπυκνώνει υλικά'' είναι φτιαγμένο με έναν ορισμένο τρόπο, που ευνοεί καταστατικά τη κυρίαρχη τάξη και κάθε ταξικό σύστημα, και πως για να χειραφετηθεί το λαϊκό κίνημα, πρέπει να μετασχηματίσει ''ριζικά'' το Κράτος. Όμως αυτός ο καταστατικός ταξικός χαρακτήρας του Κράτους, που απαιτεί ''ριζικό μετασχηματισμό'', ισχύει αναγκαστικά για κάθε στιγμή που το Κράτος ''συμπυκνώνει υλικά των συσχετισμό δυνάμεων'' μεταξύ των τάξεων. Δεν είναι απλώς ότι το Κράτος συμπυκνώνει υλικά ένα συσχετισμό που είναι σε όφελος την άρχουσας τάξης έναντι του εργατολαικού κινήματος, οπότε για αυτό είναι ταξικό. Η ίδια η κρατική-υλική συμπύκνωση ως διαδικασία και ''καθρέφτισμα'' του συσχετισμού δυνάμεων είναι ταξική ως τέτοια. Αυτό δημιουργεί αντικειμενικά την αναπαράσταση του κράτους, μέσα από τη ταξική ανάλυση, ως ''οργάνου'' της άρχουσας τάξης και ως ''εργαλείου'' της. Έτσι ''κρατική συμπύκνωση'' του ταξικού συσχετισμού δεν μας δίνει απλά το υλικό συμπύκνωμα αυτού του συσχετισμού. Το Κράτος είναι υλικό συμπύκνωμα του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων ''συν'' την απόλυτη εξωτερικότητα/κυριαρχία/ριζική διαφορά υπέρ της άρχουσας τάξης. Από εδώ και η ανάγκη του ''ριζικού'' μετασχηματισμού του Κράτους από την εργατική-λαϊκή τάξη, ακριβώς γιατί μέσα στην ταξική σχέση υπάρχει η ''μη-σχέση'' σαν απόλυτο χάσμα και ριζική διαφορά των δύο τάξεων, με απόλυτη κυριαρχία της άρχουσας τάξης!
Για αυτό και η ανάλυση αυτή της κ.Πορτάλιου δεν είναι από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, αλλά ρεφορμιστική, και τελικά, αστική. Παρενθετικά να πω ότι δεν θεωρώ πως η αντιμετώπιση του ταξικού κράτους ως ''απλό εργαλείο'' και ''όργανο'' είναι ιδανική. Άλλη πρέπει να είναι η καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη ανάλυση. Όμως η θέση περί ''οργάνου'' ή ''εργαλείο'' ή η θέση του Αλτουσέρ στο άρθρο που παρέπεμψα, διατηρεί ένα πολύ σημαντικό πυρήνα αλήθειας, αν κινούμαστε στο μαρξιστικό πλαίσιο το οποίο επικαλείται η κ.Ελένη Πορτάλιου, το οποίο είναι άκρως απαραίτητο για να μην ενσωματωθεί η θεωρία και η πράξη στον αστισμό.
Η θεωρητική αυτή αντίφαση της θέσης του Πουλαντζά για το Κράτος, και αν όχι του ίδιου, η θεωρητική αντίφαση του τρόπου με τον οποίο η Ελένη Πορτάλιου τον επικαλείται, αναγκαία θα φαίνεται σε διάφορες άλλες διατυπώσεις και πολιτικές θέσεις. Έτσι, στο αμέσως παραπάνω απόσπασμα, μετά την ανάγκη ''ριζικού μετασχηματισμού'', θα διαβάσουμε ανακαταμένες τις σχετικές με το θέμα λέξεις ''βαθμιαία'', ''σταδιακά'', ''ριζική τομή/ρήξη'', μέσα σε μια, πάνω από όλα, στρατηγική ''δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό'', που υπερκαθορίζει το νόημα όλων των άλλων όρων. Αν η κ.Ελένη Πορτάλιου είχε να μας πει κάτι καινούργιο για το πως θα μπορούσε να συνδυαστεί η δημοκρατικότητα της σοσιαλιστικής μετάβασης με τη βία που ανακύπτει αναγκαία όταν η εργατική τάξη θα πάει να καταλάβει στρατηγικές θέσεις εξουσίας (και τελικά τον Κρατικό μηχανισμό), θα είχε πολύ ενδιαφέρον. Βέβαια, τελικά σε ό,τι λέει δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον. Κανένας δεν καταλαβαίνει διαβάζοντας τί θα γίνει με το θέμα της ταξικής βίας. Θυμάμαι ότι σε μια κουβέντα που είχα με ένα υψηλά ιστάμενο μέλος της νεολαίας του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήμουν ακόμη στα ''αθώα'' μου, μου είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση ότι δεν αποδεχόταν την ταξική βία σαν ''περιεχόμενο'' αλλά μόνο σαν μια συγκυριακή μορφή της ταξικής πάλης. Έχει να κάνει ακριβώς με τη ριζική διαφορά και εξωτερικότητα, που είπαμε ότι εμπεριέχεται στην ταξική σχέση με ιστορικό ορόσημο την ''πρωταρχική συσσώρευση'', που αναφαίνεται και σήμερα κάθε φορά που σε μια καπιταλιστική κρίση το κεφαλαιοκρατικό σύστημα καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις, αναδιαρθρώνει με τη βία τις εργασιακές σχέσεις και επεκτείνεται με ουσιαστικά πολεμικό και εξωτερικό προς κάθε ταξική διαπραγμάτευση/συμβιβασμό τρόπο.
3. Η κλασική εικόνα που παρουσιάζεται από τους μαρξιστές-απατεώνες του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, του καλού κευνσιανισμού που ψόφησε, αφού οι αστικές τάξεις ''αποποιήθηκαν'' τα κοινωνικά συμβόλαια, και ήρθε στην εξουσία ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, ο οποίος αποδυνάμωσε τις ''δυτικές δημοκρατίες'' και οδήγησε στην ''συναινετική, αυταρχική δημοκρατία'' Ο τρόπος που γίνεται η ανάλυση δεν είναι καθόλου ουδέτερος, βέβαια, αφού η εντύπωση που σου μένει είναι πως η ''άρνηση της άρνησης'' (και ας μην τους αρέσουν τα εγελιανή, έτσι λειτουργεί, μεταξύ άλλων, η σκέψη), η άρνηση του νεοφιλελευθερισμού που ήταν άρνηση του κευνσιανισμού, θα είναι η επιστροφή των διαλυμένων κοινωνικών συμβολαίων και της δημοκρατίας υπό την αιγίδα μιας ''αριστερής διακυβέρνησης''. Φυσικά, το να μιλά κανείς για κευνσιανισμό, νεοφιλελευθερισμό και αναδιάρθρωση των εργασικών σχέσεων επί τα χείρω τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι από μόνο του κακό. Είναι ηλίου φαεινότερο, όμως, με τί προθέσεις το κάνει αυτό ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, κοροιδεύοντας τους αφελείς που πιστεύουν ότι θα ζήσουν σε έναν (πάντοτε ανύπαρκτο), ειρηνικό και ''ανθρώπινο'' καπιταλισμό (βαφτίζοντάς τον σοσιαλισμό, με τον τρόπο του Α.Παπανδρέου (φάντασμα πλανιέται...) και της ''σοσιαλιστικής διεθνούς'' στην οποία συμμετέχει ο γιος του).
4. Αυτή την αποκομμουνιστικοποίηση, και αυτή την αποστασιοποίηση από την εργατική τάξη μαζί, βιώνει από πάντα ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ. Κρατήστε τους όρους και θα τους βρούμε πιο κάτω. Ενδιαφέρον θα είχε να μας πει η κ.Πορτάλιου πώς κατανοεί τελικά την έννοια της ''τάξης'', μέσα στο ''πλήθος'' το οποίο συνεπάγονται οι αναλύσεις της, το οποίο μαζί με τη θεωρία για το Κράτος και τις τάξεις του Πουλαντζά είναι βάση της ανάλυσής της. Τρικυμιώδεις καταστάσεις.
Κινήματα ''πολυταξικά στη φύση τους''. Πόσες είναι αυτές οι έρημες οι τάξεις; Θα επανέλθω.
5. Η ουσία του σημερινού καπιταλισμού αποδίδεται ξεκάθαρα στο ''νεοφιλελευθερισμό'' του. Η κυριαρχία που αμφισβητείται από αυτά τα κινήματα ορθά αυτή αμφισβητείται, είναι η ''νεοφιλελεύθερη κυριαρχία'', μαζί με το ''κράτος της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας'' (τί είναι πάλι όλο αυτό;) αποτελούν τον μεγάλο εχθρό του επαναστατικού υποκειμένου (το οποίο είναι και η εργατική τάξη του Πουλαντζα, και το ''πλήθος'', και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, και το οικολογικό και όλα τα άλλα, χωρίς καμία διάκριση κάποιου δομικά σημαντικότερου. Αυτό συμβαίνει αφού απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό τάσσονται όλοι, ακόμα και οι θιασώτες του ''καπιταλισμού με ανθρώπινο ή πράσινο πρόσωπο'', ρεφορμιστές, αριστερές πτέρυγες του ΠΑΣΟΚ, μέχρι και ακροδεξιοί επειδή ο ''νεοφιλελευθερισμός'' καταλύει τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα. Ας μείνουμε όμως στην κωδικοποίηση ενός ''νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού'' και ενός κράτους ''αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας''.
Πρέπει εδώ να σημειώσω το εξής. Ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευση, ακολουθούσε την εξής ρητορεία: σήμερα ο καπιταλισμός είναι νεοφιλελεύθερος, άρα όποιος είναι αντινεοφιλελεύθερος είναι αντικαπιταλιστής. Η ψευτοπροφάνεια αυτή βασίζεται στις εξής ''υπόγειες'' παραδοχές: α) ο νεοφιλελευθερισμός είναι ανεπίστρεπτο στάδιο του σημερινού καπιταλισμού, β) ακριβώς για αυτό, η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού σημαίνει αυτομάτως αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, αμφισβήτηση δηλαδή της ουσίας του.
Ακόμη και αν δεχτούμε πως το κύριο γνώρισμα που πρέπει η ανάλυσή μας να προσάψει στο σημερινό καπιταλισμό είναι ο ''νεοφιλελευθερισμός'' του, η άρνηση του νεοφιλελευθερισμό μπορεί να σημαίνει κάλλιστα αναβίωση του κευνσιανισμού, του καλού καπιταλισμού που σκότωσαν οι κακοί τραπεζίτες, κ.ο.κ. Άλλωστε, είδαμε πιο πάνω πως η κ.Πορτάλιου παρουσιάζει στο συγκεκριμένο κείμενο την εποχή του κευνσιανισμού σαν μια καλή εποχή με ''κοινωνική πρόνοια'' και δημοκρατία, την οποία χάσαμε, αφού ο νεοφιλελευθερισμός σάρωσε και μετασχημάτισε το χαρακτήρα ''των δυτικών δημοκρατιών''. Για αυτό, η ψευδοσυλλογιστική που πλάσαρε τόσα χρόνια ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, για να δικαιολογήσει πως είναι ενάντια στον καπιταλισμό μέσα από την άρνηση του νεοφιλελευθερισμού, θα έπρεπε να περιλαμβάνει ρητά και τη πρόταση-ισχυρισμό: δεν υπάρχει δυνατότητα αναβίωσης του καπιταλισμού με ''κράτος πρόνοιας''. Άρα, όταν αρνείσαι το νεοφιλελευθερισμό, αρνείσαι και τον καπιταλισμό συνολικά, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ''καπιταλισμός και κοινωνικό κράτος/κευνσιανισμός'' σήμερα. Τότε μόνο θα μπορούσε να ίσχυε η εξίσωση νεοφιλελευθερισμός=καπιταλισμός και αντινεοφιλελεύθερος=αντικαπιταλιστής.
Όμως ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς επειδή είναι ρεφορμιστικό μόρφωμα (ή κόμμα) με απόλυτο στη πραγματικότητα ορίζοντα μια ''κευνσιανή'' πολιτική, δεν θα μπορούσε ποτέ να παραδεχτεί ευθαρσώς ότι δεν μπορεί να αναβιώσει κευνσιανισμός και ''καπιταλισμός με κράτος πρόνοιας'', ακόμη και αν αυτό θα ήταν ο μόνος τρόπος να στηρίξει κάπως την εξίσωση αντινεοφιλελευθερισμός=αντικαπιταλισμός. Στη πραγματικότητα, το ίδιο το σημαίνον νεοφιλελευθερισμός υπονοεί μια άλλη δυνατή διαχείριση, σφάλμα που έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα όταν διαπράττεται από τα χείλη ενός ''αριστερού πολιτικού μορφώματος'', σε σχέση με τον ''μέσο καθημερινό πολίτη''.
6. Ξανά αυτή η ενοχλητική σύγχυση. Πόσες είναι πια οι κυριαρχούμενες τάξεις? Μήπως με την έννοια ''τάξη'' η συγκεκριμένη ''μαρξιστική'' ανάλυση εννοεί ''ομάδες συμφερόντων''; Tελικά έχουμε ομάδες κοινωνικών συμφερόντων, πουλαντζική εργατική τάξη, εργατική τάξη με ''πλήθος'', ''πλήθος'', πολυταξικά κινήματα; Από όλα αυτά, έχει κάποιο ιδιαίτερη βαρύτητα, ή όλα είναι οντολογικά ίσα; Κάτι για ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗ από την εργατική τάξη είχε αναφέρει η κ.Πορτάλιου πιο πάνω, ως αίτιο της παρακμής παλαιών ''αριστερών'' κομμάτων.
Και ποιός είναι ο στρατηγικός στόχος, o ''σοσιαλισμός'' ή ο ''κομμουνισμός''; Παρακαλώ ρητά ειπωμένο, και θα γίνει σεβαστό. Έχει σχέση με μαρξισμό αυτό το τσίρκο, αν ο στρατηγικός του στόχος είναι ο σοσιαλισμός;Τί διαφορά έχει αυτός ο στρατηγικός στόχος από τον στόχο όλων των παλαιών κομμάτων του '80, που η κ.Πορτάλιου λέει λίγο πιο πάνω ότι ''ΑΠΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ'', για αυτό παρήκμασαν. Όλα αυτά ΣΤΟ ΙΔΙΟ κείμενο, που χαιρετίστηκε κιόλας! Ε βέβαια, σου πετάω στα ΜΟΥΤΡΑ λίγο Ζίζεκ, λίγο Ρανσιέρ, λίγο Πουλαντζά, αυτό αρκεί.
Όσο για το ότι το Κράτος δεν διαθέτει μια υπεριστορική ουσία. Εντάξει, αυτό είναι λιγότερο σημαντικό, αλλά αυτή την απορία πάντα την έχω. Δεν είναι ''υπεριστορική ουσία'' του Κράτους να ισχυρίζεσαι ότι γενικά αυτό είναι μια υλική συμπύκνωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων; Όση ''υλικότητα'' και να βάζεις. Τα κατάλοιπα του αλτουσεριανισμού, μόνο που έχουν μείνει από ότι φαίνεται τα λάθος κατάλοιπα. Ο Αλτουσέρ, επέμενε να λέει πως δεν υπάρχει παραγωγή ''εν γένει'', την ίδια ώρα που η σχολή του, ''παραδόξως'', λέει ο Jameson στο ''Πολιτικό Ασυνείδητο'', έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στο να ανασυστήσει τον ''τρόπο παραγωγής'' ως βασική μαρξιστική έννοια. Όποιος μιλά για τρόπο παραγωγής, αναγκαστικά μιλάει πάντα για πολλούς τρόπους παραγωγής και μια υπεριστορική ουσία του ανθρώπου, την ''Παραγωγή''. Ας πούμε τελοσπάντων ότι πρόκειται για ''ιδεότυπο'' και ''θεωρητική έννοια'' με ''αναλυτική σημασία'', και όχι για ''ιστορική ουσία''.
7. Αποιδεολογικοποίηση σημαίνει, μεταξύ άλλων, την άρνηση ότι σε κάθε πολιτικό κόμμα, θα κυριαρχήσει μία ιδεολογία, και, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που δυστυχώς έχει γίνει της μόδας, θα υπάρχει μία ιδεολογική ηγεμονία. Αποιδεολογικοποίηση σημαίνει να αφαιρείς από τον πλουραλιστικότητα και τη ''συμβιωτικότητα'' τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα, τον οποίο θα έπρεπε να αποδεχτείς και να επιχειρηματολογήσεις στη βάση αυτού. Αποιδεολογικοποίηση σημαίνει να λες μαρξισμός+άλλα, και να μη διευκρινίζεις ποιά είναι η βασική μέθοδος ανάλυσης που τουλάχιστον εσύ προκρίνεις. Και πράγματι, αυτά τα είδη αποιδεολογικοποίησης, μαζί με διάφορα άλλα, οδηγούν, όπως λέει η κ.Πορτάλιου, στην αστική πολιτική.
Όσον αφορά τη σχέση μέσα-έξω και το πολιτικό κόμμα, έχει ειπωθεί πιο πάνω (θυμηθείτε Μπαλιμπάρ και ''πρωτογονισμό''), ότι όλα είναι ''μέσα'' στο Κράτος, και το κίνημα και το κόμμα κλπ, στη συνέχεια ειπώθηκαν θέσεις συγγενείς με νεγκρικό ''πλήθος'' που είναι ετερογενές προς το Κράτος, όπως και η όλη κίνηση των αντι-κινημάτων, τώρα το κόμμα δεν πρέπει να είναι ''μέσα'' αλλά εξώστρεφο, μόνο που το Κόμμα-πολιτικό μόρφωμα και το εργατικό κίνημα αναπτύσσονται και τα δύο ''μέσα'' στο Κράτος, και όλες αυτές οι σχέσεις εντός-εκτός έχουν αφεθεί εντελώς στη τύχη τους.
8. Αυτό το ''ένα αριστερό κόμμα δεν βρίσκεται έξω από το κράτος'', μαζί με το ''δεν πρέπει να αντιγράφει την υλικότητα των μηχανισμών του'', πώς συμβαδίζουν; Γιατί δηλαδή οι Ντελέζ-Γκουαταρί έπρεπε να γράψουν μερικές εκατοντάδες σελίδες για να επιχειρηματολογήσουν πως κρατιέται μια πολεμική μηχανή ''εκτός'' Κρατικού μηχανισμού, ακριβώς για να μην αντιγράφει την υλικότητα των μηχανισμών του; Εδώ δεν αναγνωρίζεται καν το πρόβλημα. Το πρόβλημα φυσικά είναι η αντίφαση ανάμεσα σε μια μαρξιστική αναφορά και στις θέσεις περί πλήθους, Ζίζεκ κλπ. Ακριβώς επειδή υπήρχε η ανάγκη η παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική πρωτοπορία να μην αντιγράψει τον υλικό μηχανισμό και τον τρόπο της αστικής πολιτικής, για αυτό επιχειρηματολόγησε υπέρ της πολιτικής και ιδεολογικής της περιφρούρησης, με την ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου από το Κράτος ταξικού, συνειδητού στρατηγικού σχεδίου. Δεν γίνεται ένα πολιτικό μόρφωμα που βρίσκεται αξιωματική πάντοτε ''μέσα'' στο Κράτος να θέλει ταυτόχρονα να είναι ετερογενές ως προς αυτό όσον αφορά την εσωτερική οργάνωσή του. Πρέπει να υπάρχει ένα είδος ''περιφρούρησης'', δηλαδή ''εξωτερικότητας'' σε σχέση με το Κράτος, για να γίνει αυτό. Το ζήτημα δεν λύνεται με ταχυδαχτυλουργικά κόλπα και τσιτάτα glamourous διανοούμενων. Όχι απλώς δεν λύνεται, αλλά υπό αυτή τη μορφή, ούτε καν τίθεται. Στη πραγματικότητα, η θέση του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ είναι πως δεν είναι αναγκαίο να έχει κάποια ιδεολογική περιφρούρηση σε σχέση με το αυθόρμητο κίνημα και το κρατικό μηχανισμό, τον οποίο άλλωστε πλέον σπεύδει να νομιμοποιήσει ως ''υπεύθυνη αντιπολίτευση'' και υπό το θάμβος του κυβερνητισμού. Στη πραγματικότητα ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχτεί τη συμπερίληψή του στο ευρύτερο ιδεολογικό Κράτος του Κεφαλαίου, όπως και τη συμπερίληψή του μέσα στην κυρίαρχη ιδεολογία που αναπτύσσεται ''αυθόρμητα'' στους κόλπους του κινήματος. Αν θελήσει ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ να γίνει πιο ''κλειστός'' για να αμυνθεί προς την κυρίαρχη ιδεολογία, του Κράτος κλπ, θα αναπτύξει ιεραρχία, θα αποκτήσει ΜΙΑ κυρίαρχη ιδεολογία (που συμβαίνει ήδη, όλοι ξέρουν ποια είναι η ΜΙΑ κυρίαρχη ιδεολογία σήμερα και δεν έχει σχέση με ''πλουραλισμό''), και γενικά θα αντιγράψει ''την υλικότητα των μηχανισμών του Κράτους''. Οι θέσεις της κ.Πορτάλιου είναι ευχολόγια, ευσεβείς πόθοι και θεωρητικά-πολιτικά αβάσιμες δοξασίες, βυθίζουν στον ύπνο και την ίδια και τους αναγνώστες, αποκρύπτοντας το μέγεθος των ερωτημάτων και προτείνοντας ψευδολύσεις. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, κ.Πορτάλιου.
9. Κάντε πρώτα τη ''μαχητική αντιπολίτευση που δεν αρκεί'', αφήστε την υπεύθυνη και αξιωματική αντιπολίτευση, και μετά βλέπουμε για τη δημιουργία κοινωνικών θεσμών και παραδειγματικών έργων. Για τους κοινωνικούς και παραδειγματικούς θεσμούς δεν διαφωνώ βέβαια, αν φροντίσουν για την υλική επιβίωση του λαού, αλλά στο πλαίσιο που τοποθετείτε αυτές τις διακηρύξεις είναι αδύνατον να πετύχουν, γιατί πολύ απλά έχετε πείσει τον κόσμο, που δήθεν θέλετε να κινητοποιήσετε, ότι θα φέρετε ένα νέο ''κοινωνικό κράτος'' χωρίς βία και ρήξη. Για για αυτό έχετε αποκοιμήσει τον κόσμο που κάθεται στον καναπέ του, και βλέπει τον Αλ.Τσίπρα να τρώει πόρτα από τον σοσιαλιστή Ολάντ (και απογοητεύεται), ή βλέπει τον Αλ.Τσίπρα και τον κ.Μηλιό (και γοητεύεται) να ασκούν κριτική στο Σαμαρά ότι δεν κάνει καλή διαπραγμάτευση, σαν τον Ιταλό Μόντυ. ''Κοινωνικοί θεσμοί'' και ''παραδειγματικά 'έργα'' από τον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και σαν από τα κάτω δομές, με αυτή την ενσωμάτωση στο αστικοδημοκρατικό παίγνιο, δεν πρόκειται να ευδοκιμήσουν.
10. Εδώ είναι η αποκάλυψη. ''Σύνολο ομάδων και μοναδικοτήτων'', και ''πλήθος''. Τελικά δεν έκανα λάθος, κάτι μου φάνηκε πως ήταν παράξενο από την αρχή, παράξενο και δίπλα στον Πουλαντζά. Δεν είμαι σίγουρος πως άρεσαν στον Πουλαντζά αυτές οι ''μοναδικότητες'' στην εποχή του (νομίζω πως όχι). Εν πάσει περιπτώσει, πλήθος και μοναδικότητες με εργατική τάξη, είναι κάπως ασαφές. Αν μιλάμε για εργατικό πλήθος όπως αυτό του Νέγκρι, που για αυτό μιλάμε, αυτό δεν αποτελεί ''τάξη'' με την μαρξιστική ή με την πουλαντζική έννοια. Δεν αποτελεί ''τάξη'', και μάλιστα για τον πλέον συνεπή στοχαστή αυτού του είδους της πολλαπλότητας, τον Ντελέζ, αστική-εργατική τάξη υπάρχουν ενσωματωμένες στη κρατική ενότητα και το πλήθος των μοναδικοτήτων ''απέξω'', αντιστεκόμενο στο Κράτος. Ούτε όμως οι αναλύσεις του Νέγκρι επιτρέπουν τη σύγχυση της κ.Πορτάλιου. Όλα στο μίξερ λοιπόν!!! Πού είναι η τάξη, που είναι το πλήθος, πού η Αυτοκρατορία, πού είναι ο Πουλαντζάς και η θεωρία για το Κράτος, και πού βρίσκονται όλα αυτά αρμονικά συνεδεμένα....
Για εναλλακτικές μορφές αλληλεγγύης κλπ υπονόησα ήδη πως ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΕΑΜ, αλλά κοινοβουλευτικά και κρατικά ενσωματωμένο πολιτικό μόρφωμα που δεν μπορεί να ξεσηκώσει ευρεία λαϊκή κινητοποίηση ενώ παίζει το ρόλο υπεύθυνης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.
11. Συμπερασματικά, το κείμενο αυτό αποτελεί τυπικό παράδειγμα της αντίληψης περί πολιτικής που κυριαρχεί στον ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, όπως θέλει, και αυτό να παρουσιάζεται σαν σημαντικό πολιτικό κείμενο. Χίλιες φορές ''πρωτόγονος'', ''ορθόδοξος'' μαρξισμός-λενινισμός, παρά Μπαλιμπάρ-Ζίζεκ-Πουλαντζάς-Νέγκρι και Ρανσιέρ μαζί.
Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012
Για ένα μαζικό, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα
Αναδημοσίευση από Red Notebook
Της Ελένης Πορτάλιου
Το θέμα της ριζικής αναμόρφωσης του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να γεννηθεί ένα μαζικό, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα, όπως το διατύπωσε ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας σ. Αλέξης Τσίπρας, έχει ήδη τεθεί εκ των πραγμάτων, στη διάρκεια της πυκνής προεκλογικής περιόδου, όπου και αναδείχθηκαν όλες οι δομικές παθογένειες μαζί με τις ενδιάθετες δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση για τους νέους θεσμούς δεν πρέπει να έχει εργαλειακό χαρακτήρα ή να τακτοποιεί παρελθούσες εκκρεμότητες και να ρυθμίζει νέες ισορροπίες. Η εμπιστοσύνη του λαού μάς υποχρεώνει να γίνουμε στοχαστικοί και δημιουργικοί, να επινοήσουμε, συνθέτοντας θεωρία και εμπειρία, μια σύγχρονη μορφή πολιτικού φορέα, ο οποίος θα αντλεί από το παρελθόν και θα παραπέμπει στο μέλλον της νέας κοινωνίας. “Βρισκόμαστε σήμερα”, λέει ο Σλαβόϊ Ζίζεκ, “στο διαμετρικά αντίθετο σημείο από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Αριστερά ήξερε «τι να κάνει» (να εγκαταστήσει τη δικτατορία του προλεταριάτου), αλλά έπρεπε να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Σήμερα, δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά οφείλουμε να δράσουμε τώρα, γιατί οι επιπτώσεις της μη δράσης θα είναι ολέθριες. Θα αναγκαστούμε να δράσουμε «σαν να είμαστε ελεύθεροι»”.
Η συζήτηση για την κρίση των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων
Ο σκοπός της δικτατορίας του προλεταριάτου, μέσα σε συνθήκες ανελέητης καταστολής, δημιούργησε το προλεταριακό κόμμα της πρωτοπορίας των αποφασισμένων κομμουνιστών, τους οποίους συνείχε η σιδηρά πειθαρχία. Η συζήτηση για το κόμμα στις επαναστατικές δεκαετίες, από το 1960 μέχρι το 1980, γίνεται στο πλαίσιο της αναγνώρισης της κρίσης του μαρξισμού και των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων της δύσης και στον ορίζοντα της ρήξης με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ονομάστηκαν υπαρκτός σοσιαλισμός και κατέρρευσαν λίγο αργότερα. Ο χαρακτήρας του κόμματος αναζητήθηκε τότε στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας και πράξης, στους ταξικούς λαϊκούς αγώνες και στη σχέση του κόμματος με το κράτος. Αυτή η σχέση αποτελεί και σήμερα, από πολλές πλευρές, σημείο κλειδί για τον χαρακτήρα του κόμματος. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το κράτος ήταν (και είναι) καταλυτικός στη θεωρητική προσέγγιση και την υλική μορφή του επαναστατικού κόμματος.
Όπως επεσήμαινε ο Μπαλιμπάρ σε μια συζήτηση για το κόμμα “η εικόνα ενός πρωτόγονου εργατικού κινήματος που στρατοπεδεύει «εκτός των τειχών» είναι εσφαλμένη γιατί, εφόσον οι μάζες ποτέ δεν βρίσκονται «εκτός κράτους», ούτε το εργατικό επαναστατικό κίνημα βρίσκεται ποτέ «εκτός κράτους»”. Απέναντι στη προσέγγιση του κράτους ως οχυρού της κυρίαρχης τάξης και ως ενδογενούς οντότητας, που παραπέμπει στην εξωτερικότητα των κυριαρχούμενων τάξεων, ο Νίκος Πουλαντζάς διατυπώνει τη ριζοσπαστική θέση : το κράτος, όπως και το κεφάλαιο, πρέπει να θεωρείται ως σχέση, “ακριβέστερα ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται, πάντοτε με ειδικό τρόπο, μέσα στο Κράτος”.
Οι κυρίαρχες τάξεις υπάρχουν στο κράτος διαμέσου μηχανισμών και υπό την ενότητα της ηγεμονικής μερίδας, ενώ οι κυριαρχούμενες με τη μορφή εστιών αντιπαράθεσης στην εξουσία των κυρίαρχων. Αυτή η παρουσία των λαϊκών τάξεων, απόρροια της άσκησης πολιτικής από τα αριστερά κόμματα και τα λαϊκά κινήματα αλλά και των αντιφάσεων που παράγει ο κοινωνικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα στους τομείς του κοινωνικού κράτους (το αριστερό κράτος που έλεγε ο Μπουρντιέ), δεν σημαίνει ότι οι λαϊκές τάξεις μπορούν να κατακτήσουν μέσα στο κράτος εξουσία χωρίς τον ριζικό μετασχηματισμό του. Άλλωστε, όπως το διατυπώνει ο Ρανσιέρ, “η δημοκρατία ουδέποτε ταυτίζεται με μια νομικοπολιτική αρχή. Τούτο δε σημαίνει ότι είναι αδιάφορη απέναντί της. Σημαίνει ότι η εξουσία του λαού βρίσκεται πάντα εντεύθεν και εκείθεν μορφών τέτοιου είδους”. Αν, λοιπόν, το κράτος δεν είναι μηχανή που καταστρέφεται αλλά σχέσεις που ανατρέπονται ή/και καταργούνται βαθμιαία, η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου στο σοσιαλισμό παραπέμπει στο σταδιακό μαρασμό του κράτους και στην ανατροπή των μηχανισμών του, ύστερα από μια ριζική τομή/ρήξη όταν αναλαμβάνει την κυβέρνηση και σταδιακά την εξουσία η αριστερά, ως αντίπαλη δύναμη στο αστικό μπλοκ εξουσίας.
Ήδη, από το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι αστικές τάξεις της Ευρώπης, για ν’ αναφερθούμε μόνο σ’ αυτές, αποποιούνται σταδιακά τα κοινωνικά συμβόλαια και ο κεϋνσιανισμός χάνει την ισχύ του από τις παγκόσμιες και εθνικές ανακατατάξεις, μέσα από τις οποίες αναδύεται ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ως απάντηση του κεφαλαίου στην κρίση του. Ο νεοφιλελευθερισμός μετασχηματίζει ριζικά τις πολιτικές λειτουργίες του κράτους και τον χαρακτήρα των δυτικών δημοκρατιών. Η νέα μορφή κράτους – η συναινετική, αυταρχική δημοκρατία – αφορά σε μια “γενικότερη μετάθεση των διαδικασιών νομιμοποίησης από τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση, της οποίας ήταν προηγουμένως προνομιακοί συνομιλητές”. Τα αστικά κόμματα χάνουν την ιδεολογική τους λειτουργία, που μεταφέρεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την παραδοσιακή αντιπροσωπευτική τους λειτουργία απέναντι στις τάξεις και τις μερίδες τις οποίες εκφράζουν. Τα παραπάνω συνεπάγονται κρίση των αστικών κομμάτων, συρρίκνωση της όποιας συμμετοχικής διαδικασίας των μελών τους, ενδυνάμωση των αρχηγών, των κλειστών συγκεντρωτικών επιτελείων και των τεχνοκρατών.
Η κρίση αυτή επηρεάζει τα εργατικά, αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, που κινούνται μ’ ένα τρόπο στο πεδίο του κράτους ή/και τείνουν να αντιγράφουν μορφές αστικών κομμάτων, συνήθως όταν μετέχουν ή διεκδικούν να μετάσχουν στην εξουσία. Η μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών κομμάτων καταλήγει στη μετάθεση των διαχωριστικών γραμμών αριστεράς-δεξιάς και στην ανάληψη από τα κόμματα αυτά ενός συμπληρωματικού με τα δεξιά ρόλου στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα. Η κρίση των κομμουνιστικών κομμάτων είναι κυρίως ενδογενής και αφορά στη σχέση που οικοδομούν με την κοινωνία και στη μη έγκαιρη πρόσληψη και κατανόηση των μετασχηματισμών που χαρακτηρίζουν τις κυριαρχούμενες τάξεις μετά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Η εργατική τάξη, ευρύτερα τα λαϊκά στρώματα, αποκτούν νέα χαρακτηριστικά τόσο γιατί η παραγωγή υπεραξίας δεν έχει πια ένα μοναδικό κέντρο, έναν τόπο – το εργοστάσιο, όσο και γιατί οι θεωρούμενες ως δευτερεύουσες αντιφάσεις του καπιταλισμού, όπως αυτή ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αναδεικνύονται δυναμικά στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο και ωθούν στην εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων και νέων λαϊκών αντιστάσεων. Πάλι ο Νίκος Πουλαντζάς, τονίζοντας τη σημασία αυτών των κινημάτων, πολυταξικών από τη φύση τους, διείδε την υστέρηση των εργατικών κομμάτων “τα οποία οργανώθηκαν στην κοινωνία με κυρίαρχο άξονα τις αντιφάσεις μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό – δηλαδή στα εργοστάσια (διώνυμα κόμμα-συνδικάτα, κράτος - επιχειρήσεις)”. Η αναγνώριση της παρουσίας των νέων αντιφάσεων και των νέων χαρακτηριστικών της εργατικής τάξης γίνεται μεν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 από τα κόμματα, αλλά ή συμβαδίζει με την αποκομμουνιστικοποίησή τους (ΙΚΚ, ΚΚΕεσωτ.), στο πλαίσιο όχι μιας επανεξέτασης των σχέσεών τους με την εργατική τάξη αλλά αποστασιοποίησης τους από αυτή, ή δεν συμβάλλει σε ριζικές αλλαγές στο εσωτερικό τους (ΓΚΚ).
Νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και η άνοδος των κοινωνικών κινημάτων
Εν τω μεταξύ, το κράτος της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας συγκροτεί σταδιακά, μετά το 1980, τη συναίνεση και τη δημοκρατία στην αγορά, δηλαδή σ’ ένα πεδίο σχέσεων όπου η ελευθερία και η ατομικότητα του καταναλωτή ταυτίζονται ή υποκαθιστούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του πολίτη της αστικής δημοκρατίας. Ο πολίτης μεταφέρει την πολιτική του υπόσταση σ’ ένα μη πολιτικό χώρο, απεξαρτάται από κάθε μορφή κοινωνικού και πολιτικού θεσμού, αναχρονιστικού ή νέου, ο οποίος παραπέμπει σε οργανωμένες μορφές κριτικής και αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας. “Το «κοινωνιολογικό» πορτρέτο της πρόσχαρης μεταμοντέρνας δημοκρατίας σηματοδοτούσε την καταστροφή της πολιτικής που είχε πλέον υποδουλωθεί σε μια μορφή κοινωνίας, στο πηδάλιο της οποίας βρισκόταν μόνο ο νόμος της καταναλωτικής ατομικότητας” υπογραμμίζει ο Ρανσιέρ.
Είναι η περίοδος που η κρίση των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων της δύσης, τα οποία δεν μετεξελίχθηκαν σε λιγότερο ή περισσότερο συστημικά κόμματα, οξύνεται και διακυβεύεται η ύπαρξή τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κρίση καθορίζεται από αντιφάσεις που ανακύπτουν ως υπαρξιακά ερωτήματα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου κι ενώ δεν είναι ακόμα σε θέση να περιλάβουν στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Πίσω, όμως, από την καταναλωτική δημοκρατία και το πλαστικό χρήμα, το οποίο προσέδεσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ευρύτατα λαϊκά στρώματα, ανεβαίνουν στη σκηνή της ιστορίας οι νέοι κολασμένοι της γης, αυτοί και αυτές που πολλαπλασιάζουν τις στρατιές των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των ανασφάλιστων, των αστέγων, των χωρίς χαρτιά, των “περιττών” ανθρώπων, όπως θα τους χαρακτηρίσει αργότερα ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και οι οποίοι αποτελούν τους παρίες των δυτικών κοινωνιών - αρχικά το 1/3 του πληθυσμού και σήμερα πολύ περισσότεροι. Όλοι αυτοί συναντούν μέσα από τα ριζοσπαστικά κινήματα που δημιουργούν, το διεθνές κίνημα των αγροτών, το οικολογικό κίνημα για τη σωτηρία του πλανήτη, τα κινήματα για τον έλεγχο των χρηματαγορών και τη διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου και τα, κατ’ εξοχήν παγκόσμια, αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα.
Τα κινήματα αυτά ενεργοποίησαν τα αριστερά κόμματα ενώ το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, που αποτέλεσε το επιστέγασμα των νέων κινημάτων, τους έδωσε το φιλί της ζωής. Πρώτον, γιατί τα κόμματα έλαβαν μέρος με τα μέλη τους και συχνά πρωτοστάτησαν στην παγκόσμια αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας (Κομμουνιστική Επανίδρυση, Λίγκα, ΓΚΚ, Ισπανική Αριστερά, οι μετέπειτα συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ) και, δεύτερον, γιατί κατανόησαν την ανάγκη ανατροπών στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους ώστε ν’ αντιστοιχηθούν στην κοινωνική πραγματικότητα που έκαναν ορατή τα κινήματα. Τα αριστερά κόμματα βίωναν, όμως, ακόμη τον απόηχο ενός παρελθόντος εσωτερικών διασπάσεων και ασαφούς ταυτότητας, δηλαδή αντιμετώπιζαν μια βαθιά κρίση την οποία, με τις ενέσεις κοινωνικού οξυγόνου, άρχισαν να υπερβαίνουν σταδιακά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη ενότητας της αριστεράς αλλά δεν θα είχε υπάρξει ποτέ χωρίς την ενωτική παρακαταθήκη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Παρ’ όλ’ αυτά, ο υπέρτατος σκοπός των αγώνων ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον ρατσισμό και τον πόλεμο και των εθνικών λαϊκών αγώνων, δεν στάθηκε ικανός να φέρει στο ύψος των περιστάσεων τον ΣΥΡΙΖΑ, που πέρασε από σαράντα κύματα εσωτερικών κλυδωνισμών μέχρι να βρει το δρόμο της αριστερής πολιτικής, η οποία ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν για τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη και για την υπέρβαση της κρίσης τους, είναι πολλά, το κύριο, όμως, αφορά στην ίδια την ύπαρξή τους. Υπάρχουν με τρόπους γόνιμους και παραγωγικούς μόνον όταν εργάζονται πάνω στις μεγάλες κοινωνικές αντιφάσεις και ταξικές συγκρούσεις.
Εδώ ξαναπιάνουμε το νήμα της ιστορικής (όχι συγκυριακής) ταυτότητας/φυσιογνωμίας των αριστερών κομμάτων σήμερα, έχοντας αναφερθεί ήδη σε μια πορεία κρίσης, αποσύνθεσης και ανάκαμψής τους με κινητήριο μοχλό την κοινωνική δυναμική.
Ιστορική εμπειρία και σύγχρονα χαρακτηριστικά ενός μαζικού, δημοκρατικού, αριστερού κόμματος
Τα αριστερά κόμματα πρέπει να αντιστοιχούν στις κοινωνικές ανάγκες και στα ιστορικά χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων τάξεων. Όπως το κράτος δεν διαθέτει μια υπεριστορική ουσία, έτσι και τα αριστερά κόμματα δεν είναι ούτε συγκυριακά μορφώματα ούτε υπεριστορικοί θεσμοί. Αν ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία ως στρατηγικός στόχος, παραπέμπει σ’ ένα αστερισμό κομμάτων και κινημάτων σε διαλεκτική ένταση μεταξύ τους, όπως θα έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, ποια μπορεί να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός αριστερού κόμματος σήμερα ; Η θεωρητική και πρακτική εμπειρία των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων ιστορικά και τα σημαντικά νέα διακυβεύματα που αναδεικνύει η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αποτελούν τα συμφραζόμενα των δυνατών απαντήσεων. Τα παρακάτω σημεία αφορούν θέματα που, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται στον πυρήνα μιας σύγχρονης προβληματικής για το κόμμα.
Σημείο 1. Το σύγχρονο αριστερό κόμμα επιδιώκει να είναι μαζικό. Τα ιστορικά επαναστατικά κόμματα υπήρξαν μαζικά, όμως με ρητό διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα μέσα κι ένα έξω, σε μια πρωτοπορία που επεξεργάζεται εσωτερικά και εξάγει τη σοσιαλιστική θεωρία και τις αντίστοιχες πρακτικές στην εργατική τάξη. Σήμερα ξέρουμε ότι η ιδεολογία δεν αποτελεί μια ένθετη υπερδομή στην υλική βάση αλλά είναι παρούσα στις σχέσεις παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις και ότι οι ιδέες, οι αντιλήψεις και οι αντιφάσεις τους κυκλοφορούν ελεύθερες παντού όπου ζουν και εργάζονται οι λαϊκές τάξεις.
Η πραγματικότητα αυτή δεν αποσυνδέει σε καμία περίπτωση την πολιτική από τα ιδεολογικά και θεωρητικά της συμφραζόμενα. Η άποψη για ένα κόμμα πολιτικής ενότητας, αποΐδεολογικοποιημένο, οδηγεί στην παράδοσή του στην αστική πολιτική. Όμως, το σύγχρονο μαζικό αριστερό κόμμα δεν βλέπει τις θεωρητικές και ιδεολογικές του συντεταγμένες με τρόπο δογματικό και στατικό, αλλά πλουραλιστικό και συμβιωτικό. Αντλεί, όχι μόνο από τον μαρξισμό αλλά και από όλα τα σύγχρονα προοδευτικά ρεύματα θεωρίας και πολιτικής σκέψης, είναι το ίδιο ένας τόπος παραγωγής θεωρίας και ιδεολογικός μηχανισμός στο βαθμό που συγκρούεται με τις κυρίαρχες ιδεολογίες.
Σημείο 2. Αν και ένα αριστερό κόμμα δεν βρίσκεται έξω από το κράτος καθώς ασκεί (ανταγωνιστική) πολιτική, δεν πρέπει να αντιγράφει την υλικότητα των μηχανισμών του. Τα αστικά κόμματα χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές, συγκεντρωτισμό, αρχηγισμό, ποπουλισμό, ελάχιστη και κυρίως τηλεοπτική επικοινωνία με την κοινωνική τους βάση, επίλυση των ενδοταξικών διαφορών στη διοίκηση και όχι στο κόμμα, αποπολιτικοποίηση των θεμάτων και τεχνοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων.
Το αριστερό κόμμα πρέπει να δομείται στη βάση της ισότητας των μελών του και της δημοκρατίας. Ο Ρανσιέρ αναφέρεται στην ισότητα ως «μια προϋπόθεση προς επαλήθευση. Αυτή η επαλήθευση είναι η δυναμική της ισότητας. Όσοι ξεκινούν από την ανισότητα επαληθεύουν την ανισότητα». Η δημοκρατία, πάλι, δεν είναι μια τυπική δομή νομιμοποίησης ειλημμένων αποφάσεων από τα κεντρικά όργανα, στα οποία κατά παράδοση δίνεται η μάχη των συσχετισμών. Η δημοκρατία προϋποθέτει μια εσωτερική δημοκρατική ζωή, μια διαρκή συνομιλία, στην οποία κανείς δεν έχει το προβάδισμα της θέσης του αλλά μόνο των λόγων και των πράξεών του. Τα ενδιάμεσα επίπεδα δόμησης, από τις τοπικές συνελεύσεις μέχρι το κεντρικό πολιτικό όργανο του κόμματος, βοηθούν στον αφοπλισμό των εξουσιαστικών τάσεων. Η δημοκρατία έχει ανάγκη από οριζόντιες μορφές (για παράδειγμα οι θεματικές επιτροπές) με θεσμικό ή ad hock χαρακτήρα και χαλάρωση των ορίων ανάμεσα στην κοινωνία και το κόμμα (για παράδειγμα η συμμετοχή μη μελών στις τοπικές οργανώσεις).
Η δημοκρατία δεν αρνείται ρεύματα και τάσεις εντός του κόμματος. Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό θέμα θεωρητικής σύλληψης και πολιτικής αντίληψης. Συνήθως, κατ’ εικόνα και ομοίωση της στρατηγικής της εφόδου πόλεμος κινήσεων ή της περικύκλωσης πόλεμος θέσεων, ιδωμένων με μορφή καρικατούρας, οι τάσεις αποσκοπούν στην κατάκτηση του κόμματος, πράγμα που συνεπάγεται την προκαταβολική πειθαρχία έναντι της δημοκρατίας των μελών και της απεριόριστης δυνατότητάς τους να σκέφτονται και να πράττουν ελεύθερα.
Σημείο 3. Το σύγχρονο μαζικό δημοκρατικό αριστερό κόμμα δεν προσβλέπει στη στιγμή της εφόδου, σε ένα μετά στο οποίο το πριν δεν θα έχει βάλει τη σφραγίδα του. Απ’ αυτή την άποψη συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του αποτελεί η αναγνώριση της ανάγκης δημιουργίας κοινωνικών θεσμών και παραδειγματικών έργων, ιδιαίτερα σήμερα που η μαχητική αντιπολίτευση δεν αρκεί ως απάντηση στην κρίση. Η θέση αυτή δεν σημαίνει ένα νέου τύπου πανπολιτικισμό. Όπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, "αν υπάρχουν πάντα όρια στην πολιτικοποίηση του κοινωνικού, αυτό συμβαίνει ακριβώς στο μέτρο που οι ταξικοί αγώνες και τα κοινωνικά κινήματα υπερβαίνουν πάντοτε και μάλιστα με το παραπάνω το κράτος, στο μέτρο που δεν είναι τα πάντα πολιτικά και που η πολιτική δεν είναι η μόνη υπαρκτή διάσταση του κοινωνικού…Οι εξουσίες και οι αγώνες δεν ανάγονται άμεσα στο κράτος ούτε στην πολιτική … Πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν έχουν εκείνα ή τα άλλα αποτελέσματα ή ότι το κράτος δεν επιδρά επάνω τους».
Στη θέση αυτή, που διατυπώνεται στη δεκαετία του 1970, πρέπει να προσθέσουμε τη βιοπολιτική διάσταση της σημερινής εξουσίας, δηλαδή την καθ’ ολοκληρίαν κυριαρχία στις ζωές των ανθρώπων μέσω της επέκτασης της αγοράς σε τομείς που αφορούν την ανθρώπινη υπόσταση και τις διαπροσωπικές σχέσεις και της καταστολής, σωματικής και πνευματικής, της αυτονομίας του ατόμου. Όλ’ αυτά σημαίνουν ότι ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα αναγνωρίζει την αξία χώρων ελευθερίας και κοινωνικής αυτοοργάνωσης και τα μέλη του στηρίζουν την ύπαρξή τους ή μετέχουν στη δημιουργία τους, χωρίς το κόμμα να τους υποτάσσει στην πολιτική του ή να παρεμβαίνει στη λειτουργία του. Με δεδομένη την ανθρωπιστική κρίση και τη μαζική φτώχεια, το κόμμα πρέπει να συμβάλλει, επίσης, στη δημιουργία μορφών κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας και μορφών αλληλεγγύης όχι μόνο ως άμεση απάντηση στην κρίση αλλά και ως προσέγγιση της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής στο πλαίσιο της στρατηγικής της σοσιαλιστικής αλλαγής.
Οι παραπάνω νέες διαστάσεις του σύγχρονου αριστερού κόμματος σημαίνουν ότι το κόμμα εγκαθίσταται προνομιακά στην κοινωνία και διαμορφώνει την πολιτική λύση με τη συνέργεια των λαϊκών τάξεων, του πλήθους που δημιουργείται από ένα σύνολο ομάδων και μοναδικοτήτων, οι οποίες χειραφετούνται με τη συνύπαρξή τους στους κοινούς αγώνες.
Απ’ αυτή την άποψη οι τοπικές οργανώσεις του κόμματος είναι τα πιο σημαντικά κύτταρα καθώς η τοπικότητα, όπως έδειξαν και οι πλατείες, αποτελεί το πεδίο συνάντησης και εξέγερσης της αποδιαρθρωμένης ως προς την παρουσία της στους χώρους παραγωγής κοινωνίας.
__________________
Οι αναφορές στον Ζίζεκ είναι από το «Κατανοώντας την κίνηση του πλήθους στις πλατείες», εκδ. του Πλήθους, Ιούνης 2011.
Οι αναφορές στον Μπαλιμπάρ είναι από τη «Συζήτηση για το κράτος», εκδ. Αγώνας, Αθήνα 1980.
Οι αναφορές στον Πουλαντζά είναι από τη «Συζήτηση για το κράτος», εκδ. Αγώνας, Αθήνα 1980
και από «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός», εκδ. Θεμέλιο, 1978.
Οι αναφορές στον Ρανσιέρ είναι από «Το μίσος για τη δημοκρατία», εκδ. Πεδίο, 2009.
Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012
Νιλ Γκέιμαν, Σπουδή σε σμαραγδί II
ΙΙ. Το δωμάτιο
Victor's “Vitae”! Ένα ηλεκτρικό υγρό! Οι μηροί και οι κάτω περιοχές σας δεν έχουν ζωή; Αναπολείτε τις μέρες της νεότητας σας με φθόνο; Έχουν οι ηδονές της σάρκας τώρα θαφτεί και ξεχαστεί; Το Victor's “Vitae” θα φέρει ζωή εκεί όπου η ζωή έχει από καιρό χαθεί: ακόμη και το γηραιότερο άτι μπορεί να γίνει ένας περήφανος επιβήτορας ξανά! Φέρνοντας Ζωή στους Νεκρούς: από μια παλιά οικογενειακή συνταγή και τις κορυφές της σύγχρονης επιστήμης. Για να παραλάβετε υπογεγραμμένες μαρτυρίες της αποτελεσματικότητας του Victor's “Vitae” γράψτε στην Εταιρεία Β. Φον Φ., 1b Τσηπ Στρητ, Λονδίνο.
Ήταν ένα φτηνό δωμάτιο στο Σόρντιτς. Υπήρχε ένας αστυνομικός στη μπροστινή πόρτα. O Λεστράντ τον χαιρέτησε με το όνομα του, και έκανε να μας βάλει μέσα, και ήμουν έτοιμος να μπω, αλλά ο φίλος μου έκατσε σταυροπόδι πάνω στο κατώφλι, και τράβηξε ένα μεγεθυντικό φακό από την τσέπη του παλτού του. Εξέτασε τη λάσπη πάνω στον παπουτσοξύστη [μεταλλική πλάκα που υπήρχε σε σπίτια πριν το στρώσιμο των δρόμων, σ.τ.μ.] από κατειργασμένο σίδηρο, και την κέντριζε με το δείχτη του. Μόνο όταν ικανοποιείτο θα μας άφηνε να πάμε μέσα. Ανεβήκαμε πάνω. Το δωμάτιο στο οποίο είχε διαπραχθεί το έγκλημα ήταν πρόδηλο: φυλασσόταν από δύο μεγαλόσωμους χωροφύλακες.
Ο Λεστράντ ένεψε στους άντρες, και εκείνοι παραμέρισαν. Μπήκαμε μέσα.
Δεν είμαι, όπως είπα, ένας κατ' επάγγελμα συγγραφέας, και διστάζω να περιγράψω εκείνο το μέρος, γνωρίζοντας ότι οι λέξεις μου δεν θα σταθούν αντάξιες. Αλλά πάλι, έχω αρχίσει την αφήγηση αυτή, και φοβάμαι ότι πρέπει να συνεχίσω. Ένας φόνος είχε διαπραχθεί σε εκείνο το μικρό δωμάτιο. Το σώμα, ό, τι είχε απομείνει από αυτό, ήταν ακόμα εκεί, στο πάτωμα. Το είδα, αλλά, στην αρχή, με κάποιον τρόπο, δεν το είδα. Εκείνο που είδα αντ' αυτού ήταν εκείνο που ανέβλυζε και διαχεόταν από το λαρύγγι και το στέρνο του θύματος: στο χρώμα εκτεινόταν από το πράσινο της χολής στο πράσινο της χλόης. Είχε εμποτιστεί στο ξεφτισμένο χαλί και είχε ραντίσει την ταπετσαρία. Το φαντάστηκα μια στιγμή ως το έργο ενός διαβολικού καλλιτέχνη, ο οποίος είχε αποφασίσει να δημιουργήσει μια σπουδή σε σμαραγδί.
Έπειτα απ' όσο μου φάνηκε σαν εκατό χρόνια κοίταξα το πτώμα κάτω, ανοιγμένο σαν κουνέλι στην πλάκα χασάπη, και προσπάθησα να βγάλω νόημα απ' ό, τι είδα, μετακίνησα το καπέλο μου, και ο φίλος μου έκανε το ίδιο.
Γονάτισε και επιθεώρησε το πτώμα, ελέγχοντας τα κοψίματα και τις εκδορές. Έπειτα έβγαλε το μεγεθυντικό φακό του, και περπάτησε μέχρι τον τοίχο, εξετάζοντας τις μάζες ξεραμένου πύον.
“Το έχουμε ήδη κάνει αυτό”, είπε ο Επιθεωρητής Λεστράντ.
“Αλήθεια;” είπε ο φίλος μου. “Τότε τι συμπέρασμα βγάλατε απ' αυτό; Πιστεύω πως είναι μια λέξη”.
Ο Λεστράντ βάδισε ως το μέρος που στεκόταν ο φίλος μου , και κοίταξε. Υπήρχε μια λέξη, γραμμένη με κεφαλαία, με πράσινο αίμα, πάνω στην ξεθωριασμένη κίτρινη εφημερίδα, λίγο πάνω από το κεφάλι του Λεστράντ. “Rache;” είπε ο Λεστράντ, συλλαβίζοντας τη. “Προφανώς πρόκειτο να γράψει Rachel, αλλά τον διέκοψαν. Άρα – πρέπει να ψάξουμε για μια γυναίκα...”
Ο φίλος μου δεν είπε τίποτε. Επέστρεψε στο πτώμα, και σήκωσε τα χέρια του, το ένα μετά το άλλο. Τα ακροδάχτυλα ήταν καθαρά από πύον. “Νομίζω έχουμε αποδείξει ότι η λέξη δε γράφτηκε από την αυτού Βασιλική Υψηλότητα -”.
“Τι στο διάβολο σε κάνει να λες–”
“Αγαπητέ μου Λεστράντ. Σε παρακαλώ δώσε μου λίγα έυσημα που έχω μυαλό. Το πτώμα προφανώς δεν είναι εκείνο ενός άντρα – το χρώμα του αίματος του, ο αριθμός των άκρων, τα μάτια, η θέση του προσώπου, όλα αυτά τα πράγματα προδίδουν το βασιλικό αίμα. Ενώ δε μπορώ να πω ποιας βασιλικής γραμμής, θα διακινδύνευα την υπόθεση ότι είναι διάδοχος, ίσως... όχι, δεύτερος στο θρόνο... σε ένα από τα γερμανικά πριγκηπάτα”.
“Αυτό είναι εκπληκτικό”. Ο Λεστράντ δίστασε, έπειτα είπε “Αυτός είναι ο Πρίγκηψ Φραντς Ντράγκο της Βοημίας, ήταν εδώ στην Αλβιώνα ως καλεσμένος της Αυτής Μεγαλειότητος Βικτόριας. Ήταν εδώ για διακοπές και για μια αλλαγή αέρα...”
“Για τα θέατρα, τις πόρνες και τα τραπέζια χαρτοπαιγνίων, εννοείς”.
“Αφού το λες εσύ”. Ο Λεστράντ έμοιαζε ενοχλημένος. “Όπως και να 'χει, μας έδωσες ένα καλό ίχνος μ' αυτή τη Rachel. Μολονότι, δεν αμφιβάλλω ότι θα την είχαμε βρει από μόνοι μας”.
“Αναμφιβόλως”, είπε ο φίλος μου.
Επιθεώρησε περαιτέρω το δωμάτιο, σχολιάζοντας δηκτικά πολλές φορές ότι οι αστυνομικοί, με τις μπότες τους είχαν θολώσει τα αποτυπώματα, και μετακινήσει πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε όποιον επιχειρούσε να ανασυγκροτήσει τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας.
Ακόμα, έδειχνε να ενδιαφέρεται για μια μικρή κηλίδα λάσπης που βρήκε πίσω από την πόρτα.
Δίπλα από το τζάκι βρήκε κάτι που φαινόταν να είναι στάχτη ή βρωμιά.
“Το είδες αυτό;” ρώτησε τον Λεστράντ.
“Η αστυνομία της αυτής μεγαλειότητος”, απάντησε ο Λεστράντ, “τείνει να μην ενθουσιάζεται από λίγη στάχτη σε τζάκι. Είναι το μέρος όπου στάχτη αναμένεται να βρεθεί”. Και κάγχασε μ' αυτό.
Ο φίλος μου πήρε μια πρέζα της στάχτης και την έτριψε ανάμεσα στα δάχτυλα του, έπειτα μύρισε τα κατάλοιπα. Τελικά, μάζεψε ό, τι είχε μείνει από το υλικό και το έβαλε σε ένα γυάλινο φιαλίδιο, το οποίο έκλεισε και τοποθέτησε σε μια εσωτερική τσέπη του παλτού του.
Σηκώθηκε. “Και το σώμα;”
Ο Λεστράντ είπε, “το παλάτι θα στείλει τους δικούς του ανθρώπους”. Ο φίλος μου ένεψε σε μένα, και προχωρήσαμε μαζί ως την πόρτα. Ο φίλος μου αναστέναξε. “Επιθεωρητά. Η αναζήτηση σας για την Κυρία Rachel μπορεί να αποδειχθεί άκαρπη. Μεταξύ άλλων, Rache είναι μια γερμανική λέξη. Σημαίνει εκδίκηση. Έλεγξε το λεξικό σου. Υπάρχουν άλλα νοήματα”.
Φτάσαμε στο τέρμα της σκάλας και βγήκαμε έξω στο δρόμο. “Δεν έχεις ξαναδεί γαλαζοαίματους πριν απ' αυτό το πρωί, έτσι δεν είναι;” ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου. “Λοιπόν, το θέαμα μπορεί να είναι εκνευριστικό, αν είσαι απροετοίμαστος. Γιατί καλέ μου σύντροφε – εσύ τρέμεις!”
“Συγχώρησε με, θα είμαι καλά σε λίγες στιγμές”.
“Θα σου έκανε καλό να περπατήσεις;” ρώτησε, και εγώ συναίνεσα, σίγουρος ότι αν δεν περπατούσα τότε θα άρχιζα να ουρλιάζω.
“Δυτικά, τότε”, είπε ο φίλος μου, δείχνοντας προς τον σκοτεινό πύργο του Παλατιού. Και αρχίσαμε να περπατάμε.
“Λοιπόν”, είπε ο φίλος μου, μετά από λίγη ώρα. “Δεν είχες ποτέ καμία προσωπική συνάντηση με καμία από τις εστεμμένες κεφαλές της Ευρώπης;”
“Όχι”, είπα.
“Πιστεύω ότι μπορώ με βεβαιότητα να δηλώσω ότι θα έχεις”, μου είπε. “Και όχι με πτώμα αυτή τη φορά. Πολύ σύντομα”.
“Αγαπητέ μου σύντροφε, τι σε κάνει να πιστεύεις -;”
Σε απάντηση έδειξε μια άμαξα, βαμμένη μαύρη, που είχε σταματήσει πενήντα γιάρδες μπροστά μας. Ένας άντρας με ημίψηλο καπέλο και βαρύ πανωφόρι στεκόταν δίπλα στην πόρτα, κρατώντας την ανοιχτή, περιμένοντας, σιωπηλά. Ένα οικόσημα γνωστό σε κάθε παιδί στην Αλβιώνα ήταν ζωγραφισμένο με χρυσό πάνω στην πόρτα της άμαξας.
“Υπάρχουν προσκλήσεις που δεν αρνείται κανείς”, είπε ο φίλος μου. Έδωσε το δικό του καπέλο στον υπηρέτη, και πιστεύω ότι χαμογελούσε καθώς ανέβαινε στον σαν κουτί χώρο, και αναπαύτηκε πίσω στα μαλακά δερμάτινα μαξιλάρια.
Όταν επιχείρησα να του μιλήσω στη διάρκεια του ταξιδιού προς το Παλάτι, έβαλε το δάχτυλο του πάνω στα χείλη του. Έπειτα έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε σε σκέψη. Εγώ, από μέρους μου, προσπάθησα να θυμηθώ τι ήξερα από γερμανικά βασιλικά πρόσωπα, αλλά, πέραν του συζύγου της Βασίλισσας, του Πρίγκηπος Αλβέρτου, που είναι Γερμανός, ήξερα αρκετά λίγα.
Έβαλα το χέρι στην τσέπη, έβγαλα μια χούφτα νομίσματα – καφέ και ασημί, μαύρα και στο πράσινο του χαλκού. Κοίταξα την προσωπογραφία της Βασίλισσας μας που είχε επισφραγισθεί στο καθένα απ' αυτά, και ένιωσα μαζί πατριωτική περηφάνια και έντονη αναμονή. Είπα στον εαυτό μου ότι υπήρξα κάποτε στρατιωτικός, και άγνωστος στο φόβο, και μπορούσα να θυμηθώ μια εποχή που αυτό ήταν η καθαρή αλήθεια. Προς στιγμήν θυμήθηκα μια εποχή κατά την οποία ήμουν καλός στο σημάδι -ακόμη, ήθελα να πιστεύω, κάποιου είδους άσσος-σκοπευτής- αλλά το δεξί μου χέρι έτρεμε σαν να ήταν παράλυτο από φόβο, και τα νομίσματα κουδούνιζαν και τσούγκριζαν, και αισθάνθηκα μόνο λύπη.
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: Ο παραδειγματικός χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης
Αναδημοσίευση από Αυγή και you pay your crisis
Από την πρώτη κιόλας μέρα, ένα φάντασμα στοιχειώνει τους Έλληνες: το φάντασμα της ιστορικής τους μοναδικότητας. Η βαριά καταγωγική σφραγίδα τούς αντιδιέστειλε προς τη «βάρβαρη» μουσουλμανική Ανατολή και η ένδοξη ελληνική γλώσσα τούς ξεχώριζε από τους κατά τεκμήριον άξεστους σλαβόφωνους γείτονές της. Την ίδια στιγμή όμως, το υπανάπτυκτο και φτωχό λίκνο του πολιτισμού δεν μπορούσε παρά να παραμένει ριζικά «άλλο» σε σχέση με τον ανεπτυγμένο κόσμο της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Οι συνέπειες υπήρξαν μακροπρόθεσμα καταλυτικές. Σε καμία άλλη χώρα τα πολιτιστικά και πολιτικά διλήμματα δεν υπήρξαν τόσο εγγενή και έμμονα. Ακόμα και σήμερα, το ερώτημα «πού ανήκουμε» εξακολουθεί να ταλανίζει το συλλογικό συνειδητό. Έχοντας υπάρξει ταυτόχρονα τα θύματα, οι αναγκαίοι συνεργοί και οι πρόθυμοι διαμεσολαβητές ενός επείσακτου, διαμεσολαβημένου και κακοχωνεμένου ελληνοκεντρικού οριενταλισμού, οι «ανάδελφοι» Έλληνες δεν έπαψαν σε καμιά στιγμή να κοιτάζονται στον παραμορφωτικό καθρέφτη της φυσιολογικής τους μοναδικότητας. Ίσως, άλλωστε, αυτή να είναι η κοινή μοίρα των λεγόμενων «περιούσιων» λαών. Ενδοσκοπώντας ακατάπαυστα και ψυχαναγκαστικά γύρω από τους ιδρυτικούς τους μύθους, τείνουν να παραβλέψουν ότι, όπως έλεγε ο Καρλ Μαρξ σε σχέση με τους Εβραίους, επιζούν και υπάρχουν όχι εις πείσμα, αλλά λόγω της Ιστορίας, προφανώς δε και της πανουργίας της.
Θα χρειαστούν πάνω από εκατό χρόνια και μια ανεπανόρθωτη καταστροφή για να μπορέσουν οι Έλληνες να αποδεχτούν ότι, από ορισμένες έστω απόψεις, είναι ένας λαός σαν όλους τους άλλους, να συνομιλήσουν με τους γείτονές τους σε συμβολικά ισότιμη βάση και να αρχίσουν να προβληματίζονται για τις ιδεολογικές προεκτάσεις της έμμονης ιδιαιτερότητάς τους. Όμως, η ιστορία είχε άλλη γνώμη. Ο ρους του Δεύτερου Πολέμου και του Εμφυλίου οδήγησαν τη χώρα σε μια νέα «ιδιαιτερότητα», αντικειμενική αυτή τη φορά. Ακόμα μια φορά, η μοίρα των λαών που μας περιέβαλλαν δεν εμφανίζονταν ευθέως συγκρίσιμη με εκείνη των Ελλήνων. Το γεγονός ότι η κατεστραμμένη Ελλάδα που αναδύθηκε από τα ερείπια ήταν η πιο φτωχή χώρα του ελεύθερου κόσμου και, ταυτόχρονα, η μόνη καπιταλιστική χώρα των Βαλκανίων, προδίκαζε και πάλι μια εντελώς ιδιαίτερη ιστορική εξέλιξη.
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι όροι της βαθμιαίας κοινωνικής «εξομάλυνσης» και «ανασυγκρότησης» ήταν ίσως προδιαγεγραμμένοι. Κατ’ ανάγκην αλλά και κατ’ επιταγήν, το κύριο μέλημα του εύθραυστου κοινωνικού καθεστώτος εντοπιζόταν στην διατήρηση της συμμετοχής του στον «ελεύθερο κόσμο». Για να εξαργυρώσει τη μη μετατροπή της σε «λαϊκή δημοκρατία», η Ελλάδα υποτάθηκε άνευ όρων στις πολιτικές και ιδεολογικές προτεραιότητες μιας «διαρκούς» ανώμαλης συγκυρίας που, με τη μία ή την άλλη μορφή, διήρκεσε όσο και ο Ψυχρός Πόλεμος. Η υπόθεση που θα επιχειρήσω να αναπτύξω είναι ότι οι αποκλίσεις και τα αδιέξοδα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας συναρτώνται με τις υπόγειες και αργόσυρτες κοινωνικές διαδικασίες που εγκαινιάστηκαν στη μετεμφυλιακή περίοδο. Η «ιδιαίτερη» Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μιαν «ιδιαίτερη» κρίση.
Είναι βέβαια σαφές ότι η κρίση αυτή ενέσκηψε στη βάση ευρύτερων συστημικών εξελίξεων, που ξεπερνάν κατά πολύ την ίδια τη χώρα. Θα επικεντρωθώ όμως αποκλειστικά σε μερικές από τις ενδογενείς κοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες της κρίσης στην Ελλάδα. Μιας κρίσης που, όπως έλεγε ο Τολστόι για τη δυστυχία, δεν μπορεί παρά να πλήττει κάθε οικογένεια και κάθε κοινωνία με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως οι δομικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες μιας χώρας αναδεικνύονται πολύ πιο έντονα σε περιόδους όπου όλα τίθενται σε αμφισβήτηση.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μου επιτρέψετε να «κοινωνιολογήσω», επιμένοντας στην ιδιαίτερη σημασία της εξέλιξης του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας και της ιστορικής αποκρυστάλλωσης των ατομικών επιβιωτικών στρατηγικών. Πράγματι, οι τρόποι με τους οποίους οι κάτοικοι μιας χώρας ζουν, σκέφτονται και σχεδιάζουν την επιβίωσή τους και το μέλλον τους συνιστούν αναγκαίο στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορικής τους εξέλιξης. Πολλές από τις «αποκλίσεις» σε σχέση με όσα συμβαίνουν «αλλού» γίνονται ορατές μόνον από τη στιγμή που οι τρόποι αυτοί δεν εμφανίζονται πια ως «αυτονόητοι».
Οι ιστορικές ρίζες της κρίσης
Είναι λοιπόν, πιστεύω, εντελώς αποκαλυπτικό ότι στην καπιταλιστική μεταπολεμική Ελλάδα, το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων στον ενεργό πληθυσμό ήταν και συνεχίζει να είναι εξαιρετικά υψηλό σε σύγκριση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παραπάνω από μισό αιώνα, οι Έλληνες φαίνεται να «αντιστέκονταν» σθεναρά τόσο στην εκβιομηχάνιση όσο και στη μισθωτοποίηση. Χαρακτηριστικά, ακόμα και το 2011, όπου η Ελλάδα βρισκόταν ήδη στο μάτι του παγκόσμιου κυκλώνα, οι «ανεξάρτητοι» ανέρχονταν στο 27,4% των εργαζόμενων, ενώ το σύνολο των μισθωτών δεν ξεπερνούσαν τα 63,5%, την ίδια στιγμή που σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι μισθωτοί ξεπερνούν τα τέσσερα πέμπτα ή ακόμα και το 90%, με μόνη εξαίρεση την Ιταλία, όπου είναι τα τρία τέταρτα.
Όμως, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η εντελώς ιδιαίτερη εσωτερική σύνθεση και «ειδίκευση» της εξαρτημένης εργασίας. Έτσι, ανάμεσα στο σώμα των μισθωτών, ενώ οι απασχολούμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ξεπερνούν το 35% και οι μισοί περίπου δουλεύουν σε μικρομεσαίες, οικογενειακές κατά το πλείστον μονάδες, όσοι δουλεύουν σε στοιχειωδώς μεγάλες και παραγωγικές ιδιωτικές επιχειρήσεις, που απασχολούν πάνω από πενήντα άτομα, δεν ξεπερνούν το 17%. Δεν είναι λοιπόν τόσο αυτή καθεαυτή η κρατική υπερδιόγκωση που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία --όπως κατά κόρον λέγεται-- αλλά ο συνδυασμός της με την ισχνότητα της ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα. Ακόμα και σήμερα, μετά από πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων όλες οι κυβερνήσεις επαγγέλονταν τον περιορισμό του κρατικού μηχανισμού, οι Έλληνες φαίνεται να επιζούν πρωτίστως είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι είτε ως μισθωτοί σε μικρές μονάδες με περιορισμένη συγκέντρωση κεφαλαίου. Η εξέλιξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στην Ελλάδα δεν «μοιάζει» λοιπόν με καμιά άλλη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Εξήντα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, όλα συμβαίνουν ως εάν στην καπιταλιστική Ελλάδα δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν τυπικά καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις.
Και όμως, σε όλο αυτό το διάστημα, η Ελλάδα άλλαζε, και μάλιστα ραγδαία. Παρ’ όλη την παρεκκλίνουσα πορεία της, η χώρα φάνηκε να μπορεί να προοδεύει με θεαματικούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικά, ανάμεσα στο 1955 και στο 1980, η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση αυξανόταν ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ, με τη μόνη εξαίρεση την Ιαπωνία. Μέσα σε λιγότερο από δύο γενιές, οι τέως «φτωχοί» και ξυπόλυτοι Έλληνες φάνηκαν να προσβαίνουν στον παράδεισο της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας, δίχως σημαντικές προσαρμογές στις δομές της απασχόλησης και στις μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτό ακριβώς είναι το φαινόμενο που χαρακτηρίστηκε «διόγκωση δίχως ανάπτυξη».
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να εγκύψω στις περίπλοκες ιστορικές παραμέτρους που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη. Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι η μετεμφυλιακή κοινωνία δομήθηκε με κύριο μέλημα την πολιτική και κοινωνική της «σταθεροποίηση». Και, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, έπρεπε να ανασυνταχτούν και να αποκατασταθούν οι εν πολλοίς κατεστραμμένες μεσαίες τάξεις. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι κρουνοί της αμερικανικής βοήθειας προσανατολίστηκαν είτε προς ένα διογκούμενο και ολοένα λιγότερο αποτελεσματικό δημόσιο τομέα που θα στελεχωθεί αποκλειστικά από «εθνικόφρονες», είτε προς την προνομιακή παροχή πιστώσεων προς «ημετέρους». Η «σπονδυλική στήλη» του αναγεννώμενου ελεύθερου έθνους, η νέα δηλαδή μεσαία τάξη, θα δομηθεί ως προϊόν εσκεμμένων και επιλεκτικών πολιτικών παρεμβάσεων. Υπό την προστασία των συμμάχων, το κράτος «έφτιαχνε» τις ιεραρχίες που φαινόταν να εγγυώνται την αναπαραγωγή του.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Μια άλλη εξέλιξη είναι εξίσου σημαντική. Σε μια περίοδο μαζικής ανεργίας, εξαθλίωσης και αστάθειας, ήδη στη δεκαετία του 1950, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξωθήθηκε να επιλέξει τη λύση της μετανάστευσης, κυρίως προς τη Γερμανία του «οικονομικού θαύματος». Μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια, αποδήμησε κάτι ανάμεσα στο ένα τρίτο και στο ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού, ποσοστό τεράστιο σε σύγκριση με όλες τις άλλες «εστίες» μεταναστών. Όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν κάποιο ξενιτεμένο μέλος, το οποίο συνέβαλε στην επιβίωση εκείνων που έμεναν πίσω. Έτσι, οι ροές των μεταναστευτικών εμβασμάτων υπήρξαν αποφασιστικός παράγοντας, τόσο για τη συντήρηση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας όσο και για την βαθμιαία εκτόνωση των συσσωρευμένων κοινωνικών πιέσεων. Απαλλασσόμενη προσωρινά από τον «επικίνδυνο» πλεονάζοντα πληθυσμό της, η Ελλάδα σταθεροποιούνταν με τον δικό της ιδιώνυμο τρόπο.
Με δεδομένο λοιπόν πως, στην πρώτη τουλάχιστον φάση, οι «σύμμαχοι» εναντιώνονταν ρητά σε οποιοδήποτε σχέδιο εντόπιας βιομηχανικής ανάπτυξης, η χώρα έμοιαζε να θεμελιώνει τις νέες ισορροπίες της μέσα από την άνθηση μιας ανεξάντλητης εξαγωγικής «βιομηχανίας παραγωγής εργατικών χεριών». Μιας βιομηχανίας η οποία, από κοινού με τις άλλες «εθνικές βιομηχανίες», του τουρισμού, της ναυτιλίας και της οικοδομής φαινόταν να λύνει το πρόβλημα της κοινωνικής ισορροπίας, επιτρέποντας την επιβίωση εκείνων που έμεναν πίσω, παρέχοντας λύσεις για την εξισορρόπηση του μόνιμα ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών και «κλειδώνοντας» την εξέλιξη του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας. Μαζί με τον τουρισμό, η μετανάστευση παρείχε στην Ελλάδα ένα προσωρινά τελεσφόρο παραγωγικό υποκατάστατο.
Για μιαν ακόμα φορά λοιπόν, ο Θεός της Ελλάδας φαινόταν να διαψεύδει τις Κασσάνδρες. Οι Έλληνες, εις πείσμα των Γραφών, έμοιαζαν να προχωρούν προς την καπιταλιστική ευημερία δίχως να χρειασθεί να ανατραπούν οι εύθραυστες ακόμα κοινωνικές ισορροπίες και χωρίς να θυμιασθεί η παραδοσιακή κοινωνική συνοχή. Βαθμιαία, μαζί με το επίπεδο ζωής αυξανόταν και το προσδόκιμό της, ενώ, την ίδια στιγμή, η χώρα μπορούσε να επαίρεται για τα θεαματικά χαμηλά ποσοστά των αρνητικών προεκτάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των αυτοκτονιών, των ψυχικών διαταραχών, της εγκληματικότητας, των ναρκωτικών ουσιών, του αλκοολισμού κλπ. Οι «περιούσιοι» Έλληνες πίστεψαν εν χορώ ότι το «δαιμόνιό» τους τούς επέτρεπε να απολαμβάνουν τα αυξανόμενα αγαθά του καπιταλιστικού κόσμου δίχως να υφίστανται καταλυτικές κοινωνικές παρενέργειες. Όλα λοιπόν φαίνονταν να εξελίσσονται ομαλά σε μια κοινωνία που έμοιαζε να μπορεί να ενσωματώσει αζημίως ακόμα και τις δυσλειτουργίες και αντιφάσεις της, εν τέλει ακόμα και τη χούντα. Από τη στιγμή λοιπόν που το ΠΑΣΟΚ αποδυνάμωσε τις εμφύλιες διαχωριστικές γραμμές, εγκαθίδρυσε ένα πρόπλασμα κοινωνικού κράτους και προέβη σε μια σχετική ανακατανομή εισοδημάτων, το νεοελληνικό θαύμα εμφανιζόταν παράδοξο και άτυπο μεν, αλλά κοινωνικά και οικονομικά πραγματοποιήσιμο.
Το τέλος του «νεοελληνικού θαύματος»
Τα θαύματα όμως έχουν ημερομηνία λήξεως. Ήδη από τη δεκαετία του ’90, ήταν φανερό πως η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας οδηγούσε σε αδιέξοδα. Η σταθεροποίηση μιας κατά πλειοψηφία μικρομεσαίας, μικροϊδιοκτητικής, ιδιοκατοικούσας, αυτοαπασχολούμενης, κρατικοδίαιτης και χαρακτηριστικά αντιπαραγωγικής κοινωνίας είχε οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση ολοένα και πιο αποκλινουσών συμπεριφορών. Η πλειοψηφία των Ελλήνων εθίσθηκε στην ιδέα ότι η προκοπή και η ασφάλειά τους εξαρτώνταν από την ατομική ευελιξία και επινοητικότητά τους, από τη δυνατότητά τους δηλαδή να κινούνται παράλληλα και ευκαιριακά σε πολλαπλά πεδία και εκ πρώτης όψεως ασύμβατους τομείς. Πολλοί μισθωτοί του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου τομέα εξακολουθούσαν να δουλεύουν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και πολλοί από εκείνους που δραστηριοποιούνταν στις πόλεις δεν εγκατέλειπαν τις μικρές αγροτικές τους εκμεταλλεύσεις. Προγραμματίζοντας μιαν ευέλικτη προσαρμογή των οικογενειακών παραγωγικών δυνάμεων, αποθεμάτων και προϋπολογισμών στις αενάως κινούμενες περιστάσεις και μεγιστοποιώντας όλες τις «ευκαιρίες», η αλληλέγγυα οικογένεια λειτουργούσε ως «οιονεί επιχείρηση», όπου η μόνιμη απασχόληση ενός μέλους της οικογένειας στο δημόσιο παρείχε γλίσχρο μισθό, αλλά μακροπρόθεσμη ασφάλεια.
Οι παρενέργειες είναι πασίδηλες. Η άνθηση της υπόγειας οικονομίας, που έχει υπολογισθεί στο εξωφρενικό 35-40% του ΑΕΠ, η διάχυτη πολυπασχόληση και η άνθηση των ευκαιριακών επιχειρηματικών δράσεων δεν είναι παρά συμπτώματα αυτής της εκ πρώτης ίσως όψεως ασταθούς, αλλά στην πραγματικότητα σταθερής κοινωνικής δομής. Και στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η εμμονή στα πελατειακά πλέγματα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες, η πανταχού παρούσα διαφθορά, ο συνδυασμός κρατοφοβίας και κρατολατρίας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η σχετική πρόοδος και ευημερία των επιμέρους ιδιωτών δεν συνοδεύθηκε από έναν ανάλογο εκσυγχρονισμό των κρατικών δόμων. Όλο και περισσότεροι Έλληνες κατέληξαν να λειτουργούν και να επιβιώνουν ως λαθρεπιβάτες της ίδιας τους της χώρας.
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι ότι η συνολική παραγωγική ικανότητα της χώρας υποχωρούσε συνεχώς. Από την άποψη αυτή λοιπόν, το μακροϊστορικό τίμημα της σταθεροποίησης των πολυσθενών μικρομεσαίων στρωμάτων υπήρξε βαρύτατο. Από το 1990 και πέρα, ήταν σαφές ότι η θεαματική αποβιομηχάνιση, η βαθμιαία απο-γεωργοποίηση και η συνεχής πτώση της ανταγωνιστικότητας οδηγούσαν σε αύξουσες αντιφάσεις και σωρευόμενα αδιέξοδα. Η επικράτηση της ιδέας του «εκσυγχρονισμού» στο πολιτικό λεξιλόγιο όλων των παρατάξεων σηματοδοτούσε ότι τα αδιέξοδα ήσαν πλέον ορατά διά γυμνού οφθαλμού.
Τα προβλήματα εντάθηκαν με τις αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον. Η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη συνέπεσε χρονικά με την καθολική πια επικράτηση των νεοφιλελεύθερων απόψεων και την άμεση αποδυνάμωση των αλληλέγγυων αναδιανεμητικών πολιτικών, όπως τα ΜΟΠ. Στο εξής, το κοινοτικό οικονομικό πλεόνασμα όχι μόνον δεν ανακατανεμόταν προς τους αδύνατους, αλλά συγκεντρωνόταν με βάση ανεξέλεγκτες αγοραίες διαδικασίες. Στα νέα πλαίσια, οι λιγότερο ανταγωνιστικοί καλούνταν να πληρώσουν το τίμημα της ανεπάρκειάς τους, την ίδια στιγμή που η δημιουργία του κοινού νομίσματος περιόριζε το κόστος του εξωτερικού δανεισμού. Μοιραία λοιπόν ίσως, γιγαντώνονταν η παραγωγική και δημοσιονομική εξάρτηση των «μικρών χωρών» από τους δανειοδότες, και μαζί με αυτούς από τις ισχυρές εξαγωγικές χώρες. Η φιλόδοξη επιδίωξη μιας βαθμιαίας «σύγκλισης» των βιοτικών επιπέδων των λαών που σημάδευε την προηγούμενη περίοδο έδινε τη θέση της στην προϊούσα και δομική «απόκλιση» ανάμεσά τους. Έτσι, οποιοδήποτε πρόταγμα μιας κοινωνικής ενοποίησης που θα επιτυγχάνονταν μέσα από μια σύγκλιση των επιπέδων ζωής θα μετατεθεί στις ελληνικές (ή μάλλον στις γερμανικές) καλένδες. Ο κύκλος εξελίσσονταν ως φαύλος. Η προϊούσα μείωση της ανταγωνιστικότητας επιβάρυνε τα δημόσια οικονομικά και η δημοσιονομική επιβάρυνση στραγγάλιζε τα περιθώρια αυτόνομης ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική κοινωνία, οι συνέπειες υπήρξαν καταλυτικές, κυρίως μετά την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οπότε και το κακό φαινόταν κυριολεκτικά να «τριτώνει». Στην έμμονα αντιπαραγωγική δομή της ελληνικής κοινωνίας προστέθηκαν η ριζική μεταβολή των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων, η ευρύτερη ανακοπή της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Δύση και ο συνακόλουθος αναπροσανατολισμός των σπεκουλαδόρικων κεφαλαίων. Η αντιπαραγωγική και ελάχιστα ανταγωνιστική Ελλάδα υπήρξε η πρώτη που θα πληρώσει το τίμημα. Ποτέ άλλοτε και σε καμιά άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης δεν παρατηρήθηκε τόσο ραγδαία κατάρρευση του επιπέδου ζωής, και μαζί της όλων των άμεσων προοπτικών ανάκαμψης. Η μη διαχειρισιμότητα του δημοσιονομικού ελλείμματος και η εμμονή του παραγωγικού ελλείμματος εμφανίζονταν μακροπροθέσμως καταλυτικές.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται, πιστεύω, η ιδιαίτερη δυσκολία της τρέχουσας συγκυρίας. Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ακόμα και αν «πετύχαινε» η μνημονιακή δημοσιοσιονομική εξυγίανση, ακόμα και αν εξασφαλιζόταν το κούρεμα των δανειακών υποχρεώσεων, βιώσιμες λύσεις δεν μπορεί να εμφανισθούν στον ορίζοντα αν δεν υπάρξουν οι προϋποθέσεις για μια ανταγωνιστική αναπτυξιακή και παραγωγική «απογείωση». Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατόν να επισυμβεί παρά μόνον μακροπρόθεσμα. Με δεδομένη την αντιπαραγωγική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές που να οδηγούν σε άμεσες λύσεις. Πολλώ μάλλον που, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η μαζική μεταβολή των επιβιωτικών προτύπων και των εσωτερικευμένων στρατηγικών επιβίωσης δεν μπορεί παρά να προσκρούει σε ανυπέρβλητες αντιστάσεις.
Σε δημοκρατικές κοινωνίες, κανένας λαός δεν μπορεί να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα ότι το επίπεδο ζωής στο οποίο είχε εθισθεί είναι δυνατόν να «πρέπει» να περιορισθεί μέσα σε μια νύχτα κατά το ήμισυ, κατά 60% ή κατά όσον ήθελε προκύψει. Κανένας λαός δεν μπορεί να απαλλαγεί, από τη μια μέρα στην άλλη, από τις «επιβιωτικές συνήθειες» που του επέβαλαν οι ιστορικές περιστάσεις. Κανένας λαός δεν μπορεί να «φαντασθεί» ότι η σχετικά άνετη μέχρι πρόσφατα ζωή του θα μετατραπεί σε μια κόλαση φτώχειας, αγωνίας και αβεβαιότητας. Και κανένας λαός δεν μπορεί να αποστερηθεί από το όνειρο της επανόδου σε μιαν εξιδανικευμένη «χρυσή εποχή», ακόμα και αν η εποχή αυτή φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η Ελλάδα ως οικονομικό και, κυρίως, πολιτικό πειραματόζωο
Εδώ ακριβώς αποκτά τη σημασία του ο «παραδειγματικός» χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης. Στο μέτρο που τέτοια σχέδια φαίνεται να αντιστοιχούν στα οικουμενικά συμφέροντα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, τίθεται κατ’ ανάγκην επί τάπητος το ζήτημα της πολιτικής και ιδεολογικής αντοχής των λαών. Και αυτός ακριβώς είναι ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο το «ελληνικό πρόβλημα» βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Περισσότερο από οικονομικό «πειραματόζωο», η Ελλάδα λειτουργεί ως πολιτικό πειραματόζωο.
Η αναγκαστική και βίαια αναπροσαρμογή των εργασιακών και επιβιωτικών προοπτικών όλο και περισσότερων ανθρώπων αγγίζει όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Από την άποψη αυτή, βρισκόμαστε ίσως σε σημείο καμπής. Μιας καμπής που θυμίζει την εποχή των βίαιων «περιφράξεων», που είχαν εκβιάσει τη μαζική εμφάνιση του ανέστιου βρετανικού προλεταριάτου. Με τη διαφορά ότι σήμερα διέξοδοι δεν υπάρχουν: η ανεργία καλπάζει, η παραγωγή και η παραγωγικότητα λιμνάζουν και οι μη απασχολήσιμες «άχρηστες» ψυχές πλεονάζουν στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου συστήματος από το οποίο κανείς δεν φαίνεται πια να μπορεί να απαγκιστρωθεί μονομερώς. Σε οικουμενική κλίμακα λοιπόν, το μείζον πολιτικό στοίχημα των επόμενων δεκαετιών είναι η εκλογικευμένη κατασκευή κοινωνιών που οφείλουν να είναι ολοένα πιο άδικες και ανισοποιητικές. Στο πλαίσιο αυτό, μετατοπίζονται αποφασιστικά οι κυρίαρχες μορφές νομιμοποίησης. Στις αναδυόμενες ατομικιστικές κοινωνίες, οι απόκληροι καλούνται να συναινέσουν στην αθλιότητα στο όνομα της ατομικής τους ανεπάρκειας και της ατομικής ευθύνης απέναντι στη μοίρα τους. Έτσι λοιπόν, η ελληνική κρίση οφείλει να ερμηνεύεται ως προέκταση της ανεπάρκειας και ανευθυνότητας των θυμάτων. Έτσι, οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις συστηματικές προσπάθειες ηθικής μαστίγωσης και ενοχοποίησης του ελληνικού λαού είναι προφανείς. Από τις αθλιότητες του κίτρινου ευρωπαϊκού Τύπου που καταγγέλλει την εγγενή τεμπελιά και αναξιοπιστία όλων των Ελλήνων μέχρι το αλήστου μνήμης «Όλοι μαζί τα φάγαμε» ή την κατ’ επίφασιν τεχνοκρατικότερη --και εκ πρώτης και μόνον όψεως ουδέτερη-- διαπίστωση ότι «ζούσαμε υπεράνω των δυνάμεών μας», καλούμαστε να αποδεχθούμε, εν σώματι και εν χορώ, ότι θα πρέπει να «πληρώσουμε» για το εθνικό μας «λάθος». Στο μέτρο που, όπως λέγεται, «δεν υπάρχει άλλη λύση», πρέπει να υποκύψουμε στο υπερκείμενο σύστημα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, αποδεχόμενοι δηλαδή πως η «Νέμεση» είναι το αναγκαίο και εύλογο αποτέλεσμα της συστημικής «Ύβρης». Έχοντας υπάρξει αμαρτωλοί, οφείλουμε να αποδεχτούμε την κόλαση, ή, έστω, το καθαρτήριο.
Το πραγματικό «αμάρτημα» των Ελλήνων
Όμως, στην πραγματικότητα, το «λάθος» των Ελλήνων δεν είναι ότι «απέκλιναν» και «αμάρτησαν», αλλά ότι οι συνθήκες δεν τους άφησαν να αγιάσουν. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως ο ασύδοτος ατομικιστικός νεοελληνικός καταναλωτισμός --κοινός τόπος για τους απανταχού αυτόκλητους ηθικοπλάστες-- δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αντανακλά ευθέως τα παγκοσμίως ισχύοντα πρότυπα συμπεριφοράς του μαζικού καταναλωτικού καπιταλισμού. Όπως και αλλού, έτσι και στην Ελλάδα, το δόγμα του laser faire συμπληρώνεται με την οικουμενική παραίνεση: Μεγιστοποιήστε, εκμεταλλευτείτε, απολαύστε, καταναλώστε και, αν χρειαστεί --ή ακόμα και αν δεν χρειάζεται--, δανεισθείτε. Σε πλήρη αντιδιαστολή με τις καλβινιστικές ρίζες που κάποτε εξιδανίκευαν την ατομική εργασιακή πειθαρχία και τη λιτότητα, στο σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα η υπερκατανάλωση και η ατομική υπεραπόλαυση εμφανίζονται πλέον σαν καθήκοντα. Η άνθηση της μικρομεσαίας νεοελληνικής κοινωνίας δεν είναι παρά απλό σύμπτωμα της προσαρμογής τής οικουμενικά κυρίαρχης ατομικής μεγιστοποίησης στις ιδιαίτερες ιστορικές περιστάσεις.
Στο επίπεδο των ατομικών συμπεριφορών και προτεραιοτήτων λοιπόν, οι Έλληνες όχι μόνο δεν απέκλιναν από τα ατομοκεντρικά ωφελιμιστικά ήθη, αλλά αντίθετα εμφανίστηκαν σαν οι καλύτεροι μαθητές. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι, στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, οι πρακτικές των ακόρεστων νομαδικών «αγορών» φαίνεται να έχουν απαλλαγεί και από τα τελευταία υπολείμματα ηθικών ανασχέσεων και συλλογικών αξιακών μελημάτων. Είναι σαφές ότι η καπιταλιστική ασυδοσία των «αγορών» και η άνευ όρων και ορίων πλεονεξία συνιστούν πλέον τον ύπατο κανόνα. Χαρακτηριστικά όμως, αυτό συμβαίνει μόνον στις μεγάλες κλίμακες. Πράγματι, στους χώρους που ασκείται ευθέως η οικονομική και η πολιτική εξουσία, η απόλυτη «ορθολογική» ιδιοτέλεια είναι όχι μόνο ανεκτή, αλλά «αναγκαία» και ανενδοίαστη. Σε πλήρη όμως αντιδιαστολή, στις μικροκλίμακες όπου δρουν και επιβιώνουν οι μικρομεσαίοι και μαζί τους οι απόκληροι εργαζόμενοι υποτίθεται πως πρέπει να πρυτανεύει η εσωτερικευμένη και πειθαρχημένη «ανορθολογική» ανιδιοτέλεια. Σε τελική ανάλυση λοιπόν, οι ισχύοντες κανονιστικοί κώδικες διαφοροποιούνται με σαφέστατα ταξικά κριτήρια. Στο όνομα του παραγωγικού ορθολογισμού, οι μεν άνεργοι και απόκληροι καλούνται να αποδεχθούν απλώς την εξαθλίωσή τους, ενώ οι πειθήνιοι και ευγνώμονες εργαζόμενοι καλούνται να είναι εργατικοί, συνεπείς, έντιμοι και υπεύθυνοι.
Αν λοιπόν υπάρχει μια πραγματική συλλογική «ευθύνη» των απόκληρων πλέον μικρομεσαίων Ελλήνων, έγκειται στο γεγονός ότι υπέκυψαν, και υποκύπτουν ίσως ακόμα, στις παραπλανητικές εξαγγελίες των συστημικών ηθικολόγων και ιδεολόγων. Μαζί με όλους τους άλλους, είχαν την αφέλεια να πιστέψουν πως το «δικαίωμα στην ιδιοτέλεια» και στην άνευ ορίων μεγιστοποίηση των ατομικών απολαύσεων δεν είναι ταξικό προνόμιο των ήδη κατεχόντων και ότι μπορεί να επεκτείνεται ακόμη και σε αυτούς. Αν λοιπόν «φταίνε» σε κάτι, αυτό είναι επειδή δεν αντέδρασαν εν σώματι και προφητικά στο κυρίαρχο σύστημα ιδεών, επειδή ενστερνίστηκαν τις χίμαιρες με τις οποίες τους είχαν θρέψει και αναθρέψει, επειδή υπέκυψαν αδιαμαρτύρητα στις σειρήνες της συστημικής προόδου, επειδή πίστεψαν πως η ατομική ευημερία και η συνεχής ανάπτυξη είναι ιστορικά κεκτημένα για όλους, επειδή δηλαδή θεώρησαν ότι ο ρους της Ιστορίας μπορεί να είναι ρόδινος για τους ανίσχυρους.
Όμως, φυσικά, τέτοιες εκ των υστέρων προγνώσεις ξεπερνούσαν τα όριά τους. Ακόμα μια φορά, αποδεικνύεται πως η Ιστορία εκδικείται πρωτίστως εκείνους που δεν έχουν ούτε την αντικειμενική δυνατότητα και βούληση να αντιδράσουν ούτε την εξουσία να εκμεταλλευθούν τις αντιφάσεις για λογαριασμό τους. Για να ξαναστηθεί λοιπόν η κοινωνία, και μαζί της η δημοκρατία στα ποδάρια της, θα πρέπει να απαλλαγούμε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα από τις υποβολιμαίες ηθικολογίες που μας περιβάλλουν. Δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον από τη στιγμή που αμφισβητούνται όλα τα έσχατα θεμέλια του αποστασιοποιημένου «καλού» και που ο ορίζοντας του γίγνεσθαι περιλαμβάνει όλα τα νοητά ριζικά «άλλα».
Σάββατο 9 Ιουνίου 2012
Κυβέρνηση της αριστεράς;
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
Αναδημοσίευση από: Αναγνώσεις της "Αυγής"
Είναι αυτονόητο ότι η αριστερά νοηματοδοτείται ποικιλότροπα, αλλά εδώ θα επικαλεσθούμε έναν εύλογο ορισμό της με ιστορικά διαπιστευτήρια. Στις νεωτερικές κοινωνίες και μετά, αριστερά είναι εκείνη η –πολυδιασπασμένη, συνήθως- πολιτική παράταξη που προσβλέπει σε μια ριζοσπαστική πραγμάτωση της ισότητας και της ελευθερίας των πολλών. Από μια τέτοια σκοπιά, η ιδέα μιας αριστερής κυβέρνησης στη σημερινή Ελλάδα είναι πιθανότατο στα αυτιά αρκετών να ηχεί ως κούφια, ανέφικτη, ιλαροτραγωδία. Κατ’ αρχάς για πρακτικούς λόγους της συγχρονίας, που άπτονται της ισορροπίας δυνάμεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Γιατί μια κυβέρνηση με ρηξικέλευθες πολιτικές, που θα έβαλλε στην πράξη εναντίον των οικονομικών, πολιτικών και άλλων ολιγαρχιών, θα υπέσκαπτε τα προνόμιά τους και θα ανέτρεπε τις στρατηγικές της ληστρικής αναδιανομής του πλούτου προς τα πάνω, είναι μάλλον απίθανο να μπορέσει να σταθεί όρθια απέναντι στον νεοφιλελεύθερο εσμό των ισχυρότερων της ΕΕ, του παγκόσμιου στερεώματος και των ημεδαπών κέντρων εξουσίας που απεργάστηκαν αυτές τις στρατηγικές. Και αυτό εξαιτίας των συντριπτικών συσχετισμών ισχύος σε αυτά τα επίπεδα, αλλά και λόγω ελλιπούς κοινωνικής υποστήριξής της σε μια χώρα χωρίς μαζικά, δυναμικά και οργανωμένα κοινωνικά κινήματα, όπου η κυρίαρχη κουλτούρα εξακολουθεί να είναι ατομικιστική-καταναλωτική και η πλειοψηφία φαντασιώνεται την επάνοδο στις μέρες της αφθονίας. Μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να υπολογίζει σήμερα ούτε καν στην αγωνιστική στήριξη της σχετικής της εκλογικής πλειοψηφίας, η οποία δεν έχει στρατευθεί ιδεολογικο-πολιτικά στην αριστερά. Και θα έχει απέναντί της μια απόλυτη λαϊκή πλειοψηφία, που απορρίπτει την ιδεολογία και τους πολιτικούς προσανατολισμούς της.
Κατά δεύτερον, αν η αριστερά θέλει να είναι μια προωθημένη έκφραση των βλέψεων της κοινωνικής χειραφέτησης στη συγχρονία, η «αριστερή κυβέρνηση» μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ως μια αντίφαση εν τοις όροις. Έχουμε μάθει πλέον ότι η προαγωγή της ισοελευθερίας των πολλών δεν γίνεται από κυβερνήσεις, ούτε επαναστατικές ούτε σοσιαλδημοκρατικές-μεταρρυθμιστικές. Οι επαναστατικές δικτατορίες δεν μπορούν να οδηγήσουν το πλήθος στον συλλογικό αυτοκαθορισμό του όταν το υποτάσσουν στο ακριβώς αντίθετό του, την ποιμαντική καθοδήγηση – ή και καταπίεση. Και ο μεταρρυθμιστικός κυβερνητισμός πέθανε μαζί με τους Νέους Εργατικούς και το Νέο Κέντρο του SPD, δεν περίμενε το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Ο κυβερνητικός σοσιαλρεφορμισμός αναπαράγει την ίδια σχέση του κράτους-κηδεμόνα των ετερόνομων πολιτών και δεν μπορεί να πετύχει καμιά ουσιαστική επέκταση της ισότητας εφόσον αποφεύγει τη ρήξη με ένα αγοραίο σύστημα εξουσίας που παράγει ακραίες ανισότητες.
Οι συλλογικές πρωτοβουλίες της ελευθερίας τα τελευταία χρόνια, από τα κινήματα για μια άλλη παγκοσμιοποίηση ως τον Δεκέμβρη του ’08, τις αγανακτισμένες πλατείες και το Occupy Wall Street, αντιμάχονται τις ηγεσίες, τους αντιπροσώπους, τα κλειστά ιδεολογικά σχήματα και προγράμματα. Εννοούν στην πράξη την ίση ελευθερία των πολλών ως άμεση πολιτική σύμπραξη, συλλογική αυτοδιεύθυνση, σύνταξη αυτόνομων διαφορών στη βάση της πλήρους πολιτικής ισότητας. Αποκηρύσσουν την κρατική διακυβέρνηση ως πολιτική καθοδήγηση από τα πάνω, όπου οι μάζες ετεροκαθορίζονται στην άσκηση της πολιτικής και παραμένουν ουσιαστικά άνισες στην πολιτική δράση.
Αυτά τα δύο διαβήματα εκμηδενισμού της ίδιας της ιδέας μιας αριστερής κυβέρνησης στη σημερινή Ελλάδα έχουν μια κοινή κρυφή προκείμενη: την άρνηση της πολιτικής. Στο πρώτο, βρισκόμαστε σε ένα κλειστό και ακλόνητο σύστημα κυριαρχίας, που δεν επιτρέπει καμία ριζική πολιτική επέμβαση, αντίσταση και ανατροπή. Το δεύτερο προϋποθέτει μια καθαρή και αμόλυντη κοινωνική εμμένεια, η οποία δεν απαιτεί πολιτικές παρεμβάσεις από τα έξω ή προς τα έξω: οι δυνάμεις της κοινωνίας είναι ώριμες και έτοιμες –ή μπορούν αυτόνομα να ετοιμαστούν- για την αυτο-οργάνωσή τους εκ των ενόντων, χωρίς να επηρεάζονται από τις εξωτερικές οικονομικές συνθήκες, το πολιτικό καθεστώς και τους συσχετισμούς δυνάμεων, και χωρίς να χρειάζεται να δράσουν σε αυτό το πλαίσιο. Αν, όμως, ξαναβάλουμε την πολιτική στην εξίσωση, στις ρωγμές και τις ανισορροπίες του διεθνούς πλέγματος εξουσίας και στις χαίνουσες ελλείψεις μιας κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης που χρειάζεται εξωτερικά ερείσματα και δραστικές πρωτοβουλίες, τα πράγματα αλλάζουν. Η αριστερή κυβέρνηση αναδύεται ως μια ιστορική δυνατότητα με προοπτικές ελπίδας - αλλά και συγκεκριμένους όρους που αλλάζουν συθέμελα την αντίληψή μας για το τι μπορεί να σημαίνει τώρα μια τέτοια κυβέρνηση στην ημεδαπή.
Aν θα είναι πράγματι ταγμένη στην προώθηση της εξισωτικής αυτονομίας της κοινωνίας στο περιβάλλον της συγκυρίας, θα πρέπει να επιδοθεί σε μια πολιτική υψηλής έντασης, μια πολιτική που θα αναβιώνει ριζικές διαστάσεις αυτής της ιστορικής δραστηριότητας. Θα νιώθει, δηλαδή, και θα αδράχνει τον καιρό, τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η σύγχρονη συνθήκη με τις μεταπτώσεις της, τις (αν)ισορροπίες δυνάμεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, τα χάσματα των καθεστώτων κυριαρχίας. Λαμβάνοντας έτσι επίκαιρες πρωτοβουλίες, θα πράττει πολιτικά με την ισχυρή έννοια του όρου, θα επιχειρεί όχι να διαχειριστεί τις καταστάσεις με βάση τα καθιερωμένα πλαίσια δράσης, τις λογικές και τις στοχεύσεις τους, αλλά τροποποιώντας τις ίδιες τις συντεταγμένες, επανορίζοντας τα πλαίσια, διαμορφώνοντας νέους θεμελιώδεις όρους των κοινωνικών σχέσεων. Τέλος, θα είναι πολιτική με τη συστατική σημασία της λέξης, πράξη των πολιτών, κινητοποίηση της κοινωνίας που ορίζει τις υποθέσεις και τη μοίρα της.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, το αιτούμενο σήμερα στην Ελλάδα από την οπτική της αριστέρας δεν μπορεί να είναι απλώς μια άλλη κυβέρνηση σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο που θα τις δέσει τα χέρια εξαρχής και μετά θα την οδηγήσει σύντομα στο θάνατο. Είναι μια άλλη ηγεμονία, η οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού σχηματισμού, με διαφορετικούς κυρίαρχους κοινωνικούς δεσμούς, νόμους και προσανατολισμούς στη βάση μιας εκ βάθρων αναδιάταξης των σχέσεων εξουσίας. Αλλά αν αυτή η ηγεμονία θέλει να είναι συγκεκριμένα αριστερή θα πρέπει να αναβαπτίσει ουσιωδώς το ιστορικό της νόημα στα νάματα των νέων κοινωνικών συλλήψεων της ελευθερίας εν δράσει. Θα πρέπει, υποστηρίζω, να επιχειρήσει το καινοφανές, να γίνει μια πραγματική ηγεμονία της αντιηγεμονίας. Σε αυτή, ο δεσπόζων πόλος του νέου κοινωνικού συνασπισμού δεν θα λειτουργεί ως αντιπρόσωπος-κυρίαρχος των πολλών, αλλά ως «αφανιζόμενος μεσολαβητής», ένας ισχυρός παράγοντας κοινωνικού συντονισμού και ενδυνάμωσης, που δεν αποβλέπει στην εδραίωση της δικής του κυριαρχικής θέσης αλλά επιζητεί από την αρχή τη διευκόλυνση και την ενδυνάμωση της κοινωνικής αυτο-οργάνωσης, ώστε να καθίσταται περιττός.
Το αίτημα για μια νέα ηγεμονία της αντι-ηγεμονίας δεν είναι ιδεαλιστικό. Είναι, αντίθετα, μια από τις λίγες ρεαλιστικές στρατηγικές για μια αριστερή κυβέρνηση εδώ και τώρα. Μια κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα σήμερα θα πρέπει ασφαλώς να αξιοποιήσει τις αστάθειες, τις ρωγμές και τις αντιθέσεις του νεοφιλελεύθερου μπλοκ εξουσίας, στην ΕΕ, τις χρηματαγορές και το παγκόσμιο σύστημα για να ενισχύσει τη δική της θέση και να αναιρέσει τις πολιτικές της μνημονιακής καταστροφής. Διεθνείς συμμαχίες και κινήσεις αλληλεγγύης μπορούν να συνδράμουν σημαντικά σε αυτό το εγχείρημα αλλαγής των συσχετισμών. Αλλά καθοριστικός θα είναι ο ρόλος της δυναμικής συστράτευσης των πολλών στο εσωτερικό που θα προσφέρει μαζική αρωγή στην προσπάθεια της ανατροπής και θα φέρει τις αυριανές αντιδράσεις του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου της ΕΕ και των αγορών αντιμέτωπες με μια ολόκληρη και αποφασισμένη κοινωνία, δυναμώνοντας παράλληλα και τις διεθνείς φωνές υποστήριξης.
Η διαρκής και συλλογική κινητοποίηση είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ευτυχή κατάληξη ενός ριζοσπαστικού ηγεμονικού αγώνα και στο εσωτερικό, καθώς μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν έχει, και δεν πρέπει να έχει, ισχυρά ερείσματα στις τάξεις των κυρίαρχων, σήμερα, ελίτ. Βασική πηγή της κοινωνικής της εξουσίας στον πόλεμο θέσεων που θα ξεκινούσε θα είναι η γνήσια δημοκρατική δύναμη των πολλών. Αυτή θα μπορέσει να αντιπαλέψει φαινόμενα κοινωνικής εξάρθρωσης και έναν πόλεμο από τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα, με μποϊκοτάζ στη διακίνηση βασικών αγαθών, στη λειτουργία των τραπεζών κλπ, στις εξαιρετικά δυσχερείς καταστάσεις που είναι πιθανό να προκύψουν από τη διακοπή χρηματοδότησης από την ΕΕ ή από την εφαρμογή επιθετικών πολιτικών ελέγχου και αναδιανομής του πλούτου. Η μαζική συμμετοχή σε διαδικασίες ουσιαστικής διαβούλευσης θα είναι αναγκαία και για τη συναινετική χάραξη και εφαρμογή κυβερνητικών πολιτικών που ενέχουν μεγάλο βαθμό κινδύνου και αβεβαιότητας και για τις οποίες δεν υπάρχει συγκροτημένη πλειοψηφική άποψη.
Τα πολιτικά διακυβεύματα που θα απαιτούν δύσκολες αποφάσεις από μια αριστερή διακυβέρνηση ενδέχεται να είναι πολλά και καυτά, σε συνθήκες κινούμενης άμμου, αρχής γενομένης με το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ αν οι πιέσεις στην ΕΕ δεν αποδώσουν. Μια τέτοια απόφαση, που μπορεί να έχει τεράστιες επιπτώσεις στην καθημερινότητα της πλειοψηφίας, δεν είναι δυνατόν να ληφθεί ερήμην της ή και εναντίον της από μια αριστερή ηγεσία. Σε αυτή την περίπτωση θα είχε και την κοινωνία και ισχυρά κερδοσκοπικά και άλλα συμφέροντα απέναντί της, και η πολιτική της θα ήταν καταδικασμένη εξαρχής, και στην πράξη και στην κοινωνική συνείδηση.
Μια νέα ηγεμονία, που εδραιώνει έναν νέο κοινωνικό σχηματισμό, κατακτάται με τη συγκρότηση μιας νέας κοινότητας ιδεών και συναισθημάτων. Σήμερα που το αξιακό σύστημα του παρελθόντος καταρρέει και η κοινωνία τα έχει χαμένα, χρειάζεται επιτακτικά η άρθρωση νέων αξιακών προσανατολισμών, νέων αφηγήσεων για το παρόν και το μέλλον μας. Και η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού φαντασιακού, που θα δώσει ξανά νόημα και ελπίδα στις νεότερες γενιές, δεν μπορεί να γίνει από μια ελίτ φωτισμένων ταγών ή χειρούργων της κοινωνίας, ιδίως όταν επιδίωξη είναι η κοινωνική χειραφέτηση. Μια αριστερή κυβέρνηση θα πρέπει, λοιπόν, με τον λόγο και τα έργα της να πυροδοτήσει, να εμπνεύσει και να διευκολύνει μια τέτοια κοινωνική αναδημιουργία, όχι να την καθορίσει. Και θα πρέπει, ευρύτερα, να συνδράμει αποτελεσματικά τις πρωτοβουλίες αυτοδιεύθυνσης της κοινωνίας, στις πόλεις και τους δήμους. Η παροχή πραγματικών πόρων και διευκολύνσεων στους θεσμούς της κοινωνικής αυτονομίας, λ.χ. στις διάφορες συνελεύσεις γειτονιάς που έχουν ήδη αναφανεί, και στα δίκτυα της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας που σήμερα εξαπλώνονται, θα στείλει ένα ουσιαστικό μήνυμα στην κοινωνία για το άλλο ύφος και ήθος μιας αριστερής αντι-ηγεμονίας και θα ευνοήσει την επέκταση της κοινωνικής αυτο-οργάνωσης. Η συλλογική κινητοποίηση σε βάθος χρόνου, με την αποτελεσματική λειτουργία θεσμών αυτο-οργάνωσης και αντι-εξουσίας του πλήθους, δεν είναι απλώς προϋπόθεση για την ευόδωση κυβερνητικών πολιτικών. Είναι ο ίδιος ο στόχος και το ουσιαστικό τους περιεχόμενο, από τη σκοπιά μιας αριστεράς που προσβλέπει στην ενίσχυση της ισότητας και της ελευθερίας με σύγχρονους όρους.
Αυτές οι απαιτήσεις ηχούν ίσως υπερβολικές για οποιαδήποτε κυβέρνηση στην τρέχουσα συγκυρία. Αλλά λόγω ακριβώς της κατάστασης εξαίρεσης που βιώνουμε, αν δεν αγωνιστούμε για πολλά, μπορεί να μην περισώσουμε ούτε λίγα. Θα πρέπει, φυσικά, η ίδια η κοινωνική πλειοψηφία να θελήσει να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Αλλά μια κυβέρνηση που άμεσα και έμπρακτα θα εμφανιστεί υπηρέτης και αρωγός, όχι εξουσιαστής της, θα μπορέσει καλύτερα να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, κεντρίζοντας και τονώνοντας τη συλλογική βούληση. Και τότε πολλά αδύνατα θα γίνουν δυνατά.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)